Του Αγαθάγγελου Σ. Γκιουρτζίδη
Ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα έχει δυο βασικούς παράγοντες. Ο πρώτος, ο εσωτερικός παράγοντας είναι το πολιτικό καθεστώς της προπολεμικής Ελλάδας. Μετά το μακρύ σκοτάδι της οθωμανικής κατοχής και με εξαίρεση των ορισμένων σπάνιων περιόδων (όπως του Βενιζέλου), οι Έλληνες δεν είδαν ποτέ να πραγματώνονται οι δημοκρατικοί πόθοι τους. Οι βασιλικές μηχανορραφίες, τα στρατιωτικά πραξικοπήματα, το φασιστικό καθεστώς του Μεταξά, η Κατοχή, αλληλοδιαδέχονταν το ένα μετά το άλλο μόνο και μόνο για να υπηρετήσουν τα ξένα συμφέροντα. Ο Alexander έγραφε για την προπολεμική πολιτικοκοινωνική κατάσταση της Ελλάδας, ότι «…ο παλιός πολιτικός κόσμος, τα αστικά κόμματα, δεν ήταν αντιπροσωπευτικά των Ελλήνων…».
Στη νεότερη ιστορία η διαμόρφωση της Ελλάδας ως κρατικής οντότητας οφείλεται σε δυο Μεγάλες Δυνάμεις, στη Ρωσία, η οποία συνέτριψε την Οθωμανική Αυτοκρατορία και έκανε δυνατή την πραγματοποίηση της Ελληνικής Επανάστασης, και στη Μεγάλη Βρετανία που συμπεριέλαβε την Ελλάδα, μόλις αυτή έγινε ανεξάρτητο κράτος, στη σφαίρα της επιρροής της. Για τη θέση και το μέλλον της Ελλάδας, ο Βρετανός πρεσβευτής στην Ελλάδα, ο σερ Έντμουντ Λάυονς το 1841 είπε: «Μια Ελλάδα πραγματικά ανεξάρτητη είναι παραλογισμός. Η Ελλάδα θα είναι ή ρωσική ή αγγλική και καθώς δεν πρέπει να είναι ρωσική, αναγκαστικά θα είναι αγγλική». Αυτός ο κόσμος αντιπροσώπευε το δεύτερο παράγοντα, τον εξωτερικό, τα ξένα συμφέροντα.
Νέα φάση στην πολιτικοκοινωνική ιστορία της Ελλάδας άρχισε με την κατάληψη της Ελλάδας και τη μάχη της Κρήτης το Μάιο του 1941. Ο Γεώργιος Β’ και η βιαστικά σχηματισμένη κυβέρνησή του έφυγαν από την Κρήτη για τη Μέση Ανατολή με σκοπό να καταλήξουν στο Λονδίνο. Στην Ελλάδα δημιουργήθηκε έτσι ένα πολιτικό κενό ως αποτέλεσμα της κατάρρευσης του καθεστώτος του Μεταξά και της αναχώρησης του Γεωργίου Β’ και της κυβέρνησής του. Αυτό το πολιτικό κενό ήρθε να το καλύψει το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ που εξέφρασε τη θέληση του ελληνικού λαού να αντισταθεί στον εχθρό.
Το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ ήταν γρήγορα αναπτυσσόμενη μαζική λαϊκή και πολιτική αντιστασιακή οργάνωση, όπου επικρατούσε το ΚΚΕ. Από το καλοκαίρι του 1942 και ειδικότερα μετά την άφιξη του Κανελλόπουλου και του συνταγματάρχη Μπακιρτζή στη Μέση Ανατολή, οι βρετανικές αρχές ήταν σε ικανοποιητικό βαθμό ενημερωμένες για το χαρακτήρα του ΕΑΜ. Το ίδιο το καλοκαίρι έγινε φανερό στους Βρετανούς ότι η στάση και η πολιτική του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ ήταν ανεξάρτητη από αυτούς, σε αντίθεση με το ΕΔΕΣ και την κυβέρνηση Τσουδερού. Κατά συνέπεια αντιλήφθηκαν ότι η δική τους πολιτική, που υποστήριζε το Γεώργιο Β’ και την κυβέρνησή του, έπρεπε να είναι αντίθετη προς κάθε υποστήριξη και συνεργασία με το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ.
Οι Βρετανοί έκαναν απόπειρες στην αναδιοργάνωση του αντιστασιακού κινήματος, κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να συντονίζεται και να ελέγχεται από τις βρετανικές αρχές στο Κάιρο. Η αποτυχία αυτού του σχεδίου είχε ως αποτέλεσμα να ενισχύσουν οι Βρετανοί τον ΕΔΕΣ και την ΕΚΚΑ ως τη μόνη λύση που τους απέμεινε απέναντι στην εξάπλωση του ΕΑΜ.
Το βασικό πρόβλημα που αντιμετώπιζε η Βρετανική Κυβέρνηση γύρω από την ελληνική πολιτική κατάσταση ήταν, αν το ΕΑΜ θα προσπαθούσε να καταβάλλει την εξουσία κατά την απελευθέρωση. Το Φόρεϊν Όφφις ανέμενε ότι η σχεδιαζόμενη άγγλο-αμερικανική εισβολή στα Βαλκάνια θα έλυνε αυτό το πρόβλημα. Όμως, το φθινόπωρο του 1943, μετά τη Διάσκεψη της Τεχεράνης, έγινε φανερό ότι το δεύτερο μέτωπο δεν θα ανοίξει στα Βαλκάνια αλλά στη Γαλλία. Το γεγονός αυτό έφερε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του Φόρεϊν Όφφις το πρόβλημα της κατάληψης της εξουσίας από το
ΕΑΜ. Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής, η Βρετανική Κυβέρνηση ακολούθησε τις προτάσεις του Λήπερ: α) διακοπή σχέσεων με το ΕΑΜ, προσπάθειες διάσπασής του, δυσφήμιση της ηγεσίας του και απόσπαση από το ΕΑΜ των μετριοπαθών στοιχείων, β) ο Γεώργιος Β’ διακήρυττε ότι δεν θα επέστρεφε στην Ελλάδα ώσπου να διευθετηθεί το θέμα του καθεστώτος.
Από τον Απρίλιο του 1943 στην Ελλάδα άρχισε να πλανάται το φάντασμα του εμφυλίου πολέμου. Ήδη τότε για πρώτη φορά εκφράστηκαν οι σκέψεις στα υπηρεσιακά έγγραφα μεταξύ του SOE του Κάϊρου και του ταξίαρχου Myers αρχηγού του ΒΜΜ για την πιθανότητα Εμφυλίου Πολέμου στην Ελλάδα.
Στις 9 Οκτωβρίου του 1943 το ΕΛΑΣ και το ΕΔΕΣ συγκρούστηκαν στην κεντρική και δυτική Ελλάδα. Στις αρχές του Νοεμβρίου ο Τσώρτσιλ αποφάνθηκε ότι «το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ έπρεπε να στερηθούν τα πάντα και να κτυπηθούν με κάθε μέσο που διαθέτουμε». Ο Τσώρτσιλ μετά από την αποτυχία να επιβάλλει τον πλήρη έλεγχο στο αντιστασιακό κίνημα του ΕΑΜ, αποφάσισε να το πολεμήσει με τα όπλα του ΕΔΕΣ και ΕΚΚΑ, δυο οργανώσεις, η ύπαρξη των οποίων εξαρτιόταν άμεσα από τα εφόδια που έστελνε το στρατηγείο της Μέσης Ανατολής, υπό τις εντολές του οποίου είχαν τεθεί από την αρχή του αγώνα. Αυτές εκτελούσαν αποκλείστηκα τις δικές του διαταγές και
υπηρετούσαν πλήρως τα βρετανικά συμφέροντα.
Στις 20 Δεκεμβρίου 1943, ο Γουντχάουζ ανέφερε στο Κάιρο ότι, τόσο ο ΕΛΑΣ όσο και ο ΕΔΕΣ, είχαν δείξει την προθυμία να συζητήσουν προτάσεις που θα τερμάτιζαν τον Εμφύλιο Πόλεμο. Αλλά στις 4 Ιανουαρίου 1944 ο Εμφύλιος Πόλεμος ξαναδυνάμωσε, αφού κατά τη διάρκεια του Δεκεμβρίου ο Συνταγματάρχης Μπάρνς (Barnes), ο επικεφαλής των αποσπασμένων στο Ζέρβα Βρετανών αξιωματικών-συνδέσμων, τον είχε ενθαρρύνει δυο φορές προς αυτήν την κατεύθυνση. Στις 11 Δεκεμβρίου ο Μπάρνς είχε αναφέρει στο Κάιρο: «ο Ζέρβας καταλαβαίνει ότι πρέπει να συντρίψει τον ΕΛΑΣ γρήγορα για να μας είναι χρήσιμος, και αυτός, όπως του τονίζω, είναι ο λόγος που τον υποστηρίζουμε»
Αυτή ήταν η αρχή του Εμφυλίου Πολέμου. Στις αρχές του Φεβρουάριου του 1944, η σύγκρουση τερματίστηκε. Ο πόλεμος αυτός υποκινήθηκε άμεσα από τη βρετανική πολιτική. Ο μόνιμος στόχος της οποίας κατά τη διάρκεια του πολέμου ήταν η διάλυση του ΕΛΑΣ και η επάνδρωση της κυβέρνησης με άτομα που θα εξασφάλιζαν τα συμφέροντα της Βρετανίας.
Χρονολογικά, η περίοδος της σύγκρουσης του ΕΛΑΣ με τον ΕΔΕΣ, συμπίπτει με δυο πολύ σημαντικά πολιτικά γεγονότα με παγκόσμια διάσταση, την Τριμερή Διάσκεψη της Μόσχας (19 – 30 Οκτωβρίου 1943) και τη Διάσκεψη της Τεχεράνης (28 Νοεμβρίου – 1 Δεκεμβρίου 1943). Δυο γεγονότα που σηματοδότησαν την επιστροφή της Ρωσίας στην παγκόσμια πολιτική σκηνή με ιδιότητα μιας από τις δυο υπερδυνάμεις. Ως συνέπεια της επιστροφής αυτής, η ζώνη των συμφερόντων της αποκτούσε παγκόσμιες διαστάσεις. Με αυτά τα δεδομένα, η σύγκρουση μεταξύ ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ, που προσχεδιάστηκε από τη Βρετανία είχε προληπτικό χαρακτήρα στα πλαίσια της πολιτικής των Βρετανών να κρατήσουν τη Ρωσία έξω από τη λεκάνη της Μεσογείου και να διαφυλάξουν τον «αυτοκρατορικό δρόμο» προς την Ινδία και προς τα πετρέλαια. Και όντως, η παρέμβαση των Ρώσων στα ελληνικά πράγματα, ήταν μια άμεση απάντηση στη βρετανική πολιτική στην Ελλάδα. Ως αφορμή αυτής της παρέμβασης η Ρωσία χρησιμοποίησε τα γεγονότα της Σάμου (Νοέμβριος – Δεκέμβριος του 1943), τα οποία και αυτά χρονολογικά έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ.
Μετά από τις αποτυχίες των Βρετανών και του ΕΑΜ να έρθουν σε συνεννόηση και να σχηματίσουν εθνική κυβέρνηση, η τελευταία προχώρησε στη δημιουργία της ΠΕΕΑ. Η ηγεσία του ΕΑΜ προβαίνοντας σε τέτοια ενέργεια υπολόγιζε στο νέο παράγοντα, στη Ρωσία που δεν θα αργούσε να εμφανιστεί στα Βαλκάνια. Η Ρωσία αντέδρασε στη δημιουργία της ΠΕΕΑ με έντονη κριτική και αμφισβήτηση του ρόλου και της αντιπροσωπευτικότητας της εξόριστης Ελληνικής Κυβέρνησης.
Η ενεργή παρέμβαση της Ρωσίας στα ελληνικά πράγματα, ανάγκασε τη Βρετανία να ξεκινήσει το διάλογο για τον εντοπισμό των κοινά αποδεκτών λύσεων. Τη λύση την πρότεινε ο Μολότοφ, ο οποίος μίλησε για το ειδικό ενδιαφέρον της Ρωσίας για τη Ρουμανία. Μέσα στον Απρίλιο και Μάιο του 1944 οι Ρώσοι επέμεναν στην πρόταση που έκανε ο Μολότοφ, όταν κατάλαβαν ότι τα πράγματα δεν προχωράνε, στράφηκαν ξανά κατά της εξόριστης Ελληνικής Κυβέρνησης. Τελικά οι Βρετανοί δέχτηκαν να αναγνωρίσουν το ειδικό ενδιαφέρον της Ρωσίας για τη Ρουμανία, η οποία με τη σειρά
της αναγνώρισε το κυρίαρχο ρόλο της Βρετανίας στην Ελλάδα.
Η θέση της Ελλάδας στο διπολικό κόσμο που διαμορφωνόταν είχε καθοριστεί τον Απρίλιο – Μάιο 1944. Το γεγονός αυτό, οι Ρώσοι έδωσαν να καταλάβει η ηγεσία του ΕΑΜ, όταν δεν προχώρησαν στην αναγνώριση της ΠΕΕΑ. Αν και βρέθηκε η Ρωσική Στρατιωτική Αποστολή στο στρατόπεδο του ΕΛΑΣ, αυτή λειτούργησε ως κατασταλτικός παράγοντας. Ο ρόλος της φάνηκε στις διαπραγματεύσεις του Παπανδρέου με το ΕΑΜ κατά τη διάρκεια της Διάσκεψης του Λιβάνου (17-20 Μαΐου του 1944), για τη σύνθεση της εθνικής ελληνική κυβέρνησης.Το ΕΑΜ αναγκάστηκε να υποχωρήσει από τις αρχικές θέσεις του, δηλαδή από επτά υπουργεία-κλειδιά, και να αρκεστεί με πέντε δευτερεύουσας σημασίας.
Οριστικά, το μέλλον της μεταπολεμικής Ελλάδας αποφασίστηκε κατά την επίσκεψη του Τσώρτσιλ στη Μόσχα τον Οκτώβριο 1944. Η Συμφωνία Ποσοστών καθόρισε τις σφαίρες επιρροής των Συμμάχων στην Ευρώπη, για άλλη μια φορά η ΕΣΣΔ επιβεβαίωσε την κυριαρχία της Βρετανίας στην Ελλάδα, αυτή τη φορά παίρνοντας ως αντάλλαγμα τη Βουλγαρία.
Τώρα που η Ευρώπη είχε μοιραστεί, η Βρετανία και η ΕΣΣΔ προχώρησαν στην εδραίωση των καθεστώτων που θα εξασφάλιζαν τα συμφέροντά τους. Όταν έπεσε η εξουσία των Γερμανών στην Ανατολική Ευρώπη, στο κενό που δημιουργήθηκε, εισήλθε η εξουσία των Σοβιέτ. Αυτό ήταν το αναπόφευκτο επακόλουθο της νίκης. Από την πολιτική σκοπιά, οι Ρώσοι σε πολλά σημεία συμπεριφέρονταν στην Ανατολική Ευρώπη έτσι όπως και οι Αμερικανοί με τους Άγγλους στη Δύση: από μόνοι τους υπέγραφαν εκεχειρίες με τα κράτη-δορυφόροι, όπως έκαναν στην Ιταλία οι Άγγλοι και οι Αμερικανοί, απομάκρυναν από την εξουσία τους αντικομμουνιστές, αλλά και οι Άγγλοι με τους Αμερικανούς προέβαιναν σε αντίστοιχα μέτρα στην Ιταλία και τη Γαλλία εναντίον των
κομμουνιστών. Στη Ρουμανία ο Βισίνσκι επέβαλλε την αλλαγή της κυβέρνησης με τον ίδιο τρόπο, με τον οποίον ο λόρδος Κίλλερν το έκανε στην Αίγυπτο: αυτός επίσης, περικύκλωσε το βασιλικό παλάτι με τα άρματα μάχης.
Αυτή η πολιτική των Συμμάχων σε σχέση με τα νέα καθεστώτα στην Ευρώπη, εξηγεί γιατί ο Εμφύλιος Πόλεμος στην Ελλάδα ήταν αναπόφευκτος. Ο Τσώρτσιλ δενενδιαφερόταν για συμβιβασμούς, αλλά για την άνευ όρων παράδοση της ελληνικής Αριστεράς και μη βρίσκοντας άλλο μέσο για να την πετύχει, επιδίωξε τη σύγκρουση. Το πόσο αποφασισμένος ήταν ο Τσώρτσιλ αποδεικνύεται από τις οδηγίες του στον Λήπερ στις 30 Νοεμβρίου: «Είναι σημαντικό να καταστεί γνωστό ότι, αν γίνει εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα, θα είμαστε στο πλευρό της κυβέρνησης… και πάνω απ’ όλα ότι δεν θα διστάσουμε να πυροβολήσουμε».
Ακολούθησαν τα Δεκεμβριανά γεγονότα του 1944, ήταν η επέμβαση που ο Τσώρτσιλ είχε προετοιμάσει με διπλωματική και στρατιωτική επιμέλεια από το 1943, για να καταστρέψει ολόκληρο το ελληνικό κίνημα της αντίστασης και να αποκαταστήσει την προπολεμική ημιαποικιακή εξάρτηση. Η επέμβαση στην Ελλάδα ήταν μέρος της πολιτικής για την αποκατάσταση της αυτοκρατορίας, για την εξασφάλιση των γραμμών επικοινωνίας της και της οικοδόμησης ενός αντικομμουνιστικού προπύργιου κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Ήταν ένα στοιχείο της σφαίρας της πολιτικής των συμφερόντων, που τους κανόνες της είχε διατυπώσει από το 1841 ο Βρετανός πρεσβευτής στην Ελλάδα ο Έντμουντ Λάυονς. Οι Έλληνες μονάρχες υποτίθεται πως ήταν παραδοσιακοί εγγυητές της φιλοβρετανικής πολιτικής της Ελλάδας. Γι’ αυτό ο Τσώρτσιλ αγωνιζόταν για την παλινόρθωση του Γεωργίου Β’ στον ελληνικό θρόνο. Έτσι τα Δεκεμβριανά ήταν μια επέμβαση για την αποκατάσταση του παλιού κατεστημένου.
Η μη επέμβαση της ΕΣΣΔ στις ελληνικές υποθέσεις προσδιορίστηκε από τα γεωπολιτικά της συμφέροντα, τα οποία στα Βαλκάνια περιορίζονταν με συνορεύοντα κράτη, στις οποίες δεν άνηκε η Ελλάδα, και επίσης από τη σοβιετική επιδίωξη να πετύχει βάσει ορισμένων προϋποθέσεων το συμβιβασμό με τους δυτικούς συμμάχους στη μεταπολεμική διευθέτηση της Ευρώπης. Ο Στάλιν στη συζήτηση με το Δημητρώφ, πού έγινε τον Ιανουάριο 1944, δηλαδή αμέσως μετά τα Δεκεμβριανά γεγονότα, έλεγε: «Εγώ συμβούλευα, ώστε στην Ελλάδα να μη αρχίζουν αυτόν τον αγώνα. Οι άνθρωποι του ΕΛΑΣ δεν έπρεπε να βγουν από την κυβέρνηση του Παπανδρέου. Αυτοί άρχισαν έργο, για το οποίο η δύναμη τους δεν φτάνει. Εμείς δεν μπορούμε να στέλνουμε στην Ελλάδα τα στρατεύματα μας». Παρ’ ότι ο ΕΛΑΣ στα τέλη του Οκτωβρίου 1944 ήλεγχε το μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας και ο Κόκκινος Στρατός είχε μπει στο έδαφος της Γιουγκοσλαβίας και μέχρι τα σύνορα της Ελλάδας κυριολεκτικά έμεινε ένα βήμα, ο Κόκκινος Στρατός δεν μπήκε στην Ελλάδα. Πειρασμός ήταν μεγάλος, αλλά όπως έγραφε αργότερα ο Τσώρτσιλ: «ο Στάλιν ποτέ δεν αθετούσε το λόγο που μου έδινε».
Όπως δείχνουν τα ιστορικά γεγονότα, όλες οι σημαντικότερες εξελίξεις στα ελληνικά πράγματα συμπίπτουν με σημαντικές διασκέψεις των Μεγάλων Συμμάχων και τις αποφάσεις που πάρθηκαν απ’ αυτούς. Την πρώτη φορά, ο Στάλιν και ο Τσώρτσιλ αναγνώρισαν ότι η Ρουμανία θα είναι στη σοβιετική σφαίρα επιρροής ενώ η Ελλάδα στη βρετανική. Τη δεύτερη φορά για να επιβεβαιωθεί εκ νέου η συμφωνία αυτή από το Στάλιν, ο Τσώρτσιλ του πρότεινε τη Βουλγαρία και να μοιραστούν τη Γιουγκοσλαβία και την Ουγγαρία. Έτσι και τα Δεκεμβριανά γεγονότα που έλαβαν χώρα στις παραμονές της Διάσκεψης της Γιάλτας ήταν μια παραχώρηση από την ΕΣΣΔ που για αντάλλαγμα της κράτησε την Πολωνία, αψηφώντας οποιαδήποτε επιχειρήματα των Αμερικανών και των Βρετανών. Η Διάσκεψη της Γιάλτας τελείωσε στις 11 Φεβρουαρίου του 1945, την επόμενη μέρα στις 12 Φεβρουαρίου στην Ελλάδα η Κυβέρνηση του Πλαστήρα και το ΕΑΜ υπέγραψαν τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Βάσει της συμφωνίας αυτής, το ΕΑΜ όχι μόνο παρέδωσε στους Βρετανούς χωρίς κανένα απολύτως αντιστάθμισμα τα όπλα, αλλά εγκατέλειψε και αυτούς, που τον είχαν ακολουθήσει. Χωρίς την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας οι εξελίξεις στο πολιτικό επίπεδο και η διάσταση της σύγκρουσής θα είχαν πάρει εντελώς διαφορετική τροπή.
Τα Δεκεμβριανά γεγονότα και το αποτέλεσμα της η Συμφωνία της Βάρκιζας, άμεσα ή έμμεσα συνδέονται με το ζήτημα της Πολωνίας που υπήρξε σημείο σύγκρουσης στη Διάσκεψη της Γιάλτας, μεταξύ των ΗΠΑ και της Βρετανίας από τη μία και την ΕΣΣΔ από την άλλη πλευρά.
Οι δύο παραδοσιακοί άξονες της δύναμης, είναι στο δυτικό ευρωπαϊκό κόσμο οι Αγγλοσάξονες και στο ανατολικό οι Ρώσοι. Ο κοινός κίνδυνος από την πλευρά της Γερμανίας και της Ιαπωνίας τους ανάγκασε να ενωθούν. Όταν ο κίνδυνος πέρασε, οι δυο εχθρικοί κόσμοι επέστρεψαν στις αμοιβαίες καχυποψίες, οι οποίες υπήρχαν πάντα μεταξύ τους. Από τη Διάσκεψη της Γιάλτας μέχρι τη Διάσκεψη του Πότσνταμ μεσολάβησαν έξι μήνες, ωστόσο, αν στη Γιάλτα συναντήθηκαν ως σύμμαχοι, στο Πότσνταμ πλέον ήταν ανταγωνιστές. Πιθανόν, η περίοδος της στροφής ήταν η Άνοιξη του 1945. Στο Λονδίνο «η σοβιετική απειλεί αντικατέστησε το ναζιστικό εχθρό». Ενώ στη Μόσχα είχαν μάθει για τα βρετανικά σχέδια πολέμου εναντίον της ΕΣΣΔ.
Ο συσχετισμός των δυνάμεων και αυτός άλλαξε. Τώρα, πρώτη δύναμη ήταν οι ΗΠΑ, ως δεύτερη αναδέχτηκε η ΕΣΣΔ. Αν και η Βρετανία στην αρχή του πολέμου ήταν Μεγάλη Δύναμη, στο τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας εμφανίστηκε το νέο πολιτικό-στρατιωτικό φαινόμενο, οι δυο υπερδυνάμεις οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ.
Η πρώτη διακήρυξη των ΗΠΑ ως υπερδύναμης έγινε στις 12 Μαρτίου του 1947. Την ημέρα αυτή ο Τρούμαν εκφώνησε το λόγο του στην κοινή συνεδρίαση της Γερουσίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων. Τονίζοντας στην αρχή, ότι η σοβαρότητα της κατάστασης τον ανάγκασε να παρουσιαστεί ενώπιον της κοινής συνεδρίασης, στη συνέχεια αυτός περιέγραψε με μαύρα χρώματα την κατάσταση στην Ελλάδα: «Η ελληνική κυβέρνηση λειτουργεί σε συνθήκες του χάος… Ο ελληνικός στρατός είναι μικρός και άσχημα εφοδιασμένος. Αυτός χρειάζεται προμήθειες και εξοπλισμό για να αποκαταστήσει την εξουσία της κυβέρνησης σε όλη την επικράτεια της Ελλάδας». Ο Τρούμαν πρότεινε την επέμβαση των ΗΠΑ στις εσωτερικές υποθέσεις των άλλων κρατών, δηλώνοντας ότι «ο κόσμος δεν στέκεται σε ένα σημείο και το ότι το στάτους κβο δεν είναι απαραβίαστο», αφήνοντας να νοηθεί ότι οι ΗΠΑ θα συμφωνήσουν με τέτοιες αλλαγές στον κόσμο, τις οποίες οι ίδιες θα θεωρήσουν σωστές. Ο Τρούμαν ζήτησε το Κογκρέσο να επιχορηγήσει κονδύλια, στην Ελλάδα και στη Τουρκία, ύψους 400 εκατομμυρίων δολαρίων μέσα σε 15 μήνες. Αυτή η ομιλία του Τρούμαν στο Κογκρέσο ονομάστηκε «Δόγμα του Τρούμαν». Έτσι, η Ελλάδα από τη σφαίρα των βρετανικών συμφερόντων άρχισε να περνά στη σφαίρα των αμερικανικών συμφερόντων.
Ταυτόχρονα, στα Βαλκάνια άρχισε να εδραιώνεται νέα περιφερειακή δύναμη, η Γιουγκοσλαβία, η οποία παρ’ όλο το κομμουνιστικό χαρακτήρα της δεν ήταν τυφλά υπάκουη στην ΕΣΣΔ. Η περιφερειακή αυτή δύναμη, όπως και κάθε δύναμη, άρχισε να διεκδικεί τη σφαίρα της δικής της επιρροής.
Στην πρώτη φάση, ο Τίτο στα πλαίσια αυτής της πολιτικής επιδίωξε να ενσωματώσει την Αλβανία. Με πρόσχημα την απειλή της κατάληψης του τμήματος της Αλβανίας από τα ελληνικά στρατεύματα, οι κυβερνήσεις της Γιουγκοσλαβίας και της Αλβανίας συμφώνησαν για την είσοδο της γιουγκοσλαβικής μεραρχίας στην Αλβανία. Το γεγονός αυτό υπήρξε ως άμεση αιτία της έντονης αρνητικής αντίδρασης από την πλευρά της ΕΣΣΔ. Εκτός από την Αλβανία, υπήρχε και άλλο σημείο προστριβής σε σχέσεις των δυο χωρών, που τελικά οδήγησαν τα δυο κομμουνιστικά καθεστώτα σε ρήξη.
Τον Απρίλιο του 1945, ο Τίτο στη Μόσχα δίνοντας συνέντευξη άφησε να εννοηθεί ότι το ζήτημα της Μακεδονίας και των «Μακεδόνων» υφίσταται. Ωστόσο η ανακίνηση του ζητήματος γινόταν κυρίως στο εσωτερικό της Γιουγκοσλαβίας, έγιναν προσπάθειες και στο εξωτερικό, ιδιαιτέρα στη Δύση, κυρίως μέσω του τύπου και διάφορων συλλόγων, χωρίς να τίθεται το ζήτημα αυτό στη διάρκεια της Διάσκεψης των Παρισίων, όπου εξετάστηκαν και λυθήκαν τα εδαφικά ζητήματα της μεταπολεμικής Ευρώπης.
Για την επίλυση των βαλκανικών ζητημάτων, ο Στάλιν κάλεσε τον Τίτο και τον Δημητρώφ στη Μόσχα. Η γιουγκοσλαβική αποστολή έφτασε στις αρχές του Ιανουάριου του 1948 αλλά χωρίς τον Τίτο, λίγο αργότερα έφτασαν και οι Βούλγαροι. Το Φεβρουάριο σε μια από τις συζητήσεις που έγινε μεταξύ των τριών πλευρών, ο Στάλιν αναφέρθηκε στην κατάσταση που εξελισσόταν στην Ελλάδα, λέγοντας: «Πρέπει να τερματιστεί η εξέγερση στην Ελλάδα. Πιστεύετε εσείς, στην επιτυχία της εξέγερσης στην Ελλάδα; Αυτοί δεν έχουν καμία πιθανότητα. Τι νομίζετε, ότι η Μεγάλη Βρετανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες – οι Ηνωμένες Πολιτείες, η πιο ισχυρή δύναμη στον κόσμο – θα επιτρέψουν τη διακοπή των διαμετακομιστικών τους γραμμών στη Μεσόγειο θάλασσα! Ανοησίες. Εμείς όμως δεν έχουμε ναυτικό. Η εξέγερση στην Ελλάδα πρέπει να συμπτυχτεί όσο γρηγορότερα γίνεται».
Το συμπέρασμα του αρχηγού της γιουγκοσλαβικής αποστολής του Τζίλας, ήταν ότι ο Στάλιν ήταν κατά της εξέγερσης στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τη γνώμη του, όλη την ευθύνη για την υποστήριξη των Ελλήνων κομμουνιστών, η σοβιετική κυβέρνηση επέρριπτε στη Γιουγκοσλαβία, αλλά η ίδια δεν είχε λάβει και καμία αποφασιστική ενέργεια για να πετύχει τη συμφιλίωση μέχρι εκείνη τη στιγμή, όταν αυτό συνέφερε το Στάλιν
Η στάση αυτή του Στάλιν σχετικά με το ΕΑΜ ερμηνεύτηκε με δύο τρόπους: α). ότι ο Στάλιν υποστήριζε τις επαναστάσεις μόνο στην περίπτωση εάν τις ήλεγχε και β). ότι η Ελλάδα βρισκόταν έξω από τα όρια της σφαίρας των συμφερόντων της ΕΣΣΔ.
Ο Taylor, φέρνοντας ως παραδείγματα τη Γαλλία, την Ιταλία και την Κίνα υποστηρίζει ότι η οποιαδήποτε εξάπλωση του κομμουνισμού έξω από τα όρια της σφαίρας της επιρροής της Σοβιετικής Ρωσίας, για το Στάλιν ήταν απολύτως απαράδεκτη.
Ο Ρζεσέβσκιϊ αναφέρει, ότι το ζήτημα των γεωπολιτικών συμφερόντων της ΕΣΣΔ στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο, αποτέλεσε αντικείμενο συζητήσεων σε ειδικές επιτροπές της Λαϊκής Επιτροπής των Εξωτερικών Υποθέσεων από το 1943. Παραπέμποντας στις αναλυτικές εργασίες του Λιτβίνοφ και του Μάϊσκι, οι οποίοι διαπίστωναν ότι η Ελλάδα βρίσκεται έξω από τα όρια των γεωπολιτικών συμφερόντων της ΕΣΣΔ στη μεταπολεμική Ευρώπη.
Ο Τζίλας περιέγραφε τη στάση του Στάλιν σε σχέση με τις επαναστάσεις ως εξής: «Λόγω ότι η Μόσχα – συχνά στις πιο κρίσιμες στιγμές – αρνήθηκε να υποστηρίξει τη κινεζική, την ισπανική, και σε μεγάλο βαθμό τη γιουγκοσλαβική επαναστάσεις, δικαιολογημένα επικρατούσε άποψη, ότι ο Στάλιν ήταν γενικά κατά των επαναστάσεων. Ωστόσο αυτό δεν είναι ορθό. Αυτός ήταν κατά τις επαναστάσεις μόνο όταν, αυτές έβγαιναν έξω από τα συμφέροντα του σοβιετικού κράτους. Αυτός ενστικτωδώς αισθανόταν, ότι η δημιουργία επαναστατικών κέντρων έξω από τη Μόσχα, μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη μονοπωλιακή της θέση στον παγκόσμιο κομμουνισμό, κάτι που και έχει γίνει. Για αυτό τον λόγο, αυτός υποστήριζε τις επαναστάσεις μόνο έως συγκεκριμένη φάση, μέχρι ώσπου, αυτός μπορούσε να τις ελέγχει, πάντα έτοιμος να τις παρατήσει στην τύχει, αν αυτές έβγαιναν
από τα χέρια του».
Ο πιο κατηγορηματικός ήταν βέβαια ο Τζίλας, που μόνο προδότη των επαναστάσεων δεν αποκάλεσε το Στάλιν. Αλλά οι ηγέτες της Γιουγκοσλαβίας και των άλλων κομμουνιστικών κινημάτων δεν λάμβαναν τα δεδομένα του νέου, Ψυχρού Πολέμου. Στην πραγματικότητα, ο Στάλιν, δεν ήταν φανατικός κομμουνιστής ώστε να ήταν έτοιμος σαν το Λένιν και τον Τρότσκι να ακολουθεί τις διακηρύξεις για την παγκόσμια επανάσταση. Ήταν πάνω απ’ όλα πολιτικός που υπεράσπιζε τα συμφέροντα και την ασφάλεια της χώρας του, και ως πολιτικός ήταν πιστός μόνο σ’ ένα αξίωμα της πολιτικής, στο συσχετισμό των δυνάμεων.
Ο συσχετισμός των δυνάμεων, είναι το λεπτό και αόρατο νήμα γύρω από το οποίο διαμορφώθηκε η πολιτική της ΕΣΣΔ σε σχέση με την Ελλάδα. Η δύναμη συνέχιζε να παραμένει ως ο πιο αποφασιστικός παράγοντας στην παγκόσμια πολιτική σκηνή και η Διάσκεψη του Πότσνταμ ήταν ακόμη μια επιβεβαίωσή αυτού. Σε αντίθεση με τις προγνώσεις των συμμάχων, η ΕΣΣΔ δεν ήταν εξαντλημένη στο τέλος του πολέμου, αντίθετα απέκτησε απίστευτη στρατιωτική ισχύ… Η σοβιετική πλευρά κατά τη διάρκεια της Διάσκεψης, ούτε μια φορά δεν απείλησε με τη χρήση της δύναμης, αλλά στη συμπεριφορά του Στάλιν φαινόταν ότι θεωρεί τη στρατιωτική ισχύ της ΕΣΣΔ ως σημαντικό παράγοντα στις διαπραγματεύσεις.
Το τι σημαίνει η δύναμη στην πολιτική, μας διηγείται στα απομνημονεύματά του για τη Διάσκεψη του Πότσνταμ ο Τσώρτσιλ.
Από τα απομνημονεύματα του Τσώρτσιλ
Την επόμενη μέρα, στις 24 Ιουλίου, μετά τη λήξη της ολομελής συνεδρίασης, όταν όλοι εμείς σηκωθήκαμε από τις θέσεις μας και στεκόμασταν γύρω από το τραπέζι ανά δυο, τρία άτομα, είδα πως ο πρόεδρος πλησίασε το Στάλιν και αυτοί άρχισαν να μιλάνε μόνοι τους μέσω των διερμηνέων. Εγώ πήρα θέση σε απόσταση περίπου πέντε γιαρδών απ’ αυτούς και προσεκτικά παρατηρούσα αυτή τη σημαντικότατη συζήτηση. Ήξερα τι ετοιμάζεται να πει ο Πρόεδρος. Ήταν σημαντικό, τι εντύπωση αυτό θα προκαλέσει στο Στάλιν. Τώρα τη θυμάμαι όλη αυτή τη σκηνή τόσο ξεκάθαρα, σαν να ήταν μόλις εχθές. Φαινόταν, ότι αυτός ήταν ενθουσιασμένος. Καινούργια βόμβα! Εξαιρετικής ισχύος! Και μπορεί, να έχει αποφασιστική σημασία για όλο τον πόλεμο κατά της Ιαπωνίας! Τι τύχη! Τέτοια εντύπωση δημιουργήθηκε σ’ εμένα εκείνη τη στιγμή, και ήμουν σίγουρος, ότι αυτός δεν αντιλαμβάνεται όλη τη σημασία αυτού, για το οποίο του μίλησαν. Είναι εντελώς ξεκάθαρο, ότι στο βαρύ του έργο και υποχρεώσεις, δεν υπήρχε χώρος για την ατομική βόμβα. Αν είχε έστω και μικρή αντίληψη για την επανάσταση στις διεθνείς σχέσεις, που έγινε, αυτό αμέσως θα ήταν φανερό. Τίποτα δεν θα τον εμπόδιζε να πει: «Σας ευχαριστώ, που με ενημερώσατε για την νέα σας βόμβα. Εγώ βέβαια δεν κατέχω ειδικές τεχνικές γνώσεις. Μπορώ να στείλω το δικό μου ειδικό στον τομέα αυτής της πυρηνικής επιστήμης για τη συνάντηση με το ειδικό σας, αύριο το πρωί;». Όμως στο πρόσωπό του παρέμεινε χαρούμενη και ήρεμη έκφραση, και σε λίγο η συζήτηση μεταξύ των δύο ισχυρότατων παραγόντων ολοκληρώθηκε. Όταν εμείς περιμέναμε τα αυτοκίνητά μας, εγώ πλησίασα τον Τρούμαν. «Τι λέει, πέτυχε;», τον ρώτησα, «Αυτός δεν μου έκανε ούτε μια ερώτηση», απάντησε ο πρόεδρος. Με τέτοιον τρόπο πείστηκα, ότι εκείνη τη στιγμή ο Στάλιν δεν ήταν και καλά ενημερωμένος για την τεράστια πρόοδο των επιστημονικών ερευνών, με τις οποίες κατά τη διάρκεια μακράς περιόδου ήταν απασχολημένοι οι ΗΠΑ και Αγγλία, και για τις οποίες οι Ηνωμένες Πολιτείες, κάνοντας ηρωικό ρίσκο ξόδεψαν 400 εκατομμύρια στερλίνες. Τέτοιο ήταν το φινάλε αυτής της ιστορίας, όσον αφορά τη Διάσκεψη του Πότσνταμ. Η σοβιετική αποστολή δεν ενημερώθηκε παραπάνω για το γεγονός αυτό, και η ίδια δεν το είχε αναφέρει.
Ο Ζούκοφ έγραφε στα απομνημονεύματά του, ότι τόσο ο Τσώρτσιλ όσο και πολλοί άλλοι άγγλoαμερικανοί συγγραφείς ως αποτέλεσμα θεωρούσαν, ότι πιθανόν ο Στάλιν όντως δεν αντιλήφθηκε τη σημασία της ανακοίνωσης που του έγινε. Στην πραγματικότητα, επιστρέφοντας από τη συνεδρίαση ο Στάλιν, επί παρουσίας μου διηγήθηκε στο Μολότοφ για τη συζήτηση που έγινε με τον Τρούμαν. Ο Μολότοφ αμέσως είπε: «Ανεβάζουν την αξία τους». Ο Στάλιν γέλασε: «Ας ανεβάζουν. Πρέπει να μιλήσω με τον Κουρτσάτοφ για την επιτάχυνση των εργασιών μας»
Ο Τσώρτσιλ είχε δίκαιο, η δημιουργία της ατομικής βόμβας επέφερε επανάσταση στις διεθνείς σχέσεις. Στις 16 Ιουλίου 1945 οι ΗΠΑ έκαναν τη δοκιμή της πρώτης ατομικής βόμβας. Τη δεύτερη και τη τρίτη, οι Αμερικανοί τις έριξαν στη Χιροσίμα (6 Αυγούστου) και τη Ναγκασάκι (9 Αυγούστου) αντίστοιχα. Με δύο βόμβες ο πόλεμος κατά της Ιαπωνίας κερδήθηκε. Αν αυτό δεν ήταν επανάσταση! Το νέο είδος όπλου άνοιγε νέες προοπτικές στη διεξαγωγή των πολεμικών επιχειρήσεων, τροφοδοτώντας απίστευτα σχέδια στο νου των πολιτικών.
Μετά από τη ραδιοφωνική ομιλία του Τσώρτσιλ στις 13 Μαΐου 1945, και τη συνάντηση του Αϊζενχάουερ και του Μοντγκόμερι, στις 18 Μαΐου, ο Ρώσος Πρεσβευτής στο Λονδίνο, ο Γκούσεφ, έστειλε στη Μόσχα τηλεγράφημα, στο οποίο περιέγραφε το πώς εξελίσσονται οι πολιτικές διαθέσεις σε σχέση με την ΕΣΣΔ: «Υπολογίζοντας τη δημιουργηθείς κατάσταση, απαραίτητα πρέπει νε έχουμε υπ’ όψη, ότι έχουμε να κάνουμε με έναν τυχοδιώκτη, για τον οποίων ο πόλεμος είναι η φύση του, ότι στις συνθήκες του πολέμου αυτός αισθάνεται τον εαυτό του πολύ καλύτερα παρ’ ότι στις συνθήκες της ειρήνης».
Στα δημοσιευθέντα το 1998 απόρρητα έγγραφα από το προσωπικό φάκελο του Τσώρτσιλ, τη θέση-κλειδί κατέχει το σχέδιο έκτακτης επιχείρησης «Unthinkable (Αδιανόητο) που χρονολογείται στις 22 Μαΐου 1945, το οποίο προετοιμάστηκε από το Ηνωμένο Επιτελείο του Σχεδιασμού του Πολεμικού Γραφείου. Στο σχέδιο διατυπώθηκαν οι εκτιμήσεις της κατάστασης, οι στόχοι της επιχείρησης, οι δυνάμεις που θα συμμετέχουν, κατευθύνσεις των επιθέσεων των δυτικών συμμάχων και τα πιθανά αποτελέσματά τους.
Η χρονολογία, όταν ο Πρωθυπουργός έδωσε την εντολή για την επεξεργασία του σχεδίου δεν αναφέρεται, αλλά υπολογίζοντας την πολυπλοκότητα για την προετοιμασία, τον χαρακτήρα και τον όγκο των εγγράφων, υπάρχει βάση να προϋποθέτουμε ότι, η εντολή του Πρωθυπουργού δόθηκε στους αρμόδιους όχι αργότερα από τον Απρίλιο του 1945.
Το σχέδιο αυτό ήταν σχέδιο πολέμου κατά της ΕΣΣΔ, η ημερομηνία της έναρξής του ορίστηκε η 1η Ιουλίου του 1945. Ο στόχος της επιχείρησης συνίσταται στον «αναγκασμό της Ρωσίας να υποκύψει στη βούληση των Ηνωμένων Πολιτειών και της Μεγάλης Βρετανίας». Στη συνέχεια εκφραζόταν η άποψη ότι ο ολοκληρωτικός πόλεμος είναι το μοναδικό αξιόπιστο μέσο για την επίτευξη του στόχου και για το λόγο αυτό είναι απαραίτητο: α) να κατακτηθούν εκείνες οι περιοχές της εσωτερικής Ρωσίας με την απώλεια των οποίων η χώρα αυτή θα χάσει τις υλικές δυνατότητες για τη διεξαγωγή
του πολέμου και για την περαιτέρω αντίσταση, β) επιφορά τέτοιας αποφασιστικής ήττας στις ρωσικές ένοπλες δυνάμεις, που αυτή θα στερήσει την ΕΣΣΔ τη δυνατότητα να συνεχίζει τον πόλεμο. Τους υπολογισμούς τους οι μελετητές του σχεδίου συνέδεαν με την επίτευξη της νίκης στο βραχυπρόθεσμο πόλεμο ενός νέου είδους αστραπιαίου πολέμου ανάλογο του μπλιτσκριγκ των Γερμανών το 1941. Αυτή η εκδοχή του πολέμου παρουσιάζεται στο σχέδιο με πολύ μεγάλη λεπτομέρεια. Το σχέδιο αναφέρει ότι, στην Ευρώπη οι δυνάμεις του Κόκκινου Στρατού είναι συγκεντρωμένες κυρίως στο κεντρικό της τμήμα. Στην πορεία των αντίμετρων είναι πιθανή η κατάληψη απ’ αυτόν της Κροατίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας. Στην Μέση Ανατολή θα δημιουργηθεί άκρως επικίνδυνη κατάσταση στην Περσία και στο Ιράκ. Είναι σχεδόν σίγουρο ότι η Ρωσία θα προβεί σε επίθεση στην περιοχή αυτή, έχοντας υπόψη τη δυνατότητα απόκτησης πολύ-
τιμων πηγών και της εξαιρετικής σημασίας αυτών των περιοχών για μας.
Το Σεπτέμβριο του 1945 ακολούθησε απόρρητη συνάντηση, στο γιότ κοντά στα παράλια των ΗΠΑ, του Αμερικανού στρατηγού Αϊζενχάουερ με το Βρετανό στρατάρχη Μοντγκόμερι. Οι δυο στρατιωτικοί ηγέτες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι, στην περίπτωση που ο Κόκκινος Στρατός θα επιχειρήσει την αντεπίθεση στην Ευρώπη, οι δυτικοί σύμμαχοι δεν θα έχουν τη δύναμη να τη σταματήσουν.
Αυτές οι πρωτοβουλίες του Τσώρτσιλ προκαλούν δύο ερωτήματα. Το πρώτο: αν εκείνη την περίοδο η σοβιετική ηγεσία είχε σχέδια για την προέλαση έως τον Ατλαντικό και την κατάληψη της Βρετανίας; Η απάντηση είναι αρνητική. Αυτό επιβεβαιώνεται από το νόμο που ψηφίστηκε στην ΕΣΣΔ στις 23 Ιουνίου 1945, περί της αποστράτευσης στο στρατό και το ναυτικό και της βαθμιαίας μετάβασής τους σε μεγέθη του εν καιρό της ειρήνης. Το δεύτερο: αν η σοβιετική ηγεσία γνώριζε για τα βρετανικά σχέδια πολέμου κατά της ΕΣΣΔ; Η απάντηση είναι θετική. Οι σοβιετικές μυστικές υπηρεσίες στη Βρετανία ήταν από τις πιο αποτελεσματικότερες. Έμμεσα αυτό επιβεβαιώνει και ο επιφανής γνώστης της ιστορίας των σοβιετικών ένοπλων δυνάμεων, ο καθηγητής Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου ο Erickson D. Σύμφωνα με τη γνώμη του, το σχέδιο του Τσώρτσιλ βοηθάει στην επεξήγηση, «γιατί ο στρατάρχης Ζούκοφ ξαφνικά αποφάσισε τον Ιούνιο του 1945 να ανασύνταξη τις δυνάμεις του, και έλαβε από τη Μόσχα διαταγή να ενισχύσει την άμυνα και με λεπτομέρεια να μελετήσει τη στρατοπέδευση των δυνάμεων δυτικών συμμάχων. Τώρα οι αίτιες είναι κατανοητές: είναι φανερό, ότι το σχέδιο του Τσώρτσιλ εγκαίρως έγινε γνωστό στη Μόσχα και το Γενικό Επιτελείο του Στάλιν πήρε αντίστοιχα αντίμετρα»
Η ιδέα του Τσώρτσιλ πραγματικά ήταν «αδιανόητη». Ο βραχυπρόθεσμος πόλεμος μπορούσε να επιτευχθεί μόνο μ’ έναν τρόπο, με τον τρόπο που επιτεύχθηκε επί της Ιαπωνίας, δηλαδή με τη χρήση της ατομικής βόμβας. Αλλά το μέγεθος και η ισχύ του Κόκκινου Στρατού απέτρεψε αυτό το σχέδιο. Ταυτόχρονα οι ΗΠΑ δεν ήταν έτοιμες για μεγάλες ανθρώπινες θυσίες στο ολοκληρωτικό πόλεμο κατά της ΕΣΣΔ που προϋπόθετε το σχέδιο του Τσώρτσιλ, έτσι οι δυο νέες υπερδυνάμεις αναζήτησαν σημεία προσέγγισης. Πιθανόν, οι ΗΠΑ για το λόγο αυτό από το 1946 σταμάτησαν να μοιράζονται με τη Βρετανία τις πληροφορίες για την πορεία των εργασιών πάνω στο θέμα των πυρηνικών όπλων. Ο Βρετανός επικεφαλής του προγράμματος για τη δημιουργία της ατομικής
βόμβας, ο Groves, υπολόγιζε ότι οι ΗΠΑ θα έχουν πυρηνικό μονοπώλιο περίπου για 15 χρόνια. Αλλά το 1947 η ΕΣΣΔ ανακοίνωσε ότι το μυστικό της ατομικής βόμβας πλέον δεν υφίσταται. Στις 29 Αυγούστου του 1949 (τον Οκτώβριο του 1949 έληξε ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα) η ΕΣΣΔ έκανε πρώτη δοκιμή της δικής της ατομικής βόμβας. Μετά από τέσσερα χρόνια η ισορροπία μεταξύ των δυο υπερδυνάμεων αποκαταστάθηκε.
Παραπάνω έγινε αναφορά ότι τα περισσότερα σημαντικά γεγονότα που έλαβαν χώρα στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του πολέμου, άμεσα σχετίζονταν με τα μεγάλα γεγονότα στην παγκόσμια σκηνή. Ο Εμφύλιος Πόλεμος δεν αποτελεί εξαίρεση. Η χρονική περίοδός του συμπίπτει με την περίοδο κατά την οποία η πιθανότητα για την έναρξη νέου μεγάλου πολέμου ήταν τόσο άμεση όσο ποτέ άλλοτε, διότι η ατομική βόμβα ήταν πολύ μεγάλος πειρασμός. Και μόνο το 1949 όταν η ισορροπία αποκαταστάθηκε, ο ενεργός πόλεμος λόγω του αυτοκαταστροφικού χαρακτήρα του, πλέον έχασε κάθε νόημα. Αναπόφευκτα οι δυο κόσμοι συγκρούστηκαν, αλλά σε πεδίο Ψυχρού Πολέμου.
Κατά την άποψή μου τα γεγονότα του εμφυλίου πολέμου συνδέονται με την εξέλιξη των σχέσεων ανάμεσα στους Αγγλοσάξονες και τους Ρώσους της ίδιας περιόδου. Στην ερώτηση ποιος ήταν ο ρόλος της Ελλάδας στα πλαίσια αυτών των σχέσεων; Δεν υπάρχει μια συγκεκριμένη απάντηση. Είναι πιθανόν ότι στο παράδειγμα της Ελλάδας, η ΕΣΣΔ ήθελε να δείξει στους συμμάχους την αδυναμία τους. Είτε, ο Στάλιν υποστήριζε τον αγώνα του ΔΣΕ μέσω της Γιουγκοσλαβίας και της Βουλγαρίας ώστε στην περίπτωση επίθεσης των συμμάχων (επιχείρησης «Unthinkable») κατά της ΕΣΣΔ, να καταλάβει την Ελλάδα με σκοπό την αποκοπή της ζωτικής σημασίας μεσογειακής συγκοινωνιακής γραμμής των αντιπάλων. Επίσης δεν αποκλείεται ότι η Βρετανία υποκινούσε τη συμπαράσταση των Γιουγκοσλάβων στο ΔΣΕ για να εμπλέξει τελικά την ΕΣΣΔ στον ελληνικό Εμφύλιο, διότι η παρέμβαση της ΕΣΣΔ θα ήταν μια αδιαφιλονίκητη αφορμή για το ξεκίνημα του πολέμου κατά της ΕΣΣΔ.
Το παραπάνω κείμενο είναι απόσπασμα από την διπλωματικά εργασία του Α. Γκιουρτζίδη με τίτλο Σχέσεις Ελλάδας-ΕΣΣΔ, 1939-1949, σελ. 96-111. Μπορείτε να την διαβάσετε εδώ http://lib.duth.gr/dl/10101875.pdf
Ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα έχει δυο βασικούς παράγοντες. Ο πρώτος, ο εσωτερικός παράγοντας είναι το πολιτικό καθεστώς της προπολεμικής Ελλάδας. Μετά το μακρύ σκοτάδι της οθωμανικής κατοχής και με εξαίρεση των ορισμένων σπάνιων περιόδων (όπως του Βενιζέλου), οι Έλληνες δεν είδαν ποτέ να πραγματώνονται οι δημοκρατικοί πόθοι τους. Οι βασιλικές μηχανορραφίες, τα στρατιωτικά πραξικοπήματα, το φασιστικό καθεστώς του Μεταξά, η Κατοχή, αλληλοδιαδέχονταν το ένα μετά το άλλο μόνο και μόνο για να υπηρετήσουν τα ξένα συμφέροντα. Ο Alexander έγραφε για την προπολεμική πολιτικοκοινωνική κατάσταση της Ελλάδας, ότι «…ο παλιός πολιτικός κόσμος, τα αστικά κόμματα, δεν ήταν αντιπροσωπευτικά των Ελλήνων…».
Στη νεότερη ιστορία η διαμόρφωση της Ελλάδας ως κρατικής οντότητας οφείλεται σε δυο Μεγάλες Δυνάμεις, στη Ρωσία, η οποία συνέτριψε την Οθωμανική Αυτοκρατορία και έκανε δυνατή την πραγματοποίηση της Ελληνικής Επανάστασης, και στη Μεγάλη Βρετανία που συμπεριέλαβε την Ελλάδα, μόλις αυτή έγινε ανεξάρτητο κράτος, στη σφαίρα της επιρροής της. Για τη θέση και το μέλλον της Ελλάδας, ο Βρετανός πρεσβευτής στην Ελλάδα, ο σερ Έντμουντ Λάυονς το 1841 είπε: «Μια Ελλάδα πραγματικά ανεξάρτητη είναι παραλογισμός. Η Ελλάδα θα είναι ή ρωσική ή αγγλική και καθώς δεν πρέπει να είναι ρωσική, αναγκαστικά θα είναι αγγλική». Αυτός ο κόσμος αντιπροσώπευε το δεύτερο παράγοντα, τον εξωτερικό, τα ξένα συμφέροντα.
Νέα φάση στην πολιτικοκοινωνική ιστορία της Ελλάδας άρχισε με την κατάληψη της Ελλάδας και τη μάχη της Κρήτης το Μάιο του 1941. Ο Γεώργιος Β’ και η βιαστικά σχηματισμένη κυβέρνησή του έφυγαν από την Κρήτη για τη Μέση Ανατολή με σκοπό να καταλήξουν στο Λονδίνο. Στην Ελλάδα δημιουργήθηκε έτσι ένα πολιτικό κενό ως αποτέλεσμα της κατάρρευσης του καθεστώτος του Μεταξά και της αναχώρησης του Γεωργίου Β’ και της κυβέρνησής του. Αυτό το πολιτικό κενό ήρθε να το καλύψει το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ που εξέφρασε τη θέληση του ελληνικού λαού να αντισταθεί στον εχθρό.
Το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ ήταν γρήγορα αναπτυσσόμενη μαζική λαϊκή και πολιτική αντιστασιακή οργάνωση, όπου επικρατούσε το ΚΚΕ. Από το καλοκαίρι του 1942 και ειδικότερα μετά την άφιξη του Κανελλόπουλου και του συνταγματάρχη Μπακιρτζή στη Μέση Ανατολή, οι βρετανικές αρχές ήταν σε ικανοποιητικό βαθμό ενημερωμένες για το χαρακτήρα του ΕΑΜ. Το ίδιο το καλοκαίρι έγινε φανερό στους Βρετανούς ότι η στάση και η πολιτική του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ ήταν ανεξάρτητη από αυτούς, σε αντίθεση με το ΕΔΕΣ και την κυβέρνηση Τσουδερού. Κατά συνέπεια αντιλήφθηκαν ότι η δική τους πολιτική, που υποστήριζε το Γεώργιο Β’ και την κυβέρνησή του, έπρεπε να είναι αντίθετη προς κάθε υποστήριξη και συνεργασία με το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ.
Οι Βρετανοί έκαναν απόπειρες στην αναδιοργάνωση του αντιστασιακού κινήματος, κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να συντονίζεται και να ελέγχεται από τις βρετανικές αρχές στο Κάιρο. Η αποτυχία αυτού του σχεδίου είχε ως αποτέλεσμα να ενισχύσουν οι Βρετανοί τον ΕΔΕΣ και την ΕΚΚΑ ως τη μόνη λύση που τους απέμεινε απέναντι στην εξάπλωση του ΕΑΜ.
Το βασικό πρόβλημα που αντιμετώπιζε η Βρετανική Κυβέρνηση γύρω από την ελληνική πολιτική κατάσταση ήταν, αν το ΕΑΜ θα προσπαθούσε να καταβάλλει την εξουσία κατά την απελευθέρωση. Το Φόρεϊν Όφφις ανέμενε ότι η σχεδιαζόμενη άγγλο-αμερικανική εισβολή στα Βαλκάνια θα έλυνε αυτό το πρόβλημα. Όμως, το φθινόπωρο του 1943, μετά τη Διάσκεψη της Τεχεράνης, έγινε φανερό ότι το δεύτερο μέτωπο δεν θα ανοίξει στα Βαλκάνια αλλά στη Γαλλία. Το γεγονός αυτό έφερε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του Φόρεϊν Όφφις το πρόβλημα της κατάληψης της εξουσίας από το
ΕΑΜ. Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής, η Βρετανική Κυβέρνηση ακολούθησε τις προτάσεις του Λήπερ: α) διακοπή σχέσεων με το ΕΑΜ, προσπάθειες διάσπασής του, δυσφήμιση της ηγεσίας του και απόσπαση από το ΕΑΜ των μετριοπαθών στοιχείων, β) ο Γεώργιος Β’ διακήρυττε ότι δεν θα επέστρεφε στην Ελλάδα ώσπου να διευθετηθεί το θέμα του καθεστώτος.
Από τον Απρίλιο του 1943 στην Ελλάδα άρχισε να πλανάται το φάντασμα του εμφυλίου πολέμου. Ήδη τότε για πρώτη φορά εκφράστηκαν οι σκέψεις στα υπηρεσιακά έγγραφα μεταξύ του SOE του Κάϊρου και του ταξίαρχου Myers αρχηγού του ΒΜΜ για την πιθανότητα Εμφυλίου Πολέμου στην Ελλάδα.
Ουίνστον Τσώρτσιλ |
υπηρετούσαν πλήρως τα βρετανικά συμφέροντα.
Στις 20 Δεκεμβρίου 1943, ο Γουντχάουζ ανέφερε στο Κάιρο ότι, τόσο ο ΕΛΑΣ όσο και ο ΕΔΕΣ, είχαν δείξει την προθυμία να συζητήσουν προτάσεις που θα τερμάτιζαν τον Εμφύλιο Πόλεμο. Αλλά στις 4 Ιανουαρίου 1944 ο Εμφύλιος Πόλεμος ξαναδυνάμωσε, αφού κατά τη διάρκεια του Δεκεμβρίου ο Συνταγματάρχης Μπάρνς (Barnes), ο επικεφαλής των αποσπασμένων στο Ζέρβα Βρετανών αξιωματικών-συνδέσμων, τον είχε ενθαρρύνει δυο φορές προς αυτήν την κατεύθυνση. Στις 11 Δεκεμβρίου ο Μπάρνς είχε αναφέρει στο Κάιρο: «ο Ζέρβας καταλαβαίνει ότι πρέπει να συντρίψει τον ΕΛΑΣ γρήγορα για να μας είναι χρήσιμος, και αυτός, όπως του τονίζω, είναι ο λόγος που τον υποστηρίζουμε»
Αυτή ήταν η αρχή του Εμφυλίου Πολέμου. Στις αρχές του Φεβρουάριου του 1944, η σύγκρουση τερματίστηκε. Ο πόλεμος αυτός υποκινήθηκε άμεσα από τη βρετανική πολιτική. Ο μόνιμος στόχος της οποίας κατά τη διάρκεια του πολέμου ήταν η διάλυση του ΕΛΑΣ και η επάνδρωση της κυβέρνησης με άτομα που θα εξασφάλιζαν τα συμφέροντα της Βρετανίας.
Χρονολογικά, η περίοδος της σύγκρουσης του ΕΛΑΣ με τον ΕΔΕΣ, συμπίπτει με δυο πολύ σημαντικά πολιτικά γεγονότα με παγκόσμια διάσταση, την Τριμερή Διάσκεψη της Μόσχας (19 – 30 Οκτωβρίου 1943) και τη Διάσκεψη της Τεχεράνης (28 Νοεμβρίου – 1 Δεκεμβρίου 1943). Δυο γεγονότα που σηματοδότησαν την επιστροφή της Ρωσίας στην παγκόσμια πολιτική σκηνή με ιδιότητα μιας από τις δυο υπερδυνάμεις. Ως συνέπεια της επιστροφής αυτής, η ζώνη των συμφερόντων της αποκτούσε παγκόσμιες διαστάσεις. Με αυτά τα δεδομένα, η σύγκρουση μεταξύ ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ, που προσχεδιάστηκε από τη Βρετανία είχε προληπτικό χαρακτήρα στα πλαίσια της πολιτικής των Βρετανών να κρατήσουν τη Ρωσία έξω από τη λεκάνη της Μεσογείου και να διαφυλάξουν τον «αυτοκρατορικό δρόμο» προς την Ινδία και προς τα πετρέλαια. Και όντως, η παρέμβαση των Ρώσων στα ελληνικά πράγματα, ήταν μια άμεση απάντηση στη βρετανική πολιτική στην Ελλάδα. Ως αφορμή αυτής της παρέμβασης η Ρωσία χρησιμοποίησε τα γεγονότα της Σάμου (Νοέμβριος – Δεκέμβριος του 1943), τα οποία και αυτά χρονολογικά έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ.
Μετά από τις αποτυχίες των Βρετανών και του ΕΑΜ να έρθουν σε συνεννόηση και να σχηματίσουν εθνική κυβέρνηση, η τελευταία προχώρησε στη δημιουργία της ΠΕΕΑ. Η ηγεσία του ΕΑΜ προβαίνοντας σε τέτοια ενέργεια υπολόγιζε στο νέο παράγοντα, στη Ρωσία που δεν θα αργούσε να εμφανιστεί στα Βαλκάνια. Η Ρωσία αντέδρασε στη δημιουργία της ΠΕΕΑ με έντονη κριτική και αμφισβήτηση του ρόλου και της αντιπροσωπευτικότητας της εξόριστης Ελληνικής Κυβέρνησης.
Η ενεργή παρέμβαση της Ρωσίας στα ελληνικά πράγματα, ανάγκασε τη Βρετανία να ξεκινήσει το διάλογο για τον εντοπισμό των κοινά αποδεκτών λύσεων. Τη λύση την πρότεινε ο Μολότοφ, ο οποίος μίλησε για το ειδικό ενδιαφέρον της Ρωσίας για τη Ρουμανία. Μέσα στον Απρίλιο και Μάιο του 1944 οι Ρώσοι επέμεναν στην πρόταση που έκανε ο Μολότοφ, όταν κατάλαβαν ότι τα πράγματα δεν προχωράνε, στράφηκαν ξανά κατά της εξόριστης Ελληνικής Κυβέρνησης. Τελικά οι Βρετανοί δέχτηκαν να αναγνωρίσουν το ειδικό ενδιαφέρον της Ρωσίας για τη Ρουμανία, η οποία με τη σειρά
της αναγνώρισε το κυρίαρχο ρόλο της Βρετανίας στην Ελλάδα.
Βιατσεσλάβ Μολότοφ |
Οριστικά, το μέλλον της μεταπολεμικής Ελλάδας αποφασίστηκε κατά την επίσκεψη του Τσώρτσιλ στη Μόσχα τον Οκτώβριο 1944. Η Συμφωνία Ποσοστών καθόρισε τις σφαίρες επιρροής των Συμμάχων στην Ευρώπη, για άλλη μια φορά η ΕΣΣΔ επιβεβαίωσε την κυριαρχία της Βρετανίας στην Ελλάδα, αυτή τη φορά παίρνοντας ως αντάλλαγμα τη Βουλγαρία.
Τώρα που η Ευρώπη είχε μοιραστεί, η Βρετανία και η ΕΣΣΔ προχώρησαν στην εδραίωση των καθεστώτων που θα εξασφάλιζαν τα συμφέροντά τους. Όταν έπεσε η εξουσία των Γερμανών στην Ανατολική Ευρώπη, στο κενό που δημιουργήθηκε, εισήλθε η εξουσία των Σοβιέτ. Αυτό ήταν το αναπόφευκτο επακόλουθο της νίκης. Από την πολιτική σκοπιά, οι Ρώσοι σε πολλά σημεία συμπεριφέρονταν στην Ανατολική Ευρώπη έτσι όπως και οι Αμερικανοί με τους Άγγλους στη Δύση: από μόνοι τους υπέγραφαν εκεχειρίες με τα κράτη-δορυφόροι, όπως έκαναν στην Ιταλία οι Άγγλοι και οι Αμερικανοί, απομάκρυναν από την εξουσία τους αντικομμουνιστές, αλλά και οι Άγγλοι με τους Αμερικανούς προέβαιναν σε αντίστοιχα μέτρα στην Ιταλία και τη Γαλλία εναντίον των
κομμουνιστών. Στη Ρουμανία ο Βισίνσκι επέβαλλε την αλλαγή της κυβέρνησης με τον ίδιο τρόπο, με τον οποίον ο λόρδος Κίλλερν το έκανε στην Αίγυπτο: αυτός επίσης, περικύκλωσε το βασιλικό παλάτι με τα άρματα μάχης.
Αυτή η πολιτική των Συμμάχων σε σχέση με τα νέα καθεστώτα στην Ευρώπη, εξηγεί γιατί ο Εμφύλιος Πόλεμος στην Ελλάδα ήταν αναπόφευκτος. Ο Τσώρτσιλ δενενδιαφερόταν για συμβιβασμούς, αλλά για την άνευ όρων παράδοση της ελληνικής Αριστεράς και μη βρίσκοντας άλλο μέσο για να την πετύχει, επιδίωξε τη σύγκρουση. Το πόσο αποφασισμένος ήταν ο Τσώρτσιλ αποδεικνύεται από τις οδηγίες του στον Λήπερ στις 30 Νοεμβρίου: «Είναι σημαντικό να καταστεί γνωστό ότι, αν γίνει εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα, θα είμαστε στο πλευρό της κυβέρνησης… και πάνω απ’ όλα ότι δεν θα διστάσουμε να πυροβολήσουμε».
Ακολούθησαν τα Δεκεμβριανά γεγονότα του 1944, ήταν η επέμβαση που ο Τσώρτσιλ είχε προετοιμάσει με διπλωματική και στρατιωτική επιμέλεια από το 1943, για να καταστρέψει ολόκληρο το ελληνικό κίνημα της αντίστασης και να αποκαταστήσει την προπολεμική ημιαποικιακή εξάρτηση. Η επέμβαση στην Ελλάδα ήταν μέρος της πολιτικής για την αποκατάσταση της αυτοκρατορίας, για την εξασφάλιση των γραμμών επικοινωνίας της και της οικοδόμησης ενός αντικομμουνιστικού προπύργιου κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Ήταν ένα στοιχείο της σφαίρας της πολιτικής των συμφερόντων, που τους κανόνες της είχε διατυπώσει από το 1841 ο Βρετανός πρεσβευτής στην Ελλάδα ο Έντμουντ Λάυονς. Οι Έλληνες μονάρχες υποτίθεται πως ήταν παραδοσιακοί εγγυητές της φιλοβρετανικής πολιτικής της Ελλάδας. Γι’ αυτό ο Τσώρτσιλ αγωνιζόταν για την παλινόρθωση του Γεωργίου Β’ στον ελληνικό θρόνο. Έτσι τα Δεκεμβριανά ήταν μια επέμβαση για την αποκατάσταση του παλιού κατεστημένου.
Η μη επέμβαση της ΕΣΣΔ στις ελληνικές υποθέσεις προσδιορίστηκε από τα γεωπολιτικά της συμφέροντα, τα οποία στα Βαλκάνια περιορίζονταν με συνορεύοντα κράτη, στις οποίες δεν άνηκε η Ελλάδα, και επίσης από τη σοβιετική επιδίωξη να πετύχει βάσει ορισμένων προϋποθέσεων το συμβιβασμό με τους δυτικούς συμμάχους στη μεταπολεμική διευθέτηση της Ευρώπης. Ο Στάλιν στη συζήτηση με το Δημητρώφ, πού έγινε τον Ιανουάριο 1944, δηλαδή αμέσως μετά τα Δεκεμβριανά γεγονότα, έλεγε: «Εγώ συμβούλευα, ώστε στην Ελλάδα να μη αρχίζουν αυτόν τον αγώνα. Οι άνθρωποι του ΕΛΑΣ δεν έπρεπε να βγουν από την κυβέρνηση του Παπανδρέου. Αυτοί άρχισαν έργο, για το οποίο η δύναμη τους δεν φτάνει. Εμείς δεν μπορούμε να στέλνουμε στην Ελλάδα τα στρατεύματα μας». Παρ’ ότι ο ΕΛΑΣ στα τέλη του Οκτωβρίου 1944 ήλεγχε το μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας και ο Κόκκινος Στρατός είχε μπει στο έδαφος της Γιουγκοσλαβίας και μέχρι τα σύνορα της Ελλάδας κυριολεκτικά έμεινε ένα βήμα, ο Κόκκινος Στρατός δεν μπήκε στην Ελλάδα. Πειρασμός ήταν μεγάλος, αλλά όπως έγραφε αργότερα ο Τσώρτσιλ: «ο Στάλιν ποτέ δεν αθετούσε το λόγο που μου έδινε».
Όπως δείχνουν τα ιστορικά γεγονότα, όλες οι σημαντικότερες εξελίξεις στα ελληνικά πράγματα συμπίπτουν με σημαντικές διασκέψεις των Μεγάλων Συμμάχων και τις αποφάσεις που πάρθηκαν απ’ αυτούς. Την πρώτη φορά, ο Στάλιν και ο Τσώρτσιλ αναγνώρισαν ότι η Ρουμανία θα είναι στη σοβιετική σφαίρα επιρροής ενώ η Ελλάδα στη βρετανική. Τη δεύτερη φορά για να επιβεβαιωθεί εκ νέου η συμφωνία αυτή από το Στάλιν, ο Τσώρτσιλ του πρότεινε τη Βουλγαρία και να μοιραστούν τη Γιουγκοσλαβία και την Ουγγαρία. Έτσι και τα Δεκεμβριανά γεγονότα που έλαβαν χώρα στις παραμονές της Διάσκεψης της Γιάλτας ήταν μια παραχώρηση από την ΕΣΣΔ που για αντάλλαγμα της κράτησε την Πολωνία, αψηφώντας οποιαδήποτε επιχειρήματα των Αμερικανών και των Βρετανών. Η Διάσκεψη της Γιάλτας τελείωσε στις 11 Φεβρουαρίου του 1945, την επόμενη μέρα στις 12 Φεβρουαρίου στην Ελλάδα η Κυβέρνηση του Πλαστήρα και το ΕΑΜ υπέγραψαν τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Βάσει της συμφωνίας αυτής, το ΕΑΜ όχι μόνο παρέδωσε στους Βρετανούς χωρίς κανένα απολύτως αντιστάθμισμα τα όπλα, αλλά εγκατέλειψε και αυτούς, που τον είχαν ακολουθήσει. Χωρίς την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας οι εξελίξεις στο πολιτικό επίπεδο και η διάσταση της σύγκρουσής θα είχαν πάρει εντελώς διαφορετική τροπή.
Τα Δεκεμβριανά γεγονότα και το αποτέλεσμα της η Συμφωνία της Βάρκιζας, άμεσα ή έμμεσα συνδέονται με το ζήτημα της Πολωνίας που υπήρξε σημείο σύγκρουσης στη Διάσκεψη της Γιάλτας, μεταξύ των ΗΠΑ και της Βρετανίας από τη μία και την ΕΣΣΔ από την άλλη πλευρά.
Οι δύο παραδοσιακοί άξονες της δύναμης, είναι στο δυτικό ευρωπαϊκό κόσμο οι Αγγλοσάξονες και στο ανατολικό οι Ρώσοι. Ο κοινός κίνδυνος από την πλευρά της Γερμανίας και της Ιαπωνίας τους ανάγκασε να ενωθούν. Όταν ο κίνδυνος πέρασε, οι δυο εχθρικοί κόσμοι επέστρεψαν στις αμοιβαίες καχυποψίες, οι οποίες υπήρχαν πάντα μεταξύ τους. Από τη Διάσκεψη της Γιάλτας μέχρι τη Διάσκεψη του Πότσνταμ μεσολάβησαν έξι μήνες, ωστόσο, αν στη Γιάλτα συναντήθηκαν ως σύμμαχοι, στο Πότσνταμ πλέον ήταν ανταγωνιστές. Πιθανόν, η περίοδος της στροφής ήταν η Άνοιξη του 1945. Στο Λονδίνο «η σοβιετική απειλεί αντικατέστησε το ναζιστικό εχθρό». Ενώ στη Μόσχα είχαν μάθει για τα βρετανικά σχέδια πολέμου εναντίον της ΕΣΣΔ.
Ο συσχετισμός των δυνάμεων και αυτός άλλαξε. Τώρα, πρώτη δύναμη ήταν οι ΗΠΑ, ως δεύτερη αναδέχτηκε η ΕΣΣΔ. Αν και η Βρετανία στην αρχή του πολέμου ήταν Μεγάλη Δύναμη, στο τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας εμφανίστηκε το νέο πολιτικό-στρατιωτικό φαινόμενο, οι δυο υπερδυνάμεις οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ.
Χάρι Τρούμαν |
Ταυτόχρονα, στα Βαλκάνια άρχισε να εδραιώνεται νέα περιφερειακή δύναμη, η Γιουγκοσλαβία, η οποία παρ’ όλο το κομμουνιστικό χαρακτήρα της δεν ήταν τυφλά υπάκουη στην ΕΣΣΔ. Η περιφερειακή αυτή δύναμη, όπως και κάθε δύναμη, άρχισε να διεκδικεί τη σφαίρα της δικής της επιρροής.
Στην πρώτη φάση, ο Τίτο στα πλαίσια αυτής της πολιτικής επιδίωξε να ενσωματώσει την Αλβανία. Με πρόσχημα την απειλή της κατάληψης του τμήματος της Αλβανίας από τα ελληνικά στρατεύματα, οι κυβερνήσεις της Γιουγκοσλαβίας και της Αλβανίας συμφώνησαν για την είσοδο της γιουγκοσλαβικής μεραρχίας στην Αλβανία. Το γεγονός αυτό υπήρξε ως άμεση αιτία της έντονης αρνητικής αντίδρασης από την πλευρά της ΕΣΣΔ. Εκτός από την Αλβανία, υπήρχε και άλλο σημείο προστριβής σε σχέσεις των δυο χωρών, που τελικά οδήγησαν τα δυο κομμουνιστικά καθεστώτα σε ρήξη.
Τον Απρίλιο του 1945, ο Τίτο στη Μόσχα δίνοντας συνέντευξη άφησε να εννοηθεί ότι το ζήτημα της Μακεδονίας και των «Μακεδόνων» υφίσταται. Ωστόσο η ανακίνηση του ζητήματος γινόταν κυρίως στο εσωτερικό της Γιουγκοσλαβίας, έγιναν προσπάθειες και στο εξωτερικό, ιδιαιτέρα στη Δύση, κυρίως μέσω του τύπου και διάφορων συλλόγων, χωρίς να τίθεται το ζήτημα αυτό στη διάρκεια της Διάσκεψης των Παρισίων, όπου εξετάστηκαν και λυθήκαν τα εδαφικά ζητήματα της μεταπολεμικής Ευρώπης.
Για την επίλυση των βαλκανικών ζητημάτων, ο Στάλιν κάλεσε τον Τίτο και τον Δημητρώφ στη Μόσχα. Η γιουγκοσλαβική αποστολή έφτασε στις αρχές του Ιανουάριου του 1948 αλλά χωρίς τον Τίτο, λίγο αργότερα έφτασαν και οι Βούλγαροι. Το Φεβρουάριο σε μια από τις συζητήσεις που έγινε μεταξύ των τριών πλευρών, ο Στάλιν αναφέρθηκε στην κατάσταση που εξελισσόταν στην Ελλάδα, λέγοντας: «Πρέπει να τερματιστεί η εξέγερση στην Ελλάδα. Πιστεύετε εσείς, στην επιτυχία της εξέγερσης στην Ελλάδα; Αυτοί δεν έχουν καμία πιθανότητα. Τι νομίζετε, ότι η Μεγάλη Βρετανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες – οι Ηνωμένες Πολιτείες, η πιο ισχυρή δύναμη στον κόσμο – θα επιτρέψουν τη διακοπή των διαμετακομιστικών τους γραμμών στη Μεσόγειο θάλασσα! Ανοησίες. Εμείς όμως δεν έχουμε ναυτικό. Η εξέγερση στην Ελλάδα πρέπει να συμπτυχτεί όσο γρηγορότερα γίνεται».
Το συμπέρασμα του αρχηγού της γιουγκοσλαβικής αποστολής του Τζίλας, ήταν ότι ο Στάλιν ήταν κατά της εξέγερσης στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τη γνώμη του, όλη την ευθύνη για την υποστήριξη των Ελλήνων κομμουνιστών, η σοβιετική κυβέρνηση επέρριπτε στη Γιουγκοσλαβία, αλλά η ίδια δεν είχε λάβει και καμία αποφασιστική ενέργεια για να πετύχει τη συμφιλίωση μέχρι εκείνη τη στιγμή, όταν αυτό συνέφερε το Στάλιν
Η στάση αυτή του Στάλιν σχετικά με το ΕΑΜ ερμηνεύτηκε με δύο τρόπους: α). ότι ο Στάλιν υποστήριζε τις επαναστάσεις μόνο στην περίπτωση εάν τις ήλεγχε και β). ότι η Ελλάδα βρισκόταν έξω από τα όρια της σφαίρας των συμφερόντων της ΕΣΣΔ.
Ο Taylor, φέρνοντας ως παραδείγματα τη Γαλλία, την Ιταλία και την Κίνα υποστηρίζει ότι η οποιαδήποτε εξάπλωση του κομμουνισμού έξω από τα όρια της σφαίρας της επιρροής της Σοβιετικής Ρωσίας, για το Στάλιν ήταν απολύτως απαράδεκτη.
Ο Ρζεσέβσκιϊ αναφέρει, ότι το ζήτημα των γεωπολιτικών συμφερόντων της ΕΣΣΔ στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο, αποτέλεσε αντικείμενο συζητήσεων σε ειδικές επιτροπές της Λαϊκής Επιτροπής των Εξωτερικών Υποθέσεων από το 1943. Παραπέμποντας στις αναλυτικές εργασίες του Λιτβίνοφ και του Μάϊσκι, οι οποίοι διαπίστωναν ότι η Ελλάδα βρίσκεται έξω από τα όρια των γεωπολιτικών συμφερόντων της ΕΣΣΔ στη μεταπολεμική Ευρώπη.
Ιωσήφ Στάλιν |
από τα χέρια του».
Ο πιο κατηγορηματικός ήταν βέβαια ο Τζίλας, που μόνο προδότη των επαναστάσεων δεν αποκάλεσε το Στάλιν. Αλλά οι ηγέτες της Γιουγκοσλαβίας και των άλλων κομμουνιστικών κινημάτων δεν λάμβαναν τα δεδομένα του νέου, Ψυχρού Πολέμου. Στην πραγματικότητα, ο Στάλιν, δεν ήταν φανατικός κομμουνιστής ώστε να ήταν έτοιμος σαν το Λένιν και τον Τρότσκι να ακολουθεί τις διακηρύξεις για την παγκόσμια επανάσταση. Ήταν πάνω απ’ όλα πολιτικός που υπεράσπιζε τα συμφέροντα και την ασφάλεια της χώρας του, και ως πολιτικός ήταν πιστός μόνο σ’ ένα αξίωμα της πολιτικής, στο συσχετισμό των δυνάμεων.
Ο συσχετισμός των δυνάμεων, είναι το λεπτό και αόρατο νήμα γύρω από το οποίο διαμορφώθηκε η πολιτική της ΕΣΣΔ σε σχέση με την Ελλάδα. Η δύναμη συνέχιζε να παραμένει ως ο πιο αποφασιστικός παράγοντας στην παγκόσμια πολιτική σκηνή και η Διάσκεψη του Πότσνταμ ήταν ακόμη μια επιβεβαίωσή αυτού. Σε αντίθεση με τις προγνώσεις των συμμάχων, η ΕΣΣΔ δεν ήταν εξαντλημένη στο τέλος του πολέμου, αντίθετα απέκτησε απίστευτη στρατιωτική ισχύ… Η σοβιετική πλευρά κατά τη διάρκεια της Διάσκεψης, ούτε μια φορά δεν απείλησε με τη χρήση της δύναμης, αλλά στη συμπεριφορά του Στάλιν φαινόταν ότι θεωρεί τη στρατιωτική ισχύ της ΕΣΣΔ ως σημαντικό παράγοντα στις διαπραγματεύσεις.
Το τι σημαίνει η δύναμη στην πολιτική, μας διηγείται στα απομνημονεύματά του για τη Διάσκεψη του Πότσνταμ ο Τσώρτσιλ.
Από τα απομνημονεύματα του Τσώρτσιλ
Την επόμενη μέρα, στις 24 Ιουλίου, μετά τη λήξη της ολομελής συνεδρίασης, όταν όλοι εμείς σηκωθήκαμε από τις θέσεις μας και στεκόμασταν γύρω από το τραπέζι ανά δυο, τρία άτομα, είδα πως ο πρόεδρος πλησίασε το Στάλιν και αυτοί άρχισαν να μιλάνε μόνοι τους μέσω των διερμηνέων. Εγώ πήρα θέση σε απόσταση περίπου πέντε γιαρδών απ’ αυτούς και προσεκτικά παρατηρούσα αυτή τη σημαντικότατη συζήτηση. Ήξερα τι ετοιμάζεται να πει ο Πρόεδρος. Ήταν σημαντικό, τι εντύπωση αυτό θα προκαλέσει στο Στάλιν. Τώρα τη θυμάμαι όλη αυτή τη σκηνή τόσο ξεκάθαρα, σαν να ήταν μόλις εχθές. Φαινόταν, ότι αυτός ήταν ενθουσιασμένος. Καινούργια βόμβα! Εξαιρετικής ισχύος! Και μπορεί, να έχει αποφασιστική σημασία για όλο τον πόλεμο κατά της Ιαπωνίας! Τι τύχη! Τέτοια εντύπωση δημιουργήθηκε σ’ εμένα εκείνη τη στιγμή, και ήμουν σίγουρος, ότι αυτός δεν αντιλαμβάνεται όλη τη σημασία αυτού, για το οποίο του μίλησαν. Είναι εντελώς ξεκάθαρο, ότι στο βαρύ του έργο και υποχρεώσεις, δεν υπήρχε χώρος για την ατομική βόμβα. Αν είχε έστω και μικρή αντίληψη για την επανάσταση στις διεθνείς σχέσεις, που έγινε, αυτό αμέσως θα ήταν φανερό. Τίποτα δεν θα τον εμπόδιζε να πει: «Σας ευχαριστώ, που με ενημερώσατε για την νέα σας βόμβα. Εγώ βέβαια δεν κατέχω ειδικές τεχνικές γνώσεις. Μπορώ να στείλω το δικό μου ειδικό στον τομέα αυτής της πυρηνικής επιστήμης για τη συνάντηση με το ειδικό σας, αύριο το πρωί;». Όμως στο πρόσωπό του παρέμεινε χαρούμενη και ήρεμη έκφραση, και σε λίγο η συζήτηση μεταξύ των δύο ισχυρότατων παραγόντων ολοκληρώθηκε. Όταν εμείς περιμέναμε τα αυτοκίνητά μας, εγώ πλησίασα τον Τρούμαν. «Τι λέει, πέτυχε;», τον ρώτησα, «Αυτός δεν μου έκανε ούτε μια ερώτηση», απάντησε ο πρόεδρος. Με τέτοιον τρόπο πείστηκα, ότι εκείνη τη στιγμή ο Στάλιν δεν ήταν και καλά ενημερωμένος για την τεράστια πρόοδο των επιστημονικών ερευνών, με τις οποίες κατά τη διάρκεια μακράς περιόδου ήταν απασχολημένοι οι ΗΠΑ και Αγγλία, και για τις οποίες οι Ηνωμένες Πολιτείες, κάνοντας ηρωικό ρίσκο ξόδεψαν 400 εκατομμύρια στερλίνες. Τέτοιο ήταν το φινάλε αυτής της ιστορίας, όσον αφορά τη Διάσκεψη του Πότσνταμ. Η σοβιετική αποστολή δεν ενημερώθηκε παραπάνω για το γεγονός αυτό, και η ίδια δεν το είχε αναφέρει.
Ο Ζούκοφ έγραφε στα απομνημονεύματά του, ότι τόσο ο Τσώρτσιλ όσο και πολλοί άλλοι άγγλoαμερικανοί συγγραφείς ως αποτέλεσμα θεωρούσαν, ότι πιθανόν ο Στάλιν όντως δεν αντιλήφθηκε τη σημασία της ανακοίνωσης που του έγινε. Στην πραγματικότητα, επιστρέφοντας από τη συνεδρίαση ο Στάλιν, επί παρουσίας μου διηγήθηκε στο Μολότοφ για τη συζήτηση που έγινε με τον Τρούμαν. Ο Μολότοφ αμέσως είπε: «Ανεβάζουν την αξία τους». Ο Στάλιν γέλασε: «Ας ανεβάζουν. Πρέπει να μιλήσω με τον Κουρτσάτοφ για την επιτάχυνση των εργασιών μας»
Ο Τσώρτσιλ είχε δίκαιο, η δημιουργία της ατομικής βόμβας επέφερε επανάσταση στις διεθνείς σχέσεις. Στις 16 Ιουλίου 1945 οι ΗΠΑ έκαναν τη δοκιμή της πρώτης ατομικής βόμβας. Τη δεύτερη και τη τρίτη, οι Αμερικανοί τις έριξαν στη Χιροσίμα (6 Αυγούστου) και τη Ναγκασάκι (9 Αυγούστου) αντίστοιχα. Με δύο βόμβες ο πόλεμος κατά της Ιαπωνίας κερδήθηκε. Αν αυτό δεν ήταν επανάσταση! Το νέο είδος όπλου άνοιγε νέες προοπτικές στη διεξαγωγή των πολεμικών επιχειρήσεων, τροφοδοτώντας απίστευτα σχέδια στο νου των πολιτικών.
Μετά από τη ραδιοφωνική ομιλία του Τσώρτσιλ στις 13 Μαΐου 1945, και τη συνάντηση του Αϊζενχάουερ και του Μοντγκόμερι, στις 18 Μαΐου, ο Ρώσος Πρεσβευτής στο Λονδίνο, ο Γκούσεφ, έστειλε στη Μόσχα τηλεγράφημα, στο οποίο περιέγραφε το πώς εξελίσσονται οι πολιτικές διαθέσεις σε σχέση με την ΕΣΣΔ: «Υπολογίζοντας τη δημιουργηθείς κατάσταση, απαραίτητα πρέπει νε έχουμε υπ’ όψη, ότι έχουμε να κάνουμε με έναν τυχοδιώκτη, για τον οποίων ο πόλεμος είναι η φύση του, ότι στις συνθήκες του πολέμου αυτός αισθάνεται τον εαυτό του πολύ καλύτερα παρ’ ότι στις συνθήκες της ειρήνης».
Στα δημοσιευθέντα το 1998 απόρρητα έγγραφα από το προσωπικό φάκελο του Τσώρτσιλ, τη θέση-κλειδί κατέχει το σχέδιο έκτακτης επιχείρησης «Unthinkable (Αδιανόητο) που χρονολογείται στις 22 Μαΐου 1945, το οποίο προετοιμάστηκε από το Ηνωμένο Επιτελείο του Σχεδιασμού του Πολεμικού Γραφείου. Στο σχέδιο διατυπώθηκαν οι εκτιμήσεις της κατάστασης, οι στόχοι της επιχείρησης, οι δυνάμεις που θα συμμετέχουν, κατευθύνσεις των επιθέσεων των δυτικών συμμάχων και τα πιθανά αποτελέσματά τους.
Η χρονολογία, όταν ο Πρωθυπουργός έδωσε την εντολή για την επεξεργασία του σχεδίου δεν αναφέρεται, αλλά υπολογίζοντας την πολυπλοκότητα για την προετοιμασία, τον χαρακτήρα και τον όγκο των εγγράφων, υπάρχει βάση να προϋποθέτουμε ότι, η εντολή του Πρωθυπουργού δόθηκε στους αρμόδιους όχι αργότερα από τον Απρίλιο του 1945.
Το σχέδιο αυτό ήταν σχέδιο πολέμου κατά της ΕΣΣΔ, η ημερομηνία της έναρξής του ορίστηκε η 1η Ιουλίου του 1945. Ο στόχος της επιχείρησης συνίσταται στον «αναγκασμό της Ρωσίας να υποκύψει στη βούληση των Ηνωμένων Πολιτειών και της Μεγάλης Βρετανίας». Στη συνέχεια εκφραζόταν η άποψη ότι ο ολοκληρωτικός πόλεμος είναι το μοναδικό αξιόπιστο μέσο για την επίτευξη του στόχου και για το λόγο αυτό είναι απαραίτητο: α) να κατακτηθούν εκείνες οι περιοχές της εσωτερικής Ρωσίας με την απώλεια των οποίων η χώρα αυτή θα χάσει τις υλικές δυνατότητες για τη διεξαγωγή
του πολέμου και για την περαιτέρω αντίσταση, β) επιφορά τέτοιας αποφασιστικής ήττας στις ρωσικές ένοπλες δυνάμεις, που αυτή θα στερήσει την ΕΣΣΔ τη δυνατότητα να συνεχίζει τον πόλεμο. Τους υπολογισμούς τους οι μελετητές του σχεδίου συνέδεαν με την επίτευξη της νίκης στο βραχυπρόθεσμο πόλεμο ενός νέου είδους αστραπιαίου πολέμου ανάλογο του μπλιτσκριγκ των Γερμανών το 1941. Αυτή η εκδοχή του πολέμου παρουσιάζεται στο σχέδιο με πολύ μεγάλη λεπτομέρεια. Το σχέδιο αναφέρει ότι, στην Ευρώπη οι δυνάμεις του Κόκκινου Στρατού είναι συγκεντρωμένες κυρίως στο κεντρικό της τμήμα. Στην πορεία των αντίμετρων είναι πιθανή η κατάληψη απ’ αυτόν της Κροατίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας. Στην Μέση Ανατολή θα δημιουργηθεί άκρως επικίνδυνη κατάσταση στην Περσία και στο Ιράκ. Είναι σχεδόν σίγουρο ότι η Ρωσία θα προβεί σε επίθεση στην περιοχή αυτή, έχοντας υπόψη τη δυνατότητα απόκτησης πολύ-
τιμων πηγών και της εξαιρετικής σημασίας αυτών των περιοχών για μας.
Το Σεπτέμβριο του 1945 ακολούθησε απόρρητη συνάντηση, στο γιότ κοντά στα παράλια των ΗΠΑ, του Αμερικανού στρατηγού Αϊζενχάουερ με το Βρετανό στρατάρχη Μοντγκόμερι. Οι δυο στρατιωτικοί ηγέτες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι, στην περίπτωση που ο Κόκκινος Στρατός θα επιχειρήσει την αντεπίθεση στην Ευρώπη, οι δυτικοί σύμμαχοι δεν θα έχουν τη δύναμη να τη σταματήσουν.
Αυτές οι πρωτοβουλίες του Τσώρτσιλ προκαλούν δύο ερωτήματα. Το πρώτο: αν εκείνη την περίοδο η σοβιετική ηγεσία είχε σχέδια για την προέλαση έως τον Ατλαντικό και την κατάληψη της Βρετανίας; Η απάντηση είναι αρνητική. Αυτό επιβεβαιώνεται από το νόμο που ψηφίστηκε στην ΕΣΣΔ στις 23 Ιουνίου 1945, περί της αποστράτευσης στο στρατό και το ναυτικό και της βαθμιαίας μετάβασής τους σε μεγέθη του εν καιρό της ειρήνης. Το δεύτερο: αν η σοβιετική ηγεσία γνώριζε για τα βρετανικά σχέδια πολέμου κατά της ΕΣΣΔ; Η απάντηση είναι θετική. Οι σοβιετικές μυστικές υπηρεσίες στη Βρετανία ήταν από τις πιο αποτελεσματικότερες. Έμμεσα αυτό επιβεβαιώνει και ο επιφανής γνώστης της ιστορίας των σοβιετικών ένοπλων δυνάμεων, ο καθηγητής Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου ο Erickson D. Σύμφωνα με τη γνώμη του, το σχέδιο του Τσώρτσιλ βοηθάει στην επεξήγηση, «γιατί ο στρατάρχης Ζούκοφ ξαφνικά αποφάσισε τον Ιούνιο του 1945 να ανασύνταξη τις δυνάμεις του, και έλαβε από τη Μόσχα διαταγή να ενισχύσει την άμυνα και με λεπτομέρεια να μελετήσει τη στρατοπέδευση των δυνάμεων δυτικών συμμάχων. Τώρα οι αίτιες είναι κατανοητές: είναι φανερό, ότι το σχέδιο του Τσώρτσιλ εγκαίρως έγινε γνωστό στη Μόσχα και το Γενικό Επιτελείο του Στάλιν πήρε αντίστοιχα αντίμετρα»
Η ιδέα του Τσώρτσιλ πραγματικά ήταν «αδιανόητη». Ο βραχυπρόθεσμος πόλεμος μπορούσε να επιτευχθεί μόνο μ’ έναν τρόπο, με τον τρόπο που επιτεύχθηκε επί της Ιαπωνίας, δηλαδή με τη χρήση της ατομικής βόμβας. Αλλά το μέγεθος και η ισχύ του Κόκκινου Στρατού απέτρεψε αυτό το σχέδιο. Ταυτόχρονα οι ΗΠΑ δεν ήταν έτοιμες για μεγάλες ανθρώπινες θυσίες στο ολοκληρωτικό πόλεμο κατά της ΕΣΣΔ που προϋπόθετε το σχέδιο του Τσώρτσιλ, έτσι οι δυο νέες υπερδυνάμεις αναζήτησαν σημεία προσέγγισης. Πιθανόν, οι ΗΠΑ για το λόγο αυτό από το 1946 σταμάτησαν να μοιράζονται με τη Βρετανία τις πληροφορίες για την πορεία των εργασιών πάνω στο θέμα των πυρηνικών όπλων. Ο Βρετανός επικεφαλής του προγράμματος για τη δημιουργία της ατομικής
βόμβας, ο Groves, υπολόγιζε ότι οι ΗΠΑ θα έχουν πυρηνικό μονοπώλιο περίπου για 15 χρόνια. Αλλά το 1947 η ΕΣΣΔ ανακοίνωσε ότι το μυστικό της ατομικής βόμβας πλέον δεν υφίσταται. Στις 29 Αυγούστου του 1949 (τον Οκτώβριο του 1949 έληξε ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα) η ΕΣΣΔ έκανε πρώτη δοκιμή της δικής της ατομικής βόμβας. Μετά από τέσσερα χρόνια η ισορροπία μεταξύ των δυο υπερδυνάμεων αποκαταστάθηκε.
Παραπάνω έγινε αναφορά ότι τα περισσότερα σημαντικά γεγονότα που έλαβαν χώρα στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του πολέμου, άμεσα σχετίζονταν με τα μεγάλα γεγονότα στην παγκόσμια σκηνή. Ο Εμφύλιος Πόλεμος δεν αποτελεί εξαίρεση. Η χρονική περίοδός του συμπίπτει με την περίοδο κατά την οποία η πιθανότητα για την έναρξη νέου μεγάλου πολέμου ήταν τόσο άμεση όσο ποτέ άλλοτε, διότι η ατομική βόμβα ήταν πολύ μεγάλος πειρασμός. Και μόνο το 1949 όταν η ισορροπία αποκαταστάθηκε, ο ενεργός πόλεμος λόγω του αυτοκαταστροφικού χαρακτήρα του, πλέον έχασε κάθε νόημα. Αναπόφευκτα οι δυο κόσμοι συγκρούστηκαν, αλλά σε πεδίο Ψυχρού Πολέμου.
Κατά την άποψή μου τα γεγονότα του εμφυλίου πολέμου συνδέονται με την εξέλιξη των σχέσεων ανάμεσα στους Αγγλοσάξονες και τους Ρώσους της ίδιας περιόδου. Στην ερώτηση ποιος ήταν ο ρόλος της Ελλάδας στα πλαίσια αυτών των σχέσεων; Δεν υπάρχει μια συγκεκριμένη απάντηση. Είναι πιθανόν ότι στο παράδειγμα της Ελλάδας, η ΕΣΣΔ ήθελε να δείξει στους συμμάχους την αδυναμία τους. Είτε, ο Στάλιν υποστήριζε τον αγώνα του ΔΣΕ μέσω της Γιουγκοσλαβίας και της Βουλγαρίας ώστε στην περίπτωση επίθεσης των συμμάχων (επιχείρησης «Unthinkable») κατά της ΕΣΣΔ, να καταλάβει την Ελλάδα με σκοπό την αποκοπή της ζωτικής σημασίας μεσογειακής συγκοινωνιακής γραμμής των αντιπάλων. Επίσης δεν αποκλείεται ότι η Βρετανία υποκινούσε τη συμπαράσταση των Γιουγκοσλάβων στο ΔΣΕ για να εμπλέξει τελικά την ΕΣΣΔ στον ελληνικό Εμφύλιο, διότι η παρέμβαση της ΕΣΣΔ θα ήταν μια αδιαφιλονίκητη αφορμή για το ξεκίνημα του πολέμου κατά της ΕΣΣΔ.
Το παραπάνω κείμενο είναι απόσπασμα από την διπλωματικά εργασία του Α. Γκιουρτζίδη με τίτλο Σχέσεις Ελλάδας-ΕΣΣΔ, 1939-1949, σελ. 96-111. Μπορείτε να την διαβάσετε εδώ http://lib.duth.gr/dl/10101875.pdf
Έχεται διαβάσει την εργασία αυτή;
ΑπάντησηΔιαγραφή