Γιατί η Ελλάδα δεν έγινε Λαϊκή Δημοκρατία
Του John Ο. Ιatrides
Τι ήταν και πώς δρούσε ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας στα χρόνια του Εμφυλίου, μέσα από νέα στοιχεία που αναδεικνύουν τις πραγματικές πολιτικές επιλογές του ΚΚΕ.
ΤΟ ΓΝΩΣΤΟ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΕΞΕΡΕΥΝΗΤΟ
Η ιστοριογραφία του ελληνικού εμφυλίου πολέμου είναι πλέον εκτενέστατη και λίγες πτυχές του παραμένουν ανεξερεύνητες. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την κυβερνητική πλευρά, για την οποία υπάρχει πλούσιο αρχειακό υλικό, ελληνικό και ξένο, δημόσιο και ιδιωτικό, όπως και αναρίθμητες δευτερεύουσες πηγές. Μολονότι πάντα θα υπάρχει χώρος για νέες ερμηνείες, η εξιστόρηση της προσπάθειας της ελληνικής κυβέρνησης να κατανικήσει την κομμουνιστική εξέγερση και του αποφασιστικού ρόλου που διαδραμάτισαν η Βρετανία και οι ΗΠΑ έχει ουσιαστικά ολοκληρωθεί.
Στην αντίπαλη πλευρά, όμως, η μελέτη της εξέγερσης αντιμετωπίζει πολλά σοβαρά εμπόδια. Πέρα από την περιβόητη μυστικοπάθεια των κομμουνιστών, το αρχειακό υλικό και άλλες αξιόπιστες πρωτογενείς πηγές για το ΚΚΕ και τους ξένους υποστηρικτές του είναι ελάχιστες και δυσεύρετες. Μέχρι πρόσφατα οι ιστορικοί ήταν αναγκασμένοι να στηρίζονται, σε μεγάλο βαθμό, σε αποσπασματικά τεκμήρια και στις στρατευμένες μαρτυρίες οπαδών της Δεξιάς ή της Αριστεράς.Οι πραγματικοί στόχοι του ΚΚΕ, η σύνθεση, η δύναμη και το αξιόμαχο του στρατού του και, πάνω απ΄ όλα, η βοήθεια που ελάμβανε από το εξωτερικό παρέμεναν για μεγάλο διάστημα πεδίο υποθέσεων και εικασιών. Το αποτέλεσμα ήταν μια ιστορία που, κάποιες φορές, στηριζόταν περισσότερο στη φαντασία παρά στα γεγονότα.
Η δημιουργία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ), το φθινόπωρο του 1946, δεν αποτέλεσε ούτε μια ενστικτώδη αντίδραση στη Λευκή Τρομοκρατία ούτε μια πράξη που επεδίωκε έναν πολιτικό συμβιβασμό. Υπήρξε η ενσυνείδητη πολιτική επιλογή της κομμουνιστικής ηγεσίας για την κλιμάκωση του αγώνα της, με στόχο την κατάληψη της εξουσίας με έναν συνδυασμό ένοπλων και πολιτικών μέσων. Σε αυτό το ακλόνητο συμπέρασμα καταλήγει το βιβλίο του Νίκου Μαραντζίδη Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας, ύστερα από συστηματική μελέτη των τεκμηρίων- πολλά από τα οποία νέα και αδημοσίευτα.
Υπό την ηγεσία του Ν. Ζαχαριάδη, το κόμμα ήταν αποφασισμένο να εξουδετερώσει όλους τους αντιπάλους του, να μετατρέψει τη χώρα σε Λαϊκή Δημοκρατία και να την εντάξει στο σοβιετικό μπλοκ. Λόγω της ενεργού επέμβασης της Βρετανίας και των ΗΠΑ στα ελληνικά πράγματα, οι στόχοι του ΚΚΕ μπορούσαν να πραγματοποιηθούν μονάχα με τη δύναμη των όπλων: τον ΔΣΕ. Παράλληλα, η στρατιωτική νίκη μπορούσε να επιτευχθεί μονάχα με τη συνεχή και αποφασιστική ξένη υποστήριξη προς τον ΔΣΕ και την πολιτική του ηγεσία. Ετσι η λεπτομερής και σε βάθος «αυτοψία» που κάνει ο συγγραφέας προσφέρει σπάνια και πολύτιμα στοιχεία για τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που αντιμετώπιζαν οι κομμουνιστές στην προσπάθειά τους να επιβληθούν στους συμπατριώτες τους. Ακόμη σημαντικότερο είναι πως καταδεικνύει τους λόγους για τους οποίους ο ΔΣΕ ήταν αδύνατον να εξισορροπήσει την ισχύ των αντιπάλων του και, άρα, ήταν από την αρχή καταδικασμένος να αποτύχει.
Από όλες τις συμφορές που μπορούν να πλήξουν ένα έθνος, καμία δεν είναι πιο τραυματική και με περισσότερο μακρόχρονες συνέπειες από έναν εμφύλιο πόλεμο. Πέρα από ανθρώπινες και υλικές απώλειες, ο εμφύλιος προκαλεί πληγές αδιόρατες που διαπερνούν τον δημόσιο λόγο, φλογίζουν και παραμορφώνουν τις συλλογικές μνήμες για πολύ καιρό αφότου τελειώσουν οι σκοτωμοί. Για τον ιστορικό, η αποκάλυψη των βαθύτερων αιτίων της σύγκρουσης και η κατάληξη σε ερμηνείες βασισμένες σε αδιαμφισβήτητα τεκμήρια είναι μια αποστολή δύσκολη που, στην πραγματικότητα, δεν ολοκληρώνεται ποτέ. Και η ελληνική περίπτωση δεν αποτελεί εξαίρεση.
Καλύπτοντας κρίσιμα κενά των ως τώρα ιστορικών μελετών, το βιβλίο του Νίκου Μαραντζίδη Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας (1946-1949) βάζει τέλος στην παραπληροφόρηση και στις πολλές διαστρεβλώσεις που χαρακτήριζαν προηγούμενες εργασίες πάνω σε αυτό το ζήτημα. Η τελευταία δουλειά του είναι υπόδειγμα σαφήνειας, πληρότητας, σχολαστικής τεκμηρίωσης και λακωνικότητας. Αποτελεί έναν σχεδόν πλήρη οδηγό για τη μελέτη της πλευράς των ηττημένων του εμφυλίου πολέμου.
Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου του είναι ότι στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε απόρρητα επίσημα έγγραφα. Η εκτεταμένη έρευνα που διεξήγαγε ο Ν. Μαραντζίδης έφερε στο φως σημαντικές πληροφορίες που προκύπτουν από έγγραφα του ΚΚΕ και των συμμάχων του. Ιδιαίτερα αποκαλυπτικά είναι τα ντοκουμέντα που προέρχονται από τη Βουλγαρία, τη Γιουγκοσλαβία, την Πολωνία, την Τσεχοσλοβακία, την Ουγγαρία και την ΕΣΣΔ. Αναμφίβολα πολύ περισσότερες πληροφορίες παραμένουν θαμμένες στα αρχεία του ΚΚΕ, καθώς και σε αυτά ξένων χωρών. Μόνο να ελπίζει μπορεί κανείς ότι αυτά τα επιπλέον στοιχεία θα έρθουν κάποτε στο φως. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, το πιο πιθανό είναι ότι μάλλον θα συμπληρώσουν παρά θα αναιρέσουν όσα γράφει ο Ν. Μαραντζίδης.
Στο ζήτημα της ξένης βοήθειας προς τον ΔΣΕ ο Ν. Μαραντζίδης παρουσιάζει λεπτομερείς και εντυπωσιακούς πίνακες για τις ποσότητες οπλισμού, ένδυσης, ιατροφαρμακευτικού υλικού, τροφίμων, καυσίμων και χρημάτων που του προμήθευαν οι χώρες του σοβιετικού μπλοκ. Εξετάζει επίσης το πρόβλημα της μεταφοράς και της παράδοσης αυτών των υλικών. Σε σχέση με αυτό τρία ζητήματα είναι ιδιαίτερα σημαντικά: Πρώτον, είναι αδύνατον τα κομμουνιστικά καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης να είχαν προσφέρει τόσο σημαντική βοήθεια στον ΔΣΕ (ακόμη και στρατιωτική εκπαίδευση ή νοσοκομειακή περίθαλψη) χωρίς τη στήριξη της Μόσχας, πόσο μάλλον εν αγνοία της. Δεύτερον, για μια σειρά λόγους, ένα μέρος της βοήθειας αυτής δεν έφτασε στον προορισμό του ή, όταν έφτανε, δεν ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθεί. Τρίτον, ακόμη και με τις καλύτερες των προϋποθέσεων, το σοβιετικό μπλοκ δεν θα μπορούσε να προσφέρει τόση βοήθεια ώστε να μπορέσει να υπερκεράσει τα πλεονεκτήματα που προσέφερε.
Η ΥΛΙΚΗ ΒΟΗΘΕΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΕΣ ΧΩΡΕΣ
Οι έρευνες που βασίστηκαν στα προσφάτως ανοιγμένα αρχεία κρατών της Ανατολικής Ευρώπης καθώς και του ΚΚΕ θεμελιώνουν τις αρχικές εκτιμήσεις για τον βαθμό της εμπλοκής των κρατών του ανατολικού συνασπισμού σε αυτόν τον πόλεμο και διαψεύδουν την τάση κάποιων να υποτιμηθεί η ενίσχυση του ΔΣΕ από το εξωτερικό.Ο ΔΣΕ εξαρτήθηκε απόλυτα από την υλική υποστήριξη των ξένων συντρόφων του.Στην πραγματικότητα, μόνο χάρη στην εξωτερική στήριξη έγινε δυνατή η έναρξη του Εμφυλίου.Χωρίς τη συστηματική ροή πολεμοφοδίων, τροφίμων και άλλου υλικού,την προστασία και εκπαίδευση των μαχητών στο έδαφος των γειτονικών χωρών, την περίθαλψη των τραυματιών,ο πόλεμος αυτός θα είχε λήξει πολύ νωρίτερα- αν είχε ποτέ αρχίσει...
στην ελληνική κυβέρνηση η στρατιωτική, οικονομική και διπλωματική υποστήριξη των ΗΠΑ και της Βρετανίας.
Ο καθηγητής Ν. Μαραντζίδης, το έργο του οποίου αφορά σε μεγάλο βαθμό την ελληνική Αριστερά, είναι γνωστός για τη σφοδρή κριτική που ασκεί προς το ΚΚΕ. Με το έργο του αυτό προσθέτει σημαντικά στοιχεία σε αυτήν την κατεύθυνση. Ομως πρέπει να σημειώσουμε ότι στο βιβλίο του δεν θα βρει κανείς πουθενά τόνους θριαμβολογικούς ή χαιρέκακους. Αντιθέτως, διαπνέεται από συμπόνια για τα θύματα του Εμφυλίου και για τη μοίρα της χώρας. Ολοκληρώνοντας το βιβλίο του, καταλήγει: «Η σε βάθος μελέτη του Δημοκρατικού Στρατού αναδεικνύει μια βαθύτατη ανθρώπινη τραγωδία, νέων κυρίως ανθρώπων, ανδρών και γυναικών, που κατά βάση στρατολογήθηκαν βίαια και υποχρεώθηκαν να πολεμήσουν κάτω από μια ηγεσία που δεν εμπιστεύονταν, σε έναν πόλεμο που δεν πίστευαν και τον οποίο δεν μπορούσαν να κερδίσουν... Τελικά, η εικόνα του ελληνικού κομμουνισμού των ετών 1946-1949 δεν είναι παρά αυτή μιας ουτοπίας που έχασε τα λογικά της...».
Ο κ. John Ο. Ιatrides είναι καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Southern Connecticut State College.
Αναδημοσίευση από http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=334599
----------------------------------------------------------
Τα αντάρτικα σώματα που συγκεντρώνονταν στην ύπαιθρο μετά τον απηνή διωγμό του ΕΑΜικού κινήματος που είχε ξεσπάσει ενάμιση χρόνο νωρίτερα ενοποιήθηκαν υπό την ονομασία Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας στα τέλη του 1946. Καθώς η χώρα περνούσε σταδιακά στην αμερικανική επικυριαρχία, η σύγκρουση που ακολούθησε ήταν συνάμα και το πρώτο «θερμό» μέτωπο του Ψυχρού Πολέμου: όσο ο ΔΣΕ μαχόταν στο Γράμμο και αλλού «ενάντια στη δεύτερη κατοχή και τον μοναρχοφασισμό», οι κυβερνητικοί πολεμούσαν τους «συμμορίτες-πράκτορες του σλαβοκομμουνισμού». Το ίχνος του Εμφυλίου 1946-1949 παρέμεινε ανεξίτηλο, όχι μόνο γιατί ήταν το πιο αιματηρό επεισόδιο της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας αλλά και γιατί κληροδότησε μαζί με τους νεκρούς, μαζί με τους πολιτικούς πρόσφυγες και τους βίαια εκτοπισθέντες, μια «ανάπηρη δημοκρατία» που εξαιρούσε την κομμουνιστική Αριστερά από την πολιτική ζωή του τόπου.
Το βιβλίο του Νίκου Μαραντζίδη με θέμα τον ΔΣΕ χρησιμοποιεί ένα πλήθος άλλων τεκμηρίων από τα αρχεία του ΚΚΕ και του ΔΣΕ (ΑΣΚΙ), του Ελληνικού Στρατού, των πρώην κομμουνιστικών χωρών, καθώς και μαρτυρίες μελών και αντιπάλων του ΔΣΕ. Το ερώτημα λοιπόν είναι σε ποιο βαθμό αξιοποιεί το υλικό του, συμπληρώνοντας ή/και αμφισβητώντας τις ερμηνείες που έχουν προταθεί από την επιστημονική έρευνα.
Ο Μαραντζίδης αγγίζει το κατ΄ εξοχήν ταμπού κάθε εμφυλίου:
την αμιγώς στρατιωτική και άρα καθαυτό βίαιη διάστασή του. Είναι κοινός τόπος των ιστορικών σπουδών και της πολιτικής επιστήμης πως σε κάθε εμφύλιο, η σύγκρουση στο εσωτερικό της πολιτικής κοινότητας καταργεί τα όρια ανάμεσα σε στρατιώτες και αμάχους, ενώ η βία συχνά υπερβαίνει τους κανόνες της ένοπλης αντιπαράθεσης, δημιουργώντας ζώνες «ανομίας» όπου η επιδίωξη της πολιτικής εξουσίας συμπεριλαμβάνει ακόμα και την εξόντωση του εσωτερικού εχθρού. Αυτές είναι οι κατ΄ εξοχήν όψεις της εμπειρίας που απωθούνται από τη δημόσια μνήμη. Κατά κανόνα μετά τη λήξη της σύγκρουσης, όσοι συμμετείχαν αποσιωπούν αυτές τις πλευρές ή, στην καλύτερη περίπτωση, τις παραμορφώνουν, δαιμονοποιώντας τη βία του αντίπαλου στρατοπέδου ή/και ηρωοποιώντας τη δική τους ένοπλη δράση.
Σε ό,τι αφορά τον ελληνικό Εμφύλιο ειδικότερα, οι σιωπές και οι μύθοι των δύο στρατοπέδων έχουν γίνει αντικείμενο μελέτης εδώ και μια εικοσαετία. Ωστόσο ο συγγραφέας επιλέγει εξαρχής να παραβλέψει τους αντικομμουνιστικούς μύθους των νικητών και να περιορίσει την οπτική του στον ηρωποιητικό λόγο των ηττημένων. Το πρώτο μέρος του πρώτου κεφαλαίου αποτελεί μια αναδρομή στους μύθους και τις σιωπές της επίσημης Αριστεράς, από τον Ζαχαριάδη στην αποσταλινοποίηση κι από εκεί στις μεταπολιτευτικές σιωπές και ιδεολογικές χρήσεις από το ΚΚΕ και «δευτερευόντως τώρα τελευταία από τον ΣΥΡΙΖΑ». Αυτή η επιλογή καθοδηγεί το νήμα της προβληματικής ολόκληρου του βιβλίου.
Τα επόμενα κεφάλαια επιχειρούν να καταρρίψουν τους βασικούς μύθους και τις σιωπές της Αριστεράς για τον ΔΣΕ. Το δεύτερο κεφάλαιο εκτιμά πως «το ΚΚΕ επέλεξε να εξαπολύσει τον αγώνα του στηριζόμενο ολοκληρωτικά στον εξωτερικό παράγοντα κι όχι σε μια εσωτερική κοινωνική δυναμική», παρουσιάζοντας μια «κάθε άλλο παρά αποσπασματική και πρόχειρη» στήριξη από τις Λαϊκές Δημοκρατίες. Επειτα, παρουσιάζοντας τη δημογραφική σύνθεση του ΔΣΕ, ο συγγραφέας περιγράφει ένα στρατό αποτελούμενο κατ΄ αρχάς από αγράμματους αγρότες και ύστερα κατά πλειοψηφία από μειονοτικούς (κυρίως σλαβόφωνους). Στη συνέχεια παρουσιάζει τον ασφυκτικό έλεγχο του κόμματος και τις αντιθέσεις που δημιουργούσε η διττή διοίκηση των μονάδων από στρατιωτικούς διοικητές και πολιτικούς επιτρόπους. Στο πέμπτο κεφάλαιο αναλαμβάνει να καταρρίψει τον μύθο των «περήφανων μαχητών», περιγράφοντας την έλλειψη ή την αχρηστία του πολεμικού υλικού, την ανύπαρκτη υγειονομική περίθαλψη, τη φθίνουσα ψυχολογία και τις λιποταξίες. Κατόπιν παρουσιάζει τους μηχανισμούς επιτήρησης και απονομής δικαιοσύνης υπό το πρίσμα μιας «τρομοκρατικής διαπαιδαγώγησης των μαζών υπό τον φόβο του βιολογικού αφανισμού». Τέλος, υπό τον τίτλο «ζητήματα ταμπού», ο Μαραντζίδης πραγματεύεται τα ζητήματα της υποχρεωτικής στρατολογίας, της θέσης των γυναικών, του πολέμου των παιδιών και της μεταχείρισης των αιχμαλώτων.
Η ανάγνωση που επιχειρεί ο Μαραντζίδης είναι οπωσδήποτε στρατευμένη, αυτό όμως από μόνο του δεν πρέπει να αξιολογείται ως ελάττωμα. Αντιθέτως, αναγνωρίζοντας τις ιδεολογικές αφετηρίες του και παίρνοντας θέση στη δημόσια συζήτηση με μια ολοκληρωμένη μελέτη, ο συγγραφέας συμβάλλει επιτέλους στον απεγκλωβισμό από μια επίπλαστη αντιπαράθεση- που είχε έως τώρα καλλιεργήσει και ο ίδιος- ανάμεσα σε δήθεν «νηφάλιες επιστημονικές» και «στρατευμένες» ιστορικές προσεγγίσεις.
Επιλεκτική αποσιώπηση
Το πιο προβληματικό στοιχείο της προσέγγισης του Μαραντζίδη είναι ότι επιλέγει να αντιπαρατεθεί όχι με μια ιστοριογραφική παράδοση αλλά με τις ιδεολογικές χρήσεις του ΔΣΕ από έναν κομματικό μηχανισμό. Η κυριότερη αδυναμία προκύπτει από την επιλεκτική χρήση του πλαισίου το οποίο παράγει ή/και υπαγορεύει τις πολιτικές επιλογές και τον λόγο του ΕΑΜικού μπλοκ και των επιγόνων του. Ετσι, π.χ., η απαξίωση του «δεύτερου αντάρτικου» ως «λάθους» από το ΚΚΕ στη μεταζαχαριαδική περίοδο εξετάζεται αποκλειστικά ως προϊόν των ενδοκομμουνιστικών ανακατατάξεων στο πλαίσιο της «αποσταλινοποίησης», και διόλου ως μια τακτική επιλογή αντιμετώπισης της πολιτικής απαγόρευσης και των διώξεων.
Η επιλεκτική αποσιώπηση του ιστορικού πλαισίου είναι πασιφανής ήδη από την εισαγωγή, όπου αναφέρεται πως «παρά τα αντίθετα λεγόμενα για τον ρόλο της Λευκής Τρομοκρατίας [...] οι διώξεις και η βία εναντίον των μελών του Κόμματος έπαιξαν μάλλον δευτερεύοντα και νομιμοποιητικό ρόλο στη συνείδηση της ηγεσίας και των κύκλων στελεχών που επιθυμούσαν τη ρεβάνς των ηττημένων του Δεκέμβρη. Ηδη από το τέλος του 1945 ο Ζαχαριάδης φλέρταρε με την ιδέα της ένοπλης εξέγερσης [...]». Με άλλα λόγια, για να υποστηρίξει το ερμηνευτικό του σχήμα ο συγγραφέας διαγράφει μονοκοντυλιά πολλές ιστορικές μελέτες για τους δισταγμούς και τις παλινωδίες της ηγεσίας του ΚΚΕ σχετικά με την ένοπλη σύγκρουση κατά τα έτη 1944-1946. Προς επίρρωσιν, προβάλλει ένα τελείως σαθρό επιχείρημα, αφού ως γνωστό το μεγάλο κύμα της Λευκής Τρομοκρατίας εξαπολύθηκε από την άνοιξη κιόλας του 1945, δηλαδή πριν καλά καλά ο Ζαχαριάδης επιστρέψει από το Νταχάου και οπωσδήποτε πολύ πριν αρχίσει να «φλερτάρει με την ιδέα της ένοπλης εξέγερσης».
Η εξέταση της Αριστεράς έξω από το ιστορικό της πλαίσιο συγκροτεί μιαν ανιστορική οπτική κατά την οποία το ΚΚΕ (όπως και κάθε ΚΚ) ανάγεται σε μια αμετάβλητη «ουσία» ενός μηχανισμού βίαιης κατάληψης της εξουσίας. Παράλληλα, η προβληματική που εξαντλείται στην απόσταση ανάμεσα στον λόγο του ΚΚΕ για τον Εμφύλιο και την ιστορική πραγματικότητα μοιάζει επικίνδυνα με τον λόγο των αντιπάλων του ΚΚΕ που ο συγγραφέας κατά τα άλλα αρνείται να αναλύσει.
Ασφαλώς η μελέτη δεν αναπαράγει γραμμικά τον λόγο των νικητών του Εμφυλίου με μισό αιώνα καθυστέρηση· μάλλον εφαρμόζει στα καθ΄ ημάς τις ιστορικές προσεγγίσεις που έγιναν δημοφιλείς αμέσως μετά την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων. Αυτές προωθούσαν μια εγκληματολογικού τύπου πραγμάτευση του κομμουνιστικού φαινομένου στον 20ό αιώνα, εστιάζοντας την κριτική στις «φονικές» συνέπειες της ιδεολογίας και επικαιροποιώντας τον λόγο περί κομμουνιστικής ευθύνης για τον Ψυχρό Πόλεμο. Ο Ν. Μαραντζίδης απηχεί ευθέως τις απόψεις του εν λόγω ρεύματος όταν αποτιμά την εμπειρία του ΔΣΕ ως την ιστορία «μιας ουτοπίας που έχασε τα λογικά της»,.
Η εφαρμογή αυτής της προσέγγισης αναδεικνύει τα στενά της όρια: τα βασικά πορίσματά της (εμπλοκή των κομμουνιστικών κρατών, κομματικός έλεγχος, αποκοπή από την πλατιά βάση του ΕΑΜ, υποχρεωτικές στρατολογήσεις κ.λπ.) ήταν ήδη κεκτημένα από την ιστορική έρευνα και θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν εξίσου υπό άλλο ιδεολογικό πρίσμα σε γονιμότερη κατεύθυνση. Ομως η ευκαιρία χάθηκε, αφού ο συγγραφέας παρέμεινε εγκλωβισμένος στη γραμμή μιας ιδιότυπης «ρελάνς» απέναντι σε ό,τι ο Γ. Μαυρογορδάτος το 1999 περιέγραφε ως «ρεβάνς των ηττημένων».
Χτυπητές αντιφάσεις
Συνδυάζοντας τη μονόπλευρη ερμηνεία με την ευσυνείδητη παράθεση του αρχειακού υλικού, ο Μαραντζίδης μας επιτρέπει να διακρίνουμε καλύτερα τα όρια και τις αντιφάσεις του όλου εγχειρήματος του. Η παρουσίαση π.χ., ενός στρατού σε πόλεμο ως μικρογραφίας ολοκληρωτικού κράτους προδίδει μια μονόπλευρη προσκόλληση στο ερμηνευτικό μοντέλο των θεωριών του ολοκληρωτισμού. Τούτο οδηγεί στην κατάχρηση εννοιών όπως π.χ. εκείνης των «πελατειακών σχέσεων» για να περιγραφεί η ευνοιοκρατία στο εσωτερικό ενός στρατού.
Μια από τις πιο χτυπητές αντιφάσεις βρίσκεται ανάμεσα στην εικόνα μιας άφθονης και μεθοδικής «ξένης βοήθειας», και στην περιγραφή της αχρηστίας των υλικών και της ανύπαρκτης υγειονομικής υποδομής που προκαλεί τις «απελπισμένες εκκλήσεις» του ΔΣΕ στα αδελφά κόμματα.
Ακόμα πιο αποκαλυπτική για τις ιδεολογικές επιλογές του Μαραντζίδη είναι η αντίστιξη ανάμεσα στην εικόνα της «τυφλωμένης για την εξουσία» κομμουνιστικής ηγεσίας, και στη διαπίστωση ότι «είμαστε πλέον σε θέση να γνωρίζουμε πως η συνέχιση του πολέμου, τουλάχιστον κατά το τελευταίο έτος του, ήταν μια πολιτική απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης [...] με απώτερο στόχο την πλήρη εξόντωση [του ΚΚΕ]».
Ιστορική εγκληματολογία
Εκείνο που κυρίως κομίζει το βιβλίο είναι ένας τύπος αφήγησης η οποία μεταμφιέζει την καταγγελία της ιδεολογίας και του κομμουνιστικού συγκεντρωτισμού σε ιστορική ανάλυση. Η πολλαπλότητα του κομμουνιστικού φαινομένου αντικαθίσταται από μια εικόνα στην οποία οι απλοί μαχητές λειτουργούν ως ενεργούμενα μιας μονολιθικής ηγεσίας. Τούτο ακυρώνει εκ των προτέρων τη μελέτη της μαζικής διάστασης και της τοπικής πολυμορφίας, κατευθύνσεις της έρευνας που, θεωρητικά τουλάχιστον, υποστηρίζει και ο ίδιος ο Μαραντζίδης. Με αυτό τον τρόπο προσπερνιούνται βασικά ερωτήματα όπως η μαζικότητα και η πολυμορφία του ΕΑΜικού μπλοκ, οι σχέσεις τομής και συνέχειας ανάμεσα σε ΔΣΕ και ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, ο πολύπλοκος ρόλος της ιδεολογίας στη συγκρότηση των συλλογικών συμπεριφορών, οι σχέσεις με τους τοπικούς πληθυσμούς, τα εύθραυστα όρια της στράτευσης με το ένα ή το άλλο στρατόπεδο. Συμπερασματικά, αν και η μελέτη δεν ξεπερνά, όπως υπόσχεται, τα στερεότυπα του Ψυχρού Πολέμου, τουλάχιστον τα επικαιροποιεί αξιοποιώντας νέο αρχειακό υλικό.
Η πραγματική συμβολή της έγκειται στο γεγονός ότι στην προσπάθειά της να υπογραμμίσει την ανεπάρκεια των κοινών τόπων της Αριστεράς αποκαλύπτει, άθελά της μάλλον, την ανεπάρκεια των κοινών τόπων των αντιπάλων της. Αν η πραγμάτευση του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος από τη σκοπιά μιας «ιστορικής εγκληματολογίας» εμφανίζεται με καθυστέρηση είκοσι χρόνων σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, τούτο μάλλον οφείλεται και στη «διαφορά φάσης» που κληροδότησαν στην ελληνική συζήτηση οι δυόμισι δεκαετίες του μετεμφυλιακού καθεστώτος. Κάπου εκεί θα πρέπει ίσως να αναζητηθούν και οι λόγοι για τους οποίους το ΚΚΕ επαναξιολογεί εσχάτως το σταλινικό παρελθόν και ο Μαραντζίδης επιλέγει να σκιαμαχήσει μαζί του.
Αναδημοσίευση από http://www.tanea.gr/vivliodromio/?aid=4580593
----------------------------------------------------------------
Μια ελληνική τραγωδία
Του Σταθη Ν. Καλυβα*
«Σήμερα, μια σχεδόν ξεχασμένη αμερικανική αποστολή καλείται να επιτελέσει ένα θαύμα», έγραφε στις 20 Σεπτεμβρίου 1947 στο περιοδικό Collier’s, ο επικεφαλής της Πολ Πόρτερ, προσθέτοντας πως «το θαύμα είναι η σωτηρία της Ελλάδας από την οικονομική διάλυση και την κομμουνιστική επιβουλή». Ο ίδιος κατέγραφε την τεράστια απαισιοδοξία που κάλυπτε ολόκληρη την κοινωνία, από την κορυφή ώς τη βάση: «Γιατί να ξαναχτίσω το σπίτι μου;», τον ρωτούσε ένας αγρότης, καθώς το είχε δει να καίγεται πρώτα από τους Τούρκους και μετά από τους Βούλγαρους, τους ναζί και τους αντάρτες. Με αρκετή δόση πικρής ειρωνείας, ο Πόρτερ τόνιζε πως το μόνο που είχε να πετύχει η αμερικανική αποστολή ήταν «να θέσει τέλος σ’ έναν εμφύλιο πόλεμο, να εξαλείψει τη διαφθορά της δημόσιας διοίκησης, να ξαναχτίσει την εθνική οικονομία και να ξαναζωντανέψει την ελπίδα ενός απελπισμένου λαού». Και όμως, κατέληγε, «υπάρχει μια πιθανότητα να τα καταφέρουμε». Κόντρα στις προβλέψεις, το θαύμα έγινε. Η Ιστορία δικαίωσε τον Πόρτερ.
Η έκβαση αυτή υπήρξε συνάρτηση τριών, κυρίως, παραγόντων: των προσαρμογών της πολιτικής τάξης, της αναδιοργάνωσης του κράτους και της οικονομίας μέσω του σχεδίου Μάρσαλ και της μνημειώδους ανεπάρκειας του ΚΚΕ.
Για την τελευταία έχουν γραφτεί πολλά, σχεδόν πάντοτε αποσπασματικά και με μπόλικη δόση συναισθηματισμού. Το κενό αυτό έρχεται να καλύψει ο Νίκος Μαραντζίδης με το νέο του βιβλίο, «Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας»: έτσι ονόμασε το ΚΚΕ την ένοπλη οργάνωση που δημιούργησε για να κατακτήσει την εξουσία που του διέφυγε τον Ιανουάριο του 1945. Είναι ένα βιβλίο που καταπιάνεται περιεκτικά, τεκμηριωμένα και εντελώς ψυχρά με μια ευρεία θεματολογία, από τις μεταμορφώσεις της εικόνας του ΔΣΕ στη συλλογική μνήμη της Αριστεράς ώς τη δημογραφική του σύνθεση, τα κοινωνιολογικά χαρακτηριστικά και το αξιόμαχο των μαχητών του, και από τη στρατιωτική βοήθεια που δέχτηκε από τις Λαϊκές Δημοκρατίες ώς τα θέματα ταμπού, όπως οι σχέσεις των δύο φύλων, ο ρόλος των παιδιών και η τύχη των αιχμαλώτων του. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η διερεύνηση του κράτους που έστησε το ΚΚΕ, όταν αναδύθηκε σε περιοχές τη χώρας ένα θνησιγενές σοβιετικό καθεστώς.
Είναι περιττό να λεχθεί πως το βιβλίο αυτό διαλύει πολλά δημοφιλή μυθεύματα και γι’ αυτό θα ενοχλήσει. Πρόσφατες μελέτες παρουσίασαν μια εικόνα του ΔΣΕ ως ενός στρατού αποφασισμένων ιδεολόγων και ηρώων που πολέμησαν για έναν δίκαιο και ανώτερο σκοπό με ελάχιστα μέσα και ηττήθηκαν από έναν υπέρτερο, λόγω ξένης βοήθειας, αντίπαλο. Πρόκειται για μια εικόνα που αναπαρήγαγε εν μέρει και η πρόσφατη ταινία του Παντελή Βούλγαρη «Ψυχή Βαθιά». Τονίζω το εν μέρει, γιατί η ταινία δέχτηκε τα συγκροτημένα πυρά μιας αριστερής ορθοφροσύνης που δεν ανέχεται τίποτα εκτός από την πλήρη ταύτιση με τις θέσεις της.
Φέρνοντας για πρώτη φορά στο φως αρχειακά τεκμήρια από τις πρώην Λαϊκές Δημοκρατίες, ο Μαραντζίδης δείχνει πως ο ΔΣΕ δέχθηκε τεράστια στρατιωτική βοήθεια. Τα στοιχεία αυτά είναι τόσο λεπτομερή και συντριπτικά που δεν αφήνουν περιθώριο αμφισβήτησης. Ο ΔΣΕ, όμως, απέτυχε να αξιοποιήσει σημαντικό μέρος της βοήθειας αυτής, όπως άλλωστε απέτυχε να εκπληρώσει όλους, σχεδόν, τους στόχους που έθεσε.
Η ανεπάρκεια αυτή, που καθόλου δεν αποκλείει τις ατομικές ηρωικές ενέργειες, ήταν συνάρτηση της οργάνωσής του ως αυστηρά κομματικού στρατού, της διοίκησής του από μια κομματική ιεραρχία με ελάχιστες στρατιωτικές γνώσεις και έντονες προσωπικές αντιπαλότητες και της στελέχωσής του λιγότερο από Αριστερούς (που οι περισσότεροι έμειναν άπρακτοι στις πόλεις, ενώ άλλοι στάλθηκαν στη Μακρόνησο και πολλοί πολέμησαν στις τάξεις του Ελληνικού Στρατού) και περισσότερο από βίαια επιστρατευμένους αγρότες και αγρότισσες της Βόρειας Ελλάδας, καθώς και πολλούς ανηλίκους. Μάλιστα, ένα μεγάλο ποσοστό των μαχητών του, ίσως και το μεγαλύτερο προς το τέλος, ήταν σλαβόφωνοι χωρικοί με περιορισμένο ενδιαφέρον για τον κομμουνισμό. Τα στοιχεία αυτά σκιαγραφούν το δράμα χιλιάδων ανθρώπων «οι πιο πολλοί από τους οποίους στρατολογήθηκαν βίαια και υποχρεώθηκαν να πολεμήσουν κάτω από μια ηγεσία που δεν εμπιστεύονταν, σ’ έναν πόλεμο που δεν πίστευαν και τον οποίο δεν μπορούσαν να κερδίσουν», γράφει ο Μαραντζίδης. Ηταν, λοιπόν, αναμενόμενες οι μαζικές λιποταξίες και η έντονη καχυποψία της ηγεσίας για το φρόνημα των μαχητών, που οδήγησαν σε βασανιστήρια και εκτελέσεις.
Οι τραγικές αποφάσεις του ΚΚΕ να μετακινήσει χιλιάδες παιδιά έξω από την Ελλάδα, πολλές φορές ενάντια στις επιθυμίες των οικογενειών τους και να υιοθετήσει το «δικαίωμα της εθνικής αποκατάστασης και αυτοδιάθεσης του μακεδονικού λαού», το απομόνωσαν εντελώς από τη μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού και σφράγισαν την ήττα του, η οποία σε καμία περίπτωση δεν ήταν αποτέλεσμα των ναπάλμ, όπως αφελώς αναφέρεται τελευταία. Δίχως, όμως, τη μαζική στρατιωτική βοήθεια των Λαϊκών Δημοκρατιών και τη δυνατότητα ελεύθερης πρόσβασης σε μια τεράστια ενδοχώρα βόρεια των ελληνικών συνόρων, ο πόλεμος δεν θα είχε ούτε διάρκεια ούτε θα προξενούσε τις τεράστιες καταστροφές που προκάλεσε.
Διαβάζοντας το βιβλίο, συλλαμβάνει κανείς το μέγεθος της τραγωδίας. Οχι απλά γιατί ένας εμφύλιος πόλεμος είναι από μόνος του τραγικός, όσο γιατί ξεπροβάλλει ανάγλυφη η τεράστια ευθύνη μιας κομματικής ηγεσίας που πλειοδοτούσε ασύστολα, έχοντας τυφλωθεί από το όραμα της κατάκτησης της εξουσίας, όπως ένας χαρτοπαίκτης που πιστεύει ακράδαντα πως θα φύγει από το τραπέζι με όλα τα λεφτά. Ετσι κατέστρεψε χιλιάδες ζωές. Μήπως, λοιπόν, αντί να ασχολούνται με ανόητα μνημεία και γιορτές, οι επίγονοι της ηγεσίας αυτής θα έπρεπε να απευθύνουν μια δημόσια συγγνώμη, όπως έμμεσα έπραξαν και οι αντίστοιχοι της άλλης όχθης για τις ευθύνες που της αναλογούσαν; Το ρητορικό του ερωτήματος αναδεικνύει και το μέτρο της πολιτικής ωριμότητας και ηθικής ευαισθησίας της συγκεκριμένης ηγεσίας.
* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής του πανεπιστημίου Yale.
Αναδημοσίευση από http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_27/06/2010_406169
-----------------------------------------------------
Φαντάσματα του ΔΣΕ
ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ-ΙΩΣΗΦ ΣΤΑΝΓΚΑΝΕΛΛΗ
Η σχέση της νέας εθνικοφροσύνης με την ιστορία είναι αμφίσημη. Από τη μια, αυτοπροβάλλεται ως ο κατεξοχήν εχθρός των κατεστημένων νοοτροπιών, των πρακτικών του παρελθόντος, οι οποίες «είδαμε πού οδήγησαν», και μας καλεί «να μηδενίσουμε το κοντέρ». Από την άλλη (ηγεμονία, γαρ), είναι υποχρεωμένη να αποζητά ιστορική νομιμοποίηση -κι αφού δεν τη βρίσκει, την κατασκευάζει. Δεν αυτοβιογραφείται, όμως. Τη συμφωνία με τον παλαιότερο (αλλά ακόμα εν ζωή) αντικομουνισμό, όπου αυτή φανερώνεται, τη θεωρεί συμπτωματική, κι αμέσως την αρνείται δημοσίως. Αντ' αυτού, προτιμά να βιογραφήσει την αρνητικότητα των αντιπάλων της. Ακόμα κι αν δεν υπήρχαν, θα έπρεπε να τους εφεύρει. Όσο κι αν επί πολλά έτη κήρυττε τον θάνατό τους -όρος απαραίτητος για να φανεί νικήτρια- τώρα ξαναδίνει πνοή στα φαντάσματα και τα ενδύει με τρόπο ώστε να μοιάζουν με τους σημερινούς της πολεμίους. Η νέα εθνικοφροσύνη, γνωρίζοντας ότι η λογική μπορεί, υπό κατάλληλες συνθήκες, να αποκαλύψει την ιδεολογική χειραγώγηση της κοινωνίας που επιχειρεί, φροντίζει να διασπείρει στην αφήγησή της σκοτεινά παρασκήνια, αόρατες συνωμοσίες, υπεράνθρωπους εχθρούς, που την καταδιώκουν και δεν την αφήνουν να αποκαλύψει φοβερά μυστικά και ταμπού. Παρότι πρόσκαιρος νικήτρια, ξέρει καλά πως δε θα επικρατήσει μελλοντικά, παρά μόνον αν κατακτήσει την αιωνιότητα που της προσδίδει μια ιστορία κατ' ομοίωσήν της, ένα παρελθόν στο οποίο έχει ήδη νικήσει, αναδρομικά, τους σημερινούς δυνάμει αντιπάλους της.
Ένας από τους «κανόνες» της ρητορικής τέχνης διατυπώνεται περίπου ως εξής: αν θέλεις να πείσεις ένα ακροατήριο για κάτι αντίθετο της κοινής παραδοχής, τότε δύο δρόμοι υπάρχουν. Ή να το θωρακίσεις με ισχυρά επιχειρήματα ή να το παρουσιάσεις («λάθρα», αν γίνεται) ως αυτονόητο. Στην πρώτη περίπτωση θα κουραστείς, και κάποια στιγμή θα χάσεις: όλα τα επιχειρήματα είναι μαχητά και κάποια στιγμή καταπίπτουν. Στη δεύτερη περίπτωση το ρίσκο είναι πολύ μεγαλύτερο αλλά, αν τα καταφέρεις, θα έχεις κερδίσει για πολύ καιρό: το «αυτονόητο» έχει την ικανότητα να παραμένει αόρατο και να αναστέλλει την κριτική σκέψη.
Η επίκληση του «αυτονόητου» δεν είναι αποκλειστικότητα της πολιτικής ρητορικής, αυτής που συνηθίζουμε να ονομάζουμε χλευαστικά «ρητορεία», αν βέβαια τύχει και κατανοήσουμε τον μηχανισμό της. Στην περίπτωση της ιστορίας, για παράδειγμα, αυτονόητο είναι κάτι για το οποίο δε χρειάζεται να επιχειρηματολογήσει κανείς, ούτε να αναζητήσει και να παρουσιάσει νέα τεκμήρια: η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα στις 28 Οκτωβρίου 1940. Αντίθετα, αν κάποιος ιστορικός ήθελε να μας πείσει ότι αυτό ουδέποτε συνέβη ή ότι συνέβη μια άλλη μέρα, τότε θα όφειλε να προσκομίσει αποδείξεις - και μάλιστα πριν του ζητηθούν, αφού στην επιστημονική συζήτηση ισχύει το αντίθετο της αρχής του κράτους δικαίου: κάθε νέα υπόθεση εργασίας είναι «ένοχη», μέχρι αποδείξεώς της. Στις διάφορες μορφές εκλαϊκευτικής ιστορίας στα καθ' ημάς (και σε αυτές τοποθετώ και αφιερώματα εφημερίδων ή τηλεοπτικές εκπομπές), αυτό συνήθως δεν συμβαίνει: ελάχιστοι ιστορικοί «λερώνουν τα χέρια τους», γράφοντας κάτι το οποίο, άλλωστε, δεν διαθέτει την ίδια βαρύτητα με μια μονογραφία για την εξέλιξή τους, κι ακόμα λιγότεροι ασχολούνται με τον κριτικό έλεγχο τέτοιων δημοσιεύσεων.
Ο Νίκος Μαραντζίδης είναι ένας εξαιρετικά προβεβλημένος πολιτικός επιστήμονας, ο οποίος εδώ και κάποια χρόνια μελετά συστηματικά πλευρές της ελληνικής ιστορίας της δεκαετίας του 1940. Προσφάτως εκδόθηκε η μελέτη του για τον ΔΣΕ, στη σειρά «Θέματα Ιστορίας» των εκδόσεων Αλεξάνδρεια, η οποία στόχο έχει την «ενημέρωση κάθε ενδιαφερόμενου για την κατάσταση στην οποία βρίσκονται σήμερα ποικίλα ερευνητικά πεδία της νεότερης και σύγχρονης ιστορίας». Κατόπιν τούτου, εύλογα θα υπέθετε κανείς ότι πρόκειται για ένα εισαγωγικό βιβλίο, κατάλληλο τόσο για το ευρύ κοινό όσο και για φοιτητές ιστορίας. Σε μελέτες τέτοιου είδους, η πρωτοτυπία δεν αποτελεί ζητούμενο, αφού αυτά τα βιβλία σκοπό έχουν να πληροφορήσουν σύντομα και περιεκτικά τον μη ειδικό αναγνώστη για τις σημαντικότερες πτυχές ενός ζητήματος.
Ο Μαραντζίδης επιλέγει να διερευνήσει όχι την παγκόσμια ή την ελληνική ιστορία της δεκαετίας του 1940, ούτε τον εμφύλιο πόλεμο. Αυτό που τον απασχολεί είναι ο Δημοκρατικός Στρατός, και πιο συγκεκριμένα η ιστοριογραφία περί του εμφυλίου, η βοήθεια που έλαβε ο ΔΣΕ από τις Λαϊκές Δημοκρατίες, τα δημογραφικά και κοινωνιολογικά χαρακτηριστικά του, το αξιόμαχό του, καθώς και διάφορα άλλα ζητήματα, που ο ίδιος θεωρεί ότι αποτελούν ακόμα «ταμπού» για τους ιστορικούς. Αποτέλεσμα αυτής της επιλογής είναι η συγγραφή μιας μελέτης για έναν στρατό, χωρίς να αναφέρεται τίποτα για τον αντίπαλο στρατό, με τον οποίο πολέμησε, σε έναν πόλεμο για τον οποίο ελάχιστα λέγονται, σε μια ελληνική κοινωνία για την οποία δεν μαθαίνουμε το παραμικρό και σε ένα διεθνές σκηνικό το οποίο εμφανίζεται με τη μορφή των παρασκηνιακών κινήσεων του Στάλιν.
Σχετικά με τα θεματικά και χρονικά όρια που θέτει ο συγγραφέας στην παρουσίαση του υλικού του, θα δώσω δύο παραδείγματα, θεωρώντας τα χαρακτηριστικά. Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, παρά τον τίτλο που του δίνει, δεν ασχολείται με τον «ΔΣΕ στη δημόσια ιστορία και την ιστορική έρευνα». Θεωρεί ότι «η δημόσια μνήμη... ακολουθεί τις εσωτερικές εξελίξεις στο ΚΚΕ και στο διεθνές κομουνιστικό σύστημα μέχρι τις μέρες μας» (σ. 15). Γράφει ως εάν στην Ελλάδα να μην είχε ειπωθεί ή γραφτεί σχεδόν τίποτα για τον εμφύλιο, από τη δεκαετία του 1950 ως την εμφάνιση του «Δικτύου για τη Μελέτη των Εμφυλίων Πολέμων» (2000), που να μην σχετίζεται με την ΕΔΑ, το ΚΚΕ και τις διασπάσεις του. Το σύνολο του επίσημου και ημιεπίσημου λόγου περί του «εαμοβουλγαροκομμουνιστοληστοσυμμοριτισμού» παρουσιάζεται σε μία φράση και μία υποσημείωση (σ. 22). Ήδη από την πρώτη φράση του βιβλίου, ο συγγραφέας θεωρεί αυτονόητη την έναρξη του εμφυλίου το 1943, δίχως να μπει στον κόπο να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό του, έστω και με μια παραπομπή (σ. 9). Διά της αφαίρεσης της ιστορικής συγκυρίας, των γερμανών και των συνεργατών τους, και παρουσιάζοντας το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ ως «κομμουνιστικό στρατόπεδο» (σ. 10), «πετυχαίνει» να θεμελιώσει τον ισχυρισμό του περί αιωνίου δίψας του ΚΚΕ για εξουσία. Μια «θεμελίωση» που γίνεται εκτός των χρονικών ορίων της μελέτης του, αποσείοντας έτσι, «έντεχνα», την ανάγκη τεκμηρίωσης του «δεδομένου» του στο παρόν βιβλίο.
Αποτέλεσμα όλων αυτών των αφαιρέσεων είναι μια μελέτη που κινείται στα όρια μεταξύ μιας εισαγωγής και μιας μονογραφίας, κάτι το οποίο έχει πολύ συγκεκριμένες επιπτώσεις στο πεδίο της παρουσίασης του υλικού: δεν χρειάζεται να εμβαθύνει (είναι εισαγωγή) αλλά, ταυτόχρονα, δε μπορεί παρά να εμβαθύνει (είναι μονογραφία). Έτσι, αν παρατηρήσει κάποιος τις παραπομπές, θα διαπιστώσει ότι ο συγγραφέας σε κάποια σημεία παραπέμπει συστηματικά σε αρχειακές μαρτυρίες (κυρίως στο κεφάλαιο σχετικά με τη βοήθεια των Λαϊκών Δημοκρατιών στον ΔΣΕ), ενώ σε κάποια άλλα δεν παραπέμπει καθόλου, προβάλλοντας τους ισχυρισμούς του ως αυτονόητα και δεδομένα πορίσματα, που δίνουν την εντύπωση στον μη ειδικό και νεαρό αναγνώστη ότι (μάλλον θα) βρίσκουν σύμφωνη την ακαδημαϊκή κοινότητα (τουλάχιστον τα μέλη της που «στοχάζονται ελεύθερα»).
Αν ενώσουμε τα «αυτονόητα» και «δεδομένα», θα καταλήξουμε περίπου στο ακόλουθο σχήμα: ο εμφύλιος άρχισε το 1943 (σ. 9) Το κύριο αίτιό του δεν ήταν η Λευκή Τρομοκρατία μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, αλλά η ακόρεστη δίψα του ΚΚΕ για εξουσία (σ. 11). Όχι των μελών ή των «συνοδοιπόρων» του ΚΚΕ -αυτοί αποτελούν τα τραγικά θύματα της υπόθεσης (σ. 185)- αλλά της ηγετικής του ομάδας. Πρόκειται για μια ηγεσία που εκμεταλλεύεται ποικιλοτρόπως (ακόμα και σεξουαλικά, σ. 147) κάποιους αμόρφωτους (σ. 57 κ.ε.), απολίτικους και ανίδεους χωρικούς (σ. 64), τους κρατά αιχμαλώτους εκβιάζοντάς τους (σ. 139 κ.ε.), αυτούς και τα παιδιά τους (σ. 141 κε), τους εξαναγκάζει να πολεμήσουν επί τρία συναπτά έτη τους νομίμους κατόχους της κρατικής εξουσίας (σ. 155 κ.ε.), αποσκοπώντας στην κατάλυση των θεσμών και την προσάρτηση όλου ή ενός μέρους της ελληνικής επικράτειας στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο. Γι' αυτό το λόγο, άλλωστε, προσπαθεί να προσεταιρισθεί κάθε εν Ελλάδι εθνική μειονότητα (σ. 57-63).
Παρότι διόλου πρωτότυπο (επί δεκαετίες, άλλωστε, ήταν το μόνο νομίμως προβαλλόμενο), το παραπάνω εξηγητικό σχήμα διαθέτει μια ισχυρότατη δυναμική, όχι όμως εξαιτίας του περιεχομένου του. Γι' αυτό και η αντίκρουση, με επιστημονικά επιχειρήματα, του καθενός από τα στοιχεία που το απαρτίζουν, παρότι απαραίτητη, αποδεικνύεται τελικά άγονη και άστοχη: μέσω μιας επιδέξιας προσθαφαίρεσης, επιλογής μαρτυριών και περιπτώσεων που φαίνεται να επαληθεύουν το (προκατασκευασμένο) σχήμα, με αδιόρατα λογικά άλματα και «δικαιολογημένες» λόγω του «εισαγωγικού χαρακτήρα του βιβλίου» αποσιωπήσεις, το επιμέρους παρουσιάζεται ως «αυτονόητο», διά της συνεχούς παράλειψης της «ευκόλως εννοούμενης» δικαιολόγησης του χαρακτήρα του, και ως ενδεικτικό, αντικαθιστώντας «λογικά» το όλον και συγκροτώντας «νομίμως» μια γενίκευση. Η λογικοφανής συνάρθρωση των επιμέρους γενικεύσεων αποτελεί το περιεχόμενο του εν λόγω σχήματος. Η τεκμηριωμένη διάψευση του κάθε επιμέρους, όμως, κάλλιστα μπορεί να απαντάται με την εμφάνιση ενός «νέου» επιμέρους που, «προσερχόμενο αυθορμήτως», θα παρουσιάζεται ως αυτονόητα αληθοφανές, καταλαμβάνοντας τη θέση του διαψευσμένου στο περιεχόμενο του εξηγητικού σχήματος - μια διαδικασία που μπορεί να συνεχίζεται στο διηνεκές. Αλλά ούτε και η κατάδειξη των εσωτερικών αντιφάσεων του σχήματος καρποφορεί: αυτές κάλλιστα συμβάλλουν στην εντύπωση αληθοφάνειάς του και την αποδοχή από τον «ιδανικό» αναγνώστη: αφού το σχήμα είναι ανεπεξέργαστο, άρα δεν είναι κατασκευασμένο.
Η δυναμική του εξηγητικού σχήματος βρίσκεται στη μορφή του, διότι μέσω αυτής έχει προνοήσει για την αποδοχή του από τον «κάθε ενδιαφερόμενο αναγνώστη». Αυτός είναι άλλωστε και ο κύριος στόχος του: «στήνοντας» μια ελεγχόμενη προσομοίωση ενός οιονεί διαλόγου με το σήμερα, έχει ήδη απαντήσει πειστικά στις παρορμήσεις και τις προκαταλήψεις του αναγνώστη. Σύμμαχος του σχήματος δεν είναι η αποδοχή του από την ακαδημαϊκή κοινότητα (παρά μόνο δευτερευόντως και αργότερα) αλλά η ισχύουσα εικόνα της σημερινής πραγματικότητας: σε μια κοινωνία που η «πολιτική» θεωρείται συνώνυμο της κλοπής, όπου ο «απλός λαός» αποτελεί αντικείμενο εξαπάτησης, φαίνεται πράγματι αυτονόητο ότι μια κομματική ηγεσία «τυφλωμένη από το όραμά της για την κατάληψη της εξουσίας» μπορεί να εξαναγκάσει δια της βίας εκατό χιλιάδες ανθρώπους να πολεμήσουν επί τρία συναπτά έτη «έναν πόλεμο που δεν πίστευαν και δε μπορούσαν να κερδίσουν» (σ. 185)... Και για να υπενθυμίσω τον «ψυχοπαθή» Χίτλερ, που είναι τόσο πολύ της μόδας στις μέρες μας: εφόσον «η οικονομία είναι θέμα ψυχολογίας», όπως καθημερινά ακούμε από έγκριτους σχολιαστές, το ίδιο δεν ισχύει και για την Ιστορία; Όπως λοιπόν ο ναζισμός ανάγεται στην φερόμενη ψυχασθένεια του ηγέτη, έτσι και «η εικόνα του ελληνικού κομουνισμού των ετών 1946-1949 δεν είναι παρά αυτή μιας ουτοπίας που έχασε τα λογικά της» (σ. 185). Με μια θαυμαστή αντιστροφή της πραγματικότητας, ο παράλογος κόσμος μας φαντάζει αιωνίως απαράλλαχτος και απολύτως λογικός.
*Ο Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης είναι ιστορικός
Αναδημοσίευση από http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=563206
-----------------------------------------------------------
Ο Εμφύλιος Πόλεμος συνεχίζεται...
Μελέτη επιχειρεί να αναδείξει υπό ποίους όρους συγκροτήθηκε και έδρασε ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας
«Απόλυτη ησυχία στον Γράμμο. Απόλυτη», διαπιστώνει και γράφει η Ελενα Χουζούρη στην προτελευταία φράση του μυθιστορήματος της «Πατρίδα από βαμβάκι», ήρωας του οποίου είναι ένας κομμουνιστής γιατρός, αντάρτης στον Γράμμο και αργότερα πρόσφυγας στην Τασκένδη. Ησυχία όμως για τον Γράμμο και για τον Εμφύλιο Πόλεμο που εκτυλίχθηκε κυρίως εκεί, παρ’ όλο που πέρασαν εξήντα χρόνια από το τέλος του, δεν υπάρχει. Η ησυχία βέβαια δεν ταράσσεται από τους ήχους των όπλων, αλλά από το υπαρκτό και έντονο ακόμα αίτημα για την ιστορική και μυθοπλαστική επανάγνωση και διερεύνηση του Εμφυλίου και της πολυεπίπεδης τομής που επέφερε στην ελληνική κοινωνία. Οι διατυπώσεις όμως και οι απόπειρες πραγμάτωσης του αιτήματος αυτού δεν είναι καθόλου ουδέτερες. Στο ιστορικό και ερευνητικό πεδίο εκδιπλώνονται και συγκρούονται διαφορετικές οπτικές και προσεγγίσεις, πολιτικές αλλά και επιστημονικές θέσεις, προσπάθειες δικαίωσης ή ακύρωσης των παρελθόντων ατομικών και συλλογικών πρακτικών και ο Εμφύλιος Πόλεμος φαντάζει σαν να συνεχίζεται με άλλα μέσα.
Η εμφάνιση δε την τελευταία δεκαετία μιας ομάδας ερευνητών, που αποκλήθηκαν «αναθεωρητές», «νέο κύμα» και «νέο ρεύμα», με δηλωμένη την πρόθεσή τους να αμφισβητήσουν την κυρίαρχη και παγιωμένη ερμηνεία της Αριστεράς για την επίδικη δεκαετία 1940 - 1950 και τον Εμφύλιο, πυροδότησε μια οξύτατη διαμάχη στο εσωτερικό της κοινότητας των ιστορικών, η οποία συνεχίζεται με αμείωτη ένταση. Οι αριστεροί ιστορικοί αντιμετώπισαν αρκετά σπασμωδικά την εμφάνιση αυτής της ομάδας και της οπτικής της και μαζί με τα αντεπιχειρήματά τους, συχνά, ξέπεφταν σε μια παρωχημένη συνωμοσιολογία. Ετσι ο καιρός μάλλον δεν είναι μόνο για μυθιστορήματα, όπως νομίζει και σημειώνει η Χουζούρη στην τελευταία φράση της αφήγησής της, αλλά ακόμα προσφέρεται για συγκρούσεις, θεωρητικές βέβαια, και κάθε είδους φορτίσεις. Σ’ αυτό το σχετικά σχηματικά ιδωμένο διανοητικό πλαίσιο, ο Νίκος Μαραντζίδης, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο της Μακεδονίας και από τους κύριους εκφραστές του «νέου ρεύματος», μετά την ενασχόλησή του με διάφορες εγχώριες εκδηλώσεις του κομμουνιστικού φαινομένου, τώρα εστιάζει την προσοχή του στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας, στο ομώνυμο βιβλίο του, που κυκλοφόρησε πρόσφατα.
Ο Μαραντζίδης στη σύντομη, αλλά εξαιρετικά περιεκτική μελέτη του, προσπαθεί να αναλύσει και να αναδείξει τις βασικές, κατ’ αυτόν, πλευρές που συγκροτούν την εμφάνιση και την δράση του Δημοκρατικού Στρατού.
Αριστερά
Ο συγγραφέας ξεκινά με τη διερεύνηση της καταγραφής του ΔΣΕ στη συλλογική μνήμη της Αριστεράς και τη διακύμανσή της ανάλογα με τη συγκυρία στο εσωτερικό της. Διαπιστώνει δε ότι τα τελευταία χρόνια έχει ενταθεί η ανάδειξη και η υπεράσπιση της δράσης του ΔΣΕ. Στη συνέχεια εξετάζει και προβάλλει το ζήτημα της βοήθειας που παρείχαν τα νέα τότε σοσιαλιστικά κράτη.
Με τη χρήση πολλών εγγράφων από τα αρχεία τους, αποκαλύπτει και περιγράφει μια σημαντική ροή πολεμικού υλικού από αυτά στον ΔΣΕ. Προχωρώντας μελετά τη δημογραφική και κοινωνική σύνθεση του ΔΣΕ και τις σχέσεις του με τις διάφορες εθνοτικές ομάδες και κυρίως με τους Σλαβομακεδόνες. Ανακαλύπτει ότι υπεραντιπροσωπεύονταν οι αγρότες, οι οποίοι βέβαια είχαν χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, ενώ προς το τέλος κυρίως του Εμφυλίου οι Σλαβομακεδόνες αποτελούσαν το 30% και πλέον της δύναμης του ΔΣΕ. Στέκεται στην αυτονόητη μάλλον επικυριαρχία του ΚΚΕ στον ΔΣΕ και μελετά τη δυαδική ιεραρχική δομή του ΔΣΕ με τη συνύπαρξη στρατιωτικού διοικητή και πολιτικού επιτρόπου. Εντοπίζει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της πολεμικής τακτικής του ΔΣΕ και διερευνά τις αιτίες που επηρέαζαν το αξιόμαχό του, όπως τις ανθρώπινες απώλειες, την ελλιπή επάνδρωση των μονάδων, το προβληματικό πολεμικό υλικό, την τρομακτική πείνα, την έλλειψη υπόδησης και ένδυσης, τις λιποταξίες, την προβληματική περίθαλψη των τραυματιών, την ψυχολογική κατάρρευση.
Συνεχίζοντας, εστιάζει την προσοχή του σε ζητήματα σχετικά αποσιωπημένα, όπως οι βίαιες στρατολογήσεις και οι σχέσεις των δύο φύλων, η καθημερινότητα στα βουνά. Ερευνά ακόμα τις δικαστικές πρακτικές του ΔΣΕ και τους τρόπους οργάνωσης, έστω διακηρυκτικά περισσότερο, της κοινωνίας στις ανταρτοκρατούμενες περιοχές.
O Mαραντζίδης, οργανώνει το ερευνητικό του σχέδιο με τη μεθοδική χρήση της υπάρχουσας βιβλιογραφίας και με το νέο αρχειακό υλικό από τα πρώην σοσιαλιστικά κράτη που φέρνει στο φως. Η ιστορική αφήγηση όμως που συγκροτεί, φαίνεται προσαρμοσμένη σε μια υπάρχουσα ήδη συγκεκριμένη οπτική. Eισαγωγικά κιόλας δηλώνει με απόλυτο τρόπο σχεδόν, ότι ο ΔΣΕ «υπήρξε η ενσυνείδητη πολιτική επιλογή της κομμουνιστικής ηγεσίας για την κλιμάκωση του αγώνα της, με στόχο την κατάληψη της εξουσίας με έναν συνδυασμό ένοπλων και πολιτικών μέσων».
Ετσι το ερώτημα πώς και γιατί δημιουργήθηκε ο ΔΣΕ δεν τίθεται, γιατί έχει ήδη απαντηθεί από τον συγγραφέα. Η πολιτική συγκυρία μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, η Λευκή Τρομοκρατία, οι διώξεις, οι δολοφονίες, οι φυλακίσεις, οι άνθρωποι που άφηναν το βιος τους και ξανάβγαιναν στο βουνό για προστασία, υποτιμούνται σοκαριστικά από τον Μαραντζίδη. Γι’ αυτό, στην εισαγωγή του και πάλι, σημειώνει αξιωματικά, ότι όλα τα παραπάνω «έπαιξαν μάλλον δευτερεύοντα και νομιμοποιητικό ρόλο στη συνείδηση της ηγεσίας και των κύκλων που επιθυμούσαν τη “ρεβάνς” των ηττημένων του Δεκέμβρη». Η διαμορφωμένη ήδη άποψη του Μαραντζίδη είναι έκδηλη όταν παρουσιάζει σχεδόν ως απάνθρωπες τις πολιτικές και τις πρακτικές του ΚΚΕ και του ΔΣΕ στην επικράτειά του, την οποία θεωρεί και ως πρόπλασμα της ενδεχόμενης λαϊκής δημοκρατίας.
Προφανώς, το ΚΚΕ της εποχής, (όπως και το τωρινό), είναι ένα σταλινικό κόμμα με πολλές, πάρα πολλές, σκοτεινές περιοχές στην πορεία του, αλλά ο Μαραντζίδης φαίνεται να ξεχνά ότι η συγκεκριμένη έρευνά του αφορά ένα κόμμα εν πολέμω και ότι ο χώρος όπου αυτό δρα και κυριαρχεί είναι ταυτόχρονα και πεδίο μάχης όπου διακυβεύεται καθημερινά η ύπαρξή του. Μάλλον λοιπόν η στιγμή δεν προσφέρεται για την εξαγωγή συμπερασμάτων. Αλλωστε, τότε και στον χώρο κυριαρχίας του κυβερνητικού στρατού ούτε οι αιχμάλωτοι επιζούσαν ούτε οι αντιφρονούντες κυκλοφορούσαν ελεύθεροι.
Αντιφάσεις
Στη συστηματικά αρθρωμένη έρευνα και προβληματική του συγγραφέα υπάρχουν πάντως κενά και ελλείψεις, όπως οι σχεδόν μηδαμινές αναφορές στον ΔΣΕ στην υπόλοιπη Ελλάδα και τα εκεί χαρακτηριστικά του, αντιφάσεις, όπως αυτή ανάμεσα στον περιγραφόμενο πακτωλό βοήθειας από τα τότε σοσιαλιστικά κράτη και την απόλυτη υλική ένδεια και την πείνα των ανταρτών, γενικεύσεις, όπως η αναγωγή σε κανόνα κάποιων αναφερόμενων περιστατικών σε αφηγήσεις παλιών μαχητών.
Το βιβλίο του Μαραντζίδη όμως κεντρίζει το ενδιαφέρον και μακριά από τους άκριτους επαίνους όσων φαντασιώνονται ότι είναι οι μόνοι φιλελεύθεροι στην Ελλάδα ή τις άκριτες καταγγελίες κάποιων αριστερών που αναπαράγουν ξεπερασμένες συνωμοσιολογικές αντιλήψεις, προκαλεί σε διάλογο, οξύ μεν, αλλά με επιχειρήματα.
Αναδημοσίευση από http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_29/08/2010_412728
------------------------------------------------------------
«Μια ουτοπία που έχασε τα λογικά της»: Μια μη ιστορία του ΔΣΕ
Του Γιάννη Σκαλιδάκη
Κυκλοφόρησε την άνοιξη το έργο του Νίκου Μαραντζίδη, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, που αναφέρεται στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας. Το βιβλίο ήταν, κατά κάποιο τρόπο, αναμενόμενο. Ο συγγραφέας, μαζί με τον καθηγητή του Γέιλ Στάθη Καλύβα αλλά και άλλους, εκπροσωπεί ένα «νέο ρεύμα» ιστοριογραφίας για τη δεκαετία του ’40 που είχε παρουσιαστεί με ανακοινώσεις σε συνέδρια, παρεμβάσεις στον Tύπο και συλλογικούς τόμους άρθρων - αλλά όχι με ένα συνθετικό έργο. Δέκα χρόνια κράτησε η αναμονή για ένα αποτέλεσμα με περιεχόμενο αναμενόμενο και αυτό.
Το βιβλίο έχει ένα κύριο χαρακτηριστικό, την αναπαραγωγή, σύνθεση και εκ νέου στοιχειοθέτηση όλων των χαρακτηριστικών που προσέδιναν στον ΔΣΕ οι αντίπαλοί του, σύγχρονοι και μεταγενέστεροι. Δηλαδή, ότι ήταν ένας στρατός που στηριζόταν, σε συντριπτικό βαθμό, από την εξωτερική βοήθεια, ένας στρατός κομματικός μιας ηγεσίας επικίνδυνης, ένας στρατός που στη σύνθεσή του βάραιναν αποφασιστικά οι σλαβομακεδόνες μειονοτικοί, οι επιστρατευμένοι ανήλικοι και ανήλικες, αιχμάλωτοι αγράμματοι χωριάτες που το ΚΚΕ κρατούσε ομήρους τα παιδιά τους. Πρόκειται για μια επιθετική παρουσίαση που παρουσιάζει όλα τα παραπάνω, ως αποδεδειγμένα πλέον, ενάντια, μάλιστα, σε μια προηγούμενη στρατευμένη ιστοριογραφία που υποτίθεται ότι κυριαρχούσε στο δημόσιο λόγο.
Μια σκηνοθετημένη ιστορία
Δεν θα επιμείνουμε σε αυτή τη σύντομη παρουσίαση στην ανασκευή των επιχειρημάτων Μαραντζίδη. Το καινούργιο στοιχείο είναι ότι τα επιχειρήματα αυτά ενισχύονται από νέα τεκμηρίωση, μέσα από αρχεία ελληνικά και των ανατολικών χωρών. Κατά τη γνώμη μου, πρόκειται για προκατασκευασμένα σχήματα που χτίζονται με επιλεκτική χρήση των πηγών.
Το κύριο χαρακτηριστικό της αρχιτεκτονικής είναι η απουσία οποιουδήποτε πλαισίου. Ο συγγραφέας μάς παρουσιάζει τον ΔΣΕ χωρίς τον Εμφύλιο, χωρίς τον αντίπαλό του Εθνικό Στρατό και το μπλοκ, εγχώριο και διεθνές που τον στηρίζει, χωρίς φυσικά καμία αναφορά σε κοινωνικές και πολιτικές αντιθέσεις που δημιουργούν και συντηρούν έναν εμφύλιο. Υπάρχει μόνο ο ΔΣΕ, το ΚΚΕ, ο Στάλιν, οι λαϊκές δημοκρατίες, τα κίνητρά τους και οι παράλογοι σχεδιασμοί τους. Τα εντελώς απαραίτητα, πότε και γιατί άρχισε ο εμφύλιος θεωρούνται λυμένα: από το 1943 το ΚΚΕ ξεκίνησε για την κατάληψη της εξουσίας και αφού απέτυχε στα Δεκεμβριανά, με τον Ζαχαριάδη και την έξωθεν υποστήριξη ξεκίνησε και πάλι.
Αφαιρουμένου ή αλλοιωμένου του ιστορικού πλαισίου, χωρίς σύγκριση και βάθος, μπορούν φυσικά να αλλάζουν οι διαστάσεις των γεγονότων και να χρησιμοποιείται κατά βούληση οποιαδήποτε πηγή, από την πλέον επίσημη μέχρι την τελευταία μαρτυρία. Ακόμη κι έτσι όμως, είναι να απορεί κανείς με τις αντιφάσεις στην παρουσίαση ενός στρατού που δέχεται σημαντική βοήθεια από τους βόρειους γείτονές του και μερικές σελίδες παρακάτω είναι σε κακά χάλια και οδηγείται στο πλιάτσικο περιουσιών και ανθρώπων. Για όλα, όμως, αυτά τα ζητήματα και άλλα, έχουν γραφτεί σοβαρές κριτικές στον Τύπο (Αυγή, Τα Νέα) από ιστορικούς που έχουν γνώση και άποψη για την περίοδο.
Η απήχηση και το «νέο ρεύμα»
Ένα γενικότερο ζήτημα που έχει τη σημασία του είναι η εκδοτική επιτυχία του βιβλίου και η σημαντική θέση και απήχηση που έχουν στην ιστοριογραφία και στη δημόσια συζήτηση ερμηνείες που, αν μη τι άλλο, χρησιμοποιούν επιλεκτικά την ιστορία για να προωθήσουν ιδεολογικές και πολιτικές θέσεις. Το ότι το αυτοπροσδιοριζόμενο ως «νέο ρεύμα» έχει σημαντικές προσβάσεις δεν είναι κάτι που πρέπει να εκπλήσσει. Τις έχει, κατά τη γνώμη μου, ως ιδεολογικός χώρος και όχι παρουσιάζοντας κάποιο σημαντικό και πρωτότυπο έργο. Και αυτό γιατί επαγγέλλεται έναν «προοδευτικό» (αντιολοκληρωτικό, αντιεθνικιστικό, αντικρατικό) λόγο που είναι, όμως, ενάντια στην Αριστερά, τότε και τώρα (χαρακτηριστικές οι τοποθετήσεις του «ρεύματος» για τον Δεκέμβρη του 2008). Σε αυτό μπορεί να συγκινήσει και νέους επιστήμονες και ένα χώρο της διανόησης, που μέρος της ανδρώθηκε μεν στην Αριστερά και στα περιοδικά της, μια προηγούμενη περίοδο, αλλά θέλει να πετάξει για αλλού (βλέπε και το άρθρο του Νικόλα Σεβαστάκη, Οι νέοι φιλελεύθεροι, Ελευθεροτυπία, 19/06/2010).
Για να ξαναγυρίσουμε στο βιβλίο και την απήχησή του, δεν θα πρωτοτυπήσουμε αν πούμε ότι σε συνθήκες άμβλυνσης των ιδεολογικών σταθερών και διάψευσης του «τέλους της ιστορίας» από τη συνεχή επιδείνωση των όρων ζωής των ανθρώπων, το παρελθόν αποτελεί και πάλι την πηγή άντλησης παραδείγματος, προσανατολισμού και κυρίως ταυτότητας. Για το λόγο αυτό, η ιστορία «πουλάει» και, φυσικά, γίνεται πεδίο αντιπαράθεσης αντιμαχόμενων πολιτικών, που ψάχνουν σε αυτήν την επιβεβαίωσή τους. Η άμβλυνση των κριτηρίων, τόσο για τη συγγραφή της ιστορίας όσο και για την παρουσία της στο δημόσιο λόγο, δεν είναι άμοιρη της ιστορικής συγκυρίας. Σε αυτό το επίπεδο, η σοβαρή και όχι εύκολη αντιπαράθεση απέναντι σε εκδοχές που, πατώντας στη συγκυρία, παρουσιάζουν τις προσπάθειες για κοινωνική απελευθέρωση ως υπεύθυνες για μύρια όσα περασμένα, προσπαθώντας βασικά να τις ακυρώσουν στο σήμερα, είναι μια πρόκληση.
Αναδημοσίευση από http://e-dromos.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=2623
Του John Ο. Ιatrides
Τι ήταν και πώς δρούσε ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας στα χρόνια του Εμφυλίου, μέσα από νέα στοιχεία που αναδεικνύουν τις πραγματικές πολιτικές επιλογές του ΚΚΕ.
ΤΟ ΓΝΩΣΤΟ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΕΞΕΡΕΥΝΗΤΟ
Η ιστοριογραφία του ελληνικού εμφυλίου πολέμου είναι πλέον εκτενέστατη και λίγες πτυχές του παραμένουν ανεξερεύνητες. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την κυβερνητική πλευρά, για την οποία υπάρχει πλούσιο αρχειακό υλικό, ελληνικό και ξένο, δημόσιο και ιδιωτικό, όπως και αναρίθμητες δευτερεύουσες πηγές. Μολονότι πάντα θα υπάρχει χώρος για νέες ερμηνείες, η εξιστόρηση της προσπάθειας της ελληνικής κυβέρνησης να κατανικήσει την κομμουνιστική εξέγερση και του αποφασιστικού ρόλου που διαδραμάτισαν η Βρετανία και οι ΗΠΑ έχει ουσιαστικά ολοκληρωθεί.
Στην αντίπαλη πλευρά, όμως, η μελέτη της εξέγερσης αντιμετωπίζει πολλά σοβαρά εμπόδια. Πέρα από την περιβόητη μυστικοπάθεια των κομμουνιστών, το αρχειακό υλικό και άλλες αξιόπιστες πρωτογενείς πηγές για το ΚΚΕ και τους ξένους υποστηρικτές του είναι ελάχιστες και δυσεύρετες. Μέχρι πρόσφατα οι ιστορικοί ήταν αναγκασμένοι να στηρίζονται, σε μεγάλο βαθμό, σε αποσπασματικά τεκμήρια και στις στρατευμένες μαρτυρίες οπαδών της Δεξιάς ή της Αριστεράς.Οι πραγματικοί στόχοι του ΚΚΕ, η σύνθεση, η δύναμη και το αξιόμαχο του στρατού του και, πάνω απ΄ όλα, η βοήθεια που ελάμβανε από το εξωτερικό παρέμεναν για μεγάλο διάστημα πεδίο υποθέσεων και εικασιών. Το αποτέλεσμα ήταν μια ιστορία που, κάποιες φορές, στηριζόταν περισσότερο στη φαντασία παρά στα γεγονότα.
Η δημιουργία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ), το φθινόπωρο του 1946, δεν αποτέλεσε ούτε μια ενστικτώδη αντίδραση στη Λευκή Τρομοκρατία ούτε μια πράξη που επεδίωκε έναν πολιτικό συμβιβασμό. Υπήρξε η ενσυνείδητη πολιτική επιλογή της κομμουνιστικής ηγεσίας για την κλιμάκωση του αγώνα της, με στόχο την κατάληψη της εξουσίας με έναν συνδυασμό ένοπλων και πολιτικών μέσων. Σε αυτό το ακλόνητο συμπέρασμα καταλήγει το βιβλίο του Νίκου Μαραντζίδη Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας, ύστερα από συστηματική μελέτη των τεκμηρίων- πολλά από τα οποία νέα και αδημοσίευτα.
Υπό την ηγεσία του Ν. Ζαχαριάδη, το κόμμα ήταν αποφασισμένο να εξουδετερώσει όλους τους αντιπάλους του, να μετατρέψει τη χώρα σε Λαϊκή Δημοκρατία και να την εντάξει στο σοβιετικό μπλοκ. Λόγω της ενεργού επέμβασης της Βρετανίας και των ΗΠΑ στα ελληνικά πράγματα, οι στόχοι του ΚΚΕ μπορούσαν να πραγματοποιηθούν μονάχα με τη δύναμη των όπλων: τον ΔΣΕ. Παράλληλα, η στρατιωτική νίκη μπορούσε να επιτευχθεί μονάχα με τη συνεχή και αποφασιστική ξένη υποστήριξη προς τον ΔΣΕ και την πολιτική του ηγεσία. Ετσι η λεπτομερής και σε βάθος «αυτοψία» που κάνει ο συγγραφέας προσφέρει σπάνια και πολύτιμα στοιχεία για τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που αντιμετώπιζαν οι κομμουνιστές στην προσπάθειά τους να επιβληθούν στους συμπατριώτες τους. Ακόμη σημαντικότερο είναι πως καταδεικνύει τους λόγους για τους οποίους ο ΔΣΕ ήταν αδύνατον να εξισορροπήσει την ισχύ των αντιπάλων του και, άρα, ήταν από την αρχή καταδικασμένος να αποτύχει.
Από όλες τις συμφορές που μπορούν να πλήξουν ένα έθνος, καμία δεν είναι πιο τραυματική και με περισσότερο μακρόχρονες συνέπειες από έναν εμφύλιο πόλεμο. Πέρα από ανθρώπινες και υλικές απώλειες, ο εμφύλιος προκαλεί πληγές αδιόρατες που διαπερνούν τον δημόσιο λόγο, φλογίζουν και παραμορφώνουν τις συλλογικές μνήμες για πολύ καιρό αφότου τελειώσουν οι σκοτωμοί. Για τον ιστορικό, η αποκάλυψη των βαθύτερων αιτίων της σύγκρουσης και η κατάληξη σε ερμηνείες βασισμένες σε αδιαμφισβήτητα τεκμήρια είναι μια αποστολή δύσκολη που, στην πραγματικότητα, δεν ολοκληρώνεται ποτέ. Και η ελληνική περίπτωση δεν αποτελεί εξαίρεση.
Καλύπτοντας κρίσιμα κενά των ως τώρα ιστορικών μελετών, το βιβλίο του Νίκου Μαραντζίδη Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας (1946-1949) βάζει τέλος στην παραπληροφόρηση και στις πολλές διαστρεβλώσεις που χαρακτήριζαν προηγούμενες εργασίες πάνω σε αυτό το ζήτημα. Η τελευταία δουλειά του είναι υπόδειγμα σαφήνειας, πληρότητας, σχολαστικής τεκμηρίωσης και λακωνικότητας. Αποτελεί έναν σχεδόν πλήρη οδηγό για τη μελέτη της πλευράς των ηττημένων του εμφυλίου πολέμου.
Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου του είναι ότι στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε απόρρητα επίσημα έγγραφα. Η εκτεταμένη έρευνα που διεξήγαγε ο Ν. Μαραντζίδης έφερε στο φως σημαντικές πληροφορίες που προκύπτουν από έγγραφα του ΚΚΕ και των συμμάχων του. Ιδιαίτερα αποκαλυπτικά είναι τα ντοκουμέντα που προέρχονται από τη Βουλγαρία, τη Γιουγκοσλαβία, την Πολωνία, την Τσεχοσλοβακία, την Ουγγαρία και την ΕΣΣΔ. Αναμφίβολα πολύ περισσότερες πληροφορίες παραμένουν θαμμένες στα αρχεία του ΚΚΕ, καθώς και σε αυτά ξένων χωρών. Μόνο να ελπίζει μπορεί κανείς ότι αυτά τα επιπλέον στοιχεία θα έρθουν κάποτε στο φως. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, το πιο πιθανό είναι ότι μάλλον θα συμπληρώσουν παρά θα αναιρέσουν όσα γράφει ο Ν. Μαραντζίδης.
Στο ζήτημα της ξένης βοήθειας προς τον ΔΣΕ ο Ν. Μαραντζίδης παρουσιάζει λεπτομερείς και εντυπωσιακούς πίνακες για τις ποσότητες οπλισμού, ένδυσης, ιατροφαρμακευτικού υλικού, τροφίμων, καυσίμων και χρημάτων που του προμήθευαν οι χώρες του σοβιετικού μπλοκ. Εξετάζει επίσης το πρόβλημα της μεταφοράς και της παράδοσης αυτών των υλικών. Σε σχέση με αυτό τρία ζητήματα είναι ιδιαίτερα σημαντικά: Πρώτον, είναι αδύνατον τα κομμουνιστικά καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης να είχαν προσφέρει τόσο σημαντική βοήθεια στον ΔΣΕ (ακόμη και στρατιωτική εκπαίδευση ή νοσοκομειακή περίθαλψη) χωρίς τη στήριξη της Μόσχας, πόσο μάλλον εν αγνοία της. Δεύτερον, για μια σειρά λόγους, ένα μέρος της βοήθειας αυτής δεν έφτασε στον προορισμό του ή, όταν έφτανε, δεν ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθεί. Τρίτον, ακόμη και με τις καλύτερες των προϋποθέσεων, το σοβιετικό μπλοκ δεν θα μπορούσε να προσφέρει τόση βοήθεια ώστε να μπορέσει να υπερκεράσει τα πλεονεκτήματα που προσέφερε.
Η ΥΛΙΚΗ ΒΟΗΘΕΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΕΣ ΧΩΡΕΣ
Οι έρευνες που βασίστηκαν στα προσφάτως ανοιγμένα αρχεία κρατών της Ανατολικής Ευρώπης καθώς και του ΚΚΕ θεμελιώνουν τις αρχικές εκτιμήσεις για τον βαθμό της εμπλοκής των κρατών του ανατολικού συνασπισμού σε αυτόν τον πόλεμο και διαψεύδουν την τάση κάποιων να υποτιμηθεί η ενίσχυση του ΔΣΕ από το εξωτερικό.Ο ΔΣΕ εξαρτήθηκε απόλυτα από την υλική υποστήριξη των ξένων συντρόφων του.Στην πραγματικότητα, μόνο χάρη στην εξωτερική στήριξη έγινε δυνατή η έναρξη του Εμφυλίου.Χωρίς τη συστηματική ροή πολεμοφοδίων, τροφίμων και άλλου υλικού,την προστασία και εκπαίδευση των μαχητών στο έδαφος των γειτονικών χωρών, την περίθαλψη των τραυματιών,ο πόλεμος αυτός θα είχε λήξει πολύ νωρίτερα- αν είχε ποτέ αρχίσει...
στην ελληνική κυβέρνηση η στρατιωτική, οικονομική και διπλωματική υποστήριξη των ΗΠΑ και της Βρετανίας.
Ο καθηγητής Ν. Μαραντζίδης, το έργο του οποίου αφορά σε μεγάλο βαθμό την ελληνική Αριστερά, είναι γνωστός για τη σφοδρή κριτική που ασκεί προς το ΚΚΕ. Με το έργο του αυτό προσθέτει σημαντικά στοιχεία σε αυτήν την κατεύθυνση. Ομως πρέπει να σημειώσουμε ότι στο βιβλίο του δεν θα βρει κανείς πουθενά τόνους θριαμβολογικούς ή χαιρέκακους. Αντιθέτως, διαπνέεται από συμπόνια για τα θύματα του Εμφυλίου και για τη μοίρα της χώρας. Ολοκληρώνοντας το βιβλίο του, καταλήγει: «Η σε βάθος μελέτη του Δημοκρατικού Στρατού αναδεικνύει μια βαθύτατη ανθρώπινη τραγωδία, νέων κυρίως ανθρώπων, ανδρών και γυναικών, που κατά βάση στρατολογήθηκαν βίαια και υποχρεώθηκαν να πολεμήσουν κάτω από μια ηγεσία που δεν εμπιστεύονταν, σε έναν πόλεμο που δεν πίστευαν και τον οποίο δεν μπορούσαν να κερδίσουν... Τελικά, η εικόνα του ελληνικού κομμουνισμού των ετών 1946-1949 δεν είναι παρά αυτή μιας ουτοπίας που έχασε τα λογικά της...».
Ο κ. John Ο. Ιatrides είναι καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Southern Connecticut State College.
Αναδημοσίευση από http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=334599
----------------------------------------------------------
«Αναπαράγει αντικομμουνιστικά στερεότυπα»
του Δημήτρη Κουσουρή
Χρησιμοποιεί νέο αρχειακό υλικό, περιορίζεται όμως στην αναπαραγωγή αντικομμουνιστικών στερεοτύπων. Το βιβλίο του Ν. Μαραντζίδη για τον Δημοκρατικό Στρατό προσεγγίζει «εγκληματολογικά» τον κομμουνισμό και αφήνει αναπάντητα τα πιο καίρια ιστορικά ερωτήματα.
Τα αντάρτικα σώματα που συγκεντρώνονταν στην ύπαιθρο μετά τον απηνή διωγμό του ΕΑΜικού κινήματος που είχε ξεσπάσει ενάμιση χρόνο νωρίτερα ενοποιήθηκαν υπό την ονομασία Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας στα τέλη του 1946. Καθώς η χώρα περνούσε σταδιακά στην αμερικανική επικυριαρχία, η σύγκρουση που ακολούθησε ήταν συνάμα και το πρώτο «θερμό» μέτωπο του Ψυχρού Πολέμου: όσο ο ΔΣΕ μαχόταν στο Γράμμο και αλλού «ενάντια στη δεύτερη κατοχή και τον μοναρχοφασισμό», οι κυβερνητικοί πολεμούσαν τους «συμμορίτες-πράκτορες του σλαβοκομμουνισμού». Το ίχνος του Εμφυλίου 1946-1949 παρέμεινε ανεξίτηλο, όχι μόνο γιατί ήταν το πιο αιματηρό επεισόδιο της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας αλλά και γιατί κληροδότησε μαζί με τους νεκρούς, μαζί με τους πολιτικούς πρόσφυγες και τους βίαια εκτοπισθέντες, μια «ανάπηρη δημοκρατία» που εξαιρούσε την κομμουνιστική Αριστερά από την πολιτική ζωή του τόπου.
Το βιβλίο του Νίκου Μαραντζίδη με θέμα τον ΔΣΕ χρησιμοποιεί ένα πλήθος άλλων τεκμηρίων από τα αρχεία του ΚΚΕ και του ΔΣΕ (ΑΣΚΙ), του Ελληνικού Στρατού, των πρώην κομμουνιστικών χωρών, καθώς και μαρτυρίες μελών και αντιπάλων του ΔΣΕ. Το ερώτημα λοιπόν είναι σε ποιο βαθμό αξιοποιεί το υλικό του, συμπληρώνοντας ή/και αμφισβητώντας τις ερμηνείες που έχουν προταθεί από την επιστημονική έρευνα.
Ο Μαραντζίδης αγγίζει το κατ΄ εξοχήν ταμπού κάθε εμφυλίου:
την αμιγώς στρατιωτική και άρα καθαυτό βίαιη διάστασή του. Είναι κοινός τόπος των ιστορικών σπουδών και της πολιτικής επιστήμης πως σε κάθε εμφύλιο, η σύγκρουση στο εσωτερικό της πολιτικής κοινότητας καταργεί τα όρια ανάμεσα σε στρατιώτες και αμάχους, ενώ η βία συχνά υπερβαίνει τους κανόνες της ένοπλης αντιπαράθεσης, δημιουργώντας ζώνες «ανομίας» όπου η επιδίωξη της πολιτικής εξουσίας συμπεριλαμβάνει ακόμα και την εξόντωση του εσωτερικού εχθρού. Αυτές είναι οι κατ΄ εξοχήν όψεις της εμπειρίας που απωθούνται από τη δημόσια μνήμη. Κατά κανόνα μετά τη λήξη της σύγκρουσης, όσοι συμμετείχαν αποσιωπούν αυτές τις πλευρές ή, στην καλύτερη περίπτωση, τις παραμορφώνουν, δαιμονοποιώντας τη βία του αντίπαλου στρατοπέδου ή/και ηρωοποιώντας τη δική τους ένοπλη δράση.
Σε ό,τι αφορά τον ελληνικό Εμφύλιο ειδικότερα, οι σιωπές και οι μύθοι των δύο στρατοπέδων έχουν γίνει αντικείμενο μελέτης εδώ και μια εικοσαετία. Ωστόσο ο συγγραφέας επιλέγει εξαρχής να παραβλέψει τους αντικομμουνιστικούς μύθους των νικητών και να περιορίσει την οπτική του στον ηρωποιητικό λόγο των ηττημένων. Το πρώτο μέρος του πρώτου κεφαλαίου αποτελεί μια αναδρομή στους μύθους και τις σιωπές της επίσημης Αριστεράς, από τον Ζαχαριάδη στην αποσταλινοποίηση κι από εκεί στις μεταπολιτευτικές σιωπές και ιδεολογικές χρήσεις από το ΚΚΕ και «δευτερευόντως τώρα τελευταία από τον ΣΥΡΙΖΑ». Αυτή η επιλογή καθοδηγεί το νήμα της προβληματικής ολόκληρου του βιβλίου.
Τα επόμενα κεφάλαια επιχειρούν να καταρρίψουν τους βασικούς μύθους και τις σιωπές της Αριστεράς για τον ΔΣΕ. Το δεύτερο κεφάλαιο εκτιμά πως «το ΚΚΕ επέλεξε να εξαπολύσει τον αγώνα του στηριζόμενο ολοκληρωτικά στον εξωτερικό παράγοντα κι όχι σε μια εσωτερική κοινωνική δυναμική», παρουσιάζοντας μια «κάθε άλλο παρά αποσπασματική και πρόχειρη» στήριξη από τις Λαϊκές Δημοκρατίες. Επειτα, παρουσιάζοντας τη δημογραφική σύνθεση του ΔΣΕ, ο συγγραφέας περιγράφει ένα στρατό αποτελούμενο κατ΄ αρχάς από αγράμματους αγρότες και ύστερα κατά πλειοψηφία από μειονοτικούς (κυρίως σλαβόφωνους). Στη συνέχεια παρουσιάζει τον ασφυκτικό έλεγχο του κόμματος και τις αντιθέσεις που δημιουργούσε η διττή διοίκηση των μονάδων από στρατιωτικούς διοικητές και πολιτικούς επιτρόπους. Στο πέμπτο κεφάλαιο αναλαμβάνει να καταρρίψει τον μύθο των «περήφανων μαχητών», περιγράφοντας την έλλειψη ή την αχρηστία του πολεμικού υλικού, την ανύπαρκτη υγειονομική περίθαλψη, τη φθίνουσα ψυχολογία και τις λιποταξίες. Κατόπιν παρουσιάζει τους μηχανισμούς επιτήρησης και απονομής δικαιοσύνης υπό το πρίσμα μιας «τρομοκρατικής διαπαιδαγώγησης των μαζών υπό τον φόβο του βιολογικού αφανισμού». Τέλος, υπό τον τίτλο «ζητήματα ταμπού», ο Μαραντζίδης πραγματεύεται τα ζητήματα της υποχρεωτικής στρατολογίας, της θέσης των γυναικών, του πολέμου των παιδιών και της μεταχείρισης των αιχμαλώτων.
Η ανάγνωση που επιχειρεί ο Μαραντζίδης είναι οπωσδήποτε στρατευμένη, αυτό όμως από μόνο του δεν πρέπει να αξιολογείται ως ελάττωμα. Αντιθέτως, αναγνωρίζοντας τις ιδεολογικές αφετηρίες του και παίρνοντας θέση στη δημόσια συζήτηση με μια ολοκληρωμένη μελέτη, ο συγγραφέας συμβάλλει επιτέλους στον απεγκλωβισμό από μια επίπλαστη αντιπαράθεση- που είχε έως τώρα καλλιεργήσει και ο ίδιος- ανάμεσα σε δήθεν «νηφάλιες επιστημονικές» και «στρατευμένες» ιστορικές προσεγγίσεις.
Επιλεκτική αποσιώπηση
Το πιο προβληματικό στοιχείο της προσέγγισης του Μαραντζίδη είναι ότι επιλέγει να αντιπαρατεθεί όχι με μια ιστοριογραφική παράδοση αλλά με τις ιδεολογικές χρήσεις του ΔΣΕ από έναν κομματικό μηχανισμό. Η κυριότερη αδυναμία προκύπτει από την επιλεκτική χρήση του πλαισίου το οποίο παράγει ή/και υπαγορεύει τις πολιτικές επιλογές και τον λόγο του ΕΑΜικού μπλοκ και των επιγόνων του. Ετσι, π.χ., η απαξίωση του «δεύτερου αντάρτικου» ως «λάθους» από το ΚΚΕ στη μεταζαχαριαδική περίοδο εξετάζεται αποκλειστικά ως προϊόν των ενδοκομμουνιστικών ανακατατάξεων στο πλαίσιο της «αποσταλινοποίησης», και διόλου ως μια τακτική επιλογή αντιμετώπισης της πολιτικής απαγόρευσης και των διώξεων.
Η επιλεκτική αποσιώπηση του ιστορικού πλαισίου είναι πασιφανής ήδη από την εισαγωγή, όπου αναφέρεται πως «παρά τα αντίθετα λεγόμενα για τον ρόλο της Λευκής Τρομοκρατίας [...] οι διώξεις και η βία εναντίον των μελών του Κόμματος έπαιξαν μάλλον δευτερεύοντα και νομιμοποιητικό ρόλο στη συνείδηση της ηγεσίας και των κύκλων στελεχών που επιθυμούσαν τη ρεβάνς των ηττημένων του Δεκέμβρη. Ηδη από το τέλος του 1945 ο Ζαχαριάδης φλέρταρε με την ιδέα της ένοπλης εξέγερσης [...]». Με άλλα λόγια, για να υποστηρίξει το ερμηνευτικό του σχήμα ο συγγραφέας διαγράφει μονοκοντυλιά πολλές ιστορικές μελέτες για τους δισταγμούς και τις παλινωδίες της ηγεσίας του ΚΚΕ σχετικά με την ένοπλη σύγκρουση κατά τα έτη 1944-1946. Προς επίρρωσιν, προβάλλει ένα τελείως σαθρό επιχείρημα, αφού ως γνωστό το μεγάλο κύμα της Λευκής Τρομοκρατίας εξαπολύθηκε από την άνοιξη κιόλας του 1945, δηλαδή πριν καλά καλά ο Ζαχαριάδης επιστρέψει από το Νταχάου και οπωσδήποτε πολύ πριν αρχίσει να «φλερτάρει με την ιδέα της ένοπλης εξέγερσης».
Η εξέταση της Αριστεράς έξω από το ιστορικό της πλαίσιο συγκροτεί μιαν ανιστορική οπτική κατά την οποία το ΚΚΕ (όπως και κάθε ΚΚ) ανάγεται σε μια αμετάβλητη «ουσία» ενός μηχανισμού βίαιης κατάληψης της εξουσίας. Παράλληλα, η προβληματική που εξαντλείται στην απόσταση ανάμεσα στον λόγο του ΚΚΕ για τον Εμφύλιο και την ιστορική πραγματικότητα μοιάζει επικίνδυνα με τον λόγο των αντιπάλων του ΚΚΕ που ο συγγραφέας κατά τα άλλα αρνείται να αναλύσει.
Ασφαλώς η μελέτη δεν αναπαράγει γραμμικά τον λόγο των νικητών του Εμφυλίου με μισό αιώνα καθυστέρηση· μάλλον εφαρμόζει στα καθ΄ ημάς τις ιστορικές προσεγγίσεις που έγιναν δημοφιλείς αμέσως μετά την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων. Αυτές προωθούσαν μια εγκληματολογικού τύπου πραγμάτευση του κομμουνιστικού φαινομένου στον 20ό αιώνα, εστιάζοντας την κριτική στις «φονικές» συνέπειες της ιδεολογίας και επικαιροποιώντας τον λόγο περί κομμουνιστικής ευθύνης για τον Ψυχρό Πόλεμο. Ο Ν. Μαραντζίδης απηχεί ευθέως τις απόψεις του εν λόγω ρεύματος όταν αποτιμά την εμπειρία του ΔΣΕ ως την ιστορία «μιας ουτοπίας που έχασε τα λογικά της»,.
Η εφαρμογή αυτής της προσέγγισης αναδεικνύει τα στενά της όρια: τα βασικά πορίσματά της (εμπλοκή των κομμουνιστικών κρατών, κομματικός έλεγχος, αποκοπή από την πλατιά βάση του ΕΑΜ, υποχρεωτικές στρατολογήσεις κ.λπ.) ήταν ήδη κεκτημένα από την ιστορική έρευνα και θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν εξίσου υπό άλλο ιδεολογικό πρίσμα σε γονιμότερη κατεύθυνση. Ομως η ευκαιρία χάθηκε, αφού ο συγγραφέας παρέμεινε εγκλωβισμένος στη γραμμή μιας ιδιότυπης «ρελάνς» απέναντι σε ό,τι ο Γ. Μαυρογορδάτος το 1999 περιέγραφε ως «ρεβάνς των ηττημένων».
Χτυπητές αντιφάσεις
Συνδυάζοντας τη μονόπλευρη ερμηνεία με την ευσυνείδητη παράθεση του αρχειακού υλικού, ο Μαραντζίδης μας επιτρέπει να διακρίνουμε καλύτερα τα όρια και τις αντιφάσεις του όλου εγχειρήματος του. Η παρουσίαση π.χ., ενός στρατού σε πόλεμο ως μικρογραφίας ολοκληρωτικού κράτους προδίδει μια μονόπλευρη προσκόλληση στο ερμηνευτικό μοντέλο των θεωριών του ολοκληρωτισμού. Τούτο οδηγεί στην κατάχρηση εννοιών όπως π.χ. εκείνης των «πελατειακών σχέσεων» για να περιγραφεί η ευνοιοκρατία στο εσωτερικό ενός στρατού.
Μια από τις πιο χτυπητές αντιφάσεις βρίσκεται ανάμεσα στην εικόνα μιας άφθονης και μεθοδικής «ξένης βοήθειας», και στην περιγραφή της αχρηστίας των υλικών και της ανύπαρκτης υγειονομικής υποδομής που προκαλεί τις «απελπισμένες εκκλήσεις» του ΔΣΕ στα αδελφά κόμματα.
Ακόμα πιο αποκαλυπτική για τις ιδεολογικές επιλογές του Μαραντζίδη είναι η αντίστιξη ανάμεσα στην εικόνα της «τυφλωμένης για την εξουσία» κομμουνιστικής ηγεσίας, και στη διαπίστωση ότι «είμαστε πλέον σε θέση να γνωρίζουμε πως η συνέχιση του πολέμου, τουλάχιστον κατά το τελευταίο έτος του, ήταν μια πολιτική απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης [...] με απώτερο στόχο την πλήρη εξόντωση [του ΚΚΕ]».
Ιστορική εγκληματολογία
Εκείνο που κυρίως κομίζει το βιβλίο είναι ένας τύπος αφήγησης η οποία μεταμφιέζει την καταγγελία της ιδεολογίας και του κομμουνιστικού συγκεντρωτισμού σε ιστορική ανάλυση. Η πολλαπλότητα του κομμουνιστικού φαινομένου αντικαθίσταται από μια εικόνα στην οποία οι απλοί μαχητές λειτουργούν ως ενεργούμενα μιας μονολιθικής ηγεσίας. Τούτο ακυρώνει εκ των προτέρων τη μελέτη της μαζικής διάστασης και της τοπικής πολυμορφίας, κατευθύνσεις της έρευνας που, θεωρητικά τουλάχιστον, υποστηρίζει και ο ίδιος ο Μαραντζίδης. Με αυτό τον τρόπο προσπερνιούνται βασικά ερωτήματα όπως η μαζικότητα και η πολυμορφία του ΕΑΜικού μπλοκ, οι σχέσεις τομής και συνέχειας ανάμεσα σε ΔΣΕ και ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, ο πολύπλοκος ρόλος της ιδεολογίας στη συγκρότηση των συλλογικών συμπεριφορών, οι σχέσεις με τους τοπικούς πληθυσμούς, τα εύθραυστα όρια της στράτευσης με το ένα ή το άλλο στρατόπεδο. Συμπερασματικά, αν και η μελέτη δεν ξεπερνά, όπως υπόσχεται, τα στερεότυπα του Ψυχρού Πολέμου, τουλάχιστον τα επικαιροποιεί αξιοποιώντας νέο αρχειακό υλικό.
Η πραγματική συμβολή της έγκειται στο γεγονός ότι στην προσπάθειά της να υπογραμμίσει την ανεπάρκεια των κοινών τόπων της Αριστεράς αποκαλύπτει, άθελά της μάλλον, την ανεπάρκεια των κοινών τόπων των αντιπάλων της. Αν η πραγμάτευση του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος από τη σκοπιά μιας «ιστορικής εγκληματολογίας» εμφανίζεται με καθυστέρηση είκοσι χρόνων σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, τούτο μάλλον οφείλεται και στη «διαφορά φάσης» που κληροδότησαν στην ελληνική συζήτηση οι δυόμισι δεκαετίες του μετεμφυλιακού καθεστώτος. Κάπου εκεί θα πρέπει ίσως να αναζητηθούν και οι λόγοι για τους οποίους το ΚΚΕ επαναξιολογεί εσχάτως το σταλινικό παρελθόν και ο Μαραντζίδης επιλέγει να σκιαμαχήσει μαζί του.
Αναδημοσίευση από http://www.tanea.gr/vivliodromio/?aid=4580593
----------------------------------------------------------------
Μια ελληνική τραγωδία
Του Σταθη Ν. Καλυβα*
Μαχήτριες του ΔΣΕ. |
Η έκβαση αυτή υπήρξε συνάρτηση τριών, κυρίως, παραγόντων: των προσαρμογών της πολιτικής τάξης, της αναδιοργάνωσης του κράτους και της οικονομίας μέσω του σχεδίου Μάρσαλ και της μνημειώδους ανεπάρκειας του ΚΚΕ.
Για την τελευταία έχουν γραφτεί πολλά, σχεδόν πάντοτε αποσπασματικά και με μπόλικη δόση συναισθηματισμού. Το κενό αυτό έρχεται να καλύψει ο Νίκος Μαραντζίδης με το νέο του βιβλίο, «Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας»: έτσι ονόμασε το ΚΚΕ την ένοπλη οργάνωση που δημιούργησε για να κατακτήσει την εξουσία που του διέφυγε τον Ιανουάριο του 1945. Είναι ένα βιβλίο που καταπιάνεται περιεκτικά, τεκμηριωμένα και εντελώς ψυχρά με μια ευρεία θεματολογία, από τις μεταμορφώσεις της εικόνας του ΔΣΕ στη συλλογική μνήμη της Αριστεράς ώς τη δημογραφική του σύνθεση, τα κοινωνιολογικά χαρακτηριστικά και το αξιόμαχο των μαχητών του, και από τη στρατιωτική βοήθεια που δέχτηκε από τις Λαϊκές Δημοκρατίες ώς τα θέματα ταμπού, όπως οι σχέσεις των δύο φύλων, ο ρόλος των παιδιών και η τύχη των αιχμαλώτων του. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η διερεύνηση του κράτους που έστησε το ΚΚΕ, όταν αναδύθηκε σε περιοχές τη χώρας ένα θνησιγενές σοβιετικό καθεστώς.
Είναι περιττό να λεχθεί πως το βιβλίο αυτό διαλύει πολλά δημοφιλή μυθεύματα και γι’ αυτό θα ενοχλήσει. Πρόσφατες μελέτες παρουσίασαν μια εικόνα του ΔΣΕ ως ενός στρατού αποφασισμένων ιδεολόγων και ηρώων που πολέμησαν για έναν δίκαιο και ανώτερο σκοπό με ελάχιστα μέσα και ηττήθηκαν από έναν υπέρτερο, λόγω ξένης βοήθειας, αντίπαλο. Πρόκειται για μια εικόνα που αναπαρήγαγε εν μέρει και η πρόσφατη ταινία του Παντελή Βούλγαρη «Ψυχή Βαθιά». Τονίζω το εν μέρει, γιατί η ταινία δέχτηκε τα συγκροτημένα πυρά μιας αριστερής ορθοφροσύνης που δεν ανέχεται τίποτα εκτός από την πλήρη ταύτιση με τις θέσεις της.
Φέρνοντας για πρώτη φορά στο φως αρχειακά τεκμήρια από τις πρώην Λαϊκές Δημοκρατίες, ο Μαραντζίδης δείχνει πως ο ΔΣΕ δέχθηκε τεράστια στρατιωτική βοήθεια. Τα στοιχεία αυτά είναι τόσο λεπτομερή και συντριπτικά που δεν αφήνουν περιθώριο αμφισβήτησης. Ο ΔΣΕ, όμως, απέτυχε να αξιοποιήσει σημαντικό μέρος της βοήθειας αυτής, όπως άλλωστε απέτυχε να εκπληρώσει όλους, σχεδόν, τους στόχους που έθεσε.
Η ανεπάρκεια αυτή, που καθόλου δεν αποκλείει τις ατομικές ηρωικές ενέργειες, ήταν συνάρτηση της οργάνωσής του ως αυστηρά κομματικού στρατού, της διοίκησής του από μια κομματική ιεραρχία με ελάχιστες στρατιωτικές γνώσεις και έντονες προσωπικές αντιπαλότητες και της στελέχωσής του λιγότερο από Αριστερούς (που οι περισσότεροι έμειναν άπρακτοι στις πόλεις, ενώ άλλοι στάλθηκαν στη Μακρόνησο και πολλοί πολέμησαν στις τάξεις του Ελληνικού Στρατού) και περισσότερο από βίαια επιστρατευμένους αγρότες και αγρότισσες της Βόρειας Ελλάδας, καθώς και πολλούς ανηλίκους. Μάλιστα, ένα μεγάλο ποσοστό των μαχητών του, ίσως και το μεγαλύτερο προς το τέλος, ήταν σλαβόφωνοι χωρικοί με περιορισμένο ενδιαφέρον για τον κομμουνισμό. Τα στοιχεία αυτά σκιαγραφούν το δράμα χιλιάδων ανθρώπων «οι πιο πολλοί από τους οποίους στρατολογήθηκαν βίαια και υποχρεώθηκαν να πολεμήσουν κάτω από μια ηγεσία που δεν εμπιστεύονταν, σ’ έναν πόλεμο που δεν πίστευαν και τον οποίο δεν μπορούσαν να κερδίσουν», γράφει ο Μαραντζίδης. Ηταν, λοιπόν, αναμενόμενες οι μαζικές λιποταξίες και η έντονη καχυποψία της ηγεσίας για το φρόνημα των μαχητών, που οδήγησαν σε βασανιστήρια και εκτελέσεις.
Οι τραγικές αποφάσεις του ΚΚΕ να μετακινήσει χιλιάδες παιδιά έξω από την Ελλάδα, πολλές φορές ενάντια στις επιθυμίες των οικογενειών τους και να υιοθετήσει το «δικαίωμα της εθνικής αποκατάστασης και αυτοδιάθεσης του μακεδονικού λαού», το απομόνωσαν εντελώς από τη μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού και σφράγισαν την ήττα του, η οποία σε καμία περίπτωση δεν ήταν αποτέλεσμα των ναπάλμ, όπως αφελώς αναφέρεται τελευταία. Δίχως, όμως, τη μαζική στρατιωτική βοήθεια των Λαϊκών Δημοκρατιών και τη δυνατότητα ελεύθερης πρόσβασης σε μια τεράστια ενδοχώρα βόρεια των ελληνικών συνόρων, ο πόλεμος δεν θα είχε ούτε διάρκεια ούτε θα προξενούσε τις τεράστιες καταστροφές που προκάλεσε.
Διαβάζοντας το βιβλίο, συλλαμβάνει κανείς το μέγεθος της τραγωδίας. Οχι απλά γιατί ένας εμφύλιος πόλεμος είναι από μόνος του τραγικός, όσο γιατί ξεπροβάλλει ανάγλυφη η τεράστια ευθύνη μιας κομματικής ηγεσίας που πλειοδοτούσε ασύστολα, έχοντας τυφλωθεί από το όραμα της κατάκτησης της εξουσίας, όπως ένας χαρτοπαίκτης που πιστεύει ακράδαντα πως θα φύγει από το τραπέζι με όλα τα λεφτά. Ετσι κατέστρεψε χιλιάδες ζωές. Μήπως, λοιπόν, αντί να ασχολούνται με ανόητα μνημεία και γιορτές, οι επίγονοι της ηγεσίας αυτής θα έπρεπε να απευθύνουν μια δημόσια συγγνώμη, όπως έμμεσα έπραξαν και οι αντίστοιχοι της άλλης όχθης για τις ευθύνες που της αναλογούσαν; Το ρητορικό του ερωτήματος αναδεικνύει και το μέτρο της πολιτικής ωριμότητας και ηθικής ευαισθησίας της συγκεκριμένης ηγεσίας.
* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής του πανεπιστημίου Yale.
Αναδημοσίευση από http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_27/06/2010_406169
-----------------------------------------------------
Φαντάσματα του ΔΣΕ
ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ-ΙΩΣΗΦ ΣΤΑΝΓΚΑΝΕΛΛΗ
Η σχέση της νέας εθνικοφροσύνης με την ιστορία είναι αμφίσημη. Από τη μια, αυτοπροβάλλεται ως ο κατεξοχήν εχθρός των κατεστημένων νοοτροπιών, των πρακτικών του παρελθόντος, οι οποίες «είδαμε πού οδήγησαν», και μας καλεί «να μηδενίσουμε το κοντέρ». Από την άλλη (ηγεμονία, γαρ), είναι υποχρεωμένη να αποζητά ιστορική νομιμοποίηση -κι αφού δεν τη βρίσκει, την κατασκευάζει. Δεν αυτοβιογραφείται, όμως. Τη συμφωνία με τον παλαιότερο (αλλά ακόμα εν ζωή) αντικομουνισμό, όπου αυτή φανερώνεται, τη θεωρεί συμπτωματική, κι αμέσως την αρνείται δημοσίως. Αντ' αυτού, προτιμά να βιογραφήσει την αρνητικότητα των αντιπάλων της. Ακόμα κι αν δεν υπήρχαν, θα έπρεπε να τους εφεύρει. Όσο κι αν επί πολλά έτη κήρυττε τον θάνατό τους -όρος απαραίτητος για να φανεί νικήτρια- τώρα ξαναδίνει πνοή στα φαντάσματα και τα ενδύει με τρόπο ώστε να μοιάζουν με τους σημερινούς της πολεμίους. Η νέα εθνικοφροσύνη, γνωρίζοντας ότι η λογική μπορεί, υπό κατάλληλες συνθήκες, να αποκαλύψει την ιδεολογική χειραγώγηση της κοινωνίας που επιχειρεί, φροντίζει να διασπείρει στην αφήγησή της σκοτεινά παρασκήνια, αόρατες συνωμοσίες, υπεράνθρωπους εχθρούς, που την καταδιώκουν και δεν την αφήνουν να αποκαλύψει φοβερά μυστικά και ταμπού. Παρότι πρόσκαιρος νικήτρια, ξέρει καλά πως δε θα επικρατήσει μελλοντικά, παρά μόνον αν κατακτήσει την αιωνιότητα που της προσδίδει μια ιστορία κατ' ομοίωσήν της, ένα παρελθόν στο οποίο έχει ήδη νικήσει, αναδρομικά, τους σημερινούς δυνάμει αντιπάλους της.
Ένας από τους «κανόνες» της ρητορικής τέχνης διατυπώνεται περίπου ως εξής: αν θέλεις να πείσεις ένα ακροατήριο για κάτι αντίθετο της κοινής παραδοχής, τότε δύο δρόμοι υπάρχουν. Ή να το θωρακίσεις με ισχυρά επιχειρήματα ή να το παρουσιάσεις («λάθρα», αν γίνεται) ως αυτονόητο. Στην πρώτη περίπτωση θα κουραστείς, και κάποια στιγμή θα χάσεις: όλα τα επιχειρήματα είναι μαχητά και κάποια στιγμή καταπίπτουν. Στη δεύτερη περίπτωση το ρίσκο είναι πολύ μεγαλύτερο αλλά, αν τα καταφέρεις, θα έχεις κερδίσει για πολύ καιρό: το «αυτονόητο» έχει την ικανότητα να παραμένει αόρατο και να αναστέλλει την κριτική σκέψη.
Η επίκληση του «αυτονόητου» δεν είναι αποκλειστικότητα της πολιτικής ρητορικής, αυτής που συνηθίζουμε να ονομάζουμε χλευαστικά «ρητορεία», αν βέβαια τύχει και κατανοήσουμε τον μηχανισμό της. Στην περίπτωση της ιστορίας, για παράδειγμα, αυτονόητο είναι κάτι για το οποίο δε χρειάζεται να επιχειρηματολογήσει κανείς, ούτε να αναζητήσει και να παρουσιάσει νέα τεκμήρια: η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα στις 28 Οκτωβρίου 1940. Αντίθετα, αν κάποιος ιστορικός ήθελε να μας πείσει ότι αυτό ουδέποτε συνέβη ή ότι συνέβη μια άλλη μέρα, τότε θα όφειλε να προσκομίσει αποδείξεις - και μάλιστα πριν του ζητηθούν, αφού στην επιστημονική συζήτηση ισχύει το αντίθετο της αρχής του κράτους δικαίου: κάθε νέα υπόθεση εργασίας είναι «ένοχη», μέχρι αποδείξεώς της. Στις διάφορες μορφές εκλαϊκευτικής ιστορίας στα καθ' ημάς (και σε αυτές τοποθετώ και αφιερώματα εφημερίδων ή τηλεοπτικές εκπομπές), αυτό συνήθως δεν συμβαίνει: ελάχιστοι ιστορικοί «λερώνουν τα χέρια τους», γράφοντας κάτι το οποίο, άλλωστε, δεν διαθέτει την ίδια βαρύτητα με μια μονογραφία για την εξέλιξή τους, κι ακόμα λιγότεροι ασχολούνται με τον κριτικό έλεγχο τέτοιων δημοσιεύσεων.
Ο Νίκος Μαραντζίδης είναι ένας εξαιρετικά προβεβλημένος πολιτικός επιστήμονας, ο οποίος εδώ και κάποια χρόνια μελετά συστηματικά πλευρές της ελληνικής ιστορίας της δεκαετίας του 1940. Προσφάτως εκδόθηκε η μελέτη του για τον ΔΣΕ, στη σειρά «Θέματα Ιστορίας» των εκδόσεων Αλεξάνδρεια, η οποία στόχο έχει την «ενημέρωση κάθε ενδιαφερόμενου για την κατάσταση στην οποία βρίσκονται σήμερα ποικίλα ερευνητικά πεδία της νεότερης και σύγχρονης ιστορίας». Κατόπιν τούτου, εύλογα θα υπέθετε κανείς ότι πρόκειται για ένα εισαγωγικό βιβλίο, κατάλληλο τόσο για το ευρύ κοινό όσο και για φοιτητές ιστορίας. Σε μελέτες τέτοιου είδους, η πρωτοτυπία δεν αποτελεί ζητούμενο, αφού αυτά τα βιβλία σκοπό έχουν να πληροφορήσουν σύντομα και περιεκτικά τον μη ειδικό αναγνώστη για τις σημαντικότερες πτυχές ενός ζητήματος.
Ο Μαραντζίδης επιλέγει να διερευνήσει όχι την παγκόσμια ή την ελληνική ιστορία της δεκαετίας του 1940, ούτε τον εμφύλιο πόλεμο. Αυτό που τον απασχολεί είναι ο Δημοκρατικός Στρατός, και πιο συγκεκριμένα η ιστοριογραφία περί του εμφυλίου, η βοήθεια που έλαβε ο ΔΣΕ από τις Λαϊκές Δημοκρατίες, τα δημογραφικά και κοινωνιολογικά χαρακτηριστικά του, το αξιόμαχό του, καθώς και διάφορα άλλα ζητήματα, που ο ίδιος θεωρεί ότι αποτελούν ακόμα «ταμπού» για τους ιστορικούς. Αποτέλεσμα αυτής της επιλογής είναι η συγγραφή μιας μελέτης για έναν στρατό, χωρίς να αναφέρεται τίποτα για τον αντίπαλο στρατό, με τον οποίο πολέμησε, σε έναν πόλεμο για τον οποίο ελάχιστα λέγονται, σε μια ελληνική κοινωνία για την οποία δεν μαθαίνουμε το παραμικρό και σε ένα διεθνές σκηνικό το οποίο εμφανίζεται με τη μορφή των παρασκηνιακών κινήσεων του Στάλιν.
Σχετικά με τα θεματικά και χρονικά όρια που θέτει ο συγγραφέας στην παρουσίαση του υλικού του, θα δώσω δύο παραδείγματα, θεωρώντας τα χαρακτηριστικά. Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, παρά τον τίτλο που του δίνει, δεν ασχολείται με τον «ΔΣΕ στη δημόσια ιστορία και την ιστορική έρευνα». Θεωρεί ότι «η δημόσια μνήμη... ακολουθεί τις εσωτερικές εξελίξεις στο ΚΚΕ και στο διεθνές κομουνιστικό σύστημα μέχρι τις μέρες μας» (σ. 15). Γράφει ως εάν στην Ελλάδα να μην είχε ειπωθεί ή γραφτεί σχεδόν τίποτα για τον εμφύλιο, από τη δεκαετία του 1950 ως την εμφάνιση του «Δικτύου για τη Μελέτη των Εμφυλίων Πολέμων» (2000), που να μην σχετίζεται με την ΕΔΑ, το ΚΚΕ και τις διασπάσεις του. Το σύνολο του επίσημου και ημιεπίσημου λόγου περί του «εαμοβουλγαροκομμουνιστοληστοσυμμοριτισμού» παρουσιάζεται σε μία φράση και μία υποσημείωση (σ. 22). Ήδη από την πρώτη φράση του βιβλίου, ο συγγραφέας θεωρεί αυτονόητη την έναρξη του εμφυλίου το 1943, δίχως να μπει στον κόπο να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό του, έστω και με μια παραπομπή (σ. 9). Διά της αφαίρεσης της ιστορικής συγκυρίας, των γερμανών και των συνεργατών τους, και παρουσιάζοντας το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ ως «κομμουνιστικό στρατόπεδο» (σ. 10), «πετυχαίνει» να θεμελιώσει τον ισχυρισμό του περί αιωνίου δίψας του ΚΚΕ για εξουσία. Μια «θεμελίωση» που γίνεται εκτός των χρονικών ορίων της μελέτης του, αποσείοντας έτσι, «έντεχνα», την ανάγκη τεκμηρίωσης του «δεδομένου» του στο παρόν βιβλίο.
Αποτέλεσμα όλων αυτών των αφαιρέσεων είναι μια μελέτη που κινείται στα όρια μεταξύ μιας εισαγωγής και μιας μονογραφίας, κάτι το οποίο έχει πολύ συγκεκριμένες επιπτώσεις στο πεδίο της παρουσίασης του υλικού: δεν χρειάζεται να εμβαθύνει (είναι εισαγωγή) αλλά, ταυτόχρονα, δε μπορεί παρά να εμβαθύνει (είναι μονογραφία). Έτσι, αν παρατηρήσει κάποιος τις παραπομπές, θα διαπιστώσει ότι ο συγγραφέας σε κάποια σημεία παραπέμπει συστηματικά σε αρχειακές μαρτυρίες (κυρίως στο κεφάλαιο σχετικά με τη βοήθεια των Λαϊκών Δημοκρατιών στον ΔΣΕ), ενώ σε κάποια άλλα δεν παραπέμπει καθόλου, προβάλλοντας τους ισχυρισμούς του ως αυτονόητα και δεδομένα πορίσματα, που δίνουν την εντύπωση στον μη ειδικό και νεαρό αναγνώστη ότι (μάλλον θα) βρίσκουν σύμφωνη την ακαδημαϊκή κοινότητα (τουλάχιστον τα μέλη της που «στοχάζονται ελεύθερα»).
Αν ενώσουμε τα «αυτονόητα» και «δεδομένα», θα καταλήξουμε περίπου στο ακόλουθο σχήμα: ο εμφύλιος άρχισε το 1943 (σ. 9) Το κύριο αίτιό του δεν ήταν η Λευκή Τρομοκρατία μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, αλλά η ακόρεστη δίψα του ΚΚΕ για εξουσία (σ. 11). Όχι των μελών ή των «συνοδοιπόρων» του ΚΚΕ -αυτοί αποτελούν τα τραγικά θύματα της υπόθεσης (σ. 185)- αλλά της ηγετικής του ομάδας. Πρόκειται για μια ηγεσία που εκμεταλλεύεται ποικιλοτρόπως (ακόμα και σεξουαλικά, σ. 147) κάποιους αμόρφωτους (σ. 57 κ.ε.), απολίτικους και ανίδεους χωρικούς (σ. 64), τους κρατά αιχμαλώτους εκβιάζοντάς τους (σ. 139 κ.ε.), αυτούς και τα παιδιά τους (σ. 141 κε), τους εξαναγκάζει να πολεμήσουν επί τρία συναπτά έτη τους νομίμους κατόχους της κρατικής εξουσίας (σ. 155 κ.ε.), αποσκοπώντας στην κατάλυση των θεσμών και την προσάρτηση όλου ή ενός μέρους της ελληνικής επικράτειας στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο. Γι' αυτό το λόγο, άλλωστε, προσπαθεί να προσεταιρισθεί κάθε εν Ελλάδι εθνική μειονότητα (σ. 57-63).
Παρότι διόλου πρωτότυπο (επί δεκαετίες, άλλωστε, ήταν το μόνο νομίμως προβαλλόμενο), το παραπάνω εξηγητικό σχήμα διαθέτει μια ισχυρότατη δυναμική, όχι όμως εξαιτίας του περιεχομένου του. Γι' αυτό και η αντίκρουση, με επιστημονικά επιχειρήματα, του καθενός από τα στοιχεία που το απαρτίζουν, παρότι απαραίτητη, αποδεικνύεται τελικά άγονη και άστοχη: μέσω μιας επιδέξιας προσθαφαίρεσης, επιλογής μαρτυριών και περιπτώσεων που φαίνεται να επαληθεύουν το (προκατασκευασμένο) σχήμα, με αδιόρατα λογικά άλματα και «δικαιολογημένες» λόγω του «εισαγωγικού χαρακτήρα του βιβλίου» αποσιωπήσεις, το επιμέρους παρουσιάζεται ως «αυτονόητο», διά της συνεχούς παράλειψης της «ευκόλως εννοούμενης» δικαιολόγησης του χαρακτήρα του, και ως ενδεικτικό, αντικαθιστώντας «λογικά» το όλον και συγκροτώντας «νομίμως» μια γενίκευση. Η λογικοφανής συνάρθρωση των επιμέρους γενικεύσεων αποτελεί το περιεχόμενο του εν λόγω σχήματος. Η τεκμηριωμένη διάψευση του κάθε επιμέρους, όμως, κάλλιστα μπορεί να απαντάται με την εμφάνιση ενός «νέου» επιμέρους που, «προσερχόμενο αυθορμήτως», θα παρουσιάζεται ως αυτονόητα αληθοφανές, καταλαμβάνοντας τη θέση του διαψευσμένου στο περιεχόμενο του εξηγητικού σχήματος - μια διαδικασία που μπορεί να συνεχίζεται στο διηνεκές. Αλλά ούτε και η κατάδειξη των εσωτερικών αντιφάσεων του σχήματος καρποφορεί: αυτές κάλλιστα συμβάλλουν στην εντύπωση αληθοφάνειάς του και την αποδοχή από τον «ιδανικό» αναγνώστη: αφού το σχήμα είναι ανεπεξέργαστο, άρα δεν είναι κατασκευασμένο.
Η δυναμική του εξηγητικού σχήματος βρίσκεται στη μορφή του, διότι μέσω αυτής έχει προνοήσει για την αποδοχή του από τον «κάθε ενδιαφερόμενο αναγνώστη». Αυτός είναι άλλωστε και ο κύριος στόχος του: «στήνοντας» μια ελεγχόμενη προσομοίωση ενός οιονεί διαλόγου με το σήμερα, έχει ήδη απαντήσει πειστικά στις παρορμήσεις και τις προκαταλήψεις του αναγνώστη. Σύμμαχος του σχήματος δεν είναι η αποδοχή του από την ακαδημαϊκή κοινότητα (παρά μόνο δευτερευόντως και αργότερα) αλλά η ισχύουσα εικόνα της σημερινής πραγματικότητας: σε μια κοινωνία που η «πολιτική» θεωρείται συνώνυμο της κλοπής, όπου ο «απλός λαός» αποτελεί αντικείμενο εξαπάτησης, φαίνεται πράγματι αυτονόητο ότι μια κομματική ηγεσία «τυφλωμένη από το όραμά της για την κατάληψη της εξουσίας» μπορεί να εξαναγκάσει δια της βίας εκατό χιλιάδες ανθρώπους να πολεμήσουν επί τρία συναπτά έτη «έναν πόλεμο που δεν πίστευαν και δε μπορούσαν να κερδίσουν» (σ. 185)... Και για να υπενθυμίσω τον «ψυχοπαθή» Χίτλερ, που είναι τόσο πολύ της μόδας στις μέρες μας: εφόσον «η οικονομία είναι θέμα ψυχολογίας», όπως καθημερινά ακούμε από έγκριτους σχολιαστές, το ίδιο δεν ισχύει και για την Ιστορία; Όπως λοιπόν ο ναζισμός ανάγεται στην φερόμενη ψυχασθένεια του ηγέτη, έτσι και «η εικόνα του ελληνικού κομουνισμού των ετών 1946-1949 δεν είναι παρά αυτή μιας ουτοπίας που έχασε τα λογικά της» (σ. 185). Με μια θαυμαστή αντιστροφή της πραγματικότητας, ο παράλογος κόσμος μας φαντάζει αιωνίως απαράλλαχτος και απολύτως λογικός.
*Ο Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης είναι ιστορικός
Αναδημοσίευση από http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=563206
-----------------------------------------------------------
Ο Εμφύλιος Πόλεμος συνεχίζεται...
Του Κωστα Kαρακωτια
«Απόλυτη ησυχία στον Γράμμο. Απόλυτη», διαπιστώνει και γράφει η Ελενα Χουζούρη στην προτελευταία φράση του μυθιστορήματος της «Πατρίδα από βαμβάκι», ήρωας του οποίου είναι ένας κομμουνιστής γιατρός, αντάρτης στον Γράμμο και αργότερα πρόσφυγας στην Τασκένδη. Ησυχία όμως για τον Γράμμο και για τον Εμφύλιο Πόλεμο που εκτυλίχθηκε κυρίως εκεί, παρ’ όλο που πέρασαν εξήντα χρόνια από το τέλος του, δεν υπάρχει. Η ησυχία βέβαια δεν ταράσσεται από τους ήχους των όπλων, αλλά από το υπαρκτό και έντονο ακόμα αίτημα για την ιστορική και μυθοπλαστική επανάγνωση και διερεύνηση του Εμφυλίου και της πολυεπίπεδης τομής που επέφερε στην ελληνική κοινωνία. Οι διατυπώσεις όμως και οι απόπειρες πραγμάτωσης του αιτήματος αυτού δεν είναι καθόλου ουδέτερες. Στο ιστορικό και ερευνητικό πεδίο εκδιπλώνονται και συγκρούονται διαφορετικές οπτικές και προσεγγίσεις, πολιτικές αλλά και επιστημονικές θέσεις, προσπάθειες δικαίωσης ή ακύρωσης των παρελθόντων ατομικών και συλλογικών πρακτικών και ο Εμφύλιος Πόλεμος φαντάζει σαν να συνεχίζεται με άλλα μέσα.
Η εμφάνιση δε την τελευταία δεκαετία μιας ομάδας ερευνητών, που αποκλήθηκαν «αναθεωρητές», «νέο κύμα» και «νέο ρεύμα», με δηλωμένη την πρόθεσή τους να αμφισβητήσουν την κυρίαρχη και παγιωμένη ερμηνεία της Αριστεράς για την επίδικη δεκαετία 1940 - 1950 και τον Εμφύλιο, πυροδότησε μια οξύτατη διαμάχη στο εσωτερικό της κοινότητας των ιστορικών, η οποία συνεχίζεται με αμείωτη ένταση. Οι αριστεροί ιστορικοί αντιμετώπισαν αρκετά σπασμωδικά την εμφάνιση αυτής της ομάδας και της οπτικής της και μαζί με τα αντεπιχειρήματά τους, συχνά, ξέπεφταν σε μια παρωχημένη συνωμοσιολογία. Ετσι ο καιρός μάλλον δεν είναι μόνο για μυθιστορήματα, όπως νομίζει και σημειώνει η Χουζούρη στην τελευταία φράση της αφήγησής της, αλλά ακόμα προσφέρεται για συγκρούσεις, θεωρητικές βέβαια, και κάθε είδους φορτίσεις. Σ’ αυτό το σχετικά σχηματικά ιδωμένο διανοητικό πλαίσιο, ο Νίκος Μαραντζίδης, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο της Μακεδονίας και από τους κύριους εκφραστές του «νέου ρεύματος», μετά την ενασχόλησή του με διάφορες εγχώριες εκδηλώσεις του κομμουνιστικού φαινομένου, τώρα εστιάζει την προσοχή του στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας, στο ομώνυμο βιβλίο του, που κυκλοφόρησε πρόσφατα.
Ο Μαραντζίδης στη σύντομη, αλλά εξαιρετικά περιεκτική μελέτη του, προσπαθεί να αναλύσει και να αναδείξει τις βασικές, κατ’ αυτόν, πλευρές που συγκροτούν την εμφάνιση και την δράση του Δημοκρατικού Στρατού.
Αριστερά
Ο συγγραφέας ξεκινά με τη διερεύνηση της καταγραφής του ΔΣΕ στη συλλογική μνήμη της Αριστεράς και τη διακύμανσή της ανάλογα με τη συγκυρία στο εσωτερικό της. Διαπιστώνει δε ότι τα τελευταία χρόνια έχει ενταθεί η ανάδειξη και η υπεράσπιση της δράσης του ΔΣΕ. Στη συνέχεια εξετάζει και προβάλλει το ζήτημα της βοήθειας που παρείχαν τα νέα τότε σοσιαλιστικά κράτη.
Με τη χρήση πολλών εγγράφων από τα αρχεία τους, αποκαλύπτει και περιγράφει μια σημαντική ροή πολεμικού υλικού από αυτά στον ΔΣΕ. Προχωρώντας μελετά τη δημογραφική και κοινωνική σύνθεση του ΔΣΕ και τις σχέσεις του με τις διάφορες εθνοτικές ομάδες και κυρίως με τους Σλαβομακεδόνες. Ανακαλύπτει ότι υπεραντιπροσωπεύονταν οι αγρότες, οι οποίοι βέβαια είχαν χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, ενώ προς το τέλος κυρίως του Εμφυλίου οι Σλαβομακεδόνες αποτελούσαν το 30% και πλέον της δύναμης του ΔΣΕ. Στέκεται στην αυτονόητη μάλλον επικυριαρχία του ΚΚΕ στον ΔΣΕ και μελετά τη δυαδική ιεραρχική δομή του ΔΣΕ με τη συνύπαρξη στρατιωτικού διοικητή και πολιτικού επιτρόπου. Εντοπίζει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της πολεμικής τακτικής του ΔΣΕ και διερευνά τις αιτίες που επηρέαζαν το αξιόμαχό του, όπως τις ανθρώπινες απώλειες, την ελλιπή επάνδρωση των μονάδων, το προβληματικό πολεμικό υλικό, την τρομακτική πείνα, την έλλειψη υπόδησης και ένδυσης, τις λιποταξίες, την προβληματική περίθαλψη των τραυματιών, την ψυχολογική κατάρρευση.
Συνεχίζοντας, εστιάζει την προσοχή του σε ζητήματα σχετικά αποσιωπημένα, όπως οι βίαιες στρατολογήσεις και οι σχέσεις των δύο φύλων, η καθημερινότητα στα βουνά. Ερευνά ακόμα τις δικαστικές πρακτικές του ΔΣΕ και τους τρόπους οργάνωσης, έστω διακηρυκτικά περισσότερο, της κοινωνίας στις ανταρτοκρατούμενες περιοχές.
O Mαραντζίδης, οργανώνει το ερευνητικό του σχέδιο με τη μεθοδική χρήση της υπάρχουσας βιβλιογραφίας και με το νέο αρχειακό υλικό από τα πρώην σοσιαλιστικά κράτη που φέρνει στο φως. Η ιστορική αφήγηση όμως που συγκροτεί, φαίνεται προσαρμοσμένη σε μια υπάρχουσα ήδη συγκεκριμένη οπτική. Eισαγωγικά κιόλας δηλώνει με απόλυτο τρόπο σχεδόν, ότι ο ΔΣΕ «υπήρξε η ενσυνείδητη πολιτική επιλογή της κομμουνιστικής ηγεσίας για την κλιμάκωση του αγώνα της, με στόχο την κατάληψη της εξουσίας με έναν συνδυασμό ένοπλων και πολιτικών μέσων».
Ετσι το ερώτημα πώς και γιατί δημιουργήθηκε ο ΔΣΕ δεν τίθεται, γιατί έχει ήδη απαντηθεί από τον συγγραφέα. Η πολιτική συγκυρία μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, η Λευκή Τρομοκρατία, οι διώξεις, οι δολοφονίες, οι φυλακίσεις, οι άνθρωποι που άφηναν το βιος τους και ξανάβγαιναν στο βουνό για προστασία, υποτιμούνται σοκαριστικά από τον Μαραντζίδη. Γι’ αυτό, στην εισαγωγή του και πάλι, σημειώνει αξιωματικά, ότι όλα τα παραπάνω «έπαιξαν μάλλον δευτερεύοντα και νομιμοποιητικό ρόλο στη συνείδηση της ηγεσίας και των κύκλων που επιθυμούσαν τη “ρεβάνς” των ηττημένων του Δεκέμβρη». Η διαμορφωμένη ήδη άποψη του Μαραντζίδη είναι έκδηλη όταν παρουσιάζει σχεδόν ως απάνθρωπες τις πολιτικές και τις πρακτικές του ΚΚΕ και του ΔΣΕ στην επικράτειά του, την οποία θεωρεί και ως πρόπλασμα της ενδεχόμενης λαϊκής δημοκρατίας.
Προφανώς, το ΚΚΕ της εποχής, (όπως και το τωρινό), είναι ένα σταλινικό κόμμα με πολλές, πάρα πολλές, σκοτεινές περιοχές στην πορεία του, αλλά ο Μαραντζίδης φαίνεται να ξεχνά ότι η συγκεκριμένη έρευνά του αφορά ένα κόμμα εν πολέμω και ότι ο χώρος όπου αυτό δρα και κυριαρχεί είναι ταυτόχρονα και πεδίο μάχης όπου διακυβεύεται καθημερινά η ύπαρξή του. Μάλλον λοιπόν η στιγμή δεν προσφέρεται για την εξαγωγή συμπερασμάτων. Αλλωστε, τότε και στον χώρο κυριαρχίας του κυβερνητικού στρατού ούτε οι αιχμάλωτοι επιζούσαν ούτε οι αντιφρονούντες κυκλοφορούσαν ελεύθεροι.
Αντιφάσεις
Στη συστηματικά αρθρωμένη έρευνα και προβληματική του συγγραφέα υπάρχουν πάντως κενά και ελλείψεις, όπως οι σχεδόν μηδαμινές αναφορές στον ΔΣΕ στην υπόλοιπη Ελλάδα και τα εκεί χαρακτηριστικά του, αντιφάσεις, όπως αυτή ανάμεσα στον περιγραφόμενο πακτωλό βοήθειας από τα τότε σοσιαλιστικά κράτη και την απόλυτη υλική ένδεια και την πείνα των ανταρτών, γενικεύσεις, όπως η αναγωγή σε κανόνα κάποιων αναφερόμενων περιστατικών σε αφηγήσεις παλιών μαχητών.
Το βιβλίο του Μαραντζίδη όμως κεντρίζει το ενδιαφέρον και μακριά από τους άκριτους επαίνους όσων φαντασιώνονται ότι είναι οι μόνοι φιλελεύθεροι στην Ελλάδα ή τις άκριτες καταγγελίες κάποιων αριστερών που αναπαράγουν ξεπερασμένες συνωμοσιολογικές αντιλήψεις, προκαλεί σε διάλογο, οξύ μεν, αλλά με επιχειρήματα.
Αναδημοσίευση από http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_29/08/2010_412728
------------------------------------------------------------
«Μια ουτοπία που έχασε τα λογικά της»: Μια μη ιστορία του ΔΣΕ
Του Γιάννη Σκαλιδάκη
Κυκλοφόρησε την άνοιξη το έργο του Νίκου Μαραντζίδη, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, που αναφέρεται στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας. Το βιβλίο ήταν, κατά κάποιο τρόπο, αναμενόμενο. Ο συγγραφέας, μαζί με τον καθηγητή του Γέιλ Στάθη Καλύβα αλλά και άλλους, εκπροσωπεί ένα «νέο ρεύμα» ιστοριογραφίας για τη δεκαετία του ’40 που είχε παρουσιαστεί με ανακοινώσεις σε συνέδρια, παρεμβάσεις στον Tύπο και συλλογικούς τόμους άρθρων - αλλά όχι με ένα συνθετικό έργο. Δέκα χρόνια κράτησε η αναμονή για ένα αποτέλεσμα με περιεχόμενο αναμενόμενο και αυτό.
Το βιβλίο έχει ένα κύριο χαρακτηριστικό, την αναπαραγωγή, σύνθεση και εκ νέου στοιχειοθέτηση όλων των χαρακτηριστικών που προσέδιναν στον ΔΣΕ οι αντίπαλοί του, σύγχρονοι και μεταγενέστεροι. Δηλαδή, ότι ήταν ένας στρατός που στηριζόταν, σε συντριπτικό βαθμό, από την εξωτερική βοήθεια, ένας στρατός κομματικός μιας ηγεσίας επικίνδυνης, ένας στρατός που στη σύνθεσή του βάραιναν αποφασιστικά οι σλαβομακεδόνες μειονοτικοί, οι επιστρατευμένοι ανήλικοι και ανήλικες, αιχμάλωτοι αγράμματοι χωριάτες που το ΚΚΕ κρατούσε ομήρους τα παιδιά τους. Πρόκειται για μια επιθετική παρουσίαση που παρουσιάζει όλα τα παραπάνω, ως αποδεδειγμένα πλέον, ενάντια, μάλιστα, σε μια προηγούμενη στρατευμένη ιστοριογραφία που υποτίθεται ότι κυριαρχούσε στο δημόσιο λόγο.
Μια σκηνοθετημένη ιστορία
Δεν θα επιμείνουμε σε αυτή τη σύντομη παρουσίαση στην ανασκευή των επιχειρημάτων Μαραντζίδη. Το καινούργιο στοιχείο είναι ότι τα επιχειρήματα αυτά ενισχύονται από νέα τεκμηρίωση, μέσα από αρχεία ελληνικά και των ανατολικών χωρών. Κατά τη γνώμη μου, πρόκειται για προκατασκευασμένα σχήματα που χτίζονται με επιλεκτική χρήση των πηγών.
Το κύριο χαρακτηριστικό της αρχιτεκτονικής είναι η απουσία οποιουδήποτε πλαισίου. Ο συγγραφέας μάς παρουσιάζει τον ΔΣΕ χωρίς τον Εμφύλιο, χωρίς τον αντίπαλό του Εθνικό Στρατό και το μπλοκ, εγχώριο και διεθνές που τον στηρίζει, χωρίς φυσικά καμία αναφορά σε κοινωνικές και πολιτικές αντιθέσεις που δημιουργούν και συντηρούν έναν εμφύλιο. Υπάρχει μόνο ο ΔΣΕ, το ΚΚΕ, ο Στάλιν, οι λαϊκές δημοκρατίες, τα κίνητρά τους και οι παράλογοι σχεδιασμοί τους. Τα εντελώς απαραίτητα, πότε και γιατί άρχισε ο εμφύλιος θεωρούνται λυμένα: από το 1943 το ΚΚΕ ξεκίνησε για την κατάληψη της εξουσίας και αφού απέτυχε στα Δεκεμβριανά, με τον Ζαχαριάδη και την έξωθεν υποστήριξη ξεκίνησε και πάλι.
Αφαιρουμένου ή αλλοιωμένου του ιστορικού πλαισίου, χωρίς σύγκριση και βάθος, μπορούν φυσικά να αλλάζουν οι διαστάσεις των γεγονότων και να χρησιμοποιείται κατά βούληση οποιαδήποτε πηγή, από την πλέον επίσημη μέχρι την τελευταία μαρτυρία. Ακόμη κι έτσι όμως, είναι να απορεί κανείς με τις αντιφάσεις στην παρουσίαση ενός στρατού που δέχεται σημαντική βοήθεια από τους βόρειους γείτονές του και μερικές σελίδες παρακάτω είναι σε κακά χάλια και οδηγείται στο πλιάτσικο περιουσιών και ανθρώπων. Για όλα, όμως, αυτά τα ζητήματα και άλλα, έχουν γραφτεί σοβαρές κριτικές στον Τύπο (Αυγή, Τα Νέα) από ιστορικούς που έχουν γνώση και άποψη για την περίοδο.
Η απήχηση και το «νέο ρεύμα»
Ένα γενικότερο ζήτημα που έχει τη σημασία του είναι η εκδοτική επιτυχία του βιβλίου και η σημαντική θέση και απήχηση που έχουν στην ιστοριογραφία και στη δημόσια συζήτηση ερμηνείες που, αν μη τι άλλο, χρησιμοποιούν επιλεκτικά την ιστορία για να προωθήσουν ιδεολογικές και πολιτικές θέσεις. Το ότι το αυτοπροσδιοριζόμενο ως «νέο ρεύμα» έχει σημαντικές προσβάσεις δεν είναι κάτι που πρέπει να εκπλήσσει. Τις έχει, κατά τη γνώμη μου, ως ιδεολογικός χώρος και όχι παρουσιάζοντας κάποιο σημαντικό και πρωτότυπο έργο. Και αυτό γιατί επαγγέλλεται έναν «προοδευτικό» (αντιολοκληρωτικό, αντιεθνικιστικό, αντικρατικό) λόγο που είναι, όμως, ενάντια στην Αριστερά, τότε και τώρα (χαρακτηριστικές οι τοποθετήσεις του «ρεύματος» για τον Δεκέμβρη του 2008). Σε αυτό μπορεί να συγκινήσει και νέους επιστήμονες και ένα χώρο της διανόησης, που μέρος της ανδρώθηκε μεν στην Αριστερά και στα περιοδικά της, μια προηγούμενη περίοδο, αλλά θέλει να πετάξει για αλλού (βλέπε και το άρθρο του Νικόλα Σεβαστάκη, Οι νέοι φιλελεύθεροι, Ελευθεροτυπία, 19/06/2010).
Για να ξαναγυρίσουμε στο βιβλίο και την απήχησή του, δεν θα πρωτοτυπήσουμε αν πούμε ότι σε συνθήκες άμβλυνσης των ιδεολογικών σταθερών και διάψευσης του «τέλους της ιστορίας» από τη συνεχή επιδείνωση των όρων ζωής των ανθρώπων, το παρελθόν αποτελεί και πάλι την πηγή άντλησης παραδείγματος, προσανατολισμού και κυρίως ταυτότητας. Για το λόγο αυτό, η ιστορία «πουλάει» και, φυσικά, γίνεται πεδίο αντιπαράθεσης αντιμαχόμενων πολιτικών, που ψάχνουν σε αυτήν την επιβεβαίωσή τους. Η άμβλυνση των κριτηρίων, τόσο για τη συγγραφή της ιστορίας όσο και για την παρουσία της στο δημόσιο λόγο, δεν είναι άμοιρη της ιστορικής συγκυρίας. Σε αυτό το επίπεδο, η σοβαρή και όχι εύκολη αντιπαράθεση απέναντι σε εκδοχές που, πατώντας στη συγκυρία, παρουσιάζουν τις προσπάθειες για κοινωνική απελευθέρωση ως υπεύθυνες για μύρια όσα περασμένα, προσπαθώντας βασικά να τις ακυρώσουν στο σήμερα, είναι μια πρόκληση.
Αναδημοσίευση από http://e-dromos.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=2623
ΟΙ ΕΛΛΗΝΟΦΩΝΟΙ ΑΝΤΑΡΤΕΣ ΜΕ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΘΝΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΕΣΦΑΓΙΑΣΑΝ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΑΛΛΑ ΕΧΑΣΑΝ ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΑΦΕΝΤΙΚΟ ΤΟΥΣ Ο ΣΤΑΛΙΝ ΤΟΥΣ ΠΟΥΛΗΣΕ . ΤΚΑΙ ΤΕΛΟΣ ΚΑΛΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
ΑπάντησηΔιαγραφήΑΛΗΤΕΣ ΠΡΟΔΟΤΕΣ ΚΟΥΜΜΟΥΝΙΣΤΕΣ
ΑπάντησηΔιαγραφήΛΑΕ ΘΥΜΗΣΟΥ ΤΟ ΧΩΜΑ ΠΟΥ ΠΑΤΑΣ ΛΕΥΤΕΡΩΣΕ Ο ΑΡΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΟΥΣ ΦΑΣΙΣΤΕΣ ΧΙΤΕΣ ΤΑΓΜΑΤΑΣΦΑΛΙΤΕΣ ΝΕΟΝΑΖΙ
ΑπάντησηΔιαγραφήΛΑΕ ΘΥΜΗΣΟΥ ΒΟΥΝΑ ΚΑΜΠΟΥΣ ΠΛΑΓΙΕΣ, ΛΕΥΤΕΡΩΣΕ Ο ΖΕΡΒΑΣ ΚΑΙ Ο ΕΔΕΣ. ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ ΝΑ ΠΑΤΕ ΚΟΜΜΟΥΝΙΑ ΚΑΙ ΝΑΖΙ ΠΟΥ ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ ΙΟΥΝΙΟ (ΤΟΥ 1941) ΔΟΥΛΕΥΑΤΕ ΜΑΖΙ.
ΔιαγραφήΕΣΕΙΣ ΟΙ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΕΣ ΕΙΣΑΣΤΕ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟΙ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΛΥΚΟΥΣ.ΣΑΣ ΑΦΗΣΑΜΕ ΤΟΣΑ ΧΡΟΝΙΑ ΝΑ ΓΥΡΙΣΕΤΕ ΑΠΟ ΤΟ 'ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ' ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΕΙΠΑΜΕ ΟΛΑ ΠΕΡΑΣΜΕΝΑ ΞΕΧΑΣΜΕΝΑ.ΑΛΛΑ ΕΣΕΙΣ ΟΙ ΛΟΚΟΙ ΜΟΝΟ ΤΟ ΜΑΛΙ ΑΛΛΑΞΑΤΕ ΟΧΙ ΤΟ ΜΥΑΛΟ.Ε...ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΓΓΛΟΥΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΚΑΛΟΙ,ΑΛΛΑ ΟΙ ΛΙΡΕΣ ΤΟΥΣ ΠΟΥ ΣΑΣ ΕΔΩΣΑΝ ΗΤΑΝ ΚΑΛΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΚΡΣΤΗΣΑΤΕ !!!.
ΔιαγραφήΝα λογοδοτήσουν όλοι οι Κουμμουνιστές ως εγκληματίες πολέμου και να αφήσουν τα παραμυθια για την δεξιά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτην καλύτερη εκδοχή ο Ελληνας Κουμουνιστής είναι ένας κομπλεξικός και ακαμάτης, που ψαχνει να ασχοληθεί μέ όσα δεν φθάνει η αλεπού. ...
Μιλάνε και σχολιάζουν οι επιθυμούντες την εκχώρηση της Μακεδονίας στην ΣΝΟΦ.Μόνο να σκεφτεί κανείς την σημερινή τραγωδία που περνά ο τόπος απο τους θαυμαστές του Μπελογιάννη και του κίναιδου Βελουχιώτη φτάνει.Αν σας αρέσουν τα κομμουνιστικά βίτσια μετακομίστε σε κανένα ΓΚΟΥΛΑΚ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠΑΤΕ ΣΤΟΝ ΓΡΑΜΜΟ ΝΑ ΣΑΣ ΔΕΙΞΟΥΝ ΟΙ ΤΣΟΜΠΑΝΑΡΕΟΙ ΠΟΥ ΤΑ ΠΕΤΟΥΣΑΝΕ ΤΑ ΕΞΩΓΑΜΑ ΟΙ ΑΝΤΑΡΤΕΣ ,ΚΑΙ ΝΑ ΚΟΙΜΗΘΕΙΤΕ ΕΝΑ ΒΡΑΔΥ ΕΚΕΙ ,ΘΑ ΣΑΣ ΣΗΚΩΘΕΙ Η ΤΡΙΧΑ ΑΠΟ ΤΑ ΒΟΒΗΤΑ ΠΟΥ ΘΑ ΑΚΟΥΣΕΤΕ.ΑΥΤΟΣ ΗΤΑΝ Ο ΔΣΕ ΜΕ ΤΑ ΕΞΩΓΑΜΑ ΜΩΡΑ.
ΑπάντησηΔιαγραφή