Τρίτη 23 Ιουλίου 2013

Η υπόθεση Πολκ ξανά στο προσκήνιο

Αίτηση επανεξέτασης της καταδίκης του Γρηγόρη Στακτόπουλου κατατέθηκε πρόσφατα στην Εισαγγελία Εφετών Θεσσαλονίκης

Των John O. Iatrides - Edmund Keeley*

Είναι κατανοητό ότι η κρίση που μαστίζει την Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχει στρέψει την προσοχή του κοινού στην οδυνηρή πραγματικότητα του σήμερα. Αλλά ενώ η χώρα αγωνίζεται να απαλλαγεί από την τρομερή κατάσταση στην οποία βρίσκεται, συγκεκριμένα τραγικά λάθη και αδικίες του παρελθόντος, ειδικά αν υπονομεύουν δημοκρατικές αρχές και αποδυναμώνουν τα θεμέλια μιας δίκαιης και φιλάνθρωπης κοινωνίας, οφείλουν να μην ξεχαστούν. Εξήντα πέντε χρόνια μετά, μία δικαστική υπόθεση που έμεινε στην Ιστορία, επιστρέφει στο προσκήνιο, με την ελπίδα ότι ένα σοβαρό σφάλμα της Δικαιοσύνης επιτέλους θα διορθωθεί.
Ο Τζορτζ Πολκ

Στις 15 Μαΐου 2013, στην Εισαγγελία Εφετών Θεσσαλονίκης κατατέθηκε αίτηση επανεξέτασης της καταδίκης του Γρηγόρη Στακτόπουλου το 1949 από το Κακουργιοδικείο Θεσσαλονίκης, ως συνένοχου στη δολοφονία του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ. Ο Στακτόπουλος καταδικάστηκε σε ισόβια, ενώ δύο γνωστοί κομμουνιστές καταδικάστηκαν ερήμην εις θάνατον. Την αίτηση επανεξέτασης της καταδίκης του Στακτόπουλου έχουν καταθέσει από κοινού ο Αγγελος Σιδεράτος, εκδότης του οίκου «Προσκήνιο», και ο Αθανάσιος Καφίρης, διακεκριμένος νομικός, συνταξιούχος εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και συγγραφέας ενός έγκυρου βιβλίου για την υπόθεση Πολκ/Στακτόπουλου. Η πρωτοβουλία τους έρχεται έπειτα από τέσσερις εφέσεις στον Αρειο Πάγο, πρώτα από τον ίδιο τον Στακτόπουλο και στη συνέχεια από τη χήρα του. Ολες απορρίφθηκαν. Σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, μετά τον θάνατο ενός καταδικασμένου εγκληματία, οι εισαγγελείς του δικαστηρίου που επέβαλε την καταδίκη, μπορούν να ζητήσουν από το δικαστήριο να επανεξετάσει την υπόθεση. Το ζήτημα τώρα βρίσκεται στα χέρια του εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης.

Οι δολοφόνοι σήμερα παραμένουν άγνωστοι και ατιμώρητοι

Η υπόθεση Πολκ/Στακτόπουλου προσείλκυσε την παγκόσμια προσοχή κατά την πρώιμη φάση του Ψυχρού Πολέμου, ενώ πολυάριθμα βιβλία και άρθρα έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Από τις ελληνικές εκδόσεις, ιδιαίτερα πολύτιμα για την ειδική νομική τους ανάλυση είναι το βιβλίο του επιφανούς δικηγόρου Ελευθέριου Βούρβαχη «Ποιος σκότωσε τον Πολκ; Μία πολιτική δολοφονία και δικαστική πλάνη» (Προσκήνιο, 2003) και αυτό του Αθανάσιου Καφίρη, «Η υπόθεση Πολκ/Στακτόπουλου. Μία ανθρώπινη και δικαστική τραγωδία» (Προσκήνιο, 2008, 2010). Το 2002, με την ιδιότητά του ως αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ο Αθ. Καφίρης συνέστησε στο δικαστήριο να εγκρίνει την έφεση της κ. Στακτοπούλου. Οταν το δικαστήριο αρνήθηκε να το πράξει, ο κ. Καφίρης παραιτήθηκε. Η δική μας έρευνα και ανάλυση της υπόθεσης εκδόθηκε στα ελληνικά ως «Φόνος στον Θερμαϊκό, Υπόθεση Πολκ» του Edmund Keeley (Ελληνικά Γράμματα, 2010).

Οι περισσότεροι μελετητές του θέματος συμφωνούν ότι ουδέποτε εξακριβώθηκε η ταυτότητα των δολοφόνων του Πολκ και ότι το έγκλημα μένει άλυτο. Διάφορες θεωρίες αποδίδουν τον φόνο στους κομμουνιστές, σε ακροδεξιούς πολιτικούς ή εξτρεμιστές στις δυνάμεις ασφαλείας, σε εγκληματικά στοιχεία του υποκόσμου της Θεσσαλονίκης, ή στις αμερικανικές ή σοβιετικές μυστικές υπηρεσίες. Μια σκιά υποψίας πλανάται πάνω από έναν Βρετανό αξιωματικό της υπηρεσίας Πληροφοριών, για τον οποίον, τον καιρό που βρισκόταν τοποθετημένος στη Θεσσαλονίκη, είναι γνωστό ότι προσφέρθηκε να βοηθήσει ξένους δημοσιογράφους να πάρουν συνέντευξη από τον Μάρκο Βαφειάδη, τον αρχηγό του αντάρτικου Δημοκρατικού Στρατού, κάτι που ο Πολκ επιχειρούσε να κάνει όταν βρήκε τον θάνατο. Καμία από αυτές τις θεωρίες δεν έχει στηριχθεί σε πειστικές αποδείξεις, και ενώ η αναζήτηση απαντήσεων συνεχίζεται, η ελπίδα ότι νέα και πειστικά στοιχεία θα έρθουν ποτέ στο φως, είναι μικρή. Αντί αυτού, το περίβλεπτο Βραβείο Τζορτζ Πολκ, που το απονέμει κάθε χρόνο το Πανεπιστήμιο του Λονγκ Αϊλαντ στη Νέα Υόρκη προκειμένου να τιμήσει εξαιρετικά επιτεύγματα στον τομέα της ερευνητικής δημοσιογραφίας, αποτελεί οδυνηρή υπενθύμιση της στυγερής δολοφονίας ενός επιφανούς ανταποκριτή του οποίου οι φονιάδες έχουν παραμείνει άγνωστοι και ατιμώρητοι.

Υπερβολικές εικασίες

Μπορεί η δολοφονία του Πολκ να παραμένει ένα μυστήριο, όμως αυτοί που έχουν παρακολουθήσει στενά την υπόθεση, έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο Στακτόπουλος ήταν αθώος των κατηγοριών βάσει των οποίων καταδικάστηκε (ότι δηλαδή υπήρξε συνεργός σε μία κομμουνιστική συνωμοσία δολοφονίας του Αμερικανού δημοσιογράφου). Οταν η αστυνομική έρευνα του εγκλήματος απέτυχε να αναγνωρίσει τους ενόχους ή να προσκομίσει αξιόπιστα εγκληματολογικά στοιχεία, οι Αρχές κατέφυγαν σε υπερβολικές εικασίες και πολιτικά υποκινούμενες υποθέσεις, οι οποίες εκ των υστέρων φαίνονται τόσο γελοίες όσο και τα πρακτικά τους αποτελέσματα ήταν τραγικά. Ενώ οι Αμερικανοί παρενέβαιναν ανοιχτά και πίεζαν για μία σύλληψη και καταδίκη, οι ελληνικές Αρχές αναζητούσαν απεγνωσμένα έναν πειστικό ύποπτο και κατάφεραν να εξυφάνουν μία φανταστική συνωμοσία και ένα σενάριο που θα μπορούσαν να καταδικάσουν το άτυχο θύμα της μηχανορραφίας τους. Αφού εξέτασαν διάφορους πιθανούς υπόπτους, κατέληξαν στον Γρηγόρη Στακτόπουλο, έναν σκληρά εργαζόμενο αλλά άσημο δημοσιογράφο στη Θεσσαλονίκη, ο οποίος είχε έναν σύντομο δεσμό με τοπικούς κομμουνιστές και καμία οικογενειακή, πολιτική ή κοινωνική διασύνδεση που θα μπορούσε να τον προστατέψει από την κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους της αστυνομίας και υπαλλήλων του υπουργείου Δικαιοσύνης, απελπισμένων να κλείσουν την υπόθεση Πολκ.

Τρομερή δοκιμασία υπό άθλιες συνθήκες

Μετά τη σύλληψή του και τη μακρά κράτηση στο υπόγειο της Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, όπου είναι σχεδόν βέβαιο ότι υποβλήθηκε σε σωματικά και ψυχικά βασανιστήρια, ο Στακτόπουλος δικάστηκε και καταδικάστηκε με βάση τις δικές του ασυναρτησίες και συγκεχυμένη ομολογία, την οποία υποχρεώθηκε να αναθεωρήσει προκειμένου να ταιριάξει με την αυτοσχέδια υπόθεση της κατηγορούσας Αρχής εναντίον του. Τα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάστηκαν στη δίκη απέτυχαν να συνδέσουν τον κατηγορούμενο με το έγκλημα, δεν επιβεβαιώνονταν από γεγονότα, και η υπεράσπιση δεν κατέβαλε καμία προσπάθεια να αμφισβητήσει την υπόθεση της κατηγορούσας Αρχής αλλά περιόρισε τον ρόλο της σε εφέσεις για επιείκεια.

Επειτα από έντεκα χρόνια στη φυλακή, συμπεριλαμβανομένων τεσσάρων σε ένα κελί της Ασφάλειας, η ποινή του Στακτόπουλου μειώθηκε, και ο ίδιος αποφυλακίστηκε το 1960. Με πικρία αποκήρυξε τις ομολογίες του, και σε ένα βιβλίο, «Υπόθεση Πολκ. Η προσωπική μου μαρτυρία» (Γνώση, 1984), διακήρυξε την αθωότητά του και περιέγραψε λεπτομερώς την τρομερή του δοκιμασία. Το 1977 αιτήθηκε στον Αρειο Πάγο την ανατροπή της καταδίκης του αλλά η έφεσή του απορρίφθηκε. Τσακισμένος και πάμπτωχος, πέθανε το 1998. Τρεις ακόμη εφέσεις από τη χήρα του, το 1999, το 2002 και το 2006, κάθε μία εκ των οποίων παρουσίαζε νέα αποδεικτικά στοιχεία που αμφισβητούσαν την υπόθεση της κατηγορούσας Αρχής, παρομοίως απορρίφθηκαν.

Συντεχνιακό πνεύμα

Στο βιβλίο του «Η υπόθεση Πολκ/Στακτόπουλου», έχοντας πρώτα επανεξετάσει σε βάθος τις τέσσερις εφέσεις και τις απορρίψεις τους, ο κ. Καφίρης υποστηρίζει ότι οι δικαστές του Αρείου Πάγου παρακινούνταν από «συντεχνιακό πνεύμα» και «συναδελφική αλληλεγγύη» που τους εμπόδιζαν από το να υποβάλλουν τις αποφάσεις των προκατόχων τους σε αυστηρό και αμερόληπτο έλεγχο. Η λογική αυτού του σημαντικού επιχειρήματος τοποθετεί το μεγαλύτερο βάρος της ευθύνης για τις απορρίψεις μεταγενέστερων εφέσεων, στη σύνθεση των δικαστών που απέρριψαν την αρχική αίτηση του Στακτόπουλου το 1977. Σύμφωνα με τον κ. Καφίρη, εκείνη η σύνθεση συμπεριελάμβανε δικαστές που είχαν διοριστεί στον Αρειο Πάγο τα χρόνια της χούντας και οι οποίοι ήταν απίθανο να δώσουν βάση σε ισχυρισμούς ότι η ομολογία του Στακτόπουλου ήταν το αποτέλεσμα βασανιστηρίων ή ότι νέα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάστηκαν στην έφεση, έρχονταν σε αντίθεση με την υπόθεση της κατηγορούσας Αρχής.

Μια μεγάλη ευκαιρία για την ελληνική Δικαιοσύνη

Η γνώση ότι πιθανώς ποτέ δεν θα μάθουμε ποιος σκότωσε τον Τζορτζ Πολκ, και ότι οι δολοφόνοι του έχουν διαφύγει της Δικαιοσύνης, είναι από μόνη της αρκετά ενοχλητική. Εξήντα πέντε χρόνια μετά, μας ταράσσει ακόμη περισσότερο που γνωρίζουμε ότι ο Γρηγόρης Στακτόπουλος, αν και αθώος των κατηγοριών, παραμένει αδίκως καταδικασμένος και το θύμα μιας επίσημης πλεκτάνης. Οι διαδοχικές αρνήσεις της ανώτατης δικαστικής Αρχής να διορθώσει μία τόσο μεγάλη αδικία, διαιωνίζουν μία μελανή κηλίδα στο ελληνικό δικαστικό σύστημα, η οποία δεν μπορεί πλέον να αποδίδεται σε ξένες πιέσεις και στην ανάγκη υπεράσπισης της χώρας από τους εγχώριους και εξωτερικούς εχθρούς της. Στη συνείδηση του Εθνους, η προστασία του αθώου πολίτη από πολιτικές σκοπιμότητες και υπαλληλικά παραπτώματα έχει σήμερα μεγαλύτερη σημασία από ποτέ. Στις δικαστικές Αρχές της Θεσσαλονίκης έχει δοθεί αυτό που κάλλιστα μπορεί να είναι η τελευταία τους ευκαιρία να αθωώσουν τον Στακτόπουλο και να σώσουν την τιμή της ελληνικής Δικαιοσύνης. Αυτή η ευκαιρία δεν πρέπει να χαθεί.

* Ο κ. John O. Iatrides είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Southern Connecticut State University. Ο κ. Edmund Keeley είναι ομότιμος καθηγητής Αγγλικής Φιλολογίας και Δημιουργικής Γραφής, και ομότιμος διευθυντής του Προγράμματος Ελληνικών Σπουδών στο Princeton University.

http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_ell_2_14/07/2013_526731

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2013

ΚΚΕ και Ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος

Αναδημοσίευση από την Μαύρη Βίβλο του Κομμουνισμού

ΤΑ ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΑ ΚΑΙ Ο ΣΟΒΙΕΤΙΚΟΣ ΜΙΝΩΤΑΥΡΟΣ.

«Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου από το 1946 έως το 1948, οι Έλληνες κομμουνιστές κατέγραψαν σε όλες τις ζώνες που ήταν υπό τον έλεγχό τους τα παιδιά και των δυο φύλων από τριών έως δεκατεσσάρων ετών. Τον Μάρτιο του 1948, τα παιδιά αυτά συγκεντρώθηκαν στις συνοριακές περιοχές και πολλές χιλιάδες οδηγήθηκαν στην Αλβανία, τη Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία. Οι χωρικοί προσπάθησαν να γλιτώσουν τα παιδιά τους κρύβοντάς τα στα δάση. Ο Ερυθρός Σταυρός, με χιλιάδες δυσκολίες, καταμέτρησε 28.296. Το καλοκαίρι του 1948, με τη ρήξη Τίτο-Κομινφόρμ, ένα μέρος των παιδιών (11.600) τα οποία κρατούνταν στη Γιουγκοσλαβία μεταφέρθηκαν, παρά τις διαμαρτυρίες της ελληνικής κυβέρνησης, σε Τσεχοσλοβακία, Ουγγαρία, Ρουμανία, Πολωνία. Στις 17 Νοεμβρίου του 1948, η 3η Συνέλευση του ΟΗΕ καταδίκασε την απαγωγή των Ελληνόπουλων. Τον Νοέμβριο του 1949, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ απαίτησε την επιστροφή των παιδιών. Όλες οι επόμενες αποφάσεις του ΟΗΕ έμειναν, όπως οι προηγούμενες, χωρίς απάντηση: τα γειτονικά κομμουνιστικά καθεστώτα επέμεναν να ισχυρίζονται ότι αυτά τα παιδιά έβρισκαν καλύτερες συνθήκες ζωής στις χώρες τους παρά στην ίδια την Ελλάδα. Με λίγα λόγια, ήθελαν να πείσουν τον κόσμο ότι αυτή η εξορία ήταν μια ανθρωπιστική πράξη.

Κι όμως, η αναγκαστική εξορία των παιδιών έγινε σε τέτοιες συνθήκες φτώχιας, υποσιτισμού και επιδημιών που πολλά πέθαναν. Συγκεντρωμένα σε «παιδικά χωριά», έπρεπε να παρακολουθούν μαθήματα πολιτικής διαπαιδαγώγησης στη θέση της γενικής εκπαίδευσης. Από την ηλικία των δεκατριών ετών, ήταν υποχρεωμένα να εκτελούν αναγκαστικές εργασίες, για παράδειγμα ξεχέρσωμα στις ελώδεις περιοχές του Χαρτσάγκ στην Ουγγαρία. Η υστερόβουλη σκέψη των κομμουνιστών ηγετών ήταν να διαμορφώσουν μια νέα γενιά αγωνιστών απόλυτα αφοσιωμένων. Η αποτυχία ήταν παταγώδης: το 1956, ένας Έλληνας ο οποίος ονομαζόταν Κωνσταντινίδης πέθανε στο πλευρό των Ούγγρων πολεμώντας ενάντια στους Ρώσους. Άλλοι κατάφεραν να διαφύγουν στην Ανατολική Ευρώπη.

Μεταξύ 1950 και 1952, μόνο 684 παιδιά επέστρεψαν στην Ελλάδα. Το 1963, περίπου 4.000 παιδιά (από τα οποία ορισμένα είχαν γεννηθεί στις κομμουνιστικές χώρες) είχαν επαναπατρισθεί. Στην Πολωνία, η ελληνική κοινότητα μετρούσε πολλές χιλιάδες μέλη στις αρχές του ’80. Ορισμένοι έγιναν μέλη της Συνδικάτου της Αλληλεγγύης και φυλακίστηκαν ύστερα από το πραξικόπημα του στρατηγού Γιαρουζέλσκι. Μετά το 1989, με τον εκδημοκρατισμό σε εξέλιξη, πολλές χιλιάδες αυτών των Ελλήνων επέστρεψαν στην Ελλάδα.»
(Το Ελληνικό Ζήτημα στα Ηνωμένα Έθνη, αναφορά της ειδικής επιτροπής για τα Βαλκάνια, 1950.)

Μην μπορώντας να εξοντώσουν τον Τίτο, τα κομμουνιστικά κόμματα όλου του κόσμου αποδύθηκαν ασύδοτα σε μια σειρά συμβολικών πολιτικών θανάτων και απέβαλαν από τις γραμμές τους τούς «τιτοϊκούς», οι οποίοι χρησιμέυσαν ως αποδιοπομπαίοι τράγοι. Ένα από αυτά τα πρώτα εξιλαστήρια θύματα ήταν ο γενικός γραμματέας του νορβηγικού κομμουνιστικού κόμματος, ο Πέντερ Φυρυμπότν, παλιό μέλος της Κομιντέρν ο οποίος, αφού έμεινε για μακρύ χρονικό διάστημα στη Μόσχα, είχε ήδη καταφέρει να σωθεί επιστρέφοντας στη Νορβηγία το 1938. Στις 20 Οκτωβρίου 1949, κατά τη διάρκεια μιας συνάντησης του Κόμματος, ένας άνθρωπος των Σοβιετικών, κάποιος Στραντ Γιόχανσεν, κατηγόρησε τον Φυρυμπότν για τιτοϊσμό. Υπολογίζοντας στην απήχησή του μες στο Κόμμα, ο Φυρυμπότν συγκάλεσε την Κεντρική Επιτροπή στις 25 Οκτωβρίου και ανήγγειλε την παραίτηση τη δική του και της ηγετικής του ομάδας με τον όρο ότι σε πολύ σύντομο διάστημα θα μεσολαβούσε νέα εκλογή μελών της Κεντρικής Επιτροπής και ότι οι κατηγορίες που είχαν εκτοξευθεί εναντίον του θα εξετάζονταν από μια διεθνή επιτροπή. Οι αντίπαλοι του Φυρυμπότν αιφνιδιάστηκαν. Τότε, προς γενική κατάπληξη, την επομένη, ο Γιόχανσεν και πολλοί από τους άνδρες του εισέβαλαν στην έδρα της Κεντρικής Επιτροπής από όπου εκδίωξαν με τα πιστόλια στο χέρι τους οπαδούς του γενικού γραμματέα. Στη συνέχεια οργάνωσαν μια συνάντηση όπου ψηφίστηκε η αποβολή από το Κόμμα του Φυρυμπότν, ο οποίος, γνωρίζοντας τις σοβιετικές μεθόδους, επέστρεψε σπίτι του με τη συνοδεία οπλισμένων φίλων. Σε συνέχεια αυτού του αληθινού «ροντέο», αντάξιου αστυνομικής ταινίας, το ΚΚΝ έχασε τους πιο σημαντικούς αγωνιστές του. Όσο για τον Γιόχανσεν, αφού οι πράκτορες των Σοβιετικών τον μεταχειρίστηκαν για όσο άντεχε, τελικά τρελάθηκε.

Η τελευταία πράξη αυτής της περιόδου τρομοκρατίας στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα έλαβε χώρα το 1957 . Ο Ίμρε Νάγκυ, ο Ούγγρος κομμουνιστής ο οποίος είχε τεθεί επικεφαλής για μικρό διάστημα της εξέγερσης του 1956 στη Βουδαπέστη (βλέπε παρακάτω το κεφάλαιο του Κάρελ Μπάρτοσεκ), είχε καταφύγει στην πρεσβεία της Γιουγκοσλαβίας από την οποία δεν ήθελε να βγει, επειδή φοβόταν για τη ζωή του. Ύστερα από περίπλοκους χειρισμούς, οι Σοβιετικοί κατάφεραν να τον συλλάβουν και αποφάσισαν να τον δικάσουν στην Ουγγαρία. Αλλά, μη θέλοντας να φέρει μόνο του την ευθύνη αυτής της νόμιμης δολοφονίας, το ουγγρικό ΚΚ επωφελήθηκε από τη διεξαγωγή της 1ης Παγκόσμιας Συνάντησης των Κομμουνιστικών Κομμάτων στη Μόσχα, τον Νοέμβριο του 1957, για να ζητήσει από όλους τους παρόντες κομμουνιστές αρχηγούς να υπερψηφίσουν την εκτέλεση του Νάγκυ, μεταξύ των οποίων ο Γάλλος Μωρίς Τορέζ και ο Ιταλός Παλμίρο Τολιάττι, αλλά με την αξιοσημείωτη εξαίρεση του Πολωνού Γκομούλχα. Ο Νάγκυ καταδικάστηκε σε θάνατο και απαγχονίστηκε στις 16 Ιουνίου του 1958.

2 ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΘΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ

ΗΛΙΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΑΚΗΣ

Στην ιστορία των κομμουνιστικών εγκλημάτων, της τρομοκρατίας και της καταστολής, οι Έλληνες που υπήρξαν θύματα αυτής της πολιτικής κατέχουν ξεχωριστή θέση. Αρκετές δεκάδες χιλιάδες ένιωσαν στο πετσί τους και στην ψυχή τους την εγκληματική βία του ολοκληρωτισμού, παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ κομμουνιστικό κράτος.

Ο ελληνικός πληθυσμός της διασποράς που ήταν εγκατεστημένος από αιώνες στη Ρωσία - σοβιετική και σοσιαλιστική μετά το 1917 - πλήρωσε βαρύ τίμημα στην κομμουνιστική καταστολή. Μοιράστηκε με τους λαούς της ΕΣΣΔ τα βάσανα που προκαλούσε το καθεστώς. Υπέστη την αγωνία της τρομοκρατίας που εξαπέλυσε το ΚΚΣΕ και το κατασταλτικό του όργανο, η πολιτική αστυνομία (Τσεκά, NKDV, Γκεπεού, ΚGB, αρκτικόλεξα που ανάλογα με την περίοδο υποδήλωναν αυτή την αστυνομία). Όλα τα κοινωνικά στρώματα του ελληνικού πληθυσμού στην ΕΣΣΔ θίχθηκαν από τις διώξεις: αγρότες, εργάτες, έμποροι, υπάλληλοι, διανοούμενοι, μέλη του κομμουνιστικού κόμματος ή «ακομμάτιστοι», όλοι υπέφεραν την ίδια μοίρα. Όλοι απειλήθηκαν, χωρίς καμιά εξαίρεση, δεκάδες χιλιάδες εκτοπίστηκαν στα σύνορα της κεντρικής Ασίας ή στη Σιβηρία, χιλιάδες άλλοι αιχμαλωτίστηκαν, εκατοντάδες εκτελέστηκαν, ζωές ολόκληρες χαραμίστηκαν. Εξακολουθούμε να αγνοούμε τον ακριβή αριθμό των θυμάτων.

Η τραγωδία των Ελλήνων στην ΕΣΣΔ δεν αντιπροσωπεύει παρά μονάχα τη μια πλευρά της εγκληματικότητας του κομμουνιστικού ολοκληρωτικού συστήματος. Η άλλη όψη αφορά την καταστολή που άσκησε άμεσα το ΚΚΕ στις «περιοχές» όπου κατείχε την απόλυτη εξουσία και επέβαλλε τον δικό του «νόμο».

Το ΚΚΕ διεξήγαγε για πολλά χρόνια αιματηρούς αγώνες για την κατάκτηση της εξουσίας, ωστόσο απέτυχε. Παρ’ όλες τις ήττες του και τις διώξεις, των οποίων και το ίδιο υπήρξε θύμα, κατόρθωσε να εξασκήσει την ολοκληρωτική του εξουσία σε «περιοχές» όπου οι ιστορικές συγκυρίες τού εξασφάλιζαν μια κυρίαρχη θέση.

Έτσι, στη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά, στους τόπους της εξορίας και των στρατοπέδων συγκέντρωσης, το ΚΚΕ εφάρμοζε την πολιτική της τρομοκρατίας στα μέλη του και τους συμπαθούντες που κατηγορούνταν για «ιδεολογική παρέκκλιση». Η Ακροναυπλία αποτελεί ένα αρκετά γνωστό παράδειγμα. Oι μαρτυρίες για την αυθαιρεσία και την ωμότητα των στελεχών του κομματικού μηχανισμού είναι πολυάριθμες.

Στη διάρκεια της τριπλής κατοχής, κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το ΚΚΕ κυριάρχησε σε μια μεγάλη έκταση: την Ελεύθερη Ελλάδα. Πίσω από τη βιτρίνα των απελευθερωτικών μετώπων (ΕΑΜ, ΕΛΑΣ), το ΚΚΕ ήταν εκείνο το οποίο στην πραγματικότητα διοικούσε την περιοχή. Εκείνη η ελεύθερη Ελλάδα έμοιαζε με πρόπλασμα του καθεστώτος των «Λαϊκών Δημοκρατιών» που επιβλήθηκαν στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης μετά τον πόλεμο. Το κομμουνιστικό κόμμα κυριάρχησε ως η προεξάρχουσα δύναμη, ως το μοναδικό κόμμα, υποβιβάζοντας τα άλλα κόμματα και τις οργανώσεις που συμμετείχαν στο ΕΑΜ σε δευτερεύοντα ρόλο.

Από το 1945 μέχρι το 1948, το ΚΚΕ διοικούσε μιαν άλλη «περιοχή» της οποίας ήταν ο απόλυτος κυρίαρχος, το Μπούλκες, στη γιουγκοσλαβική Βοϊβοντίνα. Χιλιάδες άντρες και γυναίκες αντάρτες του ΕΛΑΣ, στελέχη και μέλη του ΚΚΕ, κατέφυγαν εκεί με διαταγές του κόμματος. Στο Μπούλκες βασίλευε ένα ανοιχτά ολοκληρωτικό καθεστώς. Αυτό το «ελληνικό έδαφος» έξω από την Ελλάδα, αντιπροσώπευε ένα εικονικό «μίνι-κράτος», ένα είδος προσχεδίου μιας μελλοντικής κομμουνιστικής Ελλάδας.

Στη διάρκεια του εμφυλίου, το «Βουνό» - έδαφος που απλωνόταν σαν τόξο από την Ήπειρο μέχρι τη Θράκη - δεν υπόκειτο σε καμιάς μορφής νόμιμη δικαιοδοσία. Για το ΚΚΕ και τη στρατιωτική του πτέρυγα - τον Δημοκρατικό Στρατό - που το ήλεγχαν, το Βουνό αντιπροσώπευε ένα άλλο κομμουνιστικό μίνι-κράτος σε κατάσταση ολοκληρωτικού πολέμου.

Μετά τον εμφύλιο, αν και είχε πλέον χάσει οριστικά τη μάχη για την εξουσία στην Ελλάδα, το ΚΚΕ βρέθηκε παραδόξως να διαφεντεύει έναν ελληνικό πληθυσμό διάσπαρτο από την Ανατολική Γερμανία μέχρι το Ουζμπεκιστάν. Κι αυτή τη φορά, εφάρμοζε το «νόμο» του στη μάζα των προσφύγων. Θεωρείτο ως το παντοδύναμο «μοναδικό κόμμα», επικεφαλής ενός ελληνικού «κράτους», από το οποίο οι υπήκοοί του εξαρτιόνταν για την καθημερινή τους επιβίωση και το μέλλον τους. Πάνω σε αυτόν τον πληθυσμό, τον τραυματισμένο από τον εμφύλιο, το ΚΚΕ άσκησε ανεμπόδιστο την πολιτική του της αυθαιρεσίας και της καταστολής.

Αυτή η σειρά των εφήμερων «κομματικών κρατών» αντιπροσωπεύει ένα άλλο παράδοξο της τραγικής ιστορίας της κομμουνιστικής καταστολής κατά των Ελλήνων. Στην ιστορία του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, το ΚΚΕ υπήρξε ένα από τα ελάχιστα κόμματα που διέθεταν υπολογίσιμη εξουσία σ’ ένα τμήμα του πληθυσμού, χωρίς να κατέχει την παραμικρή νόμιμη ή νομιμοποιημένη αρμοδιότητα για να την ασκεί. Επρόκειτο στην ουσία για μια εικονική εξουσία την οποία το ΚΚΕ θεωρούσε ως νόμιμη. Αυτή η κατά συνθήκη νομιμότητα έχανε ακόμη πιο τραγική τη μοίρα των θυμάτων των κομμουνιστικών διώξεων.

Τόσο από τη μεριά του σοβιετικού καθεστώτος όσο κι από την πλευρά του ΚΚΕ, η κομμουνιστική καταστολή εναντίον των Ελλήνων περνούσε φάσεις παροξυσμού που τις ακολουθούσε μια χαλάρωση. Οι καμπύλες αυτών των δύο συνιστωσών της καταστολής εξελίσσονται παράλληλα, ακολουθώντας την ίδια ανοδική ή καθοδική τροχιά.

Έτσι, η αμείλικτη πάλη στους διευθυντικούς κόλπους του ΚΚΣΕ κατά την περίοδο 1920-1940, βρίσκει το αντίστοιχό της στην πάλη κατά τη διάρκεια της «μπολσεβικοποίησης» του ΚΚΕ. Οι εξοστρακισμοί που εξαπέλυσαν οι μεν και οι δε κατά των «αντιπάλων» τους είναι ταυτόσημοι. Η τρομοκρατία της δεκαετίας του ’30 υπό τον Στάλιν αντικατοπτρίζεται στη συμπεριφορά και τη νοοτροπία των μελών και των καθοδηγητών του ΚΚΕ εναντίον των λεγάμενων «εχθρών» στο εσωτερικό του κόμματος.

Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η ένταση της τρομοκρατίας στην ΕΣΣΔ αντιστοιχεί σε αυτήν που ασκεί το ΚΚΕ στο «λαό του», μεταξύ 1944-1956.

Η μείωση της έντασης των διώξεων στην ΕΣΣΔ (το λιώσιμο των πάγων) μετά το 1956, έχει τις επιπτώσεις της στην ελληνική πολιτική προσφυγιά στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης. Συνεπάγεται την οριστική διάβρωση της εξουσίας του ΚΚΕ και την απώλεια των μέσων καταναγκασμού. Προκαλεί τη διάσπαση του ΚΚΕ σε διάφορες φράξιες, τόσο στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης όσο και στην ίδια την Ελλάδα.

Η ιστοριογραφία σχετικά με το ΚΚΕ προσεγγίζει περιθωριακά το ζήτημα της καταστολής που άσκησε αυτό το κόμμα εκεί όπου κατείχε την απόλυτη εξουσία. Ωστόσο, η καταστολή αποτελεί ουσιαστική συνιστώσα της δομής του ελληνικού κομμουνιστικού κόμματος. Όλη του η ιστορία είναι σημαδεμένη από τη βία και την αυθαίρετη συμπεριφορά των μελών του και από ατομικές ή συλλογικές τραγωδίες για τις οποίες φέρει ακέραια την ευθύνη.

Έτσι, η τρομοκρατία και η καταστολή είναι ουσιώδεις για το ρόλο του ως μοναδικού κόμματος, ρόλο που το ΚΚΕ επιφύλασσε στον εαυτό του. Μόλις μετριαστούν, ο υποταγμένος στο κόμμα «λαός» χειραφετείται, απαλλάσσεται από το αγκάλιασμά του, απελευθερώνεται από την ιδεολογία του. Η ιστορία της πολιτικής προσφυγιάς είναι εύγλωττη από αυτή την άποψη.

Η ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΟΨΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗΣ

Σύμφωνα με την απογραφή του 1919, 593.700 Έλληνες ζούσαν στη Νέα Ρωσία (Νικολάγιεφ, Οδησσός, Μαριούπολη), στην περιοχή του Κουμπάν, στον Βόρειο Καύκασο, στις όχθες της Μαύρης θάλασσας και της Αζοφικής, στην Υπερκαυκασία.

Στη διάρκεια του εμφυλίου που μαινόταν στη νότια Ρωσία και την Υπερκαυκασία, οι ελληνικοί πληθυσμοί δεν απέφυγαν τις βιαιότητες που προκλήθηκαν από τους μπολσεβίκους στη σύγκρουσή τους με τον Λευκό Στρατό.

Στις 10 Μαρτίου 1919, ο Κόκκινος Στρατός σφαγιάζει Έλληνες στη Χερσώνα με το πρόσχημα της συνεργασίας με τον εχθρό. Μετά την αποχώρηση των συμμαχικών δυνάμεων από την Οδησσό, χιλιάδες Έλληνες εγκαταλείπουν τη χώρα, πρόσφυγες στην Ελλάδα και τη Ρουμανία, φοβούμενοι ότι θα πέσουν θύματα νέων σφαγών του Κόκκινου Στρατού.

Ο λιμός που μαστίζει την Ουκρανία προκαλεί την έξοδο χιλιάδων ατόμων προς τον Καύκασο. Εκατοντάδες πεθαίνουν από την πείνα. Με το πρόσχημα της αστικής καταγωγής τους, 7.000-8.000 Έλληνες στερούνται κάθε βοήθειας σε τρόφιμα. Παιδιά ορφανά που οι γονείς τους πέθαναν από την πείνα υποβιβάζονται στην κατάσταση των bezprisorni .

Τα ανήσυχα χρόνια του εμφυλίου, οι πρώτοι μεγάλοι διαδοχικοί λιμοί του «κομμουνισμού του πολέμου», ο σφετερισμός των αγαθών από την κομμουνιστική εξουσία, οι συλλήψεις δεκάδων προυχόντων, οι θανατικές καταδίκες, προκαλούν την έξοδο του μισού περίπου ελληνικού πληθυσμού της Ρωσίας .

Στο δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του ’20, οι Έλληνες προσαρμόζονται κουτσά- στραβά στις νέες συνθήκες ζωής. Ένας σημαντικός αριθμός από αυτούς διατηρεί την ελληνική υπηκοότητα, παρά τις πιέσεις που τους ασκούν οι αρχές για να διαλέξουν τη σοβιετική. Άλλοι γίνονται σοβιετικοί πολίτες ελληνικής-εθνικότητας. Χιλιάδες διατηρούν το καθεστώς τού απάτριδος.

Ωστόσο, η έξοδος συνεχίζεται. Χιλιάδες Έλληνες υπήκοοι παίρνουν την άδεια να εγκαταλείψουν τη Σοβιετική Ένωση. Δεκάδες άλλοι, εξόριστοι στη Σιβηρία ή καταδικασμένοι σε φυλάκιση για διάφορους λόγους, απελαύνονται στην Ελλάδα η οποία, σε αντάλλαγμα, επιτρέπει σε περίπου χίλιους Αρμένιους να πάνε στη Σοβιετική Δημοκρατία της Αρμενίας. Όμως το μεταναστευτικό κύμα προς την Ελλάδα στερεύει στα τέλη της δεκαετίας του ’20. Η Σοβιετική Ένωση κλείνεται όλο και περισσότερο στον εαυτό της.

Η αναγκαστική κολεκτιβοποίηση εκείνης της εποχής δεν αφήνει ανέγγιχτους τους Έλληνες αγρότες. Προσκολλημένοι στις αγροτικές παραδόσεις της οικογενειακής ιδιοκτησίας δυσανασχετούν με την υποχρεωτική ένταξή τους στα κολχόζ. Βρίσκονται κατηγορούμενοι ότι ανήκουν στην «τάξη των κουλάκων», υφίστανται την ίδια τύχη όπως και εκατομμύρια άλλοι χωρικοί της Σοβιετικής Ένωσης: εκτόπιση των οικογενειών στη Σιβηρία και στην κεντρική Ασία, κατάσχεση των περιουσιών τους, εγκλεισμό σε στρατόπεδα εργασίας στις πολικές περιοχές.

O ελληνικός πληθυσμός της Κριμαίας, του Κουμπάν, της νότιας Ρωσίας και της Αμπχαζίας δέχθηκε ισχυρά πλήγματα από την τρομοκρατία της κολεκτιβοποίησης.

O λιμός που οργανώθηκε από το ΚΚΣΕ στην Ουκρανία το 1932 επεκτάθηκε και στη νότια Ρωσία. Πολυάριθμα υπήρξαν τα θύματα μεταξύ των Ελλήνων, εκατοντάδες παιδιά υπέκυψαν από την ασιτία. Για να γλιτώσουν από την εκτόπιση και την πείνα ολόκληρες οικογένειες καταφεύγουν στις ελληνικές κοινότητες του Καυκάσου, όπου η καταστολή είναι ακόμη χαλαρή,

Η περίπτωση των 36 ελληνικών οικογενειών της παράλιας πόλης του Άντλερ στη νότια Ρωσία απεικονίζει ορισμένες από τις μεθόδους που χρησιμοποιούσαν οι πολιτικο-αστυνομικές σοβιετικές αρχές. Αφού καλούνται να παρουσιαστούν στην Εκτελεστική Επιτροπή της περιφέρειας τού Σότσι, τους κατάσχονται τα πιστοποιητικά εθνικότητας. Τέσσερις μήνες αργότερα, ξανακαλούνται να παρουσιαστούν ενώπιον της Εκτελεστικής Επιτροπής και συλλαμβάνονται επιτόπου από όργανα της Γκεπεού με την κατηγορία των «αντεπαναστατικών» ενεργειών. Αφού πρώτα υποβάλλονται σε φριχτά βασανιστήρια και ρίχνονται σε απομονωμένα και υγρά μπουντρούμια, «ομολογούν» την υποτιθέμενη αντεπαναστατική τους δραστηριότητα, η οποία δήθεν κατευθύνεται από την ελληνική πρεσβεία στη Μόσχα. Ορισμένοι καταδικάζονται σε βαριές ποινές καταναγκαστικών έργων, άλλοι εκτοπίζονται σε αφιλόξενα μέρη της κεντρικής Ασίας.

Το πρώτο μισό της δεκαετίας του ’30, ο αριθμός των Ελλήνων που συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν σε εξορία ή μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης αυξάνει διαρκώς. Οι αγρότες που βρίσκονται κατηγορούμενοι ότι δεν εκπλήρωσαν το «πλάνο» παραγωγής δημητριακών αποτελούν τα βασικά θύματα.

Σύμφωνα με επαληθευμένες μαρτυρίες, τα θύματα ανέρχονταν σε χιλιάδες, συμπεριλαμβανομένων και των οικογενειών που είχαν καταδικαστεί σε εκτόπιση (101). Αυτή ήταν η κατάσταση τις παραμονές των Μεγάλων Διωγμών που θα εξαπολύονταν σε όλη τη Σοβιετική Ένωση κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’30.

Οι Μεγάλοι Διωγμοί που εξαπολύθηκαν κατά του λαού της Σοβιετικής Ένωσης παρέσυραν στην καταστροφική τους δίνη εκατομμύρια ανθρώπους.

Οι εθνικές μειονότητες θεωρούνταν ύποπτες ως «ανατρεπτικές» εστίες και «προγεφυρώματα» του εξωτερικού εχθρού. Οι Έλληνες κατηγορήθηκαν συλλογικά ότι υπηρετούσαν τους «μοναρχοφασίστες και τη δικτατορία του Μεταξά», ότι «σαμποτάριζαν την οικοδόμηση του σοσιαλισμού», ότι επιδίδονταν σε κατασκοπία, ότι ήταν μια μυρμηγκοφωλιά αντισοσιαλιστικών στοιχείων και ότι στόχευαν στη συγκρότηση μιας αυτόνομης ελληνικής Δημοκρατίας. Αυτές οι ψευδείς κατηγορίες έφεραν ένα κύμα συλλήψεων και την εκτόπιση δεκάδων χιλιάδων Ελλήνων που εξαφανίστηκαν για πάντα στην άβυσσο του αρχιπελάγους του Γκουλάγκ.

Στην Ουκρανία, στη νότια Ρωσία, στην Αμπχαζία, στη Γεωργία, στο Κουμπάν, η NKDV  αποδύεται σε επιχειρήσεις μαζικών συλλήψεων των Ελλήνων. Έτσι, στις 30 Οκτωβρίου και στις 17 Δεκεμβρίου 1937, στις 8 Φεβρουάριου και στις 29 Οκτωβρίου 1938, καθώς και στις 26 Φεβρουάριου 1939 αρκετές χιλιάδες συλλαμβάνονται.

Μόνον στην περιοχή του Ντονιέτσκ (Κάτω Ντον), μεταξύ 1937 και 1938, 3.628 Έλληνες συνελήφθησαν, 3.470 εκτελέστηκαν, 158 καταδικάστηκαν σε 5 ή 10 χρόνια καταναγκαστικών έργων σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Χιλιάδες ελληνικές οικογένειες του Κουμπάν εκτοπίστηκαν στην κεντρική Ασία και στη Σιβηρία.

Μετά το 1937, τα μικρά παιδιά των «εχθρών του λαού» αποσπώνται από τους γονείς τους και κλείνονται σε «ειδικά» ορφανοτροφεία που δημιουργούνται γι’ αυτόν το σκοπό. Τα παιδιά άνω των 15 ετών εκτελούνται με την κατηγορία των ανατρεπτικών ενεργειών.

Η ελληνική ιντελιγκέντσια εξοντώνεται σχεδόν ολοκληρωτικά. Δημοσιογράφοι των ελληνικών εφημερίδων, καθηγητές πανεπιστημίων, δάσκαλοι, φοιτητές παιδαγωγικών ινστιτούτων, καλλιτέχνες, συγγραφείς, ιερωμένοι εκτελούνται ή εξορίζονται.

Το 1938, οι αρχές κλείνουν τα ελληνικά σχολεία και το Τέκνικουμ του Σοχούμ - το Ελληνικό Παιδαγωγικό Ινστιτούτο - όπου εκπαιδεύονται οι μελλοντικοί καθηγητές. Οι εκδοτικοί οίκοι εξαφανίζονται. H πολιτιστική δραστηριότητα μειώνεται και τελικά εξαφανίζεται. Κάθε επαφή, ακόμη και με τη μορφή επιστολών, με την Ελλάδα θεωρείται έγκλημα ή πράξη κατασκοπίας. Οι κάτοχοι ελληνικής υπηκοότητας είναι τα κατ’ εξοχήν θύματα της τρομοκρατίας των ετών 1937-1938, επειδή λογαριάζονται ως άμεσοι πράκτορες του εχθρού.

Ο συνολικός αριθμός των θυμάτων των Μεγάλων Διωγμών είναι δύσκολο να υπολογιστεί. Όμως είναι αναμφίβολα υψηλός. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τις σοβιετικές πηγές, 70% του πληθυσμού των ενήλικων αρρενων της περιοχής του Σότσι συνελήφθησαν. Η πλειοψηφία τους εκτελέστηκε. Οι εκτιμήσεις που δίνονται από αρκετές πηγές ανεβάζουν τον αριθμό των θυμάτων σε 50.000.

Οι μαζικές εκτοπίσεις των ελληνικών πληθυσμών στα Γκουλάγκ του πολικού βορρά και στην κεντρική Ασία διακόπτονται προσωρινά στη διάρκεια του 1939.

Η ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΩΝ ΕΤΩΝ 1941-1949

Η είσοδος της ΕΣΣΔ στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο σηματοδοτεί μια νέα ώθηση των μαζικών διωγμών. Πρώτοι στόχοι είναι οι εθνικές μειονότητες, ιδιαίτερα αυτές που κατοικούν στη νότια Ρωσία και στον Καύκασο.

Έτσι, κιόλας από το 1941, οι ελληνικής υπηκοότητας κάτοικοι της περιοχής του Κερτς στην Κριμαία εκτοπίζονται στην Άλμα Άτα, πρωτεύουσα του Καζακστάν.

Το 1942, ένα τμήμα του ελληνικού πληθυσμού της νότιας Ρωσίας εξορίζεται στο Καζακστάν και στο Κρασνογιάρσκ, στη Σιβηρία. Οι εκτοπιζόμενοι δεν είχαν παρά μονάχα μερικές ώρες για να ετοιμαστούν γι’ αυτή τη μεταφορά που οργανωνόταν κάτω από απάνθρωπες συνθήκες.
Στη διάρκεια του πολέμου, οι ελληνικοί πληθυσμοί δεν έδειξαν καμιά συμπάθεια στους Γερμανούς εισβολείς. Παρά τους διωγμούς που είχαν υποστεί στη δεκαετία του ’30, έμειναν πιστοί στη σοβιετική εξουσία. Έτσι, στην Κριμαία, οι Έλληνες συμμετείχαν σε μάχες στο πλευρό του σοβιετικού στρατού και στις γραμμές των ανταρτών. Χιλιάδες Έλληνες έπεσαν μαχόμενοι. O άμαχος πληθυσμός συνεισέφερε ευρύτατα στην πολεμική προσπάθεια δίνοντας εκατομμύρια ρούβλια για την άμυνα της χώρας.

Στο κατεχόμενο Κουμπάν, οι Γερμανοί κατεδίωξαν τους κατοίκους ελληνικών χωριών καταστρέφοντας τις αγροτικές εγκαταστάσεις και τα σπίτια τους. Έτσι ολοκλήρωσαν τις καταστροφές της εποχής των Μεγάλων Διωγμών.

Μετά την απελευθέρωση των περιοχών από τον σοβιετικό στρατό, οι διώξεις ξαναρχίζουν για τα καλά. Το 1944, 16.375 Έλληνες εκτοπίζονται από τη Γεωργία, την Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν. Η πλειοψηφία τους στέλνεται στο νότο του Καζακστάν . Ένα μέρος τους εξορίζεται στην περιοχή του Βλαδιβοστόκ. Άλλοι Έλληνες μεταφέρθηκαν στα στρατόπεδα του Γκουλάγκ στο Μαγκαντάν και στο Κόμι, όπου συνάντησαν τους ελάχιστους που είχαν επιβιώσει από τις συλλήψεις του 1937. Ένας μικρός αριθμός από εκείνους που είχαν εκτοπιστεί στις πολικές περιοχές της Σιβηρίας κατόρθωσαν να επιβιώσουν κάτω από τις σκληρές κλιματολογικές συνθήκες και τις κακουχίες των στρατοπέδων.

Μόλις απελευθερώθηκε η Κριμαία από τους Γερμανούς, οι σοβιετικές αρχές προχώρησαν στην εκτόπιση των εθνικών μειονοτήτων της χερσονήσου. Ο ελληνικός πληθυσμός υπεστη την ίδια μοίρα με τους Τατάρους, τους Τούρκους, τους Ιρανούς και άλλες εθνότητες που ήταν εγκαταστημένες στην περιοχή. Σύμφωνα με πηγές της KGB, 14.760 Έλληνες εκτοπίστηκαν από την Κριμαία στο Ουζμπεκιστάν και στη Σιβηρία κάτω από τρομακτικές συνθήκες.

Το 1946, ένα δεύτερο κύμα μαζικών εκτοπίσεων Ελλήνων της Κριμαίας προς το Καζακστάν θα λάβει χώρα κάτω από εξίσου σκληρές περιστάσεις. Τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 1949 είναι η σειρά των Ελλήνων της Γεωργίας και της περιοχής του Κρασνοντάρ να εκτοπιστούν στο Ουζμπεκιστάν και στο Καζακστάν. 4.000 άτομα από την περιοχή του Βατούμ και 12.000 από την περιοχή του Σοχούμ μεταφέρθηκαν στην κεντρική Ασία. Περί τους 30.000 Έλληνες του Καυκάσου, ελληνικής και σοβιετικής υπηκοότητας, εκτοπίστηκαν στις άγονες περιοχές του νότιου Καζακστάν. 124 Έλληνες της Οδησσού ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο για την εξορία.

Δεν είναι δυνατόν να απαριθμήσουμε με ακρίβεια τον αριθμό των Ελλήνων που εκτοπίστηκαν στην κεντρική Ασία. Ωστόσο, ορισμένες ενδείξεις επιτρέπουν να εκτιμήσουμε την τάξη μεγέθους. Έτσι, 50.000 άτομα από την Αμπχαζία και 20.000 από την Ατζαρία εκτοπίστηκαν στις αποκεντρωμένες περιοχές της κεντρικής Ασίας.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’40, οι παραδοσιακές ελληνικές κοινότητες έχουν πλέον εξαρθρωθεί και οι κάτοικοί τους βρίσκονται διασκορπισμένοι στις πιο τραχιές περιοχές της Σοβιετικής Ένωσης. Καμιά οικογένεια δεν γλίτωσε από αυτή την εγκληματική πολιτική.

Παρ’ όλα αυτά, τη στιγμή του «λιωσίματος των πάγων» που έπεται του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ, οι Έλληνες έλαβαν εξουσιοδότηση να επιστρέφουν στο Κουμπάν και στη νότια Ρωσία. Όμως ένας όχι ασήμαντος αριθμός εκτοπισμένων αποφάσισαν να παραμείνουν στην κεντρική Ασία, επειδή το να ξανάρχιζαν μια νέα ζωή στην περιοχή προέλευσής τους, κάτω από τις σοβιετικές προϋποθέσεις διαβίωσης, ήταν πέρα από τις δυνάμεις τους και τα οικονομικά τους. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης έδωσε την ευκαιρία σε αυτούς τους πληθυσμούς να εγκαταλείψουν οριστικά τη χώρα και να εγκατασταθούν στην Ελλάδα.

«ΓΙΑΤΙ ΜΕ ΣΚΟΤΩΝΕΙΣ, ΣΥΝΤΡΟΦΕ;»

Τα παράνομα κομμουνιστικά κόμματα υπήρξαν παραδόξως τα βασικά θύματα των Μεγάλων Διωγμών της δεκαετίας του ’30 στην ΕΣΣΔ. Ένας μεγάλος αριθμός των ηγετών και των στελεχών τους, που δούλευαν στο μηχανισμό της Κομμουνιστικής Διεθνούς ή ήταν υπάλληλοι σε διάφορους οργανισμούς και θεσμούς του σοβιετικού κράτους, εκτελέστηκαν από την Γκεπεού ή εκτοπίστηκαν στα Γκουλάγκ, Το ΚΚΕ πλήρωσε κι αυτό με πολλά θύματα.

Τα μέλη του που στέλνονταν από την Ελλάδα στην ΕΣΣΔ ήταν ιδιαιτέρως «ευάλωτα». Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν εγκαταλείψει παράνομα την Ελλάδα. Μια και ο χρυσός κανόνας του κόμματος ήταν να μην ρωτάει ποτέ για την τύχη των συντρόφων που υποτίθεται ότι βρίσκονταν σε «αποστολή», η εξαφάνισή τους στην καταβόθρα της Γκεπεού δεν ανησυχούσε τους συγγενείς τους.

Τα μέλη του ΚΚΕ που διέμεναν στην ΕΣΣΔ απασχολούνταν στο μηχανισμό της Κομιντέρν σε δευτερεύουσες βαθμίδες, άλλοι παρακολουθούσαν σεμινάρια στην ΚΟΥΤΒ, μερικοί στέλνονταν από τη Μόσχα σε περιοχές κατοικημένες από Έλληνες για να αναλάβουν διάφορες υπεύθυνες θέσεις.

Οι Μεγάλοι Διωγμοί της δεκαετίας του ’30 προκάλεσαν πολλά θύματα μεταξύ τους. Όμως ο αριθμός των κομμουνιστών που εξαφανίστηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ή εκτελέστηκαν δεν μπορεί να καθοριστεί με βεβαιότητα. Σήμερα, γνωρίζουμε την ταυτότητα των περισσότερων αλλά εξακολουθούμε να αγνοούμε τις συνθήκες θανάτου τους.

ΟΙ ΔΡΑΠΕΤΕΣ ΤΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ ΣΥΓΓΡΟΥ

Τον Απρίλιο του 1931, οκτώ κομματικά στελέχη πρώτης γραμμής δραπετεύουν από τις φυλακές Συγγρού. Ανάμεσά τους βρίσκονται δύο από τους ηγέτες του ΚΚΕ, παλιά μέλη του Πολιτικού Γ ραφείου, ο Ανδρόνικος Χαϊτάς και ο Κώστας Ευτυχιάδης (πραγματικό του όνομα Καρακόζοφ), Ελληνορώσος του Καυκάσου, απεσταλμένος της Μόσχας τη δεκαετία του ’20.

Οι οκτώ δραπέτες και ο στρατιώτης Γρηγόρης Γρηγοριάδης, συνένοχος στη δραπέτευση, επιβιβάζονται κρυφά σε ένα σοβιετικό πλοίο και φεύγουν για την ΕΣΣΔ.

Στη Ρωσία, ο Α. Χαϊτάς αναλαμβάνει να δώσει μαθήματα για το εργατικό κίνημα στους Έλληνες φοιτητές του Κομμουνιστικού Πανεπιστημίου των Εθνικών Μειονοτήτων της Δύσης. Συλλαμβάνεται το 1936 ή 1937 και εκτελείται ως «εχθρός του λαού». Η ακριβής ημερομηνία σύλληψής του και οι συνθήκες του θανάτου του αγνοούνται.
Περίπου την ίδια εποχή, δύο άλλοι δραπέτες της Συγγρού, ο Κώστας Ευτυχιάδης και ο Μάρκος Μαρκοβίτσης, συλλαμβάνονται και εκτελούνται.

O στρατιώτης Γρ. Γρηγοριάδης, που διορίζεται δάσκαλος σε ένα ελληνικό σχολείο, συλλαμβάνεται με τη σειρά του το 1937. Αποφυλακίζεται μετά από κάμποσα χρόνια αλλά του είναι αδύνατον να γυρίσει στην Ελλάδα - μένει στην ΕΣΣΔ μέχρι το θάνατό του . Ο Δεσποτόπουλος, ο Χαλκογιάννης, ο Τσαουσίδης συλλαμβάνονται στο Σοχούμ κι εξαφανίζονται για πάντα στα υπόγεια της Γκεπεού.

O παλιός γενικός γραμματέας της ΟΚΝΕ, ο Γιώργος Κολοζόφ, εκτελείται την ίδια εποχή. Λίγο καιρό πριν, είχε καταφέρει να στείλει παράνομα στη γυναίκα του Δόμνα ένα γράμμα όπου εξέφραζε την απελπισία του και την απογοήτευσή του από την ΕΣΣΔ. Έγραφε, μεταξύ άλλων, ότι θα προτιμούσε να καταδικαστεί και να φυλακιστεί στην Ελλάδα παρά να φυτοζωεί άθλια στο Νοβοροσίσκ.

O Αλέξης Πηλιώτης, μέλος της κεντρικής επιτροπής του ΚΚΕ, εκτελέστηκε επίσης ως «εχθρός του λαού». Ένας άλλος δραπέτης από την Ελλάδα, πρόσφυγας στην ΕΣΣΔ, ο Απόστολος Κλειδωνάρης, παλιός «Κούτβης» συνελήφθη το 1937. Πέθανε στη φυλακή, μερικά χρόνια αργότερα.

O Γιάννης Τσαγκαράκης, στέλεχος της ΟΚΝΕ, ο Γιάννης Γιαννακούτσος, συντάκτης του Ριζοσπάστη, ο Γιώργος Δούβας, γραμματέας της ΟΚΝΕ, οι Φλαράκος, Κουρούλης, Σακαρέλλος, Μπεζεντάκος εξαφανίζονται στην ΕΣΣΔ. Ο δάσκαλος I. Ιορδανίδης θα εκτελεστεί το 1938. Κι άλλοι κομμουνιστές, επιστρέφοντας από τον ισπανικό εμφύλιο, συλλαμβάνονται και εκτελούνται.

Σύμφωνα με τα αρχεία της Ασφάλειας της Ουκρανίας, από τους 77 Έλληνες που εκτελέστηκαν στην περιοχή του Ντονιέτσκ το 1937-1938, έντεκα ήταν μέλη του ΚΚΕ. Ανάμεσά τους βρισκόταν κι ένας Κύπριος κομμουνιστής.

Περισσότεροι από 300 Έλληνες κομμουνιστές εξοντώθηκαν στην ΕΣΣΔ, σύμφωνα με τις εκμυστηρεύσεις του Β. Μπαρτζώτα. Το ΚΚΕ, για πολλές δεκαετίες, κράτησε μια ένοχη σιωπή για τις εκτελέσεις των ίδιων του των μελών από τους Σοβιετικούς.

ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗΣ ΤΟΥ ΚΚΕ

Όπως και τα άλλα κομμουνιστικά κόμματα, το ΚΚΕ προικίστηκε με τα δικά του «όργανα καταστολής». Τη δεκαετία του ’20, η «υπηρεσία αντικατασκοπίας», που διευθυνόταν από ένα μέλος του Πολιτικού Γραφείου και στελέχη διαλεγμένα ένα προς ένα, ήταν επιφορτισμένη με την «εποπτεία» των κομματικών μελών που ήταν ύποπτα προδοσίας ή «φραξιονισμού».

Αργότερα, το κόμμα δημιούργησε την ΟΠΛΑ. Επισήμως, ήταν μια υπηρεσία τάξης που είχε ως αποστολή την πλαισίωση και την προστασία των διαδηλωτών. Στην πραγματικότητα, η ΟΠΛΑ διεκπεραίωνε τις βρόμικες δουλειές, όπως την εκτέλεση αντιπάλων της άκρας Αριστεράς, ιδίως τροτσκιστών και «αποστατών». Εκτιμάται πως η ΟΠΛΑ εξόντωσε 1.200 οπαδούς της άκρας Αριστεράς. Είναι επίσης υπεύθυνη για χιλιάδες συνοπτικών εκτελέσεων το 1944-1945.
Στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, υπό το καθεστώς του Μεταξά, η ηγεσία του ΚΚΕ είχε τη δική της «αστυνομία» που συντηρούσε ένα κλίμα τρομοκρατίας ανάμεσα στα μέλη του κόμματος, τα οποία υπόκειντο σε αυστηρή και αυθαίρετη πειθαρχία.

Από το 1945, στο ελληνικό κομμουνιστικό «μίνι-κράτος» του Μπούλκες, έλυνε κι έδενε η ΤΤΟ (Υπηρεσία Τάξης Ομάδας), που έδινε λογαριασμό για τις πράξεις της μόνο στη στενή ηγετική ομάδα του ΚΚΕ. Αυτή η αστυνομία είχε το πάνω χέρι στις φυλακές και στο περίφημο στρατόπεδο συγκέντρωσης που ήταν εγκατεστημένο σ’ ένα νησάκι του Δούναβη. Εκεί όπου χάθηκαν με φριχτό τρόπο τόσοι αθώοι.

Στον Δημοκρατικό Στρατό, η Υπηρεσία Στρατιωτικής Ασφάλειας έπαιζε το ρόλο της πολιτικής αστυνομίας και εξαρτιόταν από την ηγεσία του ΚΚΕ. Δεκάδες απλοί μαχητές και αξιωματικοί εκτελέστηκαν από την ΥΣΑ. Εκατοντάδες άλλοι υπέστησαν αυθαίρετες διώξεις. Μαχητές του ΔΣ που είχαν συλληφθεί σε ελληνικό έδαφος μεταφέρθηκαν στη Βουλγαρία και βασανίστηκαν στις εγκαταστάσεις της βουλγαρικής πολιτικής αστυνομίας στη Σόφια από τους μπράβους της ΥΣΑ. Εκατοντάδες συνοπτικών εκτελέσεων έλαβαν χώρα στις τάξεις του ΔΣ στη διάρκεια του εμφυλίου.

Μετά την ήττα του 1949, το ΚΚΕ εγκαθιστά τα κεντρικά του γραφεία στο Βουκουρέστι. Στο υπόγειο διαρρυθμίζονται κελλιά όπου φυλακίζονται τα «ύποπτα» μέλη, τα οποία υποβάλλονται σε αυστηρές ανακρίσεις. Όμως σε καμιά άλλη χώρα της ανατολικής Ευρώπης το ΚΚΕ δεν διαθέτει δικές του εγκαταστάσεις κράτησης. Δεν έχει άλλωστε την εξουσία να συλλαμβάνει τους «αντιπάλους» της πολιτικής του.

Σύμφωνα μ’ ένα απόρρητο έγγραφο της Κρατικής Ασφάλειας της Τσεχοσλοβακίας (STB), το ΚΚΕ επιθυμούσε το 1950 να συστήσει ομάδες μελών σύμφωνα με το μοντέλο της ΟΠΛΑ. Οι τσεχοσλοβακικές αρχές τού το απαγόρευσαν. Μονάχα τα «αδελφά» κομμουνιστικά κόμματα, ύστερα από αίτηση του ΚΚΕ, μπορούσαν να διατάξουν τα «όργανα» της κρατικής ασφάλειας της εκάστοτε χώρας να προχωρήσουν στην κλήση και στη φυλάκιση Ελλήνων.

Ένα ντοκουμέντο με το χαρακτηρισμό «άκρως εμπιστευτικό», το οποίο φέρει τη σφραγίδα της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Τσεχοσλοβακίας, ρίχνει φως σε αυτή τη διαδικασία. Με ημερομηνία 4 Ιουλίου 1952, απευθύνεται στον υπουργό της Κρατικής Ασφάλειας, τον Κάρολ Μπασίλεκ: «[...]Λάβαμε μια αναφορά των υπευθύνων για τους Έλληνες πρόσφυγες στην Τσεχοσλοβακία με την οποία πληροφορηθήκαμε ότι οι αιχμάλωτοι μοναρχοφασίστες ετοιμάζουν προβοκατόρικη διαδήλωση μπροστά από την ελληνική πρεσβεία για να ζητήσουν την επιστροφή τους στην Ελλάδα. Το κέντρο προετοιμασίας αυτής της διαδήλωσης βρίσκεται στο Βύρυ. Οι αιχμάλωτοι σκοπεύουν να μεταβούν σε μικρές ομάδες στην Πράγα και να συναντηθούν σε ένα μέρος που δεν γνωρίζουμε ακόμη. Με συντροφικούς χαιρετισμούς, Μπαραμόβα».

Επιστρέφοντας, ο ειδικός γραμματέας του υπουργείου της Κρατικής Ασφαλείας πληροφορεί το ΚΚ της Τσεχοσλοβακίας για τα αυστηρά μέτρα που πάρθηκαν αναφορικά με τους αιχμαλώτους του ελληνικού κυβερνητικού στρατού: «Δόθηκαν οι σχετικές οδηγίες στις υπηρεσίες της Κρατικής Ασφάλειας στις περιοχές όπου βρίσκονται οι Έλληνες μοναρχοφασίστες [...] ώστε να υπάρξει αυξημένη επαγρύπνηση! Πάντως, δεν έχουμε παρατηρήσει καμιά απόπειρα για διαδήλωση ή για αναχώρηση για την Πράγα. Η Κρατική Ασφάλεια ετοίμασε καλού-κακού ένα σχέδιο συγκέντρωσης των αιχμαλώτων μοναρχοφασιστών και σαν πιο κατάλληλο μέρος επιλέχτηκαν τα λατομεία του Γιακουμπσοβίτσε, στα περίχωρα της Οπάβα. [...] Οι σύντροφοι του ΚΚΕ θα αναλάβουν καθήκοντα μεταφραστών και διαχείρισης του στρατοπέδου[...] και σε συνεργασία με τα όργανα της διοίκησης των φυλακών του υπουργείου της Κρατικής Ασφάλειας θα διενεργούν κατασκοπία μεταξύ των μοναρχοφασιστών. [,..]».

Μερικούς μήνες αργότερα, οι Έλληνες αιχμάλωτοι φυλακίστηκαν σε μια φυλακή της Οπάβα, σε αναμονή της μεταφοράς τους στο Γιαχίμοβ, το φοβερό κάτεργο των ορυχείων ουρανίου. Τρεις Ελληνίδες είχαν επίσης συλληφθεί στα πλαίσια αυτής της «επιχείρησης» και είχαν φυλακιστεί στην πόλη τού Παρντουμπίτσε

Όμως το ΚΚΕ διέθετε κι άλλα «όργανα» καταστολής προκειμένου να εξασκεί την ολοκληρωτική του εξουσία στους Έλληνες μετανάστες: ένα ολόκληρο δίκτυο «κομματικών χαφιέδων», που φυτεύονταν ανάμεσα στις μάζες των προσφύγων, πληροφορούσε την ηγεσία για τη συμπεριφορά και τις απόψεις τους. Διέθετε, επιπλέον, εκτελεστές οι οποίοι με διαταγές του κόμματος ρύθμιζαν με τρόπο «φυσικό» τους ανοιχτούς λογαριασμούς με αυτούς που «σκέφτονταν λάθος».

ΟΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗΣ ΤΟΥ ΚΚΕ

Το ΚΚΕ διέθετε, με τους χαφιέδες, τους μπράβους, τους καταδότες, τους «επαγρυπνητές», τα στελέχη και τα φανατικά μέλη του, παντοδύναμα μέσα για να συντηρεί μια πολιτική τρόμου στους «πληθυσμούς» που υπόκειντο στις διαταγές του στα «μίνι- κράτη» όπου «βρισκόταν στην εξουσία».

Το φάσμα των μεθόδων καταστολής ήταν σχετικά ευρύ, Η απομόνωση του μέλους, το λιντσάρισμα, οι συνεδρίες αυτοκριτικής και κριτικής - είδος δικαστηρίου όπου η αυθαιρεσία κυριαρχούσε - ήταν οι καταπιεστικές μέθοδοι που εφαρμόζονταν το πιο συχνά. Έτσι, στην Ακροναυπλία ο Θανάσης Καπένης, ο Θανάσης Γάκης και ο Σταματελάκος, στελέχη του ΚΚΕ, δάρθηκαν ανηλεώς με διαταγή του Γ. Ιωαννίδη και του Δημήτρη Παπαρήγα. Μολονότι είχαν βγει στην αντίσταση κατά των Γερμανών από την πρώτη στιγμή, ο Γάκης και ο Καπένης εκτελέστηκαν από τον ΕΛΑΣ με διαταγή του προαναφερθέντος Ιωαννίδη.

Στη ζώνη την επονομαζόμενη «Ελεύθερη Ελλάδα», την οποία το ΚΚΕ και ο ΕΛΑΣ έλεγχαν στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, οι κομμουνιστές άσκησαν πολιτική καταστολής για να επιβάλουν την εξουσία τους. Η κατάσχεση των αγαθών, η φυλάκιση των «υπόπτων», οι θανατικές καταδίκες βρίσκονταν στην ημερήσια διάταξη. Ο ακριβής αριθμός των θυμάτων είναι δύσκολο να καθοριστεί, όμως ήταν αρκετά υψηλός ώστε να αφήσει ανεξίτηλα ίχνη στον πληθυσμό. Μίση, ξεκαθαρίσματα λογαριασμών, δολοφονικές αντεκδικήσεις σημάδευαν τις καθημερινές σχέσεις των κατοίκων αυτών των περιοχών αμέσως μετά τον πόλεμο.

Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι αντιστασιακοί τροτσκιστές εξοντώθηκαν από την ΟΠΛΑ και τον ΕΛΑΣ. Ανώτερα στελέχη του ΚΚΕ, οι Παντελής Δαμασκόπουλος, Σκαφινάς και Παντελής Τσινιέρης υπέστησαν την ίδια τύχη.

Η πολιτική καταστολής που εφάρμοσε το ΚΚΕ στη διάρκεια του πολέμου, όταν είχε επιβληθεί ως η αδιαφιλονίκητη και κυρίαρχη πολιτική δύναμη, ήταν παρόμοια σε μεγάλο βαθμό με την αντίστοιχη που οι Γιουγκοσλάβοι και Αλβανοί κομμουνιστές είχαν εγκαθιδρύσει στις δικές τους «ελεύθερες» ζώνες. Η Αντίσταση κατά των καταχτητών διεξαγόταν παράλληλα με έναν εξίσου φονικό εμφύλιο.

Το 1945, μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας κι ύστερα από διαταγή του ΚΚΕ, περισσότεροι από 4.000 Ελασίτες συνοδευόμενοι από γυναίκες και παιδιά κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία, όπου μεταφέρθηκαν στο Μπούλκες.

Το Μπούλκες ήταν μια πλούσια κωμόπολη της περιοχής της γιουγκοσλαβικής Βοϊβοντίνας, που πριν από τον πόλεμο κατοικείτο από γερμανικό πληθυσμό, εργατικό και πειθαρχημένο, ο οποίος του είχε δώσει το χαρακτήρα αυστροουγγρικού οικισμού: όμορφα πέτρινα σπίτια, φαρδείς δρόμοι, δεντροφυτεμένες αλέες. λιθόστρωτα πεζοδρόμια. Μετά τον πόλεμο, οι Γερμανοί εκδιώχθηκαν από τη Βοϊβοντίνα και η κωμόπολη άδειασε από κατοίκους. Το γιουγκοσλαβικό Κομμουνιστικό Κόμμα «πρόσφερε» λοιπόν αυτόν τον οικισμό και τις γύρω εκτάσεις γης στο ΚΚΕ, το οποίο τον μεταμόρφωσε σε «μοντέλο» ενός ελληνικού κομμουνιστικού «μίνι-κράτους». Το ΚΚΕ εξέδωσε μάλιστα και δικό του νόμισμα που δεν είχε αντίκρισμα παρά μονάχα στα εδαφικά όρια της «περιοχής» του.

Οι πρόσφυγες απασχολούνται σε αγροτικές εργασίες, σε μικρές βιοτεχνίες και υπηρεσίες καθαρισμού. Τα χιλιάδες παιδιά που ξεριζώθηκαν από την Ελλάδα στη διάρκεια του εμφυλίου διαμετακομίζονται επίσης εκεί. Οι συνθήκες ζωής είναι δύσκολες. Κανείς δεν έχει δικαίωμα να βγει από την περίμετρο της «περιοχής» χωρίς την άδεια της επιτροπής του ΚΚΕ που κρατάει τους κατοίκους του Μπούλκες κάτω από συνεχή επαγρύπνηση και καταστέλλει με αυστηρότητα κάθε διαμαρτυρία.

Η ΥΤΟ (Υπηρεσία Τάξης Ομάδας) διασφάλιζε την άγρυπνη επιτήρηση του πληθυσμού. Ήταν στην πραγματικότητα μια πολιτική αστυνομία που είχε το πάνω χέρι στις φυλακές και στο στρατόπεδο συγκέντρωσης που ήταν εγκατεστημένο σ’ ένα νησάκι του Δούναβη. Διεξήγε τις ανακρίσεις βασανίζοντας τους κρατουμένους για να τους αναγκάσει να «ομολογήσουν»- προέβαινε ακόμη και σε εκτελέσεις με διαταγές της επιτροπής του ΚΚΕ.

Στο στρατόπεδο καταναγκαστικών έργων, το εγκαταστημένο στο νησάκι του Δούναβη, δεκάδες προσφύγων εξοντώθηκαν (124). Αλλοι σκοτώθηκαν στα λατομεία και τα πτώματά τους ρίχτηκαν στα πηγάδια της περιοχής, σύμφωνα με πολυάριθμες μαρτυρίες (125). Στις φυλακές του Μπούλκες, οι κρατούμενοι κρατούνταν σε απόλυτη απομόνωση (126).

Ο ίδιος ο γραμματέας της επιτροπής του ΚΚΕ στο Μπούλκες, ο Μιχάλης Τερζής- Πεχτασίδης, μολονότι άμεσα υπεύθυνος για την τρομοκρατία, θα ανακληθεί στο γενικό επιτελείο του Δημοκρατικού Στρατού για να αναλάβει διευθυντικό πόστο επικεφαλής της Υπηρεσίας Στρατιωτικής Ασφάλειας. Όμως, λόγω του ότι γνώριζε πολλά «μυστικά», δολοφονήθηκε με εντολή της ηγεσίας του ΚΚΕ.

Στα τέλη του 1948, το Μπούλκες προοδευτικά εκκενώθηκε. Τα παιδιά, οι δάσκαλοι και το προσωπικό των παιδικών σταθμών στάλθηκαν στην Ουγγαρία και την Τσεχοσλοβακία, Σε λίγο ακολούθησαν οι ενήλικες από τους οποίους μερικές εκατοντάδες μοιράστηκαν και σε άλλες χώρες της ανατολικής Ευρώπης.

Κατά το 1950-1951, οι «Μπουλκιώτες», όπως τους ονομάζανε, στιγματίζονται άδικα στο σύνολό τους από το ΚΚΕ. Ο όρος «Μπουλκιώτης» είχε καταντήσει «πολιτική ύβρις». Στη διάρκεια της ανακαταγραφής, κατέστησαν ο προνομιακός στόχος των εκκαθαρίσεων που εξαπολύθηκαν στους κόλπους του κόμματος. Οι πραγματικοί υπεύθυνοι της τρομοκρατίας που βασίλευε στο Μπούλκες καλύφθηκαν από τις ανώτερες κομματικές αρχές.

Ένας από τους δολοφόνους του Μιχάλη Πεχτασίδη, ο Μενέλαος Υποδηματόπουλος, θα τοποθετηθεί μάλιστα υπεύθυνος της κοινότητας των Ελλήνων προσφύγων του χωριού Μπελογιάννης στην Ουγγαρία. Λίγο αργότερα, θα διοριστεί πρόεδρος του Κεντρικού Συμβουλίου της Ένωσης Ελλήνων Πολιτικών Προσφύγων στην Ουγγαρία και μέλος της επιτροπής του ΚΚΕ σε αυτήν τη χώρα.

Κατά τον εμφύλιο, αξιωματικοί και μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού εκτελέστηκαν με διαταγές του ΚΚΕ. Οι αξιωματικοί Γιώργος Γιαννούλης, Αλέκος Τσουκόπουλος, Νιόνιος Τράίφόρης, Μενέλαος Χατζηνικολάου, έπεσαν χτυπημένοι από συντροφικές σφαίρες. Τα ανώνυμα θύματα ήταν επίσης πολλά.

Στη διάρκεια του καλοκαιριού του 1948, η αιματηρή εκκαθάριση του τάγματος του Νικηφόρου στη Θεσσαλία-Ρούμελη προξένησε μερικές δεκάδες θύματα. Κάποιοι πέθαναν ύστερα από φοβερά βασανιστήρια.

Η εκκαθάριση που διεξήχθη στις τάξεις του Δημοκρατικού Στρατού στην ανατολική Μακεδονία και στη Θράκη υπήρξε από τις πιο αιματηρές. Περισσότεροι από 300 άντρες συνελήφθησαν και βασανίστηκαν φριχτά, τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Βουλγαρία όπου τους είχαν μεταφέρει μετά την ήττα. Αρκετοί από αυτούς είχαν σταλεί στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της νήσου Μπελένε στο Δούναβη, που αποκαλείτο και Νησί του Διαβόλου.

Στη διάρκεια της πορείας των 1.200 εθελοντών για τον ΔΣ από τη Ρούμελη στο Γράμμο, όσοι βραδυπορούσαν εκτελούνταν εν ψυχρώ με διαταγή του Γούσια, μέλους του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ. Έτσι σκοτώθηκαν 82 νεαροί εθελοντές από τις σφαίρες των συντρόφων τους.

Σύμφωνα με πολυάριθμες μαρτυρίες, κλίμα τρομοκρατίας βασίλευε στα χωριά όπου κατέλυαν οι δυνάμεις του ΔΣ. Η υποχρεωτική επιστράτευση των νεαρών αγοριών και κοριτσιών, για να καταταγούν σε μάχιμες μονάδες ή για να εργαστούν στην επιμελητεία, η αυθαιρεσία των επιτάξεων, η αρπαγή παιδιών υπό το πρόσχημα της προστασίας τους από τους βομβαρδισμούς κι άλλες βιαιοπραγίες, προκάλεσαν τη μεταστροφή των κατοίκων εναντίον των κομμουνιστών. Το τέλος του εμφυλίου υπήρξε για το ΚΚΕ και μια ηθική ήττα.

Η ΜΑΥΡΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ: 1950-1960

Ογδόντα έως εκατό χιλιάδες άτομα κατέφυγαν στις σοσιαλιστικές χώρες μετά τη στρατιωτική ήττα του ΚΚΕ, τον Σεπτέμβριο του 1949. Στην πλειοψηφία τους καταγόμενοι από τις πιο στερημένες περιοχές, είχαν παρασυρθεί στη δίνη του εμφυλίου συχνά παρά τη θέλησή τους. Ήταν ολοκληρωτικά εξαρτημένοι από το ΚΚΕ ακόμη και για τα στοιχειώδη τής καθημερινής επιβίωσης: δουλειά, στέγαση, άδεια μετακίνησης και κυκλοφορίας στο εσωτερικό της χώρας όπου βρίσκονταν. Υποταγμένοι σε αυστηρό ιδεολογικό έλεγχο, αποκομμένοι από την ελληνική πραγματικότητα, χωρισμένοι τα πρώτα χρόνια από τα παιδιά τους που βρίσκονταν σε παιδικούς σταθμούς, μεταφερμένοι από τη μια μέρα στην άλλη σε έναν ξένο πολιτιστικά και κοινωνικά περίγυρο, έχοντας - οι πιο πολλοί- περάσει βίαια από έναν αγροτικό τρόπο ζωής σε αυτόν του βιομηχανικού εργάτη, υφίσταντο το δεσποτισμό του ΚΚΕ χωρίς δυνατότητα αντίδρασης, ελλείψει εναλλακτικών λύσεων και ελευθερίας κινήσεων. Η εξουσία του ΚΚΕ πάνω στις μάζες των προσφύγων που ήταν διασκορπισμένοι σε όλη την επικράτεια του «σοσιαλιστικού στρατοπέδου» ήταν απεριόριστη.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’40 και στις αρχές του ’50, τα κομμουνιστικά κόμματα που κατείχαν την εξουσία στις «Λαϊκές Δημοκρατίες» εξαπολύουν μαζικές φονικές διώξεις. Είναι η εποχή των στημένων πολιτικών δικών, των βαριών καταδικών εναντίον εκατοντάδων χιλιάδων αθώων. Είναι επίσης η εποχή της αιματηρής τακτοποίησης λογαριασμών στους κόλπους των κομμουνιστικών κομμάτων.

Στην εξορία, το ΚΚΕ ευθυγραμμίστηκε φυσικά, χωρίς κανέναν καταναγκασμό, στο ολοκληρωτικό σύστημα από το οποίο είχε ιστορικά προελθεί. Ακολουθώντας το παράδειγμα των αδελφών κομμάτων, προχώρησε σε μια ευρεία εκκαθάριση των μελών του και των στελεχών του υπό το πρόσχημα της ανακαταγραφής.

Η ανακαταγραφή αποτελούσε ένα είδος δικαστηρίου του κόμματος, ανοιχτού σε μη-κομμουνιστές. Σε κάθε συνεδρίαση και εναλλάσσοντας εκ περιτροπής τους ρόλους, τα μέλη του κόμματος υποβάλλονταν σε ερωτήσεις προετοιμασμένες εκ των προτέρων από υπεύθυνους που είχαν διοριστεί επί τούτου. Ωστόσο, η τύχη των μελών κρινόταν αλλού, στις μυστικές συνελεύσεις της επιτροπής του κόμματος όπου καταρτιζόταν η λίστα εκείνων που επρόκειτο να διαγραφούν. Αρκετές εκατοντάδες μέλη αποτάχθηκαν με αυτό τον τρόπο από το κόμμα για το οποίο είχαν θυσιάσει τη ζωή τους. Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, το 40% των μελών του κόμματος διαγράφηκαν στη διάρκεια της ανακαταγραφής.

Ένα κλίμα δυσπιστίας κυριαρχούσε ανάμεσα στους πρόσφυγες, κι ακόμη περισσότερο επειδή η περίφημη ανακαταγραφή σκόρπιζε το φόβο ανάμεσα στα μέλη του κόμματος. Οι «εκτός κόμματος» ήταν εξίσου ευάλωτοι σε αυτό το «κυνήγι των μαγισσών». Οι καθημερινές διώξεις έθιγαν το σύνολο των προσφύγων. Με ασήμαντα προσχήματα εκατοντάδες άτομα στάλθηκαν στην «παραγωγή» για να αποκτήσουν «ταξική συνείδηση» - ανάπηροι του εμφυλίου εντάσσονταν στον τομέα της βαριάς βιομηχανίας, όπου οι συνθήκες ήταν αβάσταχτες για την εύθραυστη υγεία τους. Στα πλαίσια του κομμουνιστικού συστήματος, η εργασία στο εργοστάσιο θεωρείτο ως «αναμόρφωση» με χαρακτήρα τιμωρίας.

Το ΚΚΕ βρισκόταν σε συνεχή αναταραχή εξαιτίας των διαγραφών των ηγετών και των στελεχών του. Οι άλλοτε πανίσχυροι ηγέτες, «καταδικασμένοι» πολιτικά, έχαναν από τη μια στιγμή στην άλλη εξουσία και προνόμια. Οι περισσότεροι στέλνονταν στην «παραγωγή», σε απομακρυσμένες από τα αστικά κέντρα περιοχές.

Αυτής της μορφής οι διαγραφές επέσυραν με τη σειρά τους τις διαγραφές των εκάστοτε οπαδών. Το ΚΚΕ, και συνεπώς όλη η προσφυγιά, βρισκόταν σε συνεχή αναβρασμό, βυθισμένο σε ένα είδος διαρκούς «εμφυλίου», στη διάρκεια του οποίου εκείνοι που αναρριχώντο στην εξουσία, αφού πρώτα είχαν διαγράψει την προηγούμενη ηγετική ομάδα, κατεδίωκαν τους αντιπάλους τους: οι οπαδοί του Νίκου Ζαχαριάδη εναντίον εκείνων του Μάρκου Βαφειάδη και του Δημήτρη Παρτσαλίδη, οι οπαδοί του Κώστα Κολιγιάννη εναντίον των οπαδών του Φλωράκη, η μια ομάδα εναντίον της άλλης μέσα από ευκαιριακές συμμαχίες.

Ύστερα από αίτηση του ΚΚΕ, τα πιο δραστήρια μέλη της μιας ή της άλλης φράξιας συλλαμβάνονταν από την τοπική αστυνομία και εκτοπίζονταν σε απομακρυσμένες εσχατιές, όπως συνέβη στην ΕΣΣΔ, στην Ουγγαρία και στην Πολωνία. Άλλοι έχαναν τη δουλειά τους και τα σχετικά κοινωνικά πλεονεκτήματα, άλλοι γινόντουσαν αντικείμενο απειλών φυσικής εξόντωσης εκ μέρους των αντιπάλων τους. Χιλιάδες πρόσφυγες βρέθηκαν πιασμένοι στα δίχτυα των εσωτερικών διαμαχών του ΚΚΕ και υπέστησαν τις συνέπειες στην καθημερινή τους ζωή.

Οι διαδοχικές εκκαθαρίσεις της ηγετικής ομάδας του ΚΚΕ απέδειξαν χωρίς αμφιβολία ότι δεν υπήρχε, ανάμεσα στους υψηλά ιστάμενους, κανένα ίχνος αδελφοσύνης, εντιμότητας, εμπιστοσύνης. Μίσος και φθόνος ήταν τα αμοιβαία συναισθήματα. Ο Μάρκος Βαφειάδης, ο Δημήτρης Παρτσαλίδης, ο Νίκος Ζαχαριάδης, ο Βασίλης Μπαρτζώτας, ο Δημήτρης Βλαντάς, ο Φ. Βοντίτσιος (Γούσιας), ο Κώστας Κολιγιάννης, για να αναφέρουμε μονάχα αυτούς, αλληλοκατηγοροόνταν για τις χειρότερες «πολιτικά εγκληματικές» αποκλίσεις, ακόμη και ως «πράκτορες του εχθρού». Καθένας τους ήταν ύποπτος στα μάτια των άλλων.

Οι «υποθέσεις» του Σιάντου, του Πλουμπίδη, του Ζαχαριάδη - ο οποίος πέθανε εξόριστος στη Γιακουτία - αναδεικνύουν ανάγλυφα τη «χαφιεδομανία» που έκανε θραύση στο κόμμα.

Ένα εξέχον διευθυντικό στέλεχος, ο Κώστας Καραγιώργης (Γυφτοδήμος), έπεσε θύμα αυτού του χαφιεδισμού. Το 1950, συνελήφθη στο Βουκουρέστι από μέλη της «ασφάλειας» του ΚΚΕ (κομματική επαγρύπνηση και της ρουμανικής Σεκουριτάτε, απομονώθηκε σ’ ένα κελλί στο υπόγειο της φυλακής και ανακρίθηκε ακατάπαυστα από τους ιθύνοντες του ΚΚΕ, τους οποίους συνέδραμαν πράκτορες της ρουμανικής πολιτικής αστυνομίας. Βαριά άρρωστος, παρατημένος χωρίς περίθαλψη, υποχρεωμένος σε δυσβάστακτα καταναγκαστικά έργα, πεθαίνει το 1954 στη φυλακή του Μαρτζινένι όπου είχε μεταφερθεί. Η ημερομηνία και οι συνθήκες του θανάτου του δεν έχουν διευκρινιστεί μέχρι σήμερα.

Η Μαριώ Δήμου, συντάκτρια του Ριζοσπάστη και παλιά συνεργάτιδα του Καραγιώργη, συνελήφθη την ίδια εποχή που εκείνος φυλακιζόταν στο Βουκουρέστι.

Το 1950, τριάντα μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού που είχαν κατορθώσει να εγκαταλείψουν παράνομα τη Γιουγκοσλαβία του Τίτο για να καταφύγουν στη Ρουμανία συνελήφθησαν από τη ρουμανική Σεκουριτάτε και φυλακίστηκαν για πολλά χρόνια στο Μαρτζινένι, δίχως το ΚΚΕ να παρέμβει για την απελευθέρωσή τους.

Οι ναυτεργάτες άφησαν τα τραγικά τους ίχνη στην ιστορία του εμφυλίου και της ελληνικής προσφυγιάς στις σοσιαλιστικές χώρες. Το 1948, μη έχοντας άλλες εφεδρείες, το ΚΚΕ απευθύνει έκκληση στους Έλληνες της διασποράς για να καταταγούν στο Δημοκρατικό Στρατό. Δεκάδες Αιγυπτιώτες, Κύπριοι, Ελληνοαμερικανοί ναυτεργάτες ανταποκρίνονται στην έκκληση και φτάνουν στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης για να προωθηθούν στον ΔΣ.

Μετά τον εμφύλιο, οι ναυτεργάτες βρίσκονται στην Πολωνία, στην Ουγγαρία και στην ΕΣΣΔ, όπου το κόμμα τούς στέλνει να δουλέψουν σε κολχόζ. Διεκδικούν τότε το δικαίωμα να μπαρκάρουν σε πλοία σοσιαλιστικών χωρών, όμως το κόμμα αρνείται. Μπροστά στην επιμονή τους, το ΚΚΕ ζητάει από τις αρχές των σχετικών κρατών τη σύλληψη των ναυτεργατών. Στην ΕΣΣΔ, στα τέλη του 1950, δεκαεννιά ναυτεργάτες συλλαμβάνονται στην Τασκένδη και καταδικάζονται σε 5 μέχρι 10 χρόνια φυλάκισης. Εκτίουν την ποινή τους στις φυλακές του Αλεξαντρόφ και του Βλαντίμιρ και στα στρατόπεδα καταναγκαστικών έργων της Μολδαβίας και της Ουκρανίας. Μετά την αποφυλάκισή τους, πέντε από αυτούς εκτοπίζονται στο νησί Μουινιάκ στη θάλασσα της Αράλης, όπου συναντούν οικογένειες Ελλήνων προσφύγων που εκτίουν την ποινή τους. Ο ναυτεργάτης Λυσικάκος, από την Κεφαλονιά, πεθαίνει εκεί.

Στην Ουγγαρία οι ναυτεργάτες εκτοπίζονται σε μια απομακρυσμένη αγροτική φυτεία με σκοπό την απομόνωση τους από τους υπόλοιπους πρόσφυγες. Στην Πολωνία φυλακίζονται, όπως κι ένας που ονομαζόταν Χαρίσης, λοχαγός επί μακρόν, που περνάει αρκετά χρόνια στη φυλακή.

Σε μια αφιλόξενη περιοχή στα βορειοανατολικά της Πολωνίας, κοντά στα σύνορα με τη Σοβιετική Ένωση, στο Κροστσένκο, το ΚΚΕ διέθετε ένα κολχόζ-στρατόπεδο συγκέντρωσης όπου εγκλείονταν οι αντίπαλοί του, ιδιαίτερα οι Σλαβομακεδόνες. Μια υπηρεσία ασφαλείας είχε οργανωθεί επιτόπου από το Κομμουνιστικό Κόμμα για την επιτήρηση του στρατοπέδου, όπου οι συνθήκες εργασίας ήταν πάρα πολύ σκληρές. Σύμφωνα με την εξομολόγηση κάποιου Βασίλη Πάνου, που ήταν επικεφαλής αυτής της αστυνομικής δύναμης, δεν επιτρεπόταν στους ασφαλίτες να χρησιμοποιούν όπλα για την εκτέλεση των «καταδικασμένων» αλλά τους χτυπούσαν μέχρι θανάτου με ρόπαλα.

Οι διωγμοί, οι εκτοπίσεις, οι συλλήψεις των προσφύγων δεν σταμάτησαν σε όλη τη διάρκεια της παραμονής τους στις σοσιαλιστικές χώρες. Οι εκκαθαρίσεις έθιξαν τους εκπαιδευτικούς, που διώχτηκαν κατά δεκάδες από τα σχολεία, τους διανοούμενους, τους δημοσιογράφους του προσφυγικού Τύπου. Αρκετοί πρόσφυγες που ζούσαν στην Τασκένδη εκτοπίστηκαν στην περιοχή του Πετροπαβλόσκ, στο βόρειο Καζακστάν, στη διάρκεια του «εμφυλίου» ανάμεσα στις φράξιες του ΚΚΕ. Αλλοι καταδικάστηκαν σε πολύχρονες φυλακίσεις σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Στην Ουγγαρία, όπως και στη Βουλγαρία και στη Ρουμανία, πολλοί πρόσφυγες καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης εξαιτίας της αντίθεσής τους με τη γραμμή του ΚΚΕ.

Σιγά-σιγά τα αρχεία των πολιτικών αστυνομιών και των κομμουνιστικών κομμάτων των χωρών της ανατολικής Ευρώπης ανοίγουν. Θα μάθουμε, λοιπόν, τον πραγματικό αριθμό των Ελλήνων θυμάτων του κομμουνισμού;


Αναδημοσίευση από http://www.zougla.gr/blog/article/481796