Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2014

Ο «τρίτος δρόμος» του ΕΑΜ για την ανεξαρτησία

Συντάκτης:
Γιάννης Σκαλιδάκης*

Ποιος τολμά να φανταστεί πως στην εποχή μας, που ολόκληρος ο κόσμος με τον τιτάνιο αγώνα των Ενωμένων Εθνών, σκοτώνει για πάντα το τέρας του φασισμού, αυτό που κουρέλιασε κάθε ανθρώπινη αξία κι έριξε τους λαούς μέσα σ’ έναν κατακλυσμό αίματος και φθοράς, ποιος μπορεί να φανταστεί πως θα εμποδιστεί ο λαός να γίνει νοικοκύρης στο σπίτι του και να οργανώσει τη ζωή του όπως θέλει; [1]
Διανομή ρουχισμού στο χωριό Ζίτσα της Ηπείρου,
Μάρτιος 1945, UNRRA

Μια απωθημένη διάσταση στη συζήτηση για τη στρατηγική της Αριστεράς προς την εξουσία μετά την απελευθέρωση της χώρας είναι η οικονομική. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, η απελευθερωμένη επικράτεια, γνωστή ως Ελεύθερη Ελλάδα, στηριζόταν στην εγχώρια παραγωγή, τα αστικά κέντρα όμως και κυρίως η Αθήνα επιβίωναν από τη διεθνή βοήθεια του Ερυθρού Σταυρού. Με το τέλος του πολέμου, το ζήτημα του επισιτισμού παρέμενε καίριο και με ισχυρές πολιτικές προεκτάσεις. Οι δυτικοί Σύμμαχοι θα το αναλάμβαναν με τους μηχανισμούς τους, αρχικά τη βρετανική ML και έπειτα την υπηρεσία των Ηνωμένων Εθνών, τη γνωστή UNRRA. Το ζήτημα του επισιτισμού χρησίμευσε ως αιτιολογία έλευσης των βρετανικών στρατευμάτων στην απελευθερούμενη Ελλάδα και επίσης ως φόβητρο για όσους τυχόν αμφισβητούσαν τη βρετανική επικυριαρχία. Από την πλευρά του το ΕΑΜ έπαιρνε πολύ σοβαρά το ζήτημα προσπαθώντας να ισορροπήσει πολιτικά ανάμεσα στην ανάγκη διεθνούς υποστήριξης και στη χάραξη μιας ανεξάρτητης πολιτικής για την ανασυγκρότηση και ανάπτυξη της χώρας.

Ο «τρίτος δρόμος»

Η οικονομική κατάσταση που είχε δημιουργηθεί στην ελεγχόμενη από το ΕΑΜ Ελεύθερη Ελλάδα και ιδιαίτερα το οικονομικό δίκτυο που στηρίχτηκε στους συνεταιρισμούς αλλά και το ίδιο το ΕΑΜ ως ευρύτερο κοινωνικό-πολιτικό σύστημα που επικάλυπτε αυτήν την οικονομική σφαίρα δεν μπορούσε παρά να αποτελέσει οδηγό των εαμικών δυνάμεων για την οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας μετά την απελευθέρωση.

Στις 3 Νοεμβρίου 1944 δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος του νόμιμου δεκαπενθήμερου περιοδικού «Νέα Ελλάδα», που εξέδιδε η Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ, το άρθρο «Συμβολή στον αγώνα του λαού για την οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας» του Παύλου Δέλμη, εκ μέρους του «Οικονομολογικού Τμήματος Μελετών του ΕΑΜ». Σε αυτό το άρθρο, προτεινόταν ένας «τρίτος δρόμος» οργάνωσης της οικονομίας αφού πρώτα γινόταν κριτική στις δύο άλλες, κατά τον αρθρογράφο, λύσεις, δηλαδή την «ασύδοτη λειτουργία της οικονομίας» και τον «ασύδοτο παρεμβατισμό».

Η αξία του άρθρου αυτού έγκειται στο ότι λάμβανε υπόψη του τη συγκεκριμένη οικονομική πραγματικότητα της περιόδου και επίσης τη ζωντανή προφανώς ακόμη οικονομική λειτουργία της Ελεύθερης Ελλάδας, την οποία αποτιμούσε θετικά. Σύμφωνα με τον αρθρογράφο, η κατάσταση στη χώρα κατά την απελευθέρωση χαρακτηριζόταν: 1) από την «απελπιστική ελάττωση της παραγωγικής ικανότητας της χώρας», σημειώνοντας πάντως την καλύτερη κατάσταση της Ελεύθερης Ελλάδας χάρη «στην υποστήριξη και την ασφάλεια που παρείχε η ΠΕΕΑ σαν Κυβέρνηση του Λαού στη γεωργία» και «στο θεσμό της αυτοδιοίκησης στις γεωργικές περιοχές», 2) από την «αναρχούμενη και εκμεταλλευτική μαύρη αγορά» και 3) από τον «κακοήθη πληθωρισμό», ως αποτέλεσμα κι όχι αιτία των παραπάνω παραγόντων: «Ο πληθωρισμός είναι η ενσάρκωση της επιτεινόμενης αγωνίας του λαού μας και γι’ αυτό ίσως να φαίνεται από πρώτη ματιά σαν πρωτογενές αίτιο της οικονομικής κατάστασης».[2]

Παρουσιαζόταν με αρκετή σαφήνεια η προσδοκώμενη οικονομική κατάσταση στο αμέσως επόμενο διάστημα εκτιμώντας την έναρξη της λειτουργίας της UNRRA, και την αρχική αδυναμία, τουλάχιστον για ένα εξάμηνο, κάλυψης του συνόλου των λαϊκών αναγκών και προβλέποντας την άνθηση ενός δικτύου μαύρης αγοράς που θα τροφοδοτούνταν από τα είδη της UNRRA για την προμήθεια ζωτικών εγχώριων προϊόντων όπως π.χ. το λάδι.

Κύριο ζητούμενο ήταν η ανασυγκρότηση της παραγωγικής βάσης με γνώμονα την επάρκεια σε είδη κατανάλωσης για τις «πλατιές λαϊκές μάζες», δηλαδή «ένα ολόκληρο σύστημα προοδευτικής δραστηριοποίησης των διαφόρων κλάδων και υποκλάδων της οικονομίας ανάλογα με τη σημασία του καθενός για την παραγωγή». Το πρόβλημα μιας ανεξέλεγκτης λειτουργίας της αγοράς θα ήταν η χαμηλή καταναλωτική δύναμη των φτωχών στρωμάτων και ειδικά στις ζώνες όπου είχε εκλείψει η κυκλοφορία του χρήματος –οι ανάγκες αυτών των στρωμάτων και αυτών των περιοχών θα βρίσκονταν εκτός της λειτουργίας μιας τέτοιας αγοράς, η οποία θα στρεφόταν σε παρασιτικούς κλάδους παρασέρνοντας με τον τρόπο αυτό και τη λειτουργία της UNRRA σε μια «δημιουργημένη αντιοικονομική κατάσταση».

Ο αρθρογράφος τασσόταν καθαρά υπέρ μιας σχεδιοποιημένης οικονομικής προσπάθειας, όχι όμως και μιας «πέρα ως πέρα παρεμβατικής οικονομικής πολιτικής» την οποία παρομοίαζε με τις πολιτικές τόσο της μεταξικής δικτατορίας όσο και αυτές των κατοχικών κυβερνήσεων. Οσον αφορά την αγροτική παραγωγή, θεωρούσε ότι μια τέτοια παρέμβαση θα περιόριζε τους αγρότες σε μια «ψευτοαυτάρκη μικροϊδιοκτησία» με τη στέρηση των κατάλληλων εφοδίων και με τη φορολογία που θα τους άφηνε ελάχιστα από την παραγωγή τους. Αντιθέτως προέβαλλε την «πείρα της αυτοδιοίκησης και της συνεταιριστικής οργάνωσης στα χωριά της ελεύθερης Ελλάδας» που έδειξαν έναν άλλο δρόμο και ανύψωσαν τη θέση του αγροτικού κόσμου. Ο χωρικός, τόνιζε ο αρθρογράφος, δεν ήταν διατεθειμένος πλέον να δίνει την παραγωγή του «μη εξασφαλίζοντας τίποτ’ άλλο έξω απ’ το μόνιμο καθεστώς της πείνας».

Ο «τρίτος δρόμος» που πρέσβευε το άρθρο συνοψιζόταν στην ανάγκη να βασιστεί η οικονομική πολιτική στον λαϊκό έλεγχο –δηλαδή στην ενεργή δραστηριοποίηση και αξιοποίηση των λαοκρατικών θεσμών της προηγούμενης περιόδου, της τοπικής αυτοδιοίκησης, των λαϊ­κών επιτροπών και των συνεταιρισμών. Η αποδοχή του «λαϊκού ελέγχου» από την κυβέρνηση θα της ανταπέδιδε την αναγκαία «λαϊκή εμπιστοσύνη».

Το κύριο βάρος έπεφτε και πάλι στη γεωργία και καθιστούσε φανερή και σε αυτήν την περίπτωση την κοινωνική βάση, την οποία στήριζε και στην οποία στηριζόταν το ΕΑΜ. Οι διεκδικήσεις αφορούσαν σε μια πρώτη περίοδο την ξένη οικονομική βοήθεια –προτεινόταν η διοχέτευση σημαντικού μέρους της οικονομικής βοήθειας προς τον αγροτικό κόσμο μέσω της τοπικής αυτοδιοίκησης και των συνεταιρισμών και γενικότερα η εισαγωγή από το εξωτερικό των απαραίτητων καλλιεργητικών εφοδίων αλλά και η στροφή της βιομηχανίας προς την παραγωγή «μπόλικων και φτηνών ειδών για τη γεωργία».

Ως προς τη βιομηχανία, προτεινόταν ένας πολύ μεγαλύτερος έλεγχος και παρέμβαση: 1) λειτουργία με ενιαίο πρόγραμμα στις ποσότητες και τα παραγόμενα είδη, 2) λειτουργία κατά προτίμηση των κλάδων που θα ικανοποιούσαν τις άμεσες λαϊκές ανάγκες, 3) μετατροπή με κρατική ενίσχυση των «παρασιτικών και περιττών βιομηχανιών» σε ωφέλιμες, 4) έλεγχος και πρόβλεψη του τρόπου διάθεσης των αγαθών, 5) να μην παράγεται ό,τι μπορεί να εισαχθεί φτηνότερα αλλά το αντίθετο, 6) εξασφάλιση ενός σταθερού βιοτικού επιπέδου για τους εργάτες.

Επίσης προτείνονταν διάφορα νομισματικά μέτρα με βασικά την έκδοση και διάθεση χαρτονομίσματος σύμφωνα με τις ανάγκες της κυκλοφορίας όπως θα προέκυπταν από την εφαρμογή του προγράμματος οργάνωσης της οικονομίας και την επίτευξη «σύμμετρης νομισματικής κυκλοφορίας και κυκλοφορίας εμπορευμάτων σ’ όλα τα διαμερίσματα της χώρας έτσι που ν’ αποσυμφορηθεί ο όγκος της νομισματικής κυκλοφορίας σ’ ορισμένα αστικά κέντρα και ιδιαίτερα στην Αθήνα και να σπάσει απ’ την άλλη το πάγωμα της κυκλοφορίας που παρατηρείται στην ύπαιθρο».

Ο συντονισμός αυτού του οικονομικού προγράμματος μάς φέρνει και στα πολιτικά συνεπαγόμενά του. Ο αρθρογράφος πρότεινε τη σύσταση ενός συντονιστικού και ενιαίου μηχανισμού που θα περιλάμβανε αφενός τους εκπροσώπους των συμμαχικών οργανώσεων βοήθειας και αφετέρου τους εκπροσώπους των συνεταιρισμών, παραγωγικών και καταναλωτικών, των λαϊκών επιτροπών, της ΓΣΕΕ κ.λπ. ενώ η κυβέρνηση θα συνεργαζόταν και θα δεχόταν την «οργανωμένη λαϊκή βοήθεια». Αυτό το σχέδιο παραλληλιζόταν με τα μέτρα για τη διεξαγωγή του πολέμου στις συμμάχους Αγγλία και Ηνωμένες Πολιτείες και αναφέρονταν τα σχέδια Keynes και White και επίσης πλαισιωνόταν με τα συλλογικά ιδανικά του αντιφασιστικού αγώνα, με τα οποία, «το μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας που αυτοδιοικήθηκε, έζησε και πρόκοψε» ενώ ο αρθρογράφος δεν δίσταζε να χαρακτηρίσει προδότες, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν, όσους τυχόν αντιτάσσονταν σε αυτό το σχέδιο «οργάνωσης και σωτηρίας του λαού».

Στην ουσία επρόκειτο για μια τεκμηριωμένη σε γενικό επίπεδο πρόταση οικονομικής επανενοποίησης της χώρας σύμφωνα με τα συμφέροντα των λαϊκών στρωμάτων κυρίως της υπαίθρου αλλά και των πόλεων και σύμφωνα με τους οικονομικούς μηχανισμούς που αυτά τα πλειοψηφικά στρώματα δημιούργησαν στην Κατοχή, κυρίως τους συνεταιρισμούς, με κορωνίδα και πολιτική επισφράγιση το ΕΑΜ. Δεν παραβλεπόταν, ούτε καν υποτιμούνταν, η ξένη βοήθεια αλλά αντίθετα γινόταν προσπάθεια να τεθεί έγκαιρα στην υπηρεσία των αναγκών της πλειοψηφίας του λαού και στην τροχιά μιας παραγωγικής προς αυτήν την κατεύθυνση ανασυγκρότησης και όχι να ενισχύσει τον κόσμο του μαυραγοριτισμού και τα παρασιτικά στρώματα της κρατικής παρέμβασης.

Αυτού του είδους η οικονομική επανενοποίηση προσέκρουε στα συμφέροντα των στρωμάτων που είχαν γιγαντωθεί μέσα στην Κατοχή μέσω της κερδοσκοπίας και της μαύρης αγοράς. Η τύχη προσπαθειών οικονομικού ελέγχου της κυβέρνησης Εθνικής Ενώσεως, στην οποία τα οικονομικά υπουργεία είχαν δοθεί στο ΕΑΜ, το έδειξε καθαρά. Οσο για τους Βρετανούς, προφανώς δεν θεωρούσαν αναγκαία τη μεταφορά κοινωνικών πολιτικών που εφάρμοζαν οι ίδιοι στη χώρα τους σε μια χώρα που λίγο διέφερε για εκείνους από τις αποικίες τους.

Παρατηρούμε να διαγράφονται τα δυο κοινωνικά στρατόπεδα που θα συγκρούονταν στον επερχόμενο εμφύλιο: από τη μια οι δυνάμεις της Αντίστασης και της Ελεύθερης Ελλάδας, κοινωνικά ο πληθυσμός της υπαίθρου και των επαρχιακών πόλεων που στηρίζονταν στην εγχώρια παραγωγική βάση, και από την άλλη οι παλιές και νέες ελίτ των μεγάλων πόλεων και ειδικά της Αθήνας που διαχειρίζονταν ήδη από την Κατοχή τον πλούτο εκ του εξωτερικού.

* Ο Γιάννης Σκαλιδάκης είναι ιστορικός, διδάκτορας του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Το πρώτο βιβλίο του, στο οποίο στηρίζεται το παρόν άρθρο, «Η Ελεύθερη Ελλάδα. Η εξουσία του ΕΑΜ στην Ελεύθερη Ελλάδα (1943-1944)» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ασίνη

[1[. Διάγγελμα της ΠΕΕΑ προς τον Ελληνικό Λαό, 19 Απριλίου 1944.
[2]. Παύλος Δέλμης, «Συμβολή στον αγώνα του λαού για την οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας», στην επιθεώρηση «Νέα Ελλάδα», τεύχος 1ο, περίοδος Β', 5 Νοεμβρίου 1944, σ. 8-9

Aναδημοσίευση από http://www.efsyn.gr/arthro/o-tritos-dromos-toy-eam-gia-tin-anexartisia

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου