Του Κώστα Ι. Παπαδόγιαννη
Ιστορικού Ερευνητή
Μετά τη Μάχη του Λεωνιδίου τα αντάρτικα τμήματα και οι διάφοροι σχηματισμοί που έλαβαν μέρος στην εισβολή αυτή στις 21 Ιανουαρίου 1949 πήραν διαταγή που εξέδωσε η Διοίκηση της 55ης Ταξιαρχίας του Δ.Σ. του αντισυνταγματάρχη Θόδωρου Γ. Πρεκεζέ να επιστρέψουν στις βάσεις τους στα ορμητήρια από εκεί που είχαν ξεκινήσει από διάφορα σημεία και χωριά του Πάρνωνα που έλεγχαν φυσικά κατά το μεγαλύτερο μέρος την περιοχή εκείνης της περιόδου. Οι αντάρτες θα έπρεπε να ξεκουραστούν, να ασφαλίσουν και να περιθάλψουν τους τραυματίες που είχαν από την προσβολή του στόχου στο Λεωνίδιο. Να ανασυγκροτηθούν και να προετοιμαστούν για νέες επιθέσεις όπως τις προηγούμενες που περιγράψαμε. Όλη η δύναμη της 55ης Ταξιαρχίας αποτελείτο από (850) μάχιμους αντάρτες και αντάρτισσες µε 4 τάγματα όπως θα δούμε πιο κάτω:
(α) το 1ο Τάγμα µε µια δύναμη 250 αντάρτες και διοικητής ο ταγματάρχης του Δ.Σ. Αλέκος Γ. Τσουκόπουλος, ο οποίος έλαβε διαταγή μετά την αποχώρηση να ακολουθήσει το δρομολόγιο και να εγκατασταθεί στην θέση «του Χιόνη το Πηγάδι» λίγο έξω από το χωριό του Αγίου Βασιλείου απ' όπου είχε ξεκινήσει την προ-προηγούμενη ημέρα εκεί μέχρι νεωτέρας διαταγής,
(β) το 2ο Τάγμα υπό τη διοίκηση του Γεωργίου Ατζακλή να πάει και να εγκατασταθεί στον Κοσμά,
(γ) το 3ο Τάγμα του Κώστα Βρεττάκου σε άλλο χώρο και σημείο του Πάρνωνα,
(δ)το 4ο Τάγμα από διάφορες υπηρεσίες μαζί µε τον Διοικητή της 55ης Ταξιαρχίας τον αντισυνταγματάρχη Θόδωρο Γ. Πρεκεζέ ξαναεπέστρεψε στο χωριό Παλιοχώρι όπου και η έδρα. Η πορεία της επιστροφής των αντάρτικων τμημάτων ήταν δύσκολη και κοπιαστική ύστερα από την ταλαιπωρία της μάχης και από τις δύσκολες καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν µε το κρύο του χειμώνα και τα πολλά χιόνια του Γενάρη.
Πορεία Επιστροφής
Ας γυρίσουμε πάλι στο 1ο Τάγμα του Αλέκου Γ. Τσουκοπούλου, ο οποίος εκτελούσε τη διαταγή των ανωτέρων του και οδηγούσε τους αντάρτες του στο προκαθορισμένο σημείο "στου Χιόνη το Πηγάδι". Έτσι αργά το βράδυ στρατοπέδευσε για να διανυκτερεύσει μέσα στα έλατα που δεν απείχε και πολύ μακριά από τον Άγιο Βασίλειο. Και ενώ όλα είχαν τακτοποιηθεί φυλάκια, σκοποί και αντάρτες ξεκουράζονταν, στο διάστημα αυτό ήλθε σύνδεσμος από το Παλιοχώρι από την Διοίκηση της Ταξιαρχίας που είχε εγκατασταθεί νωρίτερα εκεί.
Ο Σύνδεσμος μετέφερε γραπτή διαταγή προς τον Διοικητή του 1ου Τάγματος Αλέκο Γ. Τσουκόπουλο και του έλεγε να μετακινήσει το τάγμα και να µπει στο χωριό Άγιος Βασίλειος για καλύτερα. Διότι οι πληροφορίες που πήραν από τα Κ.Π. (Κέντρα Πληροφοριών) και από τους τηλεφωνητές που ήταν εγκατεστημένοι σε διάφορα σημεία του Πάρνωνα, τους έλεγαν ότι παντού επικρατούσε ησυχία και δεν υπήρχε φόβος για προσβολή-επίθεση από "εχθρικά" τμήματα δηλαδή από δυνάμεις του Κυβερνητικού Στρατού και πόσο µάλλον µε τέτοιες άσχημες καιρικές συνθήκες. Στη διαταγή ο ταξίαρχος Θόδωρος Γ. Πρεκεζές, τόνιζε οι αντάρτες να σιτιστούν και να κοιμηθούν μέσα στα σπίτια για ξεκούραση γιατί το χωριό ήταν φιλικό προς αυτούς. Από εκεί άλλωστε είχαν ξεκινήσει για τη Μάχη του Λεωνιδίου.
Στον Άγιο Βασίλειο διέθεταν επιμελητεία, μαγειρεία, τσαγκαράδικα, αναρρωτήριο και διάφορες άλλες υπηρεσίες. Η διαταγή έλεγε ακόμα ότι οι αντάρτες να έχουν και το νου τους διότι στο χωριό Βαμβακού στη Ν.Δ. πλευρά του Πάρνωνα έκαναν την εμφάνισή τους λοκατζήδες αλλά έκτοτε τα ίχνη τους χάθηκαν. Αυτό ακριβώς έπραξε το 1ο Τάγμα το ίδιο βράδυ της 21ης Ιανουαρίου 1949 και περί ώρα 11:30 εισήλθε στον Άγιο Βασίλειο, χωριό όπου ευρίσκεται στην ανατολική πλευρά του Πάρνωνα µε 840µ. υψόμετρο και 180 κατοίκους, ορεινό κατά τα άλλα, που περικλείεται γύρωθεν από υψώματα όπως βόρεια το ύψωμα Αχλάδα, ανατολικά το ύψωμα Τούμπανο, δυτικά το ύψωμα Κουμαριάς και νότια η έξοδος προς το χωριό Πλατανάκι. Το χωριό ήταν πολύ γνώριμο για τους αντάρτες και αφού συγκεντρώθηκαν στην πλατεία δόθηκαν οι εντολές και οδηγίες διαταγές στους διοικητές των Λόχων και στους διμοιρίτες για φυλάκια και σκοπιές περιμετρικά του χωριού και όσα άλλα προβλέπονται από τους στρατιωτικούς κανονισμούς για δυνάμεις Τάγματος που στρατωνίζονται σε κατοικημένο χώρο και στη συγκεκριμένη περίπτωση της ιδιορρυθμίας του χωριού Άγιος Βασίλειος.
Ύστερα απ' όλα αυτά οι αντάρτες διαμοιράστηκαν στα σπίτια και έπεσαν ξεροί στον ύπνο μετά από τόση κούραση και ταλαιπωρία. Δεν αντιλήφθηκαν καν το παραμικρό ότι γύρω τους ενέδρευε ο θάνατος και το πρωί της άλλης ημέρας θα τους βρει ανυποψίαστους. Διότι οι λοκατζήδες είχαν περικυκλώσει το χωριό από τις 8:30 το βράδυ πριν μπουν ακόμη οι αντάρτες μέσα. Αφήνοντας μόνο ελεύθερη την είσοδο στο Νεκροταφείο ανατολικά.
Από την άλλη πλευρά του Πάρνωνα
Να πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Μόλις ευθύς αμέσως εκδηλώθηκε η επίθεση των ανταρτών κατά της φρουράς του Λεωνιδίου η Α.Σ.Δ.Π. (Ανωτέρα Στρατιωτική Διοίκηση Πελοποννήσου) µε έδρα την Τρίπολη υπό την διοίκηση του υποστράτηγου Θωμά Πετζόπουλου µε το επιτελείο του διέταξε τις πλησιέστερες κυβερνητικές δυνάμεις να σπεύσουν προς ενίσχυση του προσβαλλόμενου αμυντικού χώρου της κωμόπολης του Λεωνιδίου. Για τον σκοπό αυτόν κινητοποιήθηκαν τάχιστα οι δυνάμεις των ΛΟΚ, η Γ' Μοίρα Καταδρομών από Τρίπολη και η Δ' Μοίρα Καταδρομών από Σπάρτη, και έφτασαν στο χωριό Bαμβακoύ από την νότια πλευρά του Πάρνωνα. Ήταν οι λοκατζήδες αυτοί που έκανε λόγο ο Θόδωρος Γ. Πρεκεζές στον Αλέκο Τσουκόπουλο στη διαταγή που του έλεγε να πάει το Τάγμα στον Άγιο Βασίλειο αλλά να έχει και το νου του διότι εμφανίστηκαν Λοκατζήδες.
Στο διάστημα αυτό η Α.Σ.Δ.Π. µε νεωτέρα διαταγή έλεγε στη διοίκηση των ΛΟΚ να σπεύσουν και να περικυκλώσουν το χωριό Άγιος Βασίλειος διότι υπήρχαν βάσιμες πληροφορίες και εκτιμήσεις ότι εκεί θα κατέληγε το Αντάρτικο Τάγμα όπως και έγινε.
Έτσι οι 1200 θρυλικοί και ακαταμάχητοι λοκατζήδες, όπως τους αποκαλούσαν πολλοί την εποχή εκείνη, έκαναν αμέσως αναστροφή της πορείας και έχοντας για οδηγό τον έφεδρο ανθυπολοχαγό από το χωριό Αράχοβα, μέσα από διαδρομή και απίθανα σημεία σε ρεματιές κατάφεραν και περπάτησαν από Bαμβακoύ, Τζίτζινα, Πλατανάκι και προσέγγισαν και περικύκλωσαν τον Άγιο Βασίλειο περί ώρα 8:30 βραδινή της 21/1/1949.
Επιχείρηση
Κατά την προέλαση τους οι λοκατζήδες, και τη διαδρομή που ακολούθησαν, συνέλαβαν τους Κ.Π. και τους τηλεφωνητές που είχαν εγκαταστήσει σι αντάρτες σε διάφορα σημεία στον Πάρνωνα και υπό την απειλή των όπλων τους υποχρέωσαν να μεταβιβάσουν ψευδείς πληροφορίες προς τη διοίκηση της 55ης Ταξιαρχίας στο Παλιοχώρι δια τη μετακίνηση και την εμφάνιση των ΛΟΚ, όπως τους διαμήνυσε ο ταξίαρχος Θόδωρος Πρεκεζές έχετε και το νου σας που έστειλε στον Διοικητή του 1ου Τάγματος Αλέκο Γ. Τσουκόπουλο. Γι' αυτό και τα μέτρα ήταν χαλαρά όταν πήγαν οι αντάρτες στον Άγιο Βασίλειο.
Σύνθεση δύναμης των δύο Λ.Ο.Κ.
1) Η δύναμη των δύο μοιρών ήταν 1.200 λοκατζήδες
2) Διοικητής της Γ’ Μοίρας ο ταγματάρχης (ΠΖ) Περ. Παπαθανασίου
3) Διοικητής της Δ' Μοίρας ο ταγματάρχης (ΠΖ) Ψαράκης
4) Επικεφαλής στις δύο Μοίρες ο αντισυνταγματάρχης (ΠΖ) Κώστας Λουµάκης.
5) Οι δύο Μοίρες Γ’ + Δ' διοικητικά ανήκαν στην 78η Ταξιαρχία Καταδρομών
6) 10 λοχαγοί διοικητές αντίστοιχα σε 10 Λόχους
7) 40 ανθυπολοχαγοί αντίστοιχα σε 40 Διμοιρίες
β) 10 επιλοχίες αντίστοιχα σε 10 Λόχους
9) 120 Λοχίες ομαδάρχες συνολικά.
Εξοπλισμός που διέθεταν
10) 120 οπλοπολυβόλα Μπρεν
11) 180 αυτόματα αμερικάνικου τύπου
12) 20 όλμους μέσου βεληνεκούς
13) Οι υπόλοιποι λοκατζήδες µε ημιαυτόματα Μ 1
14) 40 φορητούς ασύρματους για επικοινωνία 500 μέτρα
15) 4 βαριά πολυβόλα VIGERS αμερικάνικου τύπου
16) 1 ασύρματο επικοινωνίας με την ΑΣ.Δ.Π.-Τρίπολης
17) Αφθονία σε πυρομαχικά και πολεμοφόδια
Αυτή ήταν η σύνθεση σε άνδρες και εξοπλισμό που διέθεταν οι δύο Μοίρες των ΛΟΚ.
Αυτά μεσολάβησαν στις δύο αντιμαχόμενες πλευρές μέχρι 12η ώρα τα μεσάνυχτα της 21ης Ιανουαρίου 1949 και αφού οι λοκατζήδες βεβαιώθηκαν ότι οι ταλαιπωρημένοι αντάρτες το 'ριξαν ξεροί από την κούραση στον ύπνο. Ο κλοιός γύρω έσφυζε περισσότερο. Μέχρι που σε αρκετές περιπτώσεις οι λοκατζήδες μπήκαν μέσα στις αυλές των σπιτιών και περίμεναν να φωτίσει τους ανυποψίαστους αντάρτες που αναπαύονταν.
Έναρξη της Μάχης
Η επίθεση εξαπολύθηκε το πρωί με το φώτισμα ταυτόχρονο απ' όλα τα σημεία, εκείνη ακριβώς την ώρα που οι αντάρτες ξεκινούσαν να πιάσουν τα υψώματα για φυλάκια. Μάλιστα φαίνεται καθαρά ότι το βράδυ δεν έγινε καμία προσπάθεια να πάνε οι διμοιρίες για υπηρεσία. Οι πρώτοι προσέκρουσαν επάνω στους λοκατζήδες που τους περίμεναν όπως είπαμε από βραδύς και τους προκάλεσαν τις πρώτες απώλειες. Οι λοκατζήδες ενεργούσαν μαζεμένοι κατά διμοιρίες γι' αυτό και τα πυρά τους ήταν εύστοχα και φονικά, έτσι έπεσαν αρκετοί. Οι αντάρτες που ξύπναγαν από τα σπίτια έτρεξαν στην πλατεία του χωριού που είχε ορισθεί χώρος συγκέντρωσης και αφού αντιμετώπιζαν τα δραστικά πυρά, έσπευσαν να γλυτώσουν πλέον δια της φυγής προς τη ρεματιά ή σε άλλα σημεία που δεν άκουγαν πυροβολισμούς.Οι λοκατζήδες όμως είχαν επισημάνει τα περάσματα και με τους όλμους και τα πολυβόλα τους φόνευαν. Το μακελειό της εξόντωσης μέσα και γύρω από το χωριό κράτησε αρκετές ώρες.
Αιφνιδιασμός
Ο αιφνιδιασμός ήταν πλήρης. Ο Ταγματάρχης Αλέκος Γ. Τσουκόπουλος όταν ξύπνησε βρέθηκε αμέσως στην πλατεία αλλά έχασε τη διοίκηση μέσα από τα χέρια του λόγω του πανικού που επικράτησε και αφού σκοτώθηκαν οι λοχαγοί του και αρκετοί διμοιρίτες. Το μόνο που κατάφερε με μερικούς, λίγους, αντάρτες που βρέθηκαν κοντά του εκείνη τη στιγμή ήταν να διαφύγει από το αφύλακτο σημείο προς το Νεκροταφείο του χωριού. Εκεί ξέχασε και το πολυβόλο μυδράλιο που είχε τοποθετηθεί και το χειριζόταν ο αντάρτης Γιάννης Γιαννακόπουλος από το χωριό Καρδαρίτσι Γορτυνίας, και το τηλέφωνο που συνέδεε τον Άγιο Βασίλειο με την Διοίκηση στο Παλιοχώρι. Έτσι μια σειρά από ατυχίες οδήγησαν στο θάνατο 100 αντάρτες. Και αφού οι λοκατζήδες εξουδετέρωσαν κάθε αντίσταση μπήκαν μέσα στα σπίτια και έκαναν έρευνες, συνέλαβαν 60 αιχμαλώτους και 35 τραυματίες. Απώλειες είχαν και οι λοκατζήδες, 6 νεκρούς και 15 τραυματίες.
Απώλειες
2) Ζαφειρόπουλος Παναγιώτης του Ζαφείρη, στρατιώτης λοκατζής της Δ' Μοίρας Καταδρομών. Γεννήθηκε στα Περιβόλια Ολυμπίας Ηλείας το 1922. Έπεσε μαχόμενος στις 22/1/1949 στον Άγιο Βασίλειο Κυνουρίας.
Αμέσως η καταδρομική δύναμη με τις 2 Μοίρες, μπροστά η Δ' και πίσω η Γ', κινήθηκε στο δρομολόγιο Βαρβίτσα-Βαμβακού-Κουφοβούνι-Πλατύ-Γαϊτανοράχη-Προφ. Ηλίας και μετά από 14 ώρες εξαντλητική πορεία επάνω σε χιονισμένες πλαγιές, έφτασε γύρω στις 9 το βράδυ, κοντά στο χωριό Άγιο Βασίλη, όπου οι ανιχνευτές εντόπισαν κινήσεις και φωταψίες. Είχαν βρει τους αντάρτες.
"Συμπληρώνονται αυτές τις μέρες 31 χρόνια από την εποχή που μια ανάξια ηγεσία θέλοντας να μετατοπίσει από τους ώμους της τα τεράστια λάθη του εμφυλίου πολέμου, έστησε προ του εκτελεστικού αποσπάσματος ένα γενναίο μαχητή στο Μοριά, τον Αλέξανδρο Τσουκόπουλο, διοικητή Τάγματος του Δημοκρατικού Στρατού ως υπεύθυνο για την απώλεια της μάχης στο χωριό Αγ. Βασίλειος-Πάρνωνος, στην οποία, αντίθετα με την ψευδή κατηγορία που του απηύθυναν, διεκρίθη και με τις δυνάμεις του αμύνθηκε εναντίον των υπερτέρων δυνάμεων του αντιπάλου ως την τελευταία στιγμή. Η περίπτωση Αλέξανδρου Τσουκόπουλου είναι ταυτόσημη με την περίπτωση Γιαννούλη, του γενναίου εκείνου που η κορυφή της ηγεσίας, τον έστειλε στο απόσπασμα για να καλύψει τα τερατώδη σφάλματά της μέχρι βαθμού εγκλήματος.
Ιστορικού Ερευνητή
Μετά τη Μάχη του Λεωνιδίου τα αντάρτικα τμήματα και οι διάφοροι σχηματισμοί που έλαβαν μέρος στην εισβολή αυτή στις 21 Ιανουαρίου 1949 πήραν διαταγή που εξέδωσε η Διοίκηση της 55ης Ταξιαρχίας του Δ.Σ. του αντισυνταγματάρχη Θόδωρου Γ. Πρεκεζέ να επιστρέψουν στις βάσεις τους στα ορμητήρια από εκεί που είχαν ξεκινήσει από διάφορα σημεία και χωριά του Πάρνωνα που έλεγχαν φυσικά κατά το μεγαλύτερο μέρος την περιοχή εκείνης της περιόδου. Οι αντάρτες θα έπρεπε να ξεκουραστούν, να ασφαλίσουν και να περιθάλψουν τους τραυματίες που είχαν από την προσβολή του στόχου στο Λεωνίδιο. Να ανασυγκροτηθούν και να προετοιμαστούν για νέες επιθέσεις όπως τις προηγούμενες που περιγράψαμε. Όλη η δύναμη της 55ης Ταξιαρχίας αποτελείτο από (850) μάχιμους αντάρτες και αντάρτισσες µε 4 τάγματα όπως θα δούμε πιο κάτω:
Ο Αγ.Βασίλειος σήμερα |
(β) το 2ο Τάγμα υπό τη διοίκηση του Γεωργίου Ατζακλή να πάει και να εγκατασταθεί στον Κοσμά,
(γ) το 3ο Τάγμα του Κώστα Βρεττάκου σε άλλο χώρο και σημείο του Πάρνωνα,
(δ)το 4ο Τάγμα από διάφορες υπηρεσίες μαζί µε τον Διοικητή της 55ης Ταξιαρχίας τον αντισυνταγματάρχη Θόδωρο Γ. Πρεκεζέ ξαναεπέστρεψε στο χωριό Παλιοχώρι όπου και η έδρα. Η πορεία της επιστροφής των αντάρτικων τμημάτων ήταν δύσκολη και κοπιαστική ύστερα από την ταλαιπωρία της μάχης και από τις δύσκολες καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν µε το κρύο του χειμώνα και τα πολλά χιόνια του Γενάρη.
Πορεία Επιστροφής
Ας γυρίσουμε πάλι στο 1ο Τάγμα του Αλέκου Γ. Τσουκοπούλου, ο οποίος εκτελούσε τη διαταγή των ανωτέρων του και οδηγούσε τους αντάρτες του στο προκαθορισμένο σημείο "στου Χιόνη το Πηγάδι". Έτσι αργά το βράδυ στρατοπέδευσε για να διανυκτερεύσει μέσα στα έλατα που δεν απείχε και πολύ μακριά από τον Άγιο Βασίλειο. Και ενώ όλα είχαν τακτοποιηθεί φυλάκια, σκοποί και αντάρτες ξεκουράζονταν, στο διάστημα αυτό ήλθε σύνδεσμος από το Παλιοχώρι από την Διοίκηση της Ταξιαρχίας που είχε εγκατασταθεί νωρίτερα εκεί.
Ο Σύνδεσμος μετέφερε γραπτή διαταγή προς τον Διοικητή του 1ου Τάγματος Αλέκο Γ. Τσουκόπουλο και του έλεγε να μετακινήσει το τάγμα και να µπει στο χωριό Άγιος Βασίλειος για καλύτερα. Διότι οι πληροφορίες που πήραν από τα Κ.Π. (Κέντρα Πληροφοριών) και από τους τηλεφωνητές που ήταν εγκατεστημένοι σε διάφορα σημεία του Πάρνωνα, τους έλεγαν ότι παντού επικρατούσε ησυχία και δεν υπήρχε φόβος για προσβολή-επίθεση από "εχθρικά" τμήματα δηλαδή από δυνάμεις του Κυβερνητικού Στρατού και πόσο µάλλον µε τέτοιες άσχημες καιρικές συνθήκες. Στη διαταγή ο ταξίαρχος Θόδωρος Γ. Πρεκεζές, τόνιζε οι αντάρτες να σιτιστούν και να κοιμηθούν μέσα στα σπίτια για ξεκούραση γιατί το χωριό ήταν φιλικό προς αυτούς. Από εκεί άλλωστε είχαν ξεκινήσει για τη Μάχη του Λεωνιδίου.
Στον Άγιο Βασίλειο διέθεταν επιμελητεία, μαγειρεία, τσαγκαράδικα, αναρρωτήριο και διάφορες άλλες υπηρεσίες. Η διαταγή έλεγε ακόμα ότι οι αντάρτες να έχουν και το νου τους διότι στο χωριό Βαμβακού στη Ν.Δ. πλευρά του Πάρνωνα έκαναν την εμφάνισή τους λοκατζήδες αλλά έκτοτε τα ίχνη τους χάθηκαν. Αυτό ακριβώς έπραξε το 1ο Τάγμα το ίδιο βράδυ της 21ης Ιανουαρίου 1949 και περί ώρα 11:30 εισήλθε στον Άγιο Βασίλειο, χωριό όπου ευρίσκεται στην ανατολική πλευρά του Πάρνωνα µε 840µ. υψόμετρο και 180 κατοίκους, ορεινό κατά τα άλλα, που περικλείεται γύρωθεν από υψώματα όπως βόρεια το ύψωμα Αχλάδα, ανατολικά το ύψωμα Τούμπανο, δυτικά το ύψωμα Κουμαριάς και νότια η έξοδος προς το χωριό Πλατανάκι. Το χωριό ήταν πολύ γνώριμο για τους αντάρτες και αφού συγκεντρώθηκαν στην πλατεία δόθηκαν οι εντολές και οδηγίες διαταγές στους διοικητές των Λόχων και στους διμοιρίτες για φυλάκια και σκοπιές περιμετρικά του χωριού και όσα άλλα προβλέπονται από τους στρατιωτικούς κανονισμούς για δυνάμεις Τάγματος που στρατωνίζονται σε κατοικημένο χώρο και στη συγκεκριμένη περίπτωση της ιδιορρυθμίας του χωριού Άγιος Βασίλειος.
Ύστερα απ' όλα αυτά οι αντάρτες διαμοιράστηκαν στα σπίτια και έπεσαν ξεροί στον ύπνο μετά από τόση κούραση και ταλαιπωρία. Δεν αντιλήφθηκαν καν το παραμικρό ότι γύρω τους ενέδρευε ο θάνατος και το πρωί της άλλης ημέρας θα τους βρει ανυποψίαστους. Διότι οι λοκατζήδες είχαν περικυκλώσει το χωριό από τις 8:30 το βράδυ πριν μπουν ακόμη οι αντάρτες μέσα. Αφήνοντας μόνο ελεύθερη την είσοδο στο Νεκροταφείο ανατολικά.
Από την άλλη πλευρά του Πάρνωνα
Να πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Μόλις ευθύς αμέσως εκδηλώθηκε η επίθεση των ανταρτών κατά της φρουράς του Λεωνιδίου η Α.Σ.Δ.Π. (Ανωτέρα Στρατιωτική Διοίκηση Πελοποννήσου) µε έδρα την Τρίπολη υπό την διοίκηση του υποστράτηγου Θωμά Πετζόπουλου µε το επιτελείο του διέταξε τις πλησιέστερες κυβερνητικές δυνάμεις να σπεύσουν προς ενίσχυση του προσβαλλόμενου αμυντικού χώρου της κωμόπολης του Λεωνιδίου. Για τον σκοπό αυτόν κινητοποιήθηκαν τάχιστα οι δυνάμεις των ΛΟΚ, η Γ' Μοίρα Καταδρομών από Τρίπολη και η Δ' Μοίρα Καταδρομών από Σπάρτη, και έφτασαν στο χωριό Bαμβακoύ από την νότια πλευρά του Πάρνωνα. Ήταν οι λοκατζήδες αυτοί που έκανε λόγο ο Θόδωρος Γ. Πρεκεζές στον Αλέκο Τσουκόπουλο στη διαταγή που του έλεγε να πάει το Τάγμα στον Άγιο Βασίλειο αλλά να έχει και το νου του διότι εμφανίστηκαν Λοκατζήδες.
Στο διάστημα αυτό η Α.Σ.Δ.Π. µε νεωτέρα διαταγή έλεγε στη διοίκηση των ΛΟΚ να σπεύσουν και να περικυκλώσουν το χωριό Άγιος Βασίλειος διότι υπήρχαν βάσιμες πληροφορίες και εκτιμήσεις ότι εκεί θα κατέληγε το Αντάρτικο Τάγμα όπως και έγινε.
Έτσι οι 1200 θρυλικοί και ακαταμάχητοι λοκατζήδες, όπως τους αποκαλούσαν πολλοί την εποχή εκείνη, έκαναν αμέσως αναστροφή της πορείας και έχοντας για οδηγό τον έφεδρο ανθυπολοχαγό από το χωριό Αράχοβα, μέσα από διαδρομή και απίθανα σημεία σε ρεματιές κατάφεραν και περπάτησαν από Bαμβακoύ, Τζίτζινα, Πλατανάκι και προσέγγισαν και περικύκλωσαν τον Άγιο Βασίλειο περί ώρα 8:30 βραδινή της 21/1/1949.
Επιχείρηση
Τ/χης Αλ.Τσουκόπουλος |
Σύνθεση δύναμης των δύο Λ.Ο.Κ.
1) Η δύναμη των δύο μοιρών ήταν 1.200 λοκατζήδες
2) Διοικητής της Γ’ Μοίρας ο ταγματάρχης (ΠΖ) Περ. Παπαθανασίου
3) Διοικητής της Δ' Μοίρας ο ταγματάρχης (ΠΖ) Ψαράκης
4) Επικεφαλής στις δύο Μοίρες ο αντισυνταγματάρχης (ΠΖ) Κώστας Λουµάκης.
5) Οι δύο Μοίρες Γ’ + Δ' διοικητικά ανήκαν στην 78η Ταξιαρχία Καταδρομών
6) 10 λοχαγοί διοικητές αντίστοιχα σε 10 Λόχους
7) 40 ανθυπολοχαγοί αντίστοιχα σε 40 Διμοιρίες
β) 10 επιλοχίες αντίστοιχα σε 10 Λόχους
9) 120 Λοχίες ομαδάρχες συνολικά.
Εξοπλισμός που διέθεταν
10) 120 οπλοπολυβόλα Μπρεν
11) 180 αυτόματα αμερικάνικου τύπου
12) 20 όλμους μέσου βεληνεκούς
13) Οι υπόλοιποι λοκατζήδες µε ημιαυτόματα Μ 1
14) 40 φορητούς ασύρματους για επικοινωνία 500 μέτρα
15) 4 βαριά πολυβόλα VIGERS αμερικάνικου τύπου
16) 1 ασύρματο επικοινωνίας με την ΑΣ.Δ.Π.-Τρίπολης
17) Αφθονία σε πυρομαχικά και πολεμοφόδια
Αυτή ήταν η σύνθεση σε άνδρες και εξοπλισμό που διέθεταν οι δύο Μοίρες των ΛΟΚ.
Αυτά μεσολάβησαν στις δύο αντιμαχόμενες πλευρές μέχρι 12η ώρα τα μεσάνυχτα της 21ης Ιανουαρίου 1949 και αφού οι λοκατζήδες βεβαιώθηκαν ότι οι ταλαιπωρημένοι αντάρτες το 'ριξαν ξεροί από την κούραση στον ύπνο. Ο κλοιός γύρω έσφυζε περισσότερο. Μέχρι που σε αρκετές περιπτώσεις οι λοκατζήδες μπήκαν μέσα στις αυλές των σπιτιών και περίμεναν να φωτίσει τους ανυποψίαστους αντάρτες που αναπαύονταν.
Έναρξη της Μάχης
Η επίθεση εξαπολύθηκε το πρωί με το φώτισμα ταυτόχρονο απ' όλα τα σημεία, εκείνη ακριβώς την ώρα που οι αντάρτες ξεκινούσαν να πιάσουν τα υψώματα για φυλάκια. Μάλιστα φαίνεται καθαρά ότι το βράδυ δεν έγινε καμία προσπάθεια να πάνε οι διμοιρίες για υπηρεσία. Οι πρώτοι προσέκρουσαν επάνω στους λοκατζήδες που τους περίμεναν όπως είπαμε από βραδύς και τους προκάλεσαν τις πρώτες απώλειες. Οι λοκατζήδες ενεργούσαν μαζεμένοι κατά διμοιρίες γι' αυτό και τα πυρά τους ήταν εύστοχα και φονικά, έτσι έπεσαν αρκετοί. Οι αντάρτες που ξύπναγαν από τα σπίτια έτρεξαν στην πλατεία του χωριού που είχε ορισθεί χώρος συγκέντρωσης και αφού αντιμετώπιζαν τα δραστικά πυρά, έσπευσαν να γλυτώσουν πλέον δια της φυγής προς τη ρεματιά ή σε άλλα σημεία που δεν άκουγαν πυροβολισμούς.Οι λοκατζήδες όμως είχαν επισημάνει τα περάσματα και με τους όλμους και τα πολυβόλα τους φόνευαν. Το μακελειό της εξόντωσης μέσα και γύρω από το χωριό κράτησε αρκετές ώρες.
Αιφνιδιασμός
Ο αιφνιδιασμός ήταν πλήρης. Ο Ταγματάρχης Αλέκος Γ. Τσουκόπουλος όταν ξύπνησε βρέθηκε αμέσως στην πλατεία αλλά έχασε τη διοίκηση μέσα από τα χέρια του λόγω του πανικού που επικράτησε και αφού σκοτώθηκαν οι λοχαγοί του και αρκετοί διμοιρίτες. Το μόνο που κατάφερε με μερικούς, λίγους, αντάρτες που βρέθηκαν κοντά του εκείνη τη στιγμή ήταν να διαφύγει από το αφύλακτο σημείο προς το Νεκροταφείο του χωριού. Εκεί ξέχασε και το πολυβόλο μυδράλιο που είχε τοποθετηθεί και το χειριζόταν ο αντάρτης Γιάννης Γιαννακόπουλος από το χωριό Καρδαρίτσι Γορτυνίας, και το τηλέφωνο που συνέδεε τον Άγιο Βασίλειο με την Διοίκηση στο Παλιοχώρι. Έτσι μια σειρά από ατυχίες οδήγησαν στο θάνατο 100 αντάρτες. Και αφού οι λοκατζήδες εξουδετέρωσαν κάθε αντίσταση μπήκαν μέσα στα σπίτια και έκαναν έρευνες, συνέλαβαν 60 αιχμαλώτους και 35 τραυματίες. Απώλειες είχαν και οι λοκατζήδες, 6 νεκρούς και 15 τραυματίες.
Απώλειες
Οι δυνάμεις των ΛΟΚ από τις μεσημβρινές ώρες και μετά ενώ είχαν ολοκληρώσει δια της εισβολής τους την αποστολή τους και αφού επέτυχαν τον στόχο στον Άγιο Βασίλειο άρχισαν να αποχωρούν από το πεδίο της μάχης συντεταγμένοι από στρατιωτικής πλευράς με λόχο δια εμπροσθοφυλακή, στη συνέχεια το κυρίως σώμα και ο λόχος για οπισθοφυλακή. Γεγονός είναι ότι σε όλο αυτό το διάστημα της μάχης κάποιοι αντάρτες που διέφυγαν κατέφτασαν στο Παλιοχώρι και ειδοποίησαν τη διοίκηση των ανταρτών και τον Θόδωρο Πρεκεζέ ο οποίος μετακίνησε όσες δυνάμεις είχε προς καταδίωξη των λοκατζήδων που αποχωρούσαν από το ίδιο δρομολόγιο που είχαν μπει οι αντάρτες το προηγούμενο βράδυ. Οι λοκατζήδες βιάζονταν να φτάσουν νωρίς στο Λεωνίδιο μεταφέροντας τους 6 νεκρούς λοκατζήδες και τους τραυματίες τους, τους αιχμαλώτους αντάρτες και πολίτες. Οι αντάρτες που κατέφθασαν δεν κατάφεραν πολλά πράγματα στους αποχωρούντες εκτός από την ανταλλαγή με λίγους πυροβολισμούς με την οπισθοφυλακή χωρίς να προξενήσουν σοβαρό πρόβλημα.
Οι λοκατζήδες θα επιβιβασθούν στα πολεμικά πλοία Σύμη και Πίνδος και θα αποβιβασθούν στο Ναύπλιο, από 'κει σιδηροδρομικώς θα φτάσουν την άλλη μέρα στην Τρίπολη στη βάση τους κάτω από ενθουσιώδη υποδοχή από τις στρατιωτικές και πολιτικές αρχές και από πλήθος κόσμου της πόλης και μαθητές των γυμνασίων.
Απώλειες Λοκατζήδων
Από πλευράς των Λοκατζήδων φονεύθηκαν:
1) Παπαστεφάνου Κωνσταντίνος του Ιωάννου, στρατιώτης λοκατζής της Γ’ Μοίρας Καταδρομών. Γεννήθηκε στην Τρίσταινα Δωδώνης Ιωαννίνων το 1925. Έπεσε μαχόμενος στις 22/1/1949 στον Άγιο Βασίλειο Κυνουρίας.
Μνημείο πεσόντων, Λεωνίδιο |
3) Ηλιάδης Χρήστος του Στυλιανού, στρατιώτης λοκατζής της Δ' Μοίρας Καταδρομών. Γεννήθηκε στα Πλαταvάκια Σερρών το 1924. Έπεσε μαχόμενος στις 22/1/1949 στον Άγιο Βασίλειο Κυνουρίας.
4) Κεφαλωνίτης Φραγκίσκος του Μάρκου, στρατιώτης λοκατζής της Γ’ Μοίρας Καταδρομών. Γεννήθηκε στη Τήνο Κυκλάδων το 1921. Έπεσε μαχόμενος στις 22/1/1949 στον Άγιο Βασίλειο Κυνουρίας.
5) Δρούζας Kωνσταvτίνoς του Βασιλείου, Στρατιώτης λοκατζής της Γ’ Μοίρας Καταδρομών. Γεννήθηκε στο Ζευγολατιό Κορινθίας το 1925. Έπεσε μαχόμενος στις 22/1/1949 στον Άγιο Βασίλειο Κυνουρίας.
6) Χανδράκης Γρηγόριος του Αριστείδη, στρατιώτης λοκατζής της Γ’ Μοίρας Καταδρομών. Γεννήθηκε στον Πειραιά Αττικής το 1925. Έπεσε μαχόμενος στις 22/1/1949 στον Άγιο Βασίλειο Κυνουρίας. Στην είσοδο του Λεωνιδίου έχει ανεγερθεί Μνημείο με τα ονόματα των 6 λοκατζήδων.
Το κείμενο είναι αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Αρκαδικοί Ορίζοντες»
Συμπληρωματικά, και για την καλύτερη ενημέρωσή σας, προτείνουμε την ανάγνωση μαρτυρίας ενός Καταδρομέα που υπηρέτησε στη Δ' Μοίρα Καταδρομών με το βαθμό του έφεδρου λοχία, και συμμετείχε στην επιχείρηση του Αγ. Βασιλείου.
Η μαρτυρία του δημοσιεύτηκε στο ιστολόγιο «Εφημερίδα των Ειδικών Δυνάμεων» ενώ στο ίδιο δημοσίευμα αναφέρεται και η τύχη του διοικητή του 1ου Τάγματος Αλέκου Γ. Τσουκόπουλου ο οποίος θεωρήθηκε από τους ανωτέρους του ως υπεύθυνος για την απώλεια της μάχης στον Αγ. Βασίλειο και εκτελέστηκε.
Η καταδρομή στον Άγιο Βασίλη
Ο κύριος Σπύρος είναι ένας γείτονας. Κάθε μέρα γύρω στις 10 το πρωί, αφού τελειώσει τις αγροτικές του δουλειές, κατευθύνεται προς την πλατεία του χωριού, για τον καθιερωμένο από χρόνια καφέ με τους φίλους του. Είναι γύρω στα 87 του, αλλά περπατάει χωρίς μαγκούρα σταθερά, είναι λεπτός και τα χέρια του κρατάνε ακόμα.
Εκτός από γείτονες έχουμε ακόμη κάτι κοινό. Έχουμε και οι δυο υπηρετήσει στις Δυνάμεις Καταδρομών ή όπως συνηθίζει ο κόσμος να τις αποκαλεί από πολύ παλιά, στους ΛΟΚ. Δεν θα μιλήσω για μένα αλλά γι' αυτόν, τον Καταδρομέα της Δ' Μοίρας , που έλαβε μέρος σε όλες τις επιχειρήσεις της περιόδου '46-49 με το βαθμό του έφεδρου λοχία και αργότερα επιλοχία, όπως ο ίδιος υπερηφανεύεται.
Από τότε που γνωριστήκαμε μου έχει διηγηθεί ένα σωρό ιστορίες, που άλλες τις ήξερα γιατί τις είχα ξανακούσει ή διαβάσει και άλλες δεν τις γνώριζα καθόλου, ή δεν τις γνώριζα καλά. Μου είπε για την συγκρότηση των πρώτων Λόχων, για τον Καλίνσκη, για την εκπαίδευση από Έλληνες Ιερολοχίτες αλλά και από Εγγλέζους τον πρώτο καιρό, για τις επιχειρήσεις, για τους φίλους που έχασε, γι' αυτούς που μαζί πολεμώντας ανέβαιναν τα κακοτράχαλα βουνά της βασανισμένης πατρίδας μας, για τις σκληρές μάχες που έδωσαν, για την πάλη μέχρι θανάτου με τους αντάρτες και τα οργανωμένα τακτικά τμήματα του ΔΣΕ, για την θλίψη που ένοιωθε κάθε φορά που τελείωνε μια μάχη, βλέποντας τους σκοτωμένους και από τις δύο πλευρές, για το θυμό που είχε, όταν συναντούσε "πωρωμένους" και "αιμοδιψείς" ανθρώπους και από τις δύο πλευρές.
Η μνήμη του δεν έχει ξεθωριάσει. Θα έλεγα ότι μετά από όλα αυτά τα χρόνια αντιμετωπίζει με μεγάλη αντικειμενικότητα και νηφαλιότητα τα πράγματα. Είναι σίγουρος ότι δεν πολέμησε τότε μάταια. Έπρεπε δυστυχώς έτσι να γίνει. Λυπάται γι αυτούς που έφυγαν, φίλους και συμπολεμιστές, αλλά και αντίπαλους, που έπρεπε να αντιμετωπίσει. Στενοχωριέται και για το σήμερα, όμως με αισιοδοξία μου λέει ότι η τωρινή γενιά θα τα ξεπεράσει τα προβλήματα, όπως έκανε και η δική του που είχε, το τονίζει, πολύ μεγαλύτερα προβλήματα να λύσει.
Από όσες ιστορίες μου έχει διηγηθεί, ορισμένες χαράχτηκαν για τα καλά στο μυαλό του, γιατί έφτασε στα όρια του θανάτου. Μία από αυτές, ήταν η καταδρομή σ' ένα χωριό του Πάρνωνα, στην Πελοπόννησο, τον Άγιο Βασίλειο.
Ήταν 21 Ιανουαρίου του 1949. Βαρύς χειμώνας με πολύ χιόνι μέχρι κάτω στα πεδινά. Στο βουνό έφτανε σε ορισμένες γωνιές και τα δύο μέτρα. Την προηγούμενη νύκτα είχε προηγηθεί η επίθεση στο Λεωνίδιο από τα συγκροτήματα των δύο αρχηγών του ΕΛΑΣ του Πρεκεζέ και του Κονταλώνη. Η Μάχη του Λεωνίδιου, κράτησε μέχρι τα ξημερώματα, αλλά η πόλη αντιστάθηκε.Τα ανταρτικά τμήματα αποχώρησαν και βρήκαν καταφύγιο στα ορεινά χωριά του Πάρνωνα, στο Παλαιοχώρι, στον Κοσμά, στον Άγιο Βασίλη και στο Πλατανάκι. (Δείτε χάρτη). Δρόμοι δεν υπήρχαν πολλοί και αυτοί που ήταν είχαν σκεπασθεί από το χιόνι. Ήταν ήσυχοι οι αντάρτες ότι δεν κινδυνεύουν. Ποιός να τους έφτανε εκεί;
Το πρωί εκείνης της ημέρας, η Δ' και η Γ' Μοίρες, βρίσκονταν στη Βαρβίτσα, μετά από επιχείρηση που είχαν κάνει το βράδυ της 20/21 Ιανουαρίου εκεί. Πριν προλάβουν να ξεκουραστούν και να φάνε, ήλθε σήμα από την Ανωτέρα Στρατιωτική Διοίκηση Πελοπονήσου, που τους ενημέρωνε για την κατάσταση και τους ζητούσε να κινηθούν προς την περιοχή Κοσμά-Αγ. Βασιλείου, για εντοπισμό και εξουδετέρωση των ανταρτών.
Άνδρες των ΛΟΚ . |
Αν και η κίνηση έγινε με το φως της ημέρας, ο κακός καιρός βοήθησε την κατάσταση. Προχωρούσαν κοντά στις κορυφογραμμές για να μην πέφτουν σε πολύ χιόνι που τους καθυστερούσε. Οι άνδρες ήταν νηστικοί σχεδόν για 36 ώρες! Και όμως προχωρούσαν χωρίς διαμαρτυρία, πειθαρχημένα και προσεκτικά. Αντάρτες δεν φαινόντουσαν πουθενά. Καλού-κακού είχαν αναπτύξει μπροστά ανιχνευτές, στα πλάγια πλαγιοφυλακές και ένα λόχο οπισθοφυλακή. Οι στολές, τα άρβυλα και η "Αλάσκες" που τους είχαν δώσει, έκαναν καλή δουλειά.
'Ενας λοχίας εκείνη την ημέρα, είχε αναλάβει καθήκοντα διμοιρίτη, μια και ο κανονικός διμοιρίτης, ο ανθυπολοχαγός ήταν απών. Η διμοιρία του ήταν οι ανιχνευτές, που "άνοιγαν" το δρομολόγιο της Δ' Μοίρας. Κατάλαβαν ότι έφτασαν κοντά στο χωριό το βράδυ, από τα γέλια και τις φωνές, που έδειχναν ότι οι αντίπαλοι το διασκέδαζαν. Είδαν με ικανοποίηση ότι δεν υπήρχαν σκοπιές!
Ειδοποιήθηκε ο διοικητής της δύναμης και η διαταγή έφτασε πολύ γρήγορα. "Κύκλωση του χωριού και προσβολή με το ξημέρωμα της 22 Ιανουαρίου, κατόπιν εντολής. Να επιτρέπουν την είσοδο και την έξοδο των ανταρτών μέχρι τότε, αν είναι λιγότεροι από τρεις. Αν η κύκλωση γίνει αντιληπτή πιο νωρίς, άμεση προσβολή του εχθρού". Οι τελευταίοι που έφτασαν στις δέκα και μισή το βράδυ ήταν εφοδιοπομπή με μουλάρια από την Καστανίτσα.
Στο μεταξύ η Δ' Μοίρα τοποθέτησε αποκοπή, δύο λόχους προς Παλαιοχώρι και η Γ' Μοίρα ένα λόχο προς Καστανίτσα για να εμποδίσουν τυχόν ενισχύσεις των ανταρτών. Ειδικά το δρομολόγιο προς Παλαιοχώρι το ήθελε ο διοικητής της καταδρομικής δύναμης, να είναι κάτω από τον έλεγχο της Δ' Μοίρας, ανεξάρτητα από την εξέλιξη της επιχείρησης.
Τρεις λόχοι της Δ' Μοίρας κύκλωσαν το χωριό από ανατολικά και νότια, ενώ δύο λόχοι της Γ' Μοίρας από βορρά και νότο. Ο λοχίας με τη διμοιρία του, κατέβηκε προς το χωριό από ανατολικά, μαζί με τον υπόλοιπο λόχο. Πλησίασαν κοντά στα πρώτα σπίτια του χωριού. Το κρύο τσουχτερό. Οι αντάρτες τρώγανε και πίνανε. "Ούτε πουλί πετούμενο δεν έρχεται εδώ", ακούστηκε κάπου μια φωνή.
Γύρω στις 6 το πρωί, φάνηκαν αντάρτες σε μικρές ομάδες , να κινούνται από το χωριό προς τα υψώματα, για να εγκαταστήσουν φυλάκια. Τότε το θυμήθηκαν. Μία τέτοια ομάδα πλησίασε τη διμοιρία του λοχία. Ξαφνικά κοντοστάθηκαν. Φάνηκαν να είχαν καταλάβει κάτι, από μια λανθασμένη κίνηση ίσως, ενός καταδρομέα. Ήταν έμπειροι σε τέτοιες μάχες και ήξεραν τι γίνεται. "Μας την έχουν στημένη", ξαφνικά ούρλιαξε ο αρχηγός της ομάδας και πήγε να ρίξει με το όπλο του. Ο λοχίας πυροβόλησε και ακολούθησαν και οι άλλοι άνδρες της διμοιρίας. Τους έριξαν όλους κάτω. Η διμοιρία προχώρησε προς το χωριό και ξεκαθάριζε τις αντιστάσεις. Τα πυρά της καταδρομικής δύναμης ήταν τόσο σφοδρά και φονικά, που αιφνιδίασαν τους αντάρτες. Όπου και αν προσπάθησαν να διαφύγουν, έπεφταν σε ενέδρες και εξοντώνονταν.
Ο λοχίας με τη διμοιρία του έδινε γερή μάχη. Είχε τραυματιστεί ένας άνδρας του ψηλά στον μηρό! Όταν τον πλησίασε για να δει πώς είναι η κατάστασή του, ο τραυματισμένος τον ρώτησε: Η "οικογένειά μου" είναι καλά; Αυτό τον ένοιαξε πιο πολύ! Ο λοχίας, αφού είδε ότι δεν κινδύνευε, του απάντησε: "Παλιόσκυλο, έχεις ανάγκη εσύ;" Τον μάζεψαν και συνέχισαν τον αγώνα. Ξαφνικά , ενώ περνούσε μία μάντρα, του ρίχτηκε ένας μεγαλόσωμος αντάρτης, τον έπιασε από τον λαιμό και πριν προλάβει ν' αντιδράσει έπεσαν κάτω και άρχισε μια πάλη. Τελείωσε πολύ σύντομα με μία μαχαιριά κάτω από τα πλευρά. Ο λοχίας έτρεξε να προλάβει τους άντρες του.
Στις 8 το πρωί, κάθε αντίσταση ανταρτών μέσα στο χωριό είχε σταματήσει. Τότε ενημερώθηκαν ότι ισχυρή ανταρτική δύναμη ερχόταν από Παλαιοχώριο. Οι δύο λόχοι της Δ' Μοίρας τους ανέκοψαν και στη συνέχεια με υποχωρητικό αγώνα όλοι οι λόχοι με εναλλαγή τους αντιμετώπιζαν, μέχρι τις 5 το απόγευμα, οπότε διέκοψαν την επαφή μπροστά από το Λεωνίδιο, με ελάχιστα πυρομαχικά στα χέρια.
Οι αντάρτες μέσα στον Άγιο Βασίλη θρήνησαν πολλά θύματα. Εκεί βρισκόταν ολόκληρο το 1ο Τάγμα της 55 Ταξιαρχίας τους, ένας λόχος του 3ου Τάγματος και όλη η επιμελητεία της περιοχής. Είχαν 208 νεκρούς (μέσα σ' αυτούς ήταν και ο πολιτικός καθοδηγητής) και 85 αιχμαλώτους, χωρίς να υπολογίζονται οι απώλειες της δύναμης ενισχύσεως από Παλαιοχώρι. Όλος ο οπλισμός τους καταστράφηκε. Η Δ' Μοίρα είχε 2 νεκρούς οπλίτες και 9 τραυματίες.
Για την επιτυχία της καταδρομικής δύναμης ο Αρχιστράτηγος Παπάγος έστειλε το παρακάτω μήνυμα:
" Εκφράζω ευαρέσκειάν μου Αξιωματικούς και Οπλίτας Γ' και Δ' Μ.Κ. δια λίαν τολμηρόν και άκρως επιτυχές εγχείρημά των, εις ΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΠΑΡΝΩΝΟΣ. Είμαι ευτυχής διότι εκφράζω την πρώτην ευαρέσκειάν μου εις το επίλεκτον όπλον του ΚΑΤΑΔΡΟΜΕΩΣ. Αναμένω συνέχισιν αξιέπαινων προσπαθειών των" ΑΡΧΙΣΤΡΑΤΗΓΟΣ
Μετά από αυτή τη μάχη, το ηθικό των ανταρτών κατέπεσε στην Πελοπόννησο. Ήταν η αρχή του τέλους γι' αυτούς εκεί. Ο λοχίας ήταν ο κύριος Σπύρος, όπως θα έχετε καταλάβει.
Τί απέγινε ο διοικητής του Τάγματος των ανταρτών; Διαβάστε παρακάτω από δικές τους πηγές:
Τα τέλη του Ιανουαρίου 1980 ο "Ριζοσπάστης" δημοσίευσε μια νεκρολογία για τον καπετάνιο Αλέκο Τσουκόπουλο. Συμπληρώθηκαν 31 χρόνια από τον θάνατό του. Στην νεκρολογία το όργανο του Κ.Κ.Ε. εξεθείαζε τις αρετές του καπετάνιου και προσέθετε παρεμπιπτόντως ότι "σκοτώθηκε υπό τραγικές συνθήκες".
Ποιες είναι αυτές οι "τραγικές συνθήκες"; Το αποκάλυπτε λίγες μέρες νωρίτερα η "Αυγή" (26.1.1980) που, δια χειρός Τάσου Βουρνά, νεκρολογούσε ως εξής τον καπετάνιο της Πελοποννήσου:
Άνδρες των ΛΟΚ σε πορεία |
" Το φοβερό είναι ότι ο Τσουκόπουλος είχε αντιληφθεί πως θα ήταν το εξιλαστήριο θύμα της ηγεσίας και παρέμεινε ακλόνητος εκεί που τάχθηκε λέγοντας απλά στους στενούς φίλους και συνεργάτες του, όπως μαρτυρεί ο συμμαχητής του Όμηρος ("Ελευθεροτυπία" 12 Ιανουαρίου 1979): "Θα γίνω το εξιλαστήριο θύμα. Πρέπει να βρεθεί ένας άλλος Γιαννούλης"...
" Και δεν είχε άδικο. Ο Αλέξανδρος Τσουκόπουλος παραπέμφθηκε εσπευσμένα σε έκτακτο ανταρτοδικείο με την κατηγορία του υπεύθυνου για την πανωλεθρία των αντάρτικων μονάδων στον Πάρνωνα τον Δεκέμβριο του 1948 και το Γενάρη του 1949. Πρόεδρος του Στρατοδικείου (το οποίο συγκροτήθηκε, σημειωτέον χωρίς επίσημη διαταγή του αρχηγείου Πελοποννήσου αλλά παρασκηνιακά, και συνεπώς παράνομα για το δίκαιο του πολέμου ήταν ο Κωνσταντίνος Βρεττάκος, αρχηγός του αντάρτικου συγκροτήματος και μέλη οι Κατελάνος και Γεωργόπουλος.
Το στρατοδικείο των ανταρτών συνήλθε στο χωριό Πλατανάκι και ο Τσουκόπουλος καταδικάσθηκε παμψηφεί σε θάνατο. Λίγες μέρες αργότερα εκτελέστηκε από αντάρτικο βόλι, ο άνθρωπος που πολέμησε ηρωικά στην Αλβανία ως αξιωματικός, κατόπι στις γραμμές του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου και τέλος στο Δημοκρατικό Στρατό για να βρει άδικο θάνατο από το βόλι των συμμαχητών του, γιατί έτσι το θέλησε μια πτοημένη και ανάξια ηγεσία προκειμένου να καλύψει τις ευθύνες της."
Ανιχνευτής
Πηγή: Η Ιστορία των Μονάδων Καταδρομών ΓΕΣ/3ο ΕΓ
Αναδημοσίευση από http://tolmwnnika.blogspot.com/2011/01/blog-post_24.html
Από μικρό παιδί έβλεπα τον πατέρα μου-την δεκαετία του 60, 70- να κάνει παρέα και να συζητά για όλα όσα έγιναν σε όλη τη διάρκεια του εμφυλίου αλλά και για την μάχη στον Αγιο Βασίλειο,έχοντας ο ίδιος υπηρετήσει τότε σε μονάδα των ΜΑΥ, με άλλους γνωστούς μας και συγχωριανούς μας που πολέμησαν ως αντάρτες στο Τάγμα Τσουκόπουλου και γλύτωσαν από τη σφαγή τελευταία στιγμή (ο ένας ως αιχμάλωτος).Εύχομαι να είναι ο τελευταίος αλληλοσπαραγμός.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟσοι τραυματιες δεν μπορουσαν να ακολουθησουν εκτελουνταν επι τοπου.Στο καραβι που τους μετεφερε στο ναυπλιο τους εδεναν με σκοινια και τους πεταγαν στη θαλασσα να τους τραβαει το πλοιο.Υπαρχουν πολλες μαρτυριες για το τελευταιο αλλα και για τις εκτελεσεις τραυματιων στη χαραδρα απο του μανωλακη τον πυργο μεχρι λεωνιδι
ΔιαγραφήΕκεί πολέμησε ο πατέρας μου λοχιας στην Δ μοιρα καταδρομών και οι συλληφθέντες δεν εκτελέστηκαν.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤα πολυβόλα Vikers και όχι φυσικά Vigers, ήταν βρετανικά και όχι "βαρέος τύπου". Είχαν διαμέτρημα 7,7 χλστ. όπως και τα τυφέκια. Ήταν βαριά διότι διέθεταν τρίποδα και ψυγείο - ήταν υγρόψυκτα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτις απώλειες των ΛΟΚ αναφέρεται το όνομα: Χανδράκης Γρηγόριος του Αριστείδη, το οποίο δεν αναγράφεται στην μαρμάρινη στήλη του Λεωνιδίου. Στην θέση του υπάρχει το όνομα του Αδάμ Βασιλείου από το Ακραίφνιο Βοιωτίας, τον θάνατο του οποίου τον διασταύρωσα από τους συγγενείς του και έγινε έξω από το Παλαιωχώρι οπού παρακολουθούσε τις κινήσεις των ανδρών του Πρεκεζέ.
ΑπάντησηΔιαγραφή