Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011

OI ΜΑΧΗΤΡΙEΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΕΛΛΑΔΑΣ

Tου Αλέξανδρου Κατσιγιάννη


Οι μαχήτριες του Δημοκρατικού Στρατού διακρίνονται σε εθελόντριες και επιστρατευμένες. Είναι ανάγκη να διευκρινιστεί, ωστόσο, ότι στις συνθήκες πόλωσης και αγριότητας της εμφυλιακής περιόδου τα όρια ανάμεσα στην εθελοντική προσχώρηση στο ΔΣΕ και την αναγκαστική επιστράτευση σ ’αυτόν είναι ρευστά και δυσδιάκριτα, καθώς οι δυνατότητες και οι επιλογές των γυναικών ανάμεσα στην τήρηση ουδέτερης στάσης ή συνειδητής προσχώρησής τους στις στρατιωτικές επιχειρήσεις υπαγορεύονταν από ένα πολυεπίπεδο και ασταθές πλέγμα πιέσεων και αναγκών.

Συγκεκριμένα όλες οι εθελόντριες κατέφευγαν στο βουνό και αντιλαμβάνονταν την κατάταξή τους ως μαχήτριες ως επιλογή σωτηρίας, καθώς για όσες ζούσαν στις συνθήκες αρχικά ημιπαρανομίας και αργότερα πλήρους παρανομίας των πόλεων και διώκονταν για την προγενέστερη αντιστασιακή τους δράση ελλόχευε ο κίνδυνος της σύλληψης και στη συνέχεια της φυλάκισης και της εκτόπισής τους, της παραπομπής τους σε Έκτακτο Στρατοδικείο και της καταδίκης τους σε θάνατο. Αντίστοιχα στην αγροτική Ελλάδα όχι μόνο δεν υπήρχαν περιθώρια τήρησης ουδέτερης στάσης, αλλά οι βιαιοπραγίες, οι βιασμοί και οι διαρκείς μετακινήσεις πληθυσμών στην περίοδο της λευκής τρομοκρατίας αποτελούσαν καταλυτικούς προωθητικούς παράγοντες για την προσχώρηση των γυναικών στο Δημοκρατικό Στρατό (1).

Σε αυτές τις συνθήκες ελάχιστες γυναίκες κατατάχθηκαν ως μαχήτριες έπειτα από κομματική εντολή, καθώς οι κομματικές άδειες παρέχονταν ευκολότερα στους άνδρες (2), ενώ οι παραδοσιακές αντιλήψεις, σύμφωνα με τις οποίες οι γυναίκες ως κοινωνική ομάδα δεν μπορούσαν να έχουν σε διευρυμένο και μαζικό επίπεδο σχέση με τις πολεμικές επιχειρήσεις και τη χρήση όπλου, παρέμειναν ισχυρές για μεγάλο χρονικό διάστημα, παρά την έμπρακτη αμφισβήτηση τους, και εντός του εαμικού κινήματος (3). Σε αυτό το πλαίσιο οι πρώτες μαχήτριες ήταν κυρίως ανώτατα κομματικά στελέχη ή σύζυγοι στελεχών, και στη συνέχεια στο φόντο όξυνσης της εμφύλιας αναμέτρησης αρκετές γυναίκες οργάνωσαν μόνες τους τη διαφυγή τους στο βουνό. Παράλληλα αρκετές παντρεμένες γυναίκες προσχώρησαν στην ένοπλη στρατιωτική σύγκρουση είτε ακολουθώντας τους άνδρες συγγενείς ή συζύγους τους είτε στρατολογήθηκαν εθελοντικά σε μαζική κλίμακα μετά τη σύλληψη ή τη δολοφονία των τελευταίων.

Στη μεγάλη τους πλειονότητα, ωστόσο, οι μαχήτριες ήταν επιστρατευμένες και η ευρεία στρατολόγησή τους δεν προνομιμοποιήθηκε, επειδή θεωρούνταν αξιόμαχο δυναμικό από την πλευρά του εαμικού κινήματος, αλλά από την αναγκαιότητα χειρισμού του διογκούμενου προβλήματος ελλειμματικών εφεδρειών του Δημοκρατικού Στρατού, ο οποίος έχασε σχετικά νωρίς τα ερείσματά του στις τοπικές κοινότητες, έπειτα από τις εκτεταμένες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις της υπαίθρου από τον κυβερνητικό στρατό και από τα τέλη του 1948 δεν μπορούσε να ανανεώσει σε μαζική κλίμακα το μάχιμο δυναμικό του παρά μόνο διαμέσου μεμονωμένων επιχειρήσεων επιστράτευσης σε αστικά και ημιαστικά κέντρα (4). Προς αυτή την κατεύθυνση η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση, το κυβερνητικό σχήμα του ΚΚΕ στις περιοχές που στρατιωτικά ήλεγχε, θεσμοθέτησε στις αρχές του 1948 συγκεκριμένη νομική διάταξη που όριζε την επιστράτευση γυναικών ορισμένων ηλικιών (5), οι οποίες κατά κύριο λόγο προέρχονταν από εαμοκρατούμενες περιοχές και χωριά που βρίσκονταν στην ακτίνα δράσης του Δημοκρατικού Στρατού, γεγονός που σε αρκετές περιπτώσεις τις καθιστούσε ήδη θετικά διακείμενες προς τους αντάρτες ή από πόλεις που καταλαμβάνονταν για λίγες μέρες. Προωθητικοί παράγοντες για την ομαλή προσαρμογή, την «αφομοίωση», σύμφωνα με την προσφιλή ορολογία της εποχής, των επιστρατευμένων γυναικών στο ΔημοκρατικόΣτρατό ήταν η προέλευσή τους από αγροτικές ή ποιμενικές πατριαρχικές οικογένειες, με αποτέλεσμα η υπακοή και η πειθαρχία τους στην ανδρική εξουσία να συνιστά εγγεγραμμένο χαρακτηριστικό της ταυτότητάς τους, καθώς και το γεγονός ότι εξαιτίας της προέλευσής τους από αγροτικά περιβάλλοντα είχαν μάθει να ζουν κοντά στη φύση και στις δυσκολίες της (6).

Συγχρόνως προς την κατεύθυνση κατάταξης και ομαλής προσαρμογής των γυναικών στις δεδομένες συνθήκες στράτευσης λειτουργούσε καταλυτικά το συνολικότερο κλίμα ενθουσιασμού και συντροφικότητας που είχε καλλιεργηθεί ανάμεσα στους μαχητές και στις μαχήτριες από το διάχυτο αίτημα κοινωνικής αλλαγής και την ισχύ του λαοκρατικού οράματος, το οποίο στα βουνά, τους συμπαγείς ορεινούς όγκους που χωροταξικά έλεγχε το ΚΚΕ και εφάρμοζε την ιδεολογική και πολιτική του πρόταση, παρέμενε ηγεμονικός ιδεολογικός ιστός συνοχής που διέτρεχε παράλληλα με τις πολιτικές δεσμεύσεις και τις προσωπικές επενδύσεις στο σύνολο του μάχιμου δυναμικού του Δημοκρατικού Στρατού (7). Ειδικότερα οι μαχήτριες αντιλαμβάνονταν τη στράτευσή τους με όρους προσωρινότητας και θεωρούσαν ότι η νίκη του εαμικού κινήματος θα βελτίωνε ριζικά τη ζωή τους, καθώς στον προγραμματικό λόγο της Αριστεράς συμπεριλαμβανόταν η θεσμική κατοχύρωση του δικαιώματος της ψήφου για τις γυναίκες και της ισοτιμίας των δύο φύλων στο πλαίσιο της δημιουργίας της λαοκρατικής κοινωνίας. Επιπρόσθετα στους μαχητές και τις μαχήτριες υπήρχε μια οραματική σύνδεση του Δημοκρατικού Στρατού με τον ΕΛΑΣ που εδραζόταν τόσο στο πραγματικό δεδομένο ύπαρξης του ΚΚΕ ως κύριου πολιτικού φορέα και των δύο στρατιωτικών σχηματισμών όσο και στη διάχυτη αντίληψη στη σκέψη των ανθρώπων της εποχής ότι η χώρα διερχόταν μια φάση «δεύτερης κατοχής», κατά την οποία πολεμούσαν τους «νέους κατακτητές», αρχικά την Αγγλία και στη συνέχεια τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (8). Συγχρόνως κομβικό ρόλο στη στράτευση των γυναικών στο ΔΣΕ έπαιξε η προγενέστερη ύπαρξη ανταρτισσών στις μονάδες του τακτικού και εφεδρικού ΕΛΑΣ, οι οποίες αναδείχθηκαν σε κυρίαρχα ιδεολογικά πρότυπα των μαχητριών (9).

Παράλληλα στην περίοδο του εμφυλίου πολέμου ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες υπήρξαν οι διεργασίες εντός του κομμουνιστικού κινήματος αναφορικά με την οργανωτική συγκρότηση των γυναικών σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο. Συγκεκριμένα, ενώ στην περίοδο της Εθνικής Αντίστασης οι αντάρτισσες του ΕΛΑΣ δρούσαν σε ανεξάρτητες διμοιρίες από τους αντάρτες και στο πολιτικό επίπεδο δεν υπήρξε ενιαία γυναικεία οργανωτική έκφραση στο εσωτερικό του εαμικού κινήματος, στη διάρκεια της ένοπλης εμφύλιας σύγκρουσης οι στρατιωτικές μονάδες ήταν μικτές και ιδρύθηκε η Πανελλαδική Δημοκρατική Ένωση Γυναικών (ΠΔΕΓ) ως ξεχωριστή γυναικεία οργάνωση (10).

Η ΠΔΕΓ ιδρύθηκε το 1948 και περιλάμβανε όχι μόνο τις μαχήτριες, αλλά και τις άλλες γυναίκες της «Ελεύθερης Ελλάδας» καθώς και το Αντιφασιστικό Μέτωπο Γυναικών που αποτελούσε τη γυναικεία οργάνωση των σλαβόφωνων γυναικών. Καθοριστικοί σταθμοί στη λειτουργία της Πανελλαδικής Δημοκρατικής Ένωσης Γυναικών υπήρξαν η αποστολή ελληνικής αντιπροσωπείας στο συνέδριο της Παγκόσμιας Δημοκρατικής Ομοσπονδίας Γυναικών που έλαβε χώρα το Δεκέμβριο του 1948 στη Βουδαπέστη, η Α΄ Πανελλήνια Συνδιάσκεψη της ΠΔΕΓ το Μάρτιο του 1949, στην οποία για πρώτη φορά συμμετείχαν στην «Ελεύθερη Ελλάδα» ξένες αντιπροσωπείες από γυναικείες οργανώσεις επτά σοσιαλιστικών κρατών, καθώς και η συμμετοχή της ΠΔΕΓ στο Παγκόσμιο Συνέδριο για την Ειρήνη τον Απρίλιο του 1948, οι εργασίες του οποίου διεξάγονταν ταυτόχρονα στην Πράγα και στο Παρίσι (11). Με τον τρόπο αυτό διαμέσου της όσμωσης με μη κυβερνητικές γυναικείες οργανώσεις η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση απολάμβανε ένα μέρος της πολυπόθητης αναγνώρισης της από τα υπόλοιπα σοσιαλιστικά κράτη που συνιστούσε κομβική προϋπόθεση για τη συνέχιση και υποστήριξη της ένοπλης στρατιωτικής σύγκρουσης (12).

Ωστόσο, ακόμα και αν η Πανελλαδική Δημοκρατική Ένωση Γυναικών ιδρύθηκε και για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας και λειτουργούσε προωθητικά ως ένα βαθμό στη διεκπεραίωση της συνολικότερης στοχοθεσίας του εαμικού κινήματος και του ΚΚΕ, με δεδομένο ότι το ακροατήριο της ήταν γυναίκες, επιβάλλονταν συνακόλουθα υπόρρητοι περιορισμοί στο δημόσιο λόγο της. Ειδικότερα στο επίπεδο της επίσημης ρητορικής της υπήρξε αναπόφευκτη η υιοθέτηση μιας εξισορροπητικής γραμμής πλεύσης ανάμεσα στις παραδοσιακές αντιλήψεις για τους έμφυλους ρόλους που ήθελαν τη γυναίκα υπερασπιστή της ειρήνης και στην αναπαράσταση της γυναίκας μαχήτριας που ήταν απαραίτητη στο Δημοκρατικό Στρατό και τη διαμόρφωση ενός πλειοψηφικού ρεύματος προσχώρησης σε αυτόν.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα των μηχανισμών πρόσληψης των γυναικών ως μαχητριών και της έλλειψης αμφισβήτησης του σκληρού πυρήνα του κοινωνικά κατασκευασμένου γυναικείου ρόλου και των καθορισμένων από αυτών καθηκόντων υπήρξαν οι επίσημα διατυπωμένες θέσεις του γραμματέα του ΚΚΕ Ν. Ζαχαριάδη και της συζύγου του Ρ. Κουκούλου, προέδρου της Πανελλαδικής Δημοκρατικής Ένωσης Γυναικών, οι οποίοι ήταν υπέρμαχοι της γυναικείας νοικοκυροσύνης (13). Ωστόσο, με την όξυνση της εμφύλιας στρατιωτικής σύγκρουσης η υπογράμμιση της γυναικείας νοικοκυροσύνης και των βιολογικών διαφορών των δύο φύλων δεν αποτέλεσαν μια σταθερή γραμμή πλεύσης στο δημόσιο λόγο και την πρακτική της Αριστεράς και ήταν εμφανής η σταδιακή μετατόπιση του κέντρου βάρους προς την πλευρά των μαχητριών, όπως ανάγλυφα καταδεικνύεται από σχετικό άρθρο του αντιστράτηγου του ΔΣΕ Κ.Καραγιώργη στο περιοδικό Δημοκρατικός Στρατός (14).

Η ηγεσία του Δημοκρατικού Στρατού επεξεργάστηκε συγκεκριμένες κατευθυντήριες γραμμές στην περίοδο που η επιστράτευση των γυναικών αποτέλεσε αναπόδραστη επιλογή. Σε αυτό το πνεύμα διαφωτιστικές πληροφορίες ιχνηλατούνται στον τύπο της εποχής, όπου καθοριζόταν η συμμετοχή των γυναικών στα μάχιμα τμήματα σε ύψος 30%-35% και η κατανομή τους στις βοηθητικές υπηρεσίες με κριτήριο την ηλικία τους και υπήρχε μέριμνα για την προσπάθεια ανάπτυξης γυναικείου στρατιωτικού και πολιτικού στελεχιακού δυναμικού (15). Παράλληλα, δινόταν ιδιαίτερη βαρύτητα στην εξωτερική εμφάνιση της γυναίκας ως στρατιώτη, καθώς το ανδρικό στρατιωτικό παντελόνι δε λειτουργούσε μόνο ως μέτρο προφύλαξης από τις σκληρές κλιματολογικές συνθήκες αλλά κυρίως ως ενδυματολογικός κώδικας που προσέδιδε στην ίδια τη γυναίκα την ψυχολογία της μαχήτριας και ως αναπαράσταση ανατρεπτική ως προς τα παραδοσιακά γυναικεία πρότυπα θηλυκότητας συνέβαλε στην εξωτερική και εσωτερική στρατιωτικοποίηση των μαχητριών (16).

Σε αυτό το φόντο παρά τις συγκεκριμένες οριοθετήσεις, κατά την πρώτη περίοδο επιστράτευσης των γυναικών καταγράφηκαν αρκετοί λανθασμένοι χειρισμοί και παλινωδίες στη μεταχείριση των μαχητριών και τέθηκε οξυμμένα το ζήτημα της ηθικής στο Δημοκρατικό Στρατό. Συγκεκριμένα οι αρχικές αντιδράσεις των ανδρών μαχητών συμπυκνώθηκαν σε ειρωνικά και χλευαστικά σχόλια αναφορικά με την αμφίβολη πολεμική ικανότητα των γυναικών (17), ενώ σε πολλές διοικήσεις μονάδων οι νεοσύλλεκτες μαχήτριες στέλνονταν αμέσως στη μάχη χωρίς πολλές φορές να τους δίνεται η δυνατότητα προσαρμογής τους στις νέες στρατιωτικοπολεμικές συνθήκες και να τους παρέχεται η στοιχειώδης στρατιωτική εκπαίδευση, τη στιγμή που νεαροί μαχητές τοποθετούνταν στις βοηθητικές υπηρεσίες (18). Αυτή η λανθασμένη τακτική εδραζόταν στην εσφαλμένη αντίληψη που συνέχεε τη διεκδίκηση ίσων δικαιωμάτων ανάμεσα στα δύο φύλα με το βιολογικό συμψηφισμό των στρατιωτικών καθηκόντων ανάμεσα στους άνδρες και στις γυναίκες (19).

Προς την κατεύθυνση επίλυσης αυτών των προβλημάτων η ηγεσία του Δημοκρατικού Στρατού προχώρησε στον καθορισμό ενός συνόλου γραπτών και άγραφων κανόνων συμπεριφοράς προς τις γυναίκες βασισμένων στην αρχή του σεβασμού τους και της ισοτιμίας τους με τους άνδρες και αντιμετωπίστηκαν με αυστηρότητα εκδηλώσεις προσβλητικής συμπεριφοράς προς τις μαχήτριες (20). Στο ίδιο πνεύμα στο στρατιωτικό τύπο της εποχής οριοθετήθηκε το αίτημα της κοινωνικής και πολιτικής ισοτιμίας των γυναικών από τον παραλογισμό της φυσικής εξομοίωσης των δύο φύλων που θεωρήθηκε ότι αποδυναμώνει τη γυναικεία απόδοση στο στρατιωτικό αγώνα, τονίστηκε το δικαίωμα επιλογής των γυναικών σχετικά με την υπηρεσία κατάταξης τους και εκθειάστηκε η γυναικεία νοικοκυροσύνη στις υγειονομικές, τηλεφωνικές, μεταγωγικές και διοικητικές υπηρεσίες (21).

Με τον τρόπο αυτό οι συγκεκριμένες υπηρεσίες πολιτογραφούνταν ως κατεξοχήν χώροι γυναικείας δράσης και μέσα από αυτές διαμορφωνόταν ένα νέο μεταβατικό σχήμα ιδιωτικής-δημόσιας σφαίρας, στο οποίο εντάχθηκαν και λειτούργησαν οι γυναίκες. Επιπρόσθετα υπογραμμίστηκε το στοιχείο της γυναικείας «πονηριάς» ως συνιστώσας της πολεμικής σκέψης και δράσης που συμβάλλει στην ευκολότερη προσαρμογή των μαχητριών στις συνθήκες της εμφυλιακής περιόδου συγκριτικά με τους μαχητές και στην καταλυτική επίδραση που ασκεί το παράδειγμα
και η αναπαράσταση της αποτελεσματικής γυναικείας πολεμικής απόδοσης στους άνδρες του Δημοκρατικού όσο και του Εθνικού Στρατού (22).

Παράλληλα, ένα υπαρκτό πρόβλημα που αντιμετώπισε ο Δημοκρατικός Στρατός ήταν οι σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων που βρισκόταν σε άμεση συνάρτηση με το σύστημα των ηθικών αξιών της εποχής. Συγκεκριμένα τα αστικά κόμματα ήδη από την περίοδο της Εθνικής Αντίστασης επέλεξαν το ζήτημα της ηθικής ως το πιο αποτελεσματικό όπλο στη διαδικασία κατασυκοφάντησης των γυναικών της Αριστεράς. Ουσιαστικά διέβλεπαν ότι η προοπτική εξόδου των γυναικών μαζί με τους άνδρες στη δημόσια σφαίρα και συνακόλουθα η απομάκρυνση τους από τον παραδοσιακό κοινωνικό ρόλο τους και η αποσταθεροποίηση της οικογένειας, θα συσπείρωνε αμυντικά μεγάλο τμήμα της κοινωνίας και θα δημιουργούσε τα κατάλληλα κοινωνικά αντανακλαστικά για τη διοχέτευση και ανατροφοδότηση της πολιτικής αντιπαράθεσης με τη μορφή της κοινωνικής μομφής για την ηθική των γυναικών (23).

Ειδικότερα η ηγεσία του κομμουνιστικού κινήματος προκειμένου να υπερκεράσει τις καταστροφολογικές αιτιάσεις της κυβερνητικής προπαγάνδας αναφορικά με τις υποτιθέμενες βλέψεις της για διάλυση της παραδοσιακής οικογένειας και των πατροπαράδοτων αξιών στο ζήτημα της ηθικής, υιοθέτησε σε αρκετές περιπτώσεις μία πουριτανική στάση και κατέβαλε προσπάθειες ελέγχου της ερωτικής ζωής των γυναικών και καταστολής της σεξουαλικότητάς τους (24). Σε αυτό το φόντο οι παράνομοι ερωτικοί δεσμοί ήταν άτυποι, αλλά στην πραγματικότητα απαγορευμένοι, γίνονταν ανεκτοί με πολλές επιφυλάξεις και υπό ορισμένους όρους, καθώς απαιτούνταν η γνωστοποίηση στις διοικήσεις προκειμένου η ερωτική σχέση μαχητών και μαχητριών να θεωρηθεί «νόμιμος» αρραβώνας ή να καταλήξει σε άτυπο γάμο που επικυρωνόταν από τους κατά τόπους στρατιωτικούς διοικητές (25).

Ουσιαστικά στο εσωτερικό του εαμικού κινήματος και του Δημοκρατικού Στρατού αναπαραγόταν η προπολεμική νοοτροπία σε ζητήματα ηθικής στη διάρκεια της εμφυλιακής περιόδου, αν και με λιγότερους περιορισμούς και εμφανείς ρηκτικές τομές συγκριτικά με την περίοδο της Εθνικής Αντίστασης. Σε αυτό το πλαίσιο θεσπίστηκαν ποινές που αφορούσαν τον αφοπλισμό, τη στέρηση τροφής και την απαγόρευση συνομιλίας που εμπεριείχε και ένα στοιχείο περιφρόνησης, κομματικές ποινές, η θανατική καταδίκη για την προσβολή των μαχητριών και καταβλήθηκε
προσπάθεια για τη διαμόρφωση μιας ατμόσφαιρας συντροφικότητας ανάμεσα στους μαχητές και τις μαχήτριες (26). Παράλληλα, στην απορρύθμιση των παραδοσιακών οικογενειακών σχέσεων και στη συνεχή κυρίαρχη προπαγάνδα για την ελλειμματική ηθική τους, αρκετές γυναίκες αντέταξαν την προσκόλλησή τους στα αποδεκτά κοινωνικά πρότυπα προασπίζοντας την τιμή και την αξιοπρέπειά τους ως μέρος μιας στρατηγικής επιβίωσής τους, προτιμώντας την αναβολή κάθε σκέψης για ερωτικές σχέσεις και γάμο για τη μεταπολεμική εποχή και επιδιώκοντας μόνο αδελφικές και συντροφικές σε πολιτικό επίπεδο σχέσεις με τους συμμαχητές τους (27).

Συγχρόνως το υπαρκτό πρόβλημα της προσαρμογής των γυναικών στις αντίξοες συνθήκες του εμφυλίου πολέμου μετατέθηκε από την ηγεσία του Δημοκρατικού Στρατού στις ίδιες τις γυναίκες. Συγκεκριμένα η ειδική πολιτική και ιδεολογική προεργασία που απαιτούνταν προκειμένου οι γυναίκες να καταστούν αξιόμαχες μαχήτριες και να διαπαιδαγωγηθούν σύμφωνα με το νέο ιδεότυπο γυναίκας που θα προσιδίαζε στο καθεστώς λαϊκής δημοκρατίας, ανατέθηκε από την ανώτατη διοίκηση του Δημοκρατικού Στρατού στις «υπεύθυνες των γυναικών», οι οποίες ήταν ήδη έμπειρες μαχήτριες με συγκροτημένο πολιτικό και ιδεολογικό υπόβαθρο. Ο ρόλος τους ήταν σχετικά αναβαθμισμένος, καθώς τοποθετήθηκαν σε όλη την κλίμακα της στρατιωτικής ιεραρχίας και έδρασαν ως βοηθοί των πολιτικών επιτρόπων, οι οποίοι μαζί με τους στρατιωτικούς διοικητές αποτελούσαν το δυαδικό σχήμα διοίκησης του Δημοκρατικού Στρατού.

Όπως αποδείχθηκε στην πράξη στις περισσότερες περιπτώσεις οι «υπεύθυνες» δε λειτουργούσαν ως ηγετικά στελέχη, αλλά κυρίαρχα επωμίζονταν ρόλους προσίδιους σε οικεία πρόσωπα των γυναικών, όπως της έμπιστης φιλενάδας, της αδελφής ή της μητέρας προκειμένου να καλυφθούν οι συναισθηματικές ανάγκες των μαχητριών για παροχή προστασίας και επικοινωνία (28). Σε αυτό το πλαίσιο τα καθήκοντα των «υπευθύνων» ήταν πολλαπλά και πολύμορφα, καθώς στις αρμοδιότητές τους ενέπιπτε η ιδεολογική, πολιτική και ψυχολογική προετοιμασία που σε συνδυασμό με την στρατιωτική εκπαίδευση θα καθιστούσαν τις μαχήτριες αξιόμαχες, η παροχή βοήθειας για το χειρισμό των πρακτικών ζητημάτων και γυναικολογικών προβλημάτων που συχνά ανέκυπταν οξυμμένα στις σκληρές συνθήκες της εμφυλιακής περιόδου και ηθικής συμπαράστασης και με το προσωπικό τους παράδειγμα, ενώ παράλληλα παρακολουθούσαν την πολεμική απόδοση των γυναικών μεταφέροντας τις παρατηρήσεις τους στις διοικήσεις των τμημάτων για την εξαγωγή των ανάλογων συμπερασμάτων (29).

Το πλέγμα αυτών των αναγκών αντιμετωπίστηκε μέσα από την οργάνωση πολιτικών και μορφωτικών διαδικασιών συσκεψιακού και συνελευσιακού χαρακτήρα, όπου συζητούνταν τα ιδιαίτερα προβλήματα των γυναικών, παρεχόταν η δυνατότητα ελεύθερης έκφρασης της γνώμης τους, κριτικής και αυτοκριτικής, καθώς και πρότασης συγκεκριμένων μέτρων για τη διόρθωση αδυναμιών και λανθασμένων χειρισμών. Επιπρόσθετα στη διαμόρφωση πολιτικής συνείδησης των μαχητριών συνέβαλαν η πυροδότηση πολιτικών συζητήσεων για επίκαιρα θέματα από την πλευρά των «υπευθύνων», η συλλογική ανάγνωση της εφημερίδας «Μαχήτρια» και επιλεγμένων αποσπασμάτων από ρωσικά λογοτεχνικά βιβλία (30). Με τους τρόπους αυτούς καλλιεργούνταν οι δημιουργικές πρωτοβουλίες των μαχητριών, αναβαθμίζονταν οι γνωστικές και στρατιωτικές τους δεξιότητες και διαμορφώνονταν ένας νέος τύπος γυναίκας με κατανόηση και πίστη τόσο στον αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού όσο και στις δικές τους δυνάμεις, σύμφωνα με τις κατευθύνσεις της ηγεσίας του κομμουνιστικού κινήματος αναφορικά με το γυναικείο ζήτημα σε εκείνη την εποχή.

Η προσπάθεια και τακτική εξισορρόπησης των κοινωνικά αποδεκτών γυναικείων ρόλων με το ρόλο της γυναίκας ως μαχήτριας ακολουθήθηκε ως σταθερά και από την ηγεσία του Δημοκρατικού Στρατού. Αυτή η γενική κατεύθυνση, ωστόσο, διαπεράστηκε από αντιφάσεις και παλινωδίες, καθώς ένα ποσοστό μαχητριών στάλθηκε στις σχολές αξιωματικών του Γενικού Αρχηγείου και του αντίστοιχου κλιμακίου του στη Νότια Ελλάδα και στη διετία 1946-1948 καταγράφηκε ένας αυξανόμενος αριθμός γυναικών αξιωματικών που στελέχωσαν τις χαμηλότερες και ενδιάμεσες βαθμίδες της στρατιωτικής ηγεσίας, ενώ αρκετές μαχήτριες παρασημοφορήθηκαν και τους δόθηκαν μετάλλια (31).

Συγχρόνως το έργο εξισορρόπησης των δύο αντιθετικών γυναικείων ρόλων και αναπαραστάσεων διευκολύνθηκε από την αναπαραγωγή του έμφυλου καταμερισμού εργασίας στις βοηθητικές υπηρεσίες του Δημοκρατικού Στρατού, καθώς και από τη διαμόρφωση ειδικών γυναικείων καθηκόντων στις μάχιμες υπηρεσίες. Συγκεκριμένα στον τομέα των βοηθητικών υπηρεσιών οι μαχήτριες συμμετείχαν σε μαζική κλίμακα στις υγειονομικές, τηλεφωνικές και σαμποταριστικές υπηρεσίες (32), οι οποίες κατά κύριο λόγο πολιτογραφούνται ως χώροι της γυναικείας δράσης, καθώς συναρτώνται με την παροχή φροντίδας και δραστηριότητες διεκπεραιωτικού και εκτελεστικού χαρακτήρα. Αντίθετα στις μάχιμες υπηρεσίες είχε ανατεθεί με ιδιαίτερη βαρύτητα στις μαχήτριες η διαδικασία της «συναδέλφωσης», κατά την οποία μετά την αποπεράτωση των πολεμικών κινητοποιήσεων απευθύνονταν με τηλεβόες στους στρατιώτες του κυβερνητικού στρατού προπαγανδίζοντας το δίκαιο χαρακτήρα του αγώνα τους και τους καλούσαν σε προσχώρηση στις γραμμές του Δημοκρατικού Στρατού (33). Αυτή η πρακτική προνομιμοποιούνταν από τα ανώτερα στελέχη του Δημοκρατικού Στρατού στην προοπτική ενός συνολικότερου σχεδίου αποσύνθεσης του κυβερνητικού στρατού και αξιοποιούνταν ως μοχλοί και οι γυναίκες, οι οποίες ως αναπαράσταση και υπόμνηση παρέπεμπαν στις αδελφές και τις συζύγους των φαντάρων του αντίπαλου στρατού, και οι αντίπαλοι στρατιώτες ζητούσαν συχνά από τις μαχήτριες να τους τραγουδήσουν το τραγούδι της «συναδέλφωσης (34). Συνολικότερα οι μαχήτριες είχαν επωμιστεί την καθαριότητα, την ψυχαγωγία και τον εκπολιτισμό (35), εκείνους δηλαδή τους τομείς που παραδοσιακά θεωρούνταν προσίδιοι της γυναικείας ταυτότητας και γενικότερα η προσφορά τους μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανταλλαγή υπηρεσιών παραδοσιακών ρόλων σε καιρό πολέμου.

Σε αυτό το πλαίσιο τομή στην κατεύθυνση επαναπροσδιορισμού της θέσης των μαχητριών στο Δημοκρατικό Στρατό αποτέλεσε η μάχη του Γράμμου που διήρκεσε 70 ημέρες το καλοκαίρι του 1948. Στη συγκεκριμένη φάση της στρατιωτικής σύγκρουσης οι γυναίκες υπερφαλάγγισαν τις κακουχίες, το φόβο, την κόπωση και τον πόνο, ενώ παράλληλα απέκτησαν αυτοπεποίθηση αναφορικά με τις πολεμικές τους ικανότητες και αντέστρεψαν την πρακτική υποτίμησης τους, καθώς οι άνδρες αξιωματικοί επεδίωξαν την κατάταξη των μαχητριών στα τμήματά τους (36). 

Καθοριστικό ρόλο στη διαδικασία εγγραφής στρατιωτικών δεξιοτήτων και συνακόλουθα στη βαθμιαία αποτελεσματικότερη πολεμική απόδοση των μαχητριών του Δημοκρατικού Στρατού έπαιξαν οι τυπικά παραδοσιακές γυναικείες αρετές. Οι μαχήτριες ως γυναίκες έφεραν τους αξιακούς κώδικες και την κουλτούρα της προπολεμικής αγροτικής ελληνικής κοινωνίας και εμφορούνταν από την πειθαρχία και την υπακοή στην ανδρική εξουσία, εξαιτίας της διαπαιδαγώγησής τους σε αυστηρές πατριαρχικές οικογένειες, γεγονός που στο επίπεδο της στράτευσής τους μεταφραζόταν σε απαρέγκλιτη τήρηση των στρατιωτικών κανόνων και εντολών στη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων (37). Αντίστοιχα η υπομονή, η επιμονή και η καρτερικότητά τους αποδεικνύονταν ιδιότητες σωτήριες, όταν οι μαχήτριες άγγιζαν τα όρια της ανθρώπινης σωματικής αντοχής από τις συνεχείς κακουχίες τις ατέλειωτες πορείες και την εξάλειψη των στοιχειωδών υλικών προϋποθέσεων επιβίωσης, ιδιαίτερα του νερού, της σίτισης, της υπόδησης και του ρουχισμού. Χαρακτηριστικά παραδείγματα πειθαρχίας και υπομονής των μαχητριών έχουν καταγραφεί σε πλήθος προφορικών και γραπτών μαρτυριών, όπου αναφέρονται περιστατικά συμμετοχής γυναικών σε πορείες 30 και 50 ωρών, απόκτησης της ικανότητας να κοιμούνται ενώ περπατούν, να περνούν παγωμένα ή φουσκωμένα ποτάμια ή να κοιμούνται πάνω στα χιόνια ή στο βρεγμένο έδαφος για λίγες ώρες χωρίς να παθαίνουν κρυολογήματα. Με τον τρόπο αυτό κατόρθωσαν να αποδιαρθρώσουν τους μύθους σχετικά με τη γυναικεία αδυναμία τουλάχιστον στο επίπεδο της αυτοσυνείδησής τους και σε σημαντικό βαθμό στην κοσμοαντίληψη των ανδρών συμμαχητών τους, όπως καταδεικνύεται σε πλήθος γραπτών μαρτυριών, καθώς σε αρκετές περιπτώσεις αναδείχθηκαν σε παραδείγματα μαχητικότητας, αποφασιστικότητας και αυτοθυσίας (38). Συγχρόνως, οι γυναίκες εμφορούνταν από έντονο συναισθηματισμό και αφοσίωση, ιδιότητες που μετασχηματίστηκαν σε μίσος προς τους άνδρες του αντίπαλου κυβερνητικού στρατού και σε αδιάλειπτη παροχή φροντίδας προς τους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού.

Ουσιαστικά η γενναιότητα των μαχητριών του Δημοκρατικού Στρατού απέρρεε από τη θυσία και την αυτοθυσία, οι οποίες ως ιδιότητες εγγράφονται στο σκληρό πυρήνα του κοινωνικά κατασκευασμένου γυναικείου ρόλου. Από αυτήν τη σκοπιά οι μαχήτριες του Δημοκρατικού Στρατού είχαν μάθει ήδη ως γυναίκες μέσα από τις πολυεπίπεδες διαδικασίες ανατροφής, διαπαιδαγώγησης και κοινωνικοποίησης τους στο πλαίσιο του συγκεκριμένου και προσδιορισμένου ιστορικά και κοινωνικά περιβάλλοντος να θυσιάζονται πολύ πριν μάθουν να πολεμούν.



1. Κώστας Γκριτζώνας, Μαχήτριες του Δημοκρατικού Στρατού. Η τολμηρότερη ιστορία που γράφτηκε στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου 1946-1949, Φιλίστωρ, Αθήνα 2001, σ. 34-38 και Λη Σαράφη, «Η "λευκή τρομοκρατία” μοχλός σύνθλιψης του αντιστασιακού φρονήματος. Ο νομός Τρικάλων το 1945», στο Ηλίας Νικολακόπουλος-Αλκης Ρήγος-Γρηγόρης Ψαλλίδας (επίμ.), Ο Εμφύλιος Πόλεμος. Από τη Βάρκιζα στο Γράμμο (Φεβρουάριος 1945-Αύγουστος 1949), σ. 168, 170-171.
2. Τασούλα Βερβενιώτη, «Οι μαχήτριες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας», στο Ηλίας Νικολακόπουλος, Άλκης Ρήγος, Γρηγόρης Ψαλλίδας (επίμ.), ό.π., σ. 127-128.
3. Τασούλα Βερβενιώτη, Διπλό Βιβλίο. Η ιστορική ανάγνωση, ό.π., σ. 153-159.
4. Τασούλα Βερβενιώτη, «Οι μαχήτριες του Δημοκρατικού Στρατού», ό.π., σ. 128.
5. Εφημερίδα της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης, φ.26, 20.2.1948
6. Τασούλα Βερβενιώτη, Διπλό Βιβλίο. Η ιστορική ανάγνωση, ό.π., σ. 71-72.
7. Ιωάννα Παπαθανασίου, «”Το όπλο παρά πόδα”: λεκτική πολεμική ή στρατηγική ανασυγκρότησης», στο Ηλίας Νικολακόπουλος, Άλκης Ρήγος, Γρηγόρης Ψαλίδας (επίμ.), ό.π., σ. 146-147, 151.
8. Τασούλα Βερβενιώτη, «Το δίλημμα και το τίμημα των γυναικών της Άντίστασης», ό.π., σ. 406 και «Οι μαχήτριες του Δημοκρατικού Στρατού», ό.π., σ. 127.
9. Ρ[ούλα] Ζ[αχαριάδη], «Τα δίχρονα του ΔΣΕ. Η γυναίκα στην πρώτη γραμμή του αγώνα», Δημοκρατικός Στρατός, Νοέμβρης 1948, σ. 478.
10. Ρ[ούλα] Ζ[αχαριάδη], «Η 1η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη της Π.Δ.Ε.Γ.», Δημοκρατικός Στρατός, Απρίλης 1949, σ. 258-262.
11. Τασούλα Βερβενιώτη, «Οι μαχήτριες του Δημοκρατικού Στρατού», ό.π., σ.129-130.
12. Τασούλα Βερβενιώτη, ό.π., σ.130.
13. Ρ[ούλα] Ζ[αχαριάδη], «Η γυναίκα στο ΔΣΕ», Δημοκρατικός Στρατός, Απρίλης 1948, σ.130-132.
14. Κ.Καραγιώργης, «Η μαχήτρια στο Δημοκρατικό Στρατό», Δημοκρατικός Στρατός, Μάρτιος 1949.
15. Κ.Καραγιώργης, ό.π., σ.178.
16. Κ.Καραγιώργης, ό.π., σ.179.
17. Κώστας Γκριτζώνας, ό.π., σ.73-78.
18. Ρ[ούλα] Ζ[αχαριάδη], «Η γυναίκα στο ΔΣΕ», ό.π., σ.130-131.
19. Ρ[ούλα] Ζ[αχαριάδη], ό.π., σ.131.
20. Κ.Καραγιώργης, ό.π., σ.179 και Kώστας Γκριτζώνας, ό.π., σ. 84-85.
21. Ρ[ούλα] Ζ[αχαριάδη], «Η γυναίκα στο ΔΣΕ», ό.π., σ. 130-132· ΚΚΕ, ΚΕ, Το 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ, τχ. Γ΄ «Εισήγηση και τελικός λόγος του σ. Ν.Ζαχαριάδη», Αθήνα 1945.
22. Κώστας Καραγιώργης, «Η διαλυτική μας δουλειά στο ΜΦΣ», Δημοκρατικός Στρατός, Ιούλιος 1949.
23. Αλέκα Μπουτζουβή-Μπανιά, «Προσέγγιση στο οδοιπορικό μιας γυναίκας: Διαμάντω Τσιάκα Γκριτζώνα», Δίνη, φεμινιστικό περιοδικό 6, 1993, σ. 200-201.
24. Αλέκα Μπουτζουβή Μπανιά, ό.π., σ. 206.
25. Ρίκη Βαν Μπουσχότεν, Ανάποδα χρόνια. Συλλογική μνήμη και ιστορία στο Ζιάκα Γρεβενών(1900- 1950), ό.π., σ. 186.
26. Κώστας Γκριτζώνας, ό.π., σ. 85-86.
27. Ρίκη Βαν Μπουσχότεν, Ανάποδα Χρόνια. Συλλογική μνήμη και ιστορία στο Ζιάκα Γρεβενών (1900- 1950), ό.π., σ. 186-187.
28. Κ.Καραγιώργης, «Η μαχήτρια στο Δημοκρατικό Στρατό», ό.π., σ. 178.
29. Κ.Καραγιώργης, ό.π., σ.178· Ρ[ούλα] Ζ[αχαριάδη], «Η γυναίκα στο ΔΣΕ», ό.π., σ. 131.
30. Κ.Καραγιώργης, ό.π., σ.178· Κ.Γριτζώνας, ό.π., σ.95· Τασούλα Βερβενιώτη, «Οι μαχήτριες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας», ό.π., σ. 140.
31. Τασούλα Βερβενιώτη, «Οι μαχήτριες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας», ό.π., σ. 133-134.
32. Ρ[ούλα] Ζ[αχαριάδη], «Η γυναίκα στο Δ.Σ.Ε.», ό.π., σ. 130-131.
33. Κ.Καραγιώργης, «Η διαλυτική μας δουλειά μέσα στο ΜΦΣ», Δημοκρατικός Στρατός, Ιούλης 1949.
34. Ρ[ούλα] Ζ[αχαριάδη], «Η γυναίκα στη μάχη του Γράμμου», Δημοκρατικός Στρατός, Σεπτέμβρης 1948, σ.354· Σταμάτης Γιαννακόπουλος και Γαβρίλος Παπαδόπουλος, «Η αποσύνθεση στο μοναρχοφασιστικό στρατό προχωράει με επιταχυνόμενους ρυθμούς», Δημοκρατικός Στρατός, Δεκέμβρης 1948.
35. Τασούλα Βερβενιώτη, Διπλό Βιβλίο. Η ιστορική ανάγνωση, ό.π., σ.71-73 και Δημήτρης Ν. Κατσής, Το ημερολόγιο ενός αντάρτη του ΔΣΕ 1946-1949, τόμος έκτος, Αθήνα 2003, σ. 15, 39.
36. Ρ[ούλα] Ζ[αζαριάδη], «Η γυναίκα στη μάχη του Γράμμου», ό.π., σ. 353-356.
37. Τασούλα Βερβενιώτη, Διπλό Βιβλίο. Η ιστορική ανάγνωση, ό.π., σ. 70-71.
38. Δημήτρη Ν.Κατσή, ό.π., σ. 38-80.

Από το κεφάλαιο με τίτλο "Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΜΑΧΗΤΡΙΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΕΛΛΑΔΑΣ" της εργασία του Αλέξανδρου Κατσιγιάννη «Η γυναίκα στη σχολική ιστορία: Θεωρητική προσέγγιση και σχεδιασμός ενός προγράμματος διδασκαλίας με θέμα τη δράση των γυναικών της Αριστεράς στον Ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο (1946- 1949)»  σελ. 73-84 http://invenio.lib.auth.gr/record/112843/files/KATSIGIANNIS.pdf



2 σχόλια:

  1. Ναι είναι μια πολύ προσεγμένη εργασία και η βιβλιογραφία πλούσια και μονόπλευρη (πρέπει να πούμε ότι την ιστορία του εμφυλίου την έγραψε η ηττημένη αριστερά).

    Πάντως προσπάθησα να δω κάποια "επικίνδυνα" στοιχεία και σε μια γρήγορη ματιά είδα ότι λείπουν. Πρέπει να σου πω ότι ειδικά στην Μακεδονία μεγάλος αριθμός μαχητριών του ΔΣΕ ήταν σλαβομακεδόνισσες, ακόμα και σήμερα την πτυχή αυτή την εμφανίζουν έντονα στην ΦΥΡΟΜ

    http://pluton22.blogspot.com/2011/06/blog-post_28.html

    Τώρα τον τελευταίο χρόνο του Εμφυλίου η "ατσάλινη" προσοχή που έδιναν στις σχέσεις των δύο φύλλων, χαλάρωσε πολύ, υπάρχουν φωτογραφίες ολόκληρων ομάδων που δείχνει καταφανώς ότι υπήρχε "παντρολόγημα" πχ

    http://www.gutenberg-e.org/poulos/images/fullsize/k22b16g060.jpg

    σε αυτή την φωτογραφία φαίνεται ότι η συνύπαρξη δεν ήταν μόνο συντροφική.

    Τα ηγετικά στελέχη.... εκεί υπάρχουν μαρτυρίες και για τον Γούσια και για τον Ιωαννίδη και για άλλους ότι.....


    Προβληματίζομαι με κάποιες φωτογραφίες πχ

    http://www.gutenberg-e.org/poulos/images/thumbnails/k22b16g037_th.jpg

    Αυτές οι κοπέλες καλοθρεμένες, με λευκό πουκάμισο μόνο για τις αντάρτισσες που ξέραμε δεν μοιάζουν.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. http://www.gutenberg-e.org/poulos/images/fullsize/k22b16g049.jpg


    AΣ ΔΟΥΜΕ την νοοτροπία των γυναικών των κομματικών στελεχών:


    Ρούλα Κουκουλού-Ζαχαριάδη με αντάρτισσες (Ρούλα Κουκούλου, η δεύτερη σύζυγός του Ν Ζαχαριάδη, ηγετικό στέλεχος του KKE επί σειρά ετών. Οταν ζούσε μαζί του στo Βoυκουρέστι, το 1955, προτού ακόμη ο Ζαχαριάδης καθαιρεθεί, του ζήτησε να γυρίσει στην Ελλάδα. Το KKE τότε δρούσε σε συνθήκες βαθιάς παρανομίας. Ο ίδιος δέχθηκε. «Αφού το θέλεις, να πας» της είχε πει. Κάποιοι τον κατηγόρησαν ότι «εκείνος την έστειλε». Δεν ξανασυναντήθηκαν ποτέ. Στην Ελλάδα η Κουκούλου συνελήφθη και φυλακίστηκε. Από τη φυλακή θα «αποκηρύξει» τον άντρα της το 1957. «Το ίδιο θα έκανε και ο Νίκος αν μάθαινε ότι με διαγράψανε» θα πει ύστερα από χρόνια στον αείμνηστο Φρέντυ Γερμανό.


    Θα πρέπει να ξέρουμε ότι οι γυναίκες αυτές έπαιξαν πολύ άσχημα, όταν οι άντρες τους ήταν ισχυροί και δυνατοί ονομαζόντουσαν με το επίθετο του άντρα τους, μόλις ξέπεφταν αυτόματα έπαιρναν το πατρικό τους επίθετο. ΑΡΧΟΜΑΝΙΑ ΚΑΙ ΑΡΙΒΙΣΜΌΣ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή