Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2012

Μνήμη και λήθη του Εμφυλίου

Οι δύο πλευρές επιχείρησαν να ξεχάσουν το παρελθόν και να επιστρέψουν σε μια ειρηνική συμβίωση

Της Ελενης Πασχαλουδη*

Η θεσμική μνήμη μιας κοινωνίας συνήθως συγκροτείται από ιστορικά γεγονότα και σύμβολα που προάγουν την κοινωνική και την εθνική συνοχή, αλλά και την αίσθηση της ιστορικής συνέχειας στον χώρο και στον χρόνο. Γι’ αυτό, κατά κανόνα δεν θεωρούνται αξιομνημόνευτες όλες οι ιστορικές στιγμές μιας χώρας ούτε και φυσικά εορτάσιμες. Αντίθετα, επιλέγονται για να αναδειχθούν και να εορταστούν γεγονότα θετικής σημασίας που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως σύμβολα εθνικής υπερηφάνειας και ως παραδείγματα προς μίμηση. Τέτοια γεγονότα μπορεί να είναι, για παράδειγμα, η απόκρουση ενός παντοδύναμου ή επικίνδυνου εχθρού (28 Οκτωβρίου 1940) ή η επανάσταση με σκοπό την ίδρυση εθνικού κράτους (25 Μαρτίου 1821). Αντίθετα, ένας εμφύλιος πόλεμος, που τελειώνει με την απόλυτη επικράτηση της μιας πλευράς πάνω στην άλλη και συνοδεύεται από μεγάλο αριθμό νεκρών, εξόριστων και φυλακισμένων δεν είναι ένα γεγονός που μπορεί να μνημονεύεται. Ο εορτασμός της νίκης επί ενός αντιπάλου-αδερφού είναι ένα ζήτημα εξαιρετικά λεπτό. Είναι πολύ δύσκολο να συμβαδίσουν η χαρά της νίκης για το τέλος των εχθροπραξιών και ο θρίαμβος των νικητών με την τραγωδία μιας αδελφοκτόνου σύγκρουσης.

Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος υπήρξε ένας από τους πιο αιματηρούς και καταστροφικούς πολέμους στη νεότερη ελληνική ιστορία. Αμέσως μετά τη λήξη των συγκρούσεων τον Αύγουστο του 1949, επιθυμία όλων, και των νικητών και των ηττημένων, ήταν να ξεχάσουν το παρελθόν για να επιστρέψουν στην ειρηνική συμβίωση, στην πρόοδο και στην ευημερία που υποσχόταν η μεταπολεμική περίοδος. Υπήρχε, όμως, τρόπος να ξεχάσει η κοινωνία αυτήν τη διαίρεση; Και αν δεν την ξεχνούσε πώς θα μπορούσε να τη θυμάται;

Νικητές και ηττημένοι σε διαφορετική πορεία

Ο εμφύλιος πόλεμος και η ήττα των Ελλήνων κομμουνιστών δεν μπορούσαν απλώς να περιπέσουν στη λήθη, παρά την επιθυμία όλων για το αντίθετο. Η κοινωνία πριν από την επιστροφή στην καθημερινότητα είχε ανάγκη, καταρχήν, να ερμηνεύσει τη διαμάχη και να δικαιώσει τους πολεμιστές της. Οι νικητές επιπλέον δεν μπορούσαν να αρκεστούν μόνο στον στρατιωτικό θρίαμβο. Χρειάζονταν και μια πολιτική νίκη, η οποία θα επισφράγιζε τη στρατιωτική και θα εγγυόταν ότι η διαίρεση σε εθνικόφρονες και μη εθνικόφρονες θα οριοθετούσε στο εξής την πολιτική και κοινωνική ζωή. Με άλλα λόγια, μετά τη στρατιωτική συντριβή έπρεπε επιπλέον να διασφαλιστεί και η ολοκληρωτική περιθωριοποίηση των ηττημένων. Η συγκρότηση μιας επίσημης ερμηνείας για το διαιρετικό παρελθόν ήταν, λοιπόν, απαραίτητη προκειμένου να δικαιώσει τις πολιτικές επιλογές των νικητών στο παρελθόν, αλλά κυρίως στο παρόν και στο μέλλον.

Η ερμηνεία αυτή συγκροτήθηκε καταρχήν με τη θεσμοθέτηση της 29ης Αυγούστου 1949 ως εθνικής εορτής το 1950. Από την επόμενη χρονιά, το 1951, ορίστηκε με Β.Δ. ως «ημέρα προσκυνήματος και δεήσεως υπέρ των πεσόντων καθ’ όλον τον αντικομμουνιστικόν αγώνα του Εθνους» και εορτασμού της «πολεμικής αρετής των Ελλήνων». Με αυτόν τον τρόπο ο αντικομμουνιστικός αγώνας αφενός οριζόταν ως συνέχεια των μεγάλων εθνικών αγώνων εναντίον των ξένων επιδρομέων και κατοχυρωνόταν ως η τελευταία μεγάλη νίκη του ελληνικού έθνους εναντίον των εχθρών του. Αφετέρου, η επέτειος αποκτούσε ευρύτερη αποδοχή και θα μπορούσε μακροπρόθεσμα να αναδειχθεί εξίσου σημαντική με την 28η Οκτωβρίου και την 25η Μαρτίου.

«Εξωθεν»

Παράλληλα, η αφήγηση των νικητών για τον εμφύλιο πόλεμο αποκρυσταλλώνεται και χρησιμοποιείται στον πολιτικό λόγο των κομμάτων της Δεξιάς και του Κέντρου. Η εμφύλια σύγκρουση, ο «συμμοριτοπόλεμος», ερμηνεύεται μέσα από το σχήμα των τριών κομμουνιστικών επαναστάσεων, οι οποίες υπαγορευμένες από τα συμφέροντα του διεθνούς κομμουνισμού είχαν στόχο να υποβιβάσουν την Ελλάδα σε δορυφόρο της Σοβιετικής Ενωσης. Την αποχώρηση των στρατευμάτων Κατοχής το 1944 ακολούθησε η ανταρσία του Δεκεμβρίου, η οποία βύθισε τη χώρα στο χάος του «συμμοριτοπόλεμου» αφού υπέστη την κομμουνιστική επιδρομή η οποία σχεδιάστηκε εξ ολοκλήρου «έξωθεν». Η γενικευμένη σύγκρουση της περιόδου 1946-1949 δεν αντιμετωπίζεται ως εμφύλια, αλλά ως αγώνας μέχρις εσχάτων μεταξύ Ελλήνων και ξένων, δηλαδή Σλάβων, και εντάσσεται στο μακραίωνο παρελθόν της φυλής και σε όλους τους μεγάλους αγώνες που έδωσαν οι Ελληνες για να διασφαλίσουν την ελευθερία τους, ενώ θεωρείται επίσης αυτονόητη συνέχεια του ελληνοϊταλικού πολέμου 1940-1941.

Αντιθέσεις στο Κέντρο

Σε αυτήν την αφήγηση, η οποία κατοχύρωνε τη διαίρεση της εθνικοφροσύνης, βασίστηκε και η πολιτική ταυτότητα της αναδομημένης μεταπολεμικής Δεξιάς. Το Κέντρο, παρόλο που ανήκε στους νικητές του εμφυλίου πολέμου, δεν μπόρεσε ποτέ να ταυτιστεί πλήρως με τις διαιρέσεις της εθνικοφροσύνης. Από τη μια πλευρά ανταγωνιζόταν με τη Δεξιά διεκδικώντας τη θέση του στον χώρο των εθνικοφρόνων. Οι πολιτικοί του Κέντρου εκείνη την εποχή υπενθύμιζαν στους λόγους τους τον ρόλο που έπαιξαν στην τελική έκβαση του πολέμου οι κεντρώες κυβερνήσεις. Από την άλλη πλευρά, όμως, στόχευε στην πολιτική εκπροσώπηση ενός μεγάλου τμήματος της μη κομμουνιστικής Αριστεράς, η οποία κινούνταν εκτός των ορίων της εθνικοφροσύνης. Ετσι, η σχέση της παράταξης με το εμφυλιοπολεμικό παρελθόν παρέμεινε αμφίθυμη και προβληματική, φέρνοντας στην επιφάνεια τις αντιθέσεις στο εσωτερικό της παράταξης και την αδυναμία της να συγκροτηθεί σε ενιαίο κομματικό φορέα.

Για τους ηττημένους τα πράγματα ακολούθησαν διαφορετική πορεία. Μετά την ήττα του 1949, το ΚΚΕ δεν ήταν παρά ένα μικρό παράνομο κόμμα αποτελούμενο από την ηγετική ομάδα και έναν υποτυπώδη κομματικό μηχανισμό. Στην ασφάλεια της υπερορίας ο μηχανισμός αυτός συντηρούσε μια επαναστατική ρητορική, η οποία επαγγελλόταν τη διατήρηση της «επαναστατικής κατάστασης» στην Ελλάδα. Η ρητορική αυτή εκφραζόταν με το γνωστό σύνθημα το «όπλο παρά πόδα». Στο εσωτερικό της χώρας τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Οσοι αριστεροί παρέμειναν στην Ελλάδα εκφράστηκαν πολιτικά μέσα από τη Δημοκρατική Παράταξη και κυρίως από την Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ), η οποία ιδρύθηκε λίγο πριν από τις εκλογές του 1951. Στον λόγο της ΕΔΑ ο εμφύλιος πόλεμος αποσιωπάται, ενώ αναδεικνύεται το εαμικό-αντιστασιακό παρελθόν το οποίο θα αποτελέσει τη σταθερή αναφορά της Αριστεράς στον μεταπόλεμο

Εγινε θέμα - ταμπού για την ελληνική κοινωνία

Η πρώτη αυτή μετεμφυλιακή περίοδος κλείνει με τη διατύπωση του αιτήματος της λήθης, της οριστικής, δηλαδή, τοποθέτησης του διχαστικού εμφυλίου πολέμου στο παρελθόν. Οι δύο μεγάλοι αντίπαλοι, η Δεξιά και η Αριστερά, σχεδόν ταυτόχρονα εντάσσουν στον πολιτικό τους λόγο τη «λήθη» ως στρατηγική και ως πρόταγμα. Η μνημόνευση των διαιρέσεων, έστω και σε επίπεδο ρητορικής, εκείνη τη χρονική στιγμή δεν θα προσέφερε καμία απολύτως υπηρεσία ούτε στους νικητές ούτε στους ηττημένους. Αντίθετα, θα δυναμίτιζε την προσπάθεια της χώρας να επουλώσει τις πληγές της και να ανασυγκροτηθεί. Ούτε η Δεξιά ούτε η Αριστερά, αντίθετα ίσως με ό,τι πιστεύουμε, θέλησαν να συγκροτήσουν τον πολιτικό τους λόγο με άξονα τη διαίρεση της κοινωνίας. Αντίθετα, νικητές και ηττημένοι, αμέσως μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, αναζήτησαν στο παρελθόν γεγονότα, πρότυπα και σύμβολα, των οποίων η υπενθύμιση θα μπορούσε να λειτουργήσει στο παρόν ενωτικά και όχι διαιρετικά.

Για τη Δεξιά, μετά τις εκλογές του 1952 και τη συντριπτική νίκη του Ελληνικού Συναγερμού (Ε.Σ.), το σύνθημα «λήθη στο παρελθόν» αποδείχθηκε σοφή πολιτική επιλογή. Ο Α. Παπάγος παρουσιάστηκε ως «ειρηνοποιός», γεγονός που επέτρεψε στον Ε.Σ. να διευρύνει την επιρροή του στο εκλογικό σώμα και ταυτόχρονα προσέδωσε περισσότερο κύρος στην πολιτική του. Για την Αριστερά, η διατύπωση του αιτήματος της «λήθης» από το ΚΚΕ την άνοιξη του 1951 αποτελεί το εισιτήριο για την επανεγγραφή των αριστερών στην πολιτική ζωή της χώρας. Η εγκατάλειψη της εμφυλιοπολεμικής ρητορικής ήταν απαραίτητη προκειμένου να εδραιώσει η ΕΔΑ την κοινοβουλευτική της παρουσία. Επιπλέον, στο εσωτερικό της παράταξης, η προτροπή της ηγεσίας του ΚΚΕ «να ξεχάσουν όλοι τις παλιές αντιπαραθέσεις», αφού πρέπει να εργαστούν για τον ίδιο σκοπό, στόχευε να αμβλύνει τις αντιθέσεις με τη μη κομμουνιστική Αριστερά και να ενδυναμώσει την ΕΔΑ. Για τον χώρο του Κέντρου, τέλος, οι διαιρέσεις του παρελθόντος αποτελούσαν πάντοτε ένα επικίνδυνο παρελθόν. Η παράταξη, βέβαια, είχε δημιουργηθεί εξαιτίας της ρήξης μεταξύ της Αριστεράς και της Δεξιάς, αλλά η ύπαρξη και η ενδυνάμωσή της προϋπέθεταν την υπέρβασή της.

Στον λόγο του Ε.Σ. ήδη από την προεκλογική περίοδο του 1951, η επίκληση του εμφυλίου πολέμου αποφεύγεται. Αντικαθίσταται από την υπόσχεση για ένα καλύτερο και ειρηνικό μέλλον. Επίσης, από το 1952 και μετά, ο εορτασμός της 29ης Αυγούστου αν και συνεχίζεται δεν προβάλλεται με την ίδια έμφαση από τον Τύπο, ενώ κάθε χρόνο όλο και λιγότεροι εκπρόσωποι της κυβέρνησης παρίστανται στις εκδηλώσεις. Αλλωστε η 29η Αυγούστου δεν έγινε ποτέ επίσημη αργία, όπως συνέβη με τις άλλες δύο εθνικές επετείους. Ο εμφύλιος πόλεμος, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, έγινε ένα θέμα ταμπού για την ελληνική κοινωνία. Παρόλο που οι διαιρέσεις που κληροδότησε καθόρισαν την ελληνική πολιτική ζωή τουλάχιστον μέχρι το 1974, καμία πολιτική δύναμη δεν θέλησε να ταυτιστεί με τις αρνητικές και διαιρετικές συμπαραδηλώσεις που προκαλούσε η υπενθύμισή του.

Αναδημοσίευση από http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_ell_1_22/12/2012_505901

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2012

Εμφύλιος, μια ελληνική υπόθεση


Η αδυναμία της κυβέρνησης να επιβάλει τον νόμο και η άρνηση της ηγεσίας του ΚΚΕ να συνεργαστεί με τους αντιπάλους της
Του Θανου Bερεμη*

Η ένοπλη αναμέτρηση του εμφυλίου δεν ήταν προϊόν συνωμοσίας της Αριστεράς ή της Δεξιάς μολονότι ήταν αναπόφευκτο να επιδιώξουν και οι δύο πλευρές να ταυτίσουν το αποτέλεσμα της σύγκρουσης με τα σχέδια των πρωταγωνιστών του Ψυχρού Πολέμου, της Σοβιετικής Ενωσης και των ΗΠΑ. Ομως τον ελληνικό εμφύλιο δεν προκάλεσαν ούτε οι ΗΠΑ, ούτε η Σοβιετική Ενωση αλλά η αδυναμία της ελληνικής κυβέρνησης να επιβάλει τον νόμο και να εξασφαλίσει την ισονομία και η άρνηση της ηγεσίας του ΚΚΕ να συνεργαστεί με τους πολιτικούς της αντιπάλους τους οποίους περιφρονούσε. Υπήρξαν και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, μεταπολεμικές εκρηκτικές κοινωνικές συνθήκες χωρίς όμως να οδηγηθούν στην ένοπλη σύγκρουση.

Περισσότερο από όλες τις μορφές ένοπλης βίας, ο εμφύλιος πόλεμος ενέχει το στοιχείο της οικειότητας ανάμεσα στους εμπόλεμους που καθιστά τις διαφορές τους πιο προσωπικές και γι’ αυτό δυσεπίλυτες. Αν οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού έβλεπαν τους αντιπάλους του Εθνικού Στρατού σαν μίσθαρνα όργανα του «μοναρχοφασισμού», οι αντίπαλοι τους θεωρούσαν αποστάτες μιας μεγάλης εθνικής παράδοσης και ενεργούμενα μιας ξενοκίνητης συνωμοσίας. Ετσι ενώ οι πόλεμοι μεταξύ κρατών τερματίζονται συνήθως όταν μια από τις δύο πλευρές επιβληθεί στο πεδίο της αναμέτρησης, ο εμφύλιος συνεχίζεται μέσα στις ψυχές των αντιπάλων πολλά χρόνια μετά την έκβασή του. Τον ελληνικό εμφύλιο προκάλεσαν κυρίως οι Ελληνες και όσο πιο γρήγορα οι ιστορικοί μας αντιληφθούν την απλή αυτή αλήθεια τόσο πιο γρήγορα θα αρχίσει να ξετυλίγεται ο μπερδεμένος μίτος της ιστορικής μας Αριάδνης. Υπήρξαν βέβαια ξένες δυνάμεις που θέλησαν να επωφεληθούν από την αδυναμία της Ελλάδας να επιβάλει την κυριαρχία της σε πληθυσμούς της βορειοδυτικής, κυρίως, Μακεδονίας οι οποίοι είχαν συνεργαστεί με τους κατακτητές και με γιουγκοσλάβικη ενθάρρυνση αναζητούσαν αυτόνομη ή ανεξάρτητη κρατική οντότητα μετά τον Πόλεμο. Μια από τις τελευταίες πράξεις του Νίκου Ζαχαριάδη, γενικού γραμματέα του ΚΚΕ, ήταν η απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ (Ε΄ Ολομέλεια) τον Ιανουάριο του 1949 με την οποία υποσχόταν την «εθνική αποκατάσταση» των Σλαβομακεδόνων. Ο γενικός γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ είχε προφανώς οδηγηθεί στην απόφαση αυτή για το Μακεδονικό από την επιθυμία του να θέσει υπό τον έλεγχο του κόμματός του τους φιλογιουγκοσλάβους κομμουνιστές, τη στιγμή ακριβώς που ο Τίτο, εξαιτίας της ρήξης του με την Κομινφόρμ, είχε αναγκαστεί να αναστείλει τον μακεδονικό αλυτρωτισμό. Ο Ζαχαριάδης έσπευσε να ταυτισθεί με τον αντίπαλο του Τίτο, βουλγαρικό αλυτρωτισμό στη Μακεδονία. Η θέση για την αυτονομία αυτή της Μακεδονίας εγκαταλείφθηκε με απόφαση της ΣΤ΄ Ολομέλειας τον Οκτώβριο του 1949, όμως η ζημιά είχε γίνει πια.

Η σύνθεση των δύο αντιπάλων

Σημαντικοί νέοι ιστορικοί της Θεσσαλονίκης κυρίως καταπιάστηκαν με ευαίσθητα θέματα του εμφυλίου χωρίς δεξιές ή αριστερές αγκυλώσεις. Ομως ακόμα και κατά την εποχή του Ψυχρού Πολέμου δεν είναι αμελητέος ο αριθμός ιστορικών που απέκτησαν πρόσβαση σε αρχειακό υλικό που μέχρι την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού ήταν απρόσιτο. Οι Φίλιππος Ηλιού, Βασίλης Κόντης, Σπύρος Σφέτας, Ιάκωβος Μιχαηλίδης, Κώστας Κατσάνος, Κατερίνα Τσέκου υπήρξαν μερικοί από αυτούς. Ολοι αυτοί και πολλοί ακόμα που ασχολήθηκαν με πτυχές του ελληνικού εμφυλίου είναι δυνατό να καταταχθούν στις γνωστές ιστοριογραφικές κατηγορίες: την ορθόδοξη ή παραδοσιακή, την αναθεωρητική και τη μετα-αναθεωρητική ή ρεαλιστική. Και αν η ιστορία του ΚΚΕ του Γεωργίου Κούσουλα τοποθετείται εύκολα στην παραδοσιακή κατηγορία, πού να κατατάξουμε τον Κ. Μ. Γουντχάουζ αυτόπτη του εμφυλίου και πρωταγωνιστή; Αξίζει να θυμίσουμε ότι ο Γουντχάουζ ως συντηρητικός βουλευτής στο βρετανικό Κοινοβούλιο άσκησε αυστηρή κριτική κατά της ελληνικής στρατιωτικής δικτατορίας και στο αυτοβιογραφικό του έργο «Something Ventured», κατέκρινε την πατρίδα του για την πολιτική της στο Κυπριακό. Πού να κατατάξουμε ακόμα τον Γιάννη Ιατρίδη που πρώτος έγραψε επιστημονικά για τον Δεκέμβριο του 1944 και υπήρξε υπεύθυνος για το «αναθεωρητικό» συνέδριο για την περίοδο 1944-49; Ασφαλώς ούτε παραδοσιακός είναι ούτε και αναθεωρητικός και σίγουρα όχι μετα-αναθεωρητικός. Τι είναι; Ισως όπως οι περισσότεροι ξεχωριστοί της επιστήμης, πρόδρομος μιας μελλοντικής ανεξάρτητης ιστοριογραφίας.

Και πρώτα από όλα μια ματιά στα δύο αντίπαλα στρατόπεδα που δεν είχαν ενιαίο ιδεολογικό χαρακτήρα. Οι αριστεροί πέραν του ΚΚΕ αγκάλιαζαν μια ευρύτερη τάξη που ταυτίστηκε με την ένοπλη αντίσταση κατά του κατακτητή και αποτέλεσε ένα δυναμικό και ακέραιο ηθικά τμήμα της κατεχόμενης Ελλάδας. Ακόμα και πρόκριτοι του βενιζελισμού, όπως ο Κυριάκος Βαρβαρέσος, είχαν να πουν επαινετικά λόγια για όσους επάνδρωσαν την Αντίσταση ως μια νέα μεταρρυθμιστική δύναμη στην ελληνική κοινωνία. Ο πυρήνας βέβαια του Δημοκρατικού Στρατού, πολύ περισσότερο από τους συναγωνιστές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, επέδειξε υποδειγματική πειθαρχία στα κελεύσματα της Μόσχας. Οταν επήλθε η ρήξη του Τίτο με τον Στάλιν, η ηγεσία του ΚΚΕ προτίμησε να ταυτιστεί με τον λιγότερο αποτελεσματικό για τις ανάγκες του Δημοκρατικού Στρατού σύμμαχο. Το κόστος της επιλογής υπήρξε υψηλότατο για τους Ελληνες κομμουνιστές.

Οι αντικομμουνιστές

Το αντικομμουνιστικό στρατόπεδο κάθε άλλο παρά ενιαίο υπήρξε ώστε να δυσκολεύεται σήμερα ο ιστορικός να το προσδιορίσει μονολεκτικά. Αν εξαιρεθούν οι συνεργάτες του κατακτητή που δικάστηκαν μεταπολεμικά, το φάσμα που παραμένει εξακολουθεί να περιλαμβάνει όσους προτίμησαν την ακινησία κατά την Κατοχή, τους πρόθυμους και απρόθυμους αντιστασιακούς, την κυβέρνηση εν εξορία η οποία θεωρήθηκε από πολλούς συνέχεια του μεταξικού καθεστώτος και του άνακτος που το ευλόγησε, τους βασιλόφρονες που επανέφεραν τον Γεώργιο στην Ελλάδα το 1946, αλλά και τους φιλελεύθερους όλων των κατηγοριών που συμμετείχαν στην κυβέρνηση Τσαλδάρη-Σοφούλη. Αναμφίβολα οι πολιτικοί που αποτέλεσαν το αντικομμουνιστικό στρατόπεδο του 1946-49 δεν υπήρξαν ηγέτες με ιδεολογική συνοχή και όραμα. Πολιτικοί όπως ο Κανελλόπουλος, ο Παπανδρέου, ο Καρτάλης και ακόμα και ο Πλαστήρας, δεν κατάφεραν παρά τις ικανότητες, την τιμιότητα και τη φαντασία που τους διέκρινε, να οικοδομήσουν μια ενιαία προοδευτική παράταξη. Η δεξιά που αναδεικνύεται δεν βαδίζει πάνω στα χνάρια του προπολεμικού Λαϊκού Κόμματος. Απευθύνεται κυρίως στην ανασφάλεια των μαζών και στην αναρρίπιση του εθνικισμού και άλλων παραδοσιακών αξιών.

Κίνητρα και ελιγμοί των ξένων δυνάμεων

Οι μεγάλες δυνάμεις που ενίσχυσαν τα δύο στρατόπεδα κινήθηκαν βέβαια από ιδιοτελή κίνητρα, όμως θα ήταν υπερβολικό το συμπέρασμα ότι ο Εμφύλιος υποκινήθηκε αποκλειστικά από αυτές. Οι Βρετανοί αντιμετώπισαν το κίνημα του Δεκεμβρίου 1944 ως πρόκληση του ΚΚΕ κατά της ζώνης επιρροής που θέλησαν να κατασκευάσουν μεταπολεμικά στην ανατολική Μεσόγειο. Η συμφωνία Στάλιν-Τσώρτσιλ στη Μόσχα για τη διανομή των Βαλκανίων, άλλωστε, έδωσε στους Βρετανούς τη βεβαιότητα ότι οι σύμμαχοι της Μόσχας θα υπάκουαν στα κελεύσματα του Στάλιν. Η πραγματικότητα αποδείχθηκε περίπλοκη καθώς ο Στάλιν στάθμιζε με προσοχή το συμφέρον του κέντρου του υπαρκτού σοσιαλισμού και ήταν πάντοτε έτοιμος να θυσιάσει το συμφέρον των μικρών συμμάχων στον βωμό των προτεραιοτήτων του. Ετσι, κατά την περίοδο 1946-49 όταν ο Στάλιν αντελήφθη ότι ο έλεγχός του στην Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία ήταν περιορισμένος, προτίμησε τη σύγκρουση με τους Γιουγκοσλάβους για να στείλει μηνύματα πειθαρχίας στους άλλους ανατολικούς συμμάχους του. Η κίνηση αυτή σήμαινε την εγκατάλειψη των Ελλήνων ανταρτών και την άρνηση δημιουργίας ενός χρόνιου μετώπου στα Βαλκάνια που χάρη στην αμερικανική ισχύ θα μπορούσε να αποδειχθεί εξαιρετικά δαπανηρό για τα σοβιετικά συμφέροντα.

Οι ΗΠΑ παρέλαβαν την Ελλάδα από τους Βρετανούς όταν αυτοί έπαψαν να είναι σε θέση να χρηματοδοτούν την ετοιμόρροπη ελληνική οικονομία. Η αμερικανική βοήθεια, στρατιωτική και άλλη, αποδείχθηκε πολύτιμη για το αντικομμουνιστικό στρατόπεδο. Θα ήταν ίσως δίκαιο να πούμε ότι ο Εμφύλιος θα βράδυνε για πολλά ακόμα χρόνια αν δεν είχε υπάρξει η αμερικανική συμβολή. Η συμβολή αυτή ήταν υπεύθυνη για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του Εθνικού Στρατού αλλά όχι του μεταπολεμικού ελληνικού Δημοσίου. Το αμερικανικό κίνητρο για την εμπλοκή στις ελληνικές υποθέσεις υπήρξε η εντύπωση ότι η Σοβιετική Ενωση σχεδίαζε να επεκταθεί σε όλη την ανατολική Μεσόγειο. Ο ελληνικός εμφύλιος προσέφερε στους Σοβιετικούς και τους Αμερικανούς ευκαιρίες αλλά και καταναγκασμούς. Οταν ο Στάλιν κατάλαβε ότι αδυνατούσε πλέον να επεκταθεί ιδεολογικά στις ζώνες επιρροής των Αμερικανών, προτίμησε την αναδίπλωση και τη συντήρηση των κεκτημένων του στην ανατολική Ευρώπη. Η θέση του ΚΚΕ ήταν πλέον προδιαγεγραμμένη.

*Ο κ. Θάνος Βερέμης είναι αντιπρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ

Αναδημοσίευση από http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_ell_2_16/12/2012_505231

Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2012

Τα Δεκεμβριανά του 1944

Γιώργος Μαργαρίτης 

Η πορεία προς την σύγκρουση

   Στις 9 Νοεμβρίου έφθασε στην Αθήνα η 3η Ορεινή Ταξιαρχία, προερχόμενη από το μέτωπο της Ιταλίας όπου είχε "ματώθεί" με προσωπική εντολή του Τσώρτσιλ - με τρόπο ώστε να αποκτήσει χρήσιμες "δάφνες δόξας" ενόψει της ουσιαστικής  αποστολής της στην Αθήνα. Η πανηγυρική υποδοχή της έβγαλε στους δρόμους όλη τη δύναμη των αντιεαμικών χώρων στην Αθήνα. Είχαν επιτέλους τον "δοκό τους" στρατό στην πρωτεύουσα. Οι Βρετανοί του στρατηγού Σκόμπυ θεώρησαν επίσης ότι η άφιξη αυτού του "επίσημου" ελληνικού στρατού επέτρεπε και επέβαλε τον αφοπλισμό των "ανεπίσημων" στρατών της Αντίστασης, του ΕΛΑΣ δηλαδή. Η Αριστερά, που γνώριζε καλά τον τρόπο συγκρότησης της Ορεινής Ταξιαρχίας από φιλοβασιλικά στοιχεία μετά την διάλυση του ελληνικού στρατού της Μέσης Ανατολής τον Απρίλιο του 1944, δεν αποδέχθηκε αυτή τη λογική. Η γύρο από τον "αφοπλισμό" διαμάχη τέθηκε έτσι σε τροχιά.
   Οι πιέσεις από την πλευρά των Βρετανών, οι "διαταγές" του στρατηγού Σκόμπυ και οι αιματηρές προκλήσεις από τους έγκλειστους στα κεντρικά ξενοδοχεία "δωσίλογους" πολλαπλασιάστηκαν τις επόμενες ημέρες. Η σχεδόν "επίσημη" μαζική απόδραση 668 στελεχών του κατοχικού κράτους από τις φυλακές Αβέρωφ βάρυνε το κλίμα. Βρετανικές ενισχύσεις - ολόκληρη η 4η Ινδική Μεραρχία - έσπευσαν προς την Αθήνα και στο αεροδρόμιο του Ελληνικού εγκαταστάθηκαν σμήνη βρετανικών μαχητικών. Οι συσχετισμοί επέτρεπαν πλέον τα τελεσίγραφα. Ο στρατηγός Σκόμπυ ζήτησε την αποστράτευση της Εθνικής Πολιτοφυλακής - των αστυνομικών δυνάμεων του ΕΑΜ - την 1η Δεκεμβρίου και του ΕΛΑΣ στις 10 Δεκεμβρίου. Μαζί του διαλυόταν ο ΕΔΕΣ στην Ήπειρο χωρίς όμως να θιγούν οι επίμαχες δυνάμεις της Ορεινής Ταξιαρχίας, της αστυνομίας και χωροφυλακής ή έστω της ημιεπίσημης Χ του Γρίβα. Η επιλεγμένη διαδικασία μάλλον δεν διασφάλιζε το μέλλον - πολιτικό ή βιολογικό - της Αριστεράς και των αριστερών.
   Στην ουσία επρόκειτο για την ολοκλήρωση προσεκτικών, όσο και αποφασιστικών, κινήσεων που είχαν ξεκινήσει τις παραμονές της Απελευθέρωσης` η "κρυφή" τοποθέτηση του Σπηλιωτόπουλου και του επιτελείου των "εθνικών δυνάμεων" στην στρατιωτική διοίκηση της Αθήνας. Ο εξοπλισμός με βρετανικά όπλα - που έφθασαν με μικρά σκάφη στο Πόρτο Ράφτη πριν ακόμα αναχωρήσουν οι Γερμανοί από την Αθήνα - των έμπιστων μονάδων της Χωροφυλακής, της αστυνομίας και της οργάνωσης Χ, η στρατιωτική οργάνωση - σε συντάγματα - των ενόπλων των "εθνικών οργανώσεων" και η στρατηγική τοποθέτησή τους στο κέντρο της Αθήνας κοντά στα κυβερνητικά κτίρια, η συνεχής ροή δυνάμεων από τη Μέση Ανατολή και την Ιταλία με κορύφωση την άφιξη της Ορεινής Ταξιαρχίας, η μεταφορά στελεχών της χωροφυλακής αλλά και του ΕΔΕΣ στην πρωτεύουσα, αποτέλεσαν ψηφίδες μιας στρατηγικής που εύλογα θα μπορούσε να την ονομάσει κανείς πραξικόπημα. Την ίδια στιγμή η Αριστερά καταγγέλλονταν συνεχώς για "παραβιάσεις των συμφωνιών", ενώ "δοκιμαστικά" άρχιζαν και οι πρώτες δικαστικές διώξεις στελεχών της Αντίστασης.
   Για το ΕΑΜ και την Αριστερά η κατάσταση πλησίαζε το αδιέξοδο. Οι δυνάμεις τους ήταν κυρίαρχες σε όλη την εκτός Αθηνών Ελλάδα. Όμως στην πρωτεύουσα χτίζονταν προσεκτικά ένα καθεστώς που καμία συμφωνία δεν είχε προβλέψει. Η βρετανική αποφασιστικότητα εμπόδιζε κάθε συζήτηση και ακύρωνε "εν τη γενέσει" κάθε εναλλακτικό σχέδιο. Μερικές κινήσεις εντυπωσιασμού και επίδειξης δύναμης - η σύσκεψη των Καπεταναίων στη Λαμία στις 17 Νοεμβρίου και ο εορτασμός της 26ης επετείου από την ίδρυση του ΚΚΕ στις 19 του ίδιου μήνα - δεν έκαμψαν την επιμονή του Σκόμπυ. Από την άλλη η ηγεσία της Αριστεράς έπρεπε να λάβει υπόψη της τόσο την ανάγκη για εξωτερική επισιτιστική βοήθεια όσο και τις περιπλοκές που θα προέκυπταν από τη σύγκρουση με τα συμμαχικά στρατεύματα ενώ ο πόλεμος διαρκούσε ακόμα. Το αδιέξοδο φαινόταν απόλυτο.
   Την 1η Δεκεμβρίου εξαιτίας αυτού του αδιεξόδου αλλά και εσωτερικών προστριβών, οι υπουργοί της Αριστεράς παραιτήθηκαν από την κυβέρνηση Παπανδρέου. Η τελευταία απάντησε σε αυτή την κίνηση με καταιγισμό διαταγμάτων κατά της Αριστεράς. Το ΕΑΜ και τα κόμματα της Αριστεράς οργάνωσαν συγκέντρωση διαμαρτυρίας για την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου και κήρυξαν γενική απεργία από την Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου. Ο δρόμος προς τα Δεκεμβριανά είχε φθάσει στο τέλος του.

Η Αθήνα πεδίο μάχης 

   Η μεγάλη διαδήλωση της Κυριακής 3 Δεκεμβρίου χτυπήθηκε στην πλατεία Συντάγματος από πυροβολισμούς που ρίχθηκαν από το κτίριο της Αστυνομικής Διεύθυνσης της Αθήνας. Υπήρξαν νεκροί - 16 ή 17 - και πολλοί τραυματίες. Το πολιτικό μήνυμα της επίθεσης ήταν σαφές: οι Βρετανοί δεν θα υποχωρούσαν ακόμα και αν η στάση τους οδηγούσε σε λουτρό αίματος στη μόλις απελευθερωμένη Αθήνα. Στην ουσία επρόκειτο για την τελευταία στάση της πολιτικής πριν αναλάβουν την επίλυση των διαφορών τα όπλα. Από τις 2 Δεκεμβρίου ο ΕΛΑΣ κινητοποιούσε τις δυνάμεις του.
   Καθώς ξημέρωνε η Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου, το κλίμα στην Αθήνα γινόταν περισσότερο βαρύ και ηλεκτρισμένο. Τα αιματηρά γεγονότα στο συλλαλητήριο του ΕΑΜ της προηγούμενης ημέρας προκάλεσαν νέες συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας όπου περίσσευε η οργή. Η γενική απεργία παρέλυσε κάθε δραστηριότητα στο κέντρο της πόλης, η παροχή ηλεκτρικού διακόπηκε και, σε πολλές περιοχές, σταμάτησαν να λειτουργούν τα τηλέφωνα. Στον Πειραιά η εκφόρτωση των πλοίων σταμάτησε και τα περισσότερα από αυτά διατάχτηκαν να αγκυροβολήσουν έξω από το λιμάνι. Τον εκκωφαντικό θόρυβο των αεροπλάνων που πετούσαν σε χαμηλό ύψος, ρίχνοντας φυλλάδια με τις διαταγές της βρετανικής στρατιωτικής διοίκησης, συμπλήρωναν οι φωνές και τα συνθήματα που αναπαράγονταν σε κάθε συνοικία από τα χωνιά των οργανώσεων της Αριστεράς, ΕΑΜ, Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων (ΕΠΟΝ), ΚΚΕ. Προοδευτικά νέοι ήχοι προστέθηκαν στους προηγούμενους. Πυκνοί πυροβολισμοί ξεσπούσαν γύρο από το κέντρο και τις συνοικίες της Αθήνας. Μέλη των δεξιών οργανώσεων και δωσίλογοι (στελέχη του κατοχικού κράτους) "υπό περιορισμό"  σε κεντρικά ξενοδοχεία χτυπούσαν τις διαδηλώσεις του ΕΑΜ που αυτή τη φορά συνοδεύονταν από ενόπλους. Την ίδια στιγμή οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ της Αθήνας καταλαμβάνουν τα αστυνομικά τμήματα και αφοπλίζουν τους αστυνομικούς. Σε λίγες ώρες είχαν καταληφθεί 17 τμήματα και ο οπλισμός του προσωπικού τους προστέθηκε στα όπλα του ΕΛΑΣ. Στο Θησείο και στα Πετράλωνα οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ συγκρούστηκαν με μερικές εκατοντάδες μέλη της Χ του Γρίβα. Όταν η κατάσταση έγινε δύσκολη για τους τελευταίους, ισχυρά βρετανικά αποσπάσματα επενέβησαν για να τους απεγκλωβίσουν και να τους μεταφέρουν στο κέντρο της πόλης.
   Την επομένη, στις 5 Δεκεμβρίου, πραγματοποιήθηκαν ακόμα μια φορά μεγάλες διαδηλώσεις του ΕΑΜ στις συνοικίες. Ήταν όμως φανερό πλέον ότι τον λόγο είχαν τα όπλα. Η ραγδαία επιδείνωση της κατάστασης είχε οπωσδήποτε αιφνιδιάσει και τα δύο στρατόπεδα. Στην αρχή των μαχών οι Βρετανοί είχαν στην Αθήνα και στον Πειραιά μία ελλειπή ταξιαρχία τεθωρακισμένων, την 23η, η οποία όμως είχε εξοπλιστεί για την περίσταση με μία επιλαρχία αρμάτων Sherman, των 35 τόνων, ακαταμάχητα για οποιοδήποτε όπλο που ο ΕΛΑΣ μπορούσε να διαθέτει. Υπήρχαν επίσης μονάδες αλεξιπτωτιστών και δύο τάγματα πεζικού που έφθασαν αεροπορικός στην αρχή των γεγονότων, συνολικά 5.000 άνδρες. Αντίθετα υπήρχε ένα πλήθος βοηθητικών μονάδων με το προσωπικό τους, σχεδόν 10.000 άτομα, η προστασία των οποίων έθετε προβλήματα στον γενικό διοικητή, τον στρατηγό Σκόμπυ. Σε αυτές τις δυνάμεις προστέθηκαν τα πιστά στην κυβέρνηση Παπανδρέου ελληνικά στρατεύματα, η 3η Ορεινή Ταξιαρχία με 2.800 άνδρες, μονάδες της Χωροφυλακής, της αστυνομίας και των οργανώσεων τύπου Χ με 2.500 έως 3.000 ενόπλους. Ως εφεδρεία αυτών των δυνάμεων υπολογίζονταν οι περίπου 12.000 άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας και άλλων δωσιλογικών σωμάτων που βρίσκονταν "έγκλειστοι" είτε στην Αθήνα είτε σε νησιά του Σαρωνικού.Ο όγκος των βρετανικών ενισχύσεων - τρεις μεραρχίες πεζικού, η 4η Ινδική, η 4η και 46η Βρετανικές, σε πρώτη φάση - θα έφθαναν στα μέσα Δεκεμβρίου.
   Από την άλλη πλευρά η μεγάλη μονάδα του ΕΛΑΣ της Αθήνας, το Α΄ Σώμα Στρατού, είχε μεν στα χαρτιά μία καταγεγραμμένη δύναμη που πλησίαζε τις 20.000 γυναίκες και άνδρες, διέθετε όμως μόλις 6.000 όπλα, πολλά από τα οποία πιστόλια και περίστροφα. Επιπλέον, από την Απελευθέρωση και μετά, οι δυνάμεις του βρίσκονταν σε κατάσταση αποστράτευσης και στην ουσία έπρεπε να συγκροτηθούν από την αρχή. Ο εφοδιασμός σε πυρομαχικά εξαρτιόταν από τη δυνατότητα αφοπλισμού των αντιπάλων του.
   Οι μονάδες του ΕΛΑΣ της επαρχίας ήταν σε καλύτερη κατάσταση. Οι μονάδες της Στερεάς, η IIη και η ΧΙΙΙη μεραρχίες, είχαν περίπου 5.000 ενόπλους κοντά στην Αθήνα. Μία από τις καλύτερες μονάδες του όμως, το 2ο Σύνταγμα, αφοπλίστηκε από βρετανικά στρατεύματα στη Φιλοθέη, στο Κολέγιο Αθηνών, λίγο πριν αρχίσουν οι συγκρούσεις, εξαιτίας απουσίας σαφών οδηγιών για την στάση απέναντι στον αγγλικό στρατό. Οπωσδήποτε ήταν ένα σοβαρό πλήγμα για τον ΕΛΑΣ. Η ενίσχυση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ στην Αθήνα από δυνάμεις της κεντρικής και της βόρειας Ελλάδας ήταν προβληματική εξαιτίας των αποστάσεων - χρειαζόταν 12 έως 15 ημέρες πορεία για την άφιξη δυνάμεων από την Θεσσαλία - της απουσία μεταφορικών μέσων και της βρετανικής κυριαρχίας στον αέρα. Πάντως στη διάρκεια των μαχών έφθασαν στην Αθήνα μονάδες από την Πελοπόννησο, τη Στερεά ή και τη Θεσσαλία (η Ταξιαρχία Ιππικού και το 54ο Σύνταγμα), συνολικά 6.000 έως 7.000 ένοπλοι.
   Οι συγκρούσεις κλιμακώθηκαν προοδευτικά και τις πρώτες τουλάχιστον ημέρες πήραν τη μορφή κλεφτοπολέμου. Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ προσπαθούσαν να καταστρέψουν τις ελληνικές μονάδες των αντιπάλων τους χωρίς όμως να εμπλακούν σε μάχες με τα βρετανικά στρατεύματα. Πίστευαν ίσως ότι με τον τρόπο αυτό θα εξανάγκαζαν τους Βρετανούς να έρθουν σε συμβιβασμό καθώς δεν θα διέθεταν πλέον τοπικά στηρίγματα. Για τον λόγο αυτό οι μεμονωμένες βρετανικές μονάδες στην Αττική και στην επαρχία δεν δέχτηκαν επίθεση και μάλιστα μπόρεσαν να μετακινηθούν σχεδόν ελεύθερα. 
   Το σχέδιο αυτό δεν καρποφόρησε εξαιτίας της αδυναμίας του ΕΛΑΣ να νικήσει τόσο τις δυνάμεις της Ορεινής Ταξιαρχίας που βρίσκονταν εγκατεστημένες στο Γουδί μέχρι και τους Αμπελοκήπους, όσο και τις δυνάμεις της χωροφυλακής που βρίσκονταν οχυρωμένες στο στρατόπεδο Μακρυγιάννη, κάτω από την Ακρόπολη. Οι αποτυχίες αυτές οφείλονταν στην καθυστερημένη άφιξη των μονάδων του ΕΛΑΣ της επαρχίας, στην εμφανή κατωτερότητα του οπλισμού του ΕΛΑΣ της Αθήνας και προπαντός στην παρέμβαση των βρετανικών δυνάμεων κάθε φορά που η μάχη έφθανε σε κρίσιμο σημείο.  Η κατάληψη από τον ΕΛΑΣ κτιρίων στην περιφέρεια και η ουσιαστική κυριαρχία του σε όλες τις συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά δεν μπορούσε να οδηγήσει σε νίκη. Αντίθετα οι βρετανικές δυνάμεις με την αδιάκοπη υποστήριξη των αεροπλάνων που πολυβολούσαν και βομβάρδιζαν τις συνοικίες της πόλης και του ναυτικού πυροβολικού, εγκατέστησαν ένα προγεφύρωμα στο Φάληρο στο οποίο άρχισαν να συγκεντρώνουν ισχυρές δυνάμεις. Ταυτόχρονα άρχισαν να εξοπλίζουν εκ νέου τα πρώην μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας δημιουργώντας  Τάγματα Εθνοφυλακής.
    Οι πρώτες βρετανικές απώλειες συνέβησαν στις 6 Δεκεμβρίου στις επιχειρήσεις εκκαθάρισης της οδού Πανεπιστημίου όπου και καταλήφθηκαν τα γραφεία του ΕΑΜ και του ΚΚΕ στην οδό Κοραή. Η πρώτη όμως συγκροτημένη επίθεση του ΕΛΑΣ ενάντια σε βρετανικές δυνάμεις έγινε τι νύχτα της 12ης προς 13η Δεκεμβρίου στα Παραπήγματα, στο σημερινό Πάρκο της Ελευθερίας πίσω από το Μέγαρο Μουσικής. Στη λυσσαλέα σύγκρουση οι Βρετανοί είχαν 150 νεκρούς, τραυματίες και αιχμαλώτους. Η αναμέτρηση έφθασε έτσι στη δεύτερη και σκληρότερη φάση της. 

Η ολοκληρωτική σύγκρουση 

Η βρετανική αντεπίθεση άρχισε στις 13 με 14 Δεκεμβρίου, καθώς έφθαναν οι πρώτες σημαντικές ενισχύσεις από το μέτωπο της Ιταλίας και ολοκληρωνόταν η συγκέντρωση στη Αθήνα των βρετανικών στρατευμάτων που βρίσκονταν έως τότε στην ελληνική επαρχία. Οι πρώτες βρετανικές επιδιώξεις ήταν η εξασφάλιση του λιμανιού του Πειραιά και η διασφάλιση της σύνδεσής του με το πολιορκημένο κέντρο της Αθήνας. Οι άξονες της επίθεσης θα ήταν η λεωφόρος Συγγρού και, όταν εξασφαλιζόταν ο Πειραιάς, η οδός Πειραιώς. Εξυπακούεται ότι ταυτόχρονα έπρεπε να ενισχυθούν οι δυνάμεις που υπεράσπιζαν το μέτωπο της Αθήνας, τη γραμμή μάχης που ξεκινούσε από το Παναθηναϊκό Στάδιο και τον λόφο του Αρδηττού, έφθανε έως τους στενούς δρόμους στα δυτικά της Ομόνοιας, ενώ από του Μακρυγιάννη έφθανε έως το Πεδίο του Άρεως, τους Αμπελοκήπους και το Γουδί.Ο ΕΛΑΣ
   Οι Βρετανοί πίστευαν ότι, ύστερα από δέκα ημέρες συγκρούσεων, η μάχη πλησίαζε προς το τέλος της. Ο ΕΛΑΣ δεν είχε πετύχει κανέναν από τους βασικούς στόχους του ενώ οι βρετανικές θέσεις είχαν σημαντικά ενισχυθεί. Οι απώλειες δεν ήταν ακόμα σοβαρές. Έως τις 15 Δεκεμβρίου οι Βρετανοί είχαν 63 νεκρούς (11 αξιωματικούς), 228 τραυματίες και 235 αγνοούμενους αιχμαλώτους στα χέρια του ΕΛΑΣ. Ο τελευταίος αντίθετα είχε χάσει - σύμφωνα με τις βρετανικές εκτιμήσεις - 4.000 μαχητές του από τους οποίους οι 2.900 ήταν αιχμάλωτοι στα χέρια των Βρετανών.
   Οι βρετανικές εκτιμήσεις αποδείχθηκαν γρήγορα υπερβολικά αισιόδοξες. Ο ΕΛΑΣ - ιδιαίτερα τα εφεδρικά του τμήματα της Αθήνας που σήκωσαν το βάρος των συγκρούσεων - είχε την ικανότητα να αναγεννιέται έπειτα από κάθε σύγκρουση. Εθελοντές δεν έλειπαν και μόνο ο διαθέσιμος οπλισμός περιόριζε τις δυνατότητες του. Οι επιθέσεις που εξαπέλυσαν οι βρετανικές δυνάμεις τις επόμενες ημέρες αντιμετώπισαν ισχυρή αντίσταση και πραγματοποίησαν αργές προόδους. Στον Πειραιά χρειάστηκαν διήμερες συγκρούσεις για να κλείσει ο σταθ΄μος της Τερψιθέας και να ανοίξει για τα τεθωρακισμένα ο περιφερικός δρόμος της Καστέλας. Οι Γκούρκας, επίλεκτα ινδικά στρατεύματα, κατέλαβαν τέλος την κορυφή της Καστέλας και το μέτωπο μετακινήθηκε προς τις γραμμές του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου και το ποδηλατοδρόμιο (το σημερινό γήπεδο Καραΐσκάκη). Μερικές προκυμαίες του κυρίως λιμανιού άρχισαν να λειτουργούν από τις 19, αποφασιστικοί όμως πρόοδοι έγιναν στις 25 του μήνα όταν καταλήφθηκαν τα Ψυγεία Φιξ. Η οδός Πειραιώς προς την Αθήνα, παρέμεινε όμως κλειστή για τους Βρετανούς.
   Στις 18 η βρετανική επίθεση αναπτύχθηκε κατά μήκος της λεωφόρου Συγγρού, στηριγμένη στις σημαντικές ενισχύσεις που αποβιβάστηκαν στο Φάληρο. Ύστερα απο΄πολύωρες μάχες οι Βρετανοί κατέλαβαν δύο στρατηγικά σημεία, τον λόφο Σικελίας και το εργοστάσιο του Φιξ. Όμως παράλληλες επιθέσεις προς του Φιλοπάππου και τον Αρδιττό απέτυχαν. Από την πλευρά του ο ΕΛΑΣ συνέχισε τις κινήσεις στην περιφέρεια χτυπώντας στη Σχολή Ευελπίδων και στις φυλακές Αβέρωφ. Οι τελευταίες "φιλοξενούσαν" σημαντικούς δωσιλόγους (στελέχη του κατοχικού κράτους) και οι Βρετανοί οργάνωσαν τολμηρή επιχείρηση για την διάσωσή τους. Ο Ιωάννης Ράλλης, που βρίσκονταν εκεί φυλακισμένος, διέφυγε για να παραδοθεί αργότερα στους Βρετανούς. Την ίδια ώρα οι Βρετανοί γνώριζαν την πιο βαριά ήττα τους. Μονάδες του ΕΛΑΣ επιτέθηκαν στις εγκαταστάσεις και στις υπηρεσίες της RAF στη Κηφισιά και ύστερα από σύντομη μάχη αιχμαλώτισαν το σύνολο των εκεί Βρετανών. Οι εκατοντάδες αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν προς τον βορρά παρακολουθούμενοι από αγγλικά αεροπλάνα που τους έριχναν διαρκώς εφόδια, τρόφιμα και σοκολάτες. Για τα παιδιά των χωριών απ΄ όπου περνούσε η πομπή, ο βομβαρδισμός αυτός προκαλούσε γενική ευφορία. 
   Οι συνοικίες της Αθήνας δεν βομβαρδίζονταν με ζαχαρωτά. Οι αεροπορικές επιθέσεις γίνονταν αρχικά με ρουκέτες και πολυβολισμούς, οι στρατιωτικές εξελίξεις όμως παραμέρισαν τους δισταγμούς και προκάλεσαν βαρύτερους βομβαρδισμούς με βόμβες και τα πυροβόλα των πλοίων. Η επίθεση ενάντια στη Δραπετσώνα και τον λόφο του Νεκροταφείου της Αναστάσεως στον Πειραιά συνοδεύτηκε από βαρύ βομβαρδισμό από πλοία, αεροπλάνα και πυροβόλα, σχεδόν 4.000 βλήματα κάθε είδους. Το πυροβολικό του ΕΛΑΣ απαντούσε με τα τέσσερα έως έξι ορειβατικά πυροβόλα του ρίχνοντας μετρημένα βλήματα σε επιλεγμένους στόχους. Ο προτιμώμενος στόχος ήταν το κτίριο της Βρετανικής Πρεσβείας στο Κολωνάκι και τα Παλαιά Ανάκτορα όπου οι πρώην άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας μεταμορφώνονταν σε μονάδες εθνοφυλακής. Δεν ήταν όμως οι οβίδες του ΕΛΑΣ που ενοχλούσαν τους Βρετανούς και τους συμμάχους τους. Το κύριο όπλο του πρώτου ήταν οι νάρκες με τις οποίες παγίδευε τους δρόμους και τα κτίρια και τις οποίες χρησιμοποιούσε για να ανοίγει τρύπες στους τοίχους των κτιρίων που πολιορκούσε.

Η τελευταία φάση

   Τις ημέρες των Χριστουγέννων η πολιτική διαπραγμάτευση φάνηκε προς στιγμήν να επανέρχεται στο προσκήνιο. Η τολμηρή επίσκεψη του Τσώρτσιλ και του Ήντεν στη φλεγόμενη Αθήνα - την ώρα που εξελισσόταν η τελευταία γερμανική αντεπίθεση στο μέτωπο των Αρδενών - ήταν περισσότερο μία επίδειξη αποφασιστικότητας παρά μία προσπάθεια αναζήτησης ειρηνικής λύσης. Οι επιδιώξεις παρέμειναν αναλλοίωτες ως προς την ουσία τους εμπεριέχοντας μόνο μικρές αλλαγές προσώπων. Ο λόγος δόθηκε ξανά στα όπλα και οι μάχες εξακολούθησαν με μεγαλύτερη ένταση. Η εκστρατεία του ΕΛΑΣ στην Ήπειρο προκάλεσε την εύκολη κατάρρευση των δυνάμεων του Ζέρβα και έκανε ακόμα πιο επιτακτική για τους Βρετανούς την επίτευξη αποφασιστικής νίκης στην Αθήνα, το μοναδικό πλέον ανοικτό μέτωπο του πολέμου. Η συνεχής ροή βρετανικών ενισχύσεων και η ανάπτυξη των ελληνικών μονάδων της εθνοφυλακής με την στρατολόγηση όλων των αντιεαμικών χώρων έδινε σαφή πλέον υπεροχή στη βρετανική πλευρά.
   Οι προσπάθειες επικεντρώθηκαν στο Γκάζι, κατά μήκος της οδού Πειραιώς, στην Ομόνοια και στις ανατολικές συνοικίες όπου οι Βρετανοί εξαπέλυσαν επιθέσεις με τεθωρακισμένα στη Νέα Σμύρνη, στο Δουργούτι και στο Κατσιπόδι. Υπό πολλαπλές πιέσεις οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ εκκένωσαν την κατεστραμμένη από τις πολυήμερες μάχες και τους βομβαρδισμούς Καισαριανή τις νυχτερινές ώρες της 29ης προς 30ή Δεκεμβρίου. Μόνιμοι και έφεδροι αντάρτες και μαζί τους αρκετοί άμαχοι πέρασαν τον παγωμένο Υμηττό προς τα Μεσόγεια. Η αντοχή του ΕΛΑΣ και η ικανότητά του ύστερα από κάθε χτύπημα που δέχονταν, εξακολουθούσε να απελπίζει τους Βρετανούς ιθύνοντες. Ο πόλεμος στη δυτική και κεντρική Ευρώπη μαίνονταν, και η κοινή γνώμη στην Αγγλία και στις ΗΠΑ είχε αρχίσει να αναρωτιέται σε τι ακριβώς αποσκοπούσε μία ελληνική εκστρατεία που απασχολούσε ήδη στοιχεία τεσσάρων βρετανικών μεραρχιών. 
  Καθώς τελείωνε ο χρόνος οι βρετανικές απώλειες άγγιζαν πλέον απαγορευτικά επίπεδα. Περισσότεροι από 1.500 Βρετανοί στρατιωτική είχαν τεθεί εκτός μάχης και από αυτούς οι 600 ήταν αιχμάλωτοι, η τύχη των οποίων μπορούσε να δημιουργήσει περιπλοκές στις αναμενόμενες διαπραγματεύσεις. Ο ΕΛΑΣ δημιούργησε δύο ισχυρές συγκεντρώσεις δυνάμεων, μία στην Κυψέλη - Τουρκοβούνια - Πατήσια και μία στην Ακαδημία Πλάτωνος - Περιστέρι που απειλούσαν με ισχυρές αντεπιθέσεις κάθε προώθηση των Βρετανών. Η μεθοδική εκκαθάριση αυτών των πολυδαίδαλων συνοικιών εμπεριείχε των κίνδυνο να ξεπεράσουν οι βρετανικές απώλειες τα όρια του ανεκτού. Ήδη πολλές φωνές στο Λονδίνο υπενθύμιζαν ότι η Βρετανία είχε ήδη περισσότερες απώλειες στη σύγκρουση με την ελληνική Αντίσταση από τις αντίστοιχες που είχε στις όποιες συγκρούσεις για την απελευθέρωση της χώρας από τους Γερμανούς τον Οκτώβριο του 1944. 
   Την τελευταία εβδομάδα του πολέμου, η βρετανική τακτική άλλαξε. Επιδιώχθηκε η στήριξη στα νεοπαγή τάγματα εθνοφυλακής που είχαν συγκροτηθεί από μέλη των δεξιών οργανώσεων τύπου Χ, από χωροφύλακες της επαρχίας και, κυρίως, από μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας που, μετά τον αφοπλισμό τους, φρουρούνταν από τους Βρετανούς σε νησιά και σε φυλακές. Τα τάγματα αυτά εξαπέλυσαν απελπισμένες επιθέσεις ενάντια στις θέσεις του ΕΛΑΣ, υπό βρετανική υποστήριξη, ενώ ανέλαβαν και το αιματηρό έργο της εκκαθάρισης των συνοικιακών δαιδάλων - των προσφυγικών ιδιαίτερα συνοικιών - σε Αθήνα και Πειραιά. Οι απώλειές τους υπήρξαν τρομακτικές - περισσότεροι ίσως από 2.000 νεκροί σε λίγες ημέρες - οι πιέσεις όμως που άσκησαν πάνω στις δυνάμεις του ΕΛΑΣ υπήρξαν καθοριστικές για την συνέχεια. Απέναντι σε έναν εξαντλημένο αντίπαλο του οποίου τα εφόδια βρίσκονταν στο τέλος τους, οι Βρετανοί μπόρεσαν να προετοιμάσουν τις στρατηγικές τους κινήσεις. Την προέλαση με τεθωρακισμένα κατά μήκος του Κηφισού και η αντίστοιχη από τη λεωφόρο Κηφισίας και το Γηροκομείο προς τα βόρεια. Αυτές οι δύο κινήσεις, που απειλούσαν την αποκοπή των δυνάμεων του ΕΛΑΣ από τους γειτονικούς ορεινούς όγκους, επέβαλαν την υποχώρηση και την εγκατάλειψη της Αθήνας. Στις 5 Ιανουαρίου του 1945 η μάχη των 33 ημερών τελείωσε.

Το παραπάτω κείμενο είναι απόσπασμα από το κεφάλαιο με τίτλο "Από τον Λίβανο έως τη Βάρκιζα" που έγραψε ο Γιώργος Μαργαρίτης και βρίσκεται στον 17ο τόμο της "Ιστορίας των Ελλήνων", β΄ έκδοση, εκδ. Δομή, σελ. 49-68.

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2012

Θ. Χατζής: Ο μεγάλος Δεκέμβρης 1944

Το κύριο πρόβλημα κάθε επανάστασης είναι το πρόβλημα της εξουσίας.

Το πρόβλημα αυτό η λαϊκή επανάσταση στην Ελλάδα μπορούσε και έπρεπε να το λύσει στις 12 με 18 του Οκτώβρη, όταν η λαϊκή επανάσταση με όργανά της τη Λαϊκή Αυτοδιοίκηση, τη Λαϊκή Δικαιοσύνη και την Εθνική Πολιτοφυλακή, στηριγμένη στον ΕΛΑΣ, τον μοναδικό εθνικό και συμμαχικό στρατό που υπήρχε στην Ελλάδα, προχωρούσε στην ολοκλήρωσή της. Δεν το έλυσε. Σταμάτησε μπροστά στις πόρτες της Αθήνας.

Τρομακτικό λάθος, με μοιραίες συνέπειες. Ήταν αποτέλεσμα της πλάνης της ηγεσίας για ομαλό πέρασμα από την κατοχή στην ελευθερία (σε συνεργασία με το παλιό κατεστημένο της ξεπεσμένης αστικής τάξης) και της αυταπάτης για το «συμμαχικό» ρόλο των Άγγλων. Έτσι η Ελλάδα βρέθηκε, αμέσως μετά την απελευθέρωση της Αθήνας, με μια ιδιόμορφη δυαδική εξουσία: Η μία, η λαοκρατική, που κυριαρχούσε σ’ όλη την Ελλάδα, και η άλλη, η κυρίαρχη στο παρελθόν και τώρα, ανύπαρκτη σε δύναμη και κύρος, αστική εξουσία, που ασφυκτιούσε μέσα σε λίγα τετραγωνικά χιλιόμετρα στο κέντρο της πρωτεύουσας.

Η ύπαρξη δυό εξουσιών σε μια χώρα σημαίνει πως η επανάσταση δεν τελείωσε. Η σύγκρουση για την επικράτηση της μιάς από τις δυό εξουσίες σ’ όλη την επικράτεια είναι αναπόφευκτη. Αυτό είχε κατανοηθεί και συνειδητοποιηθεί από το ντόπιο και ξένο αντιλαϊκό στρατόπεδο, που συστηματικά και επίμονα προωθούσε το σχέδιο εξόντωσης της λαοκρατικής εξουσίας, με εισαγωγή της αντεπανάστασης. Με μόνιμο και αμετακίνητο το στόχο του, επωφελούνταν από την επανάπαυση και τις αυταπάτες της ηγεσίας του λαϊκού κινήματος, κέρδιζε θέσεις, συγκέντρωνε βρετανικές δυνάμεις, που φέρναν και τους πραιτοριανούς τους, ενθάρρυνε τις ντόπιες εθνοπροδοτικές και φασιστικές ένοπλες δυνάμεις σε προκλήσεις, ενώ παράλληλα προσπαθούσε να αφοπλίσει το λαϊκό κίνημα. Προχωρούσε χωρίς ταλαντεύσεις και δισταγμούς προς την κορυφαία πράξη της επιχείρησης «Μάννα», που προέβλεπε πρωταρχικά την κυριαρχία στο χώρο της πρωτεύουσας και την επέκταση, σε συνέχεια, της καπιταλιστικής εξουσίας σ’ όλη τη χώρα.

Ο λαός, που έβλεπε τις προετοιμασίες των εχθρών του, θεωρούσε τον ΕΛΑΣ μοναδική εγγύηση για τη λευτεριά του, την ανεξαρτησία του και τη διατήρηση των επαναστατικών κατακτήσεών του.

Δεν συμφωνεί με την ηγεσία του που διαπραγματεύονταν τον αφοπλισμό του κινήματος. Αγωνιά, προσπαθεί να αντιδράσει. Αλλά το κύρος και η δύναμη επιβολής της ηγεσίας ήταν απροσπέλαστα. Ταλαντεύεται η ίδια και μεταδίνει την ταλάντευσή της και στις μάζες, που τις αποκοιμίζει, τις αφοπλίζει ιδεολογικά και τις αποπροσανατολίζει. Έτσι όταν οι Άγγλοι, –περνώντας πάνω από το κεφάλι της λεγόμενης ελληνικής κυβέρνησης–αποφάσισαν να βάλουν ωμά στο ΕΑΜ-ΕΛΑ το δίλημμα: ή παραδίνεις τα όπλα και διαλύεις τον ΕΛΑΣ εθελοντικά ή σας αφοπλίζουμε με τη δύναμη των όπλων μας και σας διαλύουμε, η ηγεσία του ΚΚΕ-ΕΑΜ βρέθηκε απροετοίμαστη. Αποφασίζει να αντιδράσει, και να μη δεχτεί τον μονόπλευρο αφοπλισμό του λαού, χωρίς όμως να έχει συνειδητοποιήσει ότι τα όπλα θα έλυναν το πρόβλημα της εξουσίας.

Φτάσαμε στην κρίσιμη στιγμή: Η σύγκρουση, που τόσο συστηματικά και επίμονα προετοιμαζόταν από τους Άγγλους έγινε αναπόφευκτη. Οι εχθροί του λαού είχαν κάνει την επιλογή τους, είχαν διαλέξει τον τόπο και το χώρο για την πολεμική τους εξόρμηση, είχαν διατάξει τις στρατιωτικές τους δυνάμεις και είχαν «το δάκτυλό τους στη σκανδάλη». Η στιγμή ήταν η πιο κατάλληλη: Στο στρατόπεδο του λαού επικρατούσαν στον ανώτατο βαθμό σύγχυση, αυταπάτες, συναισθηματισμοί και «πολιτική σκοπιμότητας».

Έτσι άρχισε η τελευταία φάση της ηρωικής εποποιίας του ελληνικού λαού. Γράφτηκαν νέες λαμπρές σελίδες ηρωισμού και αυταπάρνησης, αλλά ήταν το «κύκνειο άσμα» μιας νικηφόρας Επανάστασης..

Αναδημοσίευση από http://istorika.blogspot.gr/2008/12/normal-0-microsoftinternetexplorer4.html

Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2012

Η τραγωδία του Δεκέμβρη του 1944

«Πρέπει να τελειώνει το ταχύτερο τούτη η ιστορία…»

Ο Γεώργιος Σεφέρης
Ο ματωμένος Δεκέμβρης του 1944 ήταν ένα από τα πιο ζοφερά κεφάλαια της σύγχρονης ιστορίας της χώρας μας. Επί ένα και περισσότερο μήνα η Αθήνα και ο Πειραιάς, που μόλις είχαν απελευθερωθεί από τη γερμανική κατοχή, έγιναν θέατρο άγριων πολεμικών συγκρούσεων. Ήταν ένας πόλεμος σκληρός με τις δυνάμεις του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ από τη μία πλευρά και από την άλλη την κυβέρνηση υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου ο οποίος είχε την υποστήριξη των αγγλικών στρατευμάτων που σήκωσαν και το κύριο βάρος των επιχειρήσεων. Η σύγκρουση άρχισε στις 3 Δεκεμβρίου με την επίθεση δυνάμεων της αστυνομίας στο συλλαλητήριο του ΕΑΜ στο Σύνταγμα με περισσότερους από 20 νεκρούς και 40 τραυματίες και τελείωσε ουσιαστικά με την υπογραφή της συμφωνίας της Βάρκιζας στις 12 Φεβρουαρίου 1945 που οδήγησε στην παράδοση του οπλισμού του ΕΛΑΣ. Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης, διπλωμάτης εκείνη την εποχή, έζησε από κοντά τη σύγκρουση και μάλιστα στο επίκεντρο των μαχών, την Πλάκα. Ζούσε τότε στην οδό Κυδαθηναίων, απέναντι από την εκκλησία της Σωτήρας, στο σπίτι του γαμπρού του Κωνσταντίνου Τσάτσου, του μετέπειτα Προέδρου της Δημοκρατίας. Ο Γιώργος Σεφέρης κρατούσε καθημερινά ημερολόγιο αποσπάσματα του οποίου δημοσιεύει σήμερα η «Π+13» (Γιώργου Σεφέρη «Μέρες Δ’», Ίκαρος 1977).


«Ο υστερισμός της αυτοκαταστροφής»

Κυριακή, 3 Δεκέμβρη. Οδός Κυδαθηναίων

Προχτές κυβερνητική κρίση· παραίτηση των αριστερών υπουργών πάνω στο στρατιωτικό.

Σήμερα ηλεχτρικό δεν υπάρχει· γενική απεργία. Συλλαλητήριο: νεκροί.

Δευτέρα, 4 Δεκέμβρη

Κηδεία των νεκρών του χτεσινού συλλαλητηρίου. Χτυπιούνται στο Θησείο.

Τετάρτη, 6 Δεκέμβρη. Τ’ Άι-Νικόλα

Μαύρη μέρα. Από την αυγή ο αλληλοσπαραγμός.

Τα προαισθήματά μου και οι βραχνάδες, εδώ και δυόμισι χρόνια, βγαίνουν αληθινά.

Ξύπνησα κατά τις 05.00’ από βαριούς, αραιούς κρότους: όλμοι ή χειροβομβίδες. Άνοιξα το παράθυρό μου, που βλέπει προς την Ακρόπολη. Πάνω στον ουρανό που χάραζε, βόλια βυσσινιά από τ’ αριστερά προς τα δεξιά. Από το δρόμο, κάπου, μια απόμακρη φωνή χωνιού, μόνο δυο λέξεις άρπαξε τ’ αυτί μου: «…το αίμα… του λαούουου…»

Σε λίγο όλο το σπίτι ήταν στο πόδι· στο δωμάτιο των παιδιών της Ιωάννας, πάνω από το δικό μου, ένα βόλι πήγε και σφηνώθηκε στον τοίχο πάνω από το κρεβάτι. Όλμοι, πολυβόλα και λιανοτούφεκα δυνάμωσαν στ’ αναμεταξύ και δε σταμάτησαν.

Από το παράθυρο του γραφείου, μέσ’ απ’ τα κλειστά παντζούρια φαινότανε καθαρά η οδός Κυδαθηναίων. Ελασίτες κρατούσαν τις γωνιές. Στη γωνιά Κόδρου, τρεις χαρακωμένοι στο αυλόγυρο της Σωτήρας· ο ένας με πολιτικά κι ένα βραχύκανο, φαίνεται ο αρχηγός τους από τον τρόπο που του φέρνουνται οι άλλοι. Μάτι κυνηγού που έχει στήσει καρτέρι. Μια στιγμή βγάζει τσιγάρο· το βάζει σε μια κοντή πίπα και ψάχνεται για σπίρτα· ο άλλος του δίνει φωτιά. Στη γωνιά Νίκης, ένας παραφυλάει μπρούμουτα στραμμένος προς το Σύνταγμα· κοντά του, καθισμένος αμέριμνα στο πεζούλι ενός χαμηλού παραθύρου, ένας άλλος, άοπλος, παίζει με τα χέρια του. Σε λίγο, όταν γύρισα πάλι στο παράθυρο, ο Ελασίτης της γωνιάς Νίκης σκοτωμένος με το χέρι στο μέτωπο κρατώντας ένα μαντίλι χακί, λίγο παραπάνω από την πόρτα μας. Το όπλο του είχε μείνει στη θέση που τον πρωτοείδα, πλάι σ’ ένα αυλάκι αίμα, και παρακάτω το κράνος του.

Νωρίς μετά το μεσημέρι θόρυβος από τανκ· ένα από την οδό Πέτα· ένα άλλο κατέβηκε το στενό δρόμο Κυδαθηναίων σπάζοντας τις πέτρες του πεζοδρόμιου, πίσω του Άγγλοι αλεξιπτωτιστές με βυσσινιά σκουφιά. Λένε μεταξύ τους: «Come along, boys», δείχνουν κάτι και προχωρούν.

Νυχτώνει· πάλι στο παράθυρο του γραφείου. Ο πρωινός σκοτωμένος δεν είναι πια στη θέση του· τον έχει αντικαταστήσει ένας άλλος. Ένας διαβάτης προχωρεί δειλά, τον βλέπει και γυρίζει πίσω. Μένει μόνο ένα άσπρο σκυλάκι που τρέχει και χάνεται.

Πέμπτη, 7 Δεκέμβρη

Όλη τη νύχτα πυροβολικό· κατά τον Αρδηττό. Στον ουρανό λίγες σφαίρες σαν αναμμένα κάστανα. Τώρα, 12.30’, ησυχία έπειτα από σποραδικό τουφεκίδι ή πολυβολισμούς. Από το μέρος Κυδαθηναίων, κάτω από το γραφείο, ερημιά. Ο χτεσβραδινός σκοτωμένος ακόμη στη θέση του, πεσμένος μπρούμουτα. Χακί παντελόνι και μαβί κοντοσάκακο που αφήνει να φαίνεται μια γυμνή λουρίδα από τη μέση του. Δυο γυναίκες βγαίνουν στον αυλόγυρο της Σωτήρας· μια γριά κι ένα κοριτσάκι· τα μάτια της μικρής σαν τα μάτια τρομαγμένου ποντικού, κατάμαυρα. Κοιτάζουν ολοτρόγυρα, βλέπουν το σκοτωμένο, κάτι λένε, σταυροκοπιούνται και φεύγουν. Από το άλλο μέρος της Σωτήρας, το μπροστινό, λίγοι άνθρωποι τρυπώνουν σ’ ένα μαγαζί σα νυφίτσες και βγαίνουν κρατώντας κάτι στο χέρι.

Κάπου-κάπου μια σφαίρα ή μια ριπή πολυβόλου.

Άγγλοι με βυσσινιά σκουφιά περνούν. Προφυλάγουνται στα κουφώματα, ή στέκουνται στη μέση του δρόμου με μιτραγιέτες. Δεν έχουν το νευρικό ή τεντωμένο ύφος των δικών μας. Ένας, καθώς περιμένει, ξύνει το νύχι του.

Κανόνι· βαριές κανονιές από μακριά.

Ένα φορτηγό αυτοκίνητο στάθηκε μπροστά στην πόρτα μας, μ’ ένα άσπρο χαρτί κολλημένο στο μέτωπο όπου είναι ζωγραφισμένο με μπλε μολύβι το γράμμα Χ. Πίσω του κάτι αλητόπαιδα κι ένας χωροφύλακας με κράνος κι ένα τουφέκι υπερβολικά μακρύ για τα χρόνια μας. Μια γυναίκα με άσπρα μαλλιά μισανοίγει τα παντζούρια από το αντικρινό υπόγειο· τους κάνει νόημα να πάρουν το σκοτωμένο δείχνοντας τη μύτη της, όπως όταν θες να πεις πως κάτι βρωμά. Οι άλλοι σηκώνουν τους ώμους και φεύγουν. Μένουν οι Άγγλοι μ’ έναν ηλικιωμένο της γειτονιάς που κάνει χειρονομίες απελπισμένου. Φεύγουν κι αυτοί κατά την οδό Φιλελλήνων· η γυναίκα από το υπόγειο τους φωνάζει: «God bless you».

Τ’ απόγεμα μεγάλη κίνηση στο δρόμο μας. Ένα μικρό αγγλικό αρχηγείο εγκαθίσταται στ’ αντικρινό μας σπίτι. Μας ζητούν να τους δώσουμε ένα ισόγειο διαμέρισμα για πρόχειρο χειρουργείο· πήραν το εμπρός· οι ένοικοι έχουν φύγει προτού αρχίσουν οι ταραχές· λένε πως ήταν εαμίτες. Οι Άγγλοι έρχουνται πάνω και κάνουν εγκατάσταση συρμάτων από τα παράθυρα για το φως και τον ασύρματο. Οι αξιωματικοί πολύ απασχολημένοι, κλειστοί, χωρίς ευγένεια στους τρόπους· οι άντρες καλύτεροι. Ένας που δένει τα σύρματα μου λέει: «Δε μας αρέσει αυτή η δουλειά, αλλά πρέπει να την κάνουμε» (εννοούσε τούτο τον πόλεμο).

Kαταστροφή και σκοτωμός

Παρασκευή, 8 Δεκέμβρη

Βγήκα με τον Άγγελο. Φιλελλήνων, Σύνταγμα, Σταδίου ως την οδό Κοραή· τα πράγματα μοιάζουν πιο ήσυχα. Από τις ταράτσες Φιλελλήνων σποραδικές ριπές πολυβόλων. Λίγοι χωροφύλακες στους δρόμους ή παιδιά με σήματα οργανώσεων στο μπράτσο, που ζητούν ταυτότητες. Πρόσωπα κουρασμένα, ρουφημένα, αξούριστα. Δυο-τρεις γνωστοί· άλλοι για να ψουνίσουν, άλλοι για να χαζέψουν. Δε βρήκαμε ν’ αγοράσουμε τίποτε άλλο παρά λίγα γλυκά.

Σάββατο, 9 Δεκέμβρη

Το πρωί στο Υπουργείο· καμιά δουλειά. Ελάχιστοι υπάλληλοι συζητούν. Πέρασα από του Γ. Καρτάλη· μακριά συζήτηση, που δε φωτίζει τίποτε.

Κυριακή, 10 Δεκέμβρη

Από τις 05.30’ μεγάλο κακό τριγύρω στο σπίτι: κανόνια, πολυβόλα, από τη μεριά της Ακρόπολης και από τη μεριά του Μακρυγιάννη. Αργότερα έμαθα πως το μέτωπο ήταν: Αναφιώτικα – Μακρυγιάννη – Νεκροταφείο. Τώρα, 15.15’, ο μεγάλος σάλαγος έχει περάσει, έτοιμος να ξαναρχίσει κάθε τόσο· τα πολυβόλα κρατούν το ίσο· αεροπλάνα φέρνουν γύρα την Ακρόπολη. Σήμερα δεν είχαμε ψωμί το μεσημέρι. Φούρνοι κλειστοί, μπακάληδες άδειοι· τι θα κάνει ο φτωχόκοσμος; Καταστροφή και σκοτωμός. Οι πιο προφυλαγμένοι, εκείνοι που θα έπρεπε να πληρώσουν πρώτοι· όπως πάντα.

Έχω την εντύπωση ότι βρίσκομαι στο προσκέφαλο ενός ετοιμοθάνατου, ανάμεσα σε υστερικούς τρελούς που τους κατέχει η μανία να τον αποτελειώσουν μια ώρα αρχύτερα. Καθένας έχει αφεθεί στους αυτοματισμούς του και στην αντοχή των νεύρων του, όση κι αν είναι.

Κάτω στο μικρό χειρουργείο πολλοί λαβωμένοι το πρωί. Δυο, πάνω στο σπίτι των Τσάτσων, περιμένουν με πρόχειρους επιδέσμους· ο ένας, λένε, μπορεί να χάσει το πόδι του.

Όλες αυτές τις μέρες τρομερή κρίση μέσα μου· αδύνατο να γράψω τώρα για όλα αυτά.

Ωστόσο, το σκεπτόμουνα με τη Μαρώ χτες βράδυ, δεν το μετάνιωσα που γύρισα στην Αθήνα.

Δευτέρα, 11 Δεκέμβρη

Σήμερα μιλούν για γενική επίθεση του ΕΛΑΣ από το βορρά. Αναφέρουν χτεσινή σύγκρουση των ελασιτών με την Ορεινή Ταξιαρχία στην Καισαριανή. Βαριές απώλειες, καθώς λένε, των ελασιτών: 300 νεκροί. Το κράτος των Αθηνών είναι ακόμη πολύ περιορισμένο: Από το Κολονάκι στην Ομόνοια (διασταύρωση Ασκληπιού – Σκουφά κατέχεται από ελασίτες). Πατησίων ως το Μουσείο· οδός Πειραιώς μόνο η αρχή. Πρέπει να τελειώνει το ταχύτερο τούτη η ιστορία, ειδεμή δε θα μείνει κανένας στην Ελλάδα.

Κάθε τόσο, τριγύρω στο σπίτι τουφεκίδι, θαρρείς στην τύχη.

Τρίτη, 12 Δεκέμβρη

Νωρίς απομεσήμερο, καθώς κοιτάζω από το παράθυρο κατά τη Σωτήρα, βλέπω έναν Άγγλο στρατιώτη να κάνει νόημα σ’ έναν άλλον· ένα σοβαρό νόημα. Από το βάθος του δρόμου ξεπρόβαλε ένα καροτσάκι· το τραβούσε ένας εργατικός, ένας άλλος περπατούσε στο πλάι του. Από την κάσα του καροτσιού ξεπερνούσαν δυο ανθρώπινα πόδια μόνο με κάλτσες· πιο ψηλά από τις κάλτσες ξεχώριζε μια μαβιά σάρκα κι ένα πανί με αράδες σκέπαζε όλο το υπόλοιπο κορμί: Ο αδιαφόρετος θάνατος που σεργιανά με το καρότσι στους δρόμους. Ο υστερισμός της αυτοκαταστροφής σ’ όλη τη χώρα.

Νέοι που προτιμούν το αυτόματο όπλο από την ανθρωπιά· γέροι, ξεμωραμένοι σαράφηδες· στ’ αναμεταξύ ένα κοπάδι που το συγκλονίζει ο πανικός φόβος. Ποιος μπορεί να καθίσει και να λογαριάσει ψύχραιμα τα δεδομένα της τρομακτικής κρίσης που ζούμε αυτές τις μέρες.

Κυριακή, 17 Δεκέμβρη

Το τερατώδες είναι ότι μέσα σ’ αυτό το σπαραγμό δεν μπορείς να στηριχτείς ούτε σε μια φωτεινή στιγμή κανενός. Οι καλύτεροι σε βαθιά απόγνωση· αυτοί είναι και οι πιο αδύνατοι. Οι άλλοι, ρομπότ: ρομπότ του μίσους και της καταστροφής ή ρομπότ της κατεργαριάς: δεν έχω τη διάθεση να σημειώσω, όπως άλλοτε, τα καθημερινά περιστατικά που δείχνουν ως πού μπορεί να φτάσει ο ξεπεσμός.

Αδύνατο να γράψω· αδύνατο να διαβάσω· τα νεύρα βυθισμένα μέσα σ’ αυτή τη φρίκη, όπως μέσα σ’ ένα ποτήρι νερό.

Από μια εβδομάδα χωρίς νερό, το ψωμί ανύπαρχτο, οι μπακάληδες αδειανοί· τους σκοτωμένους τους θάβουν επί τόπου. Ο Βασιλικός Κήπος βρωμά. Χτες οι όλμοι ή οι οβίδες των 75, που πέφτουν εδώ και κάμποσες μέρες τριγύρω στην «Μπρετάνια», σκότωσαν τρεις-τέσσερεις ανθρώπους στην οδό Φιλελλήνων, απέναντι στη Ρούσικη εκκλησιά, την ώρα που βγαίνει ο κόσμος για να ψουνίσει κατά τις 12.30’. (Η κυκλοφορία επιτρέπεται 12-14.) Σήμερα, καθώς περνούσα για να πάω στο Υπουργείο, το αίμα έμενε ακόμη εκεί απλωμένο στο πεζοδρόμιο και στον τοίχο. Γυρίζοντας σπίτι, μπροστά στην πόρτα, ένα τζιπ· στο πίσω κάθισμα ένα σώμα αναγερτό με το ξανθό κεφάλι κρεμασμένο, όθε έτρεχε το αίμα όπως αδειάζεις ένα αιγινήτικο κανάτι. Διάκρινα τ’ αστέρια ενός Εγγλέζου λοχαγού και είδα το πρόσωπό του. Η μύτη και το στόμα ήταν ένα κομμάτι κρέας, σα να τα είχε οργώσει με τα νύχια του αρπαχτικό όρνιο.

Δευτέρα, 18 Δεκέμβρη

Νυχτώνει· κρότοι της μάχης που άρχισε από τις 04.30’. Πολυβόλο, όπως χτυπάς ένα χάρακα πάνω σε τραπέζι με ρυθμό μετρονόμου. Πιο πίσω άλλα βόλια σα ν’ αδειάζεις ένα σακούλι όσπρια σε μπρούτζινο σινί και βαρύτεροι βρόντοι σα να καρφώνουν ή να ρίχνουν σ’ ένα αμπάρι μεγάλες αδειανές κάσες. Αεροπλάνα στριφογυρνούν στον αέρα, βουτούν και αδειάζουν τα πολυβόλα τους. Αρχίζει η τρίτη εβδομάδα του πολέμου. Στο κάτω σπίτι τρεις νεκροί: ένας πατέρας και δυο παιδάκια από όλμο στην οδό Αδριανού.

Ο Ουίστον Τσόρτσιλ στην Αθήνα 
Η τραγωδία σήμερα είναι που κανείς δεν έχει σαφή συνείδηση των διεθνών δεδομένων της κρίσης που περνά ο τόπος: Αγγλική πολιτική και Ρωσική πολιτική. Οι φόβοι που δεν έπαψα να λέω στο Κάιρο, ως το σημείο να παρεξηγηθώ, γίνουνται τώρα απειλές τρομαχτικά παρούσες. Κανείς ωστόσο δε μοιάζει να γυρεύει τέτοια πράγματα εδώ, ψύχραιμα, επίμονα. Το αιώνιο παλιό, προπολεμικό θέμα: η γραμμή της αντίστασης των Δημοκρατιών. Το μόνιμο ερώτημα.

Τρίτη, 19 Δεκέμβρη

«Οι απαίσιοι, οι πεπωρωμένοι, οι ελεεινοί!» Αυτά για κάποιους λίγο-πολύ ημιεπίσημους αγγλικούς και αμερικάνικους κύκλους. Με κοιτάζουν σα να ρωτούν. Λέω: «Δεν πρόκειται αν είναι αυτοί πεπωρωμένοι, αλλά τι πρέπει να κάνουμε εμείς.» – Ο θυμός ξεφουσκώνει, τα χέρια που χειρονομούσαν πέφτουν. – «Α! αυτό είναι άλλο ζήτημα…» ψιθυρίζουν. Συνηθισμένες αντιδράσεις για τις μέρες που ζούμε στην Ελλάδα. Γεμίζουν μ’ έξαλλα λόγια και θυμό το κενό της απόφασης – και νομίζουν πως σκέπτονται.

Αίσθημα πολιτικής απομόνωσης. Φριχτό αίσθημα.

Τετάρτη, 20 Δεκέμβρη

Όλες ετούτες οι μέρες πεντάμορφες, γλυκύτατες· εννοώ αν μπορούσε κανείς να τις κοιτάξει. Γιατί υπάρχει η φρίκη που σκεπάζει τα μάτια. Όχι όπως τη φαντάζεται κανείς σε ώρες εφιαλτικές, αλλά με το γνώριμο πρόσωπο του φίλου, του συγγενή, του καθημερινού διαβάτη.

Φριχτό αίσθημα πως είμαι άχρηστος και μόνος ανάμεσα σε τρελούς και ψεύτες.

Σήμερα μια προκήρυξη που έριξαν τα αεροπλάνα: οι εχθροί χρησιμοποιούν κανόνια· από αύριο στις 09.00’, τα κανόνια θα καταστρέφουνται με κάθε μέσο, της στεριάς, του αέρα, της θάλασσας· οι πληθυσμοί που κατοικούν σε ακτίνα 500 μέτρων από τη θέση κανονιού πρέπει να φύγουν. Αποτέλεσμα: έξαλλοι άνθρωποι στους δρόμους με μπογαλάκια, με μωρά στα χέρια, γριές κοιτάζοντας πού να τρυπώσουν. Αυτοί οι άνθρωποι ζούνε, ένας θεός το ξέρει, χωρίς φαΐ, χωρίς κάρβουνο, χωρίς φως εδώ και δεκαπέντε μέρες, αφήνοντας κατά μέρος τα χρόνια της σκλαβιάς. Το μόνο που τους έμενε, μια στέγη· πάει κι αυτό· πόλεμος γίνεται.

«Η Ελλάδα, αλίμονο η Ελλάδα»

Πέμπτη, 21 Δεκέμβρη

Πρέπει ν’ αναβάλουμε το γιόρτασμα των Χριστουγέννων, έλεγε κάποιος Άγγλος τις προάλλες. Ποιων Χριστουγέννων;

Δεν έχει σκοτεινιάσει ακόμη. Αυτές οι ώρες μετά το μεσημέρι είναι οι καλύτερες· κουράζουν οι νύχτες χωρίς φως. Σήμερα, ίσως πρώτη φορά από τότε που άρχισε το κακό, διάβασα λίγο. Στο βάθος, κάπου πίσω από το Ζάππειο και τον Φιλόπαππο, βαριοί γδούποι από κανόνια και εκρήξεις. Αεροπλάνα πολυβολούν. Η Ελλάδα, αλίμονο η Ελλάδα: ένα σταυρωμένο κορμί κι όλοι το καρφώνουν, λυσσασμένοι.

Κατά βάθος προβλήματα και λάθη όπως εδώ κι ένα χρόνο. Δεν έχω εκπλήξεις, κι όμως το να μην ξαφνίζεσαι σε κάνει ύποπτο. Έπρεπε να γίνει τούτο το μακελειό για να μάθουν εδώ την πείρα της Μέσης Ανατολής, αν τη μάθουν ποτέ.

Κυριακή, Παραμονή Χριστουγέννων

Κλείνει η Τρίτη εβδομάδα του πολέμου. Η Πλάκα οπωσδήποτε ήσυχη. Αλλά τριγύρω, ατέλειωτα, ο θόρυβος της μάχης. Οι δρόμοι γεμάτοι πρόσφυγες. Διηγούνται φρικιαστικές σκηνές: ομήρους, εκτελέσεις.

Άρρωστος από προχτές: ρίγη και πόνοι. Κάνει κρύο. Levesque εδώ ως τις 16.00’. Μου δείχνει τις μεταφράσεις του· κάποτε πολύ καλές, υποθέτω: αισθάνομαι τέλεια ανικανότητα να κρίνω μετάφραση από οτιδήποτε δικό μου. Μιλάμε για τον Σικελιανό που είδε: είναι, μου είπε, με το μέρος εκείνων που σκοτώνουνται. Αλλά φτάνει άραγε να σκοτώνεσαι; Τι άλλο έκανε η χιτλερική νεολαία.

Το καλύτερο σήμερα: από την κάμαρά μου άκουσα θαμπά και απόμακρα φωνές παιδιών – τα κάλαντα.

Δευτέρα, Χριστούγεννα

Ψάχνω να βρω ένα χωρίο του Αισχύλου και πέφτει το μάτι μου στο «Ίτε παίδες Ελλήνων…» – Αλίμονο.
Θυμούμαι όλες τούτες τις μέρες:

I said to my soul, be still, and wait without hope

For hope would be hope for the wrong thing; wait

without love

For love would be love of the wrong thing; there is

yet faith…

The wrong thing είναι σίγουρο, ό,τι και να διαλέξεις σήμερα.

Μετά το βραδινό φαγητό μαθαίνω για το τηλεφώνημα περί Churchill στον «Ajax» το πολεμικό. Η αυτοκρατορία μοιάζει να συγκινείται σοβαρά από τα ελληνικά πράγματα. Πρώτη φορά στην ιστορία μας τόσο σοβαρό δείγμα: Βάζει εμπρός το σώμα του πρωθυπουργού της.

Τρίτη, 26 Δεκέμβρη

Υπουργείο Εξωτερικών. Περίεργο, δεν αναμετρούν τη βαρύτητα του ταξιδιού του Churchill. Προτιμούν να πιστέψουν τη φήμη που έχει πλατιά κυκλοφορήσει ότι πρόκειται για έναν ενδιάμεσο σταθμό στον πηγαιμό του κάπου αλλού, για να συναντήσει Ρούζβελτ και Στάλιν. Ταξίδι Churchill ανήμερα Χριστούγεννα, μόνο για την Ελλάδα, τους φαίνεται υπέρογκο. Άλλοι φοβούνται συνδιαλλαγή με τους αντάρτες, άλλοι πως ήρθε ο Churchill για να κομίσει γην και ύδωρ: Μετρούν με τα ντόπια μέτρα.

Απόγευμα σύσκεψη στο Υπουργείο Εξωτερικών: Churchill. Παρόντες ακόμη ο Macveagh, ο Baelen και ο Popov – η Διεθνής Τροπή.

Τετάρτη, 27 Δεκέμβρη

Συνέχεια σύσκεψης. Αντάρτες αδιάλλακτοι· κανένα αποτέλεσμα. Αντιβασιλεία.

Παρασκευή, 29 Δεκέμβρη

Μου διηγούνται: Ένας Άγγλος αξιωματικός κι ένας Έλληνας στη γραμμή της μάχης. Απέναντί τους ένας μικρόσωμος εαμίτης πυροβολούσε και σταυροκοπιούνταν πριν από κάθε ριξιά.

- Τι κάνει αυτός; ρώτησε ο Άγγλος.

- Κάνει το σταυρό του και μας πυροβολεί.

- Μα δεν μπορεί, θα είναι κατά λάθος μ’ αυτούς.

Ο Έλληνας τον σάρωσε με μια ριπή.

- Κρίμα, είπε ο Άγγλος, στερήσατε την πατρίδα σας από κάποιον που θα γίνουνταν καλός πολίτης.

Ο R. Levesque εδώ· τον βοηθώ όσο μπορώ στις μεταφράσεις του. Σε μια διακοπή θυμάται τον ισπανικό πόλεμο· ανθρώπους καταδικασμένους σε θάνατο από τις δυο μεριές. Ξαναθυμήθηκα τον Lorca. Ο σκοτωμός του μου άφησε την αίσθηση της ηλίθιας καταστροφής· σα να είχαν ξεθεμελιώσει βάναυσα κι αδιάντροπα μιαν ολόκληρη πολιτεία.

Σάββατο, 30 Δεκέμβρη

Σκοτωμοί, πρόσφυγες, κρύο, κι αυτό το γάβγισμα του πολυβόλου. Το πρωί τηλεγράφημα από το Λονδίνο. Ο βασιλιάς διορίζει τον Δαμασκηνό αντιβασιλέα. Η πολιτική ιντελιγκέντσια έχει χρεοκοπήσει πέρα για πέρα στην Ελλάδα.

Τον Δαμασκηνό τον γνώρισα λίγο, αφού γύρισα. Έχει μια στερεή φρονιμάδα χωρικού, τούτο τουλάχιστο, δύναμη. Είναι δημοκρατικός· όχι φανατικός μαινόμενος· και τούτο πλεονέκτημα. Πήγαμε και τον είδαμε. Τον ρωτήσαμε πώς του φαίνεται η αντιβασιλεία· μας αποκρίθηκε με την ακόλουθη παραβολή:

- Σαν ήμουν μικρός, το σχολειό μου ήταν στο άλλο χωριό, μιάμιση ώρα δρόμος από το δικό μου. Κάποτε μου πήραν καινούρια τσαρούχια για τη Λαμπρή. Τά ’βαλα στο δισάκι μου και ξεκίνησα για το σχολειό μου με τα παλιά, για να μην τα χαλάσω. Όμως κάθε τόσο σταματούσα, τά ’βγαζα απ’ το δισάκι μου, τα χάιδευα και τα καμάρωνα τα καινούρια μου τσαρούχια. Εκείνη τη μέρα έβαλα τρεις ώρες ως το σχολειό μου. Η αντιβασιλεία είναι σαν τα καινούρια μου τα τσαρούχια.
Ήταν πλαγιασμένος στο κρεβάτι του, υπερβολικά μεγάλος για τη στενή κάμαρα, καθώς μου φάνηκε. Τα μάτια του έλαμπαν καθώς μας διηγούνταν αυτή την ιστορία· είχε κέφι. Δεν ξέρει καμιά ξένη γλώσσα· μόνο σαν το έστειλαν εξορία στη Φανερωμένη, στη Σαλαμίνα, αποστήθισε, για να περάσει την ώρα, υποθέτω, ένα γαλλικό λεξικό.

Ο αρχαιολόγος που εξακολουθεί να νομίζει πως τ’ ακρωτηριασμένα σώματα δεν είναι τίποτε άλλο παρά σπασμένα αγάλματα κ.τ.λ., κ.τ.λ.

Κυριακή, 31 Δεκέμβρη

Υπουργείο Εξωτερικών: Ορκωμοσία αντιβασιλέως. Έπειτα στη Γαλλική Πρεσβεία.


Μίκης Θεοδωράκης: «Εμείς τα αμούστακα παιδάκια…»

Στις μάχες του Δεκέμβρη πήρε μέρος και ο Μίκης Θεοδωράκης. Τη δική του εμπειρία κατέγραψε σε αφιέρωμα της εφημερίδας «ΤΑ ΝΕΑ».

Η Μάχη του Δεκέμβρη του 1944 κράτησε 33 μέρες. Συμμετείχα σε όλη τη διάρκειά τους, στην αρχή ως διμοιρίτης και από τη μάχη στου Μακρυγιάννη έως το τέλος ως καπετάνιος του Πρώτου Λόχου του Πρώτου Τάγματος στο Πρώτο Σύνταγμα του Εφεδρικού ΕΛΑΣ, που είχε έδρα του στην Άνω Νέα Σμύρνη.

Ο οπλισμός μας ήταν απλά τουφέκια, χειροβομβίδες και από 2-3 μυδράλια και όλμους σε κάθε διμοιρία.

Η εκπαίδευσή μας ήταν στοιχειώδης και ουσιαστικά έγινε στη διάρκεια της Κατοχής και μέσα από τις συγκρούσεις μας με τους Γερμανούς και κυρίως τους ταγματασφαλίτες. Εκεί εφαρμόζαμε την τακτική του ανταρτοπολέμου αποφεύγοντας τις μετωπικές αντιπαραθέσεις, λόγω τις συντριπτικής υπεροχής των αντιπάλων μας.

Όμως στα Δεκεμβριανά είχαμε απέναντί μας στον Βρετανικό Στρατό, τους Ινδούς, τους Σχηρ, τους συνεργάτες των Γερμανών χωροφύλακες και τους «Τσολιάδες», εφοδιασμένους με εικοσαπλάσιο από εμάς εξοπλισμό, καλά εκπαιδευμένους και υποστηριζόμενους από τανκς, αεροπορία και τα κανόνια του αγγλικού στόλου από το Φάληρο. Δεν μπορώ να ξέρω ακριβώς πόσοι ήμαστε, όμως γενικά η δύναμή μας υπολογιζόταν σε 20.000 σε Αθήνα, Πειραιά και συνοικίες. Ο Μόνιμος ΕΛΑΣ ουσιαστικά ήταν απών.

«Να ρίξουμε τους Εγγλέζους στη θάλασσα»

Και όμως εμείς του Εφεδρικού ΕΛΑΣ δείξαμε ότι είχαμε τη δύναμη όχι μόνο να αντισταθούμε αλλά και να ρίξουμε τους Εγγλέζους στη θάλασσα τις πρώτες δέκα μέρες, εάν το Π.Γ. του ΚΚΕ δεν μας εμπόδιζε. Ο λόγος που δεν μας άφησαν ήταν ότι εξακολουθούσαν να θεωρούν τους Άγγλους συμμάχους και γι’ αυτό είχαμε τη ρητή εντολή να μην πυροβολούμε τους Άγγλους στρατιώτες έως τις 22 του μηνός, τη στιγμή που εκείνοι ξεκίνησαν από την αρχή των συγκρούσεων τις δικές τους επιθέσεις.

Σ’ αυτές τις εντολές του Π.Γ., που έφταναν σε μας μέσω της αχτιδικής επιτροπής στην Καλλιθέα, ήμουν προσωπικά μάρτυρας, μιας και αποτελούσα συχνά τον σύνδεσμο ανάμεσα στο Σύνταγμά μας και στην Καθοδήγηση της Αχτίδας, που βρισκόταν σε συνεχή επαφή με τα μέλη του Π.Γ. Τελικά πολεμούσαμε χωρίς να γνωρίζουμε ποιος είναι ο τελικός μας σκοπός, με μόνη εντολή να προχωρήσουμε όσο γίνεται προς το κέντρο της πόλης, όπου είχε την έδρα της η Κυβέρνηση. Για όσους αιχμαλώτους πιάναμε, Έλληνες και Άγγλους, είχαμε την εντολή να τους αφήνουμε ελεύθερους. Και σε ό,τι αφορά τις σημαντικές πολιτικές, στρατιωτικές και οικονομικές προσωπικότητες που γνωρίζαμε ότι ανήκαν στο αντίπαλο στρατόπεδο, δεν υπήρχε καμμιά απολύτως απόφαση για την τύχη τους. Και γενικά υπήρχε η εντύπωση ότι θα έπρεπε να τους αφήσουμε ήσυχους και ασφαλείς. Όπως και έγινε. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι δεν υπήρχε ούτε ίχνος ταξικού-ιδεολογικού αγώνα αλλά μια γενική και θολή αίσθηση ότι ο χαρακτήρας του αγώνα μας δεν ήταν στο βάθος παρά μια διαμαρτυρία και μια εκδίκηση για τα αθώα θύματα της 3ης και 4ης του Δεκέμβρη.

Όσο για την προοπτική της κατάληψης της εξουσίας, δεν υπήρχε ούτε ίχνος σκέψης. Γιατί αν ήταν αυτός ο στόχος τους, γιατί θα κρατούσαν τον Άρη με τους δεκάδες χιλιάδες έμπειρους αντάρτες να ξύνουν αμήχανοι τα γένια τους εκατοντάδες χιλιόμετρα από την Αθήνα, ενώ εκεί υποτίθεται ότι θα κρινόταν η τύχη της Εξουσίας; Εμείς τα αμούστακα παιδάκια θα κρίναμε ένα τόσο σοβαρό πρόβλημα όπως είναι η κατάληψη της εξουσίας;

«Κρατούσαμε μόνο από πείσμα»

Ο μέσος όρος ηλικίας των παιδιών του Εφεδρικού ΕΛΑΣ ήταν περίπου 20 ετών. Ο Συνταγματάρχης ήταν 25, ο Ταγματάρχης 23 και ο Λοχαγός, όπως εγώ, 19! Οι σφαίρες μας ήταν μετρημένες, τα ρούχα μας κουρέλια, τα παπούτσια μας σκισμένα, το φαγητό μας στο τέλος ανύπαρκτο. Κρατούσαμε όμως μόνο από πείσμα, ενώ οι απώλειές μας σε νεκρούς και τραυματίες ξεπερνούσαν το 50% των δυνάμεών μας. Και επειδή ανέφερα τραυματίες, οι περισσότεροι πέθαιναν ξαπλωμένοι στο χώμα αβοήθητοι, με τη βροχή και το χιόνι να σκεπάζουν τους βόγγους και τις πληγές τους.

Όσοι πιάνονταν σκοτωνόταν επί τόπου. Στα σπίτια μέσα αποφεύγαμε να μπαίνουμε για να μην… ενοχλήσουμε. Οι πιο πολλοί στο λόχο μου ήμαστε τελειόφοιτοι γυμνασίου και φοιτητές. Είχαμε ιδανικά. Αγαπούσαμε τους ανθρώπους. Στη Νέα Σμύρνη πιάσαμε 200 αστυνομικούς, όλοι πήγαν στα σπίτια τους. Τον αστυνόμο της Ασφάλειας τον πήγα ο ίδιος στο δικό του. Μετά τέσσερα χρόνια όμως ήρθε ο ίδιος και με συνέλαβε στο σπίτι μου. Τέτοιοι ήμασταν εμείς. Ίσως βλάκες… Πιθανόν, γιατί ζούσαμε με τη σκέψη μας σε μια διαφορετική Ελλάδα. Που όσοι τη ζήσαμε τότε, αλλά δυστυχώς επιζήσαμε, μετανιώνουμε κάθε στιγμή γι’ αυτό το κακό που μας βρήκε.

«Μας πετσοκόψανε για το ευχαριστώ»

Στις συνοικίες που ελέγχαμε, γνωρίζαμε όπως είπα πού κάθεται ο α και ο β σημαντικός πολιτικός, στρατιωτικός ή οικονομικός παράγοντας. Πού ανήκει και ποιον ρόλο θα έπαιζε σε περίπτωση που θα βρισκόταν στη δική μας θέση. Και όμως, δεν πειράξαμε ούτε μια τρίχα του κεφαλιού τους. Γιατί να το κάναμε άλλωστε; Μήπως το κόμμα μας είχε στόχο την κόκκινη εξουσία, όπως μας κατηγορούν, μέσα στην οποία οι πρώτοι που θα έπρεπε να εξοντωθούν βρισκόταν τότε κάτω από την απόλυτη κυριαρχία μας; Και φυσικά όταν οι κύριοι αυτοί απέκτησαν εξουσία και δύναμη κι εμείς βρεθήκαμε γυμνοί στα χέρια τους, μας πετσοκόψανε για το ευχαριστώ. Κι από πάνω μας γεμίσανε με λάσπη, ότι δήθεν ήμασταν σφαγείς, ενώ απλούστατα ήμασταν ηλίθιοι, γιατί εξακολουθούσαμε να πιστεύουμε μαζί μα το κόμμα ότι η Μάχη του Δεκέμβρη δεν ήταν παρά μια παρένθεση και ότι θα τα ξαναβρίσκαμε με τον Παπανδρέου και τους Άγγλους χάρη στην εθνική ενότητα, ενώ σύμφωνα με το σχέδιο του Τσώρτσιλ είχαμε πέσει για τα καλά στη μεγάλη παγίδα που μας έστησε για να διαιρεθεί ο λαός μας οριστικά και να οδηγηθούμε στον αδελφοκτόνο πόλεμο.

Ήμασταν ρομαντικοί, αφελείς και ανώριμοι, εύκολα και απλά παιχνιδάκια στα χέρια των ξεσκολισμένων αποικιοκρατών, όπως οι Άγγλοι διπλωμάτες, που διοικούσαν επί αιώνες τη μισή ανθρωπότητα. Και πολύ φοβάμαι ότι αυτό γίνεται και σήμερα, όπως χτες και προχτές, για να μη φτάσουμε στο ’21…

Αναδημοσίευση από http://www.paraskevi13.com/?p=26254

Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2012

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΠΕΤΡΟΥΛΙΑΣ : Η ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ ΜΟΥ ΚΑΙ Η ΖΩΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΣΤΗΝ ΤΑΣΚΕΝΔΗ (1949-1956)


Απο την Εισαγωγή του βιβλίου

Είναι δύσκολο να γράψεις μετά από πολλά χρόνια γεγονότα που έχεις ζήσει σε δύσκολες στιγμές τις ζωής σου. Διότι και η μνήμη αμβλύνεται και τα γεγονότα, όσο κι αν θέλεις να περιγράψεις πιό ζωντανά και πιο λεπτομερειακά δεν μπορείς. Όταν τα ζείς, τα περιγράφεις με το πνεύμα της  εποχής που έγιναν, πιό έντονα, πιο συναισθηματικά, πιό ευρύτερα και ίσως λεπτομερειακά.

Περιγράφοντας όμως γεγονότα που έχουν μείνει βαθιά χαραγμένα μέσα μου και έχουνε παίξει ρόλο μεταξύ ζωής και θανάτου, δεν τα ξεχνάς εύκολα και δεν βάζεις περιττά λόγια, αλλά τα γράφεις απλά, με την αγωνία, τον πόνο, τη λύπη και την πίκρα που ένιωσες αυτές τις στιγμές.

Τα γεγονότα αυτά περνούν από την μνήμη μου σαν κινηματογραφική ταινία, και χωρίς να θέλω πλημμυρίζουν την σκέψη μου, όσο και αν προσπαθείς να τα ξεχάσεις φουντώνουν και γεμίζει η καρδιά μου με καημό και πόνο. Τα μάτια μου γεμίζουν με δάκρυα και προσπαθούν να μου απαλύνουν τις δύσκολες στιγμές που έζησα μακριά από την πατρίδα μου, χωρίς δική μου επιλογή.

Αυτά συμβαίναν γενικά σε όλους όσοι είμαστε στην ξενιτειά, μικροί και μεγάλοι, αντάρτες, επιστρατευμένοι από τα χωριά, αιχμάλωτοι, κομματικοί και εξωκομματικοί.

Ο ίδιος ο Ζαχαριάδης, γενικός γραμματέας του Κ.Κ.Ε. έζησε υπό περιορισμό, πότε στην μιά φυλακή και πότε στην άλλη και τελευταία τον στείλανε εξορία στο Σουργκούτ της Σιβηρίας με 50 βαθμούς υπό το μηδέν. Μονάχος και έρημος και μάλιστα με κατηγορία προδότη και χαφιέ, χωρίς βέβαια να επιβεβαιωθούνε οι κατηγορίες αυτές, αλλά ενώ του είπανε οι επιτροπές που τον επισκεφθήκανε στην Σιβηρία, ότι δεν υπάρχουνε κατηγορίες γι’ αυτόν, όταν από αυτές ζήτησε να του τα στείλουνε γραπτά, δεν του στείλανε καμιά απάντηση.

Εκεί στην Τασκένδη είχαμε όλοι την ίδια τύχη, περιορισμός, παρακολούθηση, φυλακές και εξορίες.

Εγώ δεν είμαι ιστορικός, ούτε λογοτέχνης, αλλά απ’ αυτά που έζησα, που είδα, που άκουσα και διάβασα θα περιγράψω με απλά λόγια την ζωή μας στην ξενιτειά, στην Τασκένδη, πρωτεύουσα του Ουζμπεκιστάν, στην Κεντρική Ασία. Εκεί είμαστε είκοσι δύο χιλιάδες Έλληνες ως πολιτικοί πρόσφυγες. Οι μισοί ήταν κομματικά μέλη του Κ.Κ.Ε και οι άλλοι εθελοντές, επιστρατευμένοι απ’ τα χωριά, αιχμάλωτοι λίγοι, επίσης άνδρες και γυναίκες που πήρανε απ’ τα συνοριακά χωριά, οι αντάρτες μαζί τους.

Το βιβλίο μπορείτε να το διαβάσετε εδώ https://docs.google.com/viewer?a=v&pid=sites&srcid=ZGVmYXVsdGRvbWFpbnx0b3BvbHlhbmRyaW9ufGd4OjZjMmYzZjMxOTJjMzFlOA

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2012

Η αεροπορία στον εμφύλιο

Του Μιχάλη Τρεμόπουλου, από το βιβλίο του «Η ιπτάμενη ιστορία της Θεσσαλονίκης», 

Η αεροπορία αρνείται αρχικά να χύσει ελληνικό αίμα.

Μια σειρά γεγονότων όμως προσφέρουν την ευκαιρία ισχυρής εμπλοκής της, με αμερικάνικη καθοδήγηση.
Αεροπλάνα  SPITFIRE στο αεροδρόμιο των Ιωαννίνων το 1948.

Πολιτικό «κομάντο» επιτίθεται με βόμβες εναντίον αεροπόρων.

Στελέχη της Αριστεράς -αποκηρυγμένα επίσημα- που δικάζονται, μιλάνε για παράπλευρες απώλειες.

Για πρώτη φορά στον κόσμο χρησιμοποιούνται οι εμπρηστικές βόμβες “Ναπάλμ” πάνω σε ανθρώπους.

Από τη Μέση Ανατολή η ελληνική Αεροπορία γυρίζει με πλούσια δράση και 101 νεκρούς ιπτάμενους.

Ο εμφύλιος όμως είχε αρχίσει να προετοιμάζεται.

“Εις την Αεροπορίαν τελικώς είχεν επικρατήσει το πνεύμα της Μ. Ανατολής «περί δημοκρατικοποιήσεως των Ενόπλων Δυνάμεων»”, θα πει αργότερα ο Εμμ. Κελαϊδής, που είχε αναλάβει τον Ιούλιο του 1946 την Ανωτέρα Διοίκηση Αεροπορίας.[1] Επιπλέον, “εις το Επιτελείον, υπηρέτουν μερικοί αξιωματικοί, οι οποίοι, την εποχήν εκείνην, επαρουσιάζοντο συμπαθούντες το Ε.Α.Μ.” Έτσι -καταλήγει- “η Αεροπορία παρέλειψε να ενεργήση ριζικήν εκκαθάρισιν και ν’απαλλάξη τας Μονάδας από τα υπολλείμματα στοιχείων διαπνεομένων υπό αναρχικών ή αριστερών
τάσεων.”

Η ΑΕΡΟΠΟΡΙΑ ΑΡΝΕΙΤΑΙ ΝΑ ΣΥΜΜΕΤΑΣΧΕΙ ΣΤΟΝ ΕΜΦΥΛΙΟ

Στα “Δεκεμβριανά” η Αεροπορία εκδίδει διαταγή για ουδετερότητα και ζητά να κοινοποιηθεί στο Αρχηγείο του ΕΛΑΣ. “Δεν υπήρχε δυστυχώς Εθνική πνοή, ούτε σαφής κατεύθυνση, με αποτέλεσμα οι διοικούντες τότε να αποφασίσουν, άνευ προηγουμένης Κυβερνητικής εγκρίσεως, να κρατηθή η Αεροπορία ουδέτερα έναντι των στασιαστών”, θα πει πάλι ο Εμμ. Κελαϊδής.

Λόγω των άσχημων συνθηκών στο Σέδες, αποφασίζεται η εγκατάσταση όλων των αξιωματικών της 1ης Πτέρυγας και των Μοιρών 335 και 336, σε τρία μισθωμένα ξενοδοχεία της Θεσσαλονίκης, τα «Αστόρια», «Εξέλσιορ» και «Ηλύσια».

Στο Σέδες αποσπώνται και δύο Άγγλοι αξιωματικοί, με ένα “αφάνταστο ενδιαφέρον και ζήλο”[2] για την εξόντωση των κομμουνιστών. Όμως οι προσδοκίες τους δεν ευοδώνονται:

“Τα «Σπιτφάϊρς» πήγαιναν να χτυπήσουν στόχο σε θέση που ήταν ο εχθρός πριν 5 ή 10 και περισσότερες ώρες! Και το Γ’ Σώμα Στρατού έδινε κατηγορηματικές διαταγές: -Να χτυπήσουν το σημείο «Χ», βρούνε δεν βρούνε στόχο!” και “μόνον για να εμψυχώνουνε το Στρατό.”[3]

Βλέποντας, λοιπόν, τα Spitfires να μην τους χτυπάνε, αλλά να “ρίχνουν τα πυρά τους στις χαράδρες ή σε γυμνές κορυφές”, οι αντάρτες βγάζουν το συμπέρασμα ότι οι αεροπόροι είναι μαζί τους:

«Πρέπει να πω -θα πει ένας αντάρτης- ότι οι αεροπόροι ως επί το πλείστον, δεν χτυπούσαν τους αντάρτες. Δεν ξέρω ποιοι ήσαν αυτοί. Βαδίζαμε ανοιχτά και δεν μας χτυπούσαν (…). Δεν ήσαν απ’ αυτούς που χτυπούσαν μανιωδώς.

Το είδα αυτό, το αισθάνθηκα…Τώρα, τι άνθρωποι ήσαν αυτοί; “Μπράβο παιδιά Δημοκράτες…Είστε παιδιά του Λαού.” Έτσι λέγαμε και αυτή είναι η προσωπική μου διαπίστωση…»[4]

“Εκεί που ο Αχιλλέας Παπαϊωάννου είχε δίκιο στην κρίση του- δέχεται η άλλη πλευρά- είναι στο βαθμό πάθους και μανίας που χτυπούσαν ορισμένοι αεροπόροι” καθώς και “στο βαθμό κατανόησης του δίκαιου της αποστολής τους”.[5] Γι’ αυτό και “η προθυμία με την οποία πετούσαν οι χειριστές τα αεροπλάνα τους για τη συντριβή των ανταρτών, άρχισε σιγά-σιγά να μειώνεται για να φτάσει σε επικίνδυνο σημείο”.

Έτσι, το Σέδες και τα βοηθητικά αεροδρόμια γίνονται τα πιο νευραλγικά σημεία του “αντισυμμοριτικού αγώνος” και οι αποστολές της αεροπορίας πολλαπλασιάζονται. Τα καινούργια Spitfires IX αρχίζουν να έρχονται στο Σέδες απ’ τον Ιανουάριο του 1947 και αντικαθιστούν τα παλαιότερα Spitfires V.[6]

Εκείνες τις μέρες καταγγέλλεται απ’ τις εφημερίδες ότι έχει αρχίσει η προσχώρηση στελεχών της Ε.Β.Α. στις τάξεις του «Δημοκρατικού Στρατού»:

“Καταγγέλομεν εις τον Ελληνικόν Λαόν”, γράφει αμέσως ο Λ. Βρεττάκος, ότι “η πολεμική μας αεροπορία ευρίσκεται εις χείρας προδοτών και κομμουνιστών. Τρεις Αντισμήναρχοι ηυτομόλησαν ήδη προ ημερών προς τους συμμορίτας.”[7] Και ακολουθεί ένας πίνακας με 75 ονόματα “ανάξιων κομμουνιστών αξ/κών οι οποίοι μολύνουν τα έντιμα και δοξασμένα φτερά”.

Κι όντως κάποιοι, όπως οι αξιωματικοί, Γ. Γιωργακόπουλος, Λ. Ντρενάς, Μανιάς κ.α. είχαν φύγει στο βουνό. Η Αεροπορία τώρα έπρεπε να αποδείξει ότι δεν ταυτίζεται με τον εχθρό.

ΕΠΙΘΕΣΗ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟΥ ΤΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ

Η Ανωτέρα Διοίκηση Αεροπορίας αποφασίζει να μετακινήσει την 335 Μ.Δ. απ’ το Σέδες στη Λάρισα. Στις 4.4.1947 μετακινείται ένα κλιμάκιο της Μοίρας και μέχρι την επομένη προσγειώνονται 10 αεροπλάνα και αρχίζουν αμέσως δυναμικές επιχειρήσεις, σε συνεργασία με το Β’ Σ.Σ. Στις 6.4.1947 κιόλας προξενούν “πανωλεθρία” στους αντάρτες στο Λιοντάρι Δομοκού.[8]

Ξαφνιασμένοι από το χτύπημα, που σμπαράλιαζε τη θετική εικόνα τους για την Αεροπορία, μια ομάδα κομμουνιστών αποφασίζει εκδικητικό χτύπημα εναντίον προσωπικού της Αεροπορίας, που μεταφερόταν στις 30.4.1947, όπως κάθε πρωί, με λεωφορείο στο αεροδρόμιο Σέδες.

“Το λεωφορείον της Αεροπορίας εξεκίνησε την 7ην πρωϊνήν από το ξενοδοχείον «Αστόρια», αφού παρέλαβε τους διαμένοντες εις αυτό Αξιωματικούς της Αεροπορίας. (…) Την 07.10, ακριβώς, το λεωφορείον εστάθμευσεν εις την στάσιν Μισραχή ίνα παραλάβη τον υποσμηναγόν Ν. Γαλιλαίον, όστις διαμένει παρά το Νοσοκομείον «Χίρς». Δεν επέρασαν παρά ολίγα λεπτά, και ενώ οι εν τω λεωφορείω Αξιωματικοί συνεζήτουν αμέριμνοι, εις άγνωστος χαμογελών δια να μην κινήση υποψίας, φαίνεται, έρριψεν εκ των έμπροσθεν και με ορμήν εν δέμα εφημερίδος κατά του οδηγού. Το δέμα περιείχε πέτραν ήτις έθραυσεν τον εμπρόσθιον υαλοπίνακαν. Ευθύς αμέσως έρριψε χειροβομβίδα ήτις εξερράγη παρά τους πόδας του οδηγού σμηνίτου“[9] Ένας άλλος ρίχνει μια δεύτερη «ενισχυμένη» χειροβομβίδα, από το πίσω μέρος. Αποτέλεσμα 5 νεκροί και 8 τραυματίες.

Συμπτωματικά, η Αστυνομία πιάνει ένα σταματημένο ταξί, 800 μέτρα μακριά απ’ τη στάση Μισραχή. Συλλαμβάνει τον οδηγό Νίκο Τομπουλίδη και με σκληρές ανακρίσεις ξετυλίγει το μίτο. Γίνονται συλλήψεις και η υπόθεση εκδικάζεται στις 28.8.1947.

Την καθοδήγηση της οργάνωσης (Ο.Π.Λ.Α.) είχαν δύο στελέχη του ΚΚΕ ο Τάκης Παπαγεωργίου και ο Αλβανός Ακίνδυνος, που οργάνωσε και την “επιχείρηση”. Την πρώτη χειροβομβίδα είχε ρίξει ο Ιορδάνης Σαπουντζόγλου και τη δεύτερη ο Κοσμάς Εξιζίδης. Σκοτώθηκαν οι υποσμηναγοί Νικόλαος Δευτεραίος, Αλέξανδρος Γεωργόπουλος, Νικόλαος Γαλιλαίος, ο σμηνίτης Πελοπίδας Κρητικός και ο οδηγός του λεωφορείου.

“Μπήκαν και οι τρεις στο ταξί, δεν πήρε απ’ την ταραχή του σωφέρ εμπρός και αναγκάστηκαν να προχωρήσουν με τα πόδια. Τους είδε τότε ο Αλβανός Ακίνδυνος, που εγύριζε ολόγυρα σαν λύκος, τους καθησύχασε και τους έστειλε,
τους δύο μ’ ένα τραμ του Χίρς και τον άλλο με λεωφορείο σ’ άλλη διεύθυνση.”[10]

Ο ΣΚΟΠΟΣ ΑΓΙΑΖΕΙ ΤΑ ΜΕΣΑ;

Ο Τάκης Παπαγεωργίου εξιστορεί στη δίκη με όλες τις λεπτομέρειες την επίθεση κατά του λεωφορείου των αεροπόρων και καταλήγει:

“Αν σκοτώναμε ιπτάμενους αεροπόρους θα μπορούσα κάπως να δικαιολογήσω τον εαυτό μου. Αλλά δεν ήσαν ιπτάμενοι και δεν δικαιολογώ τον εαυτό μου γιατί οι νεκροί δεν ανασταίνονται με δικαιολογίες. Είμαι υπεύθυνος των εγκλημάτων που έγιναν απ’ τη στιγμή που ανέλαβα την οργάνωση.

Είχε και η δικιά μας παράταξη απώλειες. Για όλη την δράση δεν κατακρίνω τον εαυτό μου, γιατί εξακολουθώ να πιστεύω ότι η βία είναι φυσικό να γεννήσει βία.”[11]

Ο Αλβανός Ακίνδυνος είναι “ωμότερος στην απολογίαν του” αλλά “πραγματικός άνδρας”, υποστηρίζοντας ότι “έπρεπε ο λαός να υπερασπίση τον εαυτόν του με τον μαζικό του όγκο, έπρεπε να αυτοαμυνθή. Εδώ στην Θεσσαλονίκη δημιουργήθηκε η Πλατειά, η Μαζική Λαϊκή Αυτοάμυνα, που είχε δύο σκοπούς, ένας να διαφωτισθή ο κόσμος πώς να αμυνθή, από την άλλη να πέσουν με τα ξύλα, με τις πέτρες, να χτυπήσουν.(…) μέχρι που δημιουργήθηκαν οι Επιτροπές Ασφαλείας και τα Στρατοδικεία. Δεν μπορούσε με αυτά τα μέσα ν’ αντιμετωπισθή η κατάσταση γιατί έρχονταν με τα όπλα και δεν μπορούσαμε να τους αντιμετωπίσουμε.”

Ξέροντας ότι θα τουφεκιστεί, ο Ακίνδυνος αποδεικνύει πού μπορεί να οδηγήσει μια ιδεολογία, όταν δέχεται ότι “ο σκοπός αγιάζει τα μέσα”: “Απ’ εδώ εγώ παίρνω την εντολή να χτυπήσω την αεροπορία, με ότι τρόπο μπορώ, εν λευκώ, να φέρουμε χτύπημα για να ανακουφίσουμε τον πληθυσμό. Εμείς φυσικά τους ιπτάμενους θέλαμε, γιατί αυτοί είναι πού αδιάκριτα χτυπούν (…). Τώρα μέσα υπήρχαν και άλλοι που δεν ήσαν τέτοιοι. Αυτό δεν μπορούμε να το θεωρήσουμε έγκλημα αλλά σε μία επιχείρηση πρέπει να τραβήξεις μπροστά ανεξάρτητα αν θα έχης ωρισμένα τα οποία δεν τα έχεις προβλέψει. Δεν θεωρώ την πράξη αυτή και όλες τις άλλες εγκληματικές γιατί εκείνοι που πολεμούν δεν κάνουν εγκλήματα, πολεμούν για ένα σκοπό.”

Η όλη προχειρότητα και το γεγονός ότι η Επιτροπή Πόλης του ΚΚΕ καταδίκασε αμέσως την επίθεση δημιουργούν ερωτηματικά, που δεν έχουν ακόμη απαντηθεί: “Πολλοί -αν όχι οι περισσότεροι- από τους Αξιωματικούς που έμεναν στα ξενοδοχεία ήσαν «Δημοκρατικοί» -με την ορθή έννοια της λέξης, και τα ονόματά τους είχαν «φιλοξενηθεί» στις στήλες των εφημερίδων (…) Μερικοί ήσαν πραγματικά συμπαθούντες το Ε.Α.Μ., έστω και αν δεν το εκδήλωναν (…) Άλλοι, πάλι, είχαν βγάλει όνομα – ελάχιστοι ευτυχώς- και ήσαν δακτυλοδεικτούμενοι γιατί απέφευγαν τη μεγάλη «δίψα» για τις πτήσεις πολλών ευσυνείδητων συναδέλφων, και όταν ο «κόμπος έφτανε στο χτένι» και προγραμματίζονταν σε αποστολές, τότε, πετούσαν αναποτελεσματικά, δηλαδή ή «δεν εύρισκαν το στόχο», ή έρριχναν τις βόμβες από ύψη δυσθεώρητα – «στο γάμο του Καραγκιόζη» – ή πυροβολούσαν από αποστάσεις «εγγυημένης αποτυχίας» ή και το συνηθέστερο, επικαλούμενοι «μηχανική βλάβη», γύριζαν στη Βάση πριν φτάσουν στο στόχο.” [12]

Η ΠΡΕΜΙΕΡΑ ΤΩΝ «ΝΑΠΑΛΜ»

Όποια ερμηνεία και να δοθεί, σημασία έχει ότι η Αεροπορία αφήνει πια στην άκρη τις ευαισθησίες της. Θα ακολουθήσουν εκκαθαρίσεις -ακόμη και υπαξιωματικών και σμηνιτών του Σέδες- ενώ θα αποδεσμευτούν ψυχολογικά και όσοι πιστεύουν στην χωρίς έλεος “εξόντωση των συμμοριτών”. Είναι η εποχή που θα δοκιμαστούν, με αμερικάνικη καθοδήγηση και για πρώτη φορά στον -δυτικό τουλάχιστον- κόσμο, οι εμπρηστικές βόμβες “Ναπάλμ” πάνω σε ανθρώπινους στόχους. Η περιγραφή του διοικητή της 335 Μ.Δ. του Σέδες είναι εκπληκτική:

“Τα πειράματα, που γίνανε με τις εμπρηστικές δεν ικανοποίησαν κανένα απ’ το Υπουργείο Αεροπορίας και από την Ανωτέρα Διοίκηση Αεροπορίας. Οι σύμμαχοι όμως επιμένουνε να γίνει το πείραμα σε πραγματικό στόχο και από πολλά αεροπλάνα.

Την προσβολή αυτή ζητήσανε να την παρακολουθήσουν με δικό τους Ντακότα και οι Αμερικάνοι. (…) Μια ευέλικτη αλυσίδα από δώδεκα Σπιτφάϊρς, παίρνει κατεύθυνση για το στόχο. Ένας ένας βουτάμε και αφίνουμε τις εμπρηστικές παίρνοντας ένα μεγάλο ανοιχτό κύκλο για να παρακολουθήσουμε το αποτέλεσμα. Το θέαμα είναι ικανοποιητικό, μα (…) βγήκε το συμπέρασμα ότι αμέσως με την άφεση των εμπρηστικών χρειάζεται και πολυβολισμός. (…)

Ο Αμερικανός Υποπτέραρχος άκουγε με απόλυτο ικανοποίηση κάθε τι σχετικό με τη Ναπάλμ, ενώ όλοι οι δικοί μας, άλλοι δαγκώνανε τα χείλη τους, και οι λιγότερο εχθροί της ιδέας δεχτήκανε την υπεράσπιση της Ναπάλμ με χαμόγελο. (…)

Ύστερα απ’ την τόση επιμονή για τη χρησιμοποίηση των Ναπάλμ, και τις τόσες διαβεβαιώσεις για την επιτυχία τους, η ΑΔΑ βγάζει οδηγίες για τη χρησιμοποίησή τους στον αγώνα. (…)

Γρήγορα όλοι οι χειριστές ενθουσιάστηκαν απ’ τη χρησιμοποίησή τους, και επίμονα ζητάνε για κάθε ψύλλου πήδημα να ρίξουνε Ναπάλμ, γιατί εκτός απ’ τα καλά της αποτελέσματα, ικανοποιεί απόλυτα και το μάτι, σαν τρομερό θέαμα άγριας μεγαλοπρέπειας.”[13]

Άλλωστε, όπως θα αποδείξει 50 χρόνια μετά και το γιουγκοσλαβικό δράμα, “όμορφα χωριά, όμορφα καίγονται”.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Εμμανουήλ Κελαϊδή, Αναμνήσεις από την Αεροπορίαν, Αθήναι 1972, σελ. 133.

[2] Η. Δ. Καρταλαμάκη, Η Αεροπορία στον “Εμφύλιο”, ό.π., σελ. 237.

[3] Ηλία. Καρταλαμάκη,Εφόρμησις Αετών, Αθήναι 1951, ό.π., σελ. 20.

[4] Μαρτυρία (1996) τουΔιοικητή της 103ης Ταξιαρχίας του «Δ.Σ.Ε.» Αχιλλέα Παπαϊωάννου.

[5] Η. Δ.Καρταλαμάκη, Η Αεροπορία στον “Εμφύλιο”, ό.π., σελ. 241.

[6] Ηλία.Καρταλαμάκη, Εφόρμησις Αετών, Αθήναι 1951, ό.π., σελ. 33.

[7] Εφημ.”Εθνικός Αγών”, 12.1.1947.

[8] Η. Δ. Καρταλαμάκη, ΗΑεροπορία στον “Εμφύλιο”, ό.π., σελ. 361.

[9] Εφημ. “ΝέαΑλήθεια”, 30.4.1947.

[10] Γεωργίου Μόδη, Τέσσαρεςδίκες στη Θεσσαλονίκη, Αθήναι 1959, σελ. 34.

[11] Γ. Μόδη, ό.π., σελ.45.

[12] Η. Δ. Καρταλαμάκη, Η Αεροπορία στον “Εμφύλιο”, ό.π., σελ. 365-6.

[13] Ηλία. Καρταλαμάκη, Εφόρμησις Αετών, Αθήναι 1951, ό.π., σελ.142-147. Αναφέρεται, επίσης γενικώς (σελ. 137), ότι οι Ναπάλμ χρησιμοποιήθηκανπιο πριν στον Ειρηνικό.

Αναδημοσίευση από http://ecology-salonika.org/2009/?p=2847#_ftnref1

Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012

Ο ρόλος του ΚΚΕ τη δεκαετία του ΄40 Η ιστοριογραφική συμβολή του Γρηγόρη Φαράκου


Γιάννης Ιατρίδης

Η ακριβής καταγραφή κι ερμηνεία του ιστορικού παρελθόντος αποτελεί εγχείρημα δύσκολο, αέναο και συλλογικό, ιδιαίτερα όταν το εν λόγω παρελθόν είναι και πρόσφατο και ταραγμένο. Μπορεί να διαθέτουμε πλέον μια σφαιρική και τεκμηριωμένη εικόνα για τη δεκαετία του ΄40, όμως τα κενά εξακολουθούν να παραμένουν μεγάλα.

Μαχητές του ΔΣΕ
Μεταξύ των ερευνητών που συνέβαλαν αποφασιστικά στη βελτίωση των γνώσεών μας για την περίοδο αυτή με τρόπο στέρεο και ρηξικέλευθο, ο Γρηγόρης Φαράκος προβάλλει ως ένας από τους κορυφαίους ιστορικούς της Αριστεράς, αλλά και της δεκαετίας του ΄40 γενικότερα.

Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος της συμβολής του, είναι απαραίτητο να επισημανθεί πως το κεντρικό πρόβλημα στη μελέτη της δεκαετίας του ΄40 ήταν ως πρόσφατα η έλλειψη πρωτογενών τεκμηρίων από τον χώρο της Αριστεράς. Μέχρι πρόσφατα διαθέταμε ελάχιστες πηγές που να φωτίζουν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων μέσα στο ΚΚΕ, τις απόψεις των απλών μελών, των μαχητών και των στελεχών του, τα διλήμματα και τις διαμάχες στον ενδότερο ηγετικό κύκλο, καθώς και τις αντιλήψεις του κύκλου αυτού για τις εσωτερικές και διεθνείς εξελίξεις, τη στρατηγική του κόμματος και τις αποφάσεις τακτικής. Μαζί με τον Φίλιππο Ηλιού, ο Γρηγόρης Φαράκος άνοιξε ένα μοναδικό παράθυρο στο ΚΚΕ, επιτρέποντας στους ιστορικούς να ερμηνεύσουν με αντικειμενικότητα τον ρόλο του κόμματος αυτού στη Ελλάδα του ΄40.

Οταν, στη δεκαετία του ΄60, ξεκίνησα να ασχολούμαι σοβαρά με το θέμα των επιδιώξεων και της στρατηγικής του ΚΚΕ σε σχέση με τη μετακατοχική Ελλάδα, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι οι φόβοι της «εθνικόφρονης» παράταξης αλλά και των Βρετανών σχετικά με την επιδίωξη κατάληψης της εξουσίας από τους κομμουνιστές ήταν σε μεγάλο μέρος είτε αβάσιμοι είτε υπερβολικοί, προϊόν αντικομμουνιστικής προκατάληψης και παραπληροφόρησης.

Χρειάστηκα τελικά κάμποσα χρόνια για να αντιληφθώ πως τα συμπεράσματά μου αυτά για τους στόχους και την τακτική του ΚΚΕ ήταν μόνο εν μέρει ορθά, ενδεχομένως και κάπως αφελή, καθώς μεταγενέστερες δημοσιευμένες μαρτυρίες ηγετικών κομματικών στελεχών, όπως ο Μήτσος Παρτσαλίδης και ο Γιάννης Ιωαννίδης, υποδείκνυαν πως οι φιλοδοξίες και τα σχέδια της κομμουνιστικής ηγεσίας καθ΄ όλη τη διάρκεια της κατοχής ξεπερνούσαν την απελευθέρωση της χώρας και στόχευαν στην κατάληψη της εξουσίας. Και πάλι όμως επρόκειτο για προσωπικές εκτιμήσεις, καταγραμμένες χρόνια μετά τα γεγονότα, πιθανώς ιδιοτελείς κι εγωιστικές, που σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσαν να υποκαταστήσουν τα πρωτογενή τεκμήρια και να αποτελέσουν τη βάση μιας σοβαρής ιστορικής ερμηνείας.

Εδώ ακριβώς έγκειται η συμβολή του Γρηγόρη Φαράκου. Εχοντας εξετάσει πληθώρα τεκμηρίων του ΚΚΕ, και με βάση τη σπάνια προσωπική του εμπειρία ως ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ, ο Φαράκος μπόρεσε να καταλήξει σε έγκυρα πορίσματα για τους στόχους και τη στρατηγική του ΚΚΕ στη διάρκεια της κατοχής. Από τις έρευνες και τα στοιχεία που παραθέτει προκύπτει πλέον αδιαμφισβήτητα πως από τις πρώτες κιόλας μέρες της κατοχής βασικός στόχος του ΚΚΕ ήταν η κατάληψη και μονοπώληση της εξουσίας (χωρίς αυτό να σημαίνει, βέβαια, πως το ΚΚΕ απέφυγε τα σφάλματα στην πορεία). Στη λογική αυτή εντάσσεται πλήρως και η ίδρυση του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ. Τα στοιχεία που παραθέτει ο Φαράκος επιβεβαιώνουν πλήρως τις καταγραμμένες εκ των υστέρων δηλώσεις του Ιωαννίδη. Ανάμεσα στα συμπεράσματα καιστοιχεία που έφερε στο φως η έρευνα του Φαράκου αξίζει να σημειωθούν τελείως ενδεικτικά και τα παρακάτω: * Για την ηγεσία του ΚΚΕ, η ανάληψη της εξουσίας ισοδυναμούσε τελικά με την εγκαθίδρυση μιας δικτατορίας του προλεταριάτου: η κυβέρνηση εθνικής ενότητας δεν είχε νόημα παρά μόνο σαν ένα προσωρινό βήμα προς τον απώτερο αυτό σκοπό. * Η δημοσίευση της αναφοράς του Α. Στρίγκου τον Αύγουστο του 1944 περί προετοιμασίας των οργανώσεων και του στρατού «για να καταλάβουν της πόλεις».

* Η δημοσίευση της έκθεσης Μακρίδη με το επιχειρησιακό σχέδιο κατάληψης της Αθήνας μετά την αποχώρηση των Γερμανών που συντάχθηκε τον Νοέμβριο του 1943, καθώς και της αναθεωρημένης εκδοχής της του Απριλίου 1944.

* Η απόφαση της ηγεσίας του ΚΚΕ να αγνοήσει τις πιέσεις του Αρη Βελουχιώτη για άμεση κατάληψη της Αθήνας τον Οκτώβριο του 1944, μια καθυστέρηση που απέβη τελικά μοιραία. Παρά τους μακροπρόθεσμους στόχους του ΚΚΕ, τα Δεκεμβριανά δεν προέκυψαν ως αποτέλεσμα μιας εσκεμμένης επιχείρησης κατάληψης της εξουσίας αλλά από τις λανθασμένες εκτιμήσεις και υπολογισμούς και των δύο πλευρών.

Αν πρέπει να καταλήξουμε σε κάποιον συμπερασματικό χαρακτηρισμό για την ερευνητική συμβολή του Γρηγόρη Φαράκου στο πεδίο της ιστοριογραφίας της δεκαετίας του ΄40, αυτός θα μπορούσε να συμπυκνωθεί στη δυνατότητά μας να δούμε χωρίς κανέναν πλέον ενδοιασμό τα χρόνια της κατοχής και της αντίστασης ως την πρώτη πράξη στην τραγωδία που υπήρξε ο εμφύλιος πόλεμος.

Ο κ. Γιάννης Ιατρίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Southern Connecticut University. 

Αναδημοσίευση από http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=258424

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012

Κυρίτσης Νίκος ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Ίδρυση - Μονάδες - Αξιωματικοί - Δυνάμεις - Απώλειες - Κοινωνική σύνθεση


Παρουσίαση

Το βιβλίο αυτό είναι αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας έρευνας. Στις σελίδες του δίνονται πληροφορίες για την ίδρυση, ανάπτυξη και στρατιωτική οργάνωση του ΔΣΕ. Παρουσιάζεται εξελικτικά η ίδρυση αντάρτικων ομάδων, συγκροτημάτων, περιφερειακών Αρχηγείων και Περιοχών, μέχρι την ίδρυση του Γενικού Αρχηγείου Ανταρτών στις 28 Οκτώβρη 1946. Με τη διαταγή αριθμός 19 στις 27-12-1946 μετονομάζονται τα αντάρτικα σώματα σε Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας. Με διαταγές του ΓΑ του ΔΣΕ καθορίστηκε η δύναμη και ο εξοπλισμός της ομάδας, διμοιρίας, λόχου, τάγματος. Δίνονται πληροφορίες για τους διοικητές και τα επιτελεία όλων των αρχηγείων και των ταξιαρχιών. Με ιδιαίτερη διαταγή δημιουργήθηκαν οι 9 μεραρχίες του ΔΣΕ. Αναφέρονται οι σχολές αξιωματικών και η προαγωγή αξιωματικών επ' ανδραγαθία. Ιδιαίτερη αναφορά υπάρχει για την επιμελητεία, τις μεταφορές, τις διαβιβάσεις, τη διαφώτιση, την υγειονομική υπηρεσία.

Παρουσιάζονται μερικές μεγάλες μάχες καθώς η στρατηγική και τακτική των δύο αντίπαλων στρατών, όπως, π.χ., η μεγάλη νικηφόρα επιχείρηση του ΔΣΕ στο Μάλι Μάδι το Σεπτέμβρη του 1948.

Γίνεται μια πρώτη προσέγγιση της κοινωνικής καταγωγής, της σύνθεσης των δυνάμεων του ΔΣΕ, καθώς και διαχρονικά στοιχεία για το συνολικό αριθμό των δυνάμεων που πέρασαν από το ΔΣΕ, όλες τις απώλειες και τα τμήματα που πέρασαν στις Λαϊκές Δημοκρατίες και την ΕΣΣΔ. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Περιεχόμενα

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
1. ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΑΥΤΟΑΜΥΝΑ ΣΤΗΝ ΕΝΟΠΛΗ ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ
2. ΟΙ ΣΥΜΜΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΟΡΓΑΝΩΘΗΚΑΝ ΑΠΟ ΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΓΓΛΟΥΣ
3. ΟΙ ΑΝΤΑΡΤΟΟΜΑΔΕΣ - ΠΡΩΤΗ ΜΟΡΦΗ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΕΛΛΑΔΑΣ
4. ΤΟ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ - ΔΕΥΤΕΡΗ ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗ ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΔΣΕ
5. ΤΑ ΑΡΧΗΓΕΙΑ: ΤΡΙΤΗ ΦΑΣΗ ΤΗΣ ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗΣ ΔΟΜΗΣ ΤΟΥ ΔΣΕ
6. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
7. ΕΙΔΙΚΕΣ ΜΟΝΑΔΕΣ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΤΟΥ ΔΣΕ
8. ΗΘΙΚΕΣ ΑΜΟΙΒΕΣ ΚΑΙ ΑΜΙΛΛΑ ΣΤΟ ΔΣΕ
9. Η ΔΙΕΙΣΔΥΣΗ ΚΑΙ Η ΔΡΑΣΗ ΤΗΣ 18ης ΤΑΞΙΑΡΧΙΑΣ ΣΤΟ ΣΙΝΙΑΤΣΙΚΟ ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ ΤΟΥ 1948
(9 Οκτώβρη 1948 - 12 Δεκέμβρη 1948)
10. ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΗΝ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΜΟΝΑΔΩΝ ΤΟΥ ΔΣΕ
11. ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ ΣΥΜΒΑΝΤΑ ΤΟ 1947
12. Η ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΤΟ 1947
13. Η ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΟ ΔΣΕ. ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗΣ ΓΕΝΙΑΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΤΡΟΠΩΝ. ΟΛΟ ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΔΣΕ
14. ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΤΟΥ ΛΑΪΚΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ
15. ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ -ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1949
16. Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΤΟΥ ΔΣΕ
17. ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΟ ΔΣΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ ΚΑΙ ΑΠΟ ΑΛΛΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΣΤΡΩΜΑΤΑ
18. ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΓΙΑ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΕΛΛΑΔΑΣ
19. ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΓΙΑ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΠΟΥ ΠΕΡΑΣΑΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΤΟΥ ΔΣΕ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ 1946-1949
20. Η ΥΠΟΧΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕΤΑ ΤΙΣ ΜΑΧΕΣ ΣΤΟ ΒΙΤΣΙ-ΓΡΑΜΜΟ. 10 - 30 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1949
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. ΧΑΡΤΕΣ

http://www.sep.gr/cms/site/booksview.php?read=992&view1=26&view2=81&psearch=
http://www.politeianet.gr/index.php?page=shop.product_details&product_id=216305&option=com_virtuemart&Itemid=89&lang=el