Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2012

Το εμφύλιο πνεύμα: εκφάνσεις του εμφυλίου στην πολιτική ψυχολογία και κουλτούρα

Του Νίκου Σιδέρη
ψυχαναλυτής-συγγραφέας


Το πλαίσιο

— Το γενικότερο ζήτημα, στο οποίο εγγράφεται και η παρούσα ανάλυση, αναφέρεται στη διπλή κίνηση, που διέπει τη σχέση μεταξύ ψυχής και ιστορίας — δυο τάξεις φαινομένων αλληλένδετων, αλλά και διακριτών. με διαφορετική δομή, λειτουργία και, ιδίως, χρονικότητα, αλλά και με πολύπτυχες μεταξύ τους συνηχήσεις και αντιστοιχίσεις.

Η διπλή κίνηση αυτή συνίσταται σε μια διαλεκτική μεταξύ ιστορικότητας του ψυχισμού, από τη μια, και ψυχικής πτυχής της ιστορίας, από την άλλη. Δεν υπάρχει ανιστορικός ψυχισμός — ούτε, όμως, και άψυχη ιστορία. Από τη μια, λοιπόν, εσωτερίκευση και διαχείριση της ιστορίας με όρους ψυχικής κατασκευής — και, από την άλλη, εξωτερίκευση και μορφοποίηση ψυχικών διεργασιών στον ιστορικό χώρο. έτσι έχουν τα πράγματα.

Ως προς τον Εμφύλιο, το γενικό ερώτημα αυτό διατυπώνεται ως εξής: Πώς μορφοποιήθηκε το βίωμα, η δράση, η σύγκρουση, η έκβαση, τα μετά-τον-εμφύλιο, και η υπέρβασή τους, μέσα στην ψυχική οργάνωση και λειτουργία των ανθρώπων, που έζησαν τις εποχές αυτές;

— Το πλαίσιο της προσέγγισης προσδιορίζεται ως εξής:

Κανείς δεν πολεμά και δεν θυσιάζει και τη ζωή του ακόμη για επιχειρήματα και έννοιες «γυμνές». Απαιτείται συναισθηματική επένδυση, ψυχική κινητοποίηση και ορμή, υποκειμενική εμπλοκή πολύπλευρη και σε βάθος. Αυτό, άλλωστε, είναι και το πρακτικό αντίκρυσμα της ρήσης του Καρλ Μαρξ, ότι «οι ιδέες, όταν κατακτήσουν τις μάζες, μετατρέπονται σε υλική δύναμη» — η κατάκτηση της φαντασίας.

Μ' άλλα λόγια: Η ακραία φυσική και ψυχική προσπάθεια, που εξυπονοεί η πολεμική αναμέτρηση — ιδίως σε συνθήκες πάθους και έντασης, όπως αυτές που χαρακτηρίζουν την αντίσταση και τον εμφύλιο, αλλά και, κατοπινά, τη διαβίωση σε συνθήκες «ψυχρού εμφυλίου πολέμου» ή, ίσως ακριβέστερα, «εμφύλιας ειρήνης» — προϋποθέτει, μεταξύ των άλλων, και ψυχικές διεργασίες ικανές να θέσουν σε κίνηση και να βαστάξουν μια τέτοια δυναμική.

Προνομιακό πεδίο και δεσπόζουσα πτυχή αυτών των διεργασιών αποτελούν οι φαντασιώσεις, που μορφοποιούν με τρόπο ψυχικά αποτελεσματικό τα πραγματολογικά πολιτικά, πολιτισμικά και ιδεολογικά στοιχεία του περιβάλλοντος, με τρόπο που εμπλέκει σε βάθος τη ζώσα υποκειμενικότητα και σημασιοδοτεί, νοηματοδοτεί και επενδύει ψυχικά την πρακτική των ιστορικών προσώπων και δραστών.

Αντίσταση και Εμφύλιος στην ψυχή

— Αν αναλύσουμε τις βαθύτερες και λεπτότερες πτυχές της ψυχικής μορφολογίας, που διατρέχει και την Αντίσταση και τον Εμφύλιο, και τη μετεμφυλιακή πολιτική ψυχολογία και κουλτούρα, μπορούμε να επισημάνουμε τα εξής:

— Το πιο δύσκολο — ίσως, μάλιστα, και το πιο μοιραίο — από τα ζητήματα, που αντιμετώπισε, και στο πολιτικό και στο ανθρώπινο επίπεδο, η Αντίσταση, είναι ο πόλεμος ελλήνων κατά ελλήνων.

Το ζήτημα αυτό διατυπώνεται από την πρώτη στιγμή. Ο Άρης, στη Δομνίστα, στις 7-6-42, διακηρύσσει το νόημα της Αντίστασης με μια θεμέλια φράση:

«Κηρύσσω την Επανάσταση κατά των ξένων καταχτητών και των ντόπιων συνεργατών τους.»

Αν, στο πολιτικό επίπεδο, οι «ντόπιοι συνεργάτες» αυτοί μπορούν ενδεχομένως να προσδιορισθούν με όρους ταξικής τοποθέτησης και ηθικού φρονήματος, στο πεδίο της ψυχικής δυναμικής το ζήτημα είναι πολύ πιο λεπτό, πολύ πιο περίπλοκο, ακανθώδες και εκρηκτικό. Γιατί, στο επίπεδο της θεμελιακής φαντασίωσης — μια μεταφορική γενεαλογία του καλού και του κακού, ιδίως ως σύγκρουση καλών και κακών τέκνων — η οποία συγκροτεί υποκειμενικά και βιωματικά τη μορφή και το νόημα της Αντίστασης, αυτοί οι «ντόπιοι συνεργάτες» δεν αντιπροσωπεύουν τον ξένο, τον άγνωστο, τον αδιάφορο, τον ριζικά ανόμοιο. Αλλά, σαν ανάξια, βέβαια, τέκνα των ίδιων, όμως, γονέων, οι «ντόπιοι συνεργάτες» αυτοί αντιστοιχούν σε αδέρφια.

Συνεπώς, από την αρχή και σύμφωνα με τους όρους της θεμελιακής φαντασίωσης, που προσδιορίζει την ψυχική αξία και θέση των δρωμένων, η Αντίσταση έχει και διάσταση αδελφοκτόνου αγώνα.

Δηλαδή ο εμφύλιος ενυπήρχε εν σπέρματι από την πρώτη στιγμή στην Αντίσταση.


Το εμφύλιο σπέρμα

Το εμφύλιο σπέρμα — η φαντασίωση της αδελφοκτονίας — υπολανθάνει λοιπόν συστατικά στη δομή του ψυχικού σύμπαντος της ιστορίας, που σηματοδοτεί η Αντίσταση. Η τύχη αυτού του σπέρματος, πάλι, ήταν έργο της ιστορίας. Για λόγους, που ξεπερνούν το πλαίσιο του παρόντος, την Αντίσταση ακολούθησε ο εμφύλιος — και οι συνέπειές του.

Ο εμφύλιος, προφανώς, αντιστοιχεί σε πράξη, που μετατρέπει τη λογική και τη δυναμική αυτής της λανθάνουσας σε έκδηλη, υλικά απτή αδελφοκτονία. Και διατυπώνει με τη γλώσσα των όπλων, των δακρύων και του αίματος τα πλάσματα της φαντασίας.

Μερικές παρατηρήσεις, πάνω σ' αυτό:

— Τα πράγματα είχαν χάσει τα ονόματά τους. Έτσι, ο εμφύλιος, το απτό βίωμα της αλληλοσφαγής μεταξύ των ελλήνων, είχε επονομασθεί από τη μια «πόλεμος κατά προδοτικών ξενοκίνητων οργανώσεων» (ΑΝ 509/47) ή «συμμοριτοπόλεμος» και, από την άλλη, «αντάρτικο» (υποτίθεται, ομοιογενές ως προς τη φύση του με την Εθνική Αντίσταση — «δεύτερο αντάρτικο»).

Σ' ένα τέτοιο σύμπαν θολό — όπου η προπαγανδιστική σκοπιμότητα επέστρεφε σαν μπούμερανγκ στον ομιλούντα, τόσο στο επίπεδο της πολιτικής όσο και της κατάστασης πνευμάτων — δεν είναι παράξενο το ότι η φαντασία αναλαμβάνει, με τα δικά της υλικά και μέσα, να αποκαταστήσει ή να αντιρροπήσει την έκπτωση του λόγου.

— Στην κοινή βάση της αδελφοκτόνας φαντασίωσης, λοιπόν, που αποτελεί το κοινό «εμφύλιο σπέρμα», αναπτύσσονται και συγκρούονται δυο διαφορετικά διανοητικά, φαντασιωτικά και αγορευτικά συστήματα — ως τρόποι άμυνας κάθε πλευράς απέναντι στη φρίκη-και-σαγήνη ταυτόχρονα της αδελφοκτονίας. Σ' αυτή τη σύγκρουση δυο κόσμων της φαντασίας, η αντικυβερνητική πλευρά βρίσκεται σε μειονεκτική θέση, καθώς επιχειρεί να αρνηθεί το προφανές («πολεμώ τον αδελφό μου») διαστρέφοντας το προφανέστερο («σκοπός του πολέμου δεν είναι η κατανίκηση του αντιπάλου, αλλά η συμφιλίωση μ' αυτόν»). Πόσο αυτή η δυναμική βάρυνε στην τελική εικόνα αλλοπρόσαλλης και ανερμάτιστης πολιτικής, που ακολουθούσε αυτή η πλευρά, ίσως δεν είναι εύκολα σταθμητό, αλλά θα ήταν σφάλμα να θεωρηθεί αμελητέο.

— Σ' αυτή τη σύγκρουση των κόσμων της φαντασίας, λοιπόν, το ιδιαίτερο στοιχείο που αναδύεται είναι το ότι η αρχαϊκότερη διατύπωση της σύγκρουσης, με όρους παράνοιας και άρνησης του δικαιώματος στην ύπαρξη για τον αντίπαλο, προσθέτει, πέρα από την πολιτική και επιχειρησιακή, και μια υπαρξιακή διάσταση στο εμφύλιο δράμα. Ιδωμένη από τη σκοπιά του Δ.Σ.Ε., η σύγκρουση αυτή προτείνει στον αντίπαλο τη συμφιλίωση (δηλαδή, δεν του αρνείται το δικαίωμα στην ύπαρξη — το αντίθετο μάλιστα). Όμως ο αντίπαλος απειλεί όχι μόνο με καθυπόταξη της βούλησης για πόλεμο (τυπικός σκοπός του πολέμου, κατά τον Κλαούζεβιτς), αλλά με εξάλειψη, φυσική και συμβολική, της ίδιας της ύπαρξης του υποκειμένου, εφόσον ο «εχθρός» απομειούται σε «άνομο πράγμα» — προϋπόθεση για τη διεξαγωγή ενός «ολοκληρωτικού πολέμου εκμηδένισης του άλλου».

Αυτή η απειλή υπαρξιακού αφανισμού, καθώς συνηχεί με το άγχος από την απωθημένη φαντασίωση αδελφοκτονίας, αντιστοιχεί σε μια μείζονα πηγή όχι μόνο του όποιου φόβου προκαλεί η βία της κυβερνητικής παράταξης, αλλά και ως προς το ότι η βία αυτή, φυσική και συμβολική, βρίσκει πρόσφυση μες τις ψυχές, ιδίως στις ψυχές των απλών ανθρώπων της άλλης παράταξης.

Η απειλή αυτή, ανείπωτη σε μεγάλο βαθμό, εσωτερικεύεται βαθμιαία, και ιδιαίτερα μετά την ήττα, με τρόπο, που προκαλεί τον τρόμο. Έναν τρόμο ανείπωτο, αν όχι και εν μέρει αδιανόητο. Τρόμο, που δεν επιτρέπεται να εκφρασθεί, λόγω των αναγκών του εμφυλίου — αλλά ο οποίος, για το λόγο αυτό, δεν παύει βεβαίως να υφίσταται και να έχει καίριες επιπτώσεις.

Το εμφύλιο πνεύμα

— Το ψυχικό σύμπαν του εμφυλίου συμπεριλαμβάνει λοιπόν τρεις θεμελιώδεις πτυχές, που είναι:
— Η φαντασίωση της αδελφοκτονίας
— Η ρητορική του ολικού θανάτου του υποκειμένου
— Και το εμφύλιο πνεύμα — δηλαδή, η ψυχολογία που συναπαρτίζεται από τα εξής βασικά μορφώματα:
— Άρνηση της υπαρξιακής υπόστασης του άλλου και ο εξ αυτής φόβος και τρόμος
— Απαίτηση για συμμόρφωση της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας στη φαντασίωση αυτή περί «ανυπαρξίας ετερότητας»
— Η αγορευτική επίπτωση και έκφανση αυτής της παραφροσύνης, που αντιστοιχεί σε φόνο της κυριολεξίας.


Ο φόνος της κυριολεξίας

— Ο φόνος της κυριολεξίας εκδηλώνεται, εν φαντασία και λόγω, ως μορφοποιήσεις του ακόλουθου υπολανθάνοντος αγορευτικού αξιώματος: «Ή τα πάντα είναι σχήμα λόγου — ή τίποτε δεν είναι σχήμα λόγου». Όπως τα πεις, έτσι είναι — ή, όπως τα λες, έτσι και μόνο έτσι είναι: άρνηση, και στις δύο περιπτώσεις, της μεταφορικότητας του λόγου, είτε μέσω υπερτροφίας της, είτε μέσω ατροφίας της διάστασης αυτής. Όπως είναι βεβαίως προφανές, το πρώτο σκέλος του διλήμματος, αν ισχύει, οδηγεί σε ολική απώλεια κάθε αίσθησης της πραγματικότητας και, τελικά, σε ανυπαρξία και αλήθειας και βεβαιότητας. Το δεύτερο σκέλος, πάλι, αν ισχύει, αντιστοιχεί σ' έναν κόσμο, που κατοικείται αποκλειστικά και μόνο από αδιανόητα τέρατα. Στην πρώτη περίπτωση, παραφροσύνη του πνεύματος — στη δεύτερη, παραφροσύνη των πραγμάτων.

Ας πάρουμε, για παράδειγμα, τους χαρακτηρισμούς «εαμοβούλγαροι» και «πράκτορες» — για τους αντιπάλους των κυβερνώντων, ο πρώτος, για τους αντιπάλους της κομματικής ηγεσίας του ΚΚΕ, ο δεύτερος. Αν όντως είναι μόνο σχήμα λόγου, τότε κάποιος είναι αυτό που δεν είναι («βούλγαρος» - «πράκτορας» ), ενώ δεν είναι αυτό που είναι («έλληνας» - «αντίπαλος», αντιστοίχως). Αν πάλι δεν είναι σχήμα λόγου, αλλά κατάσταση πραγμάτων, τότε βεβαίως κανείς δεν γνωρίζει ούτε τί είναι, ούτε τί δεν είναι — ούτε ο ίδιος, ούτε ο άλλος — σ' έναν κόσμο, που κατοικείται από τέτοιες τερατικές οντότητες («βούλγαροι» και «πράκτορες» ) και από τον οποίο απουσιάζουν οι οικείες μορφές (του «έλληνα» και του «αντίπαλου» ).

— Τέτοια ερωτήματα — το όντως ον, πώς είναι το ον και πώς δεν είναι το μη-ον, υπάρχει αλήθεια και πραγματικότητα, τί εστί λόγος κτό — θα αποτελούσαν, ίσως, γόνιμες φιλοσοφικές ενασχολήσεις ή λογικά παίγνια του πνεύματος, αν αποτελούσαν αντικείμενο σεμιναρίων, συγγραμμάτων ή συζητήσεων μεταξύ στοχαστών, σε συνθήκες άλλες. Όμως, εδώ συγκροτούν το υλικό και τους μηχανισμούς ενός απόλυτα φονικού εφιάλτη, στον οποίο τα παράδοξα αυτά προκαλούν απέραντη οδύνη και καταστροφή, αγωνία και θάνατο, φυσικό και ψυχικό. γιατί ακριβώς προσδιορίζουν — ή απαιτούν να προσδιορίσουν — τις ίδιες τις υπαρξιακές ορίζουσες, την υπαρξιακή υπόσταση του υποκειμένου.

— Εύγλωττη είναι, σ' αυτό το πλαίσιο, η τύχη του σημαίνοντος «έλληνας». Το σημαίνον αυτό, βεβαίως, ως συστατικός προσδιορισμός και των δύο πλευρών των εμπολέμων, αποτελεί, ως αμοιβαία αποδεκτό και αναγνωρισμένο, ως τρίτος όρος στη σχέση των δύο αντιπάλων, την απόλυτη προϋπόθεση για να έχουν τα πράγματα το όνομά τους — και, πρώτα-πρώτα, για να χαρακτηρισθεί, κατά κυριολεξίαν και εν αληθεία, το μείζον και ολικό γεγονός της σύγκρουσης, ως εμφύλιος πόλεμος. Αλλά η αγορευτική μορφοποίηση της ιστορίας, και ως βιώματος και ως πρακτικής, θεμελιώνεται εκατέρωθεν ακριβώς στην έκθλιψη του σημαίνοντος «έλληνας», ως προς τον αντίπαλο, και τη συνεπαγόμενη αποτομή του σημαίνοντος «εμφύλιος», ως προς τη σύγκρουση. Η οργάνωση του εσωτερικού κόσμου, όμως, η βασισμένη στον αποκλεισμό τέτοιων θεμελιωδών σημαινόντων, που αναφέρονται στην υπαρξιακή υπόσταση των υποκειμένων και στην αναπομείωτη φύση των πραγμάτων, οδηγεί, κατά τρόπο τυπικό, σε δομές παραφροσύνης — και σε ατομικό και σε συλλογικό επίπεδο.

Το εμφύλιο παράδοξο

— Έτσι λοιπόν, η ψυχική εσωτερίκευση του εμφυλίου βασίστηκε, κατά τρόπο καθοριστικό, στην άρνηση μιας γνώσης και στον αποκλεισμό συμβολικών αναφορών, απαραίτητων για τη διαφύλαξη της διάστασης της κυριολεξίας και την απομάκρυνση της αίσθησης παραφροσύνης — και, πρωταρχικά, στη βίαιη άρνηση του σημαίνοντος «έλληνας» και του σημαίνοντος «εμφύλιος». Αντί της κατάφασης στη συμβολική κυριολεξία και στην πραγματολογική εγκυρότητα, προέκυψαν, ως προς τη μορφοποίηση και διαχείριση της εμφύλιας εμπειρίας, δυο συμμετρικά παράδοξα: «Δεν είναι αν και είναι» (π.χ., «έλληνας» και «εμφύλιος»), το πρώτο — και «Είναι αν και δεν είναι» (π.χ., «πράκτορας» ή «βούλγαρος»), το δεύτερο.

Η υποκειμενική μορφοποίηση της εμπειρίας με τέτοιους όρους παραδόξου οδηγεί αναγκαία σε ψυχικά βιώματα απραγματικότητας, αποπροσωποποίησης, διωκτικής αίσθησης και άγχους εκμηδένισης. Ενδεχομένως, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, είναι κάπως αναμενόμενη η αποσιώπηση τέτοιων οιονεί-καφκικών στοιχείων — εν μέρει για λόγους σκοπιμότητας ή ανάγκης, εν μέρει λόγω της δυνατότητας παροχέτευσης του άγχους και της αμηχανίας στην ίδια την πράξη, την οριακή εμπειρία του πολέμου. Όμως, και μετά το τέλος του πολέμου, η ίδια αποσιώπηση συνέχισε να δεσπόζει. Και η μεν σκοπιμότητα και ανάγκη δρούσαν ακόμη — όμως, η φυγή προς την πράξη είχε, σε πολύ μεγάλο βαθμό, αποκλεισθεί. Γιατί, λοιπόν, η διαιώνιση και των παραδόξων, αλλά και της αποσιώπησης της παράδοξης φύσης τους;

Προφανώς, αυτή η διαιώνιση και αποσιώπηση δε μπορεί να βασίζεται μόνο στην πολιτική σκοπιμότητα και στην προπαγανδιστική εμμονή. Αν δεν είχαν βαθύτερες, εσωτερικές ρίζες, και η σκοπιμότητα και η προπαγάνδα θα έπεφταν, αργά ή γρήγορα, στο κενό — και ο λόγος θα κατέλυε το απραγματικό παράδοξο.

Οι εσωτερικές αυτές ρίζες, που αποτέλεσαν και το ενδοψυχικό υπόβαθρο της μετεμφυλιακής πολιτικής κουλτούρας και ψυχολογίας, μπορούν να συστηματοποιηθούν και να σχηματοποιηθούν. Προκύπτει, τότε, ότι ο πυρήνας της μετεμφυλιακής πολιτικής ψυχολογίας, η προέκταση του εμφύλιου πνεύματος στις συνθήκες της εμφύλιας ειρήνης, εμφανίζει μορφολογία, που αντιστοιχεί επακριβώς στην έννοια του διπλού δεσμού (double bind).

Η κατάσταση του διπλού δεσμού χαρακτηρίζεται από τα ακόλουθα συστατικά στοιχεία:

— Είναι κατάσταση ζωτική για το υποκείμενο — όπως, π.χ., η εξάρτηση του παιδιού από τους μεγάλους και την οικογένεια. ή, στην περίπτωση του εμφυλίου, και η σημασία της πολιτικής έκβασης της σύγκρουσης, αλλά και η υπαρξιακή σπουδαιότητα του σημαίνοντος «έλληνας», τόσο για τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, αλλά και για τους τεταγμένους με την εθνικόφρονα Ελλάδα.

— Υπάρχει μια πρωτοταγής εντολή, από την τήρηση της οποίας κρίνεται η υπόσταση του υποκειμένου — όπως, π.χ., «αν δεν αγαπάς τη μαμά, θα τιμωρηθείς», για το παιδί. ή, στην περίπτωση του εμφυλίου, «αν δεν είσαι έλληνας, είσαι ανάξιος ύπαρξης» — εκατέρωθεν (άρνηση απόδοσής της στον αντίπαλο, υπαρξιακή απειλή όταν μου την αρνούνται... ).

— Υπάρχει όμως και μια δευτεροταγής εντολή, κατά κανόνα μη-ρηματική, που αποκλείει την τήρηση της πρώτης — όπως, π.χ., σωματική αποφυγή της αγάπης του παιδιού εκ μέρους της μητέρας. ή, στην περίπτωση του εμφυλίου, η εξυπονοούμενη εντολή-απαγόρευση «Μην αναγνωρίζεις την ελληνική ιδιότητα στον αντίπαλο» (ή, συμμετρικά, την ιδιότητα του αντιπάλου στον άλλο έλληνα). Αυτό, προφανώς, συγκροτεί παράδοξο, εφόσον η ιδιότητα «έλληνας» φεύγει από τον κόσμο των σημαινόντων και καθίσταται αντικείμενο αναγνώρισης από τον (θανάσιμο) αντίπαλο, που διεκδικεί εξίσου, κατοπτρικά, τη μοναδικότητα της «ενσάρκωσης» αυτού του σημαίνοντος.

— Μια τριτοταγής εντολή, τώρα, έρχεται να συμπληρώσει τη δόμηση του συστήματος με όρους διπλού δεσμού. μια απαγόρευση μετα-επικοινωνίας — διατύπωσης και σχολιασμού του ως άνω παραδόξου και, τελικά, διαφυγής απ' αυτή την κατάσταση — φυσικής ή ψυχικής διαφυγής. Π.χ., απειλή ολικής απόσυρσης της αγάπης για το παιδί, που θα τολμούσε να πει πως η μαμά κάτι δεν κάνει καλά — ή, στην περίπτωση του εμφυλίου, αποκλεισμός από τους κόλπους του κινήματος ή του έθνους («προδότης», «βούλγαρος», «χαφιές», «συμμορίτης», «πράκτορας», «Κ/Σ»... ).

— Τέλος, η παράλογη λογική του διπλού δεσμού, ως επαναληπτική, εμμένουσα εμπειρία, εσωτερικεύεται και το υποκείμενο συνεχίζει να αντιλαμβάνεται έτσι τον κόσμο γενικά, ακόμη κι αν έχουν μεταβληθεί οι συνθήκες — παράδειγμα η μετεμφυλιακή Ελλάδα.

Ας συνοψίσουμε τα στοιχεία, που οργανώνουν το εμφύλιο πνεύμα κατά το υπόδειγμα του διπλού δεσμού:

— Η κατάσταση, και για τα δύο μέρη, είναι ακραία ζωτική, εφόσον σ' αυτή εμπεριέχεται και ο υπαρξιακός προσδιορισμός «έλληνας», και η απειλή της φυσικής εξόντωσης ή της εν γένει ακραίας οδύνης, και η επιταγή του φόνου, και η διακύβευση πολιτικών και ιδεολογικών αναφορών ολοποιών, ως προς τη σημασία τους.

— Το παράδοξο θα μπορούσε να συνοψισθεί ως εξής — λεκτική παράφραση και σχηματοποίηση στοιχείων πολλών και κατά κανόνα μη-λεκτικών, βεβαίως: «Αν είσαι έλληνας, ανάξιος, γιατί οι θέσεις σου σε καθιστούν μη-έλληνα. κι αν δεν είσαι έλληνας, πάλι ανάξιος, γιατί δεν είσαι τίποτε» — ή, από μια άλλη οπτική γωνία, «Αν είσαι αντίπαλος, δεν είσαι έλληνας — κι αν είσαι έλληνας, δεν είσαι αντίπαλος». Προφανώς, η ψυχική διαχείριση του εμφυλίου βιώματος με τέτοιους όρους παραδόξου είναι αδιέξοδη — με δύο ακραίες θύρες διαφυγής: Ή αρνείσαι στον αντίπαλο την ιδιότητα του έλληνα (κακοποιώντας τη συμβολική τάξη του κόσμου), ή αρνείσαι στον έλληνα την ιδιότητα του αντιπάλου (κακοποιώντας τη φύση των πραγμάτων).

— Η αποσιώπηση του παραδόξου εδράζεται στο εξής λογικό υπόδειγμα:

— Αν μιλήσω, ψεύδομαι περί του άλλου, χαρακτηρίζοντας τον «μη-έλληνα» (ή «μη-αντίπαλο» )

— Και το ψεύδος αυτό επιστρέφει κατοπτρικά και σε μένα τον ίδιο — εφόσον, με το ίδιο, συμμετρικά εφαρμοζόμενο κριτήριο, κι εγώ μπορεί να χάνω την ιδιότητα, που του στερώ («έλληνας» ή «αντίπαλος»).

— Συνεπώς, αν ισχύει αυτό που του αποδίδω, («μη-έλληνας»), τότε δεν ισχύει, γιατί κι εγώ στην ίδια θέση βρίσκομαι, ισχυριζόμενος ότι, αν και όμοιος μ' αυτόν, ωστόσο είμαι έλληνας — κι αν δεν ισχύει αυτό, που του αποδίδω («μη-έλληνας»), τότε ισχύει, γιατί, αν και όμοιος, διαφέρει από μένα σ' αυτό ακριβώς το σημείο... Ή, με πιο ακραία σχηματοποίηση: «Ένας έλληνας λέει ότι ένας έλληνας δεν είναι έλληνας». Η ανακύκλωση αυτού του παραδόξου μπορεί εδώ να έχει χαρακτήρα λογικής ανάλυσης. όμως, όταν απαιτείται απ' αυτό να μορφοποιήσει, νοηματοδοτώντας την, την ακραία εμφύλια εμπειρία και την ψυχική της εγγραφή, ατομική ή συλλογική, τότε είναι σχεδόν αναπόφευκτο να οδηγήσει σε αδιέξοδα και, τελικά, σε κενό του λόγου και του νου.

— Τέλος, η εσωτερίκευση της κατάστασης μορφοποιείται και μέσα από ένα πρόσθετο μηχανισμό συγκινησιακής οικονομίας, που εκδηλώνεται κατοπτρικά στις δύο παρατάξεις — ως άρνηση του δικαιώματος ύπαρξης του νικημένου, από τη μια, ως άρνηση του φόβου του ηττημένου, από την άλλη. Η διάστροφη απόλαυση της νίκης, από την πλευρά των νικητών, μέσα από τη διαιώνιση της τρομοκρατίας, συμπληρώνει την απραγματική άρνηση του τρόμου, που υπάρχει στην ψυχή του ηττημένου, από την άλλη.

Έτσι λοιπόν το εμφύλιο πνεύμα χαρακτηρίζεται από τα εξής:

— Έχει ως βάση τη θεμελιακή φαντασίωση της αδελφοκτονίας
— Έχει ως περιεχόμενο την παρανοϊκής χροιάς οργάνωση του κόσμου, μέσω της άρνησης δικαιώματος ύπαρξης της ετερότητας
— Έχει ως αγορευτικό αντίκρυσμα τον φόνο της κυριολεξίας
— Έχει, συνολικά, μορφολογία διπλού δεσμού (αλλά και, δυνάμει, την επιτακτική ανάγκη υπέρ/καινοτομίας)
— Έχει, συνεπώς, ως επίπτωση, την καλλιέργεια παραφροσύνης.

Παράδοξο και ιστορία

Η δεκαετία του '40 αντιστοιχεί στη βλάστηση του εμφυλίου σπέρματος και στη διαμόρφωση του εμφυλίου πνεύματος. Η δεκαετία του '50 αντιστοιχεί στην παράδοξη διαιώνιση του εμφυλίου πνεύματος στις συνθήκες της εμφύλιας ειρήνης. Βασικός μηχανισμός αυτής της διαιώνισης, η άσκηση του τρόμου από τους νικητές, η ανείπωτη βίωση του τρόμου από τους νικημένους. Αυτός ο τρόμος, που δεν επιτρέπεται να ομολογηθεί και να εκφρασθεί, στο πλαίσιο του εμφυλίου πνεύματος, επιστρέφει κατοπινά σαν λυτρωτική παραίτηση από την αναφορά στην πολιτική ιδεολογία του Δ.Σ.Ε. και του ΚΚΕ, σαν ετοιμότητα προσχώρησης στο ήπιο όραμα συμφιλίωσης, που εξέφρασε στη δεκαετία του '60, ο πρωθυπουργός μιας εμφύλιας σύγκρουσης — ο Γ. Παπανδρέου. στη μεταπολίτευση, η κυβέρνηση εθνικής ενότητας. και, ιδίως, αργότερα η πρόταση του ΠΑΣΟΚ — ιδιοποιούμενη εν μέρει την αγορευτικότητα της Εθνικής Αντίστασης, αλλά και ρητά απαρνούμενη κάθε αδελφοκτόνο αναφορά σε σχέση τόσο με τους «μη-προνομιούχους έλληνες», αλλά και με αυτούς τους «προνομιούχους».

Οι τελευταίες απολήξεις του εμφυλίου πνεύματος έχασαν τη διανοητική και πολιτική τους λειτουργικότητα με το «βρώμικο '89». Η συμμαχία Δεξιάς-Αριστεράς το '89, όποια κι αν είναι, ενδεχομένως θετική ή αρνητική, η αξιολόγησή της με όρους πολιτικής επιλογής, υπήρξε λυτρωτική ως προς την πολιτική ψυχολογία και κουλτούρα της Ελλάδας, σαν χειρονομία που αποτίναξε τους διπλούς δεσμούς του εμφυλίου πνεύματος. Βέβαια, από μια ορισμένη οπτική γωνία — εν τέλει, την οπτική γωνία του εμφυλίου πνεύματος — αυτή η χειρονομία μπορεί να φαίνεται «παρά φύσιν», ίσως και «τρελλή». Άσχετα από την πολιτική της αξιολόγηση, και πάλι, η συμμαχία Δεξιάς-Αριστεράς είναι, με όρους εμφυλίου πνεύματος, «τρελλή». Ωστόσο, η «τρελλή» της διάστασης αντιπροσωπεύει και μια παράδοξα πρόσφορη απάντηση και, τελικά, υπέρβαση της παραφροσύνης, που συνιστούσε η διαιώνιση του εμφυλίου στο νου και στα πνεύματα (και η σχετική πολιτική παγίδευση της αριστεράς σε υποτίθεται «εξαναγκαστικές συμμαχίες»...).

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ίσως αποτελεί ειρωνεία της τύχης — ή πανουργία της ιστορίας; — το ότι η καίρια διεργασία, που οδήγησε στην υπέρβαση του διπλού δεσμού, που χαρακτηρίζει το εμφύλιο πνεύμα, ήταν η κρίση των συνενοχών. Δηλαδή, η μετά τη μεταπολίτευση και, ιδίως, στη δεκαετία του '80, γενίκευση της ιδιοποίησης του κοινού αγαθού και του δημοσίου πράγματος μέσα από πλέγματα αρπακτικών πρακτικών και ηθών, που κατέλυσαν κάθε ηθική διάκριση μεταξύ πρώην νικητών και τότε ηττημένων (δεξιά παράταξη) και πρώην ηττημένων και τότε, μέσω Πασόκ, «στην εξουσία» — βεβαίως, κατ' ευφημισμόν. Το ότι το κόμμα αυτό απεπέμφθη από τη διακυβέρνηση της χώρας, με βασικό σύνθημα την «κάθαρση», ήταν και η τελική χειρονομία ενταφιασμού του εμφυλίου πνεύματος. Μ' αυτή την έννοια, το «'89» αντιπροσωπεύει και ορόσημο περιοδολόγησης όχι μόνο του πολιτικού παιχνιδιού, αλλά και της πολιτικής κουλτούρας. Η οποία, βεβαίως, ακόμη αναζητεί επώδυνα τη νέα της μορφολογία — μέσα στο κενό, που, μεταξύ των άλλων, άφησε πίσω της η αναπόφευκτα, ίσως, παράδοξη υπέρβαση του εμφυλίου πνεύματος.

ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΟ ΕΜΦΥΛΙΟ ΔΡΑΜΑ
ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
Αθήνα, 19 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1996


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου