Του Στάθη Καλύβα
Η ανάδειξη του Μπαράκ Ομπάμα στο προεδρικό αξίωμα χαρακτηρίστηκε από ορισμένους αμερικανούς σχολιαστές ως το τέλος του αμερικανικού εμφυλίου: η εκλογή ενός μαύρου προέδρου μπορεί να ερμηνευθεί ως ένας συμβολικός επίλογος του άγους της δουλείας, που υπήρξε ένα από τα κεντρικά διακυβεύματα του εμφυλίου αυτού.
Επιχειρώντας να διαχειριστούν την εκ των πραγμάτων ανατρεπτική μνήμη των εμφυλίων που τα διέσπασαν στο παρελθόν, τα έθνη περνούν από διάφορα στάδια διαχείρισής τους, το καθένα από τα οποία συνοδεύεται από τον απαραίτητο συμβολισμό. Ο ελληνικός εμφύλιος δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση.
Το συμβατικό τέλος
Το συμβατικό τέλος του ελληνικού εμφυλίου τοποθετείται στο 1949 με τη λήξη των μεγάλων μαχών στον Γράμμο και το Βίτσι και την ουσιαστική παραδοχή της ήττας του από το ΚΚΕ. Δύο διαφορετικές ημερομηνίες θα μπορούσαν να είχαν διεκδικήσει τον τίτλο αυτό αν η ιστορία είχε πάρει διαφορετική τροπή. Η πρώτη είναι το φθινόπωρο του 1944, αμέσως μετά την αποχώρηση των Γερμανών. Οπως είναι γνωστό ο εμφύλιος πόλεμος είχε ξεκινήσει από το 1943, αρχικά με τις συγκρούσεις αντιπάλων αντιστασιακών οργανώσεων και αργότερα με την αιματηρή σύρραξη ΕΛΑΣ και Ταγμάτων Ασφαλείας. Η αποχώρηση όμως των Γερμανών δεν συνοδεύθηκε από το τέλος των εμφυλίων συγκρούσεων αλλά, αντίθετα, από τη γενίκευσή τους. Κάτι αντίστοιχο ισχύει και με τη Συνθήκη της Βάρκιζας, τον Φεβρουάριο του 1945. Μολονότι οι δύο αυτές ημερομηνίες αφορούν δυνατότητες που δεν μετουσιώθηκαν σε πράξη, διατηρούν τη συμβολική τους σημασία και συνεχίζουν να τροφοδοτούν τον αέναο προβληματισμό των ιστορικών για το αν «ήταν αναπότρεπτος ο εμφύλιος πόλεμος».
Συμβολικές ημερομηνίες
Αν όμως το 1949 αποτελεί το συμβατικό τέλος του Εμφυλίου, ποιο είναι το συμβολικό του τέλος, αυτό δηλαδή που απαντά στο ερώτημα «πότε πραγματικά έληξε ο Εμφύλιος»; Μπορούμε να διακρίνουμε τουλάχιστον τέσσερα, το καθένα με τον δικό του ξεχωριστό συμβολισμό.
Το πρώτο συμβολικό τέλος του Εμφυλίου μπορεί να τοποθετηθεί στο 1958 όταν η ΕΔΑ, το κόμμα που εκπροσωπούσε τους ηττημένους του Εμφυλίου και ελεγχόταν από το παράνομο ΚΚΕ, κατέκτησε τη δεύτερη θέση στις εκλογές και αναδείχθηκε κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Υπογραμμίζεται συχνά, και ορθά, η κατασταλτική διάσταση του ελληνικού μετεμφυλιακού πολιτικού συστήματος, το οποίο διαπερνούσε η (όχι πάντοτε αυθαίρετη) αντίληψη πως ο εμφύλιος πόλεμος δεν είχε λήξει- η λογική, δηλαδή, της «διαρκούς ανταρσίας». Είναι όμως εξίσου αλήθεια (και συχνά παραβλέπεται) πως ο «περιορισμένος» ή «ελεγχόμενος» κοινοβουλευτισμός της μετεμφυλιακής Ελλάδας προσέφερε σημαντικά περιθώρια πολιτικής έκφρασης και κινητοποίησης στους ηττημένους, περιθώρια εντυπωσιακά σε σύγκριση με ανάλογες περιπτώσεις (π.χ. φρανκική Ισπανία). Η εξέλιξη αυτή διακόπηκε απότομα με το απριλιανό πραξικόπημα: το 1967 σκέπασε το 1958.
Η μεταπολίτευση του 1974 έθεσε το ελληνικό πολιτικό σύστημα σε εντελώς νέες βάσεις. Η νομιμοποίηση του ΚΚΕ αποτέλεσε κεντρικό συμβολικό θεμέλιο της νέας πραγματικότητας. Για πρώτη φορά στη μετεμφυλιακή Ελλάδα ο λόγος των ηττημένων ξέφυγε από το περιθώριο και εγκαταστάθηκε στο κέντρο της πολιτικής και κοινωνικής ζωής, ως ηγεμονικός πλέον λόγος τριακονταετούς σχεδόν κυριαρχίας. Ο Αρης Βελουχιώτης, ως έλληνας Τσε Γκεβάρα, μετατράπηκε σε ηρωική μορφή όχι μόνο για τους ηττημένους του Εμφυλίου αλλά, κυρίως, για τη νέα γενιά που ανέλαβε σταδιακά τα ηνία της χώρας. Η «γενιά της μεταπολίτευσης», στελεχωμένη σε μεγάλο βαθμό από τους φυσικούς απογόνους των νικητών του Εμφυλίου, έπλασε τον δικό της ιστορικό μύθο, προβάλλοντας στη δεκαετία του ΄40 τα όνειρά της αλλά και τις διαψεύσεις τους.
Δύο ακόμη εκδοχές
Τον ρόλο του συμβολικού τέλους του Εμφυλίου διεκδικούν και δύο άλλες ημερομηνίες. Η πρώτη είναι το 1982, όταν το ελληνικό Κοινοβούλιο με πρωτοβουλία του ΠαΣοΚ «αναγνώρισε» την «Εθνική Αντίσταση»- ουσιαστικά δηλαδή το ΕΑΜ. Η επίσημη ενσωμάτωση των ηττημένων στην εθνική ιστορία είναι πάντοτε σταθμός στη διαχείριση της μνήμης των εμφυλίων και παρά τις σαφείς πολιτικές σκοπιμότητες που την υπαγόρευσαν, η αναγνώριση αυτή δεν παύει να αποτελεί κομβική πράξη στο συμβολικό επίπεδο.
Η συγκυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας-ΚΚΕ το 1989 έχει αντίστοιχη σημασία. Η συνεργασία των πολιτικών απογόνων των παρατάξεων που συγκρούστηκαν στον Εμφύλιο δεν μπορεί παρά να διεκδικεί και αυτή τον τίτλο της συμβολικής λήξης του. Από την άποψη αυτή το κάψιμο των «φακέλων» ήταν μια ύψιστη συμβολική κίνηση, όσο προβληματική και λανθασμένη και αν υπήρξε από άλλες απόψεις. Είναι χαρακτηριστικό, πάντως, πως ακριβώς εξαιτίας της συνύπαρξής τους με συγκεκριμένες πολιτικές σκοπιμότητες, τόσο το 1982 όσο και το 1989 δεν κατόρθωσαν να υπερκαλύψουν το 1974 που δεσπόζει ως ο κυρίαρχος σταθμός στον συμβολικό αυτό ανταγωνισμό. Πάντως οι τέσσερις αυτές ημερομηνίες εξαντλούν τις συμβολικές ημερομηνίες λήξης του Εμφυλίουεκτός ίσως αν δούμε πρωθυπουργό ή κυβέρνηση του ΚΚΕ στο μέλλον!
Με τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, από τον οποίο δεν μπορεί να διαχωριστεί, καθώς και με το επερχόμενο βιολογικό τέλος της τελευταίας γενιάς που έζησε τον Εμφύλιο (οι εικοσάρηδες του ΄49 είναι σήμερα ογδοντάρηδες), ο εμφύλιος πόλεμος πέρασε οριστικά από το πεδίο της βιωμένης ιστορίας, της πολιτικής στρατηγικής αλλά και της συμβολικής πολιτικής σε αυτό της ιστοριογραφίας. Το πέρασμα αυτό δεν ήταν ούτε γρήγορο ούτε και ανώδυνο. Δεν παύει όμως να είναι μια εξέλιξη αναπόφευκτη όσο και θετική.
Ο κ.Στάθης Ν.Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.
Αναδημοσίευση από http://www.tovima.gr/society/article/?aid=248321
Αφού τελείωσε ο πόλεμος οι άνθρωποι γύριζαν σιγά σιγά στα χωριά τους. Στη φωτογραφία,οικογένειες κατά την επιστροφή τους, σε σκηνή, σε ενδιάμεσο σταθμό |
Επιχειρώντας να διαχειριστούν την εκ των πραγμάτων ανατρεπτική μνήμη των εμφυλίων που τα διέσπασαν στο παρελθόν, τα έθνη περνούν από διάφορα στάδια διαχείρισής τους, το καθένα από τα οποία συνοδεύεται από τον απαραίτητο συμβολισμό. Ο ελληνικός εμφύλιος δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση.
Το συμβατικό τέλος
Το συμβατικό τέλος του ελληνικού εμφυλίου τοποθετείται στο 1949 με τη λήξη των μεγάλων μαχών στον Γράμμο και το Βίτσι και την ουσιαστική παραδοχή της ήττας του από το ΚΚΕ. Δύο διαφορετικές ημερομηνίες θα μπορούσαν να είχαν διεκδικήσει τον τίτλο αυτό αν η ιστορία είχε πάρει διαφορετική τροπή. Η πρώτη είναι το φθινόπωρο του 1944, αμέσως μετά την αποχώρηση των Γερμανών. Οπως είναι γνωστό ο εμφύλιος πόλεμος είχε ξεκινήσει από το 1943, αρχικά με τις συγκρούσεις αντιπάλων αντιστασιακών οργανώσεων και αργότερα με την αιματηρή σύρραξη ΕΛΑΣ και Ταγμάτων Ασφαλείας. Η αποχώρηση όμως των Γερμανών δεν συνοδεύθηκε από το τέλος των εμφυλίων συγκρούσεων αλλά, αντίθετα, από τη γενίκευσή τους. Κάτι αντίστοιχο ισχύει και με τη Συνθήκη της Βάρκιζας, τον Φεβρουάριο του 1945. Μολονότι οι δύο αυτές ημερομηνίες αφορούν δυνατότητες που δεν μετουσιώθηκαν σε πράξη, διατηρούν τη συμβολική τους σημασία και συνεχίζουν να τροφοδοτούν τον αέναο προβληματισμό των ιστορικών για το αν «ήταν αναπότρεπτος ο εμφύλιος πόλεμος».
Συμβολικές ημερομηνίες
Αν όμως το 1949 αποτελεί το συμβατικό τέλος του Εμφυλίου, ποιο είναι το συμβολικό του τέλος, αυτό δηλαδή που απαντά στο ερώτημα «πότε πραγματικά έληξε ο Εμφύλιος»; Μπορούμε να διακρίνουμε τουλάχιστον τέσσερα, το καθένα με τον δικό του ξεχωριστό συμβολισμό.
Το πρώτο συμβολικό τέλος του Εμφυλίου μπορεί να τοποθετηθεί στο 1958 όταν η ΕΔΑ, το κόμμα που εκπροσωπούσε τους ηττημένους του Εμφυλίου και ελεγχόταν από το παράνομο ΚΚΕ, κατέκτησε τη δεύτερη θέση στις εκλογές και αναδείχθηκε κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Υπογραμμίζεται συχνά, και ορθά, η κατασταλτική διάσταση του ελληνικού μετεμφυλιακού πολιτικού συστήματος, το οποίο διαπερνούσε η (όχι πάντοτε αυθαίρετη) αντίληψη πως ο εμφύλιος πόλεμος δεν είχε λήξει- η λογική, δηλαδή, της «διαρκούς ανταρσίας». Είναι όμως εξίσου αλήθεια (και συχνά παραβλέπεται) πως ο «περιορισμένος» ή «ελεγχόμενος» κοινοβουλευτισμός της μετεμφυλιακής Ελλάδας προσέφερε σημαντικά περιθώρια πολιτικής έκφρασης και κινητοποίησης στους ηττημένους, περιθώρια εντυπωσιακά σε σύγκριση με ανάλογες περιπτώσεις (π.χ. φρανκική Ισπανία). Η εξέλιξη αυτή διακόπηκε απότομα με το απριλιανό πραξικόπημα: το 1967 σκέπασε το 1958.
Η μεταπολίτευση του 1974 έθεσε το ελληνικό πολιτικό σύστημα σε εντελώς νέες βάσεις. Η νομιμοποίηση του ΚΚΕ αποτέλεσε κεντρικό συμβολικό θεμέλιο της νέας πραγματικότητας. Για πρώτη φορά στη μετεμφυλιακή Ελλάδα ο λόγος των ηττημένων ξέφυγε από το περιθώριο και εγκαταστάθηκε στο κέντρο της πολιτικής και κοινωνικής ζωής, ως ηγεμονικός πλέον λόγος τριακονταετούς σχεδόν κυριαρχίας. Ο Αρης Βελουχιώτης, ως έλληνας Τσε Γκεβάρα, μετατράπηκε σε ηρωική μορφή όχι μόνο για τους ηττημένους του Εμφυλίου αλλά, κυρίως, για τη νέα γενιά που ανέλαβε σταδιακά τα ηνία της χώρας. Η «γενιά της μεταπολίτευσης», στελεχωμένη σε μεγάλο βαθμό από τους φυσικούς απογόνους των νικητών του Εμφυλίου, έπλασε τον δικό της ιστορικό μύθο, προβάλλοντας στη δεκαετία του ΄40 τα όνειρά της αλλά και τις διαψεύσεις τους.
Δύο ακόμη εκδοχές
Τον ρόλο του συμβολικού τέλους του Εμφυλίου διεκδικούν και δύο άλλες ημερομηνίες. Η πρώτη είναι το 1982, όταν το ελληνικό Κοινοβούλιο με πρωτοβουλία του ΠαΣοΚ «αναγνώρισε» την «Εθνική Αντίσταση»- ουσιαστικά δηλαδή το ΕΑΜ. Η επίσημη ενσωμάτωση των ηττημένων στην εθνική ιστορία είναι πάντοτε σταθμός στη διαχείριση της μνήμης των εμφυλίων και παρά τις σαφείς πολιτικές σκοπιμότητες που την υπαγόρευσαν, η αναγνώριση αυτή δεν παύει να αποτελεί κομβική πράξη στο συμβολικό επίπεδο.
Η συγκυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας-ΚΚΕ το 1989 έχει αντίστοιχη σημασία. Η συνεργασία των πολιτικών απογόνων των παρατάξεων που συγκρούστηκαν στον Εμφύλιο δεν μπορεί παρά να διεκδικεί και αυτή τον τίτλο της συμβολικής λήξης του. Από την άποψη αυτή το κάψιμο των «φακέλων» ήταν μια ύψιστη συμβολική κίνηση, όσο προβληματική και λανθασμένη και αν υπήρξε από άλλες απόψεις. Είναι χαρακτηριστικό, πάντως, πως ακριβώς εξαιτίας της συνύπαρξής τους με συγκεκριμένες πολιτικές σκοπιμότητες, τόσο το 1982 όσο και το 1989 δεν κατόρθωσαν να υπερκαλύψουν το 1974 που δεσπόζει ως ο κυρίαρχος σταθμός στον συμβολικό αυτό ανταγωνισμό. Πάντως οι τέσσερις αυτές ημερομηνίες εξαντλούν τις συμβολικές ημερομηνίες λήξης του Εμφυλίουεκτός ίσως αν δούμε πρωθυπουργό ή κυβέρνηση του ΚΚΕ στο μέλλον!
Με τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, από τον οποίο δεν μπορεί να διαχωριστεί, καθώς και με το επερχόμενο βιολογικό τέλος της τελευταίας γενιάς που έζησε τον Εμφύλιο (οι εικοσάρηδες του ΄49 είναι σήμερα ογδοντάρηδες), ο εμφύλιος πόλεμος πέρασε οριστικά από το πεδίο της βιωμένης ιστορίας, της πολιτικής στρατηγικής αλλά και της συμβολικής πολιτικής σε αυτό της ιστοριογραφίας. Το πέρασμα αυτό δεν ήταν ούτε γρήγορο ούτε και ανώδυνο. Δεν παύει όμως να είναι μια εξέλιξη αναπόφευκτη όσο και θετική.
Ο κ.Στάθης Ν.Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.
Αναδημοσίευση από http://www.tovima.gr/society/article/?aid=248321
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου