Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2012

Βασίλης Αποστολόπουλος, Επί ξυρού ακμής: Ένας «κομμένος» αντάρτης του ΔΣΕ στα βουνά της Ρούμελης (Μέρος Γ΄)

Καινούργια απόφαση

Μετά από αυτές τις επικίνδυνες πληροφορίες που μας έδωσαν οι φίλοι μου, η κατάσταση γίνεται δύσκολη. Βέβαια οι φίλοι μας είναι καλοί, όμως δεν γνωρίζουμε τις υποχρεώσεις τους στο στρατό, αλλά και κάποια αμοιβή, που κάνει και τους πιο δυνατούς να λυγίσουν. Ο συναισθηματισμός, τέτοιες ώρες, γίνεται επικίνδυνος. Έτσι αφήνουμε το χωριό μας, αφού αποφασίσαμε να πάμε προς Αγία Τριάδα Κτημενίων, μεγαλοχώρι της Ευρυτανίας. Γνωρίζαμε την καλύβα του Λαμπρογιώργου, ενός σεβάσμιου γέροντα, που τον είχα φίλο από την εποχή που ήμουν δάσκαλος στο χωριό. Ο Λαμπρογιώργος ήταν ο προφήτης του χωριού κι έλεγε διάφορες σκέψεις, που πρόβλεπαν φανταστικές λύσεις. Η καλύβα ήταν για ζώα, είχε όμως κι ένα μικρό χώρο για το φύλακα ή για το νοικοκύρη που κοιμόνταν εκεί.
     Αρχίσαμε την ανάβαση προς το οροπέδιο του Άι-Λια. Ο καιρός κάπως έκοψε από βροχή. Στο δρόμο δεν συναντήσαμε τίποτε, εκτός από ένα φίδι. Η πρόληψη των συναγωνιστών για τέτοιου είδους συναντήσεις ήταν ευνοϊκή: θα συναντήσουμε φίλους. Όμως πρωί-πρωί μας ξύπνησαν οι σάλπιγγες, οι φωνές και τα γέλια των φαντάρων. Στο χωριό υπήρχε ένας λόχος στρατού και οι φαντάροι ετοιμάζονταν για το πρωινό τους ρόφημα. Ο κίνδυνος προ των πυλών. Βαδίσαμε από το καλύβι, αφού βρήκαμε κάποιο μικρό λαγγαδάκι που μας έκρυβε από το χωριό. Βαδίζουμε πάλι προς το Νεχώρι, δυο ώρες πορεία το λιγότερο και με βροχή που συνεχιζόταν. Στον Άι-Λια τον Νεχωρίτικο, η αντάρα ήταν τόσο πυκνή που δεν βλέπαμε τίποτα.
     Συζητάμε πού θα διανυκτερεύσουμε. Για να πάμε στο χωριό χρειάζεται σχολαστική αναγνώριση, που ήταν αδύνατο να γίνει μ’ αυτές τις καιρικές συνθήκες.
     Αποφασίσαμε ν’ ακολουθήσουμε το μονοπάτι Ζερέλια-Αλαμάν-Πλάγια, Βοϊνίκ-Πλάτανοι-Κουκούλι. Υπήρχε εκεί μια χαλασμένη καλύβα. Την επιδιορθώσαμε φράζοντας τα μεγάλα ανοίγματα και γλιτώσαμε από τη βροχή. Το μοναδικό προνόμιο της καλύβας ήταν η ακουστική της. Θόρυβοι και φωνές και έντονες ομιλίες που γίνονται στην πλατεία του Νεχωριού, του χωριού μας, έφταναν ώς εδώ. Παρ’ όλες τις προσπάθειές μας δεν κατορθώσαμε ν’ ανάψουμε φωτιά. Τα λίγα ξύλα ήταν πνιγμένα στο νερό της βροχής. Σ’ αυτόν το μακάβριο ύπνο, ο καθένας μας έβλεπε παράξενες οπτασίες, όνειρα χωρίς σημασία, λες και ο ονειρικός μας πλούτος είχε διαβρωθεί από τις υδάτινες δυσκολίες της συγκυρίας.
     Το δελτίο του καιρού και σήμερα πρωί-πρωί είναι αυστηρό. Ο τόπος ήταν κουκουλωμένος με πυκνές αντάρες. Ορατότητα μηδέν. Όμως εμείς έπρεπε να πλησιάσουμε το χωριό, για να βρούμε και καρύδια, κάστανα, σταφύλια.
     Βαδίζοντας σ’ απόμερα μονοπάτια, φτάσαμε στη θέση Άι-Θανάσης, παλιό εξωκλήσι του 16ου αιώνα, που δεσπόζει του χωριού. Είναι και κορώνα του.
     Καθώς πλησιάζουμε, όλα μου θυμίζουν εκείνη την ανέμελη ζωή της παιδικής κι εφηβικής ηλικίας, που τα καλοκαίρια, αφήνοντας τα θρανία, βρισκόμασταν στο χωριό. Είχαμε φτωχά κομμάτια χωραφιών, καλλιεργημένα με καλαμπόκι, τριφύλλια, πατάτες, φασόλια. Η βουή των νερών για το πότισμα έσμιγε με τις φωνές των ξωμάχων και τα κουδούνια των κοπαδιών. Φωνές και τραγούδια ακούγονταν τότε από τις χωριατοπούλες, ως έγνεθαν με τη ρόκα τους ή έπλεκαν τα προικιά τους.
     Μ’ αυτές τις επικίνδυνες αναμνήσεις που μας προμήθευε μια βουβή και δύσκολη ώρα, πλησιάσαμε τον γκρεμισμένο Άι-Θανάση κι αρχίσαμε την ακουστική παρατήρηση, καλυμμένοι στο χοντρό, πανάρχαιο σφεντάμι. Λίγο πιο πέρα έστεκε η γέρικη κρανιά, που οι χωριανοί από παμπάλαια συνήθεια έθαβαν τ’ αβάπτιστα παιδιά. Η παρατήρηση ήταν σχολαστική. Οι μαχαλάδες και τ’ άλλα δυο ξωκλήσια, τ’ Άι-Γιάννη και της Αγίας Παρασκευής, ήταν καθαρά. Καμιά κίνηση, ούτε από φίλια πρόσωπα δεν φάνηκε. Απόφαση λοιπόν να παραμείνουμε για λίγο στο Νεχώρι, στα κορφινά σπίτια, εκεί όπου αρχίζει και το δάσος.

Νυχτερινοί αλεξιπτωτιστές

Είναι χινοπωριάτικο δειλινό του Οχτώβρη του 1949. Τα φυλλοβόλα δάση στις υπώρειες του Βελουχιού κιτρίνισαν και πολλά απογυμνώθηκαν. Και οι δικές μας δυνάμεις τούτο τον καιρό ορφάνεψαν από χιλιάδες συναγωνιστές. Οι περισσότεροι μετά την πτώση του Γράμμου συμπτύχθηκαν στην Αλβανία. Όμως κυκλοφορούσαν ακόμα στο χώρο μας υπολείμματα ανταρτών, που ξεκόπηκαν από τα τμήματά τους και δεν έχουν καμία πληροφορία. Κάποια ενέργεια που γίνεται να τους συγκεντρώσει και να τους περάσει έξω από τα σύνορα είναι δύσκολη. Έχουν χάσει την αίσθηση του χρόνου, του μήνα, της ημέρας. Και τον υπολογίζουν ανάλογα με την εποχή. Δεν είχαν και καμία ευνοϊκή σύμπτωση, να συνδεθούν με τέτοια τμήματα που έφταναν ώς τα Άγραφα για περισυλλογή.
     Και μονάχα ο αρχηγός δήλωνε από το εξωτερικό με υπεροψία ότι οι δυνάμεις του είναι ισχυρές, βρίσκονται με το όπλο παραπόδας, έτοιμες για καινούρια κατορθώματα. Του διέφευγε το προγονικό ρητό «Ουαί τοις ηττημένοις». Τέλος πάντων. Ψυχή βαθιά, που λέει ο λόγος. Όλα θα τα ξεμπερδέψει η Ιστορία, η πιο κακοπαθημένη επιστήμη στις μέρες μας.
     Δύο σκιές, οι δικές μας, αφού αρκετή ώρα παρατηρούσαν το χωριό από το αντικρυνό εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής, διαπίστωσαν πως δεν υπάρχει εχθρική κίνηση. Κανένα σπίτι δεν κάπνιζε –στα σοκάκια ερημιά– στην άδεια πλατεία δεν φάνηκε τίποτε, άρα σίγουρα δεν υπάρχει στρατός. Μόνο στην περίπτωση που κάνουν λούφα οι φαντάροι για ν’ αρπάξουν τα δύο αγρίμια. Τότε οι δύο σκιές μπήκαν στο μονοπάτι που οδηγεί στο χωριό. Πέρασαν το μικρό χείμαρρο με το λιγοστό νερό, ανέβηκαν την όχθη, λοξεύοντας από το δρόμο και προχώρησαν προς τα κορφινά σπίτια του χωριού. Σε λίγο έφτασαν και, πριν μπούνε σε σπίτι, έκαμαν ακόμη μία προσεχτική παρατήρηση για να ησυχάσουν. Καμία κίνηση ή ο παραμικρός θόρυβος. Πήραν την απόφαση να μείνουν. Κι από μία ομάδα σπιτιών που είχε ο πάνω μαχαλάς, προτίμησαν το ακρινό σπίτι που δεν υπήρχαν φράχτες κι ο δασωμένος κεφαλάρης του χωριού έγερνε στη σκεπή του.
     Το σπίτι, παρ’ όλη την τρίχρονη εγκατάλειψή του, βρίσκονταν σε καλή κατάσταση. Το έσωσε η ανηφοριά από τους διερχόμενους αντάρτες και φαντάρους που προτιμούσαν το σπίτι κοντά στην πλατεία και το σχολείο. Άφησαν τα σακίδιά τους στο πεζούλι της αυλής και τις χλαίνες τους που είχαν μεταβληθεί σε κουρέλια. Μπήκαν από την ανοιχτή πόρτα –τα πάντα ήταν ολάνοιχτα– και η πρώτη τους φροντίδα να βρούνε μία σκούπα να καθαρίσουν το δωμάτιο με το τζάκι και να εξοικονομήσουν μερικά ξύλα για φωτιά. Όλα έγιναν στα γρήγορα και σε λίγο άναψε η φωτιά στο τζάκι με ελατοκλώναρα γεμάτα ρετσίνι. Έλαμψε ο χώρος. Τώρα άφησαν και τα όπλα τους σε μιαν άκρη, γιατί ο αντάρτης δεν εγκαταλείπει ποτέ το όπλο του σε τόσο δύσκολες ώρες.
     Η εντύπωσή τους για την εφήμερη κατοικία τους είναι καλή. Μόνο που έκλεισαν τα παραθυρόφυλλα –ξύλινα ήταν– για να μην τους προδώσει η λάμψη της φωτιάς. Ας είναι καλά ο αναπτήρας του Τσιαξίρη που τον φύλαγε ως κόρην οφθαλμού, καθότι ήταν και φοβερός καπνιστής. Βοήθησε λίγο και ο Μοράβας. Ύστερα έπιασαν κουβέντα για τα παράξενα πράγματα που γίνονταν στα έρημα χωριά που περνούσαν.
     Τον τελευταίο καιρό μάλιστα που συμπτύχθηκαν οι αντάρτες προς το βοριά, έμπαιναν στα χωριά Μάυδες ή και περαστικά τμήματα στρατού που έκλεβαν τα πάντα. Έκλεβαν τα πόμολα από τις πόρτες, έβγαζαν τα τζάμια των παραθύρων, άρπαζαν βαρέλια και νταμιτζάνες, ώς και τα γεωργικά εργαλεία. Ακόμα και παλιές εικόνες από τις εκκλησίες. Πολλοί έβαζαν την υπογραφή τους στα εκκλησιαστικά βιβλία: «Δεκανεύς Αργύρης Αργυρίου του 2ου Λόχου, του 3ου Τάγματος Πεζικού, ημέρα Κυριακή 1949».
     Το χειρότερο όμως που συνέβαινε ήταν που έψαχναν για καταφύγια και εμείς κι αυτοί. Όταν έγινε ο εκπατρισμός στα 1947 των χωριών του Βελουχιού, η διαταγή ήταν σκληρή: «Αύριο το πρωί να είναι έτοιμοι». Έτρεξαν οι αναστατωμένοι χωρικοί με τα φανάρια, όπου είχαν κανένα καταφύγιο από τα χρόνια των Γερμανών να ταχτοποιήσουν το έχειν τους, το βιος τους. Τώρα, τούτοι εδώ απαιτούν αύριο το πρωί ν’ αποχαιρετήσουν τ’ αγαπημένο τους χωριό και να ταξιδέψουν με τα πράγματα και τα ζώα τους ώς την κοντινή δημοσιά. Μερικοί τα έκρυβαν σε κουφάλες γέρικων δένδρων ή και σε βραχοσπηλιές. Και τα πούλησαν τα ζωντανά τους στη Λαμία για μια μπουκιά ψωμί. Πολλοί όχι μόνο δεν πληρώθηκαν, μα έφαγαν και ξύλο, γιατί τα ζώα τους δεν ήταν δικά τους, μα των «συμμοριτών».


Ο δάσκαλος, ο Τσιαξίρης και ο Μοράβας πυρώνονταν γύρω στη φωτιά. Οι αντάρτες δεν έπρεπε να έχουν μνήμη για να σκέφτονται τους δικούς τους. Πού κοιμούνται, τι τρώγουν, πού βασανίζονται μανάδες κι αδελφές. Δεν κάνει να έχουν τέτοιες μνήμες, γιατί θα μαλακώσει η αντοχή και η σκληρότητα που τους χρειάζεται. Η λαμπρή φωτιά τούς έδωσε λίγη αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση. Θ’ αγωνιστούν όπως τόσοι και τόσοι και θα περάσουν τα σύνορα. Εφοδιάστηκαν και μ’ ένα μύλο του καφέ για ν’ αλέθουν σπυρί σιτάρι ή καλαμπόκι, όπου θα βρουν. Το δείπνο τους ήταν μερικά ξηρά καρύδια και κάστανα που μάζεψαν απ’ τα περιβόλια. Έκοψαν και μερικά σταφύλια από την περγολιά, που ήταν στην αυλή του σπιτιού. Και δεν έλειψε και το γλυκό. Σ’ ένα μικρό καζάνι που ανακάλυψαν στο σπίτι, έκοψαν σταφύλια, τα έστυψαν και το γλυκό ζουμί τους το έβρασαν κι έγινε ωραίο πετιμέζι. Αφού έφαγαν αρκετό, το υπόλοιπο το έβαλαν σε βαζάκια που βρέθηκαν στην ντουλάπα. Ύστερα προγραμμάτισαν τη δράση τους για την αυριανή ημέρα.
     Ο δάσκαλος είχε τη γνώμη πως αύριο έπρεπε να μαζέψουν και ν’ αποθηκεύσουν μερικά κάστανα στ’ άδεια μελισσοκόφινα που βρήκαν στην αποθήκη. Ακόμα αποφάσισαν να σκάψουν μερικούς λάκκους και ν’ αποκρύψουν ποσότητα από κάστανα που ήταν στρωμένα τα περιβόλια με τις θεόρατες καστανιές. Μεγάλα, ωραία κάστανα. Ύστερα συμφώνησαν ν’ αλλάξουν λημέρι, γιατί το μόνιμο θ’ αφήσει ίχνη, ντορό, αποφάγια, περιττώματα, αποτσίγαρα. Είχαμε εξελιχθεί σε σχολαστικούς ομφαλοσκόπους. Αλίμονο αν συναντούσαμε στο δρόμο ένα μικρό ασήμαντο κόπρανο ανθρώπινο. Έπρεπε να γίνει εξονυχιστική συζήτηση, για να παρθεί και απόφαση για φυγή.
     Αυτά συζητούσαν δίπλα στη λαμπρή φωτιά, τρώγοντας καρύδια με πετιμέζι. Ωραία θα ήταν να κάπνιζαν και κανένα τσιγάρο. Πώς όμως; Τότε σηκώθηκε ο Τσιαξίρης, έφερε μια γύρα στο δωμάτιο και στην κουζίνα. Στην πιατοθήκη βρήκε μια κιτρινισμένη εφημερίδα– μάζεψε και λίγα ξηρά κληματόφυλλα κι έτρεξε χαρούμενος στο σύντροφό του μουρμουρίζοντας:
     –Μοράβα, βρήκα ωραία πράγματα– κοίταξε! Κι έδειξε με έπαρση την παλιοεφημερίδα, σαν να ήταν κάποιο πολύτιμο λάφυρο. Έστριψαν τσιγάρο και κάπνισαν με την ψυχή τους. Ο πολύς κόσμος δε γνωρίζει την αξία του τσιγάρου για το μαχητή, και περισσότερο για τον αντάρτη.
     Θυμάμαι μερικές γραμμές από το ρούσσικο βιβλίο Στη δημοσιά του Βουλοκολάμσκ 1. Μέχρι αυτό το σημείο έφτασαν οι Γερμανοί, 20 χιλιόμετρα από την Μόσχα. Ο μέραρχος Παμφίλωφ κάνει μια επιθεώρηση στην πρώτη γραμμή. Και το πρώτο που ρώτησε το στρατιώτη που κάθονταν στο αμπρί του ήταν αν έχει καπνό. Είναι φοβερή η έλλειψή του στο μαχητή της πρώτης γραμμής.
     Με το ξημέρωμα έτρεξαν να εφαρμόσουν την απόφαση που πήραν και ταχτοποίησαν κάποια ποσότητα από κάστανο, όπως το σκέφτηκαν. Όμως τους υποδέχτηκε ένας σκυθρωπός ορίζοντας. Το Βελούχι είχε χαθεί σε πυκνή ομίχλη. Η κρύα αναπνοή του δάσους τους θύμισε πως δεν υπάρχουν περιθώρια για υπαίθρια ζωή. Πρέπει ν’ απομακρυνθούν από το χωριό όσο πιο γρήγορα μπορούν, να βρούνε στέγη, κανένα τμήμα του Δημοκρατικού Στρατού να ενωθούν και να τραβήξουν στον προορισμό τους. Ύστερα, πρωί-πρωί ακούστηκαν και μερικές ντουφεκιές στο κοντινό χωριό. Μπορεί να είναι Μάυδες χωρικοί που έρχονται να μαζέψουν κάστανα ή και μπορεί να είναι στρατιωτικό τμήμα. Υπάρχει κίνδυνος.
     Πρέπει να βρούνε στέγη απρόσιτη από ανεπιθύμητες επισκέψεις. Μα πού μπορεί να είναι αυτό το σπίτι, αυτό το τζάκι, αυτή η φωτιά που χάρηκαν στο αδειανό σπίτι; Αλλά και το μαγικό καλύβι αν βρίσκονταν, πώς θα την έβγαζαν χωρίς ψωμί; Δύσκολα πράγματα. Τώρα μάνα θα γίνει για μας μια ξένη πατρίδα, μια άγνωστη χώρα, που για να τη φτάσουμε θα υποφέρουμε… Για την ξένη πατρίδα, λοιπόν. Κατά το δειλινό, φορτωμένοι τη φτωχή επιμελητεία τους, καρύδια βρασμένα, κάστανα και πετιμέζι, ξεκίνησαν για το νέο τους λημέρι. Δεν ήταν η ώρα για να πάνε σε κάποιο γειτονικό χωριό, χωρίς σίγουρες πληροφορίες. Όχι! Απόψε θα μείνουν στο ξενοδοχείο των αστέρων, μια που ο καιρός ήταν στεγνός. Ξαναπέρασαν από το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής κι έριξαν μια ματιά στα καντήλια, μήπως υπήρχε καμιά σταγόνα λάδι, να το πάρουν για φάρμακο. Τίποτα όμως. Γύρισαν απογοητευμένοι.
     Άρχισαν ν’ ανηφορίζουν σ’ ένα αρχαίο μονοπάτι πνιγμένο από τα χαμόκλαρα. Σταμάτησαν για λίγο στη θέση Ράμμου Κοτρώνι που δέσποζε στο χωριό. Λες και στέκονταν από πάνω του, που αν πέταγες ένα λιθάρι θα χτυπούσε την πλατεία. Κάθισαν να ξεκουραστούν. Ατενίζοντας με προσοχή το χωριό, φάνηκαν δύο-τρεις άνθρωποι οπλισμένοι, που πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι. Τότε αποφάσισαν να τους πυροβολήσουν. Χωρίς να χάσουν καιρό, έβαλαν τη σφαίρα στη θαλάμη, έβαλαν κλεισιοσκόπιο 500 μ. –τόση ήταν η ευθεία απόσταση– και τουφέκισαν εκεί γύρω στην πλατεία. Τότε είδαν τους Μάυδες που έφευγαν σαν ζαλισμένοι και πήραν τον κατήφορο, εγκαταλείποντας το χωριό. Γέλασαν ευχαριστημένοι και συνέχισαν την πορεία.
     Το σκέφτηκαν και το χάρηκαν, το πόση δύναμη έχει το όπλο τους κι ένοιωσαν μια κρυφή αγάπη για τα σιδερικά τους, που μπορεί μ’ αυτά να κερδίσουν και τη σωτηρία τους κάποια δύσκολη ώρα. Όταν έφτασαν στη θέση Τραγούσι, πλησίαζε το σούρουπο. Το σκηνικό ενός σιωπηλού ελατιά τριγύρω τους έδινε αίσθημα ασφάλειας. Εκεί συνάντησαν ένα σκέλεθρο παλιάς καλύβας, όπου ο ιδιοκτήτης του χωραφιού κοιμόνταν αυτού στο τέλος του καλοκαιριού, για να προστατέψει το καλαμπόκι του από τους ασβούς και τις αλεπούδες.
     Άφησαν τα πράγματά τους, έτρεξαν γύρω, βρήκαν ελατοκλώναρα και στέριωσαν τη σκεπή της. Ψάχνοντας, όσο φώτιζε η μέρα, μάζεψαν ελατίσιες φλούδες και τη σκέπασαν, και φτέρες ξηρές που τις έστρωσαν κάτω για στρώμα. Βρήκαν και δύο μικρές αποκορές και τις έβαλαν προσκέφαλο. Μετά κρέμασαν τα σακίδιά τους και ξαπλώθηκαν στα γιατάκια τους αναπαυτικά χωρίς παράπονο. Δεν πεινούσαν. Είχε βουρκώσει η ψυχή τους και συγκρατιόνταν από αντάρτικη αξιοπρέπεια να διαμαρτυρηθούν.
     Φτάνει πότε πότε μια στιγμή που πνίγεται η φωνή τους. Φουσκώνει το στήθος τους, ήθελαν να βγάλουν ένα αναστεναγμό – μα όχι. Και δεν χρειάζονταν ν’ ανταλλάξουν σκέψεις, ώσπου να καταλαγιάσει η ψυχική τρικυμία. Σκεπασμένοι με τις βασανισμένες χλαίνες τους, αρχίζουν τον εσωτερικό μονόλογο. Ξεπετιόνταν από τις βαθιές φωλιές της ψυχής τους τα θέματα της ζωής και του χρέους. Έμπαιναν σε ενέργεια, χωρίς δύναμη απόκρισης, βασικές πνευματικές και ψυχικές λειτουργίες τους, που βρίσκονταν σε σχετική άδεια. Και ξαναεπέστρεφαν σαν μαύρα πουλιά, χωρίς ένα δελτίο πληροφοριών στο ράμφος τους.
     Κακό τους όνειρο είναι τούτη η πραγματικότητα, έψαχναν να βρούνε τον αρμόδιο ν’ απολογηθούν. Ήθελαν να τον βεβαιώσουν ότι έπρεπε να είναι νεκροί. Και τί έφταιγαν που είναι ακόμη ζωντανοί; Αλλά δεν ξέρει κανένας τι τους περιμένει στο αύριο. Κάποιοι συνειρμοί ξέκοβαν από μακριά να τους συμβουλέψουν ότι δεν πρέπει να ερευνούμε τόσο κεφαλαιώδεις αιτίες. Γι’ αυτές μόνο η καθοδήγηση γνωρίζει! Με μια υποψία χλαίνης για σκέπασμα πάνε κι έρχονται σκέψεις και σκέψεις που δεν τολμούν να τις εκμυστηρευθούν ούτε στον άφωνο έλατο που τους προστατεύει. Δεν ήταν η αποψινή μα και η κάθε νύχτα που λογοδοτούσαν σε κάποιο αόρατο δικαστή. Είχαν όμως και τα ωραία τους: παρατάξεις, νίκες, δόξες, χρυσά μετάλλια στα στήθη. Ανταμώματα με τόσους συντρόφους που τα κόκαλά τους ασπρίζουν άθαφτα στα δάση. Κι έρχονταν η μουσική της νύχτας ντυμένη τον απόηχο από τα ουρλιαχτά του λύκου και του τσακαλιού, μαζί με τους πένθιμους ψαλμούς της κουκουβάγιας και του νυχτοκόρακα. Ήταν ο ύπνος τους στο μεταίχμιο μιας διαδικασίας ύπνου και ξύπνου.
     Κατά το χάραμα ξύπνησαν. Άρχισαν κάποιες ασκήσεις για να συνέλθουν από το νυχτερινό κρύο και να χαρούν τον ήλιο, που σε λίγο θα τους ζεστάνει και θα τους στεγνώσει από τη νυχτερινή υγρασία. Ύστερα κατέβασαν τα σακίδια με τα βρασμένα κάστανα, να βάλουν κάτι στο στόμα τους να ψυχοπιάσουν. Αυτό θα ήταν το πρωινό τους ρόφημα. Κι έμειναν αποσβολωμένοι και οι τρεις κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο με ανησυχία. Τα σακούλια ήταν άδεια. Κάποιος να τους τα πήρε; Αλλά ποιος; Ήταν δυνατόν να περάσει κάποιος αντάρτης σε τούτο τον απόδιαβο τόπο, χωρίς να τον αντιληφθούνε; Και δεν έπαιρνε και το σακούλι;
     Μα το μυστήριο λύθηκε αμέσως.
     Την ίδια στιγμή που αναζητούσαν εξηγήσεις, δυο-τρεις σκίουροι κατέβαιναν απ’ τον έλατο, ο καθένας με κατεύθυνση το δικό του σακούλι. Η φουντωτή ουρά τους όλο καμάρι για τη νίκη τους κουνιόταν περήφανα. Με τα πανέξυπνα μάτια τους, μόλις μας αντιλήφθηκαν, με το τελευταίο κάστανο στο στόμα τους, έφυγαν τρέχοντας χωρίς να μας πούνε ένα χαίρε! Γελάσαμε για το νούμερο αυτό, κι ας μας αφαίρεσε το πρωινό μας. Αυτοί λοιπόν ήταν οι νυχτερινοί αλεξιπτωτιστές, πράκτορες του Γενικού Επιτελείου Στρατού, για την εξόντωση των υπολειμμάτων του Δημοκρατικού Στρατού. Τους συγχωρήσαμε για λόγους αλληλεγγύης. Γι’ αύριο, έχει ο θεός! «Η γαρ αύριον μεριμνήσει τα εαυτής».2

Ασυνείδητο και πραγματικότητα

Μας κρατεί δέσμιους ο τόπος μας, ενώ δεν έχει τίποτα να μας προσφέρει. Ούτε ασφάλεια, ούτε τροφή, που το πρόβλημά της είναι δραματικό. Δεν υπάρχει λόγος σημαντικός να μας κρατά, εκτός από τα ψυχολογικά μας δρώμενα. Γνωρίζουμε ότι ο Γράμμος έπεσε και οι αντάρτες πορεύονται για τις χώρες του Σοσιαλισμού. Στο τέλος Αυγούστου μάθαμε από χειρόγραφες προκηρύξεις ότι ο Διαμαντής (Γιάννης Αλεξάνδρου), στρατηγός-διοικητής της ΙΙ Επίλεκτης Μεραρχίας του ΔΣΕ, σκοτώθηκε στα Μάρμαρα Φθιώτιδας, στις 21 Ιουνίου 1949. Όμως μάθαμε και κάτι ευχάριστο, μικρή πνοούλα αισιοδοξίας. Από κομμάτι εφημερίδας τον Σεπτέμβρη του 1949 μάθαμε πως η Κίνα έγινε λαϊκή δημοκρατία με αρχηγό τον Μάο Τσε Τουνγκ.
     Για μας η κατάσταση κάθε μέρα που περνά γίνεται σοβαρή. Ένας δρόμος υπάρχει: η έξοδος προς την Αλβανία. Η περιοχή είναι λίγο-πολύ γνωστή, κι από τον πόλεμο του 1940 κι από τη μεγάλη πορεία του Αρχηγείου Ρούμελης το 1947 προς τα σύνορα, για προμήθεια πολεμικών ειδών. Όμως η δημιουργία μικροομάδων με συνειδητή πειθαρχία είναι δύσκολη. Στην ψυχή των συναγωνιστών βόσκει ένα ψυχολογικό κενό, που ενισχύεται από σωρεία ελλείψεων: οπλισμό, επιμελητεία και, το σπουδαιότερο, από ηγήτορα ικανό να παίξει σημαντικό ρόλο στην πρόσφατη αντιστασιακή μας ιστορία.
     Καιρός να επιστρέψουμε στην άχαρη καθημερινότητα. Αυτές τις ημέρες μαζέψαμε σταφύλια και φκιάσαμε πετιμέζι. Γεμίσαμε από ένα μπουκάλι ο καθένας για τη μελλοντική μας πορεία. Καρύδια δεν υπάρχουν, παρά μόνο κάστανα, που μας βοήθησαν να σταθούμε στα πόδια μας. Θα είναι με οικονομία το ταχτικό μας συσσίτιο. Όμως για κείνο που ενδιαφερόμαστε περισσότερο είναι να βρούμε ένα ζευγάρι κιάλια κι έναν καφόμυλο ν’ αλέθουμε, όπου βρίσκουμε, κριθάρι-σιτάρι-καλαμπόκι. Ακόμα κάναμε μια δοκιμή ανακάλυψης τροφίμων που εγκατέλειψε ο στρατός σε περιπτώσεις διανομής σε μικρά τμήματα.
     Ήταν μια ηλιόλουστη χινοπωριάτικη μέρα του Οκτώβρη 1949 που ξεκινήσαμε, έστω δοκιμαστικά, για μια τέτοια επιχείρηση. Στη θέση Άι-Λια του Νεχωριού έρχονταν μεταγωγικά του στρατού από Καρπενήσι, με τρόφιμα που τα παραλάβαινε ένα τμήμα από τη δύναμη που υπήρχε στην Αγία Τριάδα. Όταν τελείωσε η διανομή, τα δυο τμήματα συμπτύχτηκαν προς Καρπενήσι και Αγία Τριάδα. Εμείς με προφυλάξεις πλησιάσαμε το οροπέδιο του Άι-Λια που ερημώθηκε. Όμως αναβάλαμε τη μετάβασή μας στο χώρο της διανομής από μια ενστιχτώδη παρόρμηση, που μας ειδοποιούσε να μην πάμε ακόμα.
     Κάνοντας λοιπόν πράξη τη δυσπιστία μας, αφήσαμε να κυλήσει λίγος χρόνος. Και τότε είδαμε να κατεβαίνουν από τη μεριά της εκκλησούλας μια ομάδα ώς πέντε-έξι στρατιώτες με τα όπλα στα χέρια και να προχωρούν προς Αγία Τριάδα. Πολλές φορές άφηναν σαν δολώματα κομμάτια κουραμάνας, ανοιχτές κονσέρβες και αποτσίγαρα (γόπες) για τους πεινασμένους αντάρτες. Έτσι τους ξεγελούσαν και τους παρέσυραν να αρπάξουν κανένα ψίχουλο ή καμιά γόπα και τους σκότωναν εν ψυχρώ. Για λόγους ανθρωπιστικούς!
     Τώρα είδαμε με τα μάτια μας τη «χριστιανική» αγάπη τους. Μελαγχολικοί επιστρέψαμε στη λούφα μας, χωρίς να οικονομήσουμε τίποτα.
     Μια νύχτα με τον Τσιαξίρη κινήσαμε για κάποια δουλειά, με δρομολόγιο Αγία Παρασκευή-Τραγούσι. Σε μια σπασμένη καλύβα φκιάσαμε το γιατάκι μας και στον έλατο κρεμάσαμε τα ταγάρια μας με λίγα βρασμένα κάστανα. Το πρωί ξυπνήσαμε και, ψάχνοντας για πρωινό ρόφημα λίγα κάστανα, δεν βρήκαμε σχεδόν τίποτα. Σκίουροι όλη νύχτα ανεβοκατέβαιναν στον έλατο, άρπαζαν τα κάστανα και τα πήγαιναν στις φωλιές τους.

Προς την τελική λύση

Ψυχολογικά δεν αισθάνομαι καλά. Στη σκέψη περνά, όπως σε ταινίες με διαλείμματα και διακοπές, ένας βασανισμένος και ηρωικός κόσμος, που αρνήθηκε κάθε συμβιβασμό, στο όνομα της γνήσιας δημοκρατίας.
     Όμως τα πράγματα δεν δικαίωσαν τις ελπίδες και τις προσδοκίες μας. Στην υπόθεση του έργου παρουσιάζονται αστάθμητοι παράγοντες, που επιταχύνουν και οριστικοποιούν την ιδέα της τελικής λύσης. Και η τελική λύση είναι αυτή που θα μας οδηγήσει στις σοσιαλιστικές χώρες με τις οποίες συνορεύει η πατρίδα μας.
     Στο τέλος του Οκτώβρη του 1949, συναντηθήκαμε τυχαία στο χωριό, στον κήπο μου, θέση Κωστάκη, με τους παρουσιασθέντες Κατσακιώρη Τάκη και Κλειτσάκη Θανάση από τη Μερκάδα. Στη συζήτηση που έγινε και που δεν είχε άλλο σκοπό παρά την παρουσίασή μας, εμείς αποκλείσαμε οριστικά την πρότασή τους. Και κλείσαμε τη συζήτηση με μια δραματική κουβέντα:
     –Κι εσείς φύγετε τώρα και καλήν αντάμωση στον Κάτω Κόσμο. Είστε αδερφικοί φίλοι και δεν θ’ απλώσουμε χέρι πάνω σας. 
     Με υγρά μάτια χωρίσαμε. Αυτοί έφυγαν προς Άι-Γιώργη, όπου ήταν η βάση τους. Εμείς μείναμε με την ιδέα του μεγάλου ταξιδιού.
     3η Νοέμβρη 1949. Σήμερα ψιλόβρεχε. Πυκνή ομίχλη σκέπαζε το χωριό. Δεν βλέπεις το δάχτυλό σου, «άκρα του τάφου σιωπή». Στη ρίζα μιας γέρικης κερασιάς καθίσαμε οι τρεις μας με τη βουή απ’ τις σκέψεις που μας τριγύριζαν σα μυθικά πουλιά. Έγινε μια οριστική συζήτηση, με τα υπέρ και τα κατά. Η μεγάλη απόφαση για τη φυγή μας προς την Αλβανία φαίνεται δύσκολη επιχείρηση. Όμως δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Ναι μεν υπήρχε συναισθηματική φόρτιση στη διάρκεια της συζήτησης, όμως από την ψυχή μας που βρίσκονταν σε αναστάτωση, σε τρικυμία, προσπαθώντας ο καθένας μας να το αποκρύψει, έπρεπε να καταλάβουμε πως ο συναισθηματισμός δεν ήταν καλός οδηγός.
     Και πάρθηκε η απόφαση για την έξοδό μας προς τις χώρες του Σοσιαλισμού, και κατά προτίμηση την Αλβανία. Επειδή βοσκούσε η ιδέα της αναχώρησής μας προς τις χώρες του βοριά, φάγαμε τον τόπο να βρούμε ένα ζευγάρι κιάλια, τόσο απαραίτητα για ένα τέτοιο δρομολόγιο. Το αποτέλεσμα των ερευνών μας υπήρξε ένας καφόμυλος που θα μπορούσε να τρίψει σιτάρι ή κριθάρι. Άρχισε η ετοιμασία του επισιτισμού μας. Γεμίσαμε τα σακίδια με κάστανα, καρύδια και φρούτα της εποχής, με το πετιμέζι κι ελάχιστο αλεύρι. Αυτή θα ήταν η επιμελητεία μας για το μεγάλο ταξίδι.
     Στη συνέχεια έγινε συζήτηση για τη διανυκτέρευση. Ο Τσιαξίρης και ο Μοράβας πρότειναν το σπίτι της Ξάνθης που βρίσκεται στην πατωσιά του χωριού. Το σπίτι περιβάλλεται από ψηλές ξυλόφραχτες, που εκ προοιμίου δημιουργούσαν ένα επικίνδυνο εμπόδιο σε περίπτωση διαφυγής μας. Εγώ διαφώνησα και πρότεινα τα Ζερβέικα σπίτια που βρίσκονταν στο ψηλότερο μέρος του χωριού, σε φυσικά οχυρή θέση. Από το σημείο αυτό κάθε θόρυβος θα γινόταν αντιληπτός κι εμείς είχαμε σίγουρο σημείο διαφυγής το δάσος, που βρίσκεται στην πόρτα μας. Οι άλλοι δεν συμφώνησαν, με τη δικαιολογία της κακοκαιρίας, της πυκνής ομίχλης και της παγωμένης βροχής, γιατί ο στρατός σπάνια κινείται έξω από τη βάση του σε τέτοιες περιπτώσεις.
     Έφτασε το σούρουπο. Σκοτείνιασε το ανταριασμένο χωριό. Πολλοί πέρασαν σήμερα και χάθηκαν. Έπιασαν κάποιο λημέρι να ξενυχτίσουν. Κι εμείς πορευόμαστε με προσοχή να μην αφήσουμε ντορό ή πετάξουμε κάποια καστανόφλουδα, και ο εχθρός να υποθέσει ότι υπάρχουν κάπου εδώ «συμμορίτες».
     Ανοίξαμε την εξώπορτα της αυλής του σπιτιού της μακαρίτισσας Ξάνθης, μιας γυναίκας που με την επιστροφή της από την Κωνσταντινούπολη έφερε και τη μόδα του καπνίσματος. Το Νεχώρι, τότε, είχε πολλούς ξενιτεμένους στη Βασιλεύουσα και δόθηκε η ονομασία Πολιτοχώρια σε όλα τα χωριά του Δήμου Τυμφρηστού. Βαδίσαμε λίγο στην πλακόστρωτη αυλή, έτσι σαν να μας τραβούσε κάποιος, χωρίς διάθεση, σαν να επρόκειτο κάτι να πάθουμε. Ύστερα μπήκαμε στο ισόγειο με τα άφθονα καυσόξυλα. Γύρω από το σπίτι υπήρχαν πυκνές ξυλόφραχτες, που σε περίπτωση αιφνιδιασμού ήμασταν πιασμένοι. Ο Τσιαξίρης άναψε φωτιά, γέμισε με νερό το μεγάλο πολίτικο αρβαλωτό3 της Μηχιωτοβαγγελής, για να φκιάσουμε το μέλανα ζωμό. Άφθονο νερό και μικρή ποσότητα αλεύρι.
     Εγώ ήμουν ανήσυχος. Από κάποια προαίσθηση βγήκα στον κήπο. Εκεί υπήρχε μεγάλη κρεβατίνα με άσπρα σταφύλια, που έσταζαν νερό από το φθινοπωριάτικο πρωτοβρόχι. Πιο πέρα άσπριζε ένας μεγάλος σκελετός αλόγου. Μακάβριο θέαμα για τη σύνθεση δυσάρεστων αισθημάτων. Συνέχεια, προσπαθώντας να συλλάβω ήχους, άκουγα τα γαυγίσματα των λίγων αδέσποτων σκυλιών που περιφέρονταν κι αυτά στο χωριό, με το χαρακτηριστικό ότι γαυγίζουν άνθρωπο. Και πάλι ήρθε σαν δικαιολογία ότι πέρασαν κάποιοι που κινούνταν προς διάφορες κατευθύνσεις. Έτσι, δεν ήθελα να φυλακιστώ στο ισόγειο που έβραζε ο χυλός, σα να είχα την ευθύνη να εξηγώ κάθε ήχο που έφτανε στ’ αυτιά μου. Αυτή η έντονη νυχτερινή διαμαρτυρία των σκύλων προέρχονταν σίγουρα από συνάντηση με ανθρώπους. Δεν μπόρεσα να εκτιμήσω και άλλους λόγους που δυνατό να υπήρχαν.
     Ξαναμπήκα στο κατώι που έβραζε η κουρκούτη και κάθισα. Ο Τσιαξίρης κατέβασε από τη φωτιά το φαγητό, διαμαρτυρόμενος να μην αρχίσουμε να τρώμε, ώσπου να κρυώσει. Εγώ δεν άντεχα στον πειρασμό της πείνας κι έφερα μια κουταλιά στα χείλη μου. Δεν άνοιξα το στόμα να καταπιώ, γιατί μου φάνηκε πως άκουσα θόρυβο έξω από το σπίτι. Και πριν προλάβουμε να ειπωθεί κάποιο σχόλιο, κάποια πρόταση, όλοι με το κουτάλι κοντά στα χείλη μας, ξέσπασαν πυκνά πυρά οπλοπολυβόλων και αυτόματων. Φωτοβολίδες φώτισαν το πυκνό σκοτάδι, ατομικά όπλα, χειροβομβίδες, φωτοβολίδες έδιναν τη σκηνή μεγάλης μάχης, ώσπου ακούστηκε μια άγρια προσταγή: ΠΑΡΑΔΟΘΕΙΤΕ!
     Όσο ν’ απαντήσουμε στους πολιορκητές, εγώ πέταξα ένα μικρό, μα σημαντικό ημερολόγιο για το χρόνο κίνησης της Μεραρχίας. Ο Μοράβας τρύπωσε στους σωρούς των ξύλων. Εγώ πλησίασα την πόρτα και τους φώναξα: 
     –Ρε παιδιά! Μην τουφεκάτε άλλο, τρεις άνθρωποι είμαστε! Μη φοβάστε! Μόνο ένα σαρανταπεντάρι περίστροφο έχουμε. Πάρτε το!
     Και τότε ακούστηκε μια φωνή που έλεγε: 
     –Βρε παιδιά, είναι ο δάσκαλος. Μην τους σκοτώνετε.
     Ήταν η φωνή του μακαρίτη προέδρου του χωριού, Θανάση Κρέτση, που είχε τρυπώσει σ’ ένα αυλάκι. Ξαφνικά, μου φάνηκε πως όλα αυτά που βλέπω και ακούω είναι μια διαβολική σκηνοθεσία. Εγκεφαλική παράκρουση, που κάποιοι άγνωστοι μηχανισμοί την έβαλαν σε κίνηση και δημιούργησαν μια τραγικά φριχτή εικόνα του παράλογου. Μα, ΟΧΙ! Ήταν κάτι πραγματικό και δραματικό αυτό που ακολούθησε.
     Ήρθαν και μ’ αγκάλιασαν κλαίγοντας γνωστοί μου παλιοί αντάρτες με αναφιλητά. Ήταν ο Λέρης από τη Μυρίκη Καρπενησίου, ήταν ο Πανάγος από την Κάτω Αγόριανη Παρνασσίδας, ήταν ο Κατσούδας Κ. από Καλεσμένο Ευρυτανίας, ήταν ο Γεώργιος Δροσόπουλος από το χωριό Γκολέμι Αταλάντης, ο Βαβάτσικος Γιάννης από το χώρο του Αγρινίου. Τέλος, επικεφαλής της Διμοιρίας των παρουσιασθέντων ανταρτών ήταν ο Παναγιώτης Κωστάκος από Αγία Παρασκευή Αταλάντης και ο Σπύρος Μούρτος από Καρούτες Λιδωρικίου. Πνιγμένοι στα δάκρυα και αυτοί, μας αγκαλιάζουν, φιλιόμαστε, και μας δίνουν θάρρος ότι θα μας βοηθήσουν.
     Την ίδια στιγμή που βροντούσαν τα όπλα στο σπίτι της Ξάνθης, στην εκκλησία του χωριού ήταν γονατισμένοι οι χωριανοί μας που ήρθαν στο εγκαταλειμμένο, από το 1947, χωριό τους, Νεχώρι Τυμφρηστού, με συνοδεία διμοιρίας. Ύστερα από τρία χρόνια εκπατρισμού προσεύχονται στον άγνωστο Θεό του Εμφυλίου Πολέμου, που βρίσκονταν στο τέρμα του. Κι εμείς, ως άοπλοι ιππότες της ελεεινής μορφής, με τη συνοδεία της Διμοιρίας, που αποτελούνταν από αντάρτες πιασμένους ή παρουσιασμένους, μ’ επικεφαλής διμοιρίτες που παραπάνω αναφέραμε, καταλύσαμε στην εκκλησία της Κοίμησης.
     Εκεί μας περίμενε η τραγικότερη εικόνα της ζωής μας. Είδαμε τους χωριανούς μας να κάθονται γονατιστοί, κολλητά ο ένας πάνω στον άλλο. Μαζί τους ήταν και ο παπάς του χωριού παπα-Βύρος και τους διάβαζε ευχές. Η εμφάνισή μας μέσα στο θαμπό φως του ναού, γιατί ήταν μεσάνυχτα, σκόρπισε ρίγη φόβου και συγκίνησης, όταν μας είδαν ρακένδυτους και ξυπόλυτους σχεδόν, να μπαίνουμε στο ναό, τέτοια φοβερή στιγμή. Σηκώθηκαν όλοι όρθιοι να μας αγκαλιάσουν. Ανάμεσα στους χωριανούς μας ήταν και οι δυο ανύπαντρες αδερφάδες μου Μαριγούλα και Αθηνά, η θεια μου Νίκη και άλλοι γείτονες και φίλοι. Ο μακαρίτης Παπα-Βύρος αναφέρθηκε στη «θεία επέμβαση» που μας φώτισε να επιστρέψουμε στην Κοινωνία του Χριστού, για να ησυχάσει ο κόσμος. Εμείς, ταξιδεύοντας σ’ έναν άλλο κόσμο που δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει τους σκοπούς του, πιάσαμε μιαν άκρη στο γυναικωνίτη της εκκλησίας, άφωνοι.
     Οι φαντάροι στη συνέχεια μας έφεραν αφράτο, άσπρο ψωμί, χάσικο, και φάγαμε σαν πεινασμένοι λύκοι. Ο Κωστάκος μας πλησίασε και μας έδωσε θάρρος πως θα φροντίσουν όλοι τους. Πολλά χρόνια μετά, ο Παναγιώτης Κωστάκος, πρόεδρος της κοινότητας Αγίας Παρασκευής Λοκρίδας, μ’ επισκέφτηκε στο σπίτι μου, Έσλιν 33, στη Λαμία και τα είπαμε. Εντυπωσιάστηκε που είδε την πλειοψηφία της Διμοιρίας να μας φροντίζει, μας αγκάλιασε κλαίγοντας και πρόσθεσε: «Πήραμε απόφαση να σας σώσουμε, γιατί όλα τα παιδιά της διμοιρίας απαιτούσαν τη σωτηρία σας». Σαν ένδειξη των αισθημάτων τους, περασμένα μεσάνυχτα, ο διμοιρίτης Σπύρος Μούρτος από τις Καρούτες Δωρίδας, μου έφερε μόνος του το ημερολόγιο και μου το έδωσε. Αυτό όμως, από τις συνεχόμενες έρευνες και το κρύψιμό του, σχεδόν καταστράφηκε και σώζεται σήμερα μονάχα ένα φύλλο. ΕΝΑ!
     Οι στρατιώτες πήραν μέτρα ασφάλειας. Εγώ, παρ’ όλη τη σωματική και ψυχική κούραση που είχα, δεν έκλεισα μάτι. Μου φαινόταν πως βρισκόμουν ανάμεσα στα νερά του Ασπροπόταμου που βουίζουν συνέχεια ψηλά στα Τζουμέρκα. Έφερνα στη μνήμη μια τρίχρονη ζωή στο Δημοκρατικό Στρατό. Σκεφτόμουν αυτά τα παιδιά και τ’ αθώα κορίτσια που περίμεναν τη Λαϊκή Δημοκρατία να λύσει τα αιώνια, άλυτα προβλήματα της φτωχολογιάς. Θυμάμαι τους υπεράνθρωπους αγώνες των ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού. Τα εκπατρισμένα χωριά μας, το κυνήγι των απλών ανθρώπων του Λαού μας, τα βασανιστήρια, τις εκτελέσεις. Κάποτε ελπίζω να βρεθούν οι αιτίες που οδήγησαν στην ήττα το πιο λαμπρό αντιστασιακό κίνημα της νεώτερης εποχής. Προς το παρόν δεν με απασχολεί η μοίρα μου. Ό,τι θέλει, ας γίνει. Οι πόρτες των οραμάτων έκλεισαν. Μόνο οι θυσίες έχουν το λόγο.

Και τώρα… ενώπιος ενωπίω

Και τώρα ανοίγεται ίσως η πιο τραγική σελίδα της ζωής μου. «Βίβλοι αποκαλύπτονται και κρυπτά δημοσιεύονται».4 Αυτοί έχουν τεράστιους μεγεθυντικούς φακούς και μεγαλοποιούν τα άτομα και τα έργα τους… «Ουαί –λοιπόν– τοις ηττημένοις».
     Ποια είναι η γραμμή της στρατιωτικής αρχής; Πέστα όλα! Ξεχωρίζουν γνωστά ρουμελιώτικα ονόματα αγωνιστών, που τα κρατούν στους καταλόγους τους, χωρίς τα στοιχεία που θέλουν. Δηλαδή, αν είμαστε εκτελεστές, φονιάδες, τύραννοι αθώων ανθρώπων. Και είναι χιλιάδες οι απλοί μαχητές που βρίσκονται στα χέρια μιας μισαλλόδοξης κυβέρνησης, που σέρνεται από τους Αμερικάνους και από τα πιο αντεθνικά στοιχεία που κυβερνούν τη χώρα. Αυτοί, με τη βοήθεια ενός εξωνημένου Τύπου, με τις προκατασκευασμένες κατηγορίες, με όλα τα μέσα της προπαγάνδας και των μέσων ενημέρωσης, με τις πλαστές καταθέσεις στελεχών, με κάθε μέσο της πανουργίας έχουν συντάξει το βαθμολόγιο της δικαιοσύνης τους: ΘΑΝΑΤΟΣ! Ο θάνατος φτερουγίζει σ’ όλες τις αίθουσες της ελληνικής δικαιοσύνης.
     Βέβαια, οι διμοιρίτες Κωστάκος και Μούρτος μας δήλωσαν πως θα υποστηρίξουν ότι παρουσιαστήκαμε, ότι δεν αντισταθήκαμε, ότι δείξαμε καλή «συμπεριφορά», ότι και το χωριό που μας είδε ήθελε να βοηθήσει τη Διμοιρία, που χωρίς αίματα και σκληρότητα πέτυχε τη σύλληψη των τριών ανταρτών. Και κάνει την ευχή να σταματήσει ο εμφύλιος σκοτωμός στη χώρα.
     Ξεκινούμε απ’ το αγαπημένο μου χωριό, με τις πιο δυσοίωνες προβλέψεις. Και οι τρεις μας δώσαμε λόγο να μην αρχίσουμε τις φλυαρίες των καταθέσεων που ζητούν τα Α2 του στρατού. Λίγα στοιχεία, που να μην πηγάζουν από τη δράση μας ούτε και τη δράση άλλων γνωστών και που οδηγούνε μοιραία σε δύσκολη θέση. Κλειστό λοιπόν το στόμα, όσο είναι ικανή η αντοχή μας στα βασανιστήρια που θα μεταχειριστούν, για να μας εμπλέξουν σε βαριές κατηγορίες. ΟΧΙ ΟΝΟΜΑΤΑ! Όσο μπορέσουμε να μεταχειριστούμε τη μέθοδο των ελιγμών, να μη λυγίσουμε στον πρώτο ξυλοδαρμό και τις κλωτσιές. Θα βαρύνει τελικά η κατάθεση των διμοιριτών και των άλλων πρώην ανταρτών, που θα προσπαθήσει το Δεύτερο Γραφείο να τους τρομοκρατήσει για να καταθέσουν επιβαρυντικά, ιδιαίτερα για μένα. Μπορεί να απαιτήσουν καταδόσεις όπλων σε φανταστικά καταφύγια και άλλων ειδών ιματισμού, υπόδησης, ακόμα και χρυσού.
     Μ’ αυτές τις σκέψεις κατεβαίνουμε ολοπόταμα προς τον Άι-Γιώργη. Κοντά μας ακολουθεί το χωριό και οι δικοί μου. Τέτοια τραγική εικόνα θα μπορούσε κανένας να βρει στον Όργουελ. Ο Σπερχειός, εδώ είναι οι πηγές του, επιτελεί το έργο του ανέμελα. Πότε γαλήνιος, πότε οργισμένος, η προσωπική του ιστορία κλείνει τις σελίδες της στο Μαλιακό Κόλπο. Εμείς όμως, όσο πλησιάζουμε κατοικημένο τόπο,  τόσο το χτυποκάρδι γίνεται πιο έντονο. Γνωρίζουμε πρόσωπα και πράγματα του Άι-Γιώργη. Είχαμε αγαθές σχέσεις με τους φιλήσυχους κατοίκους του, που πολλών τα παιδιά ήταν αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού.
     Εγώ προσωπικά ποτέ δεν φαντάστηκα ότι θα με αντικρύσουν οι χωριανοί μου, οι αδερφές μου, καθώς ανεβαίνω με το σταυρό μου προς τον Γολγοθά, σ’ αυτά τα χάλια. Ένας αδύνατος άντρας, ρακένδυτος, με λίγα γένια, ανέκφραστος, που όλο προσπαθούνε οι χωριανοί μου να με πλησιάσουν για ενθάρρυνση.
     Καθώς πλησιάζουμε στον Άι-Γιώργη, είπα στους διμοιρίτες να πάρουν μέτρα ασφάλειας, γιατί οι εθνικόφρονες του Άι-Γιώργη μας γνωρίζουν και μπορεί να προσπαθήσουν να μας επιτεθούν. Και οι δυο τους με βεβαίωσαν πως δεν θα γίνει τίποτε. Όταν φάνηκαν τα πρώτα σπίτια του χωριού, έβαλαν επικεφαλής της φάλαγγας έναν οπλοβολητή με την εντολή οποιαδήποτε επιθετική ενέργεια να την τσακίσουν. Και πρόσθεσαν, μεταξύ σοβαρού και αστείου: «Και ύστερα, δάσκαλε, γυρνάμε πίσω στα βουνά μαζί». Στον Άι-Γιώργη μας παρέδωσαν σ’ ένα στρατιωτικό τμήμα και μας έκλεισαν στο κρατητήριο, με φύλακα σκοπό.
     «Επί ξυρού ακμής», μετά από τόσες ιδέες και όνειρα, θυσίες, που περιμένουν τη δικαίωσή τους. Αγώνες για μια Ελλάδα δημοκρατική και ανεξάρτητη, που παραμέρισε η αγγλο-αμερικάνικη επέμβαση μια και δυο φορές. 
     «Επί ξυρού ακμής», τώρα. Αν κι έγινε σκληρό κι ανθεκτικό το τομάρι μας, θα δοκιμασθεί η αντοχή μας στις καινούργιες μεθόδους τυραννίας. Θα περάσουμε κάτω από καυδιανά δίκρανα. 
     «Επί ξυρού ακμής», με το κεφάλι ψηλά.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Η δημοσιά του Βολοκολάμσκ, έργο του Αλεξάντερ Μπεκ, κυκλοφορεί, μεταφρασμένο στα ελληνικά, το 1947. Βλ. Άννα Ματθαίου-Πόπη Πολέμη, Η εκδοτική περιπέτεια των ελλήνων κομμουνιστών. Από το βουνό στην υπερορία 1947-1968, Βιβλιόραμα-ΑΣΚΙ, Αθήνα 2003, σ. 25, 148. Το βιβλίο επανεκδίδεται στα ελληνικά το 1965 και το 1979.

2. Κατά Ματθαίον, 6, 34.

3. αρβαλωτό: χάλκινο μαγειρικό σκεύος.

4. «Βίβλοι διανοίγωνται και τα κρυπτά δημοσιεύονται»: από το κοντάκιο του Ρωμανού του Μελωδού «Τη Κυριακή της Αποκρέου».

Αναδημοσίευση από http://www.snhell.gr/testimonies/writer.asp?id=143

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου