Του Αριστειδη Χατζη*
Η Ιστορία δεν είναι θρησκεία. Ο ιστορικός δεν δέχεται κανένα δόγμα, δεν σέβεται καμία απαγόρευση, δεν γνωρίζει ταμπού. Μπορεί κιόλας να ενοχλεί.
Πιερ Βιντάλ-Νακέ
Η συζήτηση και οι αντιδράσεις που προκάλεσε το βιβλίο της 6ης δημοτικού εξέπληξε πολλούς, αλλά μάλλον αδικαιολόγητα. Οι περισσότεροι φαίνεται να εντυπωσιάστηκαν από τις «ανίερες συμμαχίες» που σχηματίστηκαν και από τη σφοδρότητα των αντιδράσεων. Κακώς! Σε μια χώρα που κανείς δεν φαίνεται να έχει πάρει στα σοβαρά τη ρήση του Σολωμού για τη σχέση αληθούς και εθνικού θα πρέπει όλα να τα περιμένει κανείς.
Εμένα όμως με εντυπωσίασε κάτι άλλο. Την ίδια στιγμή που ωρύονταν οι μεν και οι δε στην «υπόθεση Ρεπούση», μια άλλη σκληρή ιστορικο-πολιτική σύγκρουση σοβούσε. Για την ακρίβεια είχαμε ένα νέο επεισόδιο μιας παλαιότερης σύγκρουσης, καθώς οι καθηγητές Στάθης Καλύβας και Νίκος Μαραντζίδης των Πανεπιστημίων Yale και Μακεδονίας αντίστοιχα, έθιγαν τις ιερές αγελάδες της ελληνικής Αριστεράς. Εδώ και μερικά χρόνια οι δύο πολιτικοί επιστήμονες ισχυρίζονται ότι ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος ξεκίνησε όχι το 1946 αλλά στη διάρκεια της κατοχής διαμέσου της βίας που εξαπέλυσε το ΕΑΜ εναντίον των ανταγωνιστών του είτε γιατί εμπόδιζαν τους σκοπούς του για την επόμενη ημέρα είτε γιατί απλά υπήρχαν. Διαφορετικά είναι ακόμα και τα μεθοδολογικά εργαλεία που χρησιμοποιούν καθώς δίνουν μια διαφορετική εικόνα για εκείνη την ιστορική περίοδο από αυτήν που ήδη ξέραμε και (μεταξύ των άλλων) αντιμετωπίζουν με «ανόσιο» τρόπο τα τάγματα ασφαλείας, εντάσσοντάς τα στον κατοχικό εμφύλιο πόλεμο.
Φυσικά οι δύο καθηγητές δέχτηκαν πολλές επιθέσεις για τη συγκεκριμένη έρευνά τους - επιθέσεις οι οποίες συνεχίζονται και εντάθηκαν πρόσφατα μετά την έκδοση του ημερολογίου του υπουργού Στρατιωτικών της «Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης» και πρωτοπαλίκαρου του Ζαχαριάδη, Δημήτρη Βλαντά. Ο Βλαντάς στο ημερολόγιό του απομυθοποεί πράγματα που προφανώς έπρεπε να προστατευθούν μαζί με το κρυφό σχολειό και την Αγία Λαύρα. Το ημερολόγιο αυτό εξέδωσε ο «γνωστός» Μαραντζίδης κι ας πούμε ότι δεν ενθουσίασε ιδιαίτερα τους φύλακες της ιστορικής μας μνήμης.
Φρόντισαν λοιπόν να μας ενημερώσουν για τους πραγματικούς σκοπούς Καλύβα, Μαραντζίδη και CIA: είναι οι «νικητές» που γράφουν ξανά την ιστορία καλύπτοντας «τον ιδεοληπτικό φανατισμό τους πίσω από τους πέπλους της αυτάρεσκης ιστορικής τους αυτοπεποίθησης», έχουν «εμφανή πολιτικό στόχο την απονομιμοποίηση των ιδεολογικών βάσεων του μεταπολεμικού κράτους πρόνοιας στην Ευρώπη και της μεταπολιτευτικής συναίνεσης στην Ελλάδα» και για να τα πούμε και πιο χοντρά: είναι «κυνηγοί κεφαλών» που βλέπουν τα πράγματα από τη «σκοπιά των ναζί και της χρυσής νεολαίας του Χίτλερ». Μα γιατί τα κάνουν όλα αυτά; «Μήπως, λέω μήπως, αυτά τα «επώνυμα» υπερατλαντικά ιδρύματα που τόσο πλούσια επιδοτούν και ενισχύουν τέτοιου είδους κινήσεις στη χώρα μας και αλλού γνωρίζουν κάτι περισσότερο;». Πρόκειται τελικά για την «πολιτική ορθότητα του υπεράνω πατρίδων κοσμοπολιτισμού του κεφαλαίου» και βέβαια για «επιστημονική ανεπάρκεια» (ωχ! Συγγνώμη, λάθος - αυτά γράφτηκαν για τη κ. Ρεπούση).
Μα καλά, πού πήγε εκείνο το παλιό: «Αγαπητοί κύριοι συνάδελφοι έχετε άδικο διότι (α), (β), (γ) κ.λπ., όπως αποδεικνύεται από αυτές τις πηγές, τις μαρτυρίες, τα αρχεία». Το ότι τέτοιου είδους παλιομοδίτικες αντιδράσεις δεν υπάρχουν ή προφανώς δεν επαρκούν, εμένα τουλάχιστον με προβληματίζει.
Το δεύτερο ερώτημά μου είναι πού βρίσκονται όλοι αυτοί που υπερασπίστηκαν το δικαίωμα της κ. Ρεπούση και της ομάδας της να κριθεί με κριτήρια καθαρώς επιστημονικά (ακόμα κι αν διαφωνούσαν μαζί της) και θεώρησαν απαράδεκτα τα απεχθή υπονοούμενα και τις μακαρθικού τύπου κατηγορίες εναντίον της. Διαβάσαμε πολλά άρθρα στο διάστημα αυτό από σοβαρούς ιστορικούς και άλλους κοινωνικούς επιστήμονες, αρθρογράφους και πολιτικούς. Δεν χρειάζεται να συμφωνούν με τις απόψεις τους ή έστω να τους σέβονται σαν κοινωνικούς επιστήμονες για να πράξουν όπως η επιστημονική δεοντολογία απαιτεί. Μάλλον δεν θα πρόσεξαν ότι κάτι παρόμοια άσχημο συνέβαινε ταυτόχρονα κατά άλλων συναδέλφων.
Το τρίτο ερώτημα: Μα είναι τόσο επικίνδυνοι αυτοί οι δύο; (κι ο Βλαντάς τρεις) Στην ομάδα αυτή (που θίγει τις ιερές αγελάδες της αριστεράς) ας προσθέσουμε όμως και τον Θανάση Βαλτινό, τον Αλέξανδρο Κοτζιά και τον Νίκο Κάσδαγλη, τον Μάνο Ελευθερίου ακόμα και τον Κώστα Φέρρη.
Βέβαια εδώ το ερώτημα είναι άλλο - και πολύ πιο κρίσιμο. Ποιος έπρεπε να νικήσει στον εμφύλιο πόλεμο; Στη μεγάλη αυτή σύγκρουση που όρισε και εξακολουθεί, δυστυχώς, να ορίζει την ελληνική πολιτική σκηνή τα τελευταία 60 χρόνια, είχαμε τη σύγκρουση δύο πολιτικών παρατάξεων. Μπορεί τα όργανα των παρατάξεων αυτών να ήταν σε πολλές περιπτώσεις ό,τι χειρότερο κατακάθι ξέβρασε αυτή η κακορίζικη περίοδος, αλλά αυτό πια δεν έχει σημασία. Στους εμφυλίους, όπως ο Τάκιτος, νομίζω, γράφει, χρησιμοποιείς ό,τι υλικό έχεις, κυρίως το χειρότερο που απέμεινε.
Ποια από τις δύο παρατάξεις έπρεπε να νικήσει; Η κομμουνιστική Αριστερά από τη μια ή η Δεξιά και το Κέντρο από την άλλη; Φυσικά δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα. Οταν μιλάμε για Δεξιά και Κέντρο πρέπει να συμπεριλάβουμε το Παλάτι, τους Αμερικανούς, τον ΙΔΕΑ και το παρακράτος, αλλά και όταν μιλάμε για ΚΚΕ πρέπει να συμπεριλάβουμε τον Στάλιν, το παραπέτασμα και φυσικά τη «λύση του μακεδονικού». Ενας φιλελεύθερος όπως εγώ, που γεννήθηκε μια 20ετία μετά τον εμφύλιο, νιώθει αποστροφή και για τα δύο άκρα. Ανάμεσα όμως σε δύο κακές επιλογές (με το πλεονέκτημα της απόστασης των 60 χρόνων) δεν μας επιτρέπεται να είμαστε αγνωστικιστές. Ξέρουμε πολύ καλά πού οδήγησε η μία επιλογή (προβληματική δημοκρατία, πολίτες Β΄ κατηγορίας, ξερονήσια, βία και νοθεία, χούντα), αλλά φαντάζει ως belle ?poque μπροστά σε αυτό που θα ακολουθούσε αν κέρδιζε η άλλη παράταξη. Μετά ένα τόσο σκληρό εμφύλιο πόλεμο ο Στάλιν θα μας φαινόταν ένας κινηματογραφόφιλος Γεώργιος Παπαδόπουλος μπροστά στον Νίκο Ζαχαριάδη και στα παλικάρια του. Ναι, ξέρω, αυτά είναι υποθέσεις... Αλλά δεν τις κάνω μόνο εγώ:
"Με πιάνει τρόμος άμα σκεφτώ ότι, π.χ., αν νικούσε τότε η επανάστασή μας θα είχαμε πρωθυπουργό τον Μάρκο, έναν γελοίο άνθρωπο […] θα είχαμε υπουργό Οικονομικών τον Μπαρτζώτα, θα είχαμε υπουργό της Παιδείας π.χ. τον Στρίγγο, θα είχαμε υπουργό των Εσωτερικών τον άλλον, τον ανεκδιήγητο άνθρωπο […], τον Βλαντά, ο οποίος ήταν για την εποχή εκείνη ένας ήρωας για τη νεολαία […] Ανθρωποι γελοίοι, χωρίς καμιά παιδεία για να παίξουν έναν ουσιαστικό ρόλο, σαν αυτόν που φιλοδοξούσαν να παίξουν."
Ας προσθέσουμε λοιπόν και τον Λεωνίδα Κύρκο στην ίδια ομάδα. Να μην ξεχάσουμε να βρούμε και ποιο υπερατλαντικό ίδρυμα του πληρώνει τη σύνταξή του.
* Ο Αριστείδης Χατζής είναι επίκουρος καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου & Θεωρίας Θεσμών στο Τμήμα Μεθοδολογίας, Ιστορίας & Θεωρίας της Επιστήμης του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Αναδημοσίευση από http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_05/01/2008_254484
Η Ιστορία δεν είναι θρησκεία. Ο ιστορικός δεν δέχεται κανένα δόγμα, δεν σέβεται καμία απαγόρευση, δεν γνωρίζει ταμπού. Μπορεί κιόλας να ενοχλεί.
Πιερ Βιντάλ-Νακέ
Η συζήτηση και οι αντιδράσεις που προκάλεσε το βιβλίο της 6ης δημοτικού εξέπληξε πολλούς, αλλά μάλλον αδικαιολόγητα. Οι περισσότεροι φαίνεται να εντυπωσιάστηκαν από τις «ανίερες συμμαχίες» που σχηματίστηκαν και από τη σφοδρότητα των αντιδράσεων. Κακώς! Σε μια χώρα που κανείς δεν φαίνεται να έχει πάρει στα σοβαρά τη ρήση του Σολωμού για τη σχέση αληθούς και εθνικού θα πρέπει όλα να τα περιμένει κανείς.
Στρατιώτες του Ελληνικού Στρατού θάβουν τους συντρόφους τους (Αρχείο Corbis) |
Φυσικά οι δύο καθηγητές δέχτηκαν πολλές επιθέσεις για τη συγκεκριμένη έρευνά τους - επιθέσεις οι οποίες συνεχίζονται και εντάθηκαν πρόσφατα μετά την έκδοση του ημερολογίου του υπουργού Στρατιωτικών της «Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης» και πρωτοπαλίκαρου του Ζαχαριάδη, Δημήτρη Βλαντά. Ο Βλαντάς στο ημερολόγιό του απομυθοποεί πράγματα που προφανώς έπρεπε να προστατευθούν μαζί με το κρυφό σχολειό και την Αγία Λαύρα. Το ημερολόγιο αυτό εξέδωσε ο «γνωστός» Μαραντζίδης κι ας πούμε ότι δεν ενθουσίασε ιδιαίτερα τους φύλακες της ιστορικής μας μνήμης.
Φρόντισαν λοιπόν να μας ενημερώσουν για τους πραγματικούς σκοπούς Καλύβα, Μαραντζίδη και CIA: είναι οι «νικητές» που γράφουν ξανά την ιστορία καλύπτοντας «τον ιδεοληπτικό φανατισμό τους πίσω από τους πέπλους της αυτάρεσκης ιστορικής τους αυτοπεποίθησης», έχουν «εμφανή πολιτικό στόχο την απονομιμοποίηση των ιδεολογικών βάσεων του μεταπολεμικού κράτους πρόνοιας στην Ευρώπη και της μεταπολιτευτικής συναίνεσης στην Ελλάδα» και για να τα πούμε και πιο χοντρά: είναι «κυνηγοί κεφαλών» που βλέπουν τα πράγματα από τη «σκοπιά των ναζί και της χρυσής νεολαίας του Χίτλερ». Μα γιατί τα κάνουν όλα αυτά; «Μήπως, λέω μήπως, αυτά τα «επώνυμα» υπερατλαντικά ιδρύματα που τόσο πλούσια επιδοτούν και ενισχύουν τέτοιου είδους κινήσεις στη χώρα μας και αλλού γνωρίζουν κάτι περισσότερο;». Πρόκειται τελικά για την «πολιτική ορθότητα του υπεράνω πατρίδων κοσμοπολιτισμού του κεφαλαίου» και βέβαια για «επιστημονική ανεπάρκεια» (ωχ! Συγγνώμη, λάθος - αυτά γράφτηκαν για τη κ. Ρεπούση).
Μα καλά, πού πήγε εκείνο το παλιό: «Αγαπητοί κύριοι συνάδελφοι έχετε άδικο διότι (α), (β), (γ) κ.λπ., όπως αποδεικνύεται από αυτές τις πηγές, τις μαρτυρίες, τα αρχεία». Το ότι τέτοιου είδους παλιομοδίτικες αντιδράσεις δεν υπάρχουν ή προφανώς δεν επαρκούν, εμένα τουλάχιστον με προβληματίζει.
Το δεύτερο ερώτημά μου είναι πού βρίσκονται όλοι αυτοί που υπερασπίστηκαν το δικαίωμα της κ. Ρεπούση και της ομάδας της να κριθεί με κριτήρια καθαρώς επιστημονικά (ακόμα κι αν διαφωνούσαν μαζί της) και θεώρησαν απαράδεκτα τα απεχθή υπονοούμενα και τις μακαρθικού τύπου κατηγορίες εναντίον της. Διαβάσαμε πολλά άρθρα στο διάστημα αυτό από σοβαρούς ιστορικούς και άλλους κοινωνικούς επιστήμονες, αρθρογράφους και πολιτικούς. Δεν χρειάζεται να συμφωνούν με τις απόψεις τους ή έστω να τους σέβονται σαν κοινωνικούς επιστήμονες για να πράξουν όπως η επιστημονική δεοντολογία απαιτεί. Μάλλον δεν θα πρόσεξαν ότι κάτι παρόμοια άσχημο συνέβαινε ταυτόχρονα κατά άλλων συναδέλφων.
Το τρίτο ερώτημα: Μα είναι τόσο επικίνδυνοι αυτοί οι δύο; (κι ο Βλαντάς τρεις) Στην ομάδα αυτή (που θίγει τις ιερές αγελάδες της αριστεράς) ας προσθέσουμε όμως και τον Θανάση Βαλτινό, τον Αλέξανδρο Κοτζιά και τον Νίκο Κάσδαγλη, τον Μάνο Ελευθερίου ακόμα και τον Κώστα Φέρρη.
Βέβαια εδώ το ερώτημα είναι άλλο - και πολύ πιο κρίσιμο. Ποιος έπρεπε να νικήσει στον εμφύλιο πόλεμο; Στη μεγάλη αυτή σύγκρουση που όρισε και εξακολουθεί, δυστυχώς, να ορίζει την ελληνική πολιτική σκηνή τα τελευταία 60 χρόνια, είχαμε τη σύγκρουση δύο πολιτικών παρατάξεων. Μπορεί τα όργανα των παρατάξεων αυτών να ήταν σε πολλές περιπτώσεις ό,τι χειρότερο κατακάθι ξέβρασε αυτή η κακορίζικη περίοδος, αλλά αυτό πια δεν έχει σημασία. Στους εμφυλίους, όπως ο Τάκιτος, νομίζω, γράφει, χρησιμοποιείς ό,τι υλικό έχεις, κυρίως το χειρότερο που απέμεινε.
Ποια από τις δύο παρατάξεις έπρεπε να νικήσει; Η κομμουνιστική Αριστερά από τη μια ή η Δεξιά και το Κέντρο από την άλλη; Φυσικά δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα. Οταν μιλάμε για Δεξιά και Κέντρο πρέπει να συμπεριλάβουμε το Παλάτι, τους Αμερικανούς, τον ΙΔΕΑ και το παρακράτος, αλλά και όταν μιλάμε για ΚΚΕ πρέπει να συμπεριλάβουμε τον Στάλιν, το παραπέτασμα και φυσικά τη «λύση του μακεδονικού». Ενας φιλελεύθερος όπως εγώ, που γεννήθηκε μια 20ετία μετά τον εμφύλιο, νιώθει αποστροφή και για τα δύο άκρα. Ανάμεσα όμως σε δύο κακές επιλογές (με το πλεονέκτημα της απόστασης των 60 χρόνων) δεν μας επιτρέπεται να είμαστε αγνωστικιστές. Ξέρουμε πολύ καλά πού οδήγησε η μία επιλογή (προβληματική δημοκρατία, πολίτες Β΄ κατηγορίας, ξερονήσια, βία και νοθεία, χούντα), αλλά φαντάζει ως belle ?poque μπροστά σε αυτό που θα ακολουθούσε αν κέρδιζε η άλλη παράταξη. Μετά ένα τόσο σκληρό εμφύλιο πόλεμο ο Στάλιν θα μας φαινόταν ένας κινηματογραφόφιλος Γεώργιος Παπαδόπουλος μπροστά στον Νίκο Ζαχαριάδη και στα παλικάρια του. Ναι, ξέρω, αυτά είναι υποθέσεις... Αλλά δεν τις κάνω μόνο εγώ:
"Με πιάνει τρόμος άμα σκεφτώ ότι, π.χ., αν νικούσε τότε η επανάστασή μας θα είχαμε πρωθυπουργό τον Μάρκο, έναν γελοίο άνθρωπο […] θα είχαμε υπουργό Οικονομικών τον Μπαρτζώτα, θα είχαμε υπουργό της Παιδείας π.χ. τον Στρίγγο, θα είχαμε υπουργό των Εσωτερικών τον άλλον, τον ανεκδιήγητο άνθρωπο […], τον Βλαντά, ο οποίος ήταν για την εποχή εκείνη ένας ήρωας για τη νεολαία […] Ανθρωποι γελοίοι, χωρίς καμιά παιδεία για να παίξουν έναν ουσιαστικό ρόλο, σαν αυτόν που φιλοδοξούσαν να παίξουν."
Ας προσθέσουμε λοιπόν και τον Λεωνίδα Κύρκο στην ίδια ομάδα. Να μην ξεχάσουμε να βρούμε και ποιο υπερατλαντικό ίδρυμα του πληρώνει τη σύνταξή του.
* Ο Αριστείδης Χατζής είναι επίκουρος καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου & Θεωρίας Θεσμών στο Τμήμα Μεθοδολογίας, Ιστορίας & Θεωρίας της Επιστήμης του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Αναδημοσίευση από http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_05/01/2008_254484
I read with great interest your article. Indeed Kalyvas and Maratzidis try to present themselves as academics who offer something new. Their approach is undocumented and thus unfortunate- the least. Especially their approach to the Security Battalions is simply hilarious. They want to portray themselves as historians but whenever it suits them (to evade criticism) they bring forward their 'political scientists' ids. Indeed Kalyvas has a connection with the Karamanlis Foundation (see webpage of their journal) but Maratzidis tried to show himself more distanced, adoring local history- disregarding anything beyond a 200 km limit.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίμαι απόλυτα σύμφωνος με όσα γράφει ο κος Χατζής .Καί μόνο τα λόγια του Λεωνίδα Κύρκου (είναι η προτελευταία παράγραφος) θεμελειώνουν την αλήθεια. Η ιδεολογική κυριαρχία της Αριστράς οφείλεται στην ασημαντότητα των πνευματικών πολιτικών της υποτιθέμενης Δεξιάς.Έψαχνα 40 χρόνια για να βρώ το ποιός πρωτοπυροβόλησε στο άγνωστο Στρατιώτη στίς 4/12/1944, για να την βρώ στην αφήγηση του Νικ.Φαρμάκη τ βουλευτή της ΕΡΕ σε εκπομπή του Γιάννη Τζανετάκου στην καταργημένη πλέον ΕΡΤ.Η εντολή του Άγγελου Έβερτ ήταν ,πυροβολήστε όταν πατήσει κάποιος το πόδι του στο χώρο του άγνωστου Στρατιώτη.Δηλαδή εκεί που στήνει το φράχτη της η αστυνομία σε κάθε κινητοποιήση.Σκεφτείτε για αυτή την τακτική (του φράχτη) πληρώσαμε 1 εκκ για μετεκπαίδευση στη Γαλλία.
ΑπάντησηΔιαγραφή