Του Γρηγόρη Φαράκου
πρώην γ.γ. του ΚΚΕ
Βρετανοί αλεξιπτωτιστές κατά την διάρκεια της μάχης της Αθήνας |
ημέρες η πρωτεύουσα ματώνει στις μάχες που ακολούθησαν. Κάτι λιγότερο από τρεις μήνες κι ήταν αρκετό για ν΄ αναποδογυρίσουν τα πάντα στη μετακατοχική Ελλάδα. Ήρθαν τα πάνω-κάτω κλίμακες αξιών, συσχετισμοί και ισορροπίες δυνάμεων, το μερίδιο ελέγχου τους στην εξουσία. Ανατράπηκε η Αντίσταση κι ο,τι αυτή σηματοδοτούσε για το παρόν και το μέλλον του τόπου. Τίποτα, πια, δεν ήταν και δεν θα ήταν όπως πριν.
Αναπάντεχη ήταν η «ανώμαλη προσγείωση» μετά τη Δεκεμβριανή ήττα και τη φυγή, μεσ΄ από χιονισμένους δρόμους και μονοπάτια, προς τη Ρούμελη και τη Θεσσαλία. Έτσι κι αλλιώς, έπρεπε να ακολουθήσουν ώρες αυτογνωσίας. Το ένιωθαν, ίσως, μόνο τα μέχρι απόγνωσης εξαντλημένα και αποχωρούντα από Αθήνα-Πειραιά τμήματα του ΕΛΑΣ, καθώς και τα μπουλούκια δεκάδων χιλιάδων αγωνιστών που ακολουθούσαν, εφαρμόζοντας μια ακόμα παράλογη εντολή.
Υποχώρηση - καταδίωξη - ανακωχή
Στη διάρκεια των Δεκεμβριανών, η Κ.Ε. του ΕΛΑΣ είχε την έδρα της στη Χασιά Αττικής. Εκεί, στις 29 Δεκεμβρίου1944 (κατ΄ άλλους, στις 2 Ιανουαρίου1945) συνήλθε, σε διευρυμένη συνεδρίαση του, το Π.Γ. της Κ.Ε. του ΚΚΕ, για να πάρει σύντομα μέτρα ενίσχυσης των μαχόμενων στην Αθήνα τμημάτων. Τα γεγονότα, ωστόσο, εξελίσσονταν ραγδαία και για την ΕΑΜική ηγεσία, ανεξέλεγκτα. Δεν πρόλαβε σχεδόν να τελειώσει η συνεδρίαση και, αντί για ενίσχυση των μαχών, διατάσσεται υποχώρηση. Η Κ.Ε. του ΕΛΑΣ καταφεύγει, στις 6 Ιανουαρίου, στη Θήβα.
Την προηγούμενη μέρα είχαν επίσης σπεύσει εκεί οι Στέφανος Σαράφης, Αρης Βελουχιώτης μαζί με το βασικό επιτελικό του σύμβουλο, Θόδωρο Μακρίδη, «ίνα τους βοηθήσωσι στο μέτρο των δυνάμεών του», ώστε να αποκοπεί η ραγδαία προώθηση του αντιπάλου, να συγκρατηθεί η άτακτη υποχώρηση του ΕΛΑΣ, να γίνει δυνατό ν΄ αναδιαταχθούν οι δυνάμεις του σε κάποια γραμμή άμυνας. Στις συσκέψεις που ακολουθούν, οι τρεις (ακριβέστερα, οι Αρης, Μακρίδης) προσπαθούν να τους πείσουν να αποδεχθούν το προαποφασισμένο (από το Γ.Σ. του ΕΛΑΣ) σχέδιο για την καλύτερη αντιμετώπιση της κατάστασης. Ανεπιτυχώς, όμως. Γινόταν φανερό ότι «η εξ Ηπείρου πρωτόβουλος μετακίνησης (του Γ.Σ. του ΕΛΑΣ) και ανεπιθύμητος ήτο και ενοχλητική» (1).
Ιδιαίτερα αρνητικές ήσαν οι συνέπειες από τη μη αποδοχή της άποψης για οχύρωση της στενωπού Κάζας (αντί του Μπογιατίου και, γενικότερα, για την αναδιάταξη των δυνάμεων της Ομάδας Μεραρχιών Στερεάς (ΟΜΣ) (2). Ανεξάρτητα, πάντως, από τις διαφορετικές επιτελικές εκτιμήσεις, το γεγονός είναι ότι τα τμήματα του ΕΛΑΣ και οι πολίτες που τα ακολουθούσαν δεν κατάφερναν να στεριώσουν σε κάποια γραμμή άμυνας. Είχαν προλάβει να την καταλάβουν οι δυνάμεις (κυρίως βρετανικές), που τα καταδίωκαν. Άλλωστε, και η προσωπική εμπειρία από εκείνη τη συγκλονιστική περιπέτεια δεν είναι δυνατό ποτέ να λησμονηθεί.
Η έρευνα, τώρα, στα αρχεία της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού (ΔΙΣ) μιλάει αποκαλυπτικά και παραπάνω από εύλογα για την ανελέητη εκείνη καταδίωξη (3). Έτσι, που σήμερα πια, μόνον ως απείκασμα θα μπορούσε να προκύψει η σκέψη για δημιουργία ενός κάπως σταθερού μετώπου αντίστασης.
Το κύριο ζήτημα που απασχολούσε την ηγεσία και τα επιτελεία του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ ήταν αν θα έπρεπε (εφόσον γινόταν δυνατό) ή όχι να συνεχιστεί η ένοπλη αντιπαράθεση τους προς τις αντίπαλες δυνάμεις και τους Άγγλους. Στις 7 Ιανουαρίου, ο Γ. Σιάντος έδινε τηλεγραφικώς εντολή: «Προετοιμάζομε συγκρότηση ιδικής μας κυβέρνησης. Αγών συνεχισθεί εντατικά... Εντείνατε...οργάνωσιν όλων δυνάμεων και μέσων ανάγκας διεξαγομένου πολέμου» (4).
Κάθε άλλο, όμως, παρά, μια τέτοια απόφαση για καθολική πολεμική κινητοποίηση υπήρχε, ή ήταν δυνατό να ληφθεί. Ούτε ο ίδιος ο Σιάντος υποστήριξε, τελικά αυτήν την άποψη. Ήδη, στη συνεδρίαση του Π.Γ. στη Χασιά που ανέφερα, μερικά ηγετικά στελέχη (από τους πρώτος, η Χρύσα Χατζηβασιλείου, μέλος του Π.Γ.) διέβλεπαν διέξοδο, την επιδίωξη συμβιβαστικής πολιτικής λύσης. Την αντίθετη κατεύθυνση, με ή χωρίς επιφυλάξεις, υποστήριζαν άλλοι. Όλοι, πάντως, συμφωνούσαν με την ανάγκη ανακωχής.
Η σύναψή της καθυστερεί, εξαιτίας της αυταπάτης για οργάνωση κάποιας γραμμής άμυνας στα όρια Αττικής-Βοιωτίας. Όταν αυτό αποδεικνύεται αδύνατο, επιζητείται εσπευσμένα, σε κατάσταση πανικού σχεδόν, η υπογραφή της (11 Ιανουαρίου). Οι στόχοι δεν είναι και πάλι σαφείς: Είναι προσωρινή, για ανασύνταξη δυνάμεων; Αποτελεί διέξοδο, για προετοιμασία πολιτικής λύσης; Η διαφωνία παραμένει. Μόνο στα τέλη Ιανουαρίου (κατ΄ άλλους, αρχές Φεβρουαρίου) η Κ.Ε. του ΚΚΕ αποφασίζει με σημαντική πλειοψηφία την προσφυγή σε πολιτικό συμβιβασμό (συμφωνία της Βάρκιζας).
Κορύφωση της περιπέτειας των ομήρων
Η Ιστορία είναι, εκτός των άλλων, και ένας «διάλογος» του παρελθόντος με τις σημερινές μας αντιλήψεις, με το παρόν. Από την άποψη αυτή, αξίζει να σχολιαστεί ευρύτερα ένα «επιμέρους» (αλλά καθόλου ασήμαντο) θέμα, που τις μέρες εκείνες περνάει στη δραματική του κορύφωση: η ομηρία.
Η απόφαση για μαζικές προληπτικές συλλήψεις ατόμων στα Δεκεμβριανά αμαύρωσε τον αγώνα και την ηθική διάσταση των μαχητών του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Δίκαια στην πρώτη, μετά τα γεγονότα, Ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚΕ (Απρίλιος 1945) κρίνεται ότι «έστω και ως μέτρο άμυνας κατά του άγριου διωγμού και της ομηρίας από μέρους των Παπανδρέου-Σκόμπι, ήταν σοβαρό πολιτικό λάθος». Η ίδια σκέψη επικρατούσε, απ΄ όσο ξέρω, και τα κατοπινά χρόνια στις επίσημες θέσεις ή σε όσες συζητήσεις γίνονταν εντός των πλαισίων του ΚΚΕ. Παρ΄ όλ΄ αυτά, πολλοί πρωταγωνιστές εκείνης της περιόδου επιχειρούν στα βιβλία τους να δικαιολογήσουν το καθεστώς ομηρίας.
Δεν υπάρχει, βέβαια, αμφιβολία: Οι βιαιοπραγίες, οι διώξεις των αντιπάλων, οι άμαχοι-θύματα των βρετανικών αεροπορικών βομβαρδισμών και πολυβολισμών είναι πραγματικότητα. Γεγονός είναι, επίσης, ότι οι Βρετανοί ήρξαντο χειρών αδίκων στο θέμα της ομηρίας. Πολλές εκατοντάδες από τους συλληφθέντες ως ομήρους τους έστειλαν και σε στρατόπεδα της Αφρικής. Πώς, ωστόσο, ένα λαϊκό κίνημα μπορεί να αποδεικνύει την υπεροχή του, αν η ηγεσία του χρησιμοποιεί τις ίδιες με τους αντιπάλους τους μεθόδους;
Από την άλλη, είναι αλήθεια ότι σε κάθε πόλεμο, ιδιαίτερα στον εμφύλιο, συμβαίνουν αγριότητες που ξεφεύγουν, συχνά, και από την θέληση και τον έλεγχο εκείνων που διευθύνουν τη σύγκρουση. Η ευθύνη, επομένως, των αντιμαχομένων ηγεσιών είναι μεγαλύτερη, όταν οι ίδιες αποφασίζουν μαζικές συλλήψεις ομήρων. Στην περίπτωση αυτή, η αυτοκριτική ορισμένων ηγετών για «κάποιες υπερβολές» φαντάζει ανειλικρινής.
Πολύ χειρότερα, βέβαια, είναι όταν επιχειρείται, ακόμα και εκ των υστέρων, η «θεωρητική» δικαίωση τέτοιων αποφάσεων με αντιλήψεις όπως: Αυτό απαιτούν οι συνθήκες διεξαγωγής επαναστατικού αγώνα. «Θα ήταν έγκλημα ασυγχώρητο" να περιοριστεί ο αγώνας μόνο «σε κατά μέτωπο πάλη». Ο «πραγματικός ουμανισμός» είναι εκείνος που εξοντώνει τον αντίπαλο. Ήταν απλώς, «μέτρο αυτουπεράσπισης του λαού» ή «στοιχειώδους αυτοάμυνας», κ.λπ.
Παρόμοιες, προφανώς, σκέψεις οδηγούσαν την ηγεσία του ΚΚΕ να συνεχίζει την ίδια τακτική και όταν ήταν, πια, ολοφάνερο ότι αυτή βλάπτει το ΕΑΜικό κίνημα. Στις 3 Ιανουαρίου, ο Σιάντος τηλεγραφεί στις οργανώσεις: «Στρατοδικεία συγκροτούνται ένα κάθε μεγάλην μονάδα... Γέρο»ς (5). Κατά τις συζητήσεις για ανακωχή, η σύναψή της καθυστερεί, γιατί η αντιπροσωπεία του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ επιμένει στη μη απόδοση των ομήρων. Μόνο μετά τρεις ημέρες το Π.Γ. αναγκάζεται να πάρει πρωτόβουλα μια τέτοια απόφαση. Και στις 16 Ιανουαρίου, η Κ.Ε. του ΕΛΑΣ διατάσσει το «Αρχηγείον Εθνικής Πολιτοφυλακής... να αφήσωσιν αμέσως ελευθέρους όλους τους κρατουμένους αμάχους» (6). Στο μεταξύ, φάλαγγες ομήρων είχαν ταλαιπωρηθεί, οδηγούμενοι στο εσωτερικό της χώρας (7).
Και όμως. Ένα λαϊκό κίνημα, που ευαγγελίζεται το καλύτερο μέλλον, μπορεί και πρέπει, και όταν ηττάται, να αποδεικνύει την ηθική του, τουλάχιστον, υπεροχή.
Από την ανακωχή στη Βάρκιζα
Κατάθεση των όπλων του ΕΛΑΣ λίγο μετά την υπογραφή της συμφωνίας της Βάρκιζας. |
Το πρωτόκολλο της ανακωχής μονογραφήθηκε, όπως είπα, στις 11, η εφαρμογή της άρχιζε στις 15 Ιανουαρίου. Σε τέσσερις μέρες ο ΕΛΑΣ έπρεπε να υποχωρήσει στις νέες θέσεις, όπως αυτές καθορίζονταν με τα συνημμένα παραρτήματα. Αυτό έγινε. Την επομένη, 20 του μηνός, υπογράφεται η οριστική ανακωχή από το στρατηγό Οσκλαντ (βρετανική πλευρά) και τους Α. Τζήμα, Κ. Δημάκη (εκ μέρους του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ).
'Οσοι, ακόμα και σήμερα, υποστηρίζουν πως οι όμηροι ήσαν δυσαρεστημένοι από «τις δυνατότητες που είχε η αντιπροσωπεία να πετύχει», απλώς επιβεβαιώνουν ότι δεν ήξεραν να αποδέχονται και την ήττα. Η ανακωχή είναι, σχεδόν πάντοτε, δυσμενής για τους ηττημένους. «Σοφοί δε, προσιόντων αισθάνονται». Και οι ΕΑΜικοί ηγέτες δεν είχαν, φαίνεται, την ικανότητα «τα προσερχόμενα (να) αντιλαμβάνονται». Το πρώτο και κύριο απ΄ αυτά δεν μπορούσε να είναι κάτι άλλο από τον πολιτικό συμβιβασμό, για τον οποίο όμως χρειαζόταν σύντονη και λεπτομερής προετοιμασία.
Αντί γι΄ αυτό, η ηγεσία του ΚΚΕ-ΕΑΜ σπατάλησε ένα μήνα σε «προβληματισμούς» γύρω από την συνέχιση της ένοπλης σύγκρουσης. Υπήρξαν, άλλωστε, αρκετές οι πιέσεις προς αυτή την κατεύθυνση. Ο στρατιωτικός σύμβουλος Θ. Μακρίδης ομολογεί (στη μυστική του Εκθεση, του 1946) ότι διαβεβαίωνε τους πάντες: «Ο ΕΛΑΣ δύναται να διεξαγάγει αγώνα κατά των Βρετανικών στρατευμάτων... δύο χρόνια και με μεγάλη επιτυχία. Το εγγυώμαι με το κεφάλι μου». Ο ίδιος όμως έθετε όρους («να μην αρχίσουμε πάλι τα ίδια», να αναλάβει αυτός τη διεύθυνση κ.λπ.), που καθιστούσαν στην ουσία, ανεφάρμοστες τις προτάσεις του. Και αντιφάσκει με όσα, επίσης, σε όλο το κείμενό του γράφει για την κατάσταση του ΕΛΑΣ.
Έτσι, η τελική επιλογή για την εξεύρεση συμβιβαστικής πολιτικής λύσης ήταν ορθή. Ήρθε αρκετά αργά και αφού χαθεί πολύτιμος χρόνος. Το «σύνδρομο» της πάση θυσία και παντί τρόπω κατάληψης της εξουσίας, ως μόνης διεξόδου, δεν είχε πάψει να προκαλεί συγχύσεις στην ηγεσία του ΕΑΜικού κινήματος. Η αντιπροσωπεία του ΚΚΕ-ΕΑΜ έφθασε στις συζητήσεις για την συμφωνία της Βάρκιζας, ουσιαστικά απροετοίμαστη.
Η υπογραφή της, 12 Φεβρουαρίου, ήταν αναπόφευκτη και αναγκαία. Για τους όρους της, ωστόσο, και τις εγγυήσεις εφαρμογής της χρειάζεται μια άλλη συζήτηση, που δεν είναι του παρόντος. Τα όπλα, πάντως, σίγησαν. Μέχρι πότε;
Στις 15 Φεβρουαρίου, το Γ.Σ. του ΕΛΑΣ, με την υπ' αριθ. 269« Γενική Διαταγή» του (υπογράφουν Σαράφης, Αρης) διατάσσει: «Κάθε Μεραρχία... υποδέχθη αφιχθησομένας περιοχήν ΕΛΑΣ αγγλικάς δυνάμεις προς παραλαβήν περιοχής». Στην ίδια καθοριζόταν: «Την 27ην Φεβρουαρίου αι Μεραρχίαι θα αναφέρουν ανυπερθέτως, ραδιογραφικώς ή τηλεφωνικώς, εις γενικόν αριθμόν παραδοθέντος οπλισμού κατά κατηγορίας».
Την ίδια μέρα, η κομματική ηγεσία εντέλλεται σε όλες τις οργανώσεις: «Να αναλυθεί συμφωνία και οι λόγοι που επέβαλαν την υπογραφή της». Αλλά και: Να «διαφυλάξουν σημαντικό μέρος του οπλισμού».
Την επομένη (16 Φεβρουαρίου), το Γ.Σ. προχωρεί και στον επίσημο «αποχαιρετισμό στα όπλα», με μια συγκλονιστική «Ημερήσια Διαταγή» του, που την υπογράφουν Σαράφης, Άρης: «Ύστερα από συμφωνία που υπογράφηκε... ο ΕΛΑΣ αποστρατεύεται... Να είστε υπερήφανοι για το έργο σας και να έχετε ήσυχη τη συνείδησή σας ότι κάνατε το καθήκον σας προς την πατρίδα...». Στις 28 Φεβρουαρίου ο ΕΛΑΣ έπαψε να υπάρχει.
Μετά την Βάρκιζα, τι;
Κάθε ανακωχή και συμφωνία ειρήνευσης δεν αποκλείει, φυσικά, την συνέχιση ή και όξυνση της αντιπαράθεσης. Μόνο που υποτίθεται ότι αυτή θα γίνετε, πια, με πολιτικά και ειρηνικές-δημοκρατικές μεθόδους. Η συμφωνία της Βάρκιζα, αφ΄ εαυτής, δεν έδινε τέτοιες εγγυήσεις. Δεν ήταν δυνατό να τις εξασφαλίσουν ούτε οι επιλογές των αντίπαλων πλευρών, που κινούνταν σε διαφορετική κατεύθυνση, είχαν αντίθετη «λογική».
Για τους «νικητές» της Δεκεμβριανής σύγκρουσης, που πέτυχαν να καταλάβουν την εξουσία και να τη διατηρήσουν επί πολλές δεκαετίες, υπάρχει η πραγματικότητα που έζησε ο τόπος. Αυτή αποδεικνύει ότι ο κύριος σκοπός τους ήταν η ανεξέλεγκτη μονοπώληση της εξουσίας και βασικό τους μέλημα είχαν την κονιορτοποίηση-εξαφάνιση της Αριστεράς από την πολιτική ζωή.
Στα αρχεία τις ΔΙΣ μπορεί κανείς να παρακολουθήσει αυτή την τακτική εξόντωσης των αγωνιστών της Αριστεράς, από τους πρώτους μήνες του 1945, μέσα από τις εκθέσεις και τις διαταγές των στρατιωτικών μονάδων. Για τους στρατιωτικούς διοικητές, ήταν «εκ πείρας» δεδομένο ότι η συμφωνία έπρεπε να εφαρμοστεί «βιαίως», αν κάποιος μιλούσε με «χωνίον» αυτός «επυροβολήθη υπό της πλησιεστέρας περιπόλου», οι κρατούμενοι δωσίλογοι έπρεπε να απελευθερωθούν, ενώ ακόμα και ο Άγγλος ταξίαρχος αναγνώριζε ότι έτσι παραβιαζόταν η «Βάρκιζα», αλλά «οι κομμουνισταί δεν έπαυσαν να διαμαρτύρωνται δια την κακομεταχείρισιν τον υπό της Εθνοφρουράς».
Δεν διαμαρτύρονται όμως μόνον «οι κομμουνισταί». Τον Ιούνιο 1945 δημοσιεύεται υπόμνημα των Σοφούλη, Καφαντάρη, Πλαστήρα, Τσουδερού, Μυλωνά προς τον τότε πρωθυπουργό Βούλγαρη, με οποίο αναγνωρίζουν το διωγμό και εκφράζουν την ανησυχία τους. Μιλούν για «χιτλερικές συμμορίες οι οποίες λυμαίνονται τη χώρα με διαπραττόμενα εγκλήματα κατά των ελεύθερων πολιτών, κακοποιήσεις, συλλήψεις, φυλακίσεις, βιασμούς γυναικών, φόνους κ.λπ. εγκλήματα κηλιδώνοντα τον πολιτισμόν μας». Σε παράρτημα, παραθέτουν ένα «μικρόν πολλοστημόριον των εγκληματικών πράξεων που περιήλθον εις γνώσιν μας». Δεν αναφέρονται, μάλιστα, μόνο στις παρακρατικές οργανώσεις, αλλά επισημαίνουν ότι «το κράτος δεν είναι αμέτοχο».
Σήμερα, πια, δεν είναι εύκολο κάποιος να αρνείται αυτή την πραγματικότητα. Μόνο μέχρι το Μάρτιο 1947, το σύνολο των δολοφονημένων της Αριστεράς έφθασε τους 1300 (απ΄ αυτούς 124 οι εκτελεσμένοι με αποφάσεις στρατοδικείων). Ο "μονόπλευρος εμφύλιος" που κατήγγειλε η Αριστερά ήταν γεγονός. Από την άλλη μεριά, είναι αλήθεια ότι ούτε η ηγεσία του ΚΚΕ είχε απαλλαγεί από την τριτοδιεθνιστική αντίληψη για βίαιη κατάληψη της εξουσίας.
Άλλωστε, η ίδια η συμφωνία της Βάρκιζας αμφισβητήθηκε εξαρχής από ένα μέρος των ηγετικών του στελεχών. Ο Μακρίδης, στη μυστική του έκθεση σημειώνει: «Όταν ο Άρης και ο γράφων έμαθαν την σύναψιν της Συμφωνίας της Βάρκιζας και τους όρους της... δυσαρέστως εξεπλάγησαν και τούτο εγνώρισαν εις τον σ. Ιωαννίδην». Και προσθέτει ότι πρότειναν «να αποσυρθή εν εκ των καλύτερων τμημάτων του ΕΛΑΣ συντεταγμένον εις το Γιουγκοσλαβικόν έδαφος», να εκπεδευθούν εκεί στελέχη στις σύγχρονες μεθόδους πολέμου, ώστε να «είναι διαθέσιμοι να δράσωσι όπου-όπως-όταν η καθοδήγησις του ΚΚΕ θα ώριζεν».
Η φρίκη του Εμφυλίου. Το κεφάλι ενός αντάρτη στα χέρια των αντιπάλων του. (Αρχείο CORBIS 15/11/1947) |
αδιαμφισβήτητα τεκμήρια ότι υπό σκέψη και συζήτηση υπήρχε και η «άλλη» γραμμή. Ορθώς η ηγεσία του ΚΚΕ την απέκλεισε τότε. Η ευθύνη της βρίσκεται στον τρόπο που αντιμετώπισε την κίνηση του Αρη, στο χλευασμό, τις ύβρεις εναντίον του Πρωτοκαπετάνιου του ΕΛΑΣ, στη πλήρη εγκατάλειψη και την εξαπάτησή του κατά την διάρκεια της περιπέτειάς του. Η άγρια εξόντωσή του από τους αντιπάλους ήταν η κατάληξη.
Ακόμα μεγαλύτερη όμως είναι η ευθύνη της, γιατί, μόλις μετά λίγους μήνες, προχωρεί στην εφαρμογή αυτής ακριβώς της «άλλης» γραμμής, που υποτίθεται ότι είχε καταδικάσει. Η ένταση των διωγμών από την αντίπαλη πλευρά φαίνεται να «δικαιώνει» τις υπό την ηγεσία τώρα του Ν. Ζαχαριάδη επιλογές της. Ο «φαύλος κύκλος» των αφορμών ή προσχημάτων, που η μια από τις δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις έδινε στην άλλη, συνεχίζεται. Και η διολίσθηση προς το μαζικό, το συνολικό Εμφύλιο έχει καταστεί γεγονός.
Η μεταδεκεμβιανή κατάσταση επέβαλε την αυτογνωσία σε όλες τις πολιτικές δυνάμεις. Αλλά: Οι μεν «ζαλίζονται» από την αναπάντεχη «νίκη» τους, που με τα όπλα των Αγγλων εξασφάλισαν. Οι δε, αρνούνται να παραδεχθούν την ήττα, άρα και τους συμβιβασμούς που αυτή επιβάλλει. Την αυτοσυνειδησία τους, μόλις και θα προσεγγίσουν μετά μία, σχεδόν, δεκαετία. Στο μεταξύ, ένας καταστροφικός εμφύλιος πόλεμος σαρώνει τη χώρα και τους ανθρώπους της. Οι συνέπειές του, ακόμα και μετά μισόν αιώνα, στην οικονομική, πολιτική και κοινωνική ζωή δεν έχουν πλήρως εξαλειφθεί.
Ποιος θα πει πως έχει άδικο ο Όμηρος, όταν, διά στόματος Νέστορα, λέει:« Αφρήτωρ, αθέμιστος, ανέστιος εστιν εκείνος ος πολέμου έραται επιδημίου, οκρυόεντος»; (Ιλιάδα, ωδή Ι, 63. Και σε μετάφραση Καζαντζάκη-Κακρίδη: «Ασογος, άσπιλος, παράνομος, που χαίρεται αν ξεσπάσει σε φίλους και δικούς ανάμεσα ξεφρενιασμένη αμάχη»).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Οι φράσεις είναι από την «μυστική έκθεση Μακρίδη» (1946). Για μη φορτωθεί με παραπομπές το δημοσίευμα, σημειώνω ότι ο αναγνώστης μπορεί να βρει τις αρχειακές ή άλλες πηγές, που αυτό έχει στηριχτεί, στα βιβλία: α) Γρηγόρης Φαράκος: Μαρτυρίες και Στοχασμοί 1941-1991. Εκδόσεις Προσκήνιο. Αθήνα, 1993. β) Γρηγόρης Φαράκος: Αρης Βελουχιώτης. Το χαμένο Αρχείο. Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα. Αθήνα 1997. γ) «Δεκέμβρης του '44». Επιμέλεια: Γρηγόρης Φαράκος. Εκδόσεις Φιλίστωρ. Αθήνα 1996. Παρακάτω, σημειώνονται μόνο όσες πηγές εκεί δεν υπάρχουν.
2. Στα προσφάτως δημοσιευμένα απομνημονεύματα του, ο Τάσος Λευτεριάς, καπετάνιος τότε της ΟΜΣ, δίνει κάπως διαφορετικές εκτιμήσεις. (Καπετάν Λευτεριάς: Από την Κοξαρέ στα βουνά της Ρούμελης. Εκδόσεις Θυμέλη, σελ. 557-565). Δυστυχώς, όπως φαίνεται δεν έχει διαβάσει την έκθεση Μακρίδη, για να δώσει τη δική του εκδοχή και στις συγκεκριμένες επικρίσεις.
3. ΔΙΣ- Αρχεία Εμφυλίου πολέμου, τ. 1. Ενδεικτικά: σ. 334-5, 343-4.
4. ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, τόμος Πέμπτος, Αθήνα 1973, σελ. 322.
5. Αρχείο Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ): Κιβ. 174, κωδ. 7/61.
6. ΑΣΚΙ: Κιβ. 493, κωδ. 30/1/25.
7. ΔΙΣ- Αρχεία Εμφυλίου, τ. 1. Ενδεικτικά: σελ. 353.
8. Ευρύτερα, τις απόψεις μου μπορεί ο αναγνώστης να δει στα βιβλία που αναφέρονται και στην υποσημείωση 1.
9. ΔΙΣ- Αρχείο Εμφυλίου, τ. 1, σελ. 427-441. Παρόμοια κείμενα υπάρχουν αρκετά στους τόμους 1 και 2.
[ Για τις σημειώσεις 8 και 9 δεν μπόρεσα να βρω σε ποιες σημεία του κειμένου αντιστοιχούν ]
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΙΣΤΟΡΙΚΑ (τεύχος 7, 2/12/1999, σελ. 41-45) της εφ. Ελευθεροτυπία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου