Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2011

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ Ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου (1946-1949) «ΒΙΒΛΙΟΡΑΜΑ» 2000-2001, ΤΟΜΟΙ 2, (Ι, Σ. 637. ΙΙ, Σ. 678)


Τραυματική μνήμη, τραυματισμένη κοινωνία

Του ΑΡΗ ΜΑΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΥ

Η Ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου (1946-49) είναι πρώτα απ' όλα η ιστορία μιας συλλογικής απώθησης ή, ορθότερα, η ιστορία ενός συλλογικού τραύματος αντίστοιχου, ας πούμε, με το μεταπολεμικό γερμανικό τραύμα. Η ελληνική Αριστερά, εγκλωβισμένη στη δεσμευτική σχέση της με τη μητέρα Ρωσία, σπανίως πρόβαλε τον Εμφύλιο στις πραγματικές διαστάσεις του. Οι αφηγήσεις για την Εθνική Αντίσταση, τη Μακρόνησο ή ακόμα για άλλα, δευτερεύοντα σε σχέση με τον Εμφύλιο, γεγονότα κατέχουν μεγαλύτερη έκταση και βάρος στη δική της εκδοχή του αριστερού κινήματος, ενώ σε αρκετές συζητήσεις το δεύτερο αντάρτικο αντιμετωπίστηκε ακόμα και ως αριστερίστικος βολονταρισμός. Η συντηρητική πλευρά από την άλλη, αφού διαπίστωσε με το χρόνο ότι δεν εξυπηρετούσε άλλο η χονδροειδής προπαγάνδα του «συμμοριτοπολέμου», των «σλαβοπροδοτών» κ.λπ., τακτοποίησε (;) εν τέλει τη συνείδησή της με την «πολιτισμένη» προπαγάνδα, αυτή της «λήθης του παρελθόντος» στο όνομα του ολυμπιακού και χρηματιστηριακού μας μέλλοντος.

Αν λάβουμε υπόψη ότι στη διάρκεια του Εμφυλίου παρατάχθηκαν στα αντίπαλα στρατόπεδα περισσότεροι από πεντακόσιες χιλιάδες πολεμιστές (εκατό στον ΔΣΕ και τετρακόσιες χιλιάδες στην κυβερνητική πλευρά)· ότι ακόμα, αν εξαιρέσουμε τις μεγάλες πόλεις, το μέτωπο του πολέμου εκτεινόταν, στην ουσία, σε όλη την ελληνική επικράτεια· ότι, σε έναν πληθυσμό μόλις 7.000.000 κατοίκων, περισσότεροι από 1.000.000 άμαχοι μετακινήθηκαν από τις εστίες τους και προσφυγοποιήθηκαν διά της βίας· ότι επίσης, στο μεν κυβερνητικό στρατό οι συνολικές απώλειες έφτασαν τους 44.000 (εξ ων 14.000 νεκροί), ενώ στον ΔΣΕ ο ένας στους τέσσερις σκοτώθηκε στη μάχη (νεκροί 25.000, θύματα στους παραστρατιωτικούς μηχανισμούς και τους αμάχους: ανυπολόγιστα)· ότι ακόμα, σε σύγκριση με τους Βαλκανικούς Πολέμους (σύνολο 8.000 νεκροί), τη Μικρασιατική Εκστρατεία (σύνολο 37.000 νεκροί και εξαφανισθέντες) ή τον πόλεμο του 1940-41 (σύνολο 15.000 νεκροί και αγνοούμενοι), ο Εμφύλιος προκάλεσε το μεγαλύτερο φόρο αίματος στην ελληνική κοινωνία από την ίδρυση του ελληνικού κράτους στα 1830· αν σημειώσουμε, τέλος, ότι ο πόλεμος αυτός δεν αφορούσε μόνο το μισό εκατομμύριο εμπολέμους αλλά ολόκληρη την ελληνική κοινωνία -κι ότι, γι' αυτόν ακριβώς το λόγο, κατ' ουσίαν δεν τέλειωσε παρά σχεδόν τριάντα χρόνια μετά, στη Μεταπολίτευση του 1974... τότε, θα πρέπει να συλλογιστούμε ότι το τραύμα αυτό υπήρξε απίστευτα βαθύ και άκρως επώδυνο.

Μια Ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου έχει πρώτιστο καθήκον να εκθέσει το εθνικό τραύμα στο φως των πραγματικών του διαστάσεων. Διότι το τραύμα στηρίζει προς κάθε κατεύθυνση πλείστα ιδεολογήματα, πάνω στη θολή σύγχυση των οποίων οικοδομούνται στη συνέχεια πολιτικές επιλογές που διαμορφώνουν εν τέλει μια αθεράπευτα τραυματισμένη κοινωνία. Η Ιστορία του Γιώργου Μαργαρίτη κάνει ακριβώς αυτό -με ψυχραιμία, αλλά και τόλμη. Στο βιβλίο αναδύεται ανάγλυφα όλο το περίπλοκο πλέγμα των διεθνών συσχετισμών και της εντόπιας συγκυρίας υπό το βάρος των οποίων η κατεστραμμένη και ταλαιπωρημένη από τον πόλεμο Ελλάδα σύρθηκε ξανά στο χάος της βαρβαρότητας.

Σε παρόμοιες βάρβαρες συνθήκες οι άνθρωποι ενδίδουν εύκολα στις όποιες υποσχέσεις για ανθρωπινότερη επιβίωση -δίχως να υπολογίζουν τα ανταλλάγματα. Οι εξαθλιωμένοι πρόσφυγες από τους πρόσφατους πολέμους στα Βαλκάνια δεν απέχουν πολύ από την κατάσταση στη χώρα μετά την Κατοχή. Διόλου τυχαίο που η Βρετανία αντιμετώπισε τότε την Ελλάδα με ένα «σχέδιο ανασυγκρότησης» καθαρά αποικιακού τύπου· διόλου τυχαίο επίσης που η διάδοχός της, οι Ηνωμένες Πολιτείες, αντιμετώπισε τη χώρα και, σε κάποιο βαθμό, κατάφερε να τη μετατρέψει σε ευρωπαϊκή «μπανανία».

Μια τόσο εξαθλιωμένη χώρα οι οικονομικά ισχυροί την προσανατολίζουν με ευκολία κατά τα συμφέροντά τους. Στην αμέσως μετά την Απελευθέρωση πεινασμένη Ελλάδα μόνο η ΟΥΝΡΑ (UNRA =United Nations Relief and Rehabilitation Administration) «ρίχνει» περίπου 2.000.000 τόνους ειδών πρώτης ανάγκης, που όμως διανέμει το δίκτυο της κυβέρνησης σε συνεργασία με το παρακράτος της υπαίθρου (ΜΑΥ, Τάγματα Ασφαλείας κ.λπ.). Η βοήθεια αυτή, κάτω από την «προστασία» των Αγγλων, λειτουργεί σε δύο κατευθύνσεις: αφενός ενισχύει συστηματικά το τότε παρακράτος, ενώ αφετέρου υπονομεύει κάθε παραγωγική προσπάθεια εφόσον: «κανένα είδος εγχώριου αγαθού δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί σε τιμή και ευκολία απόκτησης τα αντίστοιχα της ΟΥΝΡΑ». Την ΟΥΝΡΑ διαδέχεται, με το γρήγορο πέρασμα της Ελλάδας στην αμερικανική «προστασία», το πασίγνωστο Δόγμα Τρούμαν με τα τριακόσια εκατομμύρια δολάρια «βοήθεια», το Σχέδιο Μάρσαλ με τα δύο δισ. δολάρια «βοήθεια» και η συνακόλουθη λογική της «συγκυβέρνησης» με τους Αμερικανούς (σύμφωνα με τους όρους του Σχεδίου οι Αμερικανοί διαχειρίζονταν από κοινού με τις ελληνικές κυβερνήσεις αυτά τα τεράστια για την εποχή ποσά).

Ο Γιώργος Μαργαρίτης επιτρέπει να κατανοήσουμε ότι η ιστορία του Δεύτερου Αντάρτικου είναι η ιστορία εκείνων που πίστεψαν -με μεταφυσικό πείσμα στην κυριολεξία!- ότι μπορούν να αντισταθούν σ' αυτή την αδυσώπητη πορεία της παράδοσης άνευ όρων στην ξένη κηδεμονία. Από την άλλη όμως σαφώς υπαινίσσεται ότι η ίδια ιστορία αφορά εξίσου κι εκείνους που πράγματι τους θεώρησαν ή προσποιήθηκαν ότι τους θεωρούν ή τους φαντασίωσαν ως προδότες του έθνους, «συμμορίτες», «Σλάβους» κ.λπ.· εν ολίγοις, είναι επίσης η ιστορία εκείνων που υποκύπτουν ευκολότερα στο φόβο και την ανάγκη, εκείνων που δεν άντεξαν άλλη ταλαιπωρία μετά την Κατοχή, εκείνων πρωτίστως που συνέδεσαν την επιβίωσή τους (συχνά και την κερδοσκοπία) με το παιχνίδι της νέας εξουσίας -και που επομένως μπορούσαν να συμπαρασύρουν σ' αυτό όλους τους πεινασμένους, φοβισμένους, ανίδεους, απατεώνες και δωσίλογους που είχε διαμορφώσει το στερημένο και καταπιεσμένο παρελθόν.

Η «ατυχία» των πρώτων, των μελών του Δημοκρατικού Στρατού (αλλά και των απανταχού αριστερών, που συνοδοιπορούσαν ή και τους στήριζαν παντοιοτρόπως), είναι ότι πολεμούσαν κόντρα στην ιστορική αναγκαιότητα του δυτικού κόσμου της «Ελεύθερης» Αγοράς, αυτή που την παγκοσμιοποιημένη εκδοχή της βιώνουμε σήμερα. Μια πρόσθετη «ατυχία» τους υπήρξε το ότι στήριζαν τις ελπίδες τους σε έναν φαντασιακό κομμουνιστικό κόσμο, εν πολλοίς ανύπαρκτο. Η «ατυχία» των δεύτερων, όλων εκείνων που πολέμησαν παντοιοτρόπως εναντίον των πρώτων, είναι ότι έκτοτε επέλεξαν ως καθολική στάση ζωής τον αγνωστικισμό, το φόβο, την υποκρισία, το βόλεμα, την απάτη, την κομπίνα, τη λοβιτούρα, ανάγοντάς τα σε θεμελιώδεις αρχές του ελληνικού κοινωνικού βίου.

Αυτά τα αντίπαλα «στρατόπεδα» του Εμφυλίου διαμόρφωσαν αμετάκλητα την εξέλιξη της νεοελληνικής κοινωνίας. Πράγματι ο ξένος παράγοντας κατάφερε δι' αυτού του πολέμου να συγκροτήσει και να διαιωνίσει στη μεταπολεμική Ελλάδα μια απελπιστικά διχασμένη κοινωνία: των προνομιούχων, άμεσα ή έμμεσα εξαρτημένων από την παντοειδή βοήθειά του, και των κοινωνικά αποκλεισμένων -που θα έπρεπε οιονεί να επιβιώνουν στα κατώτατα κράσπεδα της εθνικής οικονομίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Το εμφύλιο μίσος που γεννήθηκε μέσα σ' αυτή την οδυνηρή εμπειρία άνδρωσε γενεές ολόκληρες με αντίπαλες κοινωνικές συμπεριφορές: η τρομοκρατία, που εξαπολύθηκε την επαύριο κιόλας της συμφωνίας της Βάρκιζας (Φεβρουάριος του '45) και που ολοκληρώθηκε με το περίφημο Γ' Ψήφισμα της τότε κατάπτυστης Βουλής των Ελλήνων (Ιούνιος του 1946), δεν αφορούσε μόνο τους αριστερούς πολίτες, που τους μετέτρεπε σε «πράγματα», σε ανθρώπους δίχως δικαιώματα, εναντίον των οποίων οποιοσδήποτε μπορούσε να διαπράξει οτιδήποτε. Αφορούσε εξίσου και τους «εθνικόφρονες» που, ιδίως στην ύπαιθρο, όφειλαν να αποδεικνύουν σε καθημερινή βάση το «υγιές» τους φρόνημα. Ας θυμηθούμε: αυτό το Καθεστώς του Φόβου και της παρατεταμένης έκτακτης ανάγκης άρχισε να καταλύεται μόλις στα 1974... Κανείς εμφύλιος δεν τελειώνει με μια ήττα στο πεδίο της μάχης. Με την ίδια διαδικασία που ριζώνει στους κόλπους μιας κοινωνίας έτσι και μαραίνεται: στα βάθη της συλλογικής ψυχής, μέσα από μια επίπονη διεργασία συλλογικής αναγνώρισης πρώτα, και επούλωσης ύστερα των εθνικών τραυμάτων. Το βιβλίο του Γιώργου Μαργαρίτη διαφωτίζει αυτή τη δύστροπη διαδρομή: από τη γνώση της τραυματικής Ιστορίας στην κατανόηση της τραυματισμένης κοινωνίας.

Ο συγγραφέας κατέγραψε την περίπλοκη συγκυρία του Εμφυλίου Πολέμου σε μια, μοναδική στην ελληνική βιβλιογραφία, άκρως αποκαλυπτική τοιχογραφία. Διασταύρωσε με διεισδυτικότητα και τόλμη το υλικό των πηγών (Αρχεία Εμφυλίου Πολέμου του ΓΕΣ/ΔΙΣ κ.λπ.) με τις κυρίαρχες κοινωνικές στάσεις, τις συμπεριφορές, τις τεχνικές επιβίωσης και πολέμου, τις προφορικές μαρτυρίες και τα παντοία σπαράγματα του τότε ελληνικού βίου που διασώθηκαν έως τις ημέρες μας. Εκ παραλλήλου ανέσκαψε στο πυκνό πλέγμα του τότε κοινωνικού ιστού· εκείνου που δημιουργήθηκε κατ' αρχήν υπό το βάρος του προσφυγικού κύματος, αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, στη διάρκεια του Μεσοπολέμου και το οποίο παγιώθηκε αργότερα, στη διάρκεια της Κατοχής και κυρίως του Εμφυλίου υπό την πάγια επιρροή και καθοδήγηση του ξένου παράγοντα.

Η ευρηματική οργάνωση του βιβλίου παρέχει τη δυνατότητα στον αναγνώστη να διατρέξει αυτή την περίοδο μέσα από πολλαπλούς αναγνωστικούς διαύλους· οι τελευταίοι -πάντα με κεντρικό άξονα την εξονυχιστική στην τεκμηρίωση εξιστόρηση των μαχών- διατρέχουν όλη την αφήγηση και συγκοινωνούν υπογείως διαφωτίζοντας, μέσα από αποκαλυπτικές διαδρομές, την ιστορική κρίση. Ενδεικτικά επισημαίνω μερικούς από τους -κατά την ταπεινή μου γνώμη- πλέον ενδιαφέροντες:

1. Ο ΕΜΦΥΛΙΟΣ υπήρξε ευθύς εξ αρχής υπόθεση της ελληνικής επαρχίας. Η μετά τη Βάρκιζα βαθμιαία έκπτωση και αδράνεια των κομματικών οργανώσεων του ΚΚΕ που έδρευαν στις πόλεις, η αδυναμία να συγκροτήσουν ευέλικτη πολιτική απέναντι στον τρομοκράτη αντίπαλο, να προστατεύσουν τα μέλη τους κ.λπ. μετατόπισε εξ ανάγκης, αυθόρμητα σχεδόν, την πολιτική δράση στην περιφέρεια, στο κατ' εξοχήν θέατρο της κυβερνητικής και παρακρατικής τρομοκρατίας.

2. Η ΑΜΕΙΛΙΚΤΗ αριθμητική του πολέμου. Ο ΔΣΕ κέρδισε πολλές και κρίσιμες μάχες σε συνθήκες εξωφρενικά άνισες, αλλά έχασε τον πόλεμο διότι, μακροπρόθεσμα, η διαρκής αιμορραγία του σε ανθρώπινες εφεδρείες, επιμελητεία και, κυρίως, πολεμοφόδια έγειραν αποφασιστικά την πλάστιγγα υπέρ της αντίπαλης πλευράς· η τελευταία αντιθέτως, με τη συντριπτική υπεροπλία της σε ποσότητα εφοδίων και τεχνολογία, την εκτεταμένη στρατολογία αλλά και τις πολυδάπανες στρατηγικές του τύπου της Μακρονήσου (που καλλιεργούσαν επιτυχώς την «κοινωνική εμβέλειά» της) αναπτυσσόταν διαρκώς με απίστευτους ρυθμούς -πάντα υπό την αμερικανική καθοδήγηση.

3. ΟΙ ΔΥΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΕΣ, δύο κυβερνήσεις, δύο στρατοί. Ολοκληρωτικός πόλεμος για την απόλυτη (φυσική, ηθική κ.λπ.) εξόντωση του αντιπάλου. Σχετικά με αυτό παρουσιάζει τεράστιο ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο η εκάστοτε μικροκοινωνία της υπαίθρου επιβίωσε εν πολέμω σε μια διαρκώς ανατρεπόμενη ισορροπία τρόμου και βαρβαρότητας: διακυβεύοντας τα πάντα, σε καθημερινή βάση, ανάμεσα στο αντάρτικο και το κυβερνητικό στρατόπεδο.

4. Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ του πολέμου. Η δυνατότητα του Δημοκρατικού Στρατού να αντιμετωπίζει με επιτυχία την καταθλιπτικά δυσανάλογη υπεροπλία του αντιπάλου, υποχρεώνει συχνά τον επιστήμονα να καταφεύγει σε μια «μεταφυσική» εξήγηση. Μια μεταφυσική που ο συγγραφέας φροντίζει να διευκρινίσει ότι δεν αφορά την ψυχολογία των χαρακτήρων: αφορά εκείνη των αδυνάτων και των απελπισμένων, που μάχονται στα έσχατα όρια της ανθρώπινης ύπαρξης.

5. Ο ΡΟΛΟΣ των πρωταγωνιστών. Βαφειάδης, Ζαχαριάδης, Γούσιας, Παπάγος, βασιλιάς Παύλος κ.ά. Η μυθολογία για την όποια προσωπικότητα των ηγετών υποχωρεί διακριτικά εμπρός στην άτεγκτη «προσωπικότητα» των ίδιων των ιστορικών γεγονότων που τους ανέδειξαν. Με την ίδια μετριοπάθεια καταγράφονται και γεγονότα που ο χρόνος τούς έδωσε επίσης μυθικές διαστάσεις όπως π.χ. οι περίφημες εκλογές του Μαρτίου του '46 ή η κρίση στον κυβερνητικό στρατό, το φθινόπωρο του '48.

6. Η ΜΟΙΡΑ των γυναικών στον Εμφύλιο: Ο εξευτελισμός, ο βιασμός, ο διασυρμός τους ως πάγια πρακτική απέναντι στις γυναίκες που καθ' οιονδήποτε τρόπο σχετίζονταν ή συγγένευαν με αντάρτες· η μειονεκτική θέση τους ως μέλη του Δημοκρατικού Στρατού (ποσοστό 25 έως 40% του συνόλου!): πρώτες στον αγώνα, τελευταίες στην ιεραρχία!

Οι αναγνωστικοί δίαυλοι είναι πολλοί, ο αναγνώστης θα εντοπίσει τους δικούς του. Η Ιστορία του Γιώργου Μαργαρίτη (γραμμένη με μοναδική για το είδος γλαφυρότητα) ορθώνει ένα πολυπρισματικό κάτοπτρο της κοινωνίας που γεννήθηκε μέσα από τον Εμφύλιο και η οποία εν πολλοίς συνεχίζεται έως σήμερα· είμαστε όλοι, είτε μας αρέσει είτε όχι, παιδιά αυτού του πολέμου. Ο καθένας επομένως μπορεί να ανακαλύψει σ' αυτό το κάτοπτρο αυτογνωσίας ένα ή περισσότερα είδωλα του κοινωνικού μας βίου. Φτάνει, βεβαίως, να θέλει να το αντικρίσει κατά μέτωπο.



«Στην Ιστορία δεν ψάχνουμε ενόχους για να τους 
δικάσουμε»

ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ ΚΑΡΑΜΑΝΩΛΑΚΗ

Μεταφορά πυρομαχικών από
μαχητές του ΔΣΕ (Αρχείο ΑΣΚΙ)
Η έντονη πολιτικοποίηση των ημερών της Μεταπολίτευσης και το αίτημα «να ξαναγραφτεί η Ιστορία», αίτημα με πολλαπλές πολιτικές και κοινωνικές συνδηλώσεις, βρήκε προνομιακό πεδίο στην ενασχόληση με τη δεκαετία 1940-50. Εκκινώντας από την Αντίσταση, Ελληνες αλλά και ξένοι ιστορικοί -από τη σκοπιά, στη συντριπτική τους πλειονότητα, της Αριστεράς- προσέγγισαν την περίοδο, βασίζοντας κατά κύριο λόγο τις μελέτες τους στα αρχεία ξένων κρατών ή διεθνών οργανισμών που ενεπλάκησαν στον πόλεμο. Παράλληλα υπήρξε μια αξιοσημείωτη εκδοτική παραγωγή κειμένων από ανθρώπους που συμμετείχαν στα γεγονότα της εποχής εκ των οποίων, καθόλου τυχαία, ένας μικρός μόνο αριθμός αφιερώθηκε αποκλειστικά στον Εμφύλιο, ενώ στα υπόλοιπα αποτέλεσε μέρος μιας ευρύτερης αφήγησης για την Αντίσταση και τις δεκαετίες που ακολούθησαν.

Ο ελληνικός Εμφύλιος αναδείχθηκε ως αυτόνομο πεδίο μελέτης τα τελευταία κυρίως χρόνια, με αποκορύφωμα το 1999, όταν με αφορμή τα 50 χρόνια από τη λήξη του διοργανώθηκε μια σειρά επιστημονικών συναντήσεων, ενώ νέες εκδόσεις πλούτισαν τη σχετική βιβλιογραφία. Απομνημονεύματα, μαρτυρίες, χρονικά, τοπικές ιστορίες, δημοσιεύσεις αρχειακών πηγών, επιστημονικά άρθρα, πρακτικά συνεδρίων, μονογραφίες συγκροτούν ένα ευρύ corpus κειμένων για την περίοδο και την εμφύλια διαμάχη. Στα παραπάνω θα έπρεπε να προσθέσουμε μια σειρά ανέκδοτες μεταπτυχιακές εργασίες και διδακτορικές διατριβές. Οι γενικότερες αλλαγές στο τοπίο της σύγχρονης ιστοριογραφίας δεν άφησαν ανεπηρέαστη και τη μελέτη του Εμφυλίου: οι διευρυμένες δυνατότητες στην ιστορική έρευνα (δημιουργία των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, εμπλουτισμός των τοπικών Γενικών Αρχείων του Κράτους, η έκδοση 16 τόμων με αρχειακό υλικό του Εμφυλίου από τη Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού κ.ά.), η συνεχής αύξηση των γραπτών και προφορικών μαρτυριών, καθώς και οι νέες θεματικές και προβληματικές που αναπτύχθηκαν συνετέλεσαν στη σημερινή εικόνα του αντικειμένου. Εξακολουθούν όμως να σπανίζουν οι συνθετικές εργασίες, οι οποίες θα μελετούσαν συνολικά το φαινόμενο, στις διαφορετικές εκφάνσεις του. Το πρόσφατο δίτομο έργο του Γιώργου Μαργαρίτη επιχειρεί τη συνολική καταγραφή του ελληνικού Εμφυλίου, αναδεικνύοντας, με λαμπρό πολλές φορές τρόπο, τη στρατιωτική - πολεμική διάσταση του γεγονότος και την ανθρωπογεωγραφία του πολέμου. Ενα έργο που διατυπώνει πολλές νέες υποθέσεις εργασίας, διαμορφώνοντας, τελικά, ένα συνθετικό σχήμα προσέγγισης του Εμφυλίου, σχήμα το οποίο ασφαλώς θα συζητηθεί και θα δοκιμαστεί τα επόμενα χρόνια. Αξίζει να επισημάνει κανείς και την εντυπωσιακή υποδοχή του έργου από το αναγνωστικό κοινό, υποδοχή που φανερώνει για άλλη μια φορά το ενδιαφέρον της ελληνικής κοινωνίας για μια τραυματική και διαμφισβητούμενη περιοχή στη συλλογική μνήμη.

Στη συνέντευξη που ακολουθεί, με αφετηρία τη συγκεκριμένη έκδοση, συζητούμε με τον Γιώργο Μαργαρίτη μια σειρά ζητήματα που θέτει η εν λόγω μελέτη και συνολικότερα η ιστορία του ελληνικού εμφυλίου πολέμου.

- Η ενασχόλησή σας με τη δεκαετία 1940-50 είναι μακρά. Η «Ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου» μπορεί να θεωρηθεί κατά κάποιο τρόπο, χρονικά και θεματολογικά, ως η συνέχεια του προηγούμενου βιβλίου σας «Από την ήττα στην εξέγερση» (1993). Αν συμφωνείτε με αυτή τη διαπίστωση, ποια στοιχεία νομίζετε ότι απαρτίζουν τον κοινό ιστό μεταξύ των δύο μελετών και σε ποια σημεία διαφοροποιείται η προβληματική σας;

«Κατά κάποιο τρόπο, πραγματικά, η "Ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου" αποτελεί συνέχεια της προηγούμενης εργασίας μου για την αρχή της περιόδου της Κατοχής και τις διεργασίες που οδήγησαν στην εμφάνιση της Αντίστασης. Δεν θα έλεγα ότι αποτελεί χρονική συνέχεια. Ανάμεσα στις δύο περιόδους παρεμβάλλεται μια πλούσια σε γεγονότα και εξελίξεις περίοδος, εκείνη της κορύφωσης του αντιστασιακού κινήματος και η διεκδίκηση από αυτό της πολιτικής και κοινωνικής εξουσίας. Ετσι οι δύο αυτές εργασίες τοποθετούνται, θα έλεγε κανείς, στην αρχή και το τέλος της πολυσύνθετης αυτής εποχής.

Από την άλλη μεριά, οι δύο εργασίες οπωσδήποτε συνδέονται και αποτελούν μέρος της ίδιας προβληματικής. Δεν ξέρω κατά πόσο εξυπηρετούν την αρχική φιλοδοξία που τις δημιούργησε, την απόπειρα δηλαδή μιας πιο σφαιρικής, λιγότερο ρητορικής και επιφανειακής προσέγγισης των τότε γεγονότων. Εχω δε την εντύπωση ότι όσο περισσότερο ασχολείται κανείς με τη δεκαετία του σαράντα τόσο προκύπτουν νέα και πιο σύνθετα ερωτήματα. Ενα από αυτά, σημαντικό νομίζω, κλείνει, ως πρόκληση για συνέχιση της προσπάθειας, την Ιστορία του Εμφυλίου. Πρόκειται για αυτό που μπορούμε συμβατικά να ονομάσουμε "απόνερα" της Μικρασιατικής Καταστροφής. Τι προκαλεί δηλαδή αυτή η ουσιαστικά κοινωνική και πολιτική "επανίδρυση" του ελληνικού κράτους».

- Ενα από τα καινούργια στοιχεία, και ταυτόχρονα βασική υπόθεση εργασίας, που κομίζει η μελέτη είναι ο ρόλος που διαδραμάτισαν στον Εμφύλιο αυτό που ονομάζετε «τοπικές επαρχιακές αλλά και μικροαστικές ελίτ». Ποιες είναι οι διαδικασίες μέσα από τις οποίες αυτές οι ελίτ μορφοποιούνται και έρχονται στο προσκήνιο και με βάση ποια στοιχεία μπορεί να διακρίνει κανείς την άνοδό τους, ιδίως την περίοδο του Μεσοπολέμου;

«Η ύπαρξη αυτών των ελίτ, η μελέτη της λειτουργίας τους, αποτελεί, νομίζω κλειδί για την κατανόηση των εξελίξεων. Σε διάστημα μόλις δέκα χρόνων, στο πλαίσιο της ελληνικής κοινωνίας, παρατηρούμε την ανάδειξη, περίπου από το τίποτε -μέσα στις δύσκολες συνθήκες του πολέμου-, πολυσύνθετων μηχανισμών κρατικής υφής που, ανάμεσα στα άλλα, συγκροτούν και συντηρούν πολυπληθείς στρατιωτικές δυνάμεις, άξιες στο να αντιμετωπίσουν στρατούς που ανήκουν ή που στηρίζονται στις ισχυρότερες δυνάμεις του τότε κόσμου. Τέτοια οργανωτικά σχήματα δεν κτίζονται μόνο με ιδέες ή πολιτικές αποφάσεις. Εκτός από ευρεία και σύνθετη κοινωνική βάση, προϋποθέτουν την ύπαρξη ευρέος φάσματος δεξιοτήτων. Ποιες κοινωνικές δυνάμεις είχαν αυτές τις δεξιότητες στην τότε Ελλάδα και πώς τις απέκτησαν;

Η απάντηση πρέπει μάλλον να αναζητηθεί στη μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή περίοδο και ιδιαίτερα στη δεκαετία του τριάντα. Η χώρα είχε τότε να αντιμετωπίσει τεράστια προβλήματα. Το προσφυγικό και την ένταξη των νέων χωρών, π.χ., ή αργότερα τα προβλήματα που δημιουργούσε σε μια μικρή χώρα το καθεστώς της κλειστής οικονομίας και της συνεπακόλουθης προσπάθειας για την "αυτάρκεια" της χώρας σε κρίσιμα αγαθά. Η όλη διαδικασία δημιουργούσε τεχνογνωσία, στελέχη, αν προτιμάτε, σε κάθε τομέα οργάνωσης κράτους και κοινωνίας. Τα στελέχη της Αντίστασης ή τα στελέχη της Αριστεράς στον Εμφύλιο σε αυτό τον κόσμο ανήκουν: δάσκαλοι, καθηγητές, γεωπόνοι, τραπεζικοί, δημόσιοι υπάλληλοι, δικηγόροι, συνεταιριστές κ.λπ. Ολοι αυτοί διαρθρωμένοι οργανωτικά γύρω από το βασικό ενοποιητικό ιστό: το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας που συντόνιζε τις ενέργειές τους και που ομοιογενοποιούσε τις τοπικές τους πρωτοβουλίες τους σε εθνική κλίμακα».

- Στο βιβλίο σας εμμένετε στην ανάδειξη της στρατιωτικής διάστασης του Εμφυλίου. Η φροντίδα αυτή -η οποία καταλήγει στη συστηματική και εξαντλητική πολλές φορές παρακολούθηση των πολεμικών γεγονότων- συνδυάζεται με μια συνεχή αναφορά στο χώρο και στο ανθρώπινο δυναμικό, σε μια ανθρωπογεωγραφία του πολέμου. Πώς εντάσσονται η πολιτική και η ιδεολογία στο σχήμα αυτό;

«Η επιμονή στη στρατιωτική διάσταση έχει πολλούς στόχους. Πρώτα απ' όλα, νομίζω ότι αποτελεί ένα είδος "αποκατάστασης". Ο Εμφύλιος και η μετέπειτα περίοδος έχουν συχνά αντιμετωπιστεί ως "πέτρινα χρόνια", ως περίοδος διωγμών, παθών, βασάνων ή από τη δεξιά πλευρά, ως περίοδος προάσπισης πολιτικών και κοινωνικών αρχών ενάντια σε υπόγειες επιβουλές. Και οι δύο πλευρές, η κάθε μια για δικούς της λόγους, πλειοδότησαν σε "μανιχαϊστική" θεώρηση των πραγμάτων: οι καλοί ενάντια στους κακούς - μια σχεδόν μεταφυσική σύγκρουση όπου το ηθικό κρατούσε τον κύριο ρόλο. Για να ξεπεραστεί αυτή η αδιέξοδη για τον ιστορικό κατάσταση χρειάζεται, νομίζω, μια νηφάλια επιστροφή στα γεγονότα. Βασικά, έγινε πόλεμος. Επιμένω πολύ στους αριθμούς, στα μεγέθη εκείνων που πολέμησαν ή εκείνων που χάθηκαν σε αυτόν για να αποκτήσουμε μια βάση ιεράρχησης και ταξινόμησης των πραγμάτων. Η τριετής πολεμική σύγκρουση ήταν μεγάλη σε έκταση, συγκρίσιμη μόνο με τον πόλεμο στη Μικρασία. Αν ξεκινήσουμε από εκεί, όλα, νομίζω, γίνονται πιο απλά και κατανοητά. Συγκρούσεις τέτοιας έκτασης δεν γίνονται επειδή υπάρχουν καλοί και κακοί, ούτε επειδή κάποιοι μοχθηροί έβαλαν τους πολλούς να τσακώνονται. Για να γίνει πόλεμος χρειάζονται άνθρωποι, κοινωνικός χώρος, οικονομικές λειτουργίες που να στηρίζουν την εκατέρωθεν πολεμική προσπάθεια, στελέχη και κρατικής υφής δομές. Με άλλα λόγια, για να καταλάβουμε τι γίνεται πρέπει να αφήσουμε τις ηθικές αξίες, τη μεταφυσική και τον περί συνωμοσίας διάλογο και να μελετήσουμε τα οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα. Αυτά χώρισαν τους ανθρώπους σε δύο στρατόπεδα και τους οδήγησαν στο να επενδύουν ακόμα και την ίδια τους τη ζωή στην υπόθεση της προάσπισης των συμφερόντων τους, των πολιτικών και κοινωνικών προοπτικών τους».

- Μία από τις βασικές πηγές της μελέτης σας είναι οι εκδόσεις του ΓΕΣ και ιδιαίτερα οι 16 πρόσφατοι τόμοι για τον εμφύλιο πόλεμο. Με δεδομένο το χαρακτήρα αυτού του είδους πηγών, ποιοι νομίζετε ότι είναι οι περιορισμοί αλλά και οι δυνατότητες που προσφέρουν στην ιστορική έρευνα;

«Ο διαθέσιμος πλέον όγκος στρατιωτικών αρχείων για τον εμφύλιο πόλεμο επιτρέπει τον προσδιορισμό των διαστάσεων της πολεμικής σύγκρουσης και σκιαγραφεί την έκταση και τη σοβαρότητα των επιχειρήσεων. Πιστοποιεί, αν θέλετε, ότι αυτό που πολλοί θεωρούσαν συνωμοσία, πόλεμο συμμοριών κ.λπ. κ.λπ., ήταν στην ουσία σκληρότατη πολεμική αναμέτρηση, τόσο στην αντάρτικη όσο και στην τακτική μορφή του, τον πόλεμο στα χαρακώματα και τα πολυβολεία. Μας επιτρέπει, λοιπόν, όπως και προηγουμένως τόνισα, να ξαναθέσουμε τα δεδομένα σε νέες, πιο στέρεες βάσεις. Από την άλλη μεριά, ο τρόπος επιλογής και παρουσίασης των υλικών αυτών δεν είναι, φυσικά, ο καλύτερος δυνατός. Τα κριτήρια επιλογής των υλικών είναι δυσδιάκριτα, αν και υποψιαζόμαστε τη μέριμνα για περιορισμό των "ακραίων" καταστάσεων - στην καταστολή, λόγου χάρη. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η προσπάθεια και αξιέπαινη είναι και θαρραλέα. Στο στρατό, από όσο γνωρίζω, χρειάζεται πολλές φορές "πολεμικό", θα λέγαμε, θάρρος για να πραγματοποιηθούν οι ειρηνικές αλλαγές».

- Η «Ιστορία του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου» συνιστά, ως συνθετικό εγχείρημα, τομή στην ιστοριογραφία του αντικειμένου. Οπως παρατηρείτε κι εσείς, βρισκόμαστε σε ένα τέλος εποχής, όσον αφορά τις έως τώρα θεωρήσεις του Εμφυλίου. Πώς αποτιμάτε τη σχετική βιβλιογραφική παραγωγή, με βάση και την εμπειρία της χρήσης της σε αυτή τη μελέτη; Σε ποιες κατευθύνσεις, κατά τη γνώμη σας, θα έπρεπε από εδώ και πέρα να κινηθεί η έρευνα;

«Μας αρέσει συχνά να επαναλαμβάνουμε ότι ο εικοστός αιώνας ήταν η κατ' εξοχήν "εποχή των μαζών". Δεν θέλω να σχολιάσω τη γενική αξία αυτού του συμπεράσματος. Περιλαμβάνει όμως δύο στοιχεία που αφορούν την παρούσα συζήτησή μας. Πρώτο, ότι οι άνθρωποι, σε πολύ μεγάλο ποσοστό, γνωρίζουν γραφή και ανάγνωση και έχουν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, γνωρίσει την τεχνική της γραπτής αφήγησης, είτε την αντίστοιχη της διοικητικής αναφοράς. Δεύτερο, ότι έχουν συναίσθηση της συμμετοχής τους στο ιστορικό γίγνεσθαι. Ο συνδυασμός των δύο προκάλεσε έναν ωκεανό γραπτών μαρτυριών για τη δραματική περίοδο της δεκαετίας του σαράντα, ωκεανός που συναντήθηκε με τον αντίστοιχο των "διοικητικών", οργανωτικών καταγραφών.

Οι πηγές που ο ιστορικός καλείται ν' αξιοποιήσει για να αναδείξει τα γενικά ερμηνευτικά και συνθετικά του σχήματα, ποτέ μα ποτέ δεν είναι ιδανικές. Αν ήταν έτσι δεν θα χρειαζόταν η Ιστορία, με τις φιλοδοξίες μιας επιστήμης μάλιστα. Δουλεύουμε με αυτά που έχουμε και, στην εδώ περίπτωση, πιστέψτε με, έχουμε τόσα πολλά που δεν ξέρουμε τι να τα κάνουμε. Η αμηχανία μπροστά στον όγκο των υλικών δημιουργεί παρενέργειες, σε συνδυασμό μάλιστα με τη θεωρητική και μεθοδολογική ύφεση που παρατηρείται στις ιστορικές σπουδές. Υπάρχει, για παράδειγμα, η τάση να περιορίζεται η δουλειά των νεότερων κυρίως ιστορικών σε ιστοριοδιφία ή, στην καλύτερη περίπτωση, στην ανάδειξη, ταξινόμηση και οργάνωση των διαθέσιμων υλικών. Η εργασία αυτή είναι σημαντική, πλην όμως δεν είναι παρά η φάση της προετοιμασίας του έργου του ιστορικού. Ολα αυτά πρέπει να στρέφονται προς την προοπτική της ανάδειξης των συνθετικών, ερμηνευτικών -παράλληλα- σχημάτων.

Η δική μου πρόταση είναι απλή. Με όλους τους κανόνες, με όλες τις γνώσεις, με όλα τα επιστημονικά εργαλεία που ώς τώρα συσσωρεύσαμε, προτείνω την επάνοδο στην Ιστορία -αφήγηση, στα ερμηνευτικά σχήματα που ξεκαθαρίζουν το τοπίο στο χθες και στο σήμερα, στην Ιστορία με αρχή και τέλος. Είναι ο κανόνας -ο προσανατολισμός- που προσπαθώ να ακολουθήσω».

- Αφιερώνετε το βιβλίο σας στα «φαντάσματα των εφηβικών μας χρόνων». Εν συνεχεία τονίζετε: «Ιστορικός είμαι, όχι δικαστής και το διάβημά μου δεν έχει καμία σχέση με καταμερισμό ευθυνών και υπόδειξη ενόχων». Πόσο, λοιπόν, τα «φαντάσματα» αυτά «στοιχειώνουν» την ιστορική έρευνα και, τελικά, πόσο ο ιστορικός, όχι ως δικαστής αλλά ως πολίτης, σταθμίζει τη στάση του απέναντι σε μια τόσο φορτισμένη εποχή, που καθόρισε, σε μεγάλο βαθμό, και το σήμερα;

«Πεποίθησή μου είναι ότι ο ιστορικός δεν επιλέγει τα αντικείμενα που ερευνά, καταγράφει και ερμηνεύει με αφηρημένο και τυχαίο τρόπο. Υπάρχει ένα τυχαίο ερώτημα, συλλογικό, πολιτικό και κοινωνικό, άρα και προσωπικό με το οποίο οφείλει να αναμετρηθεί. Θεωρώ αναγκαίο να προσδιορίσω στοιχεία της προσωπικής μου ιστορίας -της ιστορίας της δικής μου γενιάς καλύτερα- ώστε ο αναγνώστης να γνωρίζει τη συγκυρία, τις βάσεις πάνω στις οποίες το εγχείρημα στηρίχθηκε. Στην περίπτωση της προσέγγισης του Εμφυλίου από τις γενιές που έζησαν στη σκιά του γεγονότος, χωρίς να γνωρίσουν το ίδιο το γεγονός που αναμετρήθηκαν, δηλαδή με ένα φάντασμα - νομίζω ότι αύτη η πεποίθηση δικαιώνεται. Υπάρχει στις γενιές αυτές, τις μεταπολεμικές, το πρόβλημα: τι έζησαν οι γονείς μας, σε ποιες εμπειρίες, αξίες, θεμέλια, γεγονότα στηρίχτηκε ο κόσμος μέσα στον οποίο γεννηθήκαμε; Και ως ερώτημα αποτελεί ισχυρό έναυσμα για τον ιστορικό που θα αποφασίσει να προσεγγίσει την περίοδο προσπαθώντας να την ταξινομήσει και να την ερμηνεύσει. Να την απομυθοποιήσει, δηλαδή, και από το χώρο των φαντασμάτων να την εντάξει στον αντίστοιχο της γνώσης.



Καταδρομείς του Εθνικού Στρατού
(Αρχείο Corbis)
Πρόσφατα, κατηγορήθηκα από συναδέλφους ότι αν και δηλώνω αριστερός, τολμώ να υποστηρίξω την αντικειμενικότητα του έργου μου για τον Εμφύλιο. Αναρωτήθηκα με βάση την παρατήρηση αυτή αν η βασική προδιαγραφή του κάθε ιστορικού πρέπει να είναι το απόλυτο κενό ιδεολογίας μέσα του -κάτι σαν μοναχός, αναχωρητής στην Αίγυπτο. Συγγνώμη, αλλά θεωρώ αυτά τα πράγματα αστεία. Αμέτρητες γενιές ιστορικών εργάστηκαν για να διαμορφώσουν εργαλεία των οποίων η χρήση δίνει επιστημονική διάσταση στην Ιστορία. Η χρήση τους η ίδια καθορίζει τους στόχους και διαφοροποιεί την Ιστορία από την τέχνη του δικαστή. Εδώ δεν ζητούμε ένοχο για να τον δικάσουμε και να αποκατασταθεί η ευνομία του κόσμου. Στην Ιστορία ζητούμε να καταλάβουμε. Μεγάλο πράγμα αυτό και για τούτη της την υπηρεσία είναι η Ιστορία βασική και καίρια κοινωνική επιστήμη».


Αναδημοσίευση από το περιοδικό Βιβλιοθήκη http://archive.enet.gr/online/online_issues?pid=51&dt=07/09/2001

2 σχόλια:

  1. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Απο δικό μου λάθος αφαιρέθηκε το παραπάνω σχόλιο. Ζητώ συγνώμη. Όσον αφορά το δίτομο έργο του Μαργαρίτη, δυστυχώς έχει διαγραφεί από το scribd. Δεν γνωρίζω να υπάρχει κάπου αλλού.

      Διαγραφή