Από το βιβλίο «Ο Ελληνισμός της Τσεχίας» της Τασούλας Ζησάκη-Healey, ΑΡ.ΙΣΤΟ.Σ-ΓΣΕΕ, Αθήνα, 2009
Πρόλογος (αποσπάσματα)
«Όταν ήμουν 12 χρονών οι αντάρτες μας μιλούσαν, εμείς βαριόμασταν, δε θέλαμε να ξέρουμε, αδιαφορούσαμε. Τι κρίμα! Αλλά τώρα, τώρα θέλω να τα μάθω όλα… Κάποιος πρέπει να κάνει ένα έργο γι’ αυτόν τον ελληνισμό, αλλά όχι για εντυπώσεις, να πει την αλήθεια, την ανθρώπινη αλήθεια… Με ενδιαφέρει ο ελληνισμός της Τσεχίας και είναι αυτό που κάνεις εσύ, να δίνεις την ευκαιρία στους ανθρώπους, στους απλούς ανθρώπους με τόση πλούσια ζωή, να την πουν, να μιλήσουν για τα βιώματά τους… Και σίγουρα και οι νέοι έχουν τι να μάθουν από αυτούς τους ανθρώπους, από την αντοχή τους, από την επιμονή τους για ένα καλό μέλλον. Αξίζουν κάθε προσπάθειά μας…» (Ηλέκτρα Αλμετίδου, παιδί πρώην πολιτικών προσφύγων στην Τσεχοσλοβακία)
Η εργασία «Ο Ελληνισμός της Τσεχίας» περιλαμβάνει αφηγήσεις των πολιτικών προσφύγων και των παιδιών τους, οι οποίοι ζήσανε στην αναγκαστική πολιτική προσφυγιά πάνω από 30 χρόνια στην Τσεχοσλοβακία και σε άλλες πρώην σοσιαλιστικές χώρες. Οι αφηγητές για πρώτη φορά μίλησαν εκτεταμένα για τα πιο σημαντικά βιώματά τους σε μια περίοδο της ζωής τους στην Ελλάδα της Κατοχής και του εμφυλίου πολέμου. Μίλησαν για τις πρώτες εμπειρίες και τα αισθήματα που διέδωσαν όταν φτάσανε στην Τσεχοσλοβακία. Θυμήθηκαν τις πρώτες δυσκολίες με την άφιξή τους στην Τσεχοσλοβακία. Μίλησαν για τη νοσταλγία και την αγάπη για την πατρίδα μας την Ελλάδα. Αφηγήθηκαν τις εμπειρίες του επαναπατρισμού τους και για τα πρώτα αισθήματά τους όταν ξαναπάτησαν στο πάτριο χώμα.
Είναι απλοί άνθρωποι που συνήθως δε μιλούν, δε γράφουν, που δεν αφήνουν τίποτα πίσω τους για να μη ξεχαστούν. Είναι οι μικροί ήρωες που δεν έχουν συνειδητοποιήσει τον ηρωισμό που δείξανε στην πορεία των γεγονότων για μια διαφορετική Ελλάδα, πιο δίκαιη, πιο ελεύθερη, πιο ανθρώπινη, μετά την Απελευθέρωση από τους καταχτητές, για μια Ελλάδα σοσιαλιστική. Είναι άνθρωποι που κάνανε μικρά όνειρα – να μάθουν γράμματα, να ζουν ειρηνικά με μια ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Είναι οι βουνίσιοι Έλληνες και Ελληνίδες που δεν έσκυψαν το κεφάλι σε κανέναν καταχτητή, που δε συνεργάστηκαν μαζί τους, που δε βολευτήκαν, αλλά βρήκαν τη θέση τους στις γραμμές του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και στο ΔΣΕ ως αντάρτες και αντάρτισσες. Ήταν και παιδιά αετόπουλα σύνδεσμοί και βοηθοί. Ήταν γυναίκες τραυματιοφορείς και «μάνες».
Στις τελευταίες δύο δεκαετίες, όταν τα ταμπού για τα γεγονότα του ελληνικού εμφυλίου πολέμου έχουνε πέσει ως ένα βαθμό (αν και η επίσημη Ελλάδα προτιμά «να ξεχάσει» αυτό το κομμάτι της σύγχρονής της ιστορίας) στην αρχή, δειλά-δειλά και σήμερα κάπως πιο «γοργά», οι ιστορικοί ερευνητές στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες αρχίσανε να ασχολούνται με την καταγραφή και ανάλυση προσωπικών μαρτυριών και αναμνήσεων των πρώην πολιτικών προσφύγων. Ο κάθε ερευνητής ενδιαφέρεται για τους δικούς του λόγους και σκοπούς. Λίγοι είναι όμως οι πολιτικοί πρόσφυγες που έχουνε μιλήσει και ακόμα πιο λίγοι είναι αυτοί που μιλήσανε έξω από τα σύνορα της Ελλάδας. Αν και έχουνε δημοσιευτεί αρκετά βιβλία με αναμνήσεις και προσωπικά βιώματα, λίγα είναι αυτά που έχουνε ασχοληθεί με τους απλούς ανθρώπους, τους «στρατιώτες» του Κόμματος και τους απλούς μαχητές και τις μαχήτριες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ). Όσο αφορά τα παιδιά του ελληνικού εμφυλίου πολέμου που μεταφέρθηκαν στις Λαϊκές Δημοκρατίες έχουν δημοσιευτεί αρκετά στοιχεία. Οι αφηγήσεις των «παιδιών» μας συμπληρώνουν αυτά τα στοιχεία με τις προσωπικές τους εμπειρίες και ελπίζουμε να συμβάλλουν στην παραπέρα έρευνα για το πώς και γιατί βρεθήκανε έξω από τα σύνορα της Ελλάδας, και για το πώς ζήσανε και δημιουργήσανε όλα αυτά τα χρόνια.
(…) Οι νέοι ήταν μαχητές και μαχήτριες του ΔΣΕ ή άνθρωποι που βοηθούσαν τους αντάρτες. Τα παιδιά του 1948, τα παιδιά που μεταφέρθηκαν στις σοσιαλιστικές χώρες και συγκεκριμένα στην Τσεχοσλοβακία, ήταν παιδιά που μεγάλωναν σε ένα πολεμικό κλίμα και τα περισσότερα κατάγονται από τη Βόρεια Ελλάδα. Οι αφηγητές προέρχονται από αγροτικές ΕΛΑΣίτικες οικογένειες που πήραν μέρος στον εμφύλιο πόλεμο με την πλευρά του ΔΣΕ. Όλοι είναι εθελοντές εκτός από έναν που τον «πήραν με το ζόρι» στην επιστράτευση το 1948. Υπάρχει και μία γυναίκα που ακολούθησε τα γυναικόπαιδα «για να γλυτώσει», μια και αυτή προέρχονταν από οικογένεια που βοηθούσε τους αντάρτες. Ο πιο ηλικιωμένος αντάρτης τώρα είναι πάνω από 90 χρονών και πήρε μέρος στο Αλβανικό Μέτωπο, στον ΕΛΑΣ και στον εμφύλιο πόλεμο. Ο πιο μικρός αντάρτης ήταν τότε 16 χρονών και πήγε εθελοντικά στο βουνό, στην επιστράτευση, διότι «αγαπούσε τα όπλα». Μεταξύ των 40 αφηγητών μας είναι και γυναίκες «μάνες», κορίτσια τότε που έγιναν υπεύθυνες για τη μεταφορά των παιδιών στην Τσεχοσλοβακία και μία ήταν και τραυματιοφορέας. Οι υπόλοιποι αφηγητές είναι παιδιά των πολιτικών προσφύγων.
Οι αφηγητές είναι από τα χωριά: Λαγκαδιά Αριδαίας, Πέλλας, Βοβούσα Ζαγαριών Ηπείρου, Βερδικούσια Ελασσόνας, Λάρισας, Ευκαρπία Νιγρίτας, Σερρών, Πευκόφυτο Καστοριάς, Πολύκαστρο Κιλκίς, Αμπελιές Γιαννιτσών, Φυτώκι Κοζάνης, Γλυκονέρι Καστοριάς, Μεταμόρφωση Κιλκίς, Σπηλαίο Γρεβενών, Μεγαπλάτανο Αριδαίας, Πέλλας, Αετομηλίτσα Γράμμου, Ασπρονέρι Καστοριάς, Νότια Πέλλας, Μεγάλη Στέρνα Κιλκίς, Κυανή Διδυμοτείχου, Έβρου, Πρόδρομο Καρατζόβα, Πέλλας, Μηλιές Βόλου, Βράχο Καστοριάς.
Οι πιο χαρακτηριστικές αφηγήσεις:
Γεώργιος Χαμονικόλας (ψευδώνυμο Βολιώτης)
Ο Γεώργιος γεννήθηκε το 1927 στο χωριό Μιλιές του Βόλου. Στην Αντίσταση (ΕΑΜ/ΕΛΑΣ) μπήκε στα 17 για να εκδικηθεί το θάνατο του πατέρα του, τον οποίο τον είχαν εκτελέσει οι Γερμανοί το 1943. Τη μάνα του την έχασε όταν ήταν 4 χρονών. Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας έφυγε στο βουνό με τους πρώτους αντάρτες το 1946. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες και ο ίδιος έζησε την τραγωδία της Νιάλας. Ο Γεώργιος ακόμα βλέπει εφιάλτες και δεν μπορεί να ησυχάσει. Τώρα μένει στην Τσεχία στην πόλη Μπρνο. Μας μίλησε με μεγάλη συγκίνηση για το ενδιαφέρον που επιτέλους κάποιος έδειξε για τη ζωή του σε εκείνη την ταραγμένη εποχή στην Ελλάδα. Η αφήγησή του περιέχει τα περισσότερα στοιχεία που διακρίνουμε στις αφηγήσεις των ανταρτών. Επιπλέον είναι ο μόνος αφηγητής μας που έζησε το επεισόδιο της Νιάλας. Ο Γιώργος ήταν και είναι πιστός στα ιδανικά του ΚΚΕ και γι’ αυτό μιλάει με πόνο για τα προβλήματα που εμφανίστηκαν μετά τις ανατροπές στην Τσεχοσλοβακία σχετικά με την κομματική ταυτότητα των Ελλήνων κομμουνιστών στην Τσεχοσλοβακία. Αισθάνεται «εγκαταλειμμένος» αλλά συνεχίζει να πιστεύει στο Κόμμα του και στα ιδανικά για τα οποία θυσίασε τα πάντα. Και δεν είναι ο μόνος που νιώθει αυτή την πικρία και «πόνο» μεταξύ των αφηγητών μας. Γι’ αυτούς τους απλούς κομμουνιστές είναι η μεγαλύτερη ήττα που υπέστησαν, πιο μεγάλη κι από «την προδοσία της Συμφωνίας της Βάρκιζας».
«Όταν πήγα στο 54ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, δε με ήθελαν διότι ήμουν μικρός. Εγώ με το τίποτα δεν ήθελα να επιστρέψω πίσω και τους είπα την αλήθεια, ότι δεν είχα κανέναν (η μάνα μου πέθανε όταν ήμουν 4 χρονών) και οι φασίστες Γερμανοί σκοτώσανε τον πατέρα μου. Με άφησαν στην Υποδειγματική του 54ου Συντάγματος, που μόλις είχε δημιουργηθεί. Γυρίζαμε στην περιοχή για να ξεσηκώσουμε τον κόσμο να πολεμήσει τον καταχτητή. Παίρναμε μέρος και στις μάχες, όπως στο Κιλελέρ της Λάρισας. Με το να βγεις αντάρτης ήξερες ότι ξεκινούσες και μια νέα ζωή, την κομματική σου ζωή (ΚΚΕ). Εγώ δεν ήξερα πολλά πράγματα, (ο πατέρας μου ήταν στο εργατικό κίνημα) αλλά ήξερα που ανήκω. Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας (1945), παρέδωσα το όπλο μου στη Γεωργική Σχολή της Λάρισας. Όλοι κλαίγαμε με μαύρα δάκρυα. Λέγαμε ότι ήταν προδοσία. Να έβλεπες τους αντάρτες, μαντραχαλάδες, ψηλοί, παλικάρια, να σκύβουν το κεφάλι και να κλαίνε. Τον Άρη (Βελουχιώτη) τον είδα μια φορά στα Τρίκαλα, ένα παλικάρι, αγνός αγωνιστής και κομμουνιστής, που καμιά μάνα δεν έχει γεννήσει ακόμα τέτοιον άνθρωπο. Καμιά μάνα. Με ενθουσίαζε το όνομα του Άρη και του Σαράφη. Στη Λάρισα τραγουδούσανε κι ένα καραγκούνικο τραγούδι «Με αρχηγούς τον Άρη και τον Σαράφη μας, ταρατούι, ταρατούι, βάυ, βάυ, ταρατούι, βάυ, βάυ…». Γυρίσαμε στα σπίτια μας. Εγώ δέχτηκα μια ψυχολογική πίεση και τρομοκρατία από την αντίδραση του χωριού μου, η οποία ήθελε να πάω μαζί τους. Και τι δε με λέγανε – άτιμο, ότι ήθελα να πάρω τις περιουσίες τους, κτλ. Αναγκάστηκα να φύγω από το χωριό μου και πήγα στο τσιφλίκι του Παπαγεωργίου, στη Μπακρίνα, Λάρισα.
Μια μέρα ήρθε κάποιος και μας ρώτησε, ήμασταν μια ομάδα 12 άτομα, αν θέλουμε να βγούμε αντάρτες. Και βγήκαμε το 1946 από τα Αμπελάκια, είναι ένα χωριό στη Λάρισα.
Στο Γράμμο ήμουν στο τάγμα του Βασίλη Νταϊλιάνη (μετά τον κατέβασαν στο βαθμό λοχαγού για μερικά λάθη…). Ήμουνα διμοιρίτης στο λόχο του Γιώργου από τα Φάρσαλα (η διμοιρία έχει 39-40 άτομα, δηλαδή τρεις ομάδες. Η κάθε ομάδα είχε 13 άτομα.). Περάσαμε πολλές δυσκολίες, πεινάσαμε, αλλά είχαμε την πίστη μας. Εγώ αμφισβητούσα τα πάντα, εκτός από την πίστη μου σ’ ένα καινούργιο και δίκαιο μέλλον. Ήμουν έτοιμος να δώσω τη ζωή μου για τα ιδεώδη μας, για το Κόμμα μας το ΚΚΕ. Και γι’ αυτό πόνεσα αφάνταστα και ακόμα πονάω. Με χτύπησε βαριά η απόφαση που πάρθηκε το 1989, μετά τις ανατροπές εδώ (Τσεχοσλοβακία) να παραδώσουμε τα κομματικά μας βιβλιάρια, να διαλύσουμε τις κομματικές μας οργανώσεις (του ΚΚΕ)… Πώς μπορούσα να ανεχτώ αυτό το πράγμα (όπως και πολλοί άλλοι), εγώ ΕΛΑΣίτης, κομμουνιστής, μέλος του ΚΚΕ από το 1943, μαχητής του ΔΣΕ από το 1946!!!... Και μια μέρα να μας πάρουν τα βιβλιάρια και να μας πουν όποιος θέλει να μπει στο τσέχικο κόμμα!!! Ήταν χειρότερο και από την ημέρα που παραδώσαμε τα όπλα μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας… Και βέβαια είμαι ευτυχισμένος που μετά από 15 χρόνια μας θυμήθηκε το Κόμμα μας, αλλά η πίκρα, ο πόνος μας είναι μεγάλος. Βέβαια, εμείς θα συνεχίσουμε, αλλά τι μπορούσαμε να πούμε στους νέους μας όλα αυτά τα χρόνια ότι το Κόμμα μας ξέχασε, που γι’ αυτό το Κόμμα δώσαμε τα πάντα, και ακόμα δίνουμε, και θα δώσουμε ακόμα και τη ζωή μας… Αλλά να συνεχίσω για τη ζωή μου ως μαχητής του ΔΣΕ.
Θα σου πω για την Νιάλα και τον ελιγμό μας από το Γράμμο στο Βίτσι. Είχαν αρχίσει οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, 1947 (σ.σ. επιχείρηση «Αετός του κυβερνητικού στρατού, 5 Απριλίου-6 Μαΐου). Μας είχανε στριμώξει για τα καλά. Και είπαμε να ανεβούμε στην Νιάλα, ένα ύψωμα γυμνό, στ’ Άγραφα, για να ξεφύγουμε τον κλοιό. Ξαφνιαστήκαμε όταν φτάσαμε εκεί, είδαμε τα αντίσκηνα του κυβερνητικού στρατού. Μας είχαν προλάβει. Και ο καιρός ήταν, τι να σου πω, να κρύσταλλα χιόνι έπεφταν από τον ουρανό… Κρύο, παγωνιά, χιονοθύελλα… Μπροστά τα αντίσκηνα δεν είχαν σκοπούς. Με το που μπαίνουμε μέσα, βλέπουμε κουκουλωμένους στρατιώτες. Με μια κίνηση του κεφαλιού, σιωπηλά μας έδειξαν τις σταφίδες και το κονιάκ στα σακίδια τους, για να πάρουμε. Κανένας δεν ήταν σε θέση να χρησιμοποιήσει το όπλο του, όλα ήταν παγωμένα. Οι καιρικές συνθήκες μας «συμφιλίωσαν». Κανένας δεν πείραξε κανέναν εκείνη τη στιγμή. Μόνο μετά το μάθαμε, ότι μερικά κομματικά στελέχη από τα Τρίκαλα ή από την Καρδίτσα, για να αποφύγουν τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις είχαν και αυτοί ανεβεί στην Νιάλα, είχαν μπει σε ένα άδειο αντίσκηνο και τους έπιασε ο ύπνος. Το πρωί τους βρήκαν και τους εκτελέσανε… Εμείς δεν ξέραμε ότι ήταν εκεί, μα ούτε καν μείναμε μέσα στα αντίσκηνα, ούτε καν κλείσαμε μάτι… Αφού πήραμε τις σταφίδες και το κονιάκ υποχωρήσαμε σ’ ένα άλλο ύψωμα, και το πρωί φύγαμε από κει. Εκεί πάγωσε το σαγόνι μου…
Έχουν γραφτεί πολλά για τον ελιγμό μας από το Γράμμο στο Βίτσι. Εμείς τα ζήσαμε όλα αυτά κι ας φαίνονται απίστευτα. Υπήρχε μόνο μια διάβαση, την οποία υποχρεωτικά έπρεπε να την περάσουμε. Έπρεπε να καταβάλουμε το φυλάκιο της Τζένοβας. Το τάγμα του Αλευρά επιτέθηκε στο ύψωμα και σε μία ώρα ήταν δικό μας. Δε χρησιμοποίησαν όπλα, μόνο χειροβομβίδες και τα Πάντζερ Φάους (μπαζούκας γερμανικές). Ο εχθρός ήταν καλά οχυρωμένος. Μόνο μετά τον Αλευρά, μας είπαν να προχωρήσουμε. Όλα ήταν πιασμένα από τον εχθρό. Μας βάζανε ακόμα και την νύχτα. Τι να κάνουμε; Η φάλαγγα μας σταμάτησε. Και τότε με την πρωτοβουλία της τελευταίας σειράς της Αξιωματικής σχολής του Γενικού Αρχηγείου (σ.σ. 6η σειρά), και ένα τάγμα από την 105η Ταξιαρχία, τους αποπροσανατόλισε, βαδίζοντας μέσα στην διάταξη του εχθρού. Και ο εχθρός νόμισε ότι από κει θα περάσουμε. Τους γελάσανε. Δεν περάσαμε καν κι από το έδαφος της Αλβανίας.
Εκεί στείλαμε τους τραυματίες. Κανένας δε μας βοήθησε στον ελιγμό, ούτε οι Αλβανοί, κανένας. Τα παλικάρια της 6ης σειράς τους αποπροσανατόλισε. Κι εμείς περάσαμε άνετα από το μονοπάτι… Τότε είχαμε ένα αρχηγό του Βερμίου. Ο Πάνος. Περάσαμε στο Βατοχώρι. Και εκεί πέσαμε ψόφιοι. Κουρασμένοι, νηστικοί, τρεις μέρες δεν είχαμε φάει. Μετά από δύο ώρες, μας ξυπνήσανε για να γίνει η καταμέτρηση και η αναδιοργάνωση του τάγματος. Τρεις λόχους, στον τρίτο του Νταλιά ήμουν κι εγώ. Ο Νταλιάς ονόμασε τρεις διμοιρίτες, πρώτη διμοιρία – ο Ζαχαρόπουλος Αχιλλέας, οδοντογιατρός, μ’ ένα μάτι, είχε τραυματιστεί σε κάποια μάχη. Δεύτερη εγώ και τρίτη ένας μακεδόνας, τον λέγανε Τράικο. Εκεί γίνανε μεγάλες μάχες. Μετά την αναδιοργάνωση πέσαμε να κοιμηθούμε, αλλά σε λίγο πάλι μας ξυπνήσανε για το συσσίτιο. Μας δώσανε δύο πατάτες τον καθένα, βρασμένες με τη φλούδα τους… Τις φάγαμε μονομιάς, αλλά εγώ περίμενα και παράπονα. Κανένας δεν είπε τίποτα. Ούτε ένα παράπονο. Ούτε λέξη. Δεν είχαμε απαιτήσεις. Καμιά. Διότι ήμασταν εθελοντές. Εμείς ξέραμε τι θα τραβήξουμε, τα περιμέναμε αυτά που τραβήξαμε… αλλά πιστεύαμε στο καλύτερο μέλλον. Μετά από δεκαπέντε λεπτά ήρθε κι ένας σύνδεσμος πάνω σε άσπρο άλογο. Τα είπαν με τον Νταλιά και δόθηκε εντολή να προχωρήσουμε για άγνωστη κατεύθυνση. Μετά από δύο ώρες πορεία, ο σύνδεσμος μας είπε να σταματήσουμε και μας έδειξε τα υψώματα που έπρεπε να πιάσουμε, δεξιά τα Γκλάβατα (του Ζαχαρόπουλου Αχιλλέα), μπροστά μας η Κούλα (δικό μου), αριστερά μας το Πλατύ (του Τράικου από τα Κουλκουθούρια). Όλα αυτά τα υψώματα έπρεπε να τα πιάσουμε. Έπρεπε να φτιάξουμε χαρακώματα διότι όπως μας είπαν από τη Φλώρινα κινήθηκε στρατός. Μα πώς να τα φτιάξουμε, αφού δεν είχαμε τίποτα ούτε κασμάδες, ούτε φτυάρια, τίποτα. Θύμωσε ο Νταλιάς διότι δεν του το είπα όταν ήμασταν στο Βατοχώρι. Μα εγώ δεν ήξερα για πού τραβήξαμε.
Τότε ο Τράικο πήρε δυο-τρεις αντάρτες και πήγε στο Βατοχώρι και μας έφερε κασμάδες και φτυάρια. Μέχρι το πρωί σκάβαμε και μας βοήθησε και το χώμα στην Κούλα που δεν έχει και πολλές πέτρες. Δεν έκανε ούτε κρύο. Όταν το πρωί ήρθε ο Πάνος με το επιτελείο να ελέγξουν τα χαρακώματα μείνανε ευχαριστημένοι. Ο Πάνος με ρώτησε από πού είμαι και μου είπε ότι οι Βολιώτες φημίζονται σαν «κουραμπιέδες», δηλαδή αγαπάν το εύκολο, το γλυκό, το καλό. Του απάντησα ότι στον ΕΛΑΣ μας διαπαιδαγώγησαν όχι σαν κουραμπιέδες, αλλά σαν αγωνιστές και κομμουνιστές. Μ’ αγκάλιασε, μ’ έσφιξε απάνω του και μου είπε ότι κανένας δε θα υποχωρήσει σήμερα χωρίς εντολή. Στο Βίτσι ο πόλεμος δεν ήταν πια παρτιζάνικος, είχε πάρει τη μορφή πολέμου κατά μέτωπο. Και οι δύο πλευρές ξέραμε που βρισκόταν η άλλη. Εκείνη τη νύχτα άκουσα κάτι θορύβους και όταν πήγα να δω τι γίνεται, είδα να κατεβάζουν από μουλάρια τρόφιμα, μαρμελάδα, σαλάμι, κονσέρβες, τσιγάρα χωρίς την προέλευση τους, χλαίνες. Ναι, στην αρχή δεν είχαμε καμιά βοήθεια, μόνο προς το τέλος…
»Για να σωθούν τα παιδάκια… Παιδοσώσιμο» Μέρος Δεύτερο
Η διοργάνωση και οι προετοιμασίες από την Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση του Βουνού (ΠΔΚ) για την απομάκρυνση των παιδιών από τις εμπόλεμες περιοχές του εμφυλίου δεν έγινε σε μία ατμόσφαιρα χάους. Έγινε με πολλή δουλειά και υπευθυνότητα. Πριν από την έναρξη του εμφυλίου πολέμου, από το 1945 ακόμη στο Μπούλκες της Γιουγκοσλαβίας είχε ιδρυθεί ο παιδικός σταθμός για περίπου 100 παιδιά. Αυτά ήταν τα παιδιά των πρώτων ανταρτών, όπως επίσης και παιδιά των φυλακισμένων και εκτελεσμένων. Το Μπούλκες ήταν μια μικρή πόλη, στην οποία ζούσαν Γερμανοί πριν το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Διώχτηκαν από κει για τη συνεργασία τους με τους χιτλερικούς. Η άδεια πόλη παραχωρήθηκε στους Έλληνες αντάρτες του ΔΣΕ και γενικά στους καταδιωκόμενους Έλληνες μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας και μετά την απελευθέρωση της Γιουγκοσλαβίας από τους Γερμανούς καταχτητές.
Πάνω από 30 χρόνια για το ζήτημα του εκπατρισμού των παιδιών των ανταρτών, το λόγο είχε μόνο η «άλλη πλευρά», των αστικών κυβερνήσεων της Ελλάδας. Με την επίσημη καταγγελία της ελληνικής κυβέρνησης προς τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, στις 27 Φεβρουαρίου 1948, για την «αρπαγή παιδιών» ή για τη διάσωση των παιδιών από την πλευρά της ΠΔΚ από τις εμπόλεμες περιοχές, και συγκεκριμένα από την Ήπειρο, Δυτική Μακεδονία και Θράκη, άρχισε και «ο πόλεμος των παιδιών». Η πλευρά της αστικής κυβέρνησης υποστήριζε ότι τα «αρπαγμένα παιδιά» θα γινότανε «γενίτσαροι» για την καταστροφή της φυλής μέσω της κομμουνιστικής και αντεθνικής διαπαιδαγώγησής τους.
Είναι δύσκολο να πιστέψουμε στην «αρπαγή των παιδιών» όπως προπαγανδιζόταν επί χρόνια από τους διάφορους μηχανισμούς στην Ελλάδα και στη Δύση, διότι οι ίδιοι οι γονείς και οι συγγενείς πήραν μέρος σ’ αυτή την απομάκρυνση. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν πάρθηκαν παιδιά «κατά λάθος», αλλά μερικά από αυτά τα παιδιά επιστρέψανε στην Ελλάδα όταν οι γονείς ή οι συγγενείς ζητήσανε την επιστροφή τους μετά από την επέμβαση του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και τη γραπτή αίτηση των γονιών που ζούσανε στην Ελλάδα ή σε χώρες όπου είχαν μεταναστεύσει. Επιπλέον, μετά την αποτυχία του προπαγανδιστικού σχεδίου της ελληνικής κυβέρνησης, η ίδια απέρριψε την έγκριση πολλών παιδιών που ήταν προετοιμασμένα σε ειδικές αποστολές να επιστρέψουν στην πατρίδα τους.
Όσο για το επιχείρημα ότι τα παιδιά προετοιμαζότανε να εισβάλουν στην Ελλάδα ως «γενίτσαροι» και αυτό απέτυχε, αν και «η σχετική φιλολογία παρέμεινε εξαιρετικά ενεργός στα χρόνια που ακολούθησαν. Αποδείχθηκε μάλιστα ιδιαίτερα στέρεη και μακρόβια, καθώς μεταγραμμένη στο νομικό επίπεδο, εμπόδισε σε μερικές περιπτώσεις εμποδίζει ακόμα την παλιννόστηση αυτών των υποθετικών «γενιτσάρων». (Γ. Μαργαρίτης, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2001, σ. 606).
Οι λόγοι της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης για τον εκπατρισμό των παιδιών προς τις Λαϊκές Δημοκρατίες, βρίσκουν σύμφωνους και τους αφηγητές μας που ήταν μέρος αυτής της επιχείρησης:
• Ο υποσιτισμός των παιδιών της Ελεύθερης Ελλάδας
• Η βαρβαρότητα του μοναρχοφασισμού
• Η καταστροφή των χωριών τους
• Οι εκτοπίσεις του πληθυσμού για να μη βοηθούν τους αντάρτες
• Τα περισσότερα χωριά ήταν στις εμπόλεμες περιοχές και κοντά στο μέτωπο των επιχειρήσεων.
• Η διαταγή της Φρειδερίκης να συγκεντρώσουν όλα τα παιδιά στα κέντρα για να τα μετατρέψουν σε γενίτσαρους και να τα βάλουν αναγκαστικά στις αγαπητές της, χιτλερικές οργανώσεις
• Οι άνανδροι βομβαρδισμοί των ανυπεράσπιστων γυναικόπαιδων
Σύμφωνα με τις αφηγήσεις των τότε παιδιών και ομαδαρχισσών («μάνες» ή «θείες»), φαίνεται ότι όλα ήταν προμελετημένα μέχρι την πιο μεγάλη λεπτομέρεια και μυστικότητα στα χωριά τους – το δρομολόγιο, οι καταστάσεις με τα ονόματα των παιδιών και την ηλικία τους ανά χωριό και περιοχή, οι οδηγίες προς τις ομαδάρχισσες για την προστασία των παιδιών στο δύσκολο ταξίδι, η προστασία των παιδιών από δύο-τρεις αντάρτες στην πορεία προς τα σύνορα, όπως και οι σύνδεσμοι και οι υπεύθυνοι Αλβανοί, Γιουγκοσλάβοι και Βούλγαροι στα σύνορα και στα χωριά, όπου εγκαταστάθηκαν τις πρώτες μέρες τα παιδιά. Τα υγειονομικά συνεργεία με γιατρούς και νοσοκόμες τους υποδεχότανε πρώτοι. Ακόμα και οι κάτοικοι των αλβανικών, γιουγκοσλάβικων και βουλγάρικων χωριών όταν ξαφνικά βλέπανε τα παιδιά στα χωριά τους, τρέχανε να τους προσφέρουνε ότι μπορούσανε. Ως επί των πλείστον, τα παιδιά ήταν από ανταρτοκρατούμενα χωριά και περιοχές και οι συνοδοί τους, «μάνες» και αντάρτες ήταν από τα μέρη τους. Δηλαδή όπως οι γονείς, έτσι και τα ίδια τα παιδιά τους γνωρίζανε. Επίσης, ολόκληρες οικογένειες από χωριά όπου αναμενότανε σκληρές μάχες και βομβαρδισμοί (Γράμμος, Βίτσι) είχαν μεταφερθεί «προσωρινά» στην Αλβανία για τη δική τους προστασία ήδη από το 1946. Υπήρχαν και «μάνες» που δεν είχαν τα ονόματα των παιδιών σε ονομαστικές καταστάσεις, αλλά συνήθως αυτές είχαν μέχρι 15 παιδιά στην ομάδα τους και όλα τα παιδιά τα ήξεραν «ένα-ένα» αφού ήταν από το χωριό τους. Οι αφηγήσεις των παιδιών, όπως και των ενηλίκων επιβεβαιώνουν αυτές τις σημαντικές λεπτομέρειες για το πώς και γιατί έπρεπε τα παιδιά των ανταρτών να σωθούν με την έναρξη της τρομοκρατίας μετά τα Δεκεμβριανά 1944 και τη Συμφωνία της Βάρκιζας 1945.
Το κείμενο που ακολουθεί είναι η αφήγηση της Άρτεμης Ορφανίδου από το χωριό Βράχο Καστοριάς. Είναι ένα τμήμα της ζωής της γεμάτο δράμα και γεγονότα του εμφυλίου πολέμου, το οποίο αντιπροσωπεύει και περιλαμβάνει όσα ζήσανε σχεδόν όλοι οι αφηγητές μας. Η Άρτεμη είναι από τα παιδιά των 14 χρονών που ωριμάσανε πρόωρα και που δεν προλάβανε να ζήσουν μια παιδική ζωή. Επιπλέον, έτσι όπως τα έφερε τα πράγματα η ζωή και τα διάφορα γεγονότα, σαν αετόπουλο, έπρεπε να γίνει και υπεύθυνη για τα παιδιά του χωριού της και αυτών από το Γλυκονέρι Καστοριάς όταν πήραν το δρόμο για το μεγάλο ταξίδι της ξενιτειάς.
Η δεύτερη φυγή στην Αλβανία
Μεσολάβησε το Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας, το πρώτο, δε θυμάμαι, στην Πράγα ήταν ή στο Βελιγράδι; Εκεί πήγαν και οι αντάρτες, οι ΕΠΟΝίτες. Και εκεί θέσανε το θέμα για τα παιδιά από τις εμπόλεμες περιοχές στην Ελλάδα.
Όταν γυρίσανε οι αντάρτες πηγαίνανε από χωριό σε χωριό και μας λέγανε ότι οι Λαϊκές Δημοκρατίες δέχονται τα παιδιά και όποιος θέλει να δώσει τα παιδιά τους μέχρι να περάσει αυτή η αναμπουμπούλα. Και θυμάμαι ο κόσμος έδινε ακόμα και τα βυζανιάρικα, αυτά που τα βύζαιναν, αλλά αυτά δεν τα παίρνανε. Τα παιδιά έπρεπε να είναι από 5 μέχρι 14 χρονών και να έχουν και μία υπεύθυνη. Βγάλανε την αδερφή μου. Η αδερφή μου αρνήθηκε διότι είχε μεσολαβήσει ο σκοτωμός του αδερφού μου Κώστα (Βακαλόπουλο) το Μάρτιο 1948.
Μια μέρα ήρθε ο αδερφός μου και είπε στη μάνα μου ότι δε θα τον δει δύο χρόνια. Θα τους πηγαίνανε κάπου στις Λαϊκές Δημοκρατίες για εκπαίδευση σε αξιωματική σχολή. Αλλά πριν φύγει έπρεπε να πάει σε κάποια επιχείρηση για την οποία τους είχαν ειδοποιήσει από το Άργος Ορεστικό της Καστοριάς. Είχαν μαζέψει τρόφιμα για τους αντάρτες. Πήγε ο αδερφός μου κι εμείς ακούγαμε ότι προδόθηκαν. Ακούγαμε τους πυροβολισμούς στο χωριό Βιτάλη. Τους βάζανε από το Άργος Ορεστικό. Μια οβίδα τον χτύπησε στην πλάτη και τραυματίστηκε πολύ βαριά. Εμείς εκείνο τον καιρό σαν αετόπουλα φυλάγαμε, παρακολουθούσαμε ποιος τρέχει, ποιος δε βαδίζει κανονικά, ποιος συμπεριφέρεται ύποπτα στις κινήσεις του, εάν κρύβεται στα χωράφια, κλπ., και έπρεπε να ειδοποιούμε αν βλέπαμε κάτι ύποπτο. Για να περάσουν από το χωριό μας όλοι έπρεπε να δείχνουν φύλλο πορείας σ’ ένα γραφείο στο χωριό μας.
Εγώ με τη φίλη μου τη Στεριανή, σαν αετόπουλα, φυλάγαμε. Τότε είδαμε τους αντάρτες να έρχονται. Οι ελαφρά τραυματισμένοι ήταν καβάλα στα ζώα, ενώ τους βαριά τραυματίες τους είχαν σε φορεία. Ο μόνος που ήταν βαριά τραυματισμένος ήταν ο αδερφός μου. Εμάς τα αετόπουλα μας σεβότανε οι αντάρτες. Ρώτησα αν μπορούσα να δω τον αντάρτη στο φορείο. Χαμήλωσαν το φορείο αλλά εγώ δεν τον γνώρισα τον αντάρτη. Το πρόσωπο του ήταν χλωμό, χώματα στο πρόσωπο… τους πήγανε στο αναρρωτήριο. Στη Στεριανή είπα «αυτόν τον αντάρτη θα τον κλάψει η μάνα του». Τρέχω ξωπίσω τους να τους δείξω το αναρρωτήριο. Αυτοί είχαν μπει στο δικό μας σπίτι. Τους φωνάζω όχι εκεί, όχι εκεί. Η μάνα μου είχε πάει να ρωτήσει τους αντάρτες για τον αδερφό μου. Η αδερφή μου ήταν στο σπίτι. Βγήκε στην αυλή και την άκουσα να φωνάζει «Κότσο, αδερφέ μου!»
Ανάψαμε φωτιά. Ήρθε και η μάνα μου. Ο αδερφός μας, μας καθησύχασε «Μην ανησυχείτε, θα γίνω καλά, μόνο τα πόδια μου κρυώνουνε». Με τόση φωτιά δε ζεσταίνονταν οι φτέρνες του. Ήταν λάθος που δεν τους δίνανε να πίνουν. Μετά που μεγάλωσα το έμαθα αυτό. Και μας ξαναλέει: «Μην ανησυχείτε, δε θέλω να κλαίτε κι εγώ θα γίνω καλά». Τον πήραν από το σπίτι μας να τον παν στο Γράμμο στο νοσοκομείο ή στην Αλβανία. Η αδερφή μου είπε ότι θα πάει μέχρι σ’ ένα σημείο μαζί του και θα γυρίσει. «Θα πας της λέει η μάνα μου κι εγώ θα αγναντεύω την άλλη μέρα. Θα δω αν φοράς μαύρο η άσπρο μαντίλι». Η αδερφή μου τον συνόδεψε τον αδερφό μας μέχρι το Γλυκονέρι και εκεί ο αδερφός μου πέθανε. Τα τελευταία λόγια του ήταν «Δε λυπάμαι που εγώ θα πεθάνω, αλλά λυπάμαι για το ποιος θα πολεμά στη θέση μου». Τ’ άλλα μου αδέρφια ήταν φυλακή. Η αδερφή μου του απάντησε «Εσύ θα γίνεις καλά κι εγώ θα πολεμήσω στη θέση σου».
Ήρθε η αδερφή μου πίσω. Είπα στη μάνα μου να μην κλαίει. Της λέω «Μην κλαίς και μη σκούζεις διότι ακούν οι εχθροί μας και χαίρονται, ακούν οι φίλοι μας και λυπούνται». Αυτό θυμάμαι.
Κι έτσι η Ευανθία είχε δώσει το λόγο της στον αδερφό μου να πολεμήσει στη θέση του και αρνήθηκε να συνοδέψει τα παιδιά. Τότε διάλεξαν εμένα. Ήμουν 14, αλλά εμείς πρόωρα ωριμάζαμε. Κι εγώ δεν ήθελα να πάω, ήθελα να πάω με την αδερφή μου στο βουνό. Αλλά μου είπαν ότι ήταν καθήκον. Και συμφώνησα να συνοδέψω τα παιδιά.
Ήταν 32 παιδιά από το χωριό μας, το Βράχο και τη Λάγκα και βάλανε και μια γυναίκα από το χωριό μας, τη Γλυκερία Μέλιου, η οποία η ίδια είχε τέσσερα παιδιά και ο άνδρας της ήταν αντάρτης. Κι έτσι συνοδέψαμε τα παιδιά. Ήταν από 5 έως 14 χρονών.
Και φτάσαμε στην Αλβανία πάλι με τα πόδια. Τα παιδιά δεν κλαίγανε. Φεύγανε από την αναμπουμπούλα του πολέμου. Φεύγαμε από τους βομβαρδισμούς. Ξέρεις τι θα πει να έρχονται αεροπλάνα. Εγώ η ίδια ήθελα να ανοίξει η γης για να κρυφτώ. Φοβόμουν πάρα πολύ τα αεροπλάνα. Μας συνόδευαν οι αντάρτες. Τα χωριά που περνούσαμε μας δίνανε να φάμε ότι είχανε. Περνούσαμε από ανταρτοκρατούμενα χωριά.
Φτάσαμε στα σύνορα με την Αλβανία. Δε θυμάμαι πώς το λέγανε το χωριό. Κρυσταλλοπηγή; Εκεί μένανε πιο πολλοί Σλαβομακεδόνες. Μας περιποιηθήκανε κι αυτοί. Τη νύχτα ήρθαν στρατιωτικά αυτοκίνητα μέσα στο ελληνικό έδαφος. Είχαν τα φώτα σβησμένα. Μας βάλανε στα αυτοκίνητα και μας κατεβάσανε στην Κορυτσά. Δε θα ξεχάσω στην Κορυτσά ο κόσμος μας περίμενε. Τους είχαν ειδοποιήσει, ότι θα πάρουν τα παιδιά στα σπίτια τους μέχρι που να δουν που θα τα πάνε. Και θα τους δίνανε διπλό δελτίο για τρόφιμα. Υπήρχαν αντιδραστικοί που αγόραζαν τα τρόφιμα και τα πετούσαν, τα κατάστρεφαν. Γι’ αυτό τότε είχαν δελτία με τα οποία ψωνίζανε, για να μη γίνεται σπατάλη.
Στην Κορυτσά, θυμάμαι το εξής. Σ’ ένα κτήριο, φωτισμένο, μπορεί να ήταν το Μέγαρο της πόλης, μας κατεβάζανε αγκαλιά από τα αυτοκίνητα και αγκαλιά μας ανεβάζανε πάνω στις σκάλες μέχρι την αίθουσα. Ήταν μια ωραία αίθουσα, φωτισμένη, με πολυελαίους. Ξέρεις, να έρχεσαι από μέσα από τα κατσάβραχα και να βρεθείς σε μια τέτοια πολυτέλεια…
Η Γλυκερία είχε πρόβλημα με το στομάχι της. Ήταν πολύ καλή γυναίκα. Μαζεύτηκε σε μια γωνιά κι εγώ μάζεψα τα παιδιά. Τους είπα να μη φεύγουν από κοντά μου. Εγώ είχα την ευθύνη. Για να μιλάν μαζί μας οι Αλβανοί είχαν φέρει και Έλληνες, Βορειοηπειρώτες. Εγώ δεν ήθελα να μιλήσω αλβανικά. Τους είπα ότι εγώ θέλω όλα τα παιδιά να είμαστε στην ίδια γειτονιά. Εάν δε γίνεται δε φεύγουμε από δω. Τους φάνηκε παράξενο διότι κανείς άλλος δεν είχε θέσει τέτοιο ζήτημα. Και πράγματι, όλοι ήμασταν στην ίδια γειτονιά. Τα μάζευα τα παιδιά και πηγαίναμε εκδρομή.
Στην αίθουσα μου είχε κάνει εντύπωση η ζέστη. Πουθενά θερμάστρα, πουθενά σόμπα, πουθενά τζάκι κι όμως είχε ζέστη. Πήγα προς το παράθυρο όπου έκανε πιο πολλή ζέστη. Βάζω το χέρι μου κάτω από την κουρτίνα για να βρω από πού έρχονταν η ζέστη. Είχα τον εγωισμό μου, δεν ήθελα να ρωτήσω για να μη νομίζουν ότι στην Ελλάδα δεν ξέραμε από τέτοια πράγματα.
Στις οικογένειες μείναμε μια-δυο βδομάδες. Θυμάμαι στην οικογένεια που έμεινα εγώ με τα πιο μικρά παιδιά, τον Πασχάλη, τη Χρυσούλα, την Ελευθερία ήταν πέντε-έξι χρονών, οι γέροι και ο γιος μιλούσαν ελληνικά. Τότε ακόμα δεν ήξερα τι θα πει Βορειοηπειρώτης. Η γριά είχε καταλάβει ότι ήξερα αλβανικά. Μια μέρα με συμβούλεψε να μη λέω τη λέξη «μουτ» διότι ήταν προσβλητική. Την άκουγε αυτή τη λέξη όταν έλεγα στα παιδιά «τι είναι αυτά τα μούτρα που έκανες» και τους έπαιρνα και τους έπλενα τους μικρούς.
Ο γιος τους και η νύφη τους με πήγαν σινεμά. Εγώ δεν είχα πάει μέχρι τότε σινεμά και για να μη ντροπιάσω την Ελλάδα, δεν το παραδέχτηκα. Δε θυμάμαι πώς λεγόταν η ταινία, αλλά στα επίκαιρα πάντα έδειχναν ένα τραίνο να έρχεται καταπάνω σου. Φοβήθηκα. Μετά πήγαμε σε ζαχαροπλαστείο και για πρώτη φορά πάλι έφαγα γλυκό ζαχαροπλαστείου. Εγώ ακόμα έκανα ότι κι αυτό το ξέρω για να μη ντροπιάσω την Ελλάδα. Στο χωριό μας τα γλυκά μας ήταν μαρμελάδες. Δεν είχαμε κρέμες και τέτοια.
Από την Κορυτσά μας πήραν και μας πήγαν στο Έλβασαν όπου μας βάλανε σε κάτι έρημα και βομβαρδισμένα κτήρια. Όλα ήταν σπασμένα μέσα. Μόνο παράθυρα είχε. Εκεί μας δίνανε συσσίτιο. Ήρθε και γιατρός να μας δει. Εμείς τα κορίτσια ντρεπόμασταν να βγάλουμε τα ρούχα μας. Του είπαμε ότι είμαστε μια χαρά. Και αναγκάστηκε να μας εξετάσει πάνω από τα ρούχα.
Σε μια φάση ήρθαν τα παιδιά και μου λένε ότι εκεί στα αποχωρητήρια έχει ένα σκοινί κι όταν το πιάνουνε τους «χοροπηδά». Ναι, κι από ρεύμα δεν είχαμε ιδέα. Πήγα, το είδα, ήταν ψηλά, τα παιδιά πηδούσανε και το ρεύμα τους χτυπούσε. Ήρθε ο υπεύθυνος και μου λέει «Πω-πω, θα σκοτώνονταν τα παιδιά. Αυτό που το λέτε σκοινί εσείς, έχει ρεύμα μέσα».
Κι εκεί μείναμε δύο βδομάδες. Μετά με λεωφορεία πήγαμε στο Μοναστήρι. Οι καλογριές μας περιποιηθήκανε καλά. Εκεί μείναμε μια βδομάδα. Ήμασταν πολλοί εκεί κι από άλλα χωριά. Αλλά ο καθένας μάζευε τα δικά του παιδιά. Σαν την κλώσα που μαζεύει τα πουλάκια της. Το τοπίο ήταν ωραίο. Πριν φτάσουμε στο Μοναστήρι τρεις μέρες διανυχτερεύσαμε σε μια πόλη μέσα στα σχολεία. Εκεί πριν κατεβούμε από τα λεωφορεία μας φέρανε τρόφιμα, νερό.
Από το Μοναστήρι φύγαμε με τραίνα. Εγώ είχα τα δικά μου παιδιά σε δύο κουπέ. Ακόμα και όταν ο εισπράκτορας ήθελε να πάρει μερικά παιδιά διότι ήμασταν πολλοί στα κουπέ, δεν τον άφησα. Έπρεπε να είμαστε όλοι μαζί. Τι θα γινότανε εάν έχανα κανένα παιδιά; Τ’ άλλα τα παιδιά τρέχανε πάνω κάτω στο τραίνο μέχρι να φτάσουμε στη Βουδαπέστη, όπου κόβουν τα βαγόνια, μερικά για την Πολωνία, άλλα για την Τσεχοσλοβακία. Αυτή είναι και η αιτία που εκεί σκορπίστηκαν τότε αδέρφια. Και εγώ χωρίς να το ξέρω, φύλαξα τα δικά μου παιδιά και κανένα δε χάθηκε. Κι έτσι μείναμε όλοι μαζί μέχρι να φτάσουμε στην Τσεχοσλοβακία. Στην Ουγγαρία ήρθαν από τον Ερυθρό Σταυρό μέσα στα βαγόνια.
Σ’ αυτήν την περίοδο τα παιδιά της τρίτης γενιάς μεγαλώνουν. Η τρίτη γενιά, στην πλειοψηφία, δε μιλάει ελληνικά στην οικογένεια. Η αφομοίωση μερικώς με τους γονείς τους, και σχεδόν ολοκληρωτικά με τα παιδιά, έχει αρχίσει. Τα παιδιά της τρίτης γενιάς αισθάνονται ευτυχισμένα στο τσεχοσλοβάκικο περιβάλλον και η σκέψη για την πατρίδα γίνεται ένα μακρινό όνειρο. Η προσπάθεια τώρα για την καλλιέργεια και διατήρηση της ελληνικής τους ταυτότητας γίνεται μέσω δραστηριοτήτων των ελληνικών οργανώσεων, όπως τα διάφορα Πανελλήνια φεστιβάλ, οι εορτασμοί των εθνικών επετείων, συμμέτοχη στα καλλιτεχνικά συγκροτήματα, κ.α. Εξάλλου, όλα τα παιδιά που γεννηθήκανε στην Τσεχοσλοβακία έχουν τσεχοσλοβάκικη υπηκοότητα.
Πρόλογος (αποσπάσματα)
Η εργασία «Ο Ελληνισμός της Τσεχίας» περιλαμβάνει αφηγήσεις των πολιτικών προσφύγων και των παιδιών τους, οι οποίοι ζήσανε στην αναγκαστική πολιτική προσφυγιά πάνω από 30 χρόνια στην Τσεχοσλοβακία και σε άλλες πρώην σοσιαλιστικές χώρες. Οι αφηγητές για πρώτη φορά μίλησαν εκτεταμένα για τα πιο σημαντικά βιώματά τους σε μια περίοδο της ζωής τους στην Ελλάδα της Κατοχής και του εμφυλίου πολέμου. Μίλησαν για τις πρώτες εμπειρίες και τα αισθήματα που διέδωσαν όταν φτάσανε στην Τσεχοσλοβακία. Θυμήθηκαν τις πρώτες δυσκολίες με την άφιξή τους στην Τσεχοσλοβακία. Μίλησαν για τη νοσταλγία και την αγάπη για την πατρίδα μας την Ελλάδα. Αφηγήθηκαν τις εμπειρίες του επαναπατρισμού τους και για τα πρώτα αισθήματά τους όταν ξαναπάτησαν στο πάτριο χώμα.
Είναι απλοί άνθρωποι που συνήθως δε μιλούν, δε γράφουν, που δεν αφήνουν τίποτα πίσω τους για να μη ξεχαστούν. Είναι οι μικροί ήρωες που δεν έχουν συνειδητοποιήσει τον ηρωισμό που δείξανε στην πορεία των γεγονότων για μια διαφορετική Ελλάδα, πιο δίκαιη, πιο ελεύθερη, πιο ανθρώπινη, μετά την Απελευθέρωση από τους καταχτητές, για μια Ελλάδα σοσιαλιστική. Είναι άνθρωποι που κάνανε μικρά όνειρα – να μάθουν γράμματα, να ζουν ειρηνικά με μια ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Είναι οι βουνίσιοι Έλληνες και Ελληνίδες που δεν έσκυψαν το κεφάλι σε κανέναν καταχτητή, που δε συνεργάστηκαν μαζί τους, που δε βολευτήκαν, αλλά βρήκαν τη θέση τους στις γραμμές του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και στο ΔΣΕ ως αντάρτες και αντάρτισσες. Ήταν και παιδιά αετόπουλα σύνδεσμοί και βοηθοί. Ήταν γυναίκες τραυματιοφορείς και «μάνες».
Στις τελευταίες δύο δεκαετίες, όταν τα ταμπού για τα γεγονότα του ελληνικού εμφυλίου πολέμου έχουνε πέσει ως ένα βαθμό (αν και η επίσημη Ελλάδα προτιμά «να ξεχάσει» αυτό το κομμάτι της σύγχρονής της ιστορίας) στην αρχή, δειλά-δειλά και σήμερα κάπως πιο «γοργά», οι ιστορικοί ερευνητές στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες αρχίσανε να ασχολούνται με την καταγραφή και ανάλυση προσωπικών μαρτυριών και αναμνήσεων των πρώην πολιτικών προσφύγων. Ο κάθε ερευνητής ενδιαφέρεται για τους δικούς του λόγους και σκοπούς. Λίγοι είναι όμως οι πολιτικοί πρόσφυγες που έχουνε μιλήσει και ακόμα πιο λίγοι είναι αυτοί που μιλήσανε έξω από τα σύνορα της Ελλάδας. Αν και έχουνε δημοσιευτεί αρκετά βιβλία με αναμνήσεις και προσωπικά βιώματα, λίγα είναι αυτά που έχουνε ασχοληθεί με τους απλούς ανθρώπους, τους «στρατιώτες» του Κόμματος και τους απλούς μαχητές και τις μαχήτριες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ). Όσο αφορά τα παιδιά του ελληνικού εμφυλίου πολέμου που μεταφέρθηκαν στις Λαϊκές Δημοκρατίες έχουν δημοσιευτεί αρκετά στοιχεία. Οι αφηγήσεις των «παιδιών» μας συμπληρώνουν αυτά τα στοιχεία με τις προσωπικές τους εμπειρίες και ελπίζουμε να συμβάλλουν στην παραπέρα έρευνα για το πώς και γιατί βρεθήκανε έξω από τα σύνορα της Ελλάδας, και για το πώς ζήσανε και δημιουργήσανε όλα αυτά τα χρόνια.
(…) Οι νέοι ήταν μαχητές και μαχήτριες του ΔΣΕ ή άνθρωποι που βοηθούσαν τους αντάρτες. Τα παιδιά του 1948, τα παιδιά που μεταφέρθηκαν στις σοσιαλιστικές χώρες και συγκεκριμένα στην Τσεχοσλοβακία, ήταν παιδιά που μεγάλωναν σε ένα πολεμικό κλίμα και τα περισσότερα κατάγονται από τη Βόρεια Ελλάδα. Οι αφηγητές προέρχονται από αγροτικές ΕΛΑΣίτικες οικογένειες που πήραν μέρος στον εμφύλιο πόλεμο με την πλευρά του ΔΣΕ. Όλοι είναι εθελοντές εκτός από έναν που τον «πήραν με το ζόρι» στην επιστράτευση το 1948. Υπάρχει και μία γυναίκα που ακολούθησε τα γυναικόπαιδα «για να γλυτώσει», μια και αυτή προέρχονταν από οικογένεια που βοηθούσε τους αντάρτες. Ο πιο ηλικιωμένος αντάρτης τώρα είναι πάνω από 90 χρονών και πήρε μέρος στο Αλβανικό Μέτωπο, στον ΕΛΑΣ και στον εμφύλιο πόλεμο. Ο πιο μικρός αντάρτης ήταν τότε 16 χρονών και πήγε εθελοντικά στο βουνό, στην επιστράτευση, διότι «αγαπούσε τα όπλα». Μεταξύ των 40 αφηγητών μας είναι και γυναίκες «μάνες», κορίτσια τότε που έγιναν υπεύθυνες για τη μεταφορά των παιδιών στην Τσεχοσλοβακία και μία ήταν και τραυματιοφορέας. Οι υπόλοιποι αφηγητές είναι παιδιά των πολιτικών προσφύγων.
Οι αφηγητές είναι από τα χωριά: Λαγκαδιά Αριδαίας, Πέλλας, Βοβούσα Ζαγαριών Ηπείρου, Βερδικούσια Ελασσόνας, Λάρισας, Ευκαρπία Νιγρίτας, Σερρών, Πευκόφυτο Καστοριάς, Πολύκαστρο Κιλκίς, Αμπελιές Γιαννιτσών, Φυτώκι Κοζάνης, Γλυκονέρι Καστοριάς, Μεταμόρφωση Κιλκίς, Σπηλαίο Γρεβενών, Μεγαπλάτανο Αριδαίας, Πέλλας, Αετομηλίτσα Γράμμου, Ασπρονέρι Καστοριάς, Νότια Πέλλας, Μεγάλη Στέρνα Κιλκίς, Κυανή Διδυμοτείχου, Έβρου, Πρόδρομο Καρατζόβα, Πέλλας, Μηλιές Βόλου, Βράχο Καστοριάς.
Οι πιο χαρακτηριστικές αφηγήσεις:
Γεώργιος Χαμονικόλας (ψευδώνυμο Βολιώτης)
Ο Γεώργιος γεννήθηκε το 1927 στο χωριό Μιλιές του Βόλου. Στην Αντίσταση (ΕΑΜ/ΕΛΑΣ) μπήκε στα 17 για να εκδικηθεί το θάνατο του πατέρα του, τον οποίο τον είχαν εκτελέσει οι Γερμανοί το 1943. Τη μάνα του την έχασε όταν ήταν 4 χρονών. Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας έφυγε στο βουνό με τους πρώτους αντάρτες το 1946. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες και ο ίδιος έζησε την τραγωδία της Νιάλας. Ο Γεώργιος ακόμα βλέπει εφιάλτες και δεν μπορεί να ησυχάσει. Τώρα μένει στην Τσεχία στην πόλη Μπρνο. Μας μίλησε με μεγάλη συγκίνηση για το ενδιαφέρον που επιτέλους κάποιος έδειξε για τη ζωή του σε εκείνη την ταραγμένη εποχή στην Ελλάδα. Η αφήγησή του περιέχει τα περισσότερα στοιχεία που διακρίνουμε στις αφηγήσεις των ανταρτών. Επιπλέον είναι ο μόνος αφηγητής μας που έζησε το επεισόδιο της Νιάλας. Ο Γιώργος ήταν και είναι πιστός στα ιδανικά του ΚΚΕ και γι’ αυτό μιλάει με πόνο για τα προβλήματα που εμφανίστηκαν μετά τις ανατροπές στην Τσεχοσλοβακία σχετικά με την κομματική ταυτότητα των Ελλήνων κομμουνιστών στην Τσεχοσλοβακία. Αισθάνεται «εγκαταλειμμένος» αλλά συνεχίζει να πιστεύει στο Κόμμα του και στα ιδανικά για τα οποία θυσίασε τα πάντα. Και δεν είναι ο μόνος που νιώθει αυτή την πικρία και «πόνο» μεταξύ των αφηγητών μας. Γι’ αυτούς τους απλούς κομμουνιστές είναι η μεγαλύτερη ήττα που υπέστησαν, πιο μεγάλη κι από «την προδοσία της Συμφωνίας της Βάρκιζας».
«Όταν πήγα στο 54ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, δε με ήθελαν διότι ήμουν μικρός. Εγώ με το τίποτα δεν ήθελα να επιστρέψω πίσω και τους είπα την αλήθεια, ότι δεν είχα κανέναν (η μάνα μου πέθανε όταν ήμουν 4 χρονών) και οι φασίστες Γερμανοί σκοτώσανε τον πατέρα μου. Με άφησαν στην Υποδειγματική του 54ου Συντάγματος, που μόλις είχε δημιουργηθεί. Γυρίζαμε στην περιοχή για να ξεσηκώσουμε τον κόσμο να πολεμήσει τον καταχτητή. Παίρναμε μέρος και στις μάχες, όπως στο Κιλελέρ της Λάρισας. Με το να βγεις αντάρτης ήξερες ότι ξεκινούσες και μια νέα ζωή, την κομματική σου ζωή (ΚΚΕ). Εγώ δεν ήξερα πολλά πράγματα, (ο πατέρας μου ήταν στο εργατικό κίνημα) αλλά ήξερα που ανήκω. Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας (1945), παρέδωσα το όπλο μου στη Γεωργική Σχολή της Λάρισας. Όλοι κλαίγαμε με μαύρα δάκρυα. Λέγαμε ότι ήταν προδοσία. Να έβλεπες τους αντάρτες, μαντραχαλάδες, ψηλοί, παλικάρια, να σκύβουν το κεφάλι και να κλαίνε. Τον Άρη (Βελουχιώτη) τον είδα μια φορά στα Τρίκαλα, ένα παλικάρι, αγνός αγωνιστής και κομμουνιστής, που καμιά μάνα δεν έχει γεννήσει ακόμα τέτοιον άνθρωπο. Καμιά μάνα. Με ενθουσίαζε το όνομα του Άρη και του Σαράφη. Στη Λάρισα τραγουδούσανε κι ένα καραγκούνικο τραγούδι «Με αρχηγούς τον Άρη και τον Σαράφη μας, ταρατούι, ταρατούι, βάυ, βάυ, ταρατούι, βάυ, βάυ…». Γυρίσαμε στα σπίτια μας. Εγώ δέχτηκα μια ψυχολογική πίεση και τρομοκρατία από την αντίδραση του χωριού μου, η οποία ήθελε να πάω μαζί τους. Και τι δε με λέγανε – άτιμο, ότι ήθελα να πάρω τις περιουσίες τους, κτλ. Αναγκάστηκα να φύγω από το χωριό μου και πήγα στο τσιφλίκι του Παπαγεωργίου, στη Μπακρίνα, Λάρισα.
Μια μέρα ήρθε κάποιος και μας ρώτησε, ήμασταν μια ομάδα 12 άτομα, αν θέλουμε να βγούμε αντάρτες. Και βγήκαμε το 1946 από τα Αμπελάκια, είναι ένα χωριό στη Λάρισα.
Στο Γράμμο ήμουν στο τάγμα του Βασίλη Νταϊλιάνη (μετά τον κατέβασαν στο βαθμό λοχαγού για μερικά λάθη…). Ήμουνα διμοιρίτης στο λόχο του Γιώργου από τα Φάρσαλα (η διμοιρία έχει 39-40 άτομα, δηλαδή τρεις ομάδες. Η κάθε ομάδα είχε 13 άτομα.). Περάσαμε πολλές δυσκολίες, πεινάσαμε, αλλά είχαμε την πίστη μας. Εγώ αμφισβητούσα τα πάντα, εκτός από την πίστη μου σ’ ένα καινούργιο και δίκαιο μέλλον. Ήμουν έτοιμος να δώσω τη ζωή μου για τα ιδεώδη μας, για το Κόμμα μας το ΚΚΕ. Και γι’ αυτό πόνεσα αφάνταστα και ακόμα πονάω. Με χτύπησε βαριά η απόφαση που πάρθηκε το 1989, μετά τις ανατροπές εδώ (Τσεχοσλοβακία) να παραδώσουμε τα κομματικά μας βιβλιάρια, να διαλύσουμε τις κομματικές μας οργανώσεις (του ΚΚΕ)… Πώς μπορούσα να ανεχτώ αυτό το πράγμα (όπως και πολλοί άλλοι), εγώ ΕΛΑΣίτης, κομμουνιστής, μέλος του ΚΚΕ από το 1943, μαχητής του ΔΣΕ από το 1946!!!... Και μια μέρα να μας πάρουν τα βιβλιάρια και να μας πουν όποιος θέλει να μπει στο τσέχικο κόμμα!!! Ήταν χειρότερο και από την ημέρα που παραδώσαμε τα όπλα μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας… Και βέβαια είμαι ευτυχισμένος που μετά από 15 χρόνια μας θυμήθηκε το Κόμμα μας, αλλά η πίκρα, ο πόνος μας είναι μεγάλος. Βέβαια, εμείς θα συνεχίσουμε, αλλά τι μπορούσαμε να πούμε στους νέους μας όλα αυτά τα χρόνια ότι το Κόμμα μας ξέχασε, που γι’ αυτό το Κόμμα δώσαμε τα πάντα, και ακόμα δίνουμε, και θα δώσουμε ακόμα και τη ζωή μας… Αλλά να συνεχίσω για τη ζωή μου ως μαχητής του ΔΣΕ.
Θα σου πω για την Νιάλα και τον ελιγμό μας από το Γράμμο στο Βίτσι. Είχαν αρχίσει οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, 1947 (σ.σ. επιχείρηση «Αετός του κυβερνητικού στρατού, 5 Απριλίου-6 Μαΐου). Μας είχανε στριμώξει για τα καλά. Και είπαμε να ανεβούμε στην Νιάλα, ένα ύψωμα γυμνό, στ’ Άγραφα, για να ξεφύγουμε τον κλοιό. Ξαφνιαστήκαμε όταν φτάσαμε εκεί, είδαμε τα αντίσκηνα του κυβερνητικού στρατού. Μας είχαν προλάβει. Και ο καιρός ήταν, τι να σου πω, να κρύσταλλα χιόνι έπεφταν από τον ουρανό… Κρύο, παγωνιά, χιονοθύελλα… Μπροστά τα αντίσκηνα δεν είχαν σκοπούς. Με το που μπαίνουμε μέσα, βλέπουμε κουκουλωμένους στρατιώτες. Με μια κίνηση του κεφαλιού, σιωπηλά μας έδειξαν τις σταφίδες και το κονιάκ στα σακίδια τους, για να πάρουμε. Κανένας δεν ήταν σε θέση να χρησιμοποιήσει το όπλο του, όλα ήταν παγωμένα. Οι καιρικές συνθήκες μας «συμφιλίωσαν». Κανένας δεν πείραξε κανέναν εκείνη τη στιγμή. Μόνο μετά το μάθαμε, ότι μερικά κομματικά στελέχη από τα Τρίκαλα ή από την Καρδίτσα, για να αποφύγουν τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις είχαν και αυτοί ανεβεί στην Νιάλα, είχαν μπει σε ένα άδειο αντίσκηνο και τους έπιασε ο ύπνος. Το πρωί τους βρήκαν και τους εκτελέσανε… Εμείς δεν ξέραμε ότι ήταν εκεί, μα ούτε καν μείναμε μέσα στα αντίσκηνα, ούτε καν κλείσαμε μάτι… Αφού πήραμε τις σταφίδες και το κονιάκ υποχωρήσαμε σ’ ένα άλλο ύψωμα, και το πρωί φύγαμε από κει. Εκεί πάγωσε το σαγόνι μου…
Εκεί στείλαμε τους τραυματίες. Κανένας δε μας βοήθησε στον ελιγμό, ούτε οι Αλβανοί, κανένας. Τα παλικάρια της 6ης σειράς τους αποπροσανατόλισε. Κι εμείς περάσαμε άνετα από το μονοπάτι… Τότε είχαμε ένα αρχηγό του Βερμίου. Ο Πάνος. Περάσαμε στο Βατοχώρι. Και εκεί πέσαμε ψόφιοι. Κουρασμένοι, νηστικοί, τρεις μέρες δεν είχαμε φάει. Μετά από δύο ώρες, μας ξυπνήσανε για να γίνει η καταμέτρηση και η αναδιοργάνωση του τάγματος. Τρεις λόχους, στον τρίτο του Νταλιά ήμουν κι εγώ. Ο Νταλιάς ονόμασε τρεις διμοιρίτες, πρώτη διμοιρία – ο Ζαχαρόπουλος Αχιλλέας, οδοντογιατρός, μ’ ένα μάτι, είχε τραυματιστεί σε κάποια μάχη. Δεύτερη εγώ και τρίτη ένας μακεδόνας, τον λέγανε Τράικο. Εκεί γίνανε μεγάλες μάχες. Μετά την αναδιοργάνωση πέσαμε να κοιμηθούμε, αλλά σε λίγο πάλι μας ξυπνήσανε για το συσσίτιο. Μας δώσανε δύο πατάτες τον καθένα, βρασμένες με τη φλούδα τους… Τις φάγαμε μονομιάς, αλλά εγώ περίμενα και παράπονα. Κανένας δεν είπε τίποτα. Ούτε ένα παράπονο. Ούτε λέξη. Δεν είχαμε απαιτήσεις. Καμιά. Διότι ήμασταν εθελοντές. Εμείς ξέραμε τι θα τραβήξουμε, τα περιμέναμε αυτά που τραβήξαμε… αλλά πιστεύαμε στο καλύτερο μέλλον. Μετά από δεκαπέντε λεπτά ήρθε κι ένας σύνδεσμος πάνω σε άσπρο άλογο. Τα είπαν με τον Νταλιά και δόθηκε εντολή να προχωρήσουμε για άγνωστη κατεύθυνση. Μετά από δύο ώρες πορεία, ο σύνδεσμος μας είπε να σταματήσουμε και μας έδειξε τα υψώματα που έπρεπε να πιάσουμε, δεξιά τα Γκλάβατα (του Ζαχαρόπουλου Αχιλλέα), μπροστά μας η Κούλα (δικό μου), αριστερά μας το Πλατύ (του Τράικου από τα Κουλκουθούρια). Όλα αυτά τα υψώματα έπρεπε να τα πιάσουμε. Έπρεπε να φτιάξουμε χαρακώματα διότι όπως μας είπαν από τη Φλώρινα κινήθηκε στρατός. Μα πώς να τα φτιάξουμε, αφού δεν είχαμε τίποτα ούτε κασμάδες, ούτε φτυάρια, τίποτα. Θύμωσε ο Νταλιάς διότι δεν του το είπα όταν ήμασταν στο Βατοχώρι. Μα εγώ δεν ήξερα για πού τραβήξαμε.
Τότε ο Τράικο πήρε δυο-τρεις αντάρτες και πήγε στο Βατοχώρι και μας έφερε κασμάδες και φτυάρια. Μέχρι το πρωί σκάβαμε και μας βοήθησε και το χώμα στην Κούλα που δεν έχει και πολλές πέτρες. Δεν έκανε ούτε κρύο. Όταν το πρωί ήρθε ο Πάνος με το επιτελείο να ελέγξουν τα χαρακώματα μείνανε ευχαριστημένοι. Ο Πάνος με ρώτησε από πού είμαι και μου είπε ότι οι Βολιώτες φημίζονται σαν «κουραμπιέδες», δηλαδή αγαπάν το εύκολο, το γλυκό, το καλό. Του απάντησα ότι στον ΕΛΑΣ μας διαπαιδαγώγησαν όχι σαν κουραμπιέδες, αλλά σαν αγωνιστές και κομμουνιστές. Μ’ αγκάλιασε, μ’ έσφιξε απάνω του και μου είπε ότι κανένας δε θα υποχωρήσει σήμερα χωρίς εντολή. Στο Βίτσι ο πόλεμος δεν ήταν πια παρτιζάνικος, είχε πάρει τη μορφή πολέμου κατά μέτωπο. Και οι δύο πλευρές ξέραμε που βρισκόταν η άλλη. Εκείνη τη νύχτα άκουσα κάτι θορύβους και όταν πήγα να δω τι γίνεται, είδα να κατεβάζουν από μουλάρια τρόφιμα, μαρμελάδα, σαλάμι, κονσέρβες, τσιγάρα χωρίς την προέλευση τους, χλαίνες. Ναι, στην αρχή δεν είχαμε καμιά βοήθεια, μόνο προς το τέλος…
»Για να σωθούν τα παιδάκια… Παιδοσώσιμο» Μέρος Δεύτερο
Η διοργάνωση και οι προετοιμασίες από την Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση του Βουνού (ΠΔΚ) για την απομάκρυνση των παιδιών από τις εμπόλεμες περιοχές του εμφυλίου δεν έγινε σε μία ατμόσφαιρα χάους. Έγινε με πολλή δουλειά και υπευθυνότητα. Πριν από την έναρξη του εμφυλίου πολέμου, από το 1945 ακόμη στο Μπούλκες της Γιουγκοσλαβίας είχε ιδρυθεί ο παιδικός σταθμός για περίπου 100 παιδιά. Αυτά ήταν τα παιδιά των πρώτων ανταρτών, όπως επίσης και παιδιά των φυλακισμένων και εκτελεσμένων. Το Μπούλκες ήταν μια μικρή πόλη, στην οποία ζούσαν Γερμανοί πριν το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Διώχτηκαν από κει για τη συνεργασία τους με τους χιτλερικούς. Η άδεια πόλη παραχωρήθηκε στους Έλληνες αντάρτες του ΔΣΕ και γενικά στους καταδιωκόμενους Έλληνες μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας και μετά την απελευθέρωση της Γιουγκοσλαβίας από τους Γερμανούς καταχτητές.
Πάνω από 30 χρόνια για το ζήτημα του εκπατρισμού των παιδιών των ανταρτών, το λόγο είχε μόνο η «άλλη πλευρά», των αστικών κυβερνήσεων της Ελλάδας. Με την επίσημη καταγγελία της ελληνικής κυβέρνησης προς τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, στις 27 Φεβρουαρίου 1948, για την «αρπαγή παιδιών» ή για τη διάσωση των παιδιών από την πλευρά της ΠΔΚ από τις εμπόλεμες περιοχές, και συγκεκριμένα από την Ήπειρο, Δυτική Μακεδονία και Θράκη, άρχισε και «ο πόλεμος των παιδιών». Η πλευρά της αστικής κυβέρνησης υποστήριζε ότι τα «αρπαγμένα παιδιά» θα γινότανε «γενίτσαροι» για την καταστροφή της φυλής μέσω της κομμουνιστικής και αντεθνικής διαπαιδαγώγησής τους.
Είναι δύσκολο να πιστέψουμε στην «αρπαγή των παιδιών» όπως προπαγανδιζόταν επί χρόνια από τους διάφορους μηχανισμούς στην Ελλάδα και στη Δύση, διότι οι ίδιοι οι γονείς και οι συγγενείς πήραν μέρος σ’ αυτή την απομάκρυνση. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν πάρθηκαν παιδιά «κατά λάθος», αλλά μερικά από αυτά τα παιδιά επιστρέψανε στην Ελλάδα όταν οι γονείς ή οι συγγενείς ζητήσανε την επιστροφή τους μετά από την επέμβαση του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και τη γραπτή αίτηση των γονιών που ζούσανε στην Ελλάδα ή σε χώρες όπου είχαν μεταναστεύσει. Επιπλέον, μετά την αποτυχία του προπαγανδιστικού σχεδίου της ελληνικής κυβέρνησης, η ίδια απέρριψε την έγκριση πολλών παιδιών που ήταν προετοιμασμένα σε ειδικές αποστολές να επιστρέψουν στην πατρίδα τους.
Όσο για το επιχείρημα ότι τα παιδιά προετοιμαζότανε να εισβάλουν στην Ελλάδα ως «γενίτσαροι» και αυτό απέτυχε, αν και «η σχετική φιλολογία παρέμεινε εξαιρετικά ενεργός στα χρόνια που ακολούθησαν. Αποδείχθηκε μάλιστα ιδιαίτερα στέρεη και μακρόβια, καθώς μεταγραμμένη στο νομικό επίπεδο, εμπόδισε σε μερικές περιπτώσεις εμποδίζει ακόμα την παλιννόστηση αυτών των υποθετικών «γενιτσάρων». (Γ. Μαργαρίτης, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2001, σ. 606).
Οι λόγοι της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης για τον εκπατρισμό των παιδιών προς τις Λαϊκές Δημοκρατίες, βρίσκουν σύμφωνους και τους αφηγητές μας που ήταν μέρος αυτής της επιχείρησης:
• Ο υποσιτισμός των παιδιών της Ελεύθερης Ελλάδας
• Η βαρβαρότητα του μοναρχοφασισμού
• Η καταστροφή των χωριών τους
• Οι εκτοπίσεις του πληθυσμού για να μη βοηθούν τους αντάρτες
• Τα περισσότερα χωριά ήταν στις εμπόλεμες περιοχές και κοντά στο μέτωπο των επιχειρήσεων.
• Η διαταγή της Φρειδερίκης να συγκεντρώσουν όλα τα παιδιά στα κέντρα για να τα μετατρέψουν σε γενίτσαρους και να τα βάλουν αναγκαστικά στις αγαπητές της, χιτλερικές οργανώσεις
• Οι άνανδροι βομβαρδισμοί των ανυπεράσπιστων γυναικόπαιδων
Σύμφωνα με τις αφηγήσεις των τότε παιδιών και ομαδαρχισσών («μάνες» ή «θείες»), φαίνεται ότι όλα ήταν προμελετημένα μέχρι την πιο μεγάλη λεπτομέρεια και μυστικότητα στα χωριά τους – το δρομολόγιο, οι καταστάσεις με τα ονόματα των παιδιών και την ηλικία τους ανά χωριό και περιοχή, οι οδηγίες προς τις ομαδάρχισσες για την προστασία των παιδιών στο δύσκολο ταξίδι, η προστασία των παιδιών από δύο-τρεις αντάρτες στην πορεία προς τα σύνορα, όπως και οι σύνδεσμοι και οι υπεύθυνοι Αλβανοί, Γιουγκοσλάβοι και Βούλγαροι στα σύνορα και στα χωριά, όπου εγκαταστάθηκαν τις πρώτες μέρες τα παιδιά. Τα υγειονομικά συνεργεία με γιατρούς και νοσοκόμες τους υποδεχότανε πρώτοι. Ακόμα και οι κάτοικοι των αλβανικών, γιουγκοσλάβικων και βουλγάρικων χωριών όταν ξαφνικά βλέπανε τα παιδιά στα χωριά τους, τρέχανε να τους προσφέρουνε ότι μπορούσανε. Ως επί των πλείστον, τα παιδιά ήταν από ανταρτοκρατούμενα χωριά και περιοχές και οι συνοδοί τους, «μάνες» και αντάρτες ήταν από τα μέρη τους. Δηλαδή όπως οι γονείς, έτσι και τα ίδια τα παιδιά τους γνωρίζανε. Επίσης, ολόκληρες οικογένειες από χωριά όπου αναμενότανε σκληρές μάχες και βομβαρδισμοί (Γράμμος, Βίτσι) είχαν μεταφερθεί «προσωρινά» στην Αλβανία για τη δική τους προστασία ήδη από το 1946. Υπήρχαν και «μάνες» που δεν είχαν τα ονόματα των παιδιών σε ονομαστικές καταστάσεις, αλλά συνήθως αυτές είχαν μέχρι 15 παιδιά στην ομάδα τους και όλα τα παιδιά τα ήξεραν «ένα-ένα» αφού ήταν από το χωριό τους. Οι αφηγήσεις των παιδιών, όπως και των ενηλίκων επιβεβαιώνουν αυτές τις σημαντικές λεπτομέρειες για το πώς και γιατί έπρεπε τα παιδιά των ανταρτών να σωθούν με την έναρξη της τρομοκρατίας μετά τα Δεκεμβριανά 1944 και τη Συμφωνία της Βάρκιζας 1945.
Το κείμενο που ακολουθεί είναι η αφήγηση της Άρτεμης Ορφανίδου από το χωριό Βράχο Καστοριάς. Είναι ένα τμήμα της ζωής της γεμάτο δράμα και γεγονότα του εμφυλίου πολέμου, το οποίο αντιπροσωπεύει και περιλαμβάνει όσα ζήσανε σχεδόν όλοι οι αφηγητές μας. Η Άρτεμη είναι από τα παιδιά των 14 χρονών που ωριμάσανε πρόωρα και που δεν προλάβανε να ζήσουν μια παιδική ζωή. Επιπλέον, έτσι όπως τα έφερε τα πράγματα η ζωή και τα διάφορα γεγονότα, σαν αετόπουλο, έπρεπε να γίνει και υπεύθυνη για τα παιδιά του χωριού της και αυτών από το Γλυκονέρι Καστοριάς όταν πήραν το δρόμο για το μεγάλο ταξίδι της ξενιτειάς.
Η δεύτερη φυγή στην Αλβανία
Μεσολάβησε το Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας, το πρώτο, δε θυμάμαι, στην Πράγα ήταν ή στο Βελιγράδι; Εκεί πήγαν και οι αντάρτες, οι ΕΠΟΝίτες. Και εκεί θέσανε το θέμα για τα παιδιά από τις εμπόλεμες περιοχές στην Ελλάδα.
Όταν γυρίσανε οι αντάρτες πηγαίνανε από χωριό σε χωριό και μας λέγανε ότι οι Λαϊκές Δημοκρατίες δέχονται τα παιδιά και όποιος θέλει να δώσει τα παιδιά τους μέχρι να περάσει αυτή η αναμπουμπούλα. Και θυμάμαι ο κόσμος έδινε ακόμα και τα βυζανιάρικα, αυτά που τα βύζαιναν, αλλά αυτά δεν τα παίρνανε. Τα παιδιά έπρεπε να είναι από 5 μέχρι 14 χρονών και να έχουν και μία υπεύθυνη. Βγάλανε την αδερφή μου. Η αδερφή μου αρνήθηκε διότι είχε μεσολαβήσει ο σκοτωμός του αδερφού μου Κώστα (Βακαλόπουλο) το Μάρτιο 1948.
Μια μέρα ήρθε ο αδερφός μου και είπε στη μάνα μου ότι δε θα τον δει δύο χρόνια. Θα τους πηγαίνανε κάπου στις Λαϊκές Δημοκρατίες για εκπαίδευση σε αξιωματική σχολή. Αλλά πριν φύγει έπρεπε να πάει σε κάποια επιχείρηση για την οποία τους είχαν ειδοποιήσει από το Άργος Ορεστικό της Καστοριάς. Είχαν μαζέψει τρόφιμα για τους αντάρτες. Πήγε ο αδερφός μου κι εμείς ακούγαμε ότι προδόθηκαν. Ακούγαμε τους πυροβολισμούς στο χωριό Βιτάλη. Τους βάζανε από το Άργος Ορεστικό. Μια οβίδα τον χτύπησε στην πλάτη και τραυματίστηκε πολύ βαριά. Εμείς εκείνο τον καιρό σαν αετόπουλα φυλάγαμε, παρακολουθούσαμε ποιος τρέχει, ποιος δε βαδίζει κανονικά, ποιος συμπεριφέρεται ύποπτα στις κινήσεις του, εάν κρύβεται στα χωράφια, κλπ., και έπρεπε να ειδοποιούμε αν βλέπαμε κάτι ύποπτο. Για να περάσουν από το χωριό μας όλοι έπρεπε να δείχνουν φύλλο πορείας σ’ ένα γραφείο στο χωριό μας.
Εγώ με τη φίλη μου τη Στεριανή, σαν αετόπουλα, φυλάγαμε. Τότε είδαμε τους αντάρτες να έρχονται. Οι ελαφρά τραυματισμένοι ήταν καβάλα στα ζώα, ενώ τους βαριά τραυματίες τους είχαν σε φορεία. Ο μόνος που ήταν βαριά τραυματισμένος ήταν ο αδερφός μου. Εμάς τα αετόπουλα μας σεβότανε οι αντάρτες. Ρώτησα αν μπορούσα να δω τον αντάρτη στο φορείο. Χαμήλωσαν το φορείο αλλά εγώ δεν τον γνώρισα τον αντάρτη. Το πρόσωπο του ήταν χλωμό, χώματα στο πρόσωπο… τους πήγανε στο αναρρωτήριο. Στη Στεριανή είπα «αυτόν τον αντάρτη θα τον κλάψει η μάνα του». Τρέχω ξωπίσω τους να τους δείξω το αναρρωτήριο. Αυτοί είχαν μπει στο δικό μας σπίτι. Τους φωνάζω όχι εκεί, όχι εκεί. Η μάνα μου είχε πάει να ρωτήσει τους αντάρτες για τον αδερφό μου. Η αδερφή μου ήταν στο σπίτι. Βγήκε στην αυλή και την άκουσα να φωνάζει «Κότσο, αδερφέ μου!»
Ανάψαμε φωτιά. Ήρθε και η μάνα μου. Ο αδερφός μας, μας καθησύχασε «Μην ανησυχείτε, θα γίνω καλά, μόνο τα πόδια μου κρυώνουνε». Με τόση φωτιά δε ζεσταίνονταν οι φτέρνες του. Ήταν λάθος που δεν τους δίνανε να πίνουν. Μετά που μεγάλωσα το έμαθα αυτό. Και μας ξαναλέει: «Μην ανησυχείτε, δε θέλω να κλαίτε κι εγώ θα γίνω καλά». Τον πήραν από το σπίτι μας να τον παν στο Γράμμο στο νοσοκομείο ή στην Αλβανία. Η αδερφή μου είπε ότι θα πάει μέχρι σ’ ένα σημείο μαζί του και θα γυρίσει. «Θα πας της λέει η μάνα μου κι εγώ θα αγναντεύω την άλλη μέρα. Θα δω αν φοράς μαύρο η άσπρο μαντίλι». Η αδερφή μου τον συνόδεψε τον αδερφό μας μέχρι το Γλυκονέρι και εκεί ο αδερφός μου πέθανε. Τα τελευταία λόγια του ήταν «Δε λυπάμαι που εγώ θα πεθάνω, αλλά λυπάμαι για το ποιος θα πολεμά στη θέση μου». Τ’ άλλα μου αδέρφια ήταν φυλακή. Η αδερφή μου του απάντησε «Εσύ θα γίνεις καλά κι εγώ θα πολεμήσω στη θέση σου».
Ήρθε η αδερφή μου πίσω. Είπα στη μάνα μου να μην κλαίει. Της λέω «Μην κλαίς και μη σκούζεις διότι ακούν οι εχθροί μας και χαίρονται, ακούν οι φίλοι μας και λυπούνται». Αυτό θυμάμαι.
Κι έτσι η Ευανθία είχε δώσει το λόγο της στον αδερφό μου να πολεμήσει στη θέση του και αρνήθηκε να συνοδέψει τα παιδιά. Τότε διάλεξαν εμένα. Ήμουν 14, αλλά εμείς πρόωρα ωριμάζαμε. Κι εγώ δεν ήθελα να πάω, ήθελα να πάω με την αδερφή μου στο βουνό. Αλλά μου είπαν ότι ήταν καθήκον. Και συμφώνησα να συνοδέψω τα παιδιά.
Ήταν 32 παιδιά από το χωριό μας, το Βράχο και τη Λάγκα και βάλανε και μια γυναίκα από το χωριό μας, τη Γλυκερία Μέλιου, η οποία η ίδια είχε τέσσερα παιδιά και ο άνδρας της ήταν αντάρτης. Κι έτσι συνοδέψαμε τα παιδιά. Ήταν από 5 έως 14 χρονών.
Και φτάσαμε στην Αλβανία πάλι με τα πόδια. Τα παιδιά δεν κλαίγανε. Φεύγανε από την αναμπουμπούλα του πολέμου. Φεύγαμε από τους βομβαρδισμούς. Ξέρεις τι θα πει να έρχονται αεροπλάνα. Εγώ η ίδια ήθελα να ανοίξει η γης για να κρυφτώ. Φοβόμουν πάρα πολύ τα αεροπλάνα. Μας συνόδευαν οι αντάρτες. Τα χωριά που περνούσαμε μας δίνανε να φάμε ότι είχανε. Περνούσαμε από ανταρτοκρατούμενα χωριά.
Φτάσαμε στα σύνορα με την Αλβανία. Δε θυμάμαι πώς το λέγανε το χωριό. Κρυσταλλοπηγή; Εκεί μένανε πιο πολλοί Σλαβομακεδόνες. Μας περιποιηθήκανε κι αυτοί. Τη νύχτα ήρθαν στρατιωτικά αυτοκίνητα μέσα στο ελληνικό έδαφος. Είχαν τα φώτα σβησμένα. Μας βάλανε στα αυτοκίνητα και μας κατεβάσανε στην Κορυτσά. Δε θα ξεχάσω στην Κορυτσά ο κόσμος μας περίμενε. Τους είχαν ειδοποιήσει, ότι θα πάρουν τα παιδιά στα σπίτια τους μέχρι που να δουν που θα τα πάνε. Και θα τους δίνανε διπλό δελτίο για τρόφιμα. Υπήρχαν αντιδραστικοί που αγόραζαν τα τρόφιμα και τα πετούσαν, τα κατάστρεφαν. Γι’ αυτό τότε είχαν δελτία με τα οποία ψωνίζανε, για να μη γίνεται σπατάλη.
Στην Κορυτσά, θυμάμαι το εξής. Σ’ ένα κτήριο, φωτισμένο, μπορεί να ήταν το Μέγαρο της πόλης, μας κατεβάζανε αγκαλιά από τα αυτοκίνητα και αγκαλιά μας ανεβάζανε πάνω στις σκάλες μέχρι την αίθουσα. Ήταν μια ωραία αίθουσα, φωτισμένη, με πολυελαίους. Ξέρεις, να έρχεσαι από μέσα από τα κατσάβραχα και να βρεθείς σε μια τέτοια πολυτέλεια…
Η Γλυκερία είχε πρόβλημα με το στομάχι της. Ήταν πολύ καλή γυναίκα. Μαζεύτηκε σε μια γωνιά κι εγώ μάζεψα τα παιδιά. Τους είπα να μη φεύγουν από κοντά μου. Εγώ είχα την ευθύνη. Για να μιλάν μαζί μας οι Αλβανοί είχαν φέρει και Έλληνες, Βορειοηπειρώτες. Εγώ δεν ήθελα να μιλήσω αλβανικά. Τους είπα ότι εγώ θέλω όλα τα παιδιά να είμαστε στην ίδια γειτονιά. Εάν δε γίνεται δε φεύγουμε από δω. Τους φάνηκε παράξενο διότι κανείς άλλος δεν είχε θέσει τέτοιο ζήτημα. Και πράγματι, όλοι ήμασταν στην ίδια γειτονιά. Τα μάζευα τα παιδιά και πηγαίναμε εκδρομή.
Στην αίθουσα μου είχε κάνει εντύπωση η ζέστη. Πουθενά θερμάστρα, πουθενά σόμπα, πουθενά τζάκι κι όμως είχε ζέστη. Πήγα προς το παράθυρο όπου έκανε πιο πολλή ζέστη. Βάζω το χέρι μου κάτω από την κουρτίνα για να βρω από πού έρχονταν η ζέστη. Είχα τον εγωισμό μου, δεν ήθελα να ρωτήσω για να μη νομίζουν ότι στην Ελλάδα δεν ξέραμε από τέτοια πράγματα.
Στις οικογένειες μείναμε μια-δυο βδομάδες. Θυμάμαι στην οικογένεια που έμεινα εγώ με τα πιο μικρά παιδιά, τον Πασχάλη, τη Χρυσούλα, την Ελευθερία ήταν πέντε-έξι χρονών, οι γέροι και ο γιος μιλούσαν ελληνικά. Τότε ακόμα δεν ήξερα τι θα πει Βορειοηπειρώτης. Η γριά είχε καταλάβει ότι ήξερα αλβανικά. Μια μέρα με συμβούλεψε να μη λέω τη λέξη «μουτ» διότι ήταν προσβλητική. Την άκουγε αυτή τη λέξη όταν έλεγα στα παιδιά «τι είναι αυτά τα μούτρα που έκανες» και τους έπαιρνα και τους έπλενα τους μικρούς.
Ο γιος τους και η νύφη τους με πήγαν σινεμά. Εγώ δεν είχα πάει μέχρι τότε σινεμά και για να μη ντροπιάσω την Ελλάδα, δεν το παραδέχτηκα. Δε θυμάμαι πώς λεγόταν η ταινία, αλλά στα επίκαιρα πάντα έδειχναν ένα τραίνο να έρχεται καταπάνω σου. Φοβήθηκα. Μετά πήγαμε σε ζαχαροπλαστείο και για πρώτη φορά πάλι έφαγα γλυκό ζαχαροπλαστείου. Εγώ ακόμα έκανα ότι κι αυτό το ξέρω για να μη ντροπιάσω την Ελλάδα. Στο χωριό μας τα γλυκά μας ήταν μαρμελάδες. Δεν είχαμε κρέμες και τέτοια.
Από την Κορυτσά μας πήραν και μας πήγαν στο Έλβασαν όπου μας βάλανε σε κάτι έρημα και βομβαρδισμένα κτήρια. Όλα ήταν σπασμένα μέσα. Μόνο παράθυρα είχε. Εκεί μας δίνανε συσσίτιο. Ήρθε και γιατρός να μας δει. Εμείς τα κορίτσια ντρεπόμασταν να βγάλουμε τα ρούχα μας. Του είπαμε ότι είμαστε μια χαρά. Και αναγκάστηκε να μας εξετάσει πάνω από τα ρούχα.
Σε μια φάση ήρθαν τα παιδιά και μου λένε ότι εκεί στα αποχωρητήρια έχει ένα σκοινί κι όταν το πιάνουνε τους «χοροπηδά». Ναι, κι από ρεύμα δεν είχαμε ιδέα. Πήγα, το είδα, ήταν ψηλά, τα παιδιά πηδούσανε και το ρεύμα τους χτυπούσε. Ήρθε ο υπεύθυνος και μου λέει «Πω-πω, θα σκοτώνονταν τα παιδιά. Αυτό που το λέτε σκοινί εσείς, έχει ρεύμα μέσα».
Κι εκεί μείναμε δύο βδομάδες. Μετά με λεωφορεία πήγαμε στο Μοναστήρι. Οι καλογριές μας περιποιηθήκανε καλά. Εκεί μείναμε μια βδομάδα. Ήμασταν πολλοί εκεί κι από άλλα χωριά. Αλλά ο καθένας μάζευε τα δικά του παιδιά. Σαν την κλώσα που μαζεύει τα πουλάκια της. Το τοπίο ήταν ωραίο. Πριν φτάσουμε στο Μοναστήρι τρεις μέρες διανυχτερεύσαμε σε μια πόλη μέσα στα σχολεία. Εκεί πριν κατεβούμε από τα λεωφορεία μας φέρανε τρόφιμα, νερό.
Από το Μοναστήρι φύγαμε με τραίνα. Εγώ είχα τα δικά μου παιδιά σε δύο κουπέ. Ακόμα και όταν ο εισπράκτορας ήθελε να πάρει μερικά παιδιά διότι ήμασταν πολλοί στα κουπέ, δεν τον άφησα. Έπρεπε να είμαστε όλοι μαζί. Τι θα γινότανε εάν έχανα κανένα παιδιά; Τ’ άλλα τα παιδιά τρέχανε πάνω κάτω στο τραίνο μέχρι να φτάσουμε στη Βουδαπέστη, όπου κόβουν τα βαγόνια, μερικά για την Πολωνία, άλλα για την Τσεχοσλοβακία. Αυτή είναι και η αιτία που εκεί σκορπίστηκαν τότε αδέρφια. Και εγώ χωρίς να το ξέρω, φύλαξα τα δικά μου παιδιά και κανένα δε χάθηκε. Κι έτσι μείναμε όλοι μαζί μέχρι να φτάσουμε στην Τσεχοσλοβακία. Στην Ουγγαρία ήρθαν από τον Ερυθρό Σταυρό μέσα στα βαγόνια.
Φτάνουνε στην Τσεχοσλοβακία
Μετά από μία μικρή ανάσα και τις πρώτες φροντίδες στην Αλβανία και Γιουγκοσλαβία ακολούθησε το τελευταίο ταξίδι – Πολωνία, Ουγγαρία με τελευταίο σταθμό την Τσεχοσλοβακία. Την τρομακτική εικόνα της άθλιας κατάστασης που πρωτοείδαν τα υγειονομικά συνεργεία των γιατρών και νοσοκόμων (όπως δείχνει το φωτογραφικό και άλλο υλικό εκείνης της εποχής), που υποδεχτήκανε τα παιδιά στις στάσεις των σιδηροδρομικών σταθμών της Τσεχοσλοβακίας, η προετοιμασία των οποίων φαίνεται να μην είχε αφήσει τίποτα στην τύχη, δημιούργησε την ακόμα πιο μεγάλη ανταπόκριση των τσεχοσλοβάκων πολιτών να βοηθήσουν τα παιδιά για να ξεχάσουν τις κακουχίες του πολέμου, για να αρχίσουν να ζουν μία παιδική ζωή. Και τα «ενήλικα παιδιά» σύντομα ξαναέγιναν και πάλι παιδιά στους Παιδικούς Σταθμούς.
Οι ενήλικοι που ακολούθησαν τα παιδιά το 1949, λίγο πριν και αμέσως μετά την ήττα του ΔΣΕ από την άλλη, δε μιλάνε για αυτό το οδυνηρό ταξίδι. Στις αφηγήσεις τους το «προσπερνάνε» και σχεδόν όλοι σα να «τρέχουνε να φτάσουν» όσο πιο γρήγορα μπορούν στην Τσεχοσλοβακία. Προτιμούν να μιλάν περισσότερο για τη ζωή τους στο χωριό, για το πώς πήγανε στο βουνό, για τις μάχες και για την ζωή τους στην Τσεχοσλοβακία. Μετά από μια σύντομη ανάπαυση σε υγειονομικά κέντρα, θα ξαναβρούν το εαυτό τους κάτω από ειρηνικές συνθήκες και θα μπουν στην παραγωγή. Οι υπερήλικοι θα διαμένουν σε ειδικά οργανωμένα κέντρα για τους υπερήλικους και ηλικιωμένους, όπως ήταν το χωριό Τέχονιν, όπου ακόμα και σήμερα υπάρχει μια πλάκα μνημείο για τους 104 που αποβιώσανε από το 1951 μέχρι το 1962. Οι βαριά άρρωστοι και τραυματίες που δεν έτυχε να ζήσουν, μετά από την προσπάθεια για την περίθαλψη τους στα νοσοκομεία, ενταφιάζονταν στα νεκροταφεία της πόλης.
Οι αντάρτες δε φτάσανε σε καλύτερη κατάσταση από τα παιδιά. Πολλοί ήταν τραυματίες, άλλοι πάσχανε από ψυχολογικές διαταραχές που δημιουργούν οι πόλεμοι και άλλοι έπασχαν από φυματίωση.
Είναι βέβαιο ότι όλοι κουραστήκανε και ταλαιπωρηθήκανε σε αυτό το μακρινό ταξίδι. Αναμφισβήτητα μία τόσο περίπλοκη και μαζική επιχείρηση ήταν δύσκολη και χρειαζότανε την ετοιμότητα, τη θυσία και την απόλυτη αφοσίωση και το οργανωτικό ταλέντο πολλών ανθρώπων. Είναι επίσης αναμφισβήτητη η φροντίδα του ΚΚΕ, το οποίο διεύθυνε αυτό το δύσκολο έργο με τη συνεργασία και βοήθεια των λαϊκών κυβερνήσεων, των κομμουνιστικών κομμάτων και των Ερυθρών Σταυρών των Λαϊκών Δημοκρατιών και πολιτών. Μέχρι το 1954 υπήρχαν προβλήματα διοργανωτικά, συναισθηματικά, προβλήματα στις διαδικασίες για την επανένωση των οικογενειών, στην αποκατάσταση των τραυματιών, αρρώστων. Δεν ήταν λίγοι που είχαν καταρρεύσει ψυχολογικά μετά τον πόλεμο. Δεν ήταν εύκολος ο απολογισμός για τα θύματα που έδωσε αυτός ο αγώνας και για τη χαμένη Νίκη. Δεν ήταν καθόλου απλή υπόθεση η αναζήτηση των «χαμένων» παιδιών, συγγενών, πατεράδων, μανάδων. Δύσκολη ήταν η ψυχολογική κατάσταση των ορφανών παιδιών, που περιμένανε να λάβουν γράμμα από το βουνό και αντί για γράμμα παίρνανε εκείνη την επιστολή που ακόμα φυλάγουνε για τον ηρωισμό και θάνατο του πατέρα. Δεν ήταν λίγες οι μάνες που μαυροφορεθήκανε για πάντα.
Όλοι θυμούνται το πρώτο μπάνιο μόλις φτάσανε στο Μίκουλοφ (Τσεχοσλοβακία), τις ιατρικές εξετάσεις, τη «ντροπή» που αισθανότανε όταν τους υποχρεώνανε να μείνουν γυμνοί για να εξεταστούν, τις ψείρες που καιγότανε μαζί με τα φτωχά τους ρουχαλάκια, που κάνανε «τσακ-τσακ» στη φωτιά, τα ξυρισμένα κεφαλάκια τους που είχαν σταματήσει να τα παιδεύουν οι ψείρες, την «άσπρη σκόνη» για τις ψείρες, τα πρώτα καινούργια ρουχαλάκια και το πρώτο τσέχικο φαγητό που κανένας δεν ήθελε να φάει. Το ψωμί που κρύβανε στους κόρφους τους για να μη ξαναπεινάσουνε, το οποίο συσσωρεύανε κάτω από τα στρώματά τους για να έχουν όταν πεινάσουν.
Η διαταραχή της σωματικής και ψυχικής υγείας των παιδιών ήταν αποτέλεσμα της Κατοχής και του εμφυλίου πολέμου. Όταν τα παιδιά φτάσανε στην Τσεχοσλοβακία βρέθηκαν παιδιά με διαταραχή ψυχισμού (ανορεξία, εφιαλτικός ύπνος, φοβία), και γενικά διαταραχές συμπεριφοράς και σωματικές ασθένειες όπως βρογχίτιδα, φυματίωση και οι επιπλοκές της, δερματοπάθειες, παρασιτώσεις, φθειρίαση, κ.α. Μερικά παιδιά υπέστησαν σωματικές κακώσεις από τους βομβαρδισμούς, με αποτέλεσμα αναπηρίας λόγου ακρωτηριασμού. Πολλά παιδιά είχαν χρόνιες παθήσεις που κανείς δεν το αντιλαμβάνονταν στα χωριά τους. Μα και να το αντιλαμβάνονταν δεν υπήρχαν ούτε πρόληψη, ούτε γιατροί, ούτε καν νοσοκόμες. Στα χωριά τους υπήρχαν οι παραδοσιακές μέθοδοι γιατρειάς. Οι τσεχοσλοβάκοι γιατροί ανακάλυπταν πολλά και διάφορα σχετικά με την υγεία των παιδιών και των ενηλίκων και μία από αυτές τις ανακαλύψεις ήταν και το κοριτσάκι που είχε την καρδιά του στη δεξιά πλευρά.
Η αφήγηση του Μιχάλη Θεοδώρου (απόσπασμα)
Ο Μιχάλης Θεοδώρου γεννήθηκε το 1932 στο χωριό Γλυκονέρι, Καστοριάς. Επαναπατρίσθηκε το 1986. Μέχρι τα 15 του είχε τελειώσει μόνο την τρίτη τάξη Δημοτικού. Είναι ένα από τα πολλά παιδιά του 1948 που με επιμονή και πείσμα μορφώθηκε και έγινε επιστημονικός ερευνητής στον κλάδο της εδαφολογίας. Τη «δεύτερη του πατρίδα, την Τσεχοσλοβακία» δεν την ξεχνά και συχνά την επισκέπτεται. Στην αφήγηση του βρίσκουμε πολλά από τα κοινά χαρακτηριστικά των αφηγήσεων των τότε παιδιών.
«Με το τραίνο φτάσαμε στην Τσεχοσλοβακία, στη Βόρεια Μοραβία, στην πόλη Μίκουλοφ. Το πρώτο που μας κάνανε ήταν να μας ξεψειριάσουν, να μας κάνουν μπάνια, να μας καθαρίσουν. Όλο αυτό το προσωπικό, γιατροί, νοσοκόμες, κτλ., ήταν εθελοντές μετά την καμπάνια που έγινε για να βοηθήσουν τα παιδιά του ελληνικού εμφυλίου πολέμου. Μας κοιτούσανε με τέτοια τρυφερότητα, δεν μπορώ να το ξεχάσω αυτό. Όλα τα παιδιά είχαμε μια ταυτότητα με νούμερο στο χέρι, ένα βραχιόλι, κάτι σαν τις δεκάρες στην Ελλάδα. Εμείς το λέγαμε «μπιλιτζίκι». Τα κρεβάτια μας ήταν καθαρότατα.
Από το Μίκουλοφ μας πήγανε στο Ούστι, στη Βόρεια Τσεχοσλοβακία, στον παιδικό σταθμό, όπου θα μας χωρίζανε ανάλογα με τα χωριά μας για άλλους παιδικούς σταθμούς. Ήμασταν πολλά παιδιά, σε ξύλινες παράγκες, φαίνεται θα ήταν πρώην γερμανικό στρατόπεδο. Εκεί θυμάμαι το πρώτο πιάτο φαγητού, στην τραπεζαρία, με σερβιτόρους. Θέλανε να μας φτιάξουν κάτι το πιο ελληνικό με ντοματόσαλτσα. Όταν είδαμε το φαγητό, τα ζυμαρικά που συνοδεύανε τη σάλτσα νομίσαμε πως είναι άσπρο ψωμί σαν τις φραντζόλες, γαλέτες που είχε ο στρατός στην Ελλάδα. Όταν το βουτήξαμε στη σάλτσα αντιληφθήκαμε ότι ούτε το «ψωμί» ήταν ψωμί, αλλά ούτε και η ντοματόσαλτσα ήταν σαν τη δική μας. Ήταν γλυκιά. Κανένας από μας δεν έφαγε. Τρώγαμε μόνο τη σούπα. Μόλις οι Τσέχοι καταλάβανε ότι τρώμε πολύ ψωμί, μας βάζανε μπόλικο στο τραπέζι. Αλλά εμείς ακόμα είχαμε εκείνο το αίσθημα της πείνας και λέγαμε ότι ποιος ξέρει μπορεί δε θα έχουμε για αύριο. Γι’ αυτό γεμίζαμε τους κόρφους μας με φέτες ψωμί και τις κρύβαμε κάτω από τα στρώματά μας. Όταν φύγαμε και από κει, είδαν και έπαθαν όταν καθάρισαν το χώρο. Γεμίσανε το φορτηγό αυτοκίνητο με κομμάτια ψωμί…
Από κει φύγαμε στους οργανωμένους παιδικούς σταθμούς με όλο το προσωπικό, διευθυντή, γιατρό, νοσοκόμες, εκπαιδευτικούς. Τι να πω γι’ αυτούς τους ανθρώπους, βρε παιδί μου, με τόση τρυφερότητα που μας φερνότανε. Αυτές τις εικόνες τις θυμάμαι σα σήμερα, είναι σαν ένα παραμύθι. Ακόμα έχω μια μικρή φωτογραφία ενός Τσέχου που ήταν σαν πατέρας του παιδικού σταθμού. Ακόμα θυμάμαι τις φωνούλες των παιδιών, να φωνάζουν στον ύπνο τους τρομαγμένα και φοβισμένα από τους βομβαρδισμούς των αεροπλάνων… Η ημέρα ήταν ευτυχισμένη – παίζαμε, δεν είχαμε ακόμα δασκάλους. Έτσι εγώ και ο Κώστας Τζήμας αποφασίσαμε να μαθαίνουμε στα παιδιά να διαβάζουν και να γράφουν. Μια μέρα μας ήρθε και ένα δέμα με βιβλία για τα παιδιά, με έγχρωμες εικόνες. Μας έστειλαν και το βιβλίο δείγμα με τις απαντήσεις συμπληρωμένες χειρόγραφα στα ελληνικά. Και έτσι αρχίσαμε να διδάσκουμε γράφοντας τις απαντήσεις στον κατάλληλο χώρο. Φαίνεται ότι τότε αρχίσανε τα πράγματα να οργανώνονται από την Επιτροπή Βοήθειας στο Παιδί (ΕΒΟΠ). Μάθαμε την αλφαβήτα και ακόμα πρόσθεση και αφαίρεση. Εγώ είχα τελειώσει μόνο τρεις τάξεις του Δημοτικού στην Ελλάδα. Τα παιδιά στην πλειοψηφία δεν ξέρανε γράμματα. Εγώ ήμουνα 15 χρονών, από τα μεγαλύτερα και είχα τελειώσει μόνο τρίτη τάξη του Δημοτικού! Οπότε το να λεν κάποιοι ότι υπήρχε λογοκρισία στα γράμματα των παιδιών που στέλνανε στην Ελλάδα, μου φαίνεται κάπως παράλογο αφού από τη δική μου ομάδα κανένας δεν ήξερε να διαβάζει ούτε να γράφει.
Με τη διανομή των παιδιών στους παιδικούς σταθμούς, άλλα πήγαν σε τεχνικές σχολές, έγιναν και επιλογές για τα πανεπιστήμια και έτσι μπήκαμε στο εκπαιδευτικό σύστημα της Τσεχοσλοβακίας. Πάντα θέλαμε να επιστρέψουμε στην Ελλάδα…
Μετά από την τεχνική σχολή εγώ τελείωσα το Γεωργικό/Γεωπονικό Πανεπιστήμιο της Πράγας και είμαι γεωπόνος-εδαφολόγος. Μέχρι που να βγω στην σύνταξη δούλεψα πολλά χρόνια στην γεωργική επιστημονική έρευνα και στην Τσεχοσλοβακία και στην Ελλάδα…
Και μέσα μας, βαθιά στην ψυχή μας, οτιδήποτε να λένε μερικοί που ακολουθούν τη μόδα, κουβαλάμε το ΚΚΕ, τον κομμουνιστή, το σοσιαλισμό. Τη ζωή που κάναμε στο σοσιαλισμό δεν την ξεχνούμε, ευγνωμονούμε το σοσιαλισμό, τις τότε Λαϊκές Δημοκρατίες.
Ελληνική Παιδεία
«Να κατακτήσουμε τα κάστρα της τέχνης και της επιστήμης» Ν. Ζαχαριάδη
Η προετοιμασία της ελληνικής παιδείας των Ελληνόπουλων άρχισε ακόμα από το Μπούλκες. Ήταν ένα από τα πιο δύσκολα προβλήματα που έπρεπε να λύσουν οι υπεύθυνοι της ΕΒΟΠ (Επιτροπή Βοήθεια στο Παιδί) και του ΚΚΕ. Στην αρχή είχαν αρκετές δυσκολίες, διότι λίγοι ήταν αυτοί που είχαν τελειώσει εξατάξιο γυμνάσιο στην Ελλάδα, και ακόμα πιο λίγοι είχαν αποφοιτήσει από ελληνικά πανεπιστήμια. Όσο για το εκπαιδευτικό υλικό αυτό ήταν σχεδόν ανεπαρκής.
Από το αδελφικό κόμμα ΑΚΕΛ (Ανορθωτικό Κόμμα του Εργαζόμενου Λαού) ζητήθηκε να βοηθήσει με δασκάλους και γιατρούς. Ήταν ένα θέμα, το οποίο τα δύο κομμουνιστικά κόμματα συζητούσαν ακόμα από το 1948. Και πράγματι, Κύπριοι δάσκαλοι και γιατροί ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα για βοήθεια, ήρθαν στην Τσεχοσλοβακία και πρόσφεραν πολλά στο έργο αυτό όπως ο Λέρνης Γεώργιος (ή Στάθης), ο Σαββίδης Γεώργιος, ο Ορφανίδης Φιλόθεος, ο Κωνσταντίνου Κωνσταντίνος, ο Μαρκουλής Μάρκος, ο Σαββίδης Νίκος, κ.α.
Το περιεχόμενο των εγχειριδίων που εκδίδονταν από τον εκδοτικό οίκο της πολιτικής προσφυγιάς «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις», (και πριν από αυτό «Νέα Ελλάδα») στόχευε να καλλιεργήσει την εθνική συνείδηση και να διαμορφώσει την εθνική ταυτότητα όπως και τη «σοσιαλιστική» ταυτότητα των ελληνόπουλων μέσω της απόκτησης αξιών, όπως έντονο πατριωτισμό για την Ελλάδα, επιμονή και υπομονή για την επιστροφή στην πατρίδα, αγάπη και αφοσίωση για τους αγώνες του ελληνικού λαού και για τις Λαϊκές Δημοκρατίες, υπερηφάνεια για τις παραδόσεις, ήθη και έθιμα, αγάπη για το βιβλίο και τη δουλειά, αγάπη για τη φύση και το περιβάλλον, ιδιαίτερη αγάπη για τη Σοβιετική Ένωση και αφοσίωση στο ΚΚΕ. Και το κυριότερο κίνητρο είναι να σπουδάσουν να έχουν μία τέχνη, ένα επάγγελμα για να γίνουν άξιοι για την πατρίδα τους. Γενικά, όλη η προσπάθεια σκοπεύει (στο ελληνικό σχολείο, στις πολιτιστικές και κομματικές οργανώσεις) η προσφυγική κοινωνία να παραμείνει ελληνική. Η ελληνική ταυτότητα διαμορφώνεται μέσω της εκμάθησης και διατήρησης της ελληνικής γλώσσας, των παραδόσεων, ηθών και εθίμων της Πατρίδας από τη μία πλευρά και από την άλλη, των ιδεωδών των γονιών και του ΚΚΕ και της Λαϊκής Δημοκρατίας. Ανεξάρτητα από τις αδυναμίες και ελλείψεις των εγχειρίδιων και των γενικών προβλημάτων που φυσικά παρουσιάζονται σε κάθε προσφυγική κοινωνία, ο σκοπός να μείνουν Έλληνες τα παιδιά και τα εγγόνια, να διατηρήσουν και να διαμορφώσουν την ελληνική συνείδηση και την ελληνική ταυτότητα, επιτυγχάνεται, όπως δείχνει και ο μαζικός επαναπατρισμός των πολιτικών προσφύγων (1985-1990) δέκα χρόνια μετά την άρση της απαγόρευσης να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Ένας από τους αφηγητές μας, ο Στέργιος Χωρίδης, ο οποίος επαναπατρίσθηκε από τους πρώτους, μας είπε χαρακτηριστικά:«όταν στην Τσεχοσλοβακία κάποιος έφερνε μια χούφτα ελιές, παίρναμε από μία και κλαίγαμε».
Από πολιτική προσφυγιά σε ελληνική μειονότητα της Τσεχίας
Ιστορική αναδρομή στην καλλιέργεια και διατήρηση της ελληνικής ταυτότητας
Τα ζητήματα σχετικά με την εθνική ταυτότητα και αφομοίωση των Ελλήνων στην Τσεχία απορρέουν από τα ιστορικά γεγονότα, τα οποία είχαν σημαντική επίδραση για την καλλιέργεια και διατήρηση της.
Θα μπορούσαμε να ταξινομήσουμε αυτή την πορεία σε πέντε περιόδους που σχετίζονται με την άφιξη των Ελλήνων στην Τσεχοσλοβακία πριν και μετά τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο και μέχρι τη διάλυση του τελευταίου παιδικού σταθμού (1948|49-1962), την παραμονή τους ως πολιτικοί πρόσφυγες μέχρι την πτώση της χούντας (1962-1975), την ένταξη της Τσεχίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (2004) και με τη σημερινή κατάσταση μετά την ένταξη (2004-2008).
Η πρώτη περίοδος (1948|49-1962)
Αυτή η περίοδος χαρακτηρίζεται από μία έντονη ελληνική παιδεία για τα παιδιά και τσέχικη παιδεία για τους ενήλικους. Τα παιδιά ζούσανε σε στενό εθνοκεντρικό ελληνικό περιβάλλον στους παιδικούς σταθμούς βασισμένο στην πολιτική γραμμή του ΚΚΕ και τις τσεχοσλοβάκικες αρμόδιες υπηρεσίες (Ερυθρός Σταυρός, Τσέχικο Κομμουνιστικό Κόμμα), η οποία ήθελε τα παιδιά να μείνουν Έλληνες, να αποχτήσουν ελληνικές αξίες, να μάθουν την ιστορία, τον πολιτισμό, τα ήθη και έθιμα, τις εθνικές παραδόσεις και πρώτα από όλα τη μητρική τους γλώσσα. Τα παιδιά και οι ενήλικοι ήταν περιτριγυρισμένοι από ελληνικά σύμβολα, τα οποία τα φτιάχνανε μόνοι τους. Όλοι αναμενότανε να επιστρέψουν στην Ελλάδα ως μορφωμένοι άνθρωποι και μελλοντικοί ηγέτες στην ανοικοδόμηση της πατρίδας τους. Τα κύρια χαρακτηριστικά αυτής της εκπαίδευσης ήταν έντονος πατριωτισμός για την Ελλάδα, νόστος και νοσταλγία, όπως και ακλόνητη πίστη στην επιστροφή, υπερηφάνεια για τους αγώνες του ελληνικού λαού και απόλυτη αφοσίωση και πίστη στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδας, στους αγώνες και τα σύμβολα του.
Αυτή η εκπαίδευση βοήθησε τα παιδιά και τους ενήλικους (στις λέσχες, στους εορτασμούς των επετείων, στις διαδηλώσεις, εξορμήσεις και εράνους) να μείνουν Έλληνες, να μιλούν τη μητρική τους γλώσσα, να αγαπάν την πατρίδα τους. Ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι η αντίσταση στις επιδράσεις του τσέχικου περιβάλλοντος. Ήταν όμως φυσικό οι επαφές με το τσέχικο περιβάλλον, με την πάροδο του χρόνου, τα δύο αυτά πολιτισμικά και πολιτιστικά περιβάλλοντα να έχουν τις αλληλεπιδράσεις τους.
Η δεύτερη περίοδος (1962-1975)
Αυτή η περίοδος χαρακτηρίζεται από τη διάλυση των παιδικών σταθμών και την πτώση της στρατιωτικής χούντας της Ελλάδας. Όλες οι δυνάμεις των αρμοδίων συνεχίζουν να καλλιεργούν την εθνική ταυτότητα. Όμως, μην έχοντας το στενό φυσικό περιβάλλον των παιδικών σταθμών, το ζήτημα το πώς θα παραμείνουν Έλληνες τα παιδιά, παρουσιάζει αρκετά προβλήματα. Δεν υπάρχουν ελληνικά εντατικά μαθήματα, η ελληνική γλώσσα μαθαίνεται προαιρετικά, και τα παιδιά σκορπίζονται σε διάφορα σχολεία και συνοικισμούς. Επιπλέον, είναι η περίοδος της δεύτερη διάσπασης της κομματικής οργάνωσης του ΚΚΕ (ΚΚΕ-εσωτερικού και ΚΚΕ-εξωτερικού) στην Τσεχοσλοβακία, η οποία επιδρά αρνητικά στην συσπείρωση των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων. Οι μεν και οι δε στέλνουν τα παιδιά τους στους δασκάλους της «δικής» τους πλευρά, και οι δύο πλευρές γιορτάζουν ξεχωριστά και πολλές φορές παύουν οι επαφές μεταξύ τους. Η διαίρεση και η διάσπαση επιδρά στο βαθμό που παρατηρείται μια χαλάρωση στην προσπάθεια της διατήρησης της ελληνικής ταυτότητας των παιδιών. Τα παιδιά αισθάνονται πιο σίγουρα και ασφαλείς στο τσεχοσλοβάκικο περιβάλλον. Οι γονείς δεν μπορούν να ελέγξουν, ούτε και να επιβάλλουν την ελληνικότητα τους στα παιδιά. Οι νέοι, ενώ ακόμα προτιμούν να παντρεύονται Έλληνες και Ελληνίδες, αρχίζουν να κάνουν μικτές οικογένειες. Έτσι σιγά-σιγά και σταθερά, η γλώσσα επικοινωνίας στην οικογένεια γίνεται η τσέχικη. Μένουν μόνο οι παππούδες και οι γιαγιάδες να κάνουν τη στερνή προσπάθεια.
Η τρίτη περίοδος (1975-1990)
Σ’ αυτήν την περίοδο τα παιδιά της τρίτης γενιάς μεγαλώνουν. Η τρίτη γενιά, στην πλειοψηφία, δε μιλάει ελληνικά στην οικογένεια. Η αφομοίωση μερικώς με τους γονείς τους, και σχεδόν ολοκληρωτικά με τα παιδιά, έχει αρχίσει. Τα παιδιά της τρίτης γενιάς αισθάνονται ευτυχισμένα στο τσεχοσλοβάκικο περιβάλλον και η σκέψη για την πατρίδα γίνεται ένα μακρινό όνειρο. Η προσπάθεια τώρα για την καλλιέργεια και διατήρηση της ελληνικής τους ταυτότητας γίνεται μέσω δραστηριοτήτων των ελληνικών οργανώσεων, όπως τα διάφορα Πανελλήνια φεστιβάλ, οι εορτασμοί των εθνικών επετείων, συμμέτοχη στα καλλιτεχνικά συγκροτήματα, κ.α. Εξάλλου, όλα τα παιδιά που γεννηθήκανε στην Τσεχοσλοβακία έχουν τσεχοσλοβάκικη υπηκοότητα.
Όταν άρχισε ο αγώνας για τον επαναπατρισμό, αρχίζει να δυναμώνει και το αίσθημα της ελληνικότητας. Το όνειρο για την επιστροφή γίνεται πραγματικότητα. Όλοι θέλουν να επιστρέψουν στην Πατρίδα Ελλάδα. Όλοι θέλουν να επιστρέψουν στις ρίζες τους. Με την ελληνοτσεχοσλοβάκικη συμφωνία (1985-1990), η πλειοψηφία των Ελλήνων, περίπου 10.000, επαναπατρίζεται. Μετά τη λήξη της συμφωνίας, μόνο το ένα τρίτο μένει στην Τσεχοσλοβακία.
Πριν τη λήξη της ελληνοτσεχοσλοβάκικης συμφωνίας, το 1989, δύο γεγονότα παραλύουν τις δραστηριότητες των Ελλήνων που διαμένουν στην Τσεχοσλοβακία: η διάλυση της κομματικής οργάνωσης του ΚΚΕ στην Τσεχοσλοβακία, την άνοιξη του 1989 και η ανατροπή του σοσιαλισμού στην Τσεχοσλοβακία το Νοέμβρη του 1989 με τα μέτρα που πάρθηκαν εναντίων των κομμουνιστών. Τα δύο αυτά γεγονότα προκάλεσαν αρκετή σύγχυση στη ζωή των πρώην πολιτικών προσφύγων. Με το πρώτο γεγονός, φαίνεται κανείς να μη ξέρει ποιος και γιατί πήρε την απόφαση να διαλυθούν οι κομματικές οργανώσεις. Στην έρευνα μας, ακόμα και στελέχη του Κόμματος (ΚΚΕ) μας βεβαιώνουν ότι «ήταν εντολή του Κόμματος, μας είπαν να παραδώσουμε τα κομματικά μας βιβλιάρια». Και τα παραδώσανε, εκτός από ένα ελάχιστο αριθμό, που ακόμα τα φυλάγουν, διότι πίστευαν ότι «το κομματικό βιβλιάριο δεν παραδίνεται σε κανέναν». Πάντως, η πλειοψηφία τα παρέδωσε και με αυτό πολλοί πιστέψανε, ότι λήγει και η κομματική τους ταυτότητα και δράση. Δε φαίνεται να υπάρχει καμία ικανοποιητική εξήγηση και από το ΚΚΕ για αυτή την απόφαση. Όποιος και να την πήρε και για όποιους λόγους, οι συνέπειες ήταν σοβαρές όχι μόνο για το «ψυχολογικό χτύπημα» των πιστών, αλλά και για την περαιτέρω οργανωμένη ζωή των τώρα πρώην πολιτικών προσφύγων, και συγκεκριμένα για τους κομμουνιστές με μακροχρόνια δράση στο ΚΚΕ (από τη δεκαετία του 1940 και μετά). Οι πιστοί στην ιδεολογία τους μπαίνουν στις γραμμές του Κομμουνιστικού Κόμματος της Τσεχοσλοβακίας, όπως έλεγε η «εντολή» (δε βρήκαμε γραπτή εντολή για αυτό το θέμα). Οι υπόλοιποι μένουν αναποφάσιστοι και περιμένουν να δουν προς τα πού θα φυσήξει ο άνεμος.
Στις 17 Νοέμβρη 1989 με την ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος στην Τσεχοσλοβακία, και τις διαδηλώσεις στην κεντρική πλατεία της Πράγας, ελάχιστοι Έλληνες παίρνουν μέρος για να εκφράσουν τη «δυσαρέσκεια» με το «κουδούνισμα» των κλειδιών τους ενάντια του καθεστώτος. Οι υπόλοιποι, όπως και το 1968 (όταν μπαίνουν τα στρατεύματα του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Τσεχοσλοβακία) μένουν άναυδοι και περιμένουν την εξέλιξη. Οι εξελίξεις είναι ραγδαίες και καθόλου ευνοϊκές για τους Έλληνες κομμουνιστές και τους αριστερούς. Μετά από το πρώτο σοκ, μερικοί αντιδρούν ανοιχτά και άλλοι κρυφά και σιωπηλά. Οι νέοι Έλληνες κομμουνιστές βλέπουν ότι καλό τους έκανε η παράδοση των κομματικών βιβλιάριων και προσπαθούν να βολευτούν και βολεύονται. Ο καθένας για τον εαυτό του – να σωθεί, να βρει μια δουλίτσα, να εκμεταλλευτεί τις νέες συνθήκες, να μπει στη νέα οικονομία, να βγει στο «παζάρι» για να βγάλει το μεροκάματό του και εάν λάχει «τα εκατομμύρια» που θα έφερνε η «νέα τάξη πραγμάτων». Είναι μετρημένοι αυτοί που τα βγάλανε. Οι υπόλοιποι δεν τα βγάλανε, αλλά προσπαθήσανε να επιβιώσουν με αυτά που προλάβανε να πάρουνε από το προηγούμενο καθεστώς. Όλοι είχαν διαμερίσματα, τα οποία τους δόθηκε η ευκαιρία να τα αγοράσουν, οι περισσότεροι είχαν αγορασμένα τα εξοχικά τους σε χαμηλές τιμές και αρκετοί είχαν και τα αυτοκίνητά τους. Επομένως, οι Έλληνες που δεν επαναπατρίσθηκαν ήδη είχαν μια αρκετά σταθερή οικονομική βάση ακόμα πριν από τα γεγονότα του 1989.
Η τέταρτη περίοδος 1990-2004
Στην περίοδο αυτή παρατηρείται ότι τα ελληνόπουλα και οι γονείς τους δείχνουν ενδιαφέρον για την Ελλάδα και γενικά για τη διατήρηση της ταυτότητάς τους. Τώρα μπορούν να επισκέπτονται την Ελλάδα και την επισκέπτονται. Οι γονείς στέλνουν τα παιδιά τους σε κατασκηνώσεις οργανωμένες από τη Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού. Τα πρώτα χρόνια αυτής της περιόδου όλοι πηγαίνανε διακοπές στην πατρίδα. Το ερώτημα δεν ήταν πού θα πας διακοπές, αλλά πότε θα πας στην πατρίδα. Παιδιά που δε μιλούσαν ελληνικά, αρχίζουν να μαθαίνουν τη μητρική τους γλώσσα. Επιπλέον, με την ένταξη της Τσεχίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση το εάν έχει κανείς ελληνική ή τσέχική υπηκοότητα γίνεται άσχετο.
Αλλά τα προβλήματα που αντιμετωπίσανε οι Έλληνες στην Τσεχοσλοβακία μετά τις ανατροπές, ήταν συνδεδεμένα περισσότερο με το τι θα γίνει ο ελληνισμός και με την ελληνική τους ταυτότητα και αυτής των παιδιών τους στο μέλλον. Μέχρι που να συνέλθουν οι Έλληνες που δεν επαναπατρίσθηκαν αντιμετωπίσανε αρκετά προβλήματα στην κοινωνική ζωή τους χωρίς τον κεντρικό και καθοριστικό ρόλο της οργάνωσης του ΚΚΕ και την οικονομική και άλλη βοήθεια από το κράτος της τότε σοσιαλιστικής κυβέρνησης για να μείνουν Έλληνες.
«Τα σχολεία εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας έπαυσαν να λειτουργούν, είτε γιατί οι δάσκαλοι τους επαναπατρίσθηκαν, είτε γιατί το κράτος δεν τους μισθοδοτούσε. Πρόβλημα υπήρχε και για το χώρο διδασκαλίας του ελληνικού μαθήματος, γιατί οι διευθυντές των σχολείων έπαυσαν πια να διαθέτουν αίθουσες για αυτό το μάθημα. Χρειάστηκε γενική προσαρμογή στις νέες συνθήκες». (Λ. Παπαδόπουλος, 1999, σ. 136).
Άλλα προβλήματα ήταν συνδεδεμένα με την κατάργηση των Λεσχών των Ελλήνων ως κέντρα διασκέδασης, βιβλιοθήκης και συναντήσεων. Δεν υπήρχε η Λέσχη για τους ηλικιωμένους να συναντηθούν, να μιλήσουν στα ελληνικά. (Οι περισσότερες οικογένειες που μείνανε στην Τσεχοσλοβακία είναι από μικτούς γάμους, όπου η γλώσσα επικοινωνίας είναι τα τσέχικα.). Δεν υπήρχε οικονομική υποστήριξη από πουθενά και όλα βασιζότανε στην καλή θέληση χορηγών και στις ατομικές πρωτοβουλίες των κοινωνικά ευαίσθητων ανθρώπων για να συνεχίσουν οι Έλληνες τις δραστηριότητες τους. Τα χορευτικά συγκροτήματα δεν είχαν στολές, οι οποίες είχαν εξαφανιστεί όπως και το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας των ελληνικών οργανώσεων. Οι ορχήστρες έπρεπε να βρουν μικρόφωνα, μουσικά όργανα, κ.λπ. Όλα αυτά είχαν εξαφανιστεί. Κανένας δε θυμάται τι έγινε με όλη αυτή την περιουσία. Αυτή ήταν η αρχή της ζωής στις νέες συνθήκες αυτής της περιόδου.
Το 1990 ιδρύθηκε η Ένωση Ελλήνων Πολιτών Τσεχοσλοβακίας από πρώην στελέχη της κομματικής οργάνωσης του ΚΚΕ, η οποία σύντομα μετονομάστηκε σε Ένωση Ελληνικών Κοινοτήτων και από το 1997 και μέχρι σήμερα σε Ομοσπονδία Ελληνικών Κοινοτήτων της Τσεχίας. Οι σκοποί της είχαν πολιτιστικό χαρακτήρα με δύο βασικά στοιχεία: Τη διατήρηση της ελληνικής ταυτότητας μέσω της εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας, του πολιτισμού, της ιστορίας, των παραδόσεων, κ.λπ., και ως δεύτερο στόχο – την προβολή του ελληνικού πολιτισμού και γενικά της Ελλάδας στην Τσεχοσλοβακία/Τσεχία. Ο Ελληνισμός στην Τσεχοσλοβακία διοργανώνεται και πάλι. Ξαναζωντανεύουν οι Ελληνικές Κοινότητες.
Η πέμπτη περίοδος 2004 μέχρι σήμερα
Σήμερα οι Έλληνες είναι οργανωμένοι σε 14 κοινότητες (η πόλη Κρνοβ έχει δύο κοινότητες ως δείγμα της «παραδοσιακής διάσπασης» των Ελλήνων της Τσεχοσλοβακίας) αναγνωρισμένες νομικά από τις τσέχικες αρχές. Αυτές οι κοινότητες είναι: Πράγα, Μπρνο, Κρνοβ (2), Όστραβα, Γέσενικ (χωρίστηκε σε Γιάβορνικ, Ζλάτε Χόρυ και Γέσενικ), Σούμπερκ, Κάρβινα, Μποχουμίν, Βρμπνο, Χαβίρζοβ και Τρίνετς. Άλλες οργανώσεις με ελληνικό περιεχόμενο είναι το Ίδρυμα Ελλένικα, το Κέντρο Ελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Μπρνο και η Λέσχη Φιλελλήνων στην Πράγα. Οι παραδοσιακές κοινότητες του Γιάμπλονετς και Ντβουρ Κράλοβε δε λειτουργούν, παρόλα που οι Έλληνες και εκεί οργανώνουν διάφορες ελληνικές χοροεσπερίδες, την εκμάθηση ελληνικών παραδοσιακών χωρών, κ.α. Υπάρχουν και αρκετοί Έλληνες διασπαρμένοι σε όλη την Τσεχία που δεν εμφανίζονται στην οργανωμένη ζωή των Ελληνικών Κοινοτήτων.
Στην επίσημη απογραφή εθνοτήτων την 1η Μαρτίου 2001, 3.219 άτομα δηλώνουν ελληνική εθνότητα. Σύμφωνα με μερικούς αντιπρόσωπους της Ομοσπονδίας Ελληνικών Κοινοτήτων ο αριθμός ανέρχεται στις 7.000, που για μας είναι αρκετά αισιόδοξος. Αυτοί οι αριθμοί δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, διότι υπήρξαν προβλήματα με το ερωτηματολόγιο της απογραφής. Έτσι, οι ίδιες αρχές στην ανάλυσή τους σημειώνουν κάποια από αυτά τα προβλήματα, όπως η σύγχυση των λέξεων «εθνικότητα» και «υπηκοότητα» στα τσέχικα, η στήλη «εθνότητα» δεν ήταν υποχρεωτική να συμπληρωθεί, η αφομοίωση των τσέχικων πολιτών διαφόρων εθνοτήτων στην τσέχικη κοινωνία, όπως και η βούληση ή ακόμα και ο φόβος κάποιων να δηλώσουν την εθνότητά τους. Επίσης αρκετοί ή δεν πήραν το ερωτηματολόγιο της απογραφής, ή δεν κάνανε τον κόπο να το συμπληρώσουν. Στην απογραφή δεν συμπεριλαμβάνονταν οι Έλληνες που έχουν ελληνική υπηκοότητα και διαμένουν στην Τσεχία. (Το 2012 θα δημοσιευτούν τα αποτελέσματα της απογραφής του 2011).
Όσο αφορά τις ελληνικές κοινότητες, καμία δεν έχει πλήρη κατάσταση των Ελλήνων που διαμένουν στην Τσεχία. Οι ελληνικές κοινότητες έχουν καταστάσεις με τα ονόματα αυτών που δηλώνουν τη θέληση τους να είναι μέλη της κοινότητας και πληρώνουν συνδρομή. Σε πολλούς καταλόγους βλέπουμε και αρκετά μέλη, οι οποίοι είναι Τσέχοι. (Εκτός από την Ελληνική Κοινότητα της Πράγας, όπου μέλος της κοινότητας μπορεί να είναι μόνο άτομο ελληνικής καταγωγής.). Υπάρχουν και πολλοί Έλληνες που διαμένουν στην Τσεχία που δεν τους γνωρίζει κανείς, είτε οι ίδιοι δεν επιθυμούν να συνδεθούν με τις κοινότητες.
Σε μία συνέντευξη με το δραστήριο Πρόεδρο της Ελληνικής Κοινότητας του Σούμπερκ, Θεόδωρο Αμανατίδη («Καλημέρα», τ.29, 2006), ο ίδιος μας μιλάει για τα προβλήματα που υπάρχουν, τα οποία είναι χαρακτηριστικά για όλες τις άλλες κοινότητες.
«Όλα γίνονται πάνω σε εθελοντική βάση και είμαστε λίγοι αυτοί που θυσιάζουμε το χρόνο μας για τα κοινοτικά. Αυτό μας καθυστερεί. Έχουμε στα χαρτιά 102 ονόματα μέλη της Κοινότητας, αλλά συνδρομή πληρώνουν μόνο κάπου 50. Ναι, έχουμε και Τσέχους μέλη της Κοινότητάς».
Με το Νόμο Αρ. 273/2001, και τις αλλαγές του Ν. 320/2002, οι Έλληνες αναγνωρίζονται ως μειονότητα της Τσεχίας με δικαιώματα να ιδρύουν συλλόγους, να χρησιμοποιούν ελληνικά ονόματα, να χρησιμοποιούν ελληνικές ονομασίες χωριών, πλατειών, οδών (όπως είναι η οδός «Υψηλάντη» στο Μπρνο), κτηρίων τα οποία είναι συνδεδεμένα με την ιστορία τους και ελληνικό περιεχόμενο (όπως είναι τα ελληνικά εστιατόρια «Όλυμπος», «Καβάλα», «Δελφοί», «Ζορμπάς», «Σαλόνικα», ή τα τουριστικά γραφεία «Ειρήνη Τουρς», «Λάζαρης Τουρς, κ.α.), να χρησιμοποιούν τη γλώσσα τους δημοσίως και στα δικαστήρια, να μορφώνονται και σπουδάζουν στη γλώσσα τους, να εκδίδουν περιοδικά στη γλώσσα τους (όπως είναι το περιοδικό «Καλημέρα»), να έχουν τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές στην γλώσσα τους και να συμμετάσχουν σε πολιτικά κόμματα και κινήματα. Επίσης, οι ελληνικές κοινότητες έχουν το δικαίωμα να ζητάν επιδοτήσεις από το κράτος για τη διατήρηση της μητρικής γλώσσας, του πολιτισμού, των ηθών και εθίμων, των παραδόσεων, κ.α.
Η Ομοσπονδία και οι Ελληνικές Κοινότητες χρησιμοποιούν αυτά τα δικαιώματα. Στις δραστηριότητες τους παρατηρούμε ότι το μεγαλύτερο βάρος συγκεντρώνεται στην εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας, στον εορτασμό των εθνικών επετείων, στην ανάπτυξη καλλιτεχνικών συγκροτημάτων, βιβλιοθηκών, στην καταγραφή της ιστορίας τους με την έκδοση βιβλίων, στην οργάνωση εκθέσεων, στην παραγωγή τηλεοπτικών και κινηματογραφικών ντοκιμαντέρ, στη διοργάνωση φεστιβάλ και χοροεσπερίδων.
Επίλογος
Η αφήγηση της Ερμιόνης Μωυσίδου-Σπάλα
Η αφήγηση της Ερμιόνης είναι χαρακτηριστική για τα πιο μεγάλα παιδιά που φτάσανε στην Τσεχοσλοβακία με την τελευταία αποστολή του 1949 από το Μπούλκες (Γιουγκοσλαβία) στην Τσεχοσλοβακία σε ηλικία 16 χρονών. Κατάγεται από το χωριό Μεταμόρφωση του Κιλκίς από γονείς Πόντιοι του Καρς. Ζούσανε φτωχικά. Ο πατέρας της ήταν ο κουρέας του χωριού, αλλά όλα ήταν «βερεσέ». Ήταν πιστός στις ιδέες του, αριστερός, όπως ήταν όλη σχεδόν η Μεταμόρφωση. Και οι δύο γονείς της ήταν οργανωμένοι (ΚΚΕ). Τελευταία φορά είδε τον πατέρα της το 1945. Ήταν και είναι δραστήριο μέλος του ελληνισμού στην Τσεχοσλοβακία/Τσεχία. Το 1981 επαναπατρίσθηκε στην Ελλάδα με τον άνδρα της πραγματοποιώντας το όνειρο της στην αναγκαστική πολιτική προσφυγιά πάνω από 30 χρόνια. Μετά από 17 χρόνια στην Ελλάδα επέστρεψε στην Τσεχία για να είναι κοντά στα παιδιά της και τα εγγόνια της. Τώρα στα 75 χρόνια της είναι ακόμα ένα από τα πιο δραστήρια μέλη της Ελληνικής Κοινότητας Πράγας.
Το μεγάλο ταξίδι από τη Βέροια…
Το 1941 νομίζω φύγαμε από τη Μεταμόρφωση και πήγαμε στο χωριό Αγ. Γεώργιο στη Βέροια, όπου είχαμε πολλούς συγγενείς από το σόι του πατέρα μου. Ο πατέρας μου ήταν το 1912 γεννηθείς, δηλαδή ήταν 29 χρονών (στα 10 του πήγε στην Ελλάδα από το Καρς). Πρώτα ήταν στην ΟΚΝΕ και στη Βέροια δραστηριοποιήθηκε ακόμα πιο πολύ. Οι δεξιοί κατάλαβαν ότι ο πατέρας μου και η οικογένεια του ήταν αριστερή. Και έτσι άρχισαν οι διωγμοί. Με την ΟΥΝΡΑ έπαιρναν τα βοηθήματα, με την Κατοχή, με τις προδοσίες, τα πάντα, ως που έκαναν τη ζωή μας αβίωτη. Έτσι ο πατέρας μου έφυγε στον ΕΛΑΣ. Την νύχτα συνήθως κατέβαιναν στο χωριό. Δηλαδή, τον βλέπαμε ελάχιστα, ως που μετά δεν το είδαμε καθόλου. Εγώ τον θυμάμαι - όταν ο ΕΛΑΣ θα παρέδινε τα όπλα στην πόλη Βέροια όπου όλοι του ιππικού κάνανε παρέλαση. Ήταν πάνω στα άλογα. Εγώ μικρή τότε, σαν να τον βλέπω και τώρα μπροστά μου, φωνάζω: «Μαμά, ο μπαμπάς μας!». Αυτοί όλοι στην πρώτη σειρά κοιτούσαν μπροστά όπως γίνεται σε παρελάσεις.
Από κει ξεκίνησαν τα πάντα. Πρώτα μας έδιωξαν από το χωριό του Αγ. Γεωργίου και μας επέστρεψαν στο χωριό μας, τη Μεταμόρφωση. Μετά ξεσήκωσαν και το χωριό μας, και μας πήγαν σε διάφορα άλλα χωριά, κι έτσι χαθήκαμε. Εγώ είχα μείνει στην Βέροια μαζί με τη θεία μου και την άρρωστη γιαγιά μου. Θυμάμαι η θεία μου τηγάνιζε κολοκυθάκια στην αυλή στο τζάκι, όταν ήρθε ένας κύριος και της λέει: «Η Μωυσίδου Ερμιόνη του Ιωσήφ εδώ μένει;» Ναι, λέει η θεία μου. «Έχω γράμμα», και της δίνει το γράμμα και το διαβάζει η θεία μου κι εγώ. Το γράμμα έλεγε: «Η μαμά σου σού στέλνει αυτό το γράμμα και ειδοποίησε να σε πάρω και να σε πάω στη Θεσσαλονίκη.» Ήταν το 1947. Έφυγα από κει. Τότε ήμασταν σαν παράνομοι, ούτε ταυτότητα είχα. Για αυτό και η μαμά μου έστειλε αυτόν τον κύριο, σύντροφο, δεν ξέρω πώς να τον πω, να έρθει να με πάρει.
Κατεβήκαμε στη Θεσσαλονίκη όπου με περίμενε η μάνα μου και πήγαμε σ’ ένα σπίτι στην Άνω Τούμπα, στο οποίο ήταν σε παρανομία ο θείος μου (ο Σιδηρόπουλος Γεώργιος) και ένας άλλος σύντροφος και οι οικογένειες τους. Αυτοί οι δύο λείπανε. Όλοι ήταν παράνομοι σ’ αυτό το σπίτι. Τα παράθυρα με εφημερίδες κλειστά, σκοτάδι. Μετά από δύο μέρες, υπήρχαν διασυνδέσεις, δε θυμάμαι η μαμά μου που πήγαινε, έτρεχε από δω από κει για να βρει πως θα φύγουμε για να πάμε για την Γιουγκοσλαβία. Τότε έπρεπε να έχεις άδεια κυκλοφορίας. Ξεκινήσαμε για τη Γιουγκοσλαβία. Εγώ, η ξαδέρφη μου Σιδηροπούλου Αρετή, πιο μεγάλη από μένα, δεν είχαμε ούτε άδεια κυκλοφορίας, ούτε τίποτα. Έτσι μπήκαμε στο τραίνο, και πάμε τώρα από τη Θεσσαλονίκη για το Κιλκίς. Περνούσε ο εισπράκτορας. Ήθελε τα εισιτήρια, τις ταυτότητες, την άδεια κυκλοφορίας. Εμείς μόνο εισιτήρια είχαμε. Τώρα τι να κάνουμε. Η μαμά μου μας σήκωνε από το ένα μέρος στο άλλο. Τάχα θέλαμε τουαλέτα. Φοβότανε πιο πολύ για την ξαδέρφη μου την Αρετή. Πέρασε κι αυτό.
Για τα σύνορα με την Γιουγκοσλαβία πρώτα περάσαμε από το Κιλκίς, υπάρχει σιδηροδρομικός σταθμός. Όταν άδειασαν το χωριό μας, τους πήγαν σ’ άλλο, κοντά στο Κιλκίς, δε θυμάμαι το όνομά του. Εκεί είχαμε συγγενείς. Περάσαμε από το χωριό μας. Όλα μου φάνηκαν πολύ θλιβερά, άδειο το χωριό, δεν έβλεπες ψυχή. Μόνο ένας έτσι λίγο πολύ σχιζοφρένια είχε, ψυχολογικά προβλήματα. Δεν ήταν ο «τρελός« του χωριού. Άλλος ήταν ο «τρελός». Αυτός δεν πείραζε κανέναν. Είχε μελαγχολία. Περάσαμε από κει και βγήκαμε έξω, προς τα χωράφια. Φτάσαμε σ’ ένα χωράφι που σπέρναμε σουσάμι. Η μάνα μου μας είχε ντύσει με ότι είχαμε για να έχουμε μαζί μας, αντί για μπογαλάκια. Όλα τα φορούσαμε. Από πάνω είχα μια ζακέτα πλεκτή, μια φούστα, φόρεμα ήταν φούστα ήταν, δε θυμάμαι, παπούτσια και διπλά τα εσώρουχα, όλα διπλά. Φτάσαμε στο χωριό – η μάνα μου με μας, τρία παιδιά, η ξαδέρφη μου με το μικρό κοριτσάκι εννιά μηνών, η νουνά του αδερφού μου με δύο κορίτσια, η θεία μου η Μάρθα (της Αρετής η μάνα), όλοι συγγενείς και οικογένειες ήμασταν. Όταν φτάσαμε στα χωράφια, κάναμε πως δουλεύαμε. Εκεί κάπου θα ήτανε η γιάφκα. Περιμέναμε το σινιάλο για να περάσουμε τα σύνορα. Για να μη γίνουμε αντιληπτοί από τους τσοπαναραίους, καθόμασταν σ’ ένα βαθούλωμα, ένα λάκκο. Όλα παιδιά ήμασταν. Το πιο χειρότερο ήταν το κοριτσάκι, εννιά μηνών. Πεινούσε, ήθελε να φάει. Όλοι το χαϊδεύαμε για να μη κλάψει και μας προδώσει. Μόλις άρχισε να σουρουπώνει, οι γυναίκες βγάλανε τις άσπρες μαντίλες και περάσαμε τα σύνορα. Είχε ψηλά χόρτα και μείς δε φαινόμασταν από τα χόρτα. Ακούμε κάτι φωνές και μείς από τη χαρά μας φωνάζαμε αντί να σηκώσουμε τα χέρια ψηλά. Ήταν οι συνοριακοί Σέρβοι. Δεν ξέραμε, παιδιά ήμασταν, με χαρά περνάγαμε τα σύνορα. Δεν μας έκοβε πολύ. Δεν υπολογίζαμε τον κίνδυνο. Κίνδυνο δεν είχαμε συναντήσει στο δρόμο. Απλώς είχαμε πάρει συνωμοτικά μέτρα – ότι μας έλεγαν οι μάνες μας, αυτό κάναμε. Μας περίμεναν. Κάπου εκεί ήταν η γιάφκα.
Για τα σύνορα με την Γιουγκοσλαβία πρώτα περάσαμε από το Κιλκίς, υπάρχει σιδηροδρομικός σταθμός. Όταν άδειασαν το χωριό μας, τους πήγαν σ’ άλλο, κοντά στο Κιλκίς, δε θυμάμαι το όνομά του. Εκεί είχαμε συγγενείς. Περάσαμε από το χωριό μας. Όλα μου φάνηκαν πολύ θλιβερά, άδειο το χωριό, δεν έβλεπες ψυχή. Μόνο ένας έτσι λίγο πολύ σχιζοφρένια είχε, ψυχολογικά προβλήματα. Δεν ήταν ο «τρελός« του χωριού. Άλλος ήταν ο «τρελός». Αυτός δεν πείραζε κανέναν. Είχε μελαγχολία. Περάσαμε από κει και βγήκαμε έξω, προς τα χωράφια. Φτάσαμε σ’ ένα χωράφι που σπέρναμε σουσάμι. Η μάνα μου μας είχε ντύσει με ότι είχαμε για να έχουμε μαζί μας, αντί για μπογαλάκια. Όλα τα φορούσαμε. Από πάνω είχα μια ζακέτα πλεκτή, μια φούστα, φόρεμα ήταν φούστα ήταν, δε θυμάμαι, παπούτσια και διπλά τα εσώρουχα, όλα διπλά. Φτάσαμε στο χωριό – η μάνα μου με μας, τρία παιδιά, η ξαδέρφη μου με το μικρό κοριτσάκι εννιά μηνών, η νουνά του αδερφού μου με δύο κορίτσια, η θεία μου η Μάρθα (της Αρετής η μάνα), όλοι συγγενείς και οικογένειες ήμασταν. Όταν φτάσαμε στα χωράφια, κάναμε πως δουλεύαμε. Εκεί κάπου θα ήτανε η γιάφκα. Περιμέναμε το σινιάλο για να περάσουμε τα σύνορα. Για να μη γίνουμε αντιληπτοί από τους τσοπαναραίους, καθόμασταν σ’ ένα βαθούλωμα, ένα λάκκο. Όλα παιδιά ήμασταν. Το πιο χειρότερο ήταν το κοριτσάκι, εννιά μηνών. Πεινούσε, ήθελε να φάει. Όλοι το χαϊδεύαμε για να μη κλάψει και μας προδώσει. Μόλις άρχισε να σουρουπώνει, οι γυναίκες βγάλανε τις άσπρες μαντίλες και περάσαμε τα σύνορα. Είχε ψηλά χόρτα και μείς δε φαινόμασταν από τα χόρτα. Ακούμε κάτι φωνές και μείς από τη χαρά μας φωνάζαμε αντί να σηκώσουμε τα χέρια ψηλά. Ήταν οι συνοριακοί Σέρβοι. Δεν ξέραμε, παιδιά ήμασταν, με χαρά περνάγαμε τα σύνορα. Δεν μας έκοβε πολύ. Δεν υπολογίζαμε τον κίνδυνο. Κίνδυνο δεν είχαμε συναντήσει στο δρόμο. Απλώς είχαμε πάρει συνωμοτικά μέτρα – ότι μας έλεγαν οι μάνες μας, αυτό κάναμε. Μας περίμεναν. Κάπου εκεί ήταν η γιάφκα.
Δεκατρία άτομα φτάνουν στο Γευγελή της Γιουγκοσλαβίας
Μας πήρανε, μας πήγαν στο Γευγελή με το κάρο και κάτι φανάρια με πετρέλαιο, κι από τη μυρωδιά, θυμάμαι εγώ είχα αναγούλες. Ο καιρός είχε κρυώσει, πήγαινε προς το χειμώνα. Δεν τρώγαμε τίποτα. Όταν φτάσαμε στο Γευγελή, εκεί μας έδωσαν να φάμε. Για το δρόμο οι μάνες μας είχαν πάρει ψωμί, τυρί, κάτι άλλο. Από κει μας πήγαν στη Ματέϊτσα, χωριό κοντά στο Κουμάνοβο. Η σέρβικη οργάνωση μας πήγε στην κοινότητα, σ’ ένα μεγάλο δωμάτιο, ήμασταν δεκατρία άτομα. Μετά μας μοίρασαν σε σπίτια. Εμείς μείναμε και οι δεκατρείς σ’ ένα δωμάτιο. Εκεί μείναμε τρεις μήνες. Μετά πήγαμε στο Μπούλκες όπου εγώ δούλευα στην εφημερίδα του Μπούλκες και πήγαινα και σχολείο.
Όταν πρωτοπήγαμε μας δώσανε τα πάντα, του πουλιού το γάλα που λέει ο λόγος. Αμέσως μπήκα στο σχολείο (σχολαρχείο), στο γυμνάσιο, όπου μαθαίναμε ελληνικά (ο δάσκαλος μου ήταν ο Χατζητάσκος), ρωσικά (είχαμε ένα δάσκαλο πρόσφυγα από τη Ρωσία, από το 1922). Ήμασταν αετόπουλα και συνάμα με το σχολείο, πηγαίναμε στη δουλειά. Εγώ δούλευα στο τυπογραφείο έξι ώρες την ημέρα, σε τρεις βάρδιες. Κάθε πρωί η «μπάντα» έπαιζε και ξεκινούσαμε την ημέρα μας με το τραγούδι της εργατιάς: «ήρθε η ώρα να χαρούμε, ζήτω, ζήτω η εργατιά…». Τα Σαββατοκύριακα κάναμε εξορμήσεις, δουλεύαμε δωρεάν για να μαζέψουμε τη σοδιά, καλαμπόκια, κάναμε παρελάσεις. Στην εφημερίδα δεν έπρεπε να κάνουμε ούτε ένα λάθος, μας έλεγε ο Κλεόβουλος, ναυτικός από την Αργεντινή. Αυτό που μας βασάνιζε ήταν να μάθουμε ποιος ζει, μάνα, πατέρας, αδέρφια, ολόκληρες οικογένειες. Είχαμε και το σύνθημα μας «Ο ΑΓΩΝΑΣ ΣΕ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ!»
Μετά από το Μπούλκες, ακολουθεί το μακρινό ταξίδι προς την Τσεχοσλοβακία
Μίκουλοφ…
Εμείς δεν ξέραμε πότε και που θα φύγουμε από το Μπούλκες. Αυτά τα κανόνιζε η οργάνωση του Μπούλκες. Εμείς το μόνο που ξέραμε ήταν ότι θα φύγουμε από το Μπούλκες και με την τελευταία αποστολή το Μπούλκες θα αδειάσει.
Ανεβήκαμε στο τραίνο και ξεκινήσαμε. Δε ρωτούσαμε, όπου και να πηγαίναμε η οργάνωση μας πήγαινε. Είχαμε πλήρη εμπιστοσύνη στην οργάνωση. Τα παράθυρα τα είχαμε κλειστά. Δεν ανοίγαμε παράθυρα. Μόλις φτάσαμε στην Ουγγαρία, σταμάτησε το τραίνο και λέμε τι γίνεται. Μας είπαν μόνο τότε να ανοίξουμε τα παράθυρα κι όποιος θέλει να κατεβεί, να ξεμουδιάσουμε. Κατεβήκαμε και σε λίγο ξεκινήσαμε κι έτσι φτάσαμε στο Μίκουλοφ, κοντά στο Μίκουλοφ, σε κάτι άδειες στρατώνες.
Εκεί μας δώσανε δωμάτια, μας δώσανε να φάμε. Δε θυμάμαι τι ήταν. Πάντως νηστικοί δε μείναμε. Όλα ήταν ταχτοποιημένα, τα κρεβάτια με σεντόνια. Το πρωί σηκωνόμασταν και πηγαίναμε για πρωινό, μετά είχαμε το φαγητό μας το μεσημέρι και βράδυ. Δεν υπήρχε ποικιλία, αλλά και κανένας δε ζητούσε ποικιλία. Εκεί όλοι περάσαμε από το κλίβανο. Εμείς από το Μπούλκες δεν είχαμε ψείρες, ήμασταν μεγάλα παιδιά. Ψείρες είχαν αυτοί που ήρθαν από την Αλβανία. Αυτοί ταλαιπωρήθηκαν πιο πολύ.
Η δουλειά είχε ήδη αρχίσει να οργανώνεται με χορούς και τραγούδια. Πάντα τραγουδούσαμε επαναστατικά τραγούδια, αντάρτικα, ελληνικά (Ω, Πατρίδα μας γλυκιά, Τ’ αρνιά βελάζουν, Γκόλφω φωνάζουν…). Εκεί κάτσαμε τρεις μήνες. Εμείς ήμασταν η τελευταία αποστολή. Πηγαίναμε σε «μπριγάδες» (εθελοντική δουλειά). Το Μίκουλοφ έχει πολλά αμπέλια. Πηγαίναμε στις πατάτες, στα κοκκινογούλια. Αυτές ήταν οι απασχολήσεις μας. Δουλεύαμε. Μας έδιναν και κολατσιό δυο φέτες με σαλάμι ή λίγδα. Είχαμε τα δικά μας ρούχα από το Μπούλκες – μας τα καθάρισαν, μας τα έπλυναν και μας τα επέστρεψαν. Από κει μετά από τρεις μήνες, άρχισαν να μας στέλνουν σε διάφορα μέρη τον αδερφό μου, μικρότερος από μένα, τον στείλανε σ’ ένα παιδικό σταθμό. Εμένα με τη θεία μου και τα παιδιά της μας έστειλαν στην Κρίζοβα, ένα χωριό κοντά στο Κρνοβ. Εκεί ήταν Έλληνες και από τις άλλες αποστολές, δεν ήμασταν μόνο εμείς. Όλοι με τις οικογένειες τους. Ο δικός μου ο πατέρας είχε φύγει από το Μπούλκες το 1948 για το βουνό και σκοτώθηκε τον ίδιο χρόνο και μετά από πέντε μήνες έφυγε και η μάνα μου στο βουνό. Εγώ δεν είχα τους γονείς μου. Ο πατέρας μου πέρασε στο Μπούλκες μετά τη Βάρκιζα το 1945 και ήταν από τους πρώτους Μπουλκιώτες. Ακόμα δεν είχε εκεί γυναικόπαιδα. Και εκεί δούλευε σαν κουρέας.
Στο χωριό Κρίζοβα κοντά στην πόλη Κρνοβ
Οι νέοι φύγαμε από το Κρίζοβα και πήγαμε στο Κρνοβ. Εγώ με άλλες κοπέλες δουλεύαμε στο εργοστάσιο που έφτιαχνε κάλτσες. Θυμάμαι, δε μας έκοβε, έπρεπε να χτυπάμε κάρτα όταν πηγαίναμε στη δουλειά. Εμείς δε χαμπαριάζαμε από τέτοια, νομίζαμε δε χρειάζεται τίποτα και περνούσαμε χωρίς να χτυπάμε κάρτα. Δουλεύαμε και τραγουδούσαμε. Ερχόταν η υπεύθυνη μας, μας χτυπούσαν τον ώμο (εμείς δεν καταλαβαίναμε τη γλώσσα) για μπράβο. Εκεί δούλεψα μόνο τρεις βδομάδες. Έπρεπε να πάω στο Γέσενικ. Εγώ δεν ήθελα να φύγω διότι εκεί δεν ήξερα κανέναν. Στο Κρνοβ είχα τις ξαδέρφες μου, τις φιλενάδες μου. Αλλά πήγαμε στο Γέσενικ με τη θεία μου. Μας μετακομίζανε από τα χωριά στις πόλεις για περισσότερες ευκαιρίες για δουλειά.
Γέσενικ… στο τυπογραφείο «Αγωνιστής»
Στο Γέσενικ μέναμε στην πλατεία, όπου ήταν το ελληνικό τυπογραφείο της εφημερίδας των πολιτικών προσφύγων της Τσεχοσλοβακίας «Αγωνιστής». Ήτανε ήδη το 1951. Ήμουνα από τους πρώτους και δούλεψα μέχρι το Μάιο του 1951. Μέχρι τότε ο «Αγωνιστής» έβγαινε και στα σλαβομακεδόνικα και λεγότανε «Μπόρμπα». Δούλευα και σ’ αυτό το τμήμα στοιχειοθετούσα. Έβγαινε και στα σλαβομακεδόνικα διότι υπήρχαν σλαβομακεδονόπουλα από την Ελλάδα που δεν ήξεραν ελληνικά. Ο συντάκτης ήταν Σλαβομακεδόνας, τον λέγανε Ζήση (Ντίνκοβ, δε θυμάμαι), ένας άνθρωπος με κομμένο πόδι, ήταν στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας. Μετά από ενάμιση μήνα έφυγα και πήγα σχολείο.
Πεντάμηνη σχολή στο Μπεχαζοβ
Τους νέους μας στέλνανε στο σχολείο. Μας διάλεγε η οργάνωση. Πρώτα μας στέλνανε σε πεντάμηνη σχολή να μάθουμε τσέχικα για να μπορούμε να συνεχίσουμε στο λύκειο. Εκεί ήμουν άριστη. Στο λύκειο είχα καλούς βαθμούς. Μετά από το λύκειο δώσαμε εισαγωγικές εξετάσεις για το πανεπιστήμιο. Από τους τρεις που δώσαμε εξετάσεις μόνο εγώ μπήκα στην Ανώτατη Χημική Σχολή της Πράγας. Ενδιάμεσα παντρεύτηκα. Τον άνδρα μου τον γνώρισα στο λύκειο. Ήμουνα 19-20 χρονών. Στα 21 παντρεύτηκα, ακόμα δεν είχα τελειώσει το λύκειο. Ναι, συναντιόμασταν, ερωτευόμασταν, αγαπιόμασταν, παντρευόμασταν. Δεν υπήρχαν απαγορεύσεις στον έρωτα και στην αγάπη. Εμείς εξάλλου ήμασταν μεγάλοι και υπήρχαν και πιο μεγάλοι από μένα.
Στην Πράγα
Από το λύκειο εγώ έγκυος εφτά μηνών στο πρώτο μου παιδί, ήρθαμε να σπουδάσουμε στην Πράγα. Ο άνδρας μου, ο Νίκος Σπάλας, πέρασε στην ηλεκτρονική σχολή στο Πολυτεχνείο της Πράγας. Στην αρχή ζούσαμε σε ξεχωριστές εστίες, εγώ της Χημικής Σχολής κι αυτός του Πολυτεχνείου. Μετά μας δώσανε ένα δωμάτιο που ήτανε τα πάντα – υπνοδωμάτιο, κουζίνα και είχε και μια μικρή αποθηκούλα και τουαλέτα. Μπάνιο δεν είχαμε, λουζόμασταν στο δωμάτιο με σκάφη και κουβάδες. Εκεί γεννήθηκε και ο Γιάννης. Δηλαδή σ’ αυτό γυρίσαμε μαζί με το Γιάννη διότι ήμουνα σε ίδρυμα για μάνες που δεν είχανε σπίτι. Το λέγανε για «ελεύθερες μάνες». Εγώ ήμουνα παντρεμένη, αλλά δεν είχα σπίτι και για αυτό μας έπαιρναν σ’ αυτό το ίδρυμα ως που να πάρουμε σπίτι. Ο Γιάννης έμεινε στο ίδρυμα μέχρι έξι μηνών. Εγώ έπρεπε να δουλέψω στο ελληνικό τυπογραφείο της εφημερίδας μας, «Αγωνιστής», το οποίο ήταν στην Πράγα και στεγάζονταν τώρα κάτω από την εφημερίδα «Rude Pravo» του Τσεχοσλοβάκικου Κομμουνιστικού Κόμματος. Το κράτος πλήρωνε τα έξοδα. Είχε μεταφερθεί από το Γέσενικ. Το 1954 ήρθε στην Πράγα. Τότε δεν έβγαινε πια στα σλαβομακεδόνικα.
Η ξαδέρφη μου Βαγγελίτσα Σιδηροπούλου (Καμαριέρη) ήρθε να προσέχει το παιδί μου μέχρι που να βρω θέση στο βρεφικό σταθμό. Ήρθε, τον κοίταξε ένα μήνα και μετά εγώ τον πήγαινα στον βρεφικό σταθμό. Ήρθε και το δεύτερο μου παιδί, η κόρη μου. Αρχές του ’56 ή 57 αντάλλαξα αυτό το σπίτι και πήρα ένα δυάρι, όπου μείναμε μέχρι το 1968. Αυτή τη χρονιά 1η Αυγούστου έφυγα από το τυπογραφείο και πήγα σε μια οικοδομική επιχείρηση ως προσωπάρχης. Ήμουνα πολύ ευχαριστημένη, αλλά έπρεπε να πάω στο ελληνικό τμήμα στον εκδοτικό οίκο «Προβλήματα ειρήνης και σοσιαλισμού» στα τέλη Αυγούστου 1971. Δούλευα ως δακτυλογράφος δέκα χρόνια μέχρι το 1981, οπότε επαναπατρίσθηκα στην Ελλάδα. Το 1968 δούλευα στην καινούργια δουλειά απέναντι από το Μουσείο, στην πλατεία Βάτσλαβ. Εκείνο τον καιρό είχαν έρθει η μάνα μου, η αδερφή μου και ο αδερφός μου από την Τασκένδη για επίσκεψη. Μόλις ξυπνήσαμε από τη βουή των αεροπλάνων, ο πατριός μου, μας λέει να μείνουμε ήσυχοι, δικά μας είναι τα αεροπλάνα, ρωσικά. Κοντά στον ραδιοσταθμό ακούγονταν πυροβολισμοί, πυροβολούσανε το Μουσείο. Λέγανε ότι τάχαμου πυροβολούσαν οι Ρώσοι. Αλλά εγώ τους έβλεπα από το παράθυρο του γραφείου μας, αυτοί μόνο παρακολουθούσαν, δεν πυροβολούσαν σε κανέναν και σε τίποτα. Δεν ξέρω ποιοι πυροβολούσαν, αλλά τους Ρώσους τους έβλεπα, στέκονταν όρθιοι πάνω στα τανκς. Πάντως εμείς ζήσαμε τα γεγονότα και δεν ήταν τόσο τραγικά τα πράγματα όπως γράψανε. Οι Έλληνες δεν εκδηλώθηκαν άσχημα. Μιλώ για τους Έλληνες στην Πράγα. Δεν πήραν μέρος ενάντια στους Ρώσους. Πηγαίναμε στις συνελεύσεις στις δουλειές μας, αλλά τους λέγαμε τους Τσέχους ότι εμάς αυτό δε μας αφορά, οπότε δεν ψηφίζαμε διότι δεν ήμασταν Τσέχοι υπήκοοι. Δεν είχαμε προβλήματα. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί πάντα τα «φορτώνουν» στους Ρώσους, το Σύμφωνο της Βαρσοβίας δεν αποτελούνταν μόνο από Ρώσους. Αλλά έτσι κάνουν διότι δεν τους αγαπάν τους Ρώσους.
«Ω, Πατρίδα μας γλυκιά»… Επαναπατρισμός
Η απόφαση να φύγω για την Ελλάδα ήταν κάτι που πάντα ζούσαμε, με το χαιρετισμό μας σε κάθε γιορτή «και του χρόνου στην Ελλάδα!». Το 1975 (μετά την πτώση της Χούντας) κάναμε την πρώτη επίσκεψη στην Ελλάδα μετά από πέντε χρόνια που περιμέναμε να εγκριθούν τα χαρτιά μας από τις ελληνικές αρχές. Πήγαμε και στο χωριό του Νίκου, το Δίλοφο, Κοζάνης. Επιστρέψαμε στην Τσεχοσλοβακία. Το 1980, πρώτος έφυγε ο γιος μου ο Γιάννης με την οικογένειά του. Ο Νίκος ήθελε πάντα να επιστρέψει στην Ελλάδα, αλλά εγώ κάπως δεν αποφάσιζα που θα πάμε, πώς, κ.λπ. Το 1981 ήδη ήμασταν και παππούδες, φύγαμε στην Αθήνα, στο γιο μας. Μείναμε μαζί ως που να έρθουν τα πράγματά μας. Μείναμε στην Καλλιθέα. Ο άνδρας μου άρχισε να δουλεύει μετά από μια βδομάδα από την άφιξή μας. Εγώ φρόντιζα και τα δύο σπίτια. Μεγάλωνα την εγγονή μου. Η νύφη μου, Τσέχα, ήταν νηπιαγωγός στην Τσεχοσλοβακία. Τώρα πήγαινε και μάθαινε ελληνικά και μετά τελείωσε και στην Ελλάδα νηπιαγωγός. Ήταν πολύ καλή. Δε δυσκολευτήκαμε στην Ελλάδα. Όλοι δουλεύαμε. Αλλά μετά από το δεύτερο παιδί του γιου μου άρχισαν να δυσκολεύουν τα πράγματα. Ο γιος μου και η νύφη μου δουλεύανε σε δυο και τρεις δουλειές. Από άποψη εκπαίδευσης, εδώ στην Τσεχοσλοβακία ήταν πολύ πιο ανώτερη, προοδευτική και άνετη η εκπαίδευση, η παιδεία και ακόμα και οικονομικά. Ο γιος μου ήθελε να φύγει, η νύφη μου δεν ήθελε, αλλά στο τέλος επιστρέψανε στην Τσεχοσλοβακία το 1993. Έπιασαν δουλειά, αγόρασαν σπίτι, ταχτοποιήθηκαν, ξεκουράστηκαν λιγάκι διότι είχαν δουλέψει σκληρά στην Ελλάδα. Φέρανε και τα παιδιά τους, τα οποία γρήγορα προσαρμόστηκαν και μάθανε τσέχικα. Εγώ δεν μπορούσα χωρίς τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου.
Μόνο ο Νίκος δούλευε και δε μπορούσαμε να ερχόμαστε στην Τσεχία κάθε χρόνο. Και η ζωή στην Ελλάδα γινότανε όλο και πιο δύσκολη. Ο άνδρας μου δεν ήθελε να επιστρέψουμε. Εγώ του έλεγα: »Τα χρόνια μας περνάνε, Νίκο, έτσι όπως το πάμε, εσύ πρέπει να δουλεύεις μέχρι τα 80 σου. Εγώ δεν μπορώ να ζήσω χωρίς τα παιδιά μου και το πηγαινέλα κάθε χρόνο…». Αποφασίσαμε, πιέσαμε και τον άνδρα μου να πάρει μειωμένη σύνταξη στα 62 και το 1998 φύγαμε κι εμείς και επιστρέψαμε.
Την Ελλάδα την αγαπώ, εκεί είναι τ’ αδέρφια μου, η μάνα μου, εκεί είναι η πατρίδα μου, εκεί έζησα τα παιδικά μου χρόνια, εκεί γεννήθηκα, εκεί είναι τα μέρη που πάντα νοσταλγούσα. Εκεί γυρίσαμε κι όλα τα νησιά που εγώ δεν ήξερα τι θα πει νησί. Αλλά να έχεις δύο παιδιά και τέσσερα εγγόνια και να ζούμε μόνοι μας εμείς στην Ελλάδα, αυτό δεν το μπορούσα…
Μόνο ο Νίκος δούλευε και δε μπορούσαμε να ερχόμαστε στην Τσεχία κάθε χρόνο. Και η ζωή στην Ελλάδα γινότανε όλο και πιο δύσκολη. Ο άνδρας μου δεν ήθελε να επιστρέψουμε. Εγώ του έλεγα: »Τα χρόνια μας περνάνε, Νίκο, έτσι όπως το πάμε, εσύ πρέπει να δουλεύεις μέχρι τα 80 σου. Εγώ δεν μπορώ να ζήσω χωρίς τα παιδιά μου και το πηγαινέλα κάθε χρόνο…». Αποφασίσαμε, πιέσαμε και τον άνδρα μου να πάρει μειωμένη σύνταξη στα 62 και το 1998 φύγαμε κι εμείς και επιστρέψαμε.
Την Ελλάδα την αγαπώ, εκεί είναι τ’ αδέρφια μου, η μάνα μου, εκεί είναι η πατρίδα μου, εκεί έζησα τα παιδικά μου χρόνια, εκεί γεννήθηκα, εκεί είναι τα μέρη που πάντα νοσταλγούσα. Εκεί γυρίσαμε κι όλα τα νησιά που εγώ δεν ήξερα τι θα πει νησί. Αλλά να έχεις δύο παιδιά και τέσσερα εγγόνια και να ζούμε μόνοι μας εμείς στην Ελλάδα, αυτό δεν το μπορούσα…
Και πάλι στην Τσεχία…
Έτσι πουλήσαμε το σπίτι μας στην Αθήνα, αγοράσαμε εδώ αυτό το διαμέρισμα και συνεχίσαμε να ζούμε με τις συντάξεις μας.
Μετά από 17 χρόνια στην Ελλάδα, όταν γύρισα στην Τσεχία είδα έναν κόσμο αλλιώτικο, μια απότομη αλλαγή προς το αντίθετο από αυτό που περίμενα. Αυτό κάπως δε μ’ άρεσε. Σα να μη μου έφταναν οι άστεγοι της Ελλάδας, όταν είδα τους τόσους άστεγους εδώ πέρα είχε άσχημο αντίκτυπο. Εγώ είχα αφήσει μια Τσεχοσλοβακία χωρίς άστεγους, όλοι δουλεύανε, με μια ηρεμία και γνώρισα ανθρώπους με άλλες αντιλήψεις. Τώρα τα πράγματα έχουν πάρει άλλη κατηφόρα, δηλαδή αντί προς το καλύτερο για την πλειοψηφία είναι προς το χειρότερο. Βλέπω τώρα αυτά τα ίδια που περνούσαμε εμείς στην Ελλάδα – να μη σε διώξουν από τη δουλειά, ότι ώρα ήθελαν σε έπαιρναν στη δουλειά και ότι ώρα ήθελαν σε έδιωχναν. Δηλαδή, χάσανε αυτά που είχανε, γι’ αυτά που αγωνιστήκαμε. Πάνε όλα…
Όσο για τον ελληνισμό μας εδώ, υπάρχουν προβλήματα. Για να είναι αυτός που ήτανε, δραστήριος, κ.λπ. Νομίζω ότι εξαρτάται από τους γονείς. Οι περισσότεροι τώρα εδώ αποτελούν τα μεικτά ανδρόγυνα. Οι Έλληνες έγιναν αδιάφοροι. Τους ενδιαφέρει το σήμερα κι όχι το αύριο. Πήρανε μια νοοτροπία που θα έλεγα δεν είναι καλή. Γίνανε ατομιστές, ο εαυτούλης μου και παραπέρα δε με νοιάζει. Χάνουν πια την ελληνικότητά τους. Χάνουν το αίσθημα της ευθύνης τους. Εμείς που ήρθαμε εδώ το 1949 με την Ελλάδα στο στόμα ζούσαμε και με την Ελλάδα θα πεθάνουμε. Αυτή η γενιά τώρα δεν ξέρω τι οράματα έχει. Οι γονείς και οι γιαγιάδες και οι παππούδες πρέπει να συσπειρωθούν γύρω από την Ελληνική Κοινότητα. Αυτοί που είχαν και έχουν την ελληνικότητα μέσα τους και πολλοί νέοι ακόμα, αυτοί είναι μέσα στα δρώμενα της ελληνικής κοινότητας. Δυστυχώς, όμως, είναι και πολλά άλλα παιδιά, και είναι πολλά, που οι γονείς τους δεν τους δίνουν σημασία. Πρέπει όλοι μας να πάρουμε την ευθύνη μας για να μη χάσουμε τον ελληνισμό στην Τσεχία.
Αναδημοσίευση από http://www.ropraha.eu/index.php?section=archiv&lg=gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου