GEORGE ALEXANDER
Στη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου πολέμου έγιναν δυο φανερές απόπειρες από το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας για τον έλεγχο της χώρας. Είναι γνωστές ως «Πρώτος» και «Δεύτερος Γύρος» και ήταν αξιοσημείωτα όμοιες. Και οι δύο αποτελούσαν προσπάθειες του ΚΚΕ να εξασφαλίσει θέση κυριαρχίας στον ελληνικό χώρο είτε με διαπραγματεύσεις, είτε με τη βία μέσω της στρατιωτικής δύναμης του ΕΛΑΣ.
Ας πάρουμε για παράδειγμα τον Πρώτο Γύρο, το φθινόπωρο και το χειμώνα του 1943. Το καλοκαίρι του 1943 ο πολιτικός κόσμος στην Ελλάδα περίμενε από στιγμή σε στιγμή ότι οι Γερμανοί πολύ σύντομα θα εκκένωναν τα Βαλκάνια. Η προοπτική μιας σύντομης απελευθέρωσης έκανε το ΚΚΕ να προβάλει την απαίτησή του για την εξουσία στη μεταπολεμική Ελλάδα. Οι κομμουνιστές επιθυμούσαν την πλήρη εξουσία, που στην αρχή αποπειράθηκαν να την εξασφαλίσουν με διαπραγματεύσεις. Τον Αύγουστο του 1943, οι απεσταλμένοι του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ που επισκέφθηκαν το Κάιρο, την έδρα της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης, για να διαπραγματευτούν με τους αστούς πρόσφυγες που αποτελούσαν αυτή την κυβέρνηση, απαίτησαν να πάρουν οι αντιστασιακές δυνάμεις τα υπουργεία Εσωτερικών, Δικαιοσύνης και Άμυνας.
Αυτό όμως ισοδυναμούσε με ολόκληρη την εξουσία. Γιατί αν έχω το υπουργείο Εσωτερικών, η αστυνομία μου σε συλλαμβάνει· αν έχω το υπουργείο Δικαιοσύνης, τα δικαστήριά μου σε δικάζουν και σε φυλακίζουν· και αν έχω το υπουργείο Άμυνας, αν δραπετεύσεις, τα στρατεύματά μου θα σε καταδιώξουν.
Οι διαπραγματεύσεις του Αυγούστου του 1943 ναυάγησαν· ποτέ δεν υπήρχε πιθανότητα επιτυχίας. Γιατί ενώ ο συμβιβασμός αποτελεί τη βάση κάθε διαπραγμάτευσης, οι απαιτήσεις των κομμουνιστών ήταν κάθε άλλο παρά συμβιβαστικές και τα αστικά κόμματα δεν ήταν πρόθυμα να συνθηκολογήσουν. Τότε οι σφαίρες αντικατέστησαν τις λέξεις, καθώς ο ΕΛΑΣ επιτέθηκε στον ΕΔΕΣ, τη μεγαλύτερη ένοπλη απειλή για το ΕΑΜ. Αν δεν πρόβαλλε εκπληκτικά σκληρή αντίσταση ο ΕΔΕΣ, την Πρωτοχρονιά τού 1944, το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ θα ήταν η μόνη ουσιαστική οργάνωση αντίστασης στην Ελλάδα.
Ο Δεύτερος Γύρος, όπως είναι γνωστός, αποτελέστηκε από τις παρατεταμένες και οδυνηρές διαπραγματεύσεις ανάμεσα στο ΕΑΜ και στον Γεώργιο Παπανδρέου, πρωθυπουργό της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, για το θέμα της αποστράτευσης των ανταρτικών δυνάμεων. Και εδώ διακρίνει κανείς μιαν αποφασιστική προσπάθεια του ΚΚΕ να καταλάβει κυριαρχική θέση στον κρατικό μηχανισμό. Όταν οι διαπραγματεύσεις δεν έφεραν αποτελέσματα, ο ΕΛΑΣ Αθήνας - το Α' Σώμα Στρατού - άρχισε την επίθεση.
Η επιθυμία για την πλήρη εξουσία και η επιδίωξή της με διαπραγματεύσεις ή, αν κρινόταν απαραίτητο, με τη βία, είναι τα βασικά στοιχεία πού διακρίνει κανείς σε κάθε απόπειρα του ΚΚΕ να πετύχει τον έλεγχο της Ελλάδας. Έτσι, με αυτό ως βάση μπορεί κανείς να επισημάνει έναν άλλο «γύρο», πού διαδραματίστηκε την άνοιξη και το καλοκαίρι τού 1944. Ποτέ δέν χαρακτηρίστηκε ανοιχτά «γύρος», παρόλο που αξίζει τον τίτλο, καθώς είναι παρόντα όλα τα συστατικά στοιχεία: η απαίτηση για τα τρία υπουργεία-κλειδιά, οι διαπραγματεύσεις και η χρήση βίας, ακόμα και αν σ' αυτή την περίπτωση η βία δεν χρησιμοποιήθηκε με άμεση διαταγή του ΚΚΕ. Αναφέρομαι στη σειρά των γεγονότων που άρχισε με την εγκατάσταση το Μάρτιο του 1944, στα βουνά της «Ελεύθερης Ελλάδας», της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης, ΠΕΕΑ, και συνεχίστηκε λίγες εβδομάδες αργότερα με την ανταρσία των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων στη Μέση Ανατολή, που ανέτρεψε την ελληνική εξόριστη κυβέρνηση και έληξε με τη σύγκρουση ανάμεσα στο νέο πρωθυπουργό της κυβέρνησης, του Παπανδρέου, και στο ΚΚΕ, για το «εθνικό Συμβόλαιο», που συντάχθηκε στη συνδιάσκεψη του Λιβάνου.
Η αποτυχία του ΕΛΑΣ να συντρίψει τον ΕΔΕΣ το χειμώνα τού 1943/44 σημείωσε το τέλος του Πρώτου Γύρου. Την άνοιξη τού 1944, το ΚΚΕ αντιμετώπιζε πρακτικά το ίδιο δίλημμα, όπως το καλοκαίρι του 1943. Είχε τα πάντα εκτός από την πολιτική νομιμότητα. Κυβερνούσε τα εδάφη που είχε καταλάβει ο ΕΛΑΣ. Είχε μια πολιτική διοίκηση και διοικούσε ένα στρατό. Αλλά ο έλεγχός του δεν ήταν νομιμοποιημένος: δεν είχε αναγνωριστεί ως νόμιμος από τους Μεγάλους Συμμάχους. Η νομιμότητα παρέμενε προνόμιο της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης στο Κάιρο, όπου κυριαρχούσε η αστική αντιβασιλική ομάδα του Σοφοκλή Βενιζέλου.
Λίγους Έλληνες πολιτικούς μπορώ να σκεφτώ που ν' άξιζαν λιγότερο υπεύθυνες θέσεις στην κυβέρνηση, απ ό,τι ο Σοφοκλής Βενιζέλος. Άνθρωπος αδύναμος, χωρίς φαντασία και πρωτοβουλία, και αδιάφορος για τη δημιουργία ενός προγράμματος κοινωνικών μεταρρυθμίσεων πού θα βελτίωνε τη μοίρα των πάμπτωχων Ελλήνων, ο Βενιζέλος αποτελούσε παράδειγμα πολλών κακών του αστικού πολιτικού κόσμου.
Πώς λοιπόν ήταν δυνατόν να αφαιρεθεί από αυτόν τον παλαιοκομματάρχη η νομιμότητα που τόσο παράνομα την κατείχε; Αυτό ήταν το ερώτημα που αντιμετώπιζε το ΚΚΕ. Η μέθοδος που διάλεξε ήταν η πολιτική απομόνωση του Βενιζέλου, για να αποδείξει πόσο λίγο αντιπροσωπευτικοί ήταν στην πραγματικότητα οι αστοί πολιτικοί ηγέτες. Αν εξέχοντες Έλληνες ενός μεγάλου φάσματος πολιτικών πεποιθήσεων πείθονταν να συνεργαστούν με το ΕΑΜ, τότε το ΕΑΜ θα εμφανιζόταν ως αντιπροσωπευτικό των ελληνικών μαζών, και ο Βενιζέλος, απομονωμένος και τρομοκρατημένος, δεν θα πρόβαλε μεγάλη αντίσταση.
Να απομονώσει την ελληνική εξόριστη κυβέρνηση και να εξουδετερώσει έτσι τη νομιμότητά της - αυτός ήταν ο στόχος του ΚΚΕ, όταν το Μάρτιο του 1944 εγκατέστησε στα βουνά της Ελλάδας την ΠΕΕΑ. Ήταν μια άμεση πρόκληση προς την εξόριστη κυβέρνηση, καθώς η ΠΕΕΑ ήταν καθ' όλα, εκτός από το όνομά της, κυβέρνηση. Οι αξιωματούχοι της λέγονταν γραμματείς αντί υπουργοί, αλλά η δύναμή τους ήταν αληθινή, στην πραγματικότητα από πολλές απόψεις πιο αληθινή από τη δύναμη των υπουργών στο Κάιρο. Το πρόγραμμα δράσης της ήταν κι αυτό ασφαλώς πρόγραμμα μιας κυβέρνησης - μιας σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης. Υποσχέθηκε ελεύθερες εκλογές για συντακτική βουλή, ελεύθερο δημοψήφισμα για τη μοναρχία, εδαφικές διεκδικήσεις από τη Βουλγαρία και την Αλβανία, κοινωνική δικαιοσύνη, αλλά και σεβασμό της ατομικής ιδιοκτησίας, σεβασμό της θρησκείας. Τον Απρίλιο, ο πιο διακεκριμένος σοσιαλιστής της Ελλάδας εντάσσεται στην ΠΕΕΑ: ο Αλέξανδρος Σβώλος, άνθρωπος χωρίς πολιτική πείρα και χωρίς να είναι επικεφαλής κάποιας οργάνωσης, αλλά και άνθρωπος με μεγάλο κύρος κι ακόμα πιο μεγάλα όνειρα. Επίσης ένας πρώην φιλελεύθερος εντάχθηκε στην ΠΕΕΑ (Χατζημπέης). Η επιτροπή μπορούσε τώρα να ισχυρίζεται ότι είχε την υποστήριξη των αγροτών, των προλετάριων και των μικροεμπόρων. Αποτελούσε το ιδεώδες εργαλείο για να καταλάβει την εξουσία το ΚΚΕ.
Γιατί, ας μην υπάρξει καμιά αμφιβολία, το ΚΚΕ ήταν εκείνο που είχε την εξουσία στο εσωτερικό της ΠΕΕΑ. Η Πολιτική Επιτροπή ήταν απλώς μια ακόμα εκδήλωση της τακτικής του «Λαϊκού Μετώπου», που τόσο επιτυχημένα χρησιμοποιήθηκε από το Κόμμα στην περίπτωση π.χ. του σχηματισμού του ίδιου του ΕΑΜ. Αυτό που επιδιωκόταν ήταν η μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχή σοσιαλιστικών και αστικών προσωπικοτήτων σε μια οργάνωση πού επιφανειακά έπρεπε να εμφανίζεται σαν ένας συνασπισμός ίσων συνεταίρων, αλλά που στην πραγματικότητα θα ήταν ένας πολιτικός μηχανισμός υπό τον έλεγχο του Κόμματος. Ασφαλώς σήμερα, 34 χρόνια αργότερα, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η Πολιτική Επιτροπή ήταν στα χέρια του Κόμματος. Στην πραγματικότητα, θα ήταν προσβολή για τον ελληνικό κομμουνισμό να ισχυριστεί κανείς το αντίθετο. Αρκεί να παραμερίσουμε τους μεγάλους τίτλους πού τόσο γενναιόδωρα φορτώθηκαν στο σοσιαλιστή Σβώλο - έγινε πρόεδρος της ΠΕΕΑ, γραμματέας Εξωτερικών Υποθέσεων, γραμματέας Λαϊκής Διαφώτισης - και να συλλάβει το γεγονός ότι ο Γεώργιος Σιάντος, γραμματέας του ΚΚΕ, ήταν ο γραμματέας Εσωτερικών της ΠΕΕΑ, για να συνειδητοποιήσει τίνος η ψήφος πραγματικά μετρούσε.
Το πόσο μεγάλη απειλή για την κυριαρχία του αστικού πολιτικού κόσμου αποτελούσε η ΠΕΕΑ, το αντιλήφθηκε αμέσως ο Τσουδερός, ο πρωθυπουργός της εξόριστης κυβέρνησης. Η πολιτική απομόνωση της κυβέρνησης ήταν αυτό πού φοβόταν ο Τσουδερός, κι έτσι έκανε έκκληση στον Θεμιστοκλή Σοφούλη, ηγέτη των Φιλελευθέρων και κατ' όνομα επικεφαλής των αστικών αντιβασιλικών κομμάτων, να δεχτεί να περιληφθούν στην κυβέρνηση ορισμένα αντιστασιακά στοιχεία. Στο κάτω-κάτω και οι δύο μπορούσαν να παίξουν το παιχνίδι του «Λαϊκού Μετώπου».
Η κυβέρνηση, ακριβώς όπως και οι κομμουνιστές, μπορούσε να κολακέψει μερικούς «πατριώτες» αντάρτες με μερικά ήσσονος σημασίας υπουργεία και να στηρίξει έτσι τον ισχυρισμό της ότι ήταν αντιπροσωπευτική. Αλλά ο Σοφούλης δεν ήθελε ούτε να το ακούσει. Απάντησε ότι η κυβέρνηση έπρεπε να μείνει αποκλειστικό τσιφλίκι του παλιού πολιτικού κόσμου. Όσο για το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και την απειλή που αντιπροσώπευε, απαίτησε αρκετά ξεκάθαρα να υποχρεώσουν οι Σύμμαχοι το αντιστασιακό κίνημα να υπακούσει στην κυβέρνηση και, στην ανάγκη, να το στερήσουν απ όλα τα εφόδια.
Η απόφαση του Σοφούλη σφράγισε την καταστροφή της εξόριστης κυβέρνησης. Γιατί ο παλιός πολιτικός κόσμος, τα αστικά κόμματα, δεν ήταν αντιπροσωπευτικά των Ελλήνων και δεν μπορούσαν να ελπίζουν ότι θα επιβιώσουν παρά μόνο σε συνεργασία με τις νέες δυνάμεις που έβγαιναν από το αντιστασιακό κίνημα. Όμως, συνεργασία με το αντιστασιακό κίνημα σήμαινε συμμετοχή σε μια τόσο ριζική αναδιοργάνωση της ελληνικής οικονομίας, σε μια τόσο ριζική ανακατανομή του ελληνικού πλούτου, ώστε θα κινδύνευαν να καταστραφούν τα θεμέλια των ίδιων των αστικών κομμάτων. Και δεν αναφέρομαι μόνο στη λογική άρνηση του Σοφούλη να συνεργαστεί με το ΚΚΕ· αναφέρομαι στην ανικανότητα του Σοφούλη να συνεργαστεί έστω και με μετριοπαθείς σοσιαλιστές όπως ο Σβώλος. Ο Σοφούλης αντιπροσώπευε την παλιά αστική Ελλάδα, αλλά ο ελληνικός λαός προχωρούσε προς απώτερους στόχους. Ο Σοφούλης έδωσε στον Τσουδερό τη μόνη απάντηση που μπορούσε να δώσει - να κρατηθούμε και να βάλουμε τους συμμάχους να αφοπλίσουν «αυτόν τον όχλο».
Η απόφαση του Σοφούλη δεν είχε καμιά σχέση με το βασιλιά της Ελλάδας. Συχνά υποστηρίχθηκε ότι αν ο βασιλιάς είχε παραιτηθεί, όλα τα παλιά κόμματα θα είχαν ενταχθεί στην κυβέρνηση, ο ελληνικός λαός θα στεκόταν στο πλευρό τους, οι κομμουνιστές θα απομονώνονταν και θα έξασφαλιζόταν μια μετριοπαθής δημοκρατία. Αλλά το επιχείρημα αυτό δεν στέκει. Ας υποθέσουμε ότι ο βασιλιάς είχε παραιτηθεί, και ότι αμέσως οι αντιβασιλικοί αστοί πολιτικοί είχαν πάει από την κατεχόμενη Αθήνα στο Κάιρο και είχαν ενταχθεί στην κυβέρνηση. Θα ήταν τότε πιο πρόθυμοι να συνεργαστούν με τούς σοσιαλιστές; Είμαι αναγκασμένος ν' απαντήσω, όχι. Θα ήταν πιο αντιπροσωπευτική η κυβέρνηση; Ασφαλώς όχι. Ολόκληρος ο προπολεμικός αστικός πολιτικός κόσμος δέν ήταν αντιπροσωπευτικός. Κι αν ακόμα είχε παραιτηθεί ο βασιλιάς, είναι άγνωστο πόσο θα είχε διευρυνθεί η εξόριστη αστική κυβέρνηση, που ήταν καταδικασμένη.
Το τέλος ήρθε σύντομα - τρεις περίπου εβδομάδες μετά την ίδρυση της ΠΕΕΑ. Οι δήμιοι έκαμαν άριστα τη δουλειά τους. Δεν έχει σημασία ότι η ανταρσία δέν έγινε με ρητή εντολή του ΚΚΕ-άρχισε την κατάλληλη στιγμή από οργανώσεις μέσα στον ελληνικό στρατό που από καιρό συνδέονταν με το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ. Το Κομμουνιστικό Κόμμα, στη διάρκεια του πολέμου, ποτέ δεν κατήγγειλε την ανταρσία, και αν η Συνδιάσκεψη του Λιβάνου είχε λήξει κάπως διαφορετικά, ασφαλώς δεν θα δίσταζε να εκμεταλλευτεί το αποτέλεσμά της.
Γιατί το αποτέλεσμά της ήταν η κατάρρευση της εξόριστης κυβέρνησης. Ο Τσουδερός, προσπαθώντας απελπισμένα να εκτονώσει την ανταρσία όταν βρισκόταν στα αρχικά της στάδια, έστειλε μια πρόσκληση σε όλα τα κόμματα και τα αντιστασιακά κινήματα να έρθουν στη Μέση Ανατολή να διαπραγματευτούν το σχηματισμό μιας ευρύτερης κυβέρνησης. Αυτή η χειρονομία έγινε πολύ αργά. Ο Βενιζέλος, επιδεικνύοντας εξαιρετική επιπολαιότητα, ανέτρεψε την κυβέρνηση του Τσουδερού εκμεταλλευόμενος την ανταρσία και ανέλαβε ο ίδιος την πρωθυπουργία. Ο αρχηγός του ελληνικού στρατού προτίμησε να παραιτηθεί παρά να επιβάλει πειθαρχία. Ο αρχηγός του ναυτικού και ο Βενιζέλος έχασαν την ψυχραιμία τους.
Όποιες πολιτικές πεποιθήσεις κι αν έχει κανείς, πρέπει να θαυμάσει τη μεθοδικότητα με την οποία οι κομμουνιστές οργανωτές της ανταρσίας ανέτρεψαν την κυβέρνηση. Στην αρχή απαίτησαν την παραίτηση του Τσουδερού και υποστήριξαν το Βενιζέλο. Μόλις όμως ανέλαβε ο Βενιζέλος, στράφηκαν προς το Ρούσο, έναν αριστερό φιλελεύθερο. Αλλά η υποψηφιότητα του Ρούσου δεν είχε διαρκέσει περισσότερο από μια μέρα, και απορρίφθηκε ως μη ικανοποιητική. Στις 12 Απριλίου 1944, όταν ο βασιλιάς έφτασε στο Κάιρο σε μια προσπάθεια να εξομαλύνει τα πράγματα, η εξόριστη κυβέρνηση είχε πάψει να υπάρχει. Η ΠΕΕΑ, και μέσα από αυτή το ΚΚΕ, έμεινε ο μοναδικός κυβερνήτης της Ελλάδας.
Αν η ιστορία αυτή είχε τελειώσει εδώ, αυτός θα ήταν ο «Δεύτερος Γύρος», ένας γύρος πού θα κατέληγε σε νίκη για το ΚΚΕ. Στην πραγματικότητα είχε γίνει μια επανάσταση, γιατί η εξουσία είχε περάσει από τον παλιό αστικό κόσμο στο ΚΚΕ. Με ένα συνδυασμό έντονης πολιτικής πίεσης και καλά ασκημένης βίας, οι κομμουνιστές είχαν επιδέξια απομονώσει, τρομοκρατήσει και τέλος διαλύσει την κυβέρνηση. Στην Ελλάδα συμμάχησαν με τον πιο διάσημο σοσιαλιστή (τον Σβώλο), διευρύνοντας έτσι την απήχησή τους και ενισχύοντας τον ισχυρισμό τους ότι ήταν οι μοναδικοί εκπρόσωποι του Ελληνικού λαού. Κι όμως, ταυτόχρονα είχαν προνοήσει να μονοπωλήσουν όλη την πραγματική εξουσία, για την περίπτωση που ο Σβώλος, από κάποια σοσιαλδημοκρατική ανοησία, παρέδιδε την Ελλάδα πάλι στην αντίδραση.
Αλλά η Ιστορία δεν τελείωσε εδώ και, στην πραγματικότητα, συνεχίστηκε ακολουθώντας πορεία αντίθετη προς τα συμφέροντα των κομμουνιστών. Τα παλιά πολιτικά κόμματα δεν ήταν ποτέ πραγματικός κίνδυνος (όλοι οι Έλληνες τα θεωρούσαν πλέον ξεπερασμένα). Τώρα παρουσιαζόταν ένας αληθινός αντίπαλος, διορισμένος από το βασιλιά ως πρωθυπουργός της εξόριστης κυβέρνησης, ένας αντίπαλος που απειλούσε να απομονώσει το ΚΚΕ τόσο ολοκληρωτικά, όσο το τελευταίο είχε απομονώσει τα αστικά κόμματα. Αυτός ο άνθρωπος ήταν ο Γεώργιος Παπανδρέου, και ο κίνδυνος που αντιπροσώπευε για το ΚΚΕ ήταν φανερός από το όνομα του κόμματός του: το Δημοκρατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα.
Ο Παπανδρέου το 1944 αντιπροσώπευε τη σοσιαλδημοκρατία. Αυτό το κρίσιμο βήμα προς τ' αριστερά, πέρα από τα όρια του παλιού πολιτικού κόσμου, αποτελούσε καινοτομία. Ήταν νέος, γεμάτος ζήλο, ηγετικός, και στην πρώτη του εκπομπή προς την κατεχόμενη Ελλάδα υποσχέθηκε στο λαό όσα ο Τσουδερός και ο Βενιζέλος δεν είχαν ποτέ το θάρρος, ή την επιθυμία, να υποσχεθούν - κοινωνική δικαιοσύνη, ανακατανομή των εισοδημάτων, μεταπολεμική ελληνική οικονομία στηριγμένη σε μια βάση περισσότερης ισότητας. Και ταυτόχρονα κοινοβουλευτική δημοκρατία - ελεύθερες εκλογές, ελεύθερο δημοψήφισμα, ελευθερία, ασφάλεια. Για πρώτη φορά ένας πρωθυπουργός της εξόριστης κυβέρνησης υποσχέθηκε στους Έλληνες ένα νέο τρόπο ζωής, έναν τρόπο ζωής που μέχρι τότε υποστηριζόταν μόνο από το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ.
Ο Παπανδρέου λοιπόν ήταν ένα βήμα αριστερότερα από τον παλαιό πολιτικό κόσμο, συγχρόνως όμως δεξιότερα από τον Σβώλο, ώστε να μην ενδιαφέρεται για συμμετοχή στην ΠΕΕΑ. Ούτε ήταν πολιτικά πρωτόπειρος όπως ήταν ο Σβώλος. Ο Παπανδρέου γνώριζε τη διαφορά ανάμεσα στην πρωθυπουργία και στην εικονική ηγεσία. Ο συνδυασμός της θέλησής του για μεταρρυθμίσεις και της πολιτικής εμπειρίας του ήταν αυτό που τον έκανε θανάσιμο κίνδυνο για τους κομμουνιστές, γιατί μπορούσε να τους ανταγωνιστεί σημείο με σημείο, όταν γινόταν λόγος για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και δημοκρατία, χωρίς να είναι υπό τον έλεγχό τους.
'Ηταν ειλικρινής; Είχε προσωπικές φιλοδοξίες; 'Ηταν ψεύτης ή ακόμα και «λακές του βασιλιά»; Πιστεύω ότι επιθυμούσε ειλικρινά να οδηγήσει την Ελλάδα σε μια πιο σωστή κοινωνία. Είναι αλήθεια ότι δεν ήταν θεωρητικός, εργαζόταν χωρίς ένα σαφώς καθορισμένο ιδεολογικό πλαίσιο, και αν κρίνει κανείς τους πολιτικούς από την άποψη της ιδεολογικής καθαρότητας, ο Σβώλος αξίζει περισσότερο σεβασμό. Αλλά ο Σβώλος ήταν ένας ονειροπόλος, ικανός να χτίσει το σοσιαλισμό μόνο μέσα απ΄ το κεφάλι του, ενώ ο Παπανδρέου ήταν άνθρωπος της δράσης, της πρακτικής πολιτικής. Οποιαδήποτε κι αν ήταν η φύση του καθεστώτος που θα δημιουργούσε ο Παπανδρέου, θα ήταν ένα πολύ πιο φιλελεύθερο και υγιές καθεστώς από το καθεστώς των αστικών κομμάτων. Από την άλλη μεριά, σίγουρα θα ήταν δεξιότερο από ενδεχόμενο καθεστώς του Σβώλου· το ίδιο όμως θα ήταν και οποιοδήποτε καθεστώς γιατί κυβέρνηση με επικεφαλής τον ανύπαρκτο Σβώλο, θα ήταν στην πραγματικότητα κυβέρνηση του ΚΚΕ.
Αν κάποιος ήταν αληθινά ανειλικρινής στις διακηρύξεις του, αυτός ήταν ο Γεώργιος Σιάντος. Μπορούμε αλήθεια να πιστέψουμε ότι οι Έλληνες κομμουνιστές πάλεψαν, θυσιάστηκαν, πολέμησαν και σκοτώθηκαν σε όλη τη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου πολέμου για χάρη ενός πολυκομματικού κοινοβουλευτικού συστήματος διακυβέρνησης; Αυτό θ' αποτελούσε προσβολή για τον ελληνικό κομμουνισμό. Άλλωστε δεν ήταν το ΚΚΕ η εμπροσθοφυλακή του επαναστατικού προλεταριάτου; Με τα αστικά κόμματα συντριμμένα και με τις ένοπλες μάζες υπό το λάβαρο του ΕΑΜ, μπορούμε να πιστέψουμε ότι το ΚΚΕ δεν προσδοκούσε τίποτε περισσότερο από μια επιστροφή στο «χοιροστάσιο» της κοινοβουλευτικής πολιτικής; Ο Σιάντος και ο Ιωαννίδης ασφαλώς δεν θεωρούσαν τους εαυτούς τους οπαδούς της Β' Διεθνούς!
Όμως δεν μπορούσαν να μιλάνε για δικτατορία του προλεταριάτου, για κολλεκτιβισμό και για σοβιετική δημοκρατία, σε μια χώρα αγροτών. Αντίθετα, ήταν αναγκασμένοι να μιλάνε για κοινοβούλιο, για θρησκεία και για τα ιερά δικαιώματα της ιδιοκτησίας, αν ήθελαν να πετύχουν κάτι. Ο Σιάντος έπρεπε να μιλάει σαν σοσιαλιστής της «ειρηνικής μετάβασης», κι αυτό ακριβώς έκανε. Ολόκληρο το πρόγραμμα της ΠΕΕΑ ήταν σοσιαλδημοκρατικό. Και όσο η αστική τάξη ήταν η μοναδική αντίπαλος της ΠΕΕΑ, αυτή η τακτική της ανειλικρίνειας λειτουργούσε θαυμάσια. Συγκέντρωσε τεράστιες μάζες υπό τα λάβαρα του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, και προσέλκυσε διάσημους σοσιαλιστές. Λειτούργησε πολύ καλά μέχρι να παρουσιαστεί ο Παπανδρέου που, στο όνομα της εξόριστης κυβέρνησης, άρχισε να τραγουδάει το ίδιο τραγούδι.
Γιατί ο Παπανδρέου τραγουδούσε το τραγούδι της ΠΕΕΑ όταν πολιτικοί όλων των παρατάξεων, εκτός από τους βασιλικούς, ανταποκρινόμενοι στην πρόσκληση του Τσουδερού, έφτασαν στο Λίβανο στα μέσα Μαΐου 1944 να διαπραγματευτούν το σχηματισμό νέας κυβέρνησης; Η ΠΕΕΑ δεν είχε απαιτήσει το μέλλον της μοναρχίας ν' αποφασιστεί από το λαό; Ο Παπανδρέου υποσχέθηκε ελεύθερο δημοψήφισμα. Η ΠΕΕΑ δεν ήθελε οι Έλληνες ν' αποφανθούν για τη φύση του μεταπολεμικού κοινωνικού καθεστώτος; Ο Παπανδρέου ανέλαβε να κάνει ελεύθερες εκλογές για μια συνταγματική βουλή. Η ΠΕΕΑ δεν είχε υποστηρίξει τις ελληνικές εδαφικές διεκδικήσεις; Ο Παπανδρέου δεσμεύτηκε να τις προωθήσει ενεργητικά. Τέλος, η ΠΕΕΑ είχε καλέσει όλες τις αντάρτικες δυνάμεις να ενωθούν υπό ενιαία διοίκηση. Το ίδιο ακριβώς έκανε και ο Παπανδρέου, αλλά με τον όρο η διοίκηση να είναι της κυβέρνησης και όχι της ΠΕΕΑ. Το πρόγραμμα της ΠΕΕΑ ήταν το πρόγραμμα του Παπανδρέου, αλλά με μια σημαντική διαφορά: το ΚΚΕ σκόπευε να είναι το ίδιο ο τελικός κριτής του πόσο ελεύθερες θα ήταν οι εκλογές, του πόσο ενωμένος θα ήταν ο στρατός. Ποτέ δέν είχε την πρόθεση να κρατάει τα νήματα ένας σοσιαλδημοκράτης, και ιδιαίτερα ένας ανεξάρτητος σοσιαλδημοκράτης.
Ο Σβώλος αποσκίρτησε και πήρε το μέρος του Παπανδρέου στη Συνδιάσκεψη του Λιβάνου, θεωρώντας το πρόγραμμά του προϊόν πραγματικής πολιτικής εμπειρίας. Υποστήριξε ότι δέν είχε πάει στα βουνά για να ενισχύσει τους κομμουνιστές, αλλά μάλλον για να προσπαθήσει να τους εμποδίσει να μονοπωλήσουν το ελληνικό αριστερό κίνημα. Τώρα ακριβώς είχε παρουσιαστεί η ευκαιρία να εμποδιστεί αυτή η μονοπώληση. Ο Παπανδρέου και ο Σβώλος, γνήσιοι προοδευτικοί δημοκράτες, θα εφάρμοζαν το πρόγραμμα της ΠΕΕΑ ξεπερνώντας τους μπολσεβίκους. Ο σοσιαλδημοκράτης και ο σοσιαλιστής θα προχωρούσαν ενωμένοι, σε μια προσπάθεια ν' αποκαταστήσουν την κοινοβουλευτική δημοκρατία στην Ελλάδα. Το «Λαϊκό Μέτωπο» των κομμουνιστών είχε συντριβεί.
Ο Πέτρος Ρούσος, εκπρόσωπος του ΚΚΕ στη Συνδιάσκεψη του Λιβάνου, ζει ακόμα υπό τη σκιά των ενεργειών του στο Λίβανο. Στην πραγματικότητα είναι τυχερός που ζει, αν πιστέψει κανείς τον Ιωαννίδη. Σύμφωνα με τον τελευταίο, μερικά κομματικά στελέχη στα βουνά ζήτησαν να εκτελεστεί ο Ρούσος, επειδή υπέγραψε το «Εθνικό Συμβόλαιο».
Ο Ρούσος όμως δεν έκανε κανένα λάθος στη Συνδιάσκεψη τού Λιβάνου. Στην πραγματικότητα δεν είχε άλλη εκλογή από το να συμφωνήσει με την απόφαση του Παπανδρέου να υιοθετήσει το πρόγραμμα της ΠΕΕΑ. Ο Ρούσος δεν υπέκυψε στην ευγλωττία του Παπανδρέου. Δεν υπνωτίστηκε, δεν παραπλανήθηκε, δεν ξεγελάστηκε. Αν η πράξη του οφειλόταν σε σύγχυση, τότε μόνο θα μπορούσε να κατηγορηθεί γι' αυτό πού έκανε.
Αυτό που αντιμετώπισε ο Ρούσος, μόνος, στους λόφους του Λιβάνου, ήταν μια απροσδόκητη και άσχημη εξέλιξη ολόκληρης της στρατηγικής του ΚΚΕ στη διάρκεια του πολέμου. Σε όλον τον πόλεμο το ΚΚΕ είχε οικοδομήσει την απήχησή του στις μάζες πάνω σε μια σοσιαλδημοκρατική πλατφόρμα. Τώρα που αυτή η πλατφόρμα είχε υιοθετηθεί από τη νόμιμη κυβέρνηση, τι έπρεπε να κάνει ο Ρούσος; Να αποκαλύψει ξαφνικά την προσήλωση του ΚΚΕ στο μαρξιστικό-λενινιστικό δόγμα; Όχι μόνο ήταν πολύ αργά, αλλά θα ήταν εντελώς αντίθετο προς την τακτική του «λαϊκού μετώπου», αν είχε καταγγείλει τον Παπανδρέου και, ιδιαίτερα, τον Σβώλο. Ο Ρούσος έκανε τη σωστή επιλογή στο Λίβανο, και αυτή ήταν να υπογράψει το «συμβόλαιο» και να συμφωνήσει να ενταχθεί στην κυβέρνηση Παπανδρέου.
Ο άνθρωπος-κλειδί στη συνδιάσκεψη ήταν ο Σβώλος. Όποιος είχε την εύνοια του σοσιαλιστή Σβώλου θα είχε τη δύναμη να συμμετάσχει στο μεγάλο αυτό πολιτικό συνασπισμό, και έτσι, παρουσιαζόμενος ως δημοκράτης, θα μπορούσε ευκολότερα να ισχυριστεί ότι εκπροσωπούσε τους Έλληνες, κι επομένως θα διεκδικούσε τη νομιμότητα. Ο Παπανδρέου κέρδισε τη μάχη, επειδή κέρδισε τον Σβώλο. Ο Ρούσος, απομονωμένος, αναγκάστηκε ν' αποχαιρετήσει την ιδέα της σοβιετικής δημοκρατίας.
Όμως όλα αυτά, τελικά, δέν ήταν παρά μια συνδιάσκεψη, πολύ μακριά από την πραγματικότητα. Ήταν μια τακτική νίκη για τον Παπανδρέου, αλλά ο θρίαμβος απείχε ακόμα πολύ. Γιατί, πίσω στα βουνά, ο Σιάντος έριξε μια ματιά στο «Εθνικό Συμβόλαιο» και το απέρριψε. Η δύναμη του Σβώλου στη Συνδιάσκεψη του Λιβάνου ήταν εκείνη που έκανε τον Ρούσο να δεχτεί το «συμβόλαιο». Η αδυναμία του Σβώλου στον πραγματικό κόσμο της πολιτικής ήταν εκείνη που έκανε τον Σιάντο να το αρνηθεί. Γιατί ο Σιάντος ήξερε από πρώτο χέρι ότι ο Σβώλος, έκτος από κύρος, δεν είχε τίποτε - ούτε μαζική οργάνωση, ούτε στρατό, ούτε καν κόμμα. Ήταν απλώς ένα σεβαστό, ειλικρινές και αξιόπιστο μηδενικό. Όσο για τον Παπανδρέου, ήταν ένα σεβαστό μεν, αλλά ίσως ανειλικρινές και σίγουρα αναξιόπιστο μηδενικό. Ο Σβώλος και ο Παπανδρέου έλεγαν ότι θα προκηρύξουν ελεύθερες εκλογές. Πώς μπορούσαν όμως να το εγγυηθούν;
Για περισσότερο από 100 χρόνια, η Ελλάδα δέν είχε σχεδόν ποτέ ελεύθερες εκλογές. Τι ήταν εκείνο πού έκανε αυτούς τους δυο νεοφερμένους στις ανώτατες βαθμίδες της ελληνικής πολιτικής σκηνής, που δεν είχαν ούτε κόμμα ούτε φυσική δύναμη, να φαίνονται τόσο σπουδαίοι ώστε να μπορούν να εξασφαλίσουν την ελεύθερη διεξαγωγή των εκλογών; Το Συμβόλαιο του Λιβάνου ήταν ένα μετριοπαθές πρόγραμμα, και όμως στην Ελλάδα δέν υπήρχε κανένα οργανωμένο, ισχυρό, μετριοπαθές κόμμα. Πώς λοιπόν θα εφαρμοζόταν αυτό το Συμβόλαιο;
Εξάλλου, ποιος τις ήθελε αυτές τις περίφημες «ελεύθερες» εκλογές; Ποιος ήθελε τη λεγόμενη «μετριοπαθή» πολιτική; Κατά τη γνώμη του Κομμουνιστικού Κόμματος, η Ελλάδα περνούσε σε μια νέα εποχή, ώριμη για ένα καθεστώς εργατών και αγροτών. Συνεπώς οι πολυκομματικές εκλογές και η κοινοβουλευτική δημοκρατία, το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να προσφέρουν στους αντιδραστικούς τη δυνατότητα να εκτρέψουν έναν κατά πλειονότητα αγροτικό πληθυσμό από την επαναστατική πορεία του. Στην πραγματικότητα, δεν είναι ο ακριβής κομμουνιστικός ορισμός μιας λεγόμενης «μετριοπαθούς» πολιτικής η παραπλανημένη δράση, τα ημίμετρα που τους λείπει η επαναστατική αποφασιστικότητα, οι ανόητες, λεγκαλιστικές κοινοβουλευτικές φλυαρίες, που στομώνουν και προδίνουν την παρόρμηση των μαζών για την εξουσία, και τις αφήνει συγχυσμένα, αδύναμα θύματα στην αντίδραση;
Το ΚΚΕ είχε υιοθετήσει μια σοσιαλδημοκρατική πλατφόρμα για λόγους καθαρά προπαγανδιστικούς: φιλοδοξούσε να προσελκύσει μια μάζα χωρικών - για το δικό τους υποτίθεται καλό. Ήταν ένα τέχνασμα εμπιστοσύνης. Τώρα πού ένας ρήτορας κι ένας ονειροπόλος είχαν υιοθετήσει αυτή την πλατφόρμα, μπορούσε κανείς να πιστέψει ότι ο Σιάντος θα την έπαιρνε στα σοβαρά;
Ο Σιάντος, στις 2 Ιουνίου, διέταξε τηλεγραφικά τον κατάπληκτο τώρα «πρόεδρο» Σβώλο να δώσει στον Παπανδρέου τους «τελικούς όρους» του ΕΑΜ για συνεργασία με την κυβέρνηση. Ο Σιάντος επέμενε ότι η ΠΕΕΑ έπρεπε να πάρει το υπουργείο Εσωτερικών, το υπουργείο Δικαιοσύνης και το υπουργείο Αμύνης, «θέλουν να τους παραδώσουμε την Ελλάδα» δήλωσε ο Παπανδρέου, και πραγματικά αυτό ήθελαν. Ο Σιάντος απαιτούσε αυτό που απαιτούσε πάντα το ΚΚΕ και που στην πραγματικότητα θα απαιτούσε και πάλι το Δεκέμβριο του 1944 - τα τρία υπουργεία-κλειδιά της κυβέρνησης. Εκεί βρίσκονταν τα πράγματα, όπως περιγράφει η Ε. Μπάρκερ, όταν μπήκαν στο παιχνίδι οι μεγάλες δυνάμεις, και η ρωσική στρατιωτική αποστολή έφτασε στην Ελλάδα. Μετά από αυτό, η στάση του ΚΚΕ άλλαξε ριζικά: αμέσως δέχτηκε να μπει στην κυβέρνηση, χωρίς τα υπουργεία-κλειδιά. Όμως ο στόχος του ΚΚΕ δέν είχε αλλάξει. Εξακολουθούσε να επιδιώκει την κατάκτηση της εξουσίας, άλλοτε με διαπραγματεύσεις, όπως στην Καζέρτα και στην Αθήνα, και άλλοτε με τη βία σε όλη την Ελλάδα το Δεκέμβριο του 1944.
Αναδημοσίευση από το βιβλίο "Από την Αντίσταση στον Εμφύλιο", εκδ. Λιβάνης, Αθήνα 1982, σελ.74-87
Στη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου πολέμου έγιναν δυο φανερές απόπειρες από το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας για τον έλεγχο της χώρας. Είναι γνωστές ως «Πρώτος» και «Δεύτερος Γύρος» και ήταν αξιοσημείωτα όμοιες. Και οι δύο αποτελούσαν προσπάθειες του ΚΚΕ να εξασφαλίσει θέση κυριαρχίας στον ελληνικό χώρο είτε με διαπραγματεύσεις, είτε με τη βία μέσω της στρατιωτικής δύναμης του ΕΛΑΣ.
Ας πάρουμε για παράδειγμα τον Πρώτο Γύρο, το φθινόπωρο και το χειμώνα του 1943. Το καλοκαίρι του 1943 ο πολιτικός κόσμος στην Ελλάδα περίμενε από στιγμή σε στιγμή ότι οι Γερμανοί πολύ σύντομα θα εκκένωναν τα Βαλκάνια. Η προοπτική μιας σύντομης απελευθέρωσης έκανε το ΚΚΕ να προβάλει την απαίτησή του για την εξουσία στη μεταπολεμική Ελλάδα. Οι κομμουνιστές επιθυμούσαν την πλήρη εξουσία, που στην αρχή αποπειράθηκαν να την εξασφαλίσουν με διαπραγματεύσεις. Τον Αύγουστο του 1943, οι απεσταλμένοι του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ που επισκέφθηκαν το Κάιρο, την έδρα της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης, για να διαπραγματευτούν με τους αστούς πρόσφυγες που αποτελούσαν αυτή την κυβέρνηση, απαίτησαν να πάρουν οι αντιστασιακές δυνάμεις τα υπουργεία Εσωτερικών, Δικαιοσύνης και Άμυνας.
Αυτό όμως ισοδυναμούσε με ολόκληρη την εξουσία. Γιατί αν έχω το υπουργείο Εσωτερικών, η αστυνομία μου σε συλλαμβάνει· αν έχω το υπουργείο Δικαιοσύνης, τα δικαστήριά μου σε δικάζουν και σε φυλακίζουν· και αν έχω το υπουργείο Άμυνας, αν δραπετεύσεις, τα στρατεύματά μου θα σε καταδιώξουν.
Οι διαπραγματεύσεις του Αυγούστου του 1943 ναυάγησαν· ποτέ δεν υπήρχε πιθανότητα επιτυχίας. Γιατί ενώ ο συμβιβασμός αποτελεί τη βάση κάθε διαπραγμάτευσης, οι απαιτήσεις των κομμουνιστών ήταν κάθε άλλο παρά συμβιβαστικές και τα αστικά κόμματα δεν ήταν πρόθυμα να συνθηκολογήσουν. Τότε οι σφαίρες αντικατέστησαν τις λέξεις, καθώς ο ΕΛΑΣ επιτέθηκε στον ΕΔΕΣ, τη μεγαλύτερη ένοπλη απειλή για το ΕΑΜ. Αν δεν πρόβαλλε εκπληκτικά σκληρή αντίσταση ο ΕΔΕΣ, την Πρωτοχρονιά τού 1944, το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ θα ήταν η μόνη ουσιαστική οργάνωση αντίστασης στην Ελλάδα.
Ο Δεύτερος Γύρος, όπως είναι γνωστός, αποτελέστηκε από τις παρατεταμένες και οδυνηρές διαπραγματεύσεις ανάμεσα στο ΕΑΜ και στον Γεώργιο Παπανδρέου, πρωθυπουργό της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, για το θέμα της αποστράτευσης των ανταρτικών δυνάμεων. Και εδώ διακρίνει κανείς μιαν αποφασιστική προσπάθεια του ΚΚΕ να καταλάβει κυριαρχική θέση στον κρατικό μηχανισμό. Όταν οι διαπραγματεύσεις δεν έφεραν αποτελέσματα, ο ΕΛΑΣ Αθήνας - το Α' Σώμα Στρατού - άρχισε την επίθεση.
Η επιθυμία για την πλήρη εξουσία και η επιδίωξή της με διαπραγματεύσεις ή, αν κρινόταν απαραίτητο, με τη βία, είναι τα βασικά στοιχεία πού διακρίνει κανείς σε κάθε απόπειρα του ΚΚΕ να πετύχει τον έλεγχο της Ελλάδας. Έτσι, με αυτό ως βάση μπορεί κανείς να επισημάνει έναν άλλο «γύρο», πού διαδραματίστηκε την άνοιξη και το καλοκαίρι τού 1944. Ποτέ δέν χαρακτηρίστηκε ανοιχτά «γύρος», παρόλο που αξίζει τον τίτλο, καθώς είναι παρόντα όλα τα συστατικά στοιχεία: η απαίτηση για τα τρία υπουργεία-κλειδιά, οι διαπραγματεύσεις και η χρήση βίας, ακόμα και αν σ' αυτή την περίπτωση η βία δεν χρησιμοποιήθηκε με άμεση διαταγή του ΚΚΕ. Αναφέρομαι στη σειρά των γεγονότων που άρχισε με την εγκατάσταση το Μάρτιο του 1944, στα βουνά της «Ελεύθερης Ελλάδας», της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης, ΠΕΕΑ, και συνεχίστηκε λίγες εβδομάδες αργότερα με την ανταρσία των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων στη Μέση Ανατολή, που ανέτρεψε την ελληνική εξόριστη κυβέρνηση και έληξε με τη σύγκρουση ανάμεσα στο νέο πρωθυπουργό της κυβέρνησης, του Παπανδρέου, και στο ΚΚΕ, για το «εθνικό Συμβόλαιο», που συντάχθηκε στη συνδιάσκεψη του Λιβάνου.
Η αποτυχία του ΕΛΑΣ να συντρίψει τον ΕΔΕΣ το χειμώνα τού 1943/44 σημείωσε το τέλος του Πρώτου Γύρου. Την άνοιξη τού 1944, το ΚΚΕ αντιμετώπιζε πρακτικά το ίδιο δίλημμα, όπως το καλοκαίρι του 1943. Είχε τα πάντα εκτός από την πολιτική νομιμότητα. Κυβερνούσε τα εδάφη που είχε καταλάβει ο ΕΛΑΣ. Είχε μια πολιτική διοίκηση και διοικούσε ένα στρατό. Αλλά ο έλεγχός του δεν ήταν νομιμοποιημένος: δεν είχε αναγνωριστεί ως νόμιμος από τους Μεγάλους Συμμάχους. Η νομιμότητα παρέμενε προνόμιο της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης στο Κάιρο, όπου κυριαρχούσε η αστική αντιβασιλική ομάδα του Σοφοκλή Βενιζέλου.
Ο Σοφοκλής Βενιζέλος |
Πώς λοιπόν ήταν δυνατόν να αφαιρεθεί από αυτόν τον παλαιοκομματάρχη η νομιμότητα που τόσο παράνομα την κατείχε; Αυτό ήταν το ερώτημα που αντιμετώπιζε το ΚΚΕ. Η μέθοδος που διάλεξε ήταν η πολιτική απομόνωση του Βενιζέλου, για να αποδείξει πόσο λίγο αντιπροσωπευτικοί ήταν στην πραγματικότητα οι αστοί πολιτικοί ηγέτες. Αν εξέχοντες Έλληνες ενός μεγάλου φάσματος πολιτικών πεποιθήσεων πείθονταν να συνεργαστούν με το ΕΑΜ, τότε το ΕΑΜ θα εμφανιζόταν ως αντιπροσωπευτικό των ελληνικών μαζών, και ο Βενιζέλος, απομονωμένος και τρομοκρατημένος, δεν θα πρόβαλε μεγάλη αντίσταση.
Να απομονώσει την ελληνική εξόριστη κυβέρνηση και να εξουδετερώσει έτσι τη νομιμότητά της - αυτός ήταν ο στόχος του ΚΚΕ, όταν το Μάρτιο του 1944 εγκατέστησε στα βουνά της Ελλάδας την ΠΕΕΑ. Ήταν μια άμεση πρόκληση προς την εξόριστη κυβέρνηση, καθώς η ΠΕΕΑ ήταν καθ' όλα, εκτός από το όνομά της, κυβέρνηση. Οι αξιωματούχοι της λέγονταν γραμματείς αντί υπουργοί, αλλά η δύναμή τους ήταν αληθινή, στην πραγματικότητα από πολλές απόψεις πιο αληθινή από τη δύναμη των υπουργών στο Κάιρο. Το πρόγραμμα δράσης της ήταν κι αυτό ασφαλώς πρόγραμμα μιας κυβέρνησης - μιας σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης. Υποσχέθηκε ελεύθερες εκλογές για συντακτική βουλή, ελεύθερο δημοψήφισμα για τη μοναρχία, εδαφικές διεκδικήσεις από τη Βουλγαρία και την Αλβανία, κοινωνική δικαιοσύνη, αλλά και σεβασμό της ατομικής ιδιοκτησίας, σεβασμό της θρησκείας. Τον Απρίλιο, ο πιο διακεκριμένος σοσιαλιστής της Ελλάδας εντάσσεται στην ΠΕΕΑ: ο Αλέξανδρος Σβώλος, άνθρωπος χωρίς πολιτική πείρα και χωρίς να είναι επικεφαλής κάποιας οργάνωσης, αλλά και άνθρωπος με μεγάλο κύρος κι ακόμα πιο μεγάλα όνειρα. Επίσης ένας πρώην φιλελεύθερος εντάχθηκε στην ΠΕΕΑ (Χατζημπέης). Η επιτροπή μπορούσε τώρα να ισχυρίζεται ότι είχε την υποστήριξη των αγροτών, των προλετάριων και των μικροεμπόρων. Αποτελούσε το ιδεώδες εργαλείο για να καταλάβει την εξουσία το ΚΚΕ.
Γιατί, ας μην υπάρξει καμιά αμφιβολία, το ΚΚΕ ήταν εκείνο που είχε την εξουσία στο εσωτερικό της ΠΕΕΑ. Η Πολιτική Επιτροπή ήταν απλώς μια ακόμα εκδήλωση της τακτικής του «Λαϊκού Μετώπου», που τόσο επιτυχημένα χρησιμοποιήθηκε από το Κόμμα στην περίπτωση π.χ. του σχηματισμού του ίδιου του ΕΑΜ. Αυτό που επιδιωκόταν ήταν η μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχή σοσιαλιστικών και αστικών προσωπικοτήτων σε μια οργάνωση πού επιφανειακά έπρεπε να εμφανίζεται σαν ένας συνασπισμός ίσων συνεταίρων, αλλά που στην πραγματικότητα θα ήταν ένας πολιτικός μηχανισμός υπό τον έλεγχο του Κόμματος. Ασφαλώς σήμερα, 34 χρόνια αργότερα, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η Πολιτική Επιτροπή ήταν στα χέρια του Κόμματος. Στην πραγματικότητα, θα ήταν προσβολή για τον ελληνικό κομμουνισμό να ισχυριστεί κανείς το αντίθετο. Αρκεί να παραμερίσουμε τους μεγάλους τίτλους πού τόσο γενναιόδωρα φορτώθηκαν στο σοσιαλιστή Σβώλο - έγινε πρόεδρος της ΠΕΕΑ, γραμματέας Εξωτερικών Υποθέσεων, γραμματέας Λαϊκής Διαφώτισης - και να συλλάβει το γεγονός ότι ο Γεώργιος Σιάντος, γραμματέας του ΚΚΕ, ήταν ο γραμματέας Εσωτερικών της ΠΕΕΑ, για να συνειδητοποιήσει τίνος η ψήφος πραγματικά μετρούσε.
Το πόσο μεγάλη απειλή για την κυριαρχία του αστικού πολιτικού κόσμου αποτελούσε η ΠΕΕΑ, το αντιλήφθηκε αμέσως ο Τσουδερός, ο πρωθυπουργός της εξόριστης κυβέρνησης. Η πολιτική απομόνωση της κυβέρνησης ήταν αυτό πού φοβόταν ο Τσουδερός, κι έτσι έκανε έκκληση στον Θεμιστοκλή Σοφούλη, ηγέτη των Φιλελευθέρων και κατ' όνομα επικεφαλής των αστικών αντιβασιλικών κομμάτων, να δεχτεί να περιληφθούν στην κυβέρνηση ορισμένα αντιστασιακά στοιχεία. Στο κάτω-κάτω και οι δύο μπορούσαν να παίξουν το παιχνίδι του «Λαϊκού Μετώπου».
Η κυβέρνηση, ακριβώς όπως και οι κομμουνιστές, μπορούσε να κολακέψει μερικούς «πατριώτες» αντάρτες με μερικά ήσσονος σημασίας υπουργεία και να στηρίξει έτσι τον ισχυρισμό της ότι ήταν αντιπροσωπευτική. Αλλά ο Σοφούλης δεν ήθελε ούτε να το ακούσει. Απάντησε ότι η κυβέρνηση έπρεπε να μείνει αποκλειστικό τσιφλίκι του παλιού πολιτικού κόσμου. Όσο για το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και την απειλή που αντιπροσώπευε, απαίτησε αρκετά ξεκάθαρα να υποχρεώσουν οι Σύμμαχοι το αντιστασιακό κίνημα να υπακούσει στην κυβέρνηση και, στην ανάγκη, να το στερήσουν απ όλα τα εφόδια.
Η απόφαση του Σοφούλη σφράγισε την καταστροφή της εξόριστης κυβέρνησης. Γιατί ο παλιός πολιτικός κόσμος, τα αστικά κόμματα, δεν ήταν αντιπροσωπευτικά των Ελλήνων και δεν μπορούσαν να ελπίζουν ότι θα επιβιώσουν παρά μόνο σε συνεργασία με τις νέες δυνάμεις που έβγαιναν από το αντιστασιακό κίνημα. Όμως, συνεργασία με το αντιστασιακό κίνημα σήμαινε συμμετοχή σε μια τόσο ριζική αναδιοργάνωση της ελληνικής οικονομίας, σε μια τόσο ριζική ανακατανομή του ελληνικού πλούτου, ώστε θα κινδύνευαν να καταστραφούν τα θεμέλια των ίδιων των αστικών κομμάτων. Και δεν αναφέρομαι μόνο στη λογική άρνηση του Σοφούλη να συνεργαστεί με το ΚΚΕ· αναφέρομαι στην ανικανότητα του Σοφούλη να συνεργαστεί έστω και με μετριοπαθείς σοσιαλιστές όπως ο Σβώλος. Ο Σοφούλης αντιπροσώπευε την παλιά αστική Ελλάδα, αλλά ο ελληνικός λαός προχωρούσε προς απώτερους στόχους. Ο Σοφούλης έδωσε στον Τσουδερό τη μόνη απάντηση που μπορούσε να δώσει - να κρατηθούμε και να βάλουμε τους συμμάχους να αφοπλίσουν «αυτόν τον όχλο».
Η απόφαση του Σοφούλη δεν είχε καμιά σχέση με το βασιλιά της Ελλάδας. Συχνά υποστηρίχθηκε ότι αν ο βασιλιάς είχε παραιτηθεί, όλα τα παλιά κόμματα θα είχαν ενταχθεί στην κυβέρνηση, ο ελληνικός λαός θα στεκόταν στο πλευρό τους, οι κομμουνιστές θα απομονώνονταν και θα έξασφαλιζόταν μια μετριοπαθής δημοκρατία. Αλλά το επιχείρημα αυτό δεν στέκει. Ας υποθέσουμε ότι ο βασιλιάς είχε παραιτηθεί, και ότι αμέσως οι αντιβασιλικοί αστοί πολιτικοί είχαν πάει από την κατεχόμενη Αθήνα στο Κάιρο και είχαν ενταχθεί στην κυβέρνηση. Θα ήταν τότε πιο πρόθυμοι να συνεργαστούν με τούς σοσιαλιστές; Είμαι αναγκασμένος ν' απαντήσω, όχι. Θα ήταν πιο αντιπροσωπευτική η κυβέρνηση; Ασφαλώς όχι. Ολόκληρος ο προπολεμικός αστικός πολιτικός κόσμος δέν ήταν αντιπροσωπευτικός. Κι αν ακόμα είχε παραιτηθεί ο βασιλιάς, είναι άγνωστο πόσο θα είχε διευρυνθεί η εξόριστη αστική κυβέρνηση, που ήταν καταδικασμένη.
Το τέλος ήρθε σύντομα - τρεις περίπου εβδομάδες μετά την ίδρυση της ΠΕΕΑ. Οι δήμιοι έκαμαν άριστα τη δουλειά τους. Δεν έχει σημασία ότι η ανταρσία δέν έγινε με ρητή εντολή του ΚΚΕ-άρχισε την κατάλληλη στιγμή από οργανώσεις μέσα στον ελληνικό στρατό που από καιρό συνδέονταν με το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ. Το Κομμουνιστικό Κόμμα, στη διάρκεια του πολέμου, ποτέ δεν κατήγγειλε την ανταρσία, και αν η Συνδιάσκεψη του Λιβάνου είχε λήξει κάπως διαφορετικά, ασφαλώς δεν θα δίσταζε να εκμεταλλευτεί το αποτέλεσμά της.
Γιατί το αποτέλεσμά της ήταν η κατάρρευση της εξόριστης κυβέρνησης. Ο Τσουδερός, προσπαθώντας απελπισμένα να εκτονώσει την ανταρσία όταν βρισκόταν στα αρχικά της στάδια, έστειλε μια πρόσκληση σε όλα τα κόμματα και τα αντιστασιακά κινήματα να έρθουν στη Μέση Ανατολή να διαπραγματευτούν το σχηματισμό μιας ευρύτερης κυβέρνησης. Αυτή η χειρονομία έγινε πολύ αργά. Ο Βενιζέλος, επιδεικνύοντας εξαιρετική επιπολαιότητα, ανέτρεψε την κυβέρνηση του Τσουδερού εκμεταλλευόμενος την ανταρσία και ανέλαβε ο ίδιος την πρωθυπουργία. Ο αρχηγός του ελληνικού στρατού προτίμησε να παραιτηθεί παρά να επιβάλει πειθαρχία. Ο αρχηγός του ναυτικού και ο Βενιζέλος έχασαν την ψυχραιμία τους.
Όποιες πολιτικές πεποιθήσεις κι αν έχει κανείς, πρέπει να θαυμάσει τη μεθοδικότητα με την οποία οι κομμουνιστές οργανωτές της ανταρσίας ανέτρεψαν την κυβέρνηση. Στην αρχή απαίτησαν την παραίτηση του Τσουδερού και υποστήριξαν το Βενιζέλο. Μόλις όμως ανέλαβε ο Βενιζέλος, στράφηκαν προς το Ρούσο, έναν αριστερό φιλελεύθερο. Αλλά η υποψηφιότητα του Ρούσου δεν είχε διαρκέσει περισσότερο από μια μέρα, και απορρίφθηκε ως μη ικανοποιητική. Στις 12 Απριλίου 1944, όταν ο βασιλιάς έφτασε στο Κάιρο σε μια προσπάθεια να εξομαλύνει τα πράγματα, η εξόριστη κυβέρνηση είχε πάψει να υπάρχει. Η ΠΕΕΑ, και μέσα από αυτή το ΚΚΕ, έμεινε ο μοναδικός κυβερνήτης της Ελλάδας.
Η ΠΕΕΑ |
Αλλά η Ιστορία δεν τελείωσε εδώ και, στην πραγματικότητα, συνεχίστηκε ακολουθώντας πορεία αντίθετη προς τα συμφέροντα των κομμουνιστών. Τα παλιά πολιτικά κόμματα δεν ήταν ποτέ πραγματικός κίνδυνος (όλοι οι Έλληνες τα θεωρούσαν πλέον ξεπερασμένα). Τώρα παρουσιαζόταν ένας αληθινός αντίπαλος, διορισμένος από το βασιλιά ως πρωθυπουργός της εξόριστης κυβέρνησης, ένας αντίπαλος που απειλούσε να απομονώσει το ΚΚΕ τόσο ολοκληρωτικά, όσο το τελευταίο είχε απομονώσει τα αστικά κόμματα. Αυτός ο άνθρωπος ήταν ο Γεώργιος Παπανδρέου, και ο κίνδυνος που αντιπροσώπευε για το ΚΚΕ ήταν φανερός από το όνομα του κόμματός του: το Δημοκρατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα.
Ο Παπανδρέου το 1944 αντιπροσώπευε τη σοσιαλδημοκρατία. Αυτό το κρίσιμο βήμα προς τ' αριστερά, πέρα από τα όρια του παλιού πολιτικού κόσμου, αποτελούσε καινοτομία. Ήταν νέος, γεμάτος ζήλο, ηγετικός, και στην πρώτη του εκπομπή προς την κατεχόμενη Ελλάδα υποσχέθηκε στο λαό όσα ο Τσουδερός και ο Βενιζέλος δεν είχαν ποτέ το θάρρος, ή την επιθυμία, να υποσχεθούν - κοινωνική δικαιοσύνη, ανακατανομή των εισοδημάτων, μεταπολεμική ελληνική οικονομία στηριγμένη σε μια βάση περισσότερης ισότητας. Και ταυτόχρονα κοινοβουλευτική δημοκρατία - ελεύθερες εκλογές, ελεύθερο δημοψήφισμα, ελευθερία, ασφάλεια. Για πρώτη φορά ένας πρωθυπουργός της εξόριστης κυβέρνησης υποσχέθηκε στους Έλληνες ένα νέο τρόπο ζωής, έναν τρόπο ζωής που μέχρι τότε υποστηριζόταν μόνο από το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ.
Ο Παπανδρέου λοιπόν ήταν ένα βήμα αριστερότερα από τον παλαιό πολιτικό κόσμο, συγχρόνως όμως δεξιότερα από τον Σβώλο, ώστε να μην ενδιαφέρεται για συμμετοχή στην ΠΕΕΑ. Ούτε ήταν πολιτικά πρωτόπειρος όπως ήταν ο Σβώλος. Ο Παπανδρέου γνώριζε τη διαφορά ανάμεσα στην πρωθυπουργία και στην εικονική ηγεσία. Ο συνδυασμός της θέλησής του για μεταρρυθμίσεις και της πολιτικής εμπειρίας του ήταν αυτό που τον έκανε θανάσιμο κίνδυνο για τους κομμουνιστές, γιατί μπορούσε να τους ανταγωνιστεί σημείο με σημείο, όταν γινόταν λόγος για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και δημοκρατία, χωρίς να είναι υπό τον έλεγχό τους.
'Ηταν ειλικρινής; Είχε προσωπικές φιλοδοξίες; 'Ηταν ψεύτης ή ακόμα και «λακές του βασιλιά»; Πιστεύω ότι επιθυμούσε ειλικρινά να οδηγήσει την Ελλάδα σε μια πιο σωστή κοινωνία. Είναι αλήθεια ότι δεν ήταν θεωρητικός, εργαζόταν χωρίς ένα σαφώς καθορισμένο ιδεολογικό πλαίσιο, και αν κρίνει κανείς τους πολιτικούς από την άποψη της ιδεολογικής καθαρότητας, ο Σβώλος αξίζει περισσότερο σεβασμό. Αλλά ο Σβώλος ήταν ένας ονειροπόλος, ικανός να χτίσει το σοσιαλισμό μόνο μέσα απ΄ το κεφάλι του, ενώ ο Παπανδρέου ήταν άνθρωπος της δράσης, της πρακτικής πολιτικής. Οποιαδήποτε κι αν ήταν η φύση του καθεστώτος που θα δημιουργούσε ο Παπανδρέου, θα ήταν ένα πολύ πιο φιλελεύθερο και υγιές καθεστώς από το καθεστώς των αστικών κομμάτων. Από την άλλη μεριά, σίγουρα θα ήταν δεξιότερο από ενδεχόμενο καθεστώς του Σβώλου· το ίδιο όμως θα ήταν και οποιοδήποτε καθεστώς γιατί κυβέρνηση με επικεφαλής τον ανύπαρκτο Σβώλο, θα ήταν στην πραγματικότητα κυβέρνηση του ΚΚΕ.
Αν κάποιος ήταν αληθινά ανειλικρινής στις διακηρύξεις του, αυτός ήταν ο Γεώργιος Σιάντος. Μπορούμε αλήθεια να πιστέψουμε ότι οι Έλληνες κομμουνιστές πάλεψαν, θυσιάστηκαν, πολέμησαν και σκοτώθηκαν σε όλη τη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου πολέμου για χάρη ενός πολυκομματικού κοινοβουλευτικού συστήματος διακυβέρνησης; Αυτό θ' αποτελούσε προσβολή για τον ελληνικό κομμουνισμό. Άλλωστε δεν ήταν το ΚΚΕ η εμπροσθοφυλακή του επαναστατικού προλεταριάτου; Με τα αστικά κόμματα συντριμμένα και με τις ένοπλες μάζες υπό το λάβαρο του ΕΑΜ, μπορούμε να πιστέψουμε ότι το ΚΚΕ δεν προσδοκούσε τίποτε περισσότερο από μια επιστροφή στο «χοιροστάσιο» της κοινοβουλευτικής πολιτικής; Ο Σιάντος και ο Ιωαννίδης ασφαλώς δεν θεωρούσαν τους εαυτούς τους οπαδούς της Β' Διεθνούς!
Όμως δεν μπορούσαν να μιλάνε για δικτατορία του προλεταριάτου, για κολλεκτιβισμό και για σοβιετική δημοκρατία, σε μια χώρα αγροτών. Αντίθετα, ήταν αναγκασμένοι να μιλάνε για κοινοβούλιο, για θρησκεία και για τα ιερά δικαιώματα της ιδιοκτησίας, αν ήθελαν να πετύχουν κάτι. Ο Σιάντος έπρεπε να μιλάει σαν σοσιαλιστής της «ειρηνικής μετάβασης», κι αυτό ακριβώς έκανε. Ολόκληρο το πρόγραμμα της ΠΕΕΑ ήταν σοσιαλδημοκρατικό. Και όσο η αστική τάξη ήταν η μοναδική αντίπαλος της ΠΕΕΑ, αυτή η τακτική της ανειλικρίνειας λειτουργούσε θαυμάσια. Συγκέντρωσε τεράστιες μάζες υπό τα λάβαρα του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, και προσέλκυσε διάσημους σοσιαλιστές. Λειτούργησε πολύ καλά μέχρι να παρουσιαστεί ο Παπανδρέου που, στο όνομα της εξόριστης κυβέρνησης, άρχισε να τραγουδάει το ίδιο τραγούδι.
Γιατί ο Παπανδρέου τραγουδούσε το τραγούδι της ΠΕΕΑ όταν πολιτικοί όλων των παρατάξεων, εκτός από τους βασιλικούς, ανταποκρινόμενοι στην πρόσκληση του Τσουδερού, έφτασαν στο Λίβανο στα μέσα Μαΐου 1944 να διαπραγματευτούν το σχηματισμό νέας κυβέρνησης; Η ΠΕΕΑ δεν είχε απαιτήσει το μέλλον της μοναρχίας ν' αποφασιστεί από το λαό; Ο Παπανδρέου υποσχέθηκε ελεύθερο δημοψήφισμα. Η ΠΕΕΑ δεν ήθελε οι Έλληνες ν' αποφανθούν για τη φύση του μεταπολεμικού κοινωνικού καθεστώτος; Ο Παπανδρέου ανέλαβε να κάνει ελεύθερες εκλογές για μια συνταγματική βουλή. Η ΠΕΕΑ δεν είχε υποστηρίξει τις ελληνικές εδαφικές διεκδικήσεις; Ο Παπανδρέου δεσμεύτηκε να τις προωθήσει ενεργητικά. Τέλος, η ΠΕΕΑ είχε καλέσει όλες τις αντάρτικες δυνάμεις να ενωθούν υπό ενιαία διοίκηση. Το ίδιο ακριβώς έκανε και ο Παπανδρέου, αλλά με τον όρο η διοίκηση να είναι της κυβέρνησης και όχι της ΠΕΕΑ. Το πρόγραμμα της ΠΕΕΑ ήταν το πρόγραμμα του Παπανδρέου, αλλά με μια σημαντική διαφορά: το ΚΚΕ σκόπευε να είναι το ίδιο ο τελικός κριτής του πόσο ελεύθερες θα ήταν οι εκλογές, του πόσο ενωμένος θα ήταν ο στρατός. Ποτέ δέν είχε την πρόθεση να κρατάει τα νήματα ένας σοσιαλδημοκράτης, και ιδιαίτερα ένας ανεξάρτητος σοσιαλδημοκράτης.
Ο Σβώλος αποσκίρτησε και πήρε το μέρος του Παπανδρέου στη Συνδιάσκεψη του Λιβάνου, θεωρώντας το πρόγραμμά του προϊόν πραγματικής πολιτικής εμπειρίας. Υποστήριξε ότι δέν είχε πάει στα βουνά για να ενισχύσει τους κομμουνιστές, αλλά μάλλον για να προσπαθήσει να τους εμποδίσει να μονοπωλήσουν το ελληνικό αριστερό κίνημα. Τώρα ακριβώς είχε παρουσιαστεί η ευκαιρία να εμποδιστεί αυτή η μονοπώληση. Ο Παπανδρέου και ο Σβώλος, γνήσιοι προοδευτικοί δημοκράτες, θα εφάρμοζαν το πρόγραμμα της ΠΕΕΑ ξεπερνώντας τους μπολσεβίκους. Ο σοσιαλδημοκράτης και ο σοσιαλιστής θα προχωρούσαν ενωμένοι, σε μια προσπάθεια ν' αποκαταστήσουν την κοινοβουλευτική δημοκρατία στην Ελλάδα. Το «Λαϊκό Μέτωπο» των κομμουνιστών είχε συντριβεί.
Ο Πέτρος Ρούσος, εκπρόσωπος του ΚΚΕ στη Συνδιάσκεψη του Λιβάνου, ζει ακόμα υπό τη σκιά των ενεργειών του στο Λίβανο. Στην πραγματικότητα είναι τυχερός που ζει, αν πιστέψει κανείς τον Ιωαννίδη. Σύμφωνα με τον τελευταίο, μερικά κομματικά στελέχη στα βουνά ζήτησαν να εκτελεστεί ο Ρούσος, επειδή υπέγραψε το «Εθνικό Συμβόλαιο».
Ο Ρούσος όμως δεν έκανε κανένα λάθος στη Συνδιάσκεψη τού Λιβάνου. Στην πραγματικότητα δεν είχε άλλη εκλογή από το να συμφωνήσει με την απόφαση του Παπανδρέου να υιοθετήσει το πρόγραμμα της ΠΕΕΑ. Ο Ρούσος δεν υπέκυψε στην ευγλωττία του Παπανδρέου. Δεν υπνωτίστηκε, δεν παραπλανήθηκε, δεν ξεγελάστηκε. Αν η πράξη του οφειλόταν σε σύγχυση, τότε μόνο θα μπορούσε να κατηγορηθεί γι' αυτό πού έκανε.
Αυτό που αντιμετώπισε ο Ρούσος, μόνος, στους λόφους του Λιβάνου, ήταν μια απροσδόκητη και άσχημη εξέλιξη ολόκληρης της στρατηγικής του ΚΚΕ στη διάρκεια του πολέμου. Σε όλον τον πόλεμο το ΚΚΕ είχε οικοδομήσει την απήχησή του στις μάζες πάνω σε μια σοσιαλδημοκρατική πλατφόρμα. Τώρα που αυτή η πλατφόρμα είχε υιοθετηθεί από τη νόμιμη κυβέρνηση, τι έπρεπε να κάνει ο Ρούσος; Να αποκαλύψει ξαφνικά την προσήλωση του ΚΚΕ στο μαρξιστικό-λενινιστικό δόγμα; Όχι μόνο ήταν πολύ αργά, αλλά θα ήταν εντελώς αντίθετο προς την τακτική του «λαϊκού μετώπου», αν είχε καταγγείλει τον Παπανδρέου και, ιδιαίτερα, τον Σβώλο. Ο Ρούσος έκανε τη σωστή επιλογή στο Λίβανο, και αυτή ήταν να υπογράψει το «συμβόλαιο» και να συμφωνήσει να ενταχθεί στην κυβέρνηση Παπανδρέου.
Ο άνθρωπος-κλειδί στη συνδιάσκεψη ήταν ο Σβώλος. Όποιος είχε την εύνοια του σοσιαλιστή Σβώλου θα είχε τη δύναμη να συμμετάσχει στο μεγάλο αυτό πολιτικό συνασπισμό, και έτσι, παρουσιαζόμενος ως δημοκράτης, θα μπορούσε ευκολότερα να ισχυριστεί ότι εκπροσωπούσε τους Έλληνες, κι επομένως θα διεκδικούσε τη νομιμότητα. Ο Παπανδρέου κέρδισε τη μάχη, επειδή κέρδισε τον Σβώλο. Ο Ρούσος, απομονωμένος, αναγκάστηκε ν' αποχαιρετήσει την ιδέα της σοβιετικής δημοκρατίας.
Ο Αλέξανδρος Σβώλος (Κρούσοβο 1892 – Αθήνα 1956) Βιογραφικό σημείωμα: Συνταγματολόγος, καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και πολιτικός. Διδάκτωρ της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1915, ο Αλ. Σβώλος εργάστηκε την περίοδο 1917-1920 ως Διευθυντής Εργασίας και Κοινωνικής Πρόνοιας στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας. Το 1921-1922 διορίστηκε Ανώτερος Αντιπρόσωπος της Ελληνικής Διοικήσεως στην Προύσσα της Μικράς Ασίας. Υφηγητής Γενικής Πολιτειολογίας, εξελέγη το 1929 τακτικός καθηγητής της έδρας του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, από την οποία, λόγω των ιδεών του, διώχτηκε πολλές φορές (1935, 1936, 1943, 1945). Διετέλεσε Πρόεδρος της Ένωσης υπέρ της Αυτοδιοίκησης, της Κεντρικής Επιτροπής Δημοκρατικού Αγώνα και της Ένωσης υπέρ των Ελευθεριών του ανθρώπου και του πολίτη. Τον Απρίλη του 1944, ανέλαβε την Προεδρία της ΠΕΕΑ. Μετείχε στη διάσκεψη του Λιβάνου και στη συνέχεια διετέλεσε Υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, από την οποία παραιτήθηκε την 1η Δεκεμβρίου του 1944. Μετά τα Δεκεμβριανά αποχώρησε από τον συνασπισμό του ΕΑΜ και το 1946 διώχτηκε οριστικά από το Πανεπιστήμιο. Από τότε, ασχολήθηκε αποκλειστικά με την πολιτική ως πρόεδρος του Σοσιαλιστικού Κόμματος - ΕΛΔ. Εξελέγη βουλευτής Θεσσαλονίκης το 1950 από τις γραμμές της Δημοκρατικής Παράταξης και το 1953 στις αναπληρωματικές εκλογές. http://askiweb.eu/images/prosopika%20arxeia%20kai%20sylloges/38.pdf |
Για περισσότερο από 100 χρόνια, η Ελλάδα δέν είχε σχεδόν ποτέ ελεύθερες εκλογές. Τι ήταν εκείνο πού έκανε αυτούς τους δυο νεοφερμένους στις ανώτατες βαθμίδες της ελληνικής πολιτικής σκηνής, που δεν είχαν ούτε κόμμα ούτε φυσική δύναμη, να φαίνονται τόσο σπουδαίοι ώστε να μπορούν να εξασφαλίσουν την ελεύθερη διεξαγωγή των εκλογών; Το Συμβόλαιο του Λιβάνου ήταν ένα μετριοπαθές πρόγραμμα, και όμως στην Ελλάδα δέν υπήρχε κανένα οργανωμένο, ισχυρό, μετριοπαθές κόμμα. Πώς λοιπόν θα εφαρμοζόταν αυτό το Συμβόλαιο;
Εξάλλου, ποιος τις ήθελε αυτές τις περίφημες «ελεύθερες» εκλογές; Ποιος ήθελε τη λεγόμενη «μετριοπαθή» πολιτική; Κατά τη γνώμη του Κομμουνιστικού Κόμματος, η Ελλάδα περνούσε σε μια νέα εποχή, ώριμη για ένα καθεστώς εργατών και αγροτών. Συνεπώς οι πολυκομματικές εκλογές και η κοινοβουλευτική δημοκρατία, το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να προσφέρουν στους αντιδραστικούς τη δυνατότητα να εκτρέψουν έναν κατά πλειονότητα αγροτικό πληθυσμό από την επαναστατική πορεία του. Στην πραγματικότητα, δεν είναι ο ακριβής κομμουνιστικός ορισμός μιας λεγόμενης «μετριοπαθούς» πολιτικής η παραπλανημένη δράση, τα ημίμετρα που τους λείπει η επαναστατική αποφασιστικότητα, οι ανόητες, λεγκαλιστικές κοινοβουλευτικές φλυαρίες, που στομώνουν και προδίνουν την παρόρμηση των μαζών για την εξουσία, και τις αφήνει συγχυσμένα, αδύναμα θύματα στην αντίδραση;
Το ΚΚΕ είχε υιοθετήσει μια σοσιαλδημοκρατική πλατφόρμα για λόγους καθαρά προπαγανδιστικούς: φιλοδοξούσε να προσελκύσει μια μάζα χωρικών - για το δικό τους υποτίθεται καλό. Ήταν ένα τέχνασμα εμπιστοσύνης. Τώρα πού ένας ρήτορας κι ένας ονειροπόλος είχαν υιοθετήσει αυτή την πλατφόρμα, μπορούσε κανείς να πιστέψει ότι ο Σιάντος θα την έπαιρνε στα σοβαρά;
Ο Σιάντος, στις 2 Ιουνίου, διέταξε τηλεγραφικά τον κατάπληκτο τώρα «πρόεδρο» Σβώλο να δώσει στον Παπανδρέου τους «τελικούς όρους» του ΕΑΜ για συνεργασία με την κυβέρνηση. Ο Σιάντος επέμενε ότι η ΠΕΕΑ έπρεπε να πάρει το υπουργείο Εσωτερικών, το υπουργείο Δικαιοσύνης και το υπουργείο Αμύνης, «θέλουν να τους παραδώσουμε την Ελλάδα» δήλωσε ο Παπανδρέου, και πραγματικά αυτό ήθελαν. Ο Σιάντος απαιτούσε αυτό που απαιτούσε πάντα το ΚΚΕ και που στην πραγματικότητα θα απαιτούσε και πάλι το Δεκέμβριο του 1944 - τα τρία υπουργεία-κλειδιά της κυβέρνησης. Εκεί βρίσκονταν τα πράγματα, όπως περιγράφει η Ε. Μπάρκερ, όταν μπήκαν στο παιχνίδι οι μεγάλες δυνάμεις, και η ρωσική στρατιωτική αποστολή έφτασε στην Ελλάδα. Μετά από αυτό, η στάση του ΚΚΕ άλλαξε ριζικά: αμέσως δέχτηκε να μπει στην κυβέρνηση, χωρίς τα υπουργεία-κλειδιά. Όμως ο στόχος του ΚΚΕ δέν είχε αλλάξει. Εξακολουθούσε να επιδιώκει την κατάκτηση της εξουσίας, άλλοτε με διαπραγματεύσεις, όπως στην Καζέρτα και στην Αθήνα, και άλλοτε με τη βία σε όλη την Ελλάδα το Δεκέμβριο του 1944.
Αναδημοσίευση από το βιβλίο "Από την Αντίσταση στον Εμφύλιο", εκδ. Λιβάνης, Αθήνα 1982, σελ.74-87
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου