Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2012

Επί ξυρού ακμής: Ένας «κομμένος» αντάρτης του ΔΣΕ στα βουνά της Ρούμελης. (Μέρος Β΄)

Φαινόμενα παραίσθησης

Ξεκίνησα το ταξίδι προς το άγνωστο με βαριά καρδιά. Περιμένω να λειτουργήσει ο μηχανισμός των ενστίχτων της ζωής. Τότε το άτομο οπλίζεται με δύναμη και θάρρος. Απομακρύνει κάθε υποθετικό ή και πραγματικό κίνδυνο. Άρχισα λοιπόν την ψυχολογική και τοπογραφική ετοιμασία. Ο προσανατολισμός μου δεν είναι δύσκολος. Θα διαβώ τον Καρπενησιώτη που είναι δίπλα μου. Θα ανεβώ την πλευρική βραχώδη κατάληξη της Χελιδόνας από αριστερά στη βορειοδυτική πλευρά, ώσπου να συναντήσω τα χωριά Φιδάκια, Μηλιά, Παπαρούσι, που γνωρίζω το χώρο τους. Μια περιοχή καθόλου φιλική προς τον Δημοκρατικό Στρατό. Πολλοί Καπαπίτες μας εξοντώθηκαν από ανθρωποφάγους Μάυδες.
     Πέρασα τον Καρπενησιώτη και καθρεφτίστηκα στην ασημένια επιφάνεια του νερού, σαν βουνίσιος νάρκισσος. Και είδα τη μορφή μου… Ώστε εγώ είμαι λοιπόν αυτός ο κακοντυμένος, με τα σκισμένα ρούχα, το μισό παπούτσι, αδύνατος με βουλιαγμένα μάτια κι αχτένιστα μακριά μαλλιά κι ένα παλιό δίκοχο, που στη μετώπη του ξεχωρίζουν τρία γράμματα: ΔΣΕ.
     Σε λίγο αντίκρυσα το μικρό χωριουδάκι. Κι ήταν τόσο έρημο, όπως ένας νεκρός παρατημένος. Τα σπίτια του έμοιαζαν πρόσωπα πέτρινης εποχής – ναυάγια φοβερής θεομηνίας μ’ ολάνοιχτα παράθυρα και πόρτες. Σ’ ένα σαραβαλιασμένο χαμόσπιτο, που κάποτε θα ήταν καφενές, διάβασα μια ξεθωριασμένη επιγραφή: ΙΡΚΙΣΤΑ. Ώστε βρίσκομαι στην Ιρκίστα, που υποφέρει ακόμα από κληρονομική σύφιλη, ενθύμιο των καταλανών καταχτητών που δυνάστευαν την περιοχή κατά το 1300-1400 μ.Χ. Ακόμα και μια κορυφή του σημερινού ψηλού βουνού Παναιτωλικό έχει το όνομα Κατελάνος. Οι καταχτητές πάντα επιδιώκουν την υστεροφημία τους.
     Άρχισα το ψάξιμο. Η ελπίδα δεν πρέπει να εγκαταλείπει ποτέ τον άνθρωπο. Στα φτωχόσπιτα, που ποτέ τους δεν δοκίμασαν όχι την αφθονία μα την έλλειψη, τα πάντα ήταν αναποδογυρισμένα. Δε βρήκα τίποτα. Για τους αντάρτες το ψάξιμο, έστω κι αν έμειναν με χέρια αδειανά, είχε τη γλύκα του. Μια άγνωστη ηδονή προσθέτονταν στον ώς τώρα βίο τους. Αυτή η καινούργια διαστροφή έχει παρασύρει πολλούς. Ακόμα κι εκπατρισμένοι χωρικοί έρχονται με σκαφτικά εργαλεία και σκάβουν για το «θησαυρό».
     Σ’ ένα χορταριασμένο κηπάριο αντίκρυσα μουριές με λευκά, μελωμένα μούρα, πεσμένα καταγής. Έσκυψα κι άρχισα να τρώγω με λαιμαργία τους ωραίους καρπούς. Δυστυχώς όμως, τα μούρα ήταν μπερδεμένα με κάτι επικίνδυνα χόρτα, που τα λέγαμε «σακοκρύπια». Αλίμονο, αν ένα θρονιάζονταν στο λαιμό. Δεν έβγαινε με κανένα τρόπο. Σταμάτησα κι άρχισα να φτύνω, μήπως κανένας απ’ αυτούς τους εχθρούς ξεπέρασε το «έρκος οδόντων». Μελοδραματικό ήταν το ρέκβιεμ αυτής της προσφοράς.
     Με κρυφή ελπίδα επισκέφτηκα τη μικρή εκκλησούλα αναζητώντας λίγο λάδι. Κοιτάζοντας τα καντήλια, ανακάλυψα στα ποτηράκια τους ένα μαύρο, πηχτό υγρό, που πριν από μερικά χρόνια ήταν λάδι. Κάπου βρήκα στο ιερό ένα μικρό γυάλινο βάζο, που βίδωνε το σκέπασμά του. Σ’ αυτό άδειασα το λάδι. Όταν όμως το δοκίμασα, ήταν απαίσια η γεύση του. Παρά τη μεγάλη μου λύπη, το πέταξα. Ήταν πικρότερο κι από το κώνιο που πότισαν τον Σωκράτη. Περίλυπος κοίταξα τις εικόνες, σαν να ήθελα να τους πω το παράπονό μου. Μα οι περισσότερες απουσίαζαν, είχαν κλαπεί. Και τα βιβλία έγιναν τροφή των ποντικιών. Στ’ απομεινάρια κάποιων σελίδων, διάβαζα υπογραφές φαντάρων που πέρασαν από εδώ.
     Βγήκα έξω και κάθισα σιωπηλός στο πέτρινο πεζούλι. Σαν να κλείσαν οι στράτες της μνήμης και της συλλογής. Μ’ έζωνε μοναξιά εφτάδιπλη, νιτσεϊκή. Κι άρχισε να γίνεται επικίνδυνη. Σαν την Κίρκη προσπαθεί να με κρατήσει στη φονική αγκαλιά της. Συνήλθα από το μαγικό αγκάλιασμά της κι αισθάνθηκα μια ελάχιστη αισιοδοξία. Λοιπόν! Ας τελειώσουν οι χαμένες μέρες και τα ταξίδια στη χώρα της ουτοπίας. Πρέπει να προετοιμαστώ ψυχολογικά και σωματικά για το ταξίδι που έχω χρέος να συνεχίσω. Κι αν δεν συναντήσω τη μονάδα μου, κάποιο άλλο τμήμα θα βρω και θ’ ακολουθήσω. Αυτό θα είναι μια μικρή ευτυχία για μένα.
     Στο μεταξύ, χωρίς να το προσέξω, το σούρουπο άρχισε να ξεδιπλώνει τους ίσκιους του και η νύχτα κατέφτανε σαν κουρασμένη θεότητα, μ’ όλα της τα μυστήρια και τους παράξενους ήχους από τα χιλιάδες ζωντανά που βγήκαν απ’ τους κρυψώνες τους για τροφή κι άλλες ανάγκες. Κι ένα ποιητικό φεγγάρι αρμένιζε και χρύσωνε τις κορυφές των γύρω βουνών. Η χρυσή του μαγεία με το παιγνίδισμα των φωτοσκιάσεων άλλαξε τη μελαγχολική εικόνα μιας άλαλης ερημιάς. Πήρα την απόφαση και ξεκίνησα προς το άγνωστο, γιατί ο πέτρινος όγκος που θ’ ανεβώ δεν κρατάει καλύβια για να στεγάζονται τα γιδοπρόβατα στον καιρό της βροχής. Έτσι δεν θα συναντήσω τίποτα φιλικό. Καμιά πόρτα δεν θ’ ανοίξει να με καλωσορίσει. Εδώ έχει καθιερωθεί ο νόμος της ζούγκλας.
     Μπήκα στο μονοπάτι, που οδηγούσε από τη δυτική μεριά του χωριού. Ήταν στενό, ανηφορικό, έφκιανε σκαλώματα, με φανερά τα ίχνη από πεζοπόρους. Ανεβαίνω χωρίς να αποδιώξω κάποια σκοτεινά συναισθήματα. Πρέπει οπωσδήποτε να απομακρυνθώ, γιατί βρίσκομαι στον άξονα κίνησης του στρατού. Ανεβαίνω. Η πείνα έχει περιορίσει την αντοχή κι όλο κοντοστέκουμαι να ξανασάνω. Πόση ανακούφιση θα ένιωθα, αν είχα μαζί μου ένα σύντροφο παρέα. Το φεγγάρι, χωρίς έξοδα, χρυσώνει τη λωρίδα του μονοπατιού και τους μικρούς θάμνους των κέδρων, που κρέμονται στις όχθες. 
     Θα ήταν μεσάνυχτα, όταν οι αισθήσεις μου λειτούργησαν κατά ανεξήγητο τρόπο. Ανεβαίνω, αλλά βλέπω σαν υπνωτισμένος να συμβαδίζουν μ’ εμένα κι άλλοι ίσκιοι, σαν ανθρώπινοι, προς την ίδια κατεύθυνση, αλλά σιωπηλοί. Η υλική τους παρουσία ήταν αμφισβητήσιμη. Δεν προξενούσαν το θόρυβο που πρέπει να έχει μια πορεία. Ομιλία δεν έφτανε στ’ αυτιά μου. Πολλές φορές αυτές οι μαύρες σκιές έμοιαζαν με παράξενα αιλουροειδή, που αναρριχιόνταν εύκολα στα εμπόδια που συναντούσαν. Είπα: Κι άλλοι σύντροφοι ανεβαίνουν. Όμως είχα δισταγμό σ’ αυτούς που συνεχώς με προσπερνούσαν. Η πορεία τους ήταν αθόρυβη, αέρινη, άφωνη. Σαν να μην είχαν πόδια με παπούτσια. Καμιά ομιλία, βήχας, ανάσα ή κάποια στάση. Και ήταν τόσο ευκίνητες αυτές οι φιγούρες. Σαν να μην είχαν μάτια, στόμα, γλώσσα ν’ αρθρώσουν κάποιο λόγο, όπως συνέβαινε σε νυχτερινές κουραστικές πορείες. Τσιγάρο δεν σπινθήριζε πουθενά. Κι όλο έφευγαν γρήγορα, παίρνοντας τις στροφές του μονοπατιού με δικό τους τρόπο, χωρίς τον παραμικρό θόρυβο. Οι σκιές, γρήγορες κι αέρινες, ανέβαιναν το μονοπάτι και χάνονταν στο βάθος της ανηφοριάς, σαν να τις κατάπιναν τα φεγγαρόφωτα μονοπάτια.
     Επέστρεψα στον εαυτό μου, για να τον ρωτήσω τι συμβαίνει. Μήπως ονειρευόμουνα; Όχι. Κάπου θα είχα σωριαστεί. Αναπόλησα τις ψυχοπαθολογικές μου γνώσεις. Δεν βρήκα απάντηση. Τελικά, οδηγήθηκα στο συμπέρασμα πως ήταν μια παραίσθηση, που την έστειλε η ψυχή να με συντροφέψει τούτη τη δύσκολη ώρα της μοναξιάς. Αυτή λοιπόν η σιωπηλή λιτανεία τόσων σκιών ήταν παραίσθηση, που μου συμπαραστάθηκε σε μια περιπέτεια από τις πιο παράξενες. Το λάθος μου ήταν ότι δεν μίλησα σε καμιά από τις τόσες σκιές. Αυτό θα έδινε εγκυρότητα στο χρονικό εκείνης της νύχτας.

Και η ζωή συνεχίζεται

Επιτέλους χάραξε. Ροδοχρωματίστηκε η ανατολή. Σιγά-σιγά άνοιξε η μέρα τα παραθύρια της για να μας πληροφορήσει ότι σε λίγο η πλάση θα γεμίσει φως. Λυτρωμένος κι εγώ από τη νυχτερινή παρέα μου, καρφώθηκα στο υπογάστριο ενός πετρώδους αντερείσματος, που σ’ αυτό το σημείο έφκιανε ένα μεγάλο πέτρινο πεζούλι. Πρώτη φροντίδα ήταν να εξασφαλίσω καταφύγιο. Γυμνός, θεόγυμνος ο χώρος, παρατηρήσιμος από παντού– υποχρεώθηκα χωρίς αργοπορία να λύσω το πρόβλημα. Και δεν άργησα να το βρώ. Δύο μεγάλες πλάκες έφκιαναν από συγκυρία ένα μικρό αέτωμα που κάλυπτε κάποιο χώρο. Χωρίς υπερβολή ένας μικρός κρυψώνας, όπου μαζί με ένα μικρό τειχίο, κι αυτό καμωμένο από τους αιώνες, συγκροτούσαν χώρο κάλυψης, αν και βρίσκονταν δίπλα στο υποτυπώδες μονοπάτι. Έκρινα ότι ήταν ασφαλέστερος, γιατί εμένα με έκρυβε ολόκληρο και μπορούσα να παρατηρώ αρκετά σημεία σε ακτίνα ορατότητας σημαντική. Θεώρησα λοιπόν πως σ’ αυτή την πέτρινη τρύπα, που βρίσκονταν κολλητή στο μονοπάτι, θα μπορούσα να κρυφτώ με ασφάλεια. Κι ο περαστικός διαβάτης θα γίνονταν αντιληπτός από το θόρυβο που προκαλούσαν τα χοντρά χαλίκια από τα πατήματα. Κάποια στιγμή μπορούσα με σιγουριά να χρησιμοποιήσω και το περίστροφο που είχα.
     Κι αυτό τον καιρό με βασάνιζε μια ανθρώπινη αδυναμία, που μπορεί να την έχουν κι άλλοι συναγωνιστές μου. Ήθελα να μεταφέρει το μήνυμα του χαμού στη μάνα μου κάποιος φίλος, κάποιος άνθρωπος. Κι αυτή θα ένιωθε την παρουσία μου. Ανθρώπινη αδυναμία, θεμιτή. 
     Στην καινούργια κατοικία μου η ψευδαίσθηση που φύτρωσε μου δημιούργησε έναν παράδεισο ησυχίας και γαλήνης. Μια μακαριότητα επικίνδυνη, ώσπου να νυχτώσει και να συνεχίσω το δρόμο της αναζήτησης. Η μόνη αντίδραση είναι η δυσκινησία του χρόνου. Γι’ αυτό και θέλω όλα τα όντα τούτη τη στιγμή να κινούνται στο μηδέν. Οι εχθροί, οι φίλοι, οι διαβάτες, οι σαύρες, τα φίδια. Κι εγώ σαν ποντικός στη λούφα μου να τρώγω από κανένα σπυρί καλαμπόκι να μη λιποθυμήσω. Ακόμα και ο μηχανισμός της υπομονής άρχισε να παρουσιάζει αρρυθμία. Και λαχταρούσα μήπως ακούσω κάποιο θόρυβο. Αν θα ’ναι εχθρικός ή φιλικός, αυτό είναι «Λόττο». Δεν ξέρεις τι σου βγαίνει.
     Κατά το δειλινό, άκουσα τον απόηχο βημάτων πάνω στον πέτρινο σωρό, μακριά από τη λούφα μου, ώς πενήντα μέτρα. Από τη μικρή χαραμάδα που είχα για παρατηρητήριο, αντίκρυσα δυο άτομα. Έναν άντρα και μια γυναίκα. Φορούσαν χωριάτικα ρούχα, ήταν άοπλοι. Φαίνεται πως είδαν την κίνησή μου, κι αποφάσισαν να με συναντήσουν. Βγήκα λοιπόν από την τρύπα μου και τους φώναξα να πλησιάσουν. Σε λίγο έφτασαν. Ήταν ένας άντρας ψηλός, γεροδεμένος, άοπλος, με χωριάτικα ρούχα. Το ίδιο και η γυναίκα. Τον γνώρισα. Λέγονταν Πιστιόλης, από το κοντινό χωριό Φιδάκια. Ήταν άνθρωπος του Δημοκρατικού Στρατού και παράγοντας στο χωριό του. Η γυναίκα του, μια κοντούλα κι άσχημη χωριάτισσα, ντυμένη φτωχικά, με μαλλιά ανακατωμένα κι εκνευρισμένο πρόσωπο, παρακολουθούσε με αγωνία το διάλογο που άρχισα με τον άντρα της και φανερά διαγράφονταν η επερχόμενη έκρηξη.
     Χαιρετηθήκαμε μουδιασμένοι. Μου έδωσε καπνό και χαρτί να στρίψω τσιγάρο, γιατί είχα μήνες να καπνίσω, κι αρχίσαμε κάποιο διάλογο. Οι άνθρωποι αυτοί πίστευαν βαθιά στις θαυματουργικές δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού. Γι’ αυτό όλο και περίμεναν την αλλαγή και την εφαρμογή των διακηρύξεων της Κυβέρνησης των Βουνών.
     Κομπιάζοντας και οι δύο, περισσότερο εγώ που είχα μια ηθική ευθύνη, προσπαθούσα και περίμενα να κάμει την ερώτηση ο πολίτης. Κι αυτό έγινε: 
     –Πες μας, δάσκαλε, τα νέα σου. Ύστερα από τα γεγονότα του Καρπενησιού, πήραμε θάρρος. Εμψυχωθήκαμε και περιμέναμε να πάρουν τροπή τα πράγματα. Όμως εμείς ζούμε πίσω απ’ τον κόσμο. Καμιά γνώριμη φωνή δεν ακούσαμε. Οι Καπαπίτες μας, που τους είχαμε συνοδιά, εξοντώθηκαν. Τώρα κυκλοφορούνε άφοβα οι Μάυδες στο χώρο μας, με το όπλο στο χέρι.
     –Συναγωνιστή μου, θα προσπαθήσω να σε ενημερώσω. Πριν δυο-τρεις μέρες κόπηκα από τη Μεραρχία και δεν μπόρεσα να συνδεθώ ακόμα. Ο Δημοκρατικός Στρατός είναι ακόμα δυνατός στον Γράμμο και στα άλλα οχυρά του. Βέβαια αυτοί ετοιμάζουν εκστρατεία με δυνάμεις ισχυρές. Όμως δεν κρίθηκε ο αγώνας ακόμα. 
     –Και οι φίλοι μας; Εμείς τους συντρέξαμε όλους, σ’ Ανατολή και Δύση. Είμαι τραυματίας του ΕΛΑΣ. Και λέω: Αφού οι σύμμαχοί μας νίκησαν το φασισμό, χαλάλι τους το αίμα που έδωσα στον αγώνα της Εθνικής μας Αντίστασης.
     Ένιωθα τη φωνή του συναγωνιστή-πολίτη ότι ήταν ο λόγος κάποιου υπερκόσμιου εισαγγελέα, που με κάθισε στο σκαμνί για ν’ απολογηθώ. Κι όχι μονάχα εμένα, μα όλη την ανθρωπότητα. Η γυναίκα, που παρακολουθούσε μ’ έντονο ενδιαφέρον το διάλογο, πήρε το λόγο κι ακούστηκε η πιο τραγική αλήθεια, παρμένη από χορικό αρχαίας τραγωδίας. Απευθυνόμενη προς τον άντρα της και πηδώντας κυριολεχτικά για να τον φτάσει, έβγαλε μια σπαραχτική φωνή σαν να έθαψε αγαπημένα της πρόσωπα. Κι άρχισε να ουρλιάζει:
     –Βρε! Δεν μου ’πες ότι θα νικήσουμε; Δεν μου ’πες ότι θα θριαμπέψουμε; Ότι θα μπούμε σε πολιτείες και θα έχουμε απ’ όλα τα καλά; 
     Έτρεμε σύγκορμη! Αυτή η τραγική σκηνή, που παρακολούθησα με δέος, ήταν ένας κόλαφος για μικρούς και μεγάλους, για όσους οι ερινύες της ευθύνης φτεροκοπούν συνέχεια στ’ αυτιά τους.
     Ο άντρας δεν απάντησε, παρά γύρισε το κεφάλι προς τα βουνά, ενώ εγώ κατέβασα τα μάτια ταπεινωμένος.
     Για λίγο χρόνο καθίσαμε αμίλητοι, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο. Τα μάτια ήταν υγρά. Η γυναίκα είχε ξεσπάσει σ’ ένα βουβό κλάμα, που σου σπάραζε την καρδιά.
     Τώρα τα λόγια δεν είχαν καμιά αξία. Το βραδυνό χρώμα με τη μενεξεδένια φορεσιά του κατέβαινε αργά και κατέβασε την αυλαία του. Ήταν μια τραγική σκηνή απ’ την παγκόσμια τραγωδία της Ιστορίας.

Μια άλλη συνάντηση

Επέστρεφα στο μικρό πέτρινο τάφο μου. Έβγαλα από το σακουλάκι μου τέσσερα-πέντε καλαμποκόσπυρα, τα έβαλα στο τενεκεδάκι με λίγο νερό να μαλακώσουν κι άρχισα να τρώγω, όσο τα δόντια μου μπορούσαν να τα σπάσουν. Έτσι έγινα ένας υπερφυσικός σκίουρος. Από αυτήν τη μυθιστορηματική εικόνα της παράξενης ζωής μου κάποιος ήχος από βάδισμα στ’ απόμακρα τροχάλια της πλαγιάς με ανακάλεσε στην τάξη. Σταμάτησα για λίγο και την αναπνοή, για να ελέγξω αν πράγματι υπάρχει ήχος ή με βασανίζει κάποια ηχητική ψευδαίσθηση. Σε λίγο ανάσανα με ηδονή, γιατί ο ήχος ήταν βέβαιος. Σίγουρα θα ήταν ξεκομμένοι αντάρτες, όπως κι εγώ. Όμως, ας κρυφτώ στη λούφα, για καλό και για κακό, ώσπου να γίνει με το πλησίασμα μια σίγουρη αναγνώριση από το πέτρινο παρατηρητήριό μου.
     Και πράγματι. Φάνηκαν δυο άντρες με τα όπλα τους και τα σακίδιά τους. Τους άφησα να πλησιάσουν, ώσπου τους γνώρισα. Ήταν ο Ηλίας Τσιλιγιάννης από τη Χρύσω και ο Κώστας Καραμέτος από τη Μολόχα. Και τα δυο χωριά ανήκαν στο νομό Ευρυτανίας. Ανάσανα! Τώρα, είπα, θα μπορέσω να συναντηθώ με τμήματα, γιατί και οι δυο τους ήταν επιμελητές της Μεραρχίας. Ενώ αυτοί κατέβαιναν να πιάσουν το μονοπάτι που περνούσε στην κρύπτη μου, βγήκα έξω και στην αρχή τους αιφνιδίασα.
     –Δάσκαλε, πώς βρέθηκες εδώ; ήταν η πρώτη τους ερώτηση, καθώς ξαπλώθηκαν κι αυτοί να ξεφορτωθούν το βάρος που έσερναν. Βλέπετε, οι επιμελητές δεν πεινάνε ποτέ. Κι άρχισε το ερωτηματολόγιο για την τύχη της Μεραρχίας. Αυτοί δεν γνώριζαν τίποτε. Δεν υπήρχαν πληροφορίες, γιατί και η Ευρυτανία πλημμύρισε από στρατό. Και συμπλήρωσαν: «Στην περιοχή μας δεν υπάρχουν οργανωμένα τμήματα».
     Τους διηγήθηκα το ιστορικό με το δικό μου «κόψιμο», ότι η Μεραρχία στην περιοχή Κοκκάλια θα προσπαθούσε να βρει κάποιο πέρασμα είτε προς Ευρυτανία είτε προς Φθιώτιδα, αν την ευνοούσε και η συγκυρία. 
     –Και τώρα πού πάτε; Έχετε αποστολή από κάποιο τμήμα;
     –Όχι, μου απάντησαν. Απλά ήρθαμε να οικονομήσουμε τρόφιμα από τις αποκρύψεις που κάναμε εδώ κάπου, μεταφέροντας μετά την κατάληψη του Καρπενησιού αρκετά τρόφιμα.
     –Τότε θα γίνουμε τρεις, τους απάντησα. Οι συναγωνιστές γέλασαν και μου πρόσφεραν κάτι που δεν θυμάμαι τώρα. Αν τα πράγματα έρθουν βολικά, θα μπορέσω να συναντηθώ με τμήματά μας, αφού και οι δυο τους, σαν επιμελητές της ΙΙ Μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού, ίσως να σκέφτονταν κάτι τέτοιο.
     Ξαναγεννήθηκε η ελπίδα ότι θα συναντήσουμε τμήματα και χαρούμενος τους ακολούθησα, αφού εγκατέλειψα στη λούφα την επιμελητεία μου σε καλαμποκόσπυρα και άδεια κονσερβοκούτια. Βαδίσαμε αρκετά στην κοιλάδα του Μέγδοβα. Ήταν μια στεγνή ημέρα και ξάστερη, που εγώ την είχα τόσο ανάγκη. Οι συναγωνιστές γνώριζαν την περιοχή και δεν βρήκαμε πουθενά εμπόδιο. Περάσαμε πολλά επικίνδυνα σημεία, που παλιότερα τα διεκδικούσαν οι Μάυδες και ήταν σημεία ενεδρών. Δεν μπήκαμε στο χωριό Φιδάκια, το προσπεράσαμε. Τότε οι επιμελητές μου είπαν να καθίσω να ξεκουραστώ και ότι αυτοί θα πάνε ως κάποια σημεία που είχαν κάνει αποκρύψεις. Κάτι θα βρούνε, κάτι θα φέρουν. Εγώ καλύφτηκα σε μια συστάδα κοντοέλατων, καμουφλαρίστηκα στα ευλογημένα έλατα και με πολλή προσοχή έκανα έλεγχο σε θόρυβο που θα μπορούσε να είναι και εχθρός. Με την κατάληψη του Καρπενησιού, ο Δημοκρατικός Στρατός εκμεταλλεύτηκε αυτήν τη μεγάλη του Νίκη. Κουβάλησαν τα μεταγωγικά και των δυο Μεραρχιών, 1ης και 2ας, και απέκρυψαν μεγάλες ποσότητες ειδών διατροφής, ενδυμασίας, υπόδησης. Με τα χρήματα που πήρε από τις τράπεζες, πλήρωσε τους δημοσίους υπαλλήλους και συνταξιούχους. Έτσι λοιπόν εγώ όλο περίμενα κονσέρβες, κανένα ζευγάρι παπούτσια, ώσπου με πήρε ο ύπνος. 
     Κάποια ώρα, θα ήταν μεσάνυχτα, με ξύπνησαν οι δυο συναγωνιστές. Μου έδωσαν μια μικρή καρδάρα (ξύλινο δοχείο) με «καβουρμά» – η λέξη είναι τουρκική. Ίσον δε καβουρμάς βρασμένο κρέας, χωρίς κόκαλα και αλατισμένο, που έφκιαναν οι ορεινοί πληθυσμοί για συμπλήρωση της τροφής τους. Μ’ αυτό τον τρόπο τα συνεργεία της Επιμελητείας έκαναν χρυσή δουλειά. Πρόφταιναν όλα τα τμήματα της πρώτης γραμμής που δε μαγείρευαν. Εγώ ρίχτηκα σα γλάρος στη μικρούλα καρδάρα και με τα χέρια μου άρπαζα ολόκληρα κομμάτια κρέας, για να καταπραΰνω την πείνα μου. Έφαγαν και οι άλλοι συναγωνιστές. Το ξενοδοχείο ύπνου ήταν κι αυτό κοντά μας και ξαπλώσαμε για ύπνο. Τη νύχτα ένιωσα φοβερούς πόνους στην κοιλιά που είχε φουσκώσει σαν τύμπανο και μ’ έπνιγαν τα αέρια. Το ίδιο έπαθε κι ο Τσιλιγιάννης με τον Καραμέτο. Μόλις ξημέρωσε ελέγξαμε τα δοχεία και διαπιστώθηκε πως τρώγαμε μουχλιασμένο καβουρμά. Η καταπράσινη μούχλα είχε εισχωρήσει σ’ όλο το περιεχόμενο των δοχείων. Ευτυχώς, η ενέργεια που ακολούθησε έκαμε τα στομάχια μας να φέγγουν σαν αποκριάτικα χαρτοφάναρα.
     Το απόβραδο φτάσαμε σε μια ελατοσκέπαστη περιοχή, που η πυκνότητα του ελατόδασου ήταν αληθινός φράχτης, για όποια διείσδυση σ’ αυτό. Εκεί συναντήσαμε τους Δημοπουλαίους από το χωριό Παπαρούσι Καρπενησίου. Άνθρωποι τίμιοι, που ώς την ώρα έδωσαν αρκετό αίμα στον Δημοκρατικό Στρατό. Παιδιά και κορίτσια τους πολέμησαν και θυσιάστηκαν για τη λαϊκή προκοπή. Θυμάμαι την κόρη τους Ανθούλα, που σκοτώθηκε μπροστά στα μάτια μου, στο Πυργούλι Ευρυτανίας, εκεί όπου έγινε η πιο σκληρή μάχη του Δημοκρατικού Στρατού, τον Μάη του 1948. Ώς δέκα αντάρτες κι αντάρτισσες κρατήσαμε την άμυνα ενάντια στο αρχηγείο της 10ης Μεραρχίας του στρατηγού Βασιλά. Εκεί βγήκαν μερικοί φαντάροι του Σταθμού Διοίκησης της 10ης Μεραρχίας του στρατού και πιάσαμε κουβέντα για παράδοσή τους. Ξεκίνησαν κάποιοι δικοί μας να τους πάρουν, εμείς φωνάζαμε όχι. Μ’ αυτοί, πάνω στον ενθουσιασμό τους, δέχτηκαν τα πυρά των φαντάρων και ξαπλώθηκαν στις φτέρες του οροπέδιου. Έπεσε αυτού και η Ανθούλα.
     Τούτη η λούφα του γερο-Δημόπουλου και της υπόλοιπης φαμελιάς τους ήταν αριστοτεχνικά καμωμένη. Είχαν καλά οργανώσει την κάλυψή τους, αόρατο το ψήσιμο του ψωμιού και του φαγητού, πουθενά ντορός που να δημιουργεί υποψίες. Αφού είπαμε πολλές κουβέντες για τα πάθη μας, οι επιμελητές μας άφησαν. Εγώ κοιμήθηκα για πρώτη βραδιά ήσυχος. Είχα αδυνατίσει από τη νηστεία, την πορεία, και τη φοβερή στενοχώρια για τα οικεία μας κακά. Το πρωί η κυρα-Δημόπλαινα παρουσίασε χάσικο ψωμί1 από αμερικάνικο αλεύρι. Κι ακόμα είχε στο τραπέζι μας και ωραίες κονσέρβες με σαρδελομάνες. Αληθινά, η ζωή μας χαμογέλασε με όλες τις πληγές που συνεχώς άνοιγε η μνήμη. Λίγες μέρες θα μείνουμε εδώ να συνέλθουμε, σε τούτο το θαυμάσιο λημέρι που ο μπαρμπα-Δημόπουλος το είχε φκιάσει αόρατο για τον εχθρό, χάρη στα αυστηρά μέτρα επαγρύπνησης. Επρόσεχαν την παρουσία ιχνών που δυνατόν να τους προδώσουν και τα κατέστρεφαν κάθε πρωί. Εδώ είχα την ψευδαίσθηση πως όλα τα πράγματα θα εξελιχτούν ευνοϊκά. Έτσι είναι ο άνθρωπος, όταν βρεθεί στην κορυφή της πυραμίδας των δυσκολιών. Τότε χάνει τη δύναμη του υπεύθυνου λόγου και τον έλεγχο της συνείδησης, κι ενδίδει σε κάποια προσωρινή ευδαιμονία.
     Πρέπει να φύγουμε. Οι επιμελητές αναγνωρίζουν αυτό το χρέος, σαν αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού. Και με λύπη, κάποιο απόβραδο, αποχωριζόμαστε από τους καλούς συναγωνιστές και το ωραίο τους λημέρι.
     Αργότερα μάθαμε πως τους έσυραν όλους στο Καρπενήσι για τα στρατοδικεία.

Στο χώρο των Αγράφων

Περπατούμε αμίλητοι σχεδόν, όλο σκεφτικοί. Είναι δύσκολο να βρεθούνε επιχειρήματα που να δικαιολογούνε τη μοναχική διάθεση, καθώς εκείνη κυριεύει σιγά-σιγά τους ξεκομμένους αγωνιστές. Ο φανταστικός διαβάτης, που θα βάδιζε να πάει στο σπίτι του επιστρέφοντας από μακρινό χωράφι, βλέποντας αυτές τις σκιές που βάδιζαν σκυφτές και με προφυλάξεις, με σκισμένα ρούχα και παπούτσια, θα θυμόταν τη διήγηση κάποιου μύθου παλιοκαιρινού. Τα προβλήματα είναι και πραγματικά και ψυχολογικά. Σοβαρή αιτία στάθηκε η ήττα του Δημοκρατικού Στρατού, η διάλυση των τμημάτων του σε Μοριά και Ρούμελη. Και τώρα οι αγωνιστές προσπαθούνε να συνδεθούν με κάποια τμήματα ή μονάδες μικρές, γιατί ο κύριος όγκος του Δημοκρατικού Στρατού πέρασε προς την Αλβανία και τις άλλες χώρες του Σοσιαλισμού. Δεν είναι όμως τόσο απλά τα πράγματα. Οι αποστάσεις που θα διανυθούνε ώς τα σύνορα είναι μεγάλες. Το θέμα της τροφοδοσίας είναι ανύπαρχτο. Η σκιά κάποιου αρχηγού είναι απαραίτητη. Αυτές οι σκέψεις στο νυχτερινό μου δρομολόγιο με βασανίζουν, γιατί η πραγματικότητα παρουσιάζεται με την πιο ελεεινή της μορφή.
     Και σαν να μην έφταναν αυτά τα τραγικά προβλήματα, που σαν το σαράκι τρώγουν κάποια μας θέληση και απόφαση για έξοδο, έχουμε χάσει και την αίσθηση του χρόνου. Δεν γνωρίζουμε πλέον ποιο μήνα διανύουμε, ποια ημέρα της εβδομάδας, ποια είναι η ώρα της ημέρας. Το ωρολόγι έγινε σπάνιο είδος. Γι’ αυτό ξαναφέρνουμε στη χρήση τα πρωτόγονα μέσα των προγόνων μας. Παρακολουθούμε μόνο την κίνηση του ήλιου, ανατολή, μεσημέρι και συμπεραίνουμε περίπου την ώρα. Όλα τα αρχέγονα μέσα εκτίμησης του χρόνου μπαίνουν σε χρήση. Ο ήλιος, η σκιά μας, τ’ αστέρια. Αυτά απόμειναν τα μόνα εργαλεία μας για την πολύτιμη μέτρηση του χρόνου. Κι επειδή βρισκόμαστε στις αρχές φθινοπώρου, τ’ αγραφιώτικα βουνά σκεπάζουν με αντάρες και καταχνιές το χώρο μας. Περπατούμε αθόρυβα τις παραμεγδόβιες λογγιές παρέα μ’ ένα ποιητικό φεγγάρι και φτάνουμε στο χωριό Στένωμα. Το χωριό είναι έρημο, κι απέχει από το Καρπενήσι τρεις ώρες. 
     Στο Στένωμα έκαμε λούφα η διοίκηση της Ι Μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού στις 20 του Γενάρη του 1949. Από εδώ ξεκινήσαμε για το Καρπενήσι. Μας υποδέχτηκε μόνο μια ντοματιά, φορτωμένη κατακόκκινες ντομάτες. Την ξαλαφρώσαμε και φάγαμε λαίμαργα το νόστιμο καρπό της. Στο ωραίο χωριό, με τα πέτρινα σπίτια και τις απλόχωρες αυλές, κανένα παράθυρο δεν άνοιξε να μας υποδεχτεί. Καμιά αγαπημένη φωνή δεν μας ρώτησε για τα παιδιά τους, που αγωνίζονται στις γραμμές του Δημοκρατικού Στρατού. Μ’ ένα βαθύ αναστεναγμό αποχαιρετήσαμε το ωραίο χωριό και κατεβήκαμε προς τη χαράδρα, που τρέχουν τα νερά του Μέγδοβα, περνώντας το θαυμάσιο πέτρινο γεφύρι. Η πέτρα στην τεχνική δεν είναι μόνο ηπειρώτικο προνόμιο, μα και ευρυτανικό.
     Φτάσαμε στην ιστορική Βίνιανη. Σ’ αυτό το απόμερο χωριό της Ευρυτανίας, η Εθνική Αντίσταση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ συγκρότησε την πρώτη κυβέρνηση εθνικής ενότητας, για να χτυπηθεί ο γερμανικός φασισμός πιο δυνατά και να έρθει και στην Ελλάδα η πολυπόθητη Λευτεριά.
     Χωρίς να σταματήσουμε για να τιμήσουμε τέτοιες ιστορικές μνήμες, που και τότε είχαμε ζωσμένα τα φυσεκλίκια, συνεχίζουμε την πορεία. Η νύχτα σε λίγο άρχισε να μαζεύει τα σκοτεινά ατλάζια της και το γλυκοχάραμα μπαίνουμε στο χωριό Χρύσω, χωριό του Τσιλιγιάννη.
     Με μια σύντομη αναγνώριση διαπιστώσαμε πως το χωριό ήταν άδειο από εχθρική δύναμη. Όλα τα σημαντικά σπίτια αναγνωρίστηκαν, μήπως κανένα στρατιωτικό τμήμα έκανε λούφα. Τα έκαναν και οι φαντάροι τα τερτίπια μας. Τίποτε! Ούτε ντορός ούτε κάποιο σημάδι από φρέσκο περπάτημα. Γι’ αυτό χωρίς αργοπορία πιάσαμε το εκκλησάκι του Άι-Λια, που ήταν η κορώνα του χωριού. Περάσαμε τη θρυλική «Αμπάρα». Η Αμπάρα ήταν μια μεγάλη ξύλινη πόρτα, που σφάλιζε και εμπόδιζε τα ζώα να μπαίνουν στο χωριό και να προξενούν ζημιές. Ο Τσιλιγιάννης, που ήταν Χρυσιώτης, γνώριζε όλα τα κατατόπια. Διά γυμνού οφθαλμού έκαμε προσεχτική παρατήρηση στα υψώματα Σερπούνια, Βελή Διάσελο, Λακκώματα, σημαντικά υψώματα, θέσεις-κλειδιά για το πέρασμα προς τα χωριά Μάραθο και Άγραφα.
     Ευτυχώς, ούτε κίνηση σημειώθηκε ούτε καπνός. Τώρα κυρίως στρατιωτικά τμήματα ή παρακρατικές ομάδες κινούνται. Η ταχτική του στρατού έγινε απλή. Κρατούσε κάποιο ύψωμα, το οργάνωνε πρόχειρα και με το ξημέρωμα έστελνε μικρές περιπολίες για περισυλλογή αποκομμένων «συμμοριτών», άρρωστων, τραυματιών, που για το στρατό θεωρούνταν πολύτιμες πηγές πληροφοριών, όχι για οργανωμένα τμήματα, που δεν υπήρχαν πλέον, μα για καταφύγια χωρικών ή της Επιμελητείας, που είχαν ξεχαστεί. Αλλά και γι’ άλλες γήινες επιτυχίες. Είχαν γίνει κυνηγοί ανθρωπίνων κεφαλών. Ποτέ δεν είχε φτάσει η σκληρότητα των ανθρώπων σ’ αυτό το βαθμό. Η πρώτη μέρα έκλεισε χωρίς ενοχλήσεις. Συντροφιά μας η πείνα, που ήταν βασανιστική.
     Ο Τσιλιγιάννης στην προσπάθεια για την εξεύρεση λίγης τροφής, σε κάποιο από τα πολλά καταφύγια της περιοχής που γνώριζε, τα βρήκε συλημένα από το στρατό. Το μόνο που υπέθετε πως υπάρχει σε κάποια δύσβατη περιοχή ήταν μερικά γίδια, που βοσκούσαν αδέσποτα και ήσυχα. Πάρθηκε λοιπόν η απόφαση οι δυο τους επιμελητές να κάμουν επιχείρηση, για να προμηθευτούμε λίγο κρέας. Εγώ έμεινα στο εκκλησάκι με άγρυπνη φροντίδα μην έχουμε ανεπιθύμητες επισκέψεις. Οι δυο κυνηγοί, με τη βοήθεια του φεγγαριού, έφτασαν στο γρέκι 2 των γιδιών. Αιφνιδίασαν το κοπάδι και σκότωσαν μια γίδα. Τη φορτώθηκαν σε κάποιο σημείο που γνώριζαν ότι οι χωρικοί είχαν τρυπωμένο ένα καζάνι. Εκεί έγδαραν το αγαθό ζώο με την ησυχία τους και την έβαλαν να βράσει στο καζάνι, με πλούσια φωτιά –δώρο του Θεού– στην επιτυχία του σκοπού τους. Τις πρωινές ώρες, χαράματα, έφτασαν στο εκκλησάκι οι επιμελητές με αρκετό κρέας, που μου πρόσφεραν. Ήταν ένα θαύμα για μένα, όταν ένιωσα το θεριό της πείνας να μου κόβει τα πόδια και τώρα ανέζησα με το νόστιμο κρέας που έφαγα, χωρίς ψωμί.
     Κοιμηθήκαμε, εγώ κάθισα σκοπός. Έπρεπε να ξεκουραστούν οι δύο συναγωνιστές, γιατί ήταν εντελώς άυπνοι. Μια παραδεισένια ημέρα έλουζε όλη την περιοχή με διαύγεια και φως. Κι ο τελευταίος ψίθυρος που άφηναν οι μέλισσες στο πέταγμά τους έφτανε ώς εμένα, καθώς έκανα έλεγχο στα μονοπάτια που πέρναγαν από το εκκλησάκι, όπου υπήρχε ο Σταθμός Διοίκησης. Είναι για κλάματα ν’ ανιστορούμε περασμένα, τότε που ο Δημοκρατικός Στρατός υπόσχονταν ότι θα αλλάξει η πολιτική κατάσταση της Ελλάδας.
     Όταν ξύπνησαν, εισηγήθηκα τι θα γίνει, πώς θα διορθωθεί η ατομική μας κατάσταση. Το μέλλον μας ήταν σκοτεινό κι αβέβαιο. Αυτές τις ώρες, η έλλειψη πληροφοριών, η άγνοια για το αύριο, για την τύχη μας, λάβαινε γιγάντιες διαστάσεις. Τί θα κάνουμε; Πού θα πάμε και με ποιον επικεφαλής; Οι ξεκομμένοι αντάρτες καθημερινά πιάνονται και ο στρατός, ανάλογα… με τη δημοκρατική σύνθεσή του, τους σκοτώνει και τους εξαφανίζει. Βέβαια υπήρχαν και ελάχιστες περιπτώσεις ανθρωπιάς. Είπαμε τις γνώμες μας και πάρθηκε η απόφαση να φύγουμε, να μην παραμείνουμε άλλο σε τούτο το χώρο.
     Το καινούργιο μας δρομολόγιο είναι να περάσουμε από τα χωριά Δάφνη (Κουφάλα) και Μαυρομάτα (Έλσιανη) προς τη δύσβατη περιοχή Μπέσια-Ρεύστα των Αγράφων. Τελικά, αν οι δυσκολίες σε ό,τι αφορά την εξεύρεση τροφής έμεναν αξεπέραστες, θα διασχίζαμε τον ποταμό Μέγδοβα, για να εγκατασταθούμε, ανάλογα με τις συνθήκες, στην περιοχή Νεράιδας (Σπινάσας), χωριό του επιμελητή της παρέας Κώστα Καραμέτου.
     Στην πορεία μας υπάρχουν υποχρεωτικά περάσματα που χρειάζονται εξερεύνηση, κι αν υπάρξει κίνδυνος θα πρέπει να έχουμε έτοιμο κάποιο άλλο δρομολόγιο. Γι’ αυτό πορευόμαστε με όλα τα μέτρα ασφάλειας που είναι δυνατό να πάρουμε. Σ’ αυτό το μονοπάτι που στα πόδια του βουίζει ο Μέγδοβας συναντήσαμε κι άλλους «κομμένους». Όλοι είχαν έντονη ζωγραφισμένη στ’ αδύνατα πρόσωπά τους την κόπωση και την οδύνη της στιγμής. Θυμάμαι και τον ταγματάρχη Ζαχαρία, με τον οποίο συνυπηρετούσαμε στο Αρχηγείο Δυτικής Στερεάς του ΔΣΕ. Συμβαδίσαμε αρκετή ώρα μαζί προς το χωριό Μαυρομάτα. Τον γνώριζα πως ήταν σαρκαστής και χωρίς συναισθηματισμό. Εκεί που τα λέγαμε, θυμήθηκε πως χαμηλά στη θέση Λάγανο, στις όχθες του Μέγδοβα, υπήρχε μικρή φυτεία καπνού. Και ξεκίνησε μόνος του την επιχείρηση «Προμήθεια καπνού». Όλοι γνωρίζουμε αυτή την «αυθεντία» του καπνού, την εξουσία που ασκεί στο χαρακτήρα μας, αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό. Έκτοτε δεν ξαναείδαμε τον συναγωνιστή.
     Όπως συμφωνήσαμε, μείναμε στην περιοχή Κυφού. Πανάρχαιη είναι η ονομασία του χώρου. Εδώ, χωρίς να αντιληφτούμε, εμπλακήκαμε σε μικρή δύναμη στρατού που χτένιζε το χώρο. Αμέσως καλυφτήκαμε στους πυκνούς θάμνους από κέδρα, κρανιές, αγράμπελες, που μπλέκονταν όλα μαζί και δημιουργούσαν μιαν ασφαλή κρυψώνα. Ο χώρος είχε πεζούλια με αρχαίους τοίχους, που φανέρωναν την ύπαρξη παλαιού οικισμού. Το χτένισμα κορυφώθηκε, όταν οι φαντάροι κάτι μυρίστηκαν και ρίχτηκαν με μανία μέσα στους θάμνους. Ευτυχώς που δεν είχαν μαζί τους σκυλιά. Από τη δική μου λούφα έβλεπα τα πόδια ενός φαντάρου που σταμάτησε εμπρός στο πυκνό πλέγμα των θάμνων. Η αναπνοή μου σταμάτησε. Έβγαλα το περίστροφο και ήμουν έτοιμος να πυροβολήσω, αν πράγματι ο φαντάρος με είχε αντιληφτεί. Με τους πυροβολισμούς μας ήμασταν σίγουροι ότι το μικρό στρατιωτικό τμήμα θα εγκατέλειπε την επιχείρηση.
     Το δειλινό άδειασε η περιοχή. Δεν ακούστηκαν ούτε πυροβολισμοί ούτε φωνές. Τούτο τον καιρό που ο Δημοκρατικός Στρατός έπνεε τα λοίσθια και η ΙΙ Μεραρχία είχε σχεδόν διαλυθεί, οι φαντάροι εξερευνούσαν την περιοχή με άγριες φωνές, όπως οι κυνηγοί να ξεσηκώσουν τ’ αγρίμια. Ήταν απόβραδο, όταν βγήκαμε από τις λούφες να ξεμουδιάσουμε και να φύγουμε προς τη θέση Μπέσια-Ρεύστα των Αγράφων.

Το χιτώνιο

Αρχές Ιουλίου 1949. Η μελαγχολία μάς αγκαλιάζει σαν μάγισσα με σκυλίσια δόντια. Τη βλέπουμε φοβισμένοι. Μοιάζει με μεταμφιεσμένη γριά με χοντρά νύχια κι ένα χαμόγελο ριζωμένο ώς στ’ αυτιά της. Έχουμε την ψευδαίσθηση πως κάτι θα γίνει, κάποιος ξεκομμένος αντάρτης θα εμφανιστεί που θα μας φέρει σημαντικά νέα. Έστω κι ένας σκύλος που έχασε το κοπάδι του και ψάχνει να το βρει. Με σκισμένα ρούχα, χωρίς παπούτσια στα πόδια, είμαστε τρεις άνθρωποι νέοι, παιδιά, που δεν μοιάζουμε σε τίποτα από γνωστές φυσιογνωμίες. Μια ασφυχτική συλλογή κλαρώνει πάνω μας κι απομένουμε γυμνοί, βρυκόλακες μιας ιδιόρρυθμης κατάστασης.
     Έγινε μια μικρή σύσκεψη. Αναφέρθηκαν όλα τα στολίδια της μοντέρνας πραγματικότητας που ζούμε, χωρίς ν’ ανοίξουμε από κανένα χτύπημα την πόρτα της ψυχής μας. Προοπτική μηδέν. Εφοδιασμός μηδέν. Ο άνθρωπος μηδέν! Άρχισε η περιοχή να μας φοβίζει, να μας κουράζει. Γίνεται χώρος εχθρικός. Οι κίνδυνοι για την ύπαρξη της τριάδας είναι σίγουροι.
     Παίρνουμε απόφαση ν’ ανεβούμε στο βουνό που δεσπόζει του έρημου χωριού Φιδάκια. Αγναντεύουμε το Καρπενήσι. Φτάνουν ώς εδώ οι θόρυβοι από αυτοκίνητα και τραγούδια. Με τη λαχτάρα κάποιας επισιτιστικής εφορείας ή εφεδρείας, παίρνουμε τον ανήφορο για το άγνωστο. Να πάρουμε τουλάχιστο κάτι από τη χάρη του φυσικού και ψυχολογικού ύψους που απωλέσαμε, αγωνιζόμενοι τρία χρόνια.
     Η μικρή μας ομάδα, αφού συζήτησε ψύχραιμα και ανέλυσε πολλές προτάσεις, ασύμφορες και ουτοπικές προς το παρόν, κατέληξε ν’ ανεβούμε από το χωριό Φιδάκια προς το παραδοσιακό σε ομορφιά οροπέδιο, με ψηλά έλατα και πολλά δρομολόγια διαφυγής. Η νέα μας κατοικία διαθέτει το προνόμιο της απεραντοσύνης. Νεκρική ησυχία. Και το λάλημα των πουλιών είναι ανύπαρχτο. Ο ωραίος Λαός μας που έδωσε τα καλύτερα παιδιά του, την ψυχή του στον αγώνα, έχει ξεσπιτωθεί. Σέρνει την τραγωδία του στις φυλακές, τις εξορίες, τα νεκροταφεία. Καθόμαστε ξαπλωμένοι κάτω από τον έλατο, για να εξοικονομήσουμε ό,τι απόμεινε από δύναμη στην ψυχή μας. Κοιταζόμαστε στα μάτια αμίλητοι, μ’ ένα πικρό παράπονο και συλλογή.
     Καταμεσήμερο. Ο ήλιος πεντακάθαρος έρπει στις κορυφές του ελατιά, λες και μας αναζητά. Το δάσος, ο αδαπάνητος φίλος, που στα σκληρά χρόνια του πολέμου μας έκρυβε στις φτερούγες του για να κοιμηθούμε λίγο, στέκεται ουδέτερο. Έχουμε ματώσει τα κορμιά μας από το ξύσιμο. Κατάντησε η ψείρα απ’ τους χειρότερους προκλητικούς συντρόφους μας. Όμως, η ευγενική φύση της Ευρυτανίας δεν μας ξέχασε. Ανακαλύψαμε πλούσιο κεφαλόβρυσο κι ένα σκουριασμένο τενεκέ. Χωρίς αργοπορία, ετοιμάζουμε φωτογόνι, αθέατο από όλα τα σημεία: διαλέγουμε κάμποσα ξύλα που έχουν πάνω τους ρετσίνι και με τον αναπτήρα που σέρναμε για τα τσιγάρα ανάβουμε φωτιά. Ο τενεκές, γεμάτος νερό, αρχίζει γρήγορα να ζεσταίνεται κι ο καθένας με την καραβάνα του παίρνει νερό και πλένεται. Έτσι, ολόγυμνοι, ζεματίσαμε τα κουρέλια που θεωρούνταν εσώρουχα. Αν, κατά κακή μας τύχη, παρουσιάζονταν μικρό απόσπασμα στρατού, σίγουρα θα οδηγούμαστε στο Καρπενήσι με αδαμιαία περιβολή. Γι’ αυτό οργανώσαμε την παρατήρηση. Οι δύο σύντροφοι παρατηρούσαν την περιοχή, ώσπου να τελειώσει ο λουόμενος. Σύντομα τελείωσε η επιχείρηση. Ο καθένας τώρα ξάπλωσε στον έλατο, χωρίς τη φαγούρα.
     Αργότερα, περπατώντας στο οροπέδιο, ξαλαφρωμένος από το ενοχλητικό φορτίο της ψείρας, ερευνούσα το χώρο, μήπως ανακαλύψω καμιά αγριοκορομηλιά ή κάποιο άλλο γήινο φαγώσιμο. Η πρώτη ανακάλυψη ήταν μια καινούργια πηγή, που έτρεχε άφθονο νερό και χάνονταν στις φτέρες του ελατιά. Στάθηκα για λίγο να ξεκουραστώ στον ίσκιο της και τότε αισθάνθηκα μια βαριά μυρωδιά σάρκας, που βρίσκονταν σε αποσύνθεση. Μ’ ένα ξηρό κλωνάρι αναποδογύρισα τα πυκνά χόρτα που τύλιγαν γύρω την πηγή. Και τότε είδα! Είδα έναν άνθρωπο λιωμένο. Ο σκελετός του αποσυνδέθηκε. Όμως κατά τραγική σύμπτωση το χιτώνιό του, χωμένο στο λίπος του κορμιού του, βρίσκονταν σε υποφερτή κατάσταση. Πήρα την απόφαση! Να γδύσω τον νεκρό, όσο ήταν δυνατό, και ν’ αποσπάσω κάτι που να φοριέται. Άδειασα τα οστά του, τα παράχωσα δίπλα στην πηγή και κράτησα μόνο το χιτώνιο. Η μυρωδιά του ήταν αποκρουστική… Όμως το έπλυνα και το κρέμασα σ’ ένα κοντοελατάκι, μήπως στεγνώσει. Κι αργότερα το φόρεσα, διατηρώντας την εμετική του μυρωδιά. Σήμερα υπάρχει το χιτώνιο του Δημοκρατικού Στρατού, διαλυμένο, μέσα σ’ ένα καθαρό σάκο, κρεμασμένο στο «μουσείο» του σπιτιού μου. Οι δικοί μου διαφωνούν… Εγώ όμως, όταν το αντικρύζω, τα μάτια μου δακρύζουν. Γιατί, ύστερα από μισόν αιώνα και πάνω, έχω παρέα ένα μάρτυρα της τραγικής μας ιστορίας.

Μια πολύτιμη συνάντηση

Τέλειωνε ο Σεπτέμβρης του 1949. Όλη η περιοχή ησύχασε από τους πυροβολισμούς. Όμως μικρές ομάδες Μάυδων και χωρικών άρχισαν με θάρρος να εξερευνούν δάση και χωριά, χουγιάζοντας 3 ή πυροβολώντας, όπως οι κυνηγοί λύκων ή αγριόχοιρων, για να πεταχτεί από τη λούφα του κανένας πεινασμένος αντάρτης. Τότε τον άρπαζαν και τον ρωτούσαν αν ξέρει κρυψώνες με είδη σπιτιών. Αν ο αντάρτης δε γνώριζε ή αρνούνταν να καταδώσει κάποιο καταφύγιο, ή τον τσάκιζαν στο ξύλο ή του έπαιρναν το κεφάλι και το παρέδιναν στους αρχηγούς τους να το εκθέσουν στην πλατεία του χωριού. 
     Στη φθινοπωριάτικη ερημιά η ψυχή μου, φορτωμένη αμφιβολίες και ερωτηματικά, που δεν θα πάρουν απόκριση, πορεύεται σαν σανίδα στον ωκεανό. Ποιος μπορεί μόνος του να σηκώσει τούτο το πολιτικό, ιστορικό και ψυχολογικό βάρος; Το πρόσωπο –ο αδερφός–, που θα μοιραζόμασταν τις ενοχές, δεν υπάρχει. Στη Σπινάσα, το χωριό του Καραμέτου, η ίδια κατάσταση. Δεν υπάρχει τίποτε. Ούτε λίγη τροφή ούτε φρούτα τα είχαν εξαφανίσει οι διερχόμενοι αντάρτες. Σ’ αυτού του είδους το βίο, γεννιέται κι ένας αποκρουστικός ατομικισμός. Περπατώ με δυο διαφορετικά τρύπια παπούτσια. Μια νύχτα μάλιστα, περνώντας ένα μονοπάτι προς το μοναστήρι των Δομιανών, κύλησα κάμποσα μέτρα στη σάρα 4. Κάποιες κοτρόνες με σταμάτησαν κι άρχισα με πολύ παράπονο να ξαναμπαίνω στο μονοπάτι. Σε μας η ποδεσιά είναι το δυνατό όπλο, που βοηθάει να περάσουμε γκρεμούς και μονοπάτια.
     Ο Χρήστος, που τώρα έχω παρέα, ενδιαφέρεται να φτάσει στην πατρίδα του, τη Μακεδονία. Εγώ δεν αντέχω σ’ αυτή την πορεία. Κάτι με χωρίζει με τον Χρήστο, που ασυνείδητα με βασανίζει. Παρ’ όλα τα ατομικά μου ερωτηματικά, ξεκινήσαμε. Βαδίσαμε αρκετές ώρες με κατεύθυνση τα υψώματα του Κόμπολου Βράχας. Πριν φτάσουμε, σταματήσαμε για λίγο στη θέση Μεγάλο Χωράφι των Δομιανών. Από την ώς τώρα πορεία μας φάνηκε πως εγώ δεν μπορούσα να τον ακολουθήσω. Με το δίκιο του ο Χρήστος με άφησε.
     Ήταν ακόμα ήλιος, κι εγώ ανέβηκα σ’ ένα μικρό υψωματάκι για να κάμω παρατήρηση. Εξάλλου η φθινοπωριάτικη νύχτα ήταν στεγνή. Στο χινοπωριάτικο δειλινό, που κάποιος ποιητής θα έγραφε κανένα ωραίο σονέτο, εμένα μ’ είχε κυριέψει μια προαίσθηση πως θα συναντήσω κάποιο δικό μου πρόσωπο. Η ώρα περνούσε και ο ήλιος πλησίαζε προς τη δύση. Κρέμονταν πάνω από τις αγραφιώτικες κορφές. Σε λίγο, στο βάθος του μονοπατιού, και σε απόσταση, φάνηκε να έρχεται ένας άνθρωπος.
     Από το γρήγορο, χορευτικό βάδισμά του, τον γνώρισα. Ήταν ο Γιώργος Τσιαξίρης, το γειτονόπουλο, που μεγάλωσε σχεδόν στο σπίτι μου, αξιωματικός τώρα στα Κέντρα Πληροφοριών της ΙΙ Μεραρχίας της Ρούμελης, στον Δημοκρατικό Στρατό. Η χαρά μου ήταν μεγάλη. Σαν να κέρδισα το πλουσιότερο λαχείο της χρονιάς. Αφού τελείωσαν οι αγκαλιές και οι χαιρετούρες και κουβεντιάσαμε για πρόσωπα και πράγματα του Δημοκρατικού Στρατού, αποφασίσαμε να κοιμηθούμε εδώ κάπου, μιας και η βραδιά δεν ήταν κρύα. Η επόμενη ημέρα μας βρήκε από το χάραμα όρθιους. Μετά τη σχετική παρατήρηση όλης της περιοχής, η κουβέντα περιστράφηκε στις πληροφορίες που μπορεί να μας βοηθήσουν στο σκοπό μας.
     Ο Τσιαξίρης μου εξήγησε ότι γνώριζε τις λούφες που είχαν οι Καπαπίτες στα στενά του Δομιανίτικου ποταμού και αποφασίσαμε να κινηθούμε προς τα εκεί. Όμως, ο κόπος μας ήταν μάταιος. Ούτε ίχνος δεν βρέθηκε από κανέναν Καπαπίτη. Τα πάντα είχαν ψαχτεί με σύστημα και η απογοήτευσή μας μεγάλωσε, γιατί δεν βρήκαμε ούτε ίχνος από τρόφιμα. Περάσαμε στην αντικρυνή πλαγιά της δομιανίτικης περιοχής και ψάχνοντας στ’ αμπέλια στη θέση Κουλούρια για κανένα ξεχασμένο σταφύλι, πετύχαμε ένα μεγάλο σκαντζόχοιρο. Ήταν αληθινή αγαλλίαση. Με δυσκολία ο Τσιαξίρης τον έσφαξε και τον έγδαρε και στη συνέχεια κατεβήκαμε στα έρημα καλύβια της Αγίας Παρασκευής. Εκεί βρήκαμε απ’ όλα τα κουζινικά είδη και ετοιμάσαμε ένα βασιλικό δείπνο.
     Όλη τη νύχτα συζητούσαμε το θέμα αναχώρησης για το βοριά. Μεγάλη η πορεία, καμιά επιμελητειακή φροντίδα, ούτε ένα ζευγάρι κιάλια, απόλυτα αναγκαία για μια τόσο μεγάλη πορεία, ώς την Αλβανία. Γι’ αυτό αποφασίσαμε να πάμε στο χωριό μας, στο Νεχώρι Τυμφρηστού, μήπως ο Κατσακιώρης, ένας χωριανός μας λουφατζής αντάρτης, τραυματίας του ΕΛΑΣ, είχε κιάλια, όπως βεβαίωνε ο Τσιαξίρης, να μας τα δώσει. Ξεκινήσαμε, πρωί-πρωί, για τη θέση Χλιαρόραχη του χωριού Πετράλωνα (Αραχωβίτσα). Αυτή η θέση ήταν ένα ομαλό τραπεζοειδές ύψωμα, που γύρω του υπήρχαν μερικά παρατημένα σπίτια, στα οποία θα μπορούσαμε να ξενυχτίσουμε ή και να διαφύγουμε από εχθρικό αιφνιδιασμό. Εκεί συναντήσαμε τον γνωστό μας αντάρτη Μοράβα (Νίκο Σακά από Υπάτη) που συνδέθηκε μαζί μας. Στον ΕΛΑΣ ήταν μαυροσκούφης, στην ακολουθία του Άρη Βελουχιώτη. Ήταν ακόμα και μερικοί χωρικοί από το κοντινό χωριό Πετράλωνα που ως τώρα διέφυγαν τη σύλληψη.
     Η εικόνα που είδαμε μας απογοήτεψε. Έβραζαν σε κάποιο σκουριασμένο τενεκέ ένα μεγάλο, σκληρό κολοκύθι. Αυτό το βασανισμένο αγροτικό προϊόν ήταν τόσο άνοστο στο φαγητό του, που το πασπάλισα με ρίγανη. Και ευφυολογώντας πρόσθεσα το λαϊκό γνωμικό, αφιερωμένο στο κολοκύθι: «Κολοκύθια με τη ρίγανη». Η επιλογή μας για μετάβαση στο Νεχώρι, έστω και αναγνωριστικά, απέβη μοιραία για μας. Ήταν λάθος η προσέγγιση σε χωριά που άρχισαν να τα επισκέπτονται οι εκπατρισμένοι χωρικοί με συνοδεία στρατιωτικής δύναμης. Αν βρίσκαμε τις διόπτρες, η κατάσταση θα άλλαζε αμέσως.

Νέος Σταθμός… Διοίκησης

Ένας λόγος των χωρικών του Βελουχιού που συνηθίζεται για κάποια αποτυχία, λόγω βραδύτητας που έδειξε το άτομο, είναι ο ακόλουθος: «Πέταξε το πουλί». Έχουμε ήδη μια λαβωμένη βούληση από τα απανωτά τραύματα που δέχεται και μας γεμίζουν απαισιοδοξία. Το μεγαλείο κάποιων ιδεών που μας έδινε φτερά, μας φλόγιζε την ψυχή με όνειρα ανθρωπιάς και προόδου, σέρνεται ορφανό κι έρημο από τα απανωτά χτυπήματα που δέχτηκε. Πελώρια «γιατί» ορθώνονται στις σκέψεις μας, που προσπαθούμε να τις ντύσουμε με τα κουρέλια μιας εποποιίας που μεταβλήθηκε σε τραγωδία. Δεν μπορούμε να σηκώσουμε μάτια προς κανένα σημείο του ορίζοντα. Μεγάλωσαν και οι κίνδυνοι μιας άλλης ποιότητας και κατηγορίας. Είναι ηθικοί! Αυτό που θέλουμε ν’ αποφύγουμε, είναι σαν να το καλούμε. Τί μπορεί να περιμένουμε; Το θάνατο σε κάποια ενέδρα, τη σύλληψη, τα βασανιστήρια, τα στρατοδικεία… Δεν έχουμε κανένα σύμμαχο, εκτός από το χειμώνα.
     Επιστρέφουμε στο πάτριο έδαφος. Έχουμε προσωποποιήσει το χωριό, με τα δάση του, με τα μονοπάτια του που μας περιμένουν, μας γνωρίζουν και θα μας προφυλάξουν. Είμαστε δικοί τους άνθρωποι. Η πορεία μας προς το πάτριο έδαφος είναι απελπιστική. Τούτη τη φορά το Βελούχι με όλα τα περήφανα υψώματά του μας περιποιήθηκε με εχθρική υποδοχή. Οι ασκοί του θρυλικού βουνού άνοιξαν και μας καλωσορίζουν μ’ ένα παγωμένο πρωτοβρόχι. Πυκνή βροχή με χοντρές στάλες πέφτει θυμωμένη πάνω μας, σαν να μη γνωρίσαμε, τρία χρόνια στον Δημοκρατικό Στρατό, τα πείσματα των βουνών που με λογής τρόπους μας έδειραν αλύπητα. Δεν υπάρχουν δρόμοι, και τα γνωστά μονοπάτια του χωριού μας χάθηκαν από τη χρόνια αχρηστία τους κι έχουν παραλλάξει. Σπασμένα ελατοκλώναρα και πανύψηλες φτέρες μας πνίγουν στο λαιμό και δημιουργούν μια δύσκολη κατάσταση στην πορεία μας.
     Σούρουπο περάσαμε από τον Άι-Λια, αντάρτικο εξωκλήσι, και φτάνουμε στην Άι-Λιόβρυση. Φευγαλέα θυμάμαι μια βραδιά που εδώ είχαμε συναντήσει τον Άρη Βελουχιώτη με μια μικρή ομαδούλα ανταρτών. Τους φέραμε τότε ψωμί κι άλλα φαγώσιμα.
     Για τα ρούχα που φοράμε δεν χρειάζεται καμιά πληροφορία. Μη ρωτάτε. Η βροχή συνεχίζεται ραγδαία. Εμείς τουρτουρίζουμε από το χινοπωριάτικο νερό, που έχουν βυζάξει τα ρούχα μας. Μόνο στη γλώσσα είμαστε στεγνοί. Τώρα τα θάρρη μας για ευσπλαχνία και προστασία τα έχουμε αναθέσει στο γνωστό μας απ’ τα καλά χρόνια έλατο στα Κοτρώνια, με πέντε γιγάντια αδέρφια. Στον έλατο του Τσοπανά. Έτσι τον βάφτισε το χωριό.
     Είναι μεσάνυχτα όταν φτάσαμε στη θέση Κοτρώνια. Τρέξαμε στον έλατο του Τσοπανά και ήταν σχεδόν στεγνός. Αμέσως συγκεντρώσαμε κλωνάρια και φλούδες στεγνές που υπήρχαν στη ρίζα του έλατου, και σε λίγο ανάψαμε φωτιά. Έλαμψε ο χώρος γιορταστικά. Κι από φαγητό; Ε! μη σας νοιάζει, κάτι θα βρεθεί. Εδώ, δυο χρόνια, είχαν λημέρι οι λουφατζήδες Κατσακιώρης απ’ το Νεχώρι και Μήτρος Αλεξίου από τη Μερκάδα. Ακόμα υπήρχαν και κάποια εφόδια από σανίδια, σύρματα και άλλα. Με λίγη φροντίδα, πρώτευε αυτή, η καλύβα ταχτοποιήθηκε και δεν περνάει βροχή.
     Στη συνέχεια κάναμε έρευνα κι ανακαλύψαμε κάτι απ’ τον εφοδιασμό των λουφατζήδων. Ήταν μια κατσαρόλα τρυπωμένη στη ρίζα του έλατου. Στις μικρές πεζούλες του χωραφιού, που ήταν κοντά στον έλατο, βρήκαμε φασολιές με ωραία πράσινα φκαράκια (φασόλια). Γρήγορα-γρήγορα τα μαζέψαμε και τα βράσαμε στην κατσαρόλα που βρήκαμε. Άλάτι δεν είχαμε, αλλά δεν πειράζει. Σε λίγη ώρα είχαμε «ωραίο» φαγητό, έστω και ανάλατο. Κοιμηθήκαμε περασμένα μεσάνυχτα, αφού στεγνώσαμε, κι η βροχή ας συνέχιζε τη μονότονη μουσική της. Κάποιες στιγμές το όνειρό μας ταξίδευε σα βαρκούλα, που σκαμπανεβάζει συνεχώς το κύμα. Ξανακλείναμε τα μάτια, για να καταφτάσουν στα όνειρα φάλαγγες ανταρτών που έχουν πέσει σε ενέδρα κι ετοιμάζονται για μάχη. Τέλος πάντων, κάποιες ευγενικές ηλιαχτίδες ενός χλωμού ήλιου μπήκαν στην καλύβα και μας καλημέρισαν.
     Το πρόγραμμά μας είναι αναγνωριστικό. Ανεβήκαμε στη θέση Κεδρόραχη. Από εδώ δεν φαίνεται όλο το χωριό, μα η πάνω συνοικία και το νεκροταφείο. Κάνομε τη σκέψη πως αν υπάρχει εχθρός πρέπει να κρατεί κάποιο από τα σημεία αυτά. Αρκετή ώρα ασχοληθήκαμε παρατηρώντας, χωρίς να έχουμε κάποια πληροφορία. Γι’ αυτό προχωρήσαμε σε αραιή διάταξη, με πρώτο σταθμό το νεκροταφείο του χωριού. Από εδώ το χωριό φαίνεται μ’ όλη του την αρχιτεκτονική. Παντού ο χώρος καθαρός. Η πλατεία με τη μεγάλη εκκλησία της Γλυκοφιλούσας, το Κυπαρίσσι, που γνώρισαν μέρες δόξας και κατατρεγμών. Παρατηρούμε σχολαστικά. Κανένα τζάκι δεν καπνίζει, κανένας θόρυβος, καμιά κίνηση. Πλησίασα το φτωχό τάφο του ηρωικού μου πατέρα, εθελοντή των πολέμων 1912-1913 και τραυματία αδικαίωτου της μάχης του Κιλκίς. Αισθάνθηκα περηφάνια και αγαλλίαση ψυχική, που κι εγώ έκαμα το χρέος μου.
     Τραβηχτήκαμε λίγο ψηλότερα, σε μια συστάδα έλατων και καθορίζουμε κάποιο πρόγραμμα για τις ενέργειες που είναι απαραίτητες να κάνουμε. Η καλύβα στον έλατο του Τσοπανά, που είναι κοντά στο χωριό, βρίσκεται σε τέτοιο σημείο που η ορατότητα είναι μηδέν. Το χωριό μας, όντας χωριό ταξιδεμένων σ’ όλες τις χώρες του πλανήτη, ζούσε περισσότερο με τα εμβάσματα και με λίγη γεωργία, καρύδια, κάστανα και κτηνοτροφία. Δεν έφκιαναν οι χωριανοί μας καλύβια σε χωράφια, εξοχικά, που τώρα μας είναι απαραίτητα.
     Εκεί που ο διάλογος συνεχίζεται για τα μέτρα ασφάλειας, ο Τσιαξίρης θυμάται πως κάπου εδώ γύρω έχει κρύψει μια μεγάλη στρατιωτική σκηνή. Αποφασίσαμε η σκηνή να στηθεί από αύριο. Ο καιρός συνεχίζεται βροχερός και η δική μας τροφή είναι τα κάστανα και η φωτιά για το νυχτερινό κρύο. Μαζευτήκαμε και οι τρεις πλάτη με πλάτη και κοιμηθήκαμε. Λάβαμε και κάποια μέτρα για κάθε αιφνιδιασμό. Τώρα δεν φοβόμαστε τόσο το στρατό όσο τους δικούς μας.
     Στο Δημοκρατικό Στρατό ένας πρακτικός τρόπος για τη συγκέντρωση πληροφοριών ήταν η «γιάφκα». Και είναι γιάφκα ένα ορισμένο σημείο, κρυφό, όπως μια κουφάλα δέντρου, δυο χαρακτηριστικές πέτρες ή κάποιο ερημικό καλύβι. Εκεί έρχεται ο αντάρτης που ανήκε στο Κ.Π. (Κέντρο Πληροφοριών), άφηνε το σημείωμα με τις πληροφορίες για να τις παραλάβει το τμήμα, ο Καπαπίτης που ήταν αρμόδιος. Στα χρόνια του Δημοκρατικού Στρατού ήταν μεγάλη η αξία της πληροφορίας, γιατί δεν διαθέταμε τόσους ασυρμάτους.
     Χωρίς αργοπορία, το άλλο πρωί φτάσαμε στην τοποθεσία Στουρνάρια, πήραμε τη σκηνή και τη στήσαμε εκεί κοντά. Ο καιρός είναι βαρύς, ανταριασμένος. Εμείς όμως, αφού τελειώσαμε το «σπίτι μας», ξεκινήσαμε για το Παλιοκαστρίτικο Ζάβατο (Καστανόλογγο) και συγκεντρώσαμε αρκετά κάστανα. Όμως ανοίξαμε λάκκους και τα θάψαμε, και λίγα πήραμε μαζί μας. Φτάσαμε στη σκηνή, ανάψαμε φωτιά, φάγαμε λίγα κάστανα και κοιμηθήκαμε άνετα. Έτσι περάσαμε ήσυχα τρεις-τέσσερις ημέρες. Συγκεντρώναμε κάστανα για την τροφή μας και ξεκουραζόμαστε.
     Σε λίγες ημέρες μετά την εγκατάστασή μας στο ανάκτορο Στουρνάρια, έγινε η αποκάλυψή μας από τους παρουσιασμένους στο στρατό φίλους μας, πρώην Καπαπίτες, Δημ. Αλεξίου, Θανάση Κλειτσάκη και Τάκη Κατσακιώρη. Από μακριά ξεχώρισαν καπνό, γιατί τα ξύλα που καίγαμε έξω από τη σκηνή ήταν βρεγμένα και κάπνιζαν πολύ. Δεν λάβαμε τα μέτρα που χρειάζονταν. Οι φίλοι μας ακολουθώντας τον ντορό μας έφτασαν ώς τη σκηνή, όταν απουσιάζαμε. Έντρομοι επέστρεψαν στη βάση τους, φοβούμενοι πως θα τους εκτελέσουμε, αν συναντηθούμε.
     Την άλλη μέρα, χωρίς να έχουμε ιδέα αυτής της επίσκεψης, βρήκαμε στη θέση «Έλληνας», όπου αρχαίος τάφος, σημείωμά τους που μας πληροφορούσε ότι γνωρίζουν τη θέση μας στα Στουρνάρια και ότι στον Παλιοκαστρίτικο Ζάβατο (Καστανόλογγο) βρήκαν σε κουφάλα καστανιάς πλούσιο μελίσσι με άφθονο μέλι. Επίσης στη γιάφκα του Τσιαξίρη, στην Κοτρωνόστρατα, που τη γνώριζαν οι φίλοι μας, βρήκαμε γράμμα μέσα σ’ ένα κουτί από φωτοβολίδες με την παρακάτω διεύθυνση: «Κον Γιώργο Τσιαξίρη, Στουρνάρια στις σκηνές». Το γράμμα ήταν προπαγανδιστικό και μας καλούσε να παρουσιαστούμε στις αρχές… Δεν θυμάμαι λεπτομέρειες. Ανησυχήσαμε σοβαρά από τις πληροφορίες. Αυτοί μπορεί να οδηγήσουν στρατιωτικό τμήμα τη νύχτα για να μας συλλάβουν.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. χάσικο: το λευκό ψωμί, είδος σπάνιο τότε, και γι’ αυτό περιζήτητο.

2. γρέκι: σημείο συνάντησης και ξεκούρασης του κοπαδιού, εκεί όπου πάνε συνήθως μόνα τους τα ζώα, μετά τη βοσκή.

3. χουγιάζω: φωνάζω με δυνατή φωνή, από μακριά.

4. σάρα: γκρεμός, απότομη πλαγιά· επίσης, σωρός από πέτρες στην όχθη χειμάρρου.

Αναδημοσίευση από http://www.snhell.gr/testimonies/writer.asp?id=143

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου