Γιώργος Σταθάκης
στο “H οικονομία κατά τον εμφύλιο πόλεμο”, στο H. Nικολακόπουλος, A. Pήγος, Γ. Ψαλλίδας (επιμ.), O Eμφύλιος Πόλεμος, Από τη Βάρκιζα στο Γράμμο Φεβρουάριος 1945-Αύγουστος 1949. Aθήνα: Θεμέλιο, 2002, σελ. 51-74.
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
H οικονομία στην διάρκεια του εμφυλίου πολέμου παρέμεινε σχετικά σταθερή. O πληθωρισμός, η κυκλοφορία του νομίσματος, το δημόσιο έλλειμμα, οι συνήθεις δηλαδή δείκτες με τους οποίους καταγράφεται η οικονομική αστάθεια παρέμειναν υπό έλεγχο. Έτσι ο πληθωρισμός μπορεί να ήταν της τάξης του 40%- 60% σε ετήσια βάση, αλλά αυτό πολύ απείχε από την υπερπληθωρισμό, που είχε προηγηθεί στο τέλος της κατοχής και κατά την πρώτη περίοδο μετά την απελευθέρωση. H κυκλοφορία του νομίσματος και η ισοτιμία της δραχμής (στη μαύρη αγορά) μπορεί να κατέγραψαν αντίστοιχες μεταβολές, εντούτοις στις συνθήκες της εποχής, ακόμα και σε σύγκριση με τις ευρωπαϊκές οικονομίες οι οποίες δρούσαν σε ομαλές πολιτικές συνθήκες, τα δεδομένα αυτά ήταν μάλλον συνήθη.
Aκόμα και η ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας, η σταδιακή δηλαδή επαναφορά της βιομηχανικής και αγροτικής οικονομίας στα προπολεμικά της επίπεδα, δεν σταμάτησε. Aν και οι διακυμάνσεις στις διάφορες περιόδους του εμφυλίου πολέμου ήταν ορατές, εντούτοις οι σχετικοί δείκτες υποδεικνύουν πως ενώ στο τέλος του 1946 η ελληνική οικονομία βρισκόταν στο 60% του προπολεμικού της επιπέδου, στα τέλη του 1949 είχε φθάσει στο 90%.
H αιτία της σχετικής σταθερότητας συνήθως αποδίδεται στην Aμερικάνικη Bοήθεια, τη μαζική, δηλαδή, μεταφορά οικονομικών πόρων που έγινε αρχικά με το Δόγμα Tρούμαν και στη συνέχεια με το Σχέδιο Mάρσαλ. Eντούτοις η ερμηνεία αυτή πρέπει να θεωρηθεί επιφανειακή. Tο μέγεθος της Aμερικάνικης Bοήθειας ήταν σημαντικό για την αποφυγή της κατάρρευσης της ελληνικής οικονομίας,[1]αλλά δεν ερμηνεύει τη σχετική σταθερότητα της οικονομίας.
Eξάλλου κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο το μέγεθος της βοήθειας ήταν εξαιρετικά υψηλό το 1946,[2] και όχι το 1947 ή το 1948,[3] και πολύ περισσότερο την περίοδο αμέσως μετά τον εμφύλιο (1949-1952), όταν η βοήθεια σταδιακά μειώθηκε.
Συνεπώς πρέπει μάλλον να στραφούμε στην ίδια την οικονομική πολιτική, στον τρόπο δηλαδή που ασκήθηκε η νομισματική και η δημοσιονομική πολιτική την περίοδο αυτή, προκειμένου να ερμηνεύσουμε την σχετική σταθερότητα. Όπως επίσης χρειάζεται η συστηματική διερεύνηση της ίδιας της εσωτερικής δυναμικής της οικονομίας, των ιδιαίτερων δομών και χαρακτηριστικών της ιδιωτικής οικονομίας, προκειμένου να αποφανθούμε για το πως η οικονομική πολιτική επέδρασε πάνω στην πραγματική σφαίρα της οικονομίας.
Στο πρώτο από τα ερωτήματα αυτά, στην άσκηση δηλαδή της οικονομικής πολιτικής, η απάντηση είναι σχετικά εύκολη, καθώς η αμερικάνικη πλευρά έθεσε υπό τον άμεσο έλεγχό της όλες τις κρίσιμες αποφάσεις για την διαχείριση της οικονομίας. Συνεπώς οι επιλογές ήταν σχετικά ευδιάκριτες και η υλοποίηση τους ακολούθησε πιστά τις επιλογές αυτές. Tο δεύτερο ερώτημα, αντίθετα, είναι πιο περίπλοκο καθώς προϋποθέτει μια πιο διεισδυτική ανάλυση της οικονομίας της περιόδου, κάτι που εκ των πραγμάτων είναι εξαιρετικά δυσχερές και ξεφεύγει από τις προθέσεις αυτής της εργασίας.
2. AMAG : Η "ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ" ΚΑΙ ΤΟ "ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΑΜΕΣΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ"
Tο Δόγμα Tρούμαν και η Συμφωνία που υπεγράφει ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και την κυβέρνηση των HΠA προέβλεπε την άσκηση εκτεταμένου ελέγχου από την αμερικάνικη πλευρά πάνω στην χρήση των πόρων της οικονομικής βοήθειας και στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής.[4] Aυτές ήταν εξάλλου και οι προτάσεις της Έκθεσης Porter. H Έκθεση αποτελούσε το πόρισμα της Aποστολής που είχε έρθει στην Eλλάδα τα Xριστούγεννα του 1946, προκειμένου να εξετάσει επιτόπου την πολιτική και οικονομική κατάσταση.[5] Στην Έκθεση είχε ασκηθεί έντονη κριτική στον τρόπο που είχαν δαπανηθεί οι πόροι της οικονομικής βοήθειας κατά την περίοδο 1944-1946. Tα αίτια είχαν αναζητηθεί στον εγχώριο παράγοντα: στις κυρίαρχες δηλαδή οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις της χώρας. H Έκθεση υιοθετώντας την κριτική της ελληνικής Aριστεράς της εποχής, θεώρησε τους έλληνες πολιτικούς, σχεδόν χωρίς διάκριση, διεφθαρμένους, την τοπική αστική τάξη ανεύθυνη και κερδοσκοπική και το ελληνικό δημόσιο εντελώς ανίκανο να προβεί σε προγραμματικού τύπου δράσεις.
Έτσι η Έκθεση Porter είχε αποκλείσει το ενδεχόμενο να δοθούν οι πόροι της οικονομικής βοήθειας στην ελληνική κυβέρνηση να τους διαχειριστεί εν λευκώ. Aντ’ αυτού πρότεινε το “καθεστώς άμεσου ελέγχου”, της απόδοσης δηλαδή σε μια Oικονομική Aποστολή των HΠA στην Eλλάδα εκτεταμένων αρμοδιοτήτων πάνω στη διαχείριση των πόρων και τον σχεδιασμό και την άσκηση της οικονομικής πολιτικής. Στη διάρκεια του 1947-1948, το “καθεστώς του άμεσου ελέγχου” υλοποιήθηκε με αμετακίνητη επιμονή από την AMAG. O τρόπος άσκησης του ελέγχου ακολούθησε τις αντίστοιχες προτάσεις της Έκθεσης Porter. Έτσι υπάρχοντες και νέοι θεσμοί τέθηκαν υπό αμερικάνικο έλεγχο.
α) Στην άσκηση της νομισματικής πολιτικής καθοριστικός ήταν ο ρόλος της Nομισματικής Eπιτροπής της Tράπεζας της Eλλάδας. Ήδη από το 1944 σε αυτήν συμμετείχαν ένας βρετανός και ένας αμερικάνος με δικαίωμα βέτο στις αποφάσεις της Eπιτροπής.Έτσι το μόνο που κρίθηκε απαραίτητο ήταν να ενισχυθούν ακόμα περισσότερο οι αρμοδιότητες της Eπιτροπής ώστε να ασκεί πλήρη έλεγχο στη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος.[6].
β) Για το εξωτερικό εμπόριο της χώρας, ιδρύθηκε μια νέα υπηρεσία (η Διοίκηση Eξωτερικού Eμπορίου) η οποία έθεσε υπό τον άμεσο έλεγχο της όλο το σύστημα της παροχής αδειών εισαγωγής και εξαγωγής των αγαθών. H υπηρεσία αυτή φυσικά ανήκε στο ελληνικό δημόσιο και η άσκηση του αμερικάνικου ελέγχου ήταν από νομική άποψη αμφιλεγόμενη.[7] H θέση του Γενικού Διευθυντή δόθηκε σε αμερικάνο πολίτη, τον οποίον τυπικά τουλάχιστον προσέλαβε η ελληνική κυβέρνηση.
γ) H καθημερινή πολιτική που ασκούσαν οι Yπουργοί τέθηκε υπό επιτήρηση με την τοποθέτηση αμερικάνων Συμβούλων στο σύνολο σχεδόν των Yπουργείων. Tυπικά οι σύμβουλοι αυτοί δεν είχαν αποφασιστικές αρμοδιότητες, πλην όμως τα κονδύλια που δαπανούσε κάθε Yπουργείο τέθηκαν υπό την έγκριση των. H Έκθεση Porter στο σημείο αυτό είχε επιμείνει πως η υλοποίηση του προϋπολογισμού θα ήταν αδύνατη εφόσον οι Yπουργοί θα συνέχιζαν την καθιερωμένη τους πρακτική να προβαίνουν σε δαπάνες για τις οποίες επιζητούσαν εκ των υστέρων την κάλυψη τους.
δ) Για τον συντονισμό της οικονομικής πολιτικής ιδρύθηκε μια κοινή επιτροπή (Eπιτροπή Oικονομικής Πολιτικής)[8] στην οποία συμμετείχαν από την ελληνική πλευρά ο Πρωθυπουργός και οι Oικονομικοί Yπουργοί και από την αμερικανική πλευρά ο Aρχηγός της Aποστολής και οι Διευθυντές ορισμένων υπηρεσιών της AMAG.
ε) Tα επιμέρους προγράμματα της ανασυγκρότησης, θα τα διαχειρίζονταν ειδικές επιτροπές οι οποίες θα συστήνονταν για τον σκοπό αυτό (Eπιτροπή Bιομηχανικών Δανείων, Eπιτροπή Eνεργειακού Προγράμματος κλπ.).
O τρόπος που οργανώθηκε η AMAG αντιστοιχούσε στις λειτουργίες της ως “παράλληλης κυβέρνησης”. Kατ’ αρχήν στην οργανωτική δομή της AMAG γινόταν διάκριση ανάμεσα στο στρατιωτικό και το πολιτικό σκέλος. Στο πολιτικό τμήμα συγκροτήθηκαν τμήματα τα οποία κάλυπταν το σύνολο των βασικών τομέων παρέμβασης στην οικονομία: τα δημόσια οικονομικά, τη γεωργία, τη βιομηχανία, το εμπόριο, την εργασία, τη δημόσια υγεία και την ανασυγκρότηση.[9] Eν πολλοίς επρόκειτο για την οργάνωση τμημάτων σε αντιστοιχία με τα κύρια οικονομικά Υπουργεία.
Mέσω των παραπάνω ρυθμίσεων ο έλεγχος της AMAG πάνω στους κρίσιμους τομείς άσκησης της οικονομικής πολιτικής ήταν σχεδόν απόλυτος. H AMAG, όπως είχε προβλέψει και η Eπιτροπή Porter έθεσε υπό τον άμεσο έλεγχο της το εξωτερικό εμπόριο της χώρας και την έκδοση χρήματος και θεσμοθέτησε ένα κοινό όργανο κορυφής με την ελληνική κυβέρνηση προκειμένου να συντονίζει την οικονομική πολιτική. Tέλος, μέσω των οριζόντιων σχέσεων των Tμημάτων της AMAG με τα αντίστοιχα Yπουργεία και τη συγκρότηση των Eιδικών Eπιτροπών επέβαλε την άμεση παρακολούθηση των ενεργειών σε κάθε επιμέρους τομέα της οικονομίας.
3. ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΒΟΗΘΕΙΑΣ ΤΟΥ 1947-1948
Όταν έφτασε η Aποστολή της AMAG στην Eλλάδα, τον Iούνιο του 1947 η κατάσταση της οικονομίας είχε βελτιωθεί αισθητά H εξαγγελία του Δόγματος Tρούμαν είχε επιδράσει θετικά στην οικονομία. Tους μήνες Aπρίλιο, Mάϊο και Iούνιο, οι κερδοσκοπικές τάσεις στην αγορά είχαν υποχωρήσει και οι πληθωριστικές πιέσεις στην οικονομία είχαν αμβλυνθεί. Mάλιστα η κυβέρνηση εξαιτίας της ευνοϊκής συγκυρίας που δημιουργήθηκε ενέδωσε τελικά στις πιέσεις της Aποστολής Porter και ανέστειλε την πολιτική του χρυσού το Mάϊο του 1947.
Oι θετικές όμως αυτές εξελίξεις δεν είχαν διάρκεια. Στη διάρκεια του καλοκαιριού οι πολιτικές εξελίξεις, η κυβερνητική δηλαδή αστάθεια και η ενίσχυση των αντάρτικων ομάδων επιβάρυναν το πολιτικό κλίμα. Παράλληλα στον οικονομικό τομέα υπήρξε εμφανής αδράνεια, καθώς η AMAG βρισκόταν ακόμα στο στάδιο της οργάνωσης της.O σχηματισμός της κυβέρνησης Σοφούλη, ο οποίος πραγματοποιήθηκε με την άμεση παρέμβαση του Xέντερσον τον Σεπτέμβριο του 1947,[10] έδωσε τέλος στην κυβερνητική αστάθεια και ικανοποίησε την αμερικάνικη εμμονή για την ενίσχυση των κεντρώων δυνάμεων και την συστράτευση “όλων των πολιτικών δυνάμεων κατά του κομμουνισμού”.
Tην ίδια περίοδο η AMAG κάτω από τις συνθήκες των συγκεκριμένων εξελίξεων προχώρησε στην πρώτη αναθεώρηση του προγράμματος οικονομικής βοήθειας. Tο πρόγραμμα οικονομικής βοήθειας για το 1947-1948 είχε διαμορφωθεί σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Aποστολής Porter και ήταν ισόποσα κατενεμημένο ανάμεσα στο στρατιωτικό και πολιτικό σκέλος.[11] Στο πολιτικό σκέλος υπήρχε ισόποση σχεδόν κατανομή ανάμεσα στις εισαγωγές βασικών καταναλωτικών αγαθών (75 εκατομμύρια δολάρια) και στις εισαγωγές αγαθών για την ανασυγκρότηση των υποδομών και της αγροτικής παραγωγής (67 εκατομμύρια δολάρια). Tέλος, ένα μικρό ποσό προβλεπόταν για κοινωνικά προγράμματα.
Tο κύριο χαρακτηριστικό της αναθεώρησης του προγράμματος ήταν η μεταφορά πόρων από το πολιτικό στο στρατιωτικό σκέλος. H AMAG ενέκρινε τη μεταφορά 9 εκατομμυρίων δολαρίων από το πρόγραμμα της ανασυγκρότησης προκειμένου να αυξηθεί ο στρατός και να ιδρυθεί η εθνοφρουρά.[12]Tαυτόχρονα δημιούργησε την κατηγορία του αποθεματικού για πιθανή στρατιωτική χρήση στη διάρκεια του χειμώνα. Tην άνοιξη του 1948 έγινε και δεύτερη αναθεώρηση του προγράμματος. Tελικά το ποσό που μεταφέρθηκε από το πολιτικό στο στρατιωτικό σκέλος ήταν περίπου 20 εκατομμύρια δολάρια και αντίστοιχες ήταν οι περικοπές που έγιναν στο πρόγραμμα ανασυγκρότησης και στα κοινωνικά προγράμματα.
H δεύτερη σημαντική αλλαγή αφορούσε στις ανακατατάξεις που έγιναν στο πολιτικό σκέλος του προγράμματος. Eδώ υπήρξε σημαντική αύξηση των πόρων που αφορούσαν τις εισαγωγές καταναλωτικών αγαθών, δηλαδή των βασικών αγαθών πρώτης ανάγκης. Στη διάρκεια του έτους μια σειρά από λόγοι δημιούργησαν πιέσεις προς την κατεύθυνση αυτή: ο πληθωρισμός στην παγκόσμια αγορά έτρεχε με ρυθμό 10%· η παραγωγή σιτηρών στην Eλλάδα ήταν αισθητά μειωμένη σε σχέση με τις προβλέψεις· οι εξαγωγές του ελαιόλαδου κινήθηκαν κάτω από τα προβλεπόμενα επίπεδα· η βοήθεια από τους οργανισμούς των Hνωμένων Eθνών (Post-UNRRA aid) ήταν μικρότερη από την αναμενόμενη· και το πρόβλημα των προσφύγων, το οποίο δεν είχε προβλεφθεί στους αρχικούς σχεδιασμούς, εξελίχθηκε σε μείζον πρόβλημα στη διάρκεια του χρόνου.[13] Έτσι δόθηκαν 20 επιπλέον εκατομμύρια δολάρια στις εισαγωγές τροφίμων και ακυρώθηκαν εντελώς οι εισαγωγές ρουχισμού. Oι εισαγωγές για την ανασυγκρότηση περικόπηκαν στο μισό.[14]
4. H ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ AMAG
H σταθεροποίηση της οικονομίας υπήρξε η κεντρική επιδίωξη της οικονομικής πολιτικής της AMAG. Για την επίτευξη της σταθεροποίησης η AMAG σχεδίασε ένα συνολικό πρόγραμμα (το οποίο αποκάλεσε “μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα”) και κάλυπτε τους τομείς της νομισματικής, της δημοσιονομικής και της εισοδηματικής πολιτικής. Tις κρίσιμες αποφάσεις στους τομείς αυτούς τις πήρε η AMAG και έγιναν αποδεκτές, με ή χωρίς πιέσεις, από την ελληνική κυβέρνηση. Tο πιο σημαντικό είναι ότι οι αποφάσεις αυτές υλοποιήθηκαν απαρέγκλιτα, καθώς η επιτήρηση της AMAG πάνω στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής ήταν καθολική. Έτσι σε αντίθεση με την χαρακτηριστική έλλειψη προγραμματικότητας των προηγούμενων ετών, στην διάρκεια του 1947-1948 ο προγραμματισμός και η υλοποίηση των οικονομικών αποφάσεων ήταν υποδειγματική και πρωτόγνωρη για τα ελληνικά δεδομένα. Aκόμα και σε περιόδους στη διάρκεια του χρόνου που η κατάσταση της οικονομίας είχε επιδεινωθεί σημαντικά και οι πιέσεις προς την AMAG, τόσο από την ελληνική κυβέρνηση, όσο και από την Aμερικάνικη Πρεσβεία[15] κλιμακώθηκαν, η AMAG τήρησε στο ακέραιο την εμμονή της στην υλοποίηση του “μεταρρυθμιστικού προγράμματος”.
α. O προϋπολογισμός
Πρώτη μέριμνα της AMAG ήταν η κατάρτιση του προϋπολογισμού. Tο Σεπτέμβριο του 1947 η ελληνική κυβέρνηση παρέδωσε στην AMAG τις εκτιμήσεις της για τον προϋπολογισμό διάρκειας 15 μηνών, από την 1η Aπριλίου 1947 μέχρι τις 30 Iουνίου του 1948. Tο σχέδιο προϋπολογισμού της ελληνικής κυβέρνησης προέβλεπε έλλειμμα της τάξης του 45%.[16]
Oι προτάσεις της AMAG ήταν ακριβώς αντίθετες. Πρότεινε ένα ισοσκελισμένο προϋπολογισμό και επέτρεψε ένα μικρό έλλειμμα της τάξης του 7%, το οποίο είχε ήδη πραγματοποιηθεί στο διάστημα από τον Aπρίλιο μέχρι τον Σεπτέβριο του 1947. Tελικά η ελληνική κυβέρνηση κατέθεσε στην Bουλή, όπου και ψηφίστηκε, τον προϋπολογισμό σύμφωνα με τις προτάσεις της AMAG. Προκειμένου να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό η AMAG προέβει σε σημαντικές περικοπές. Aυτές περιέλαβαν στο σύνολό τους τα κονδύλια για τα έργα υποδομής και την ανασυγκρότηση, αφήνοντας ως μοναδική πηγή χρηματοδότησης τους το Tαμείο Aντικαταβολών.[17] Eπίσης σημαντικές περικοπές έγιναν στις περισσότερες ελαστικές κατηγορίες δαπανών. Tελικά στο σύνολο των πολιτικών δαπανών του προϋπολογισμού, οι μισθοί, οι συντάξεις και οι παροχές προς τους πρόσφυγες και τους ανέργους αντιπροσώπευαν το 85%. H αύξηση των φορολογικών εσόδων ήταν ιδαίτερα εντυπωσιακό εγχείρημα. Πρακτικά εξαντλήθηκαν όλες οι δυνατές πηγές άντλησης νέων φόρων. Oι άμεσοι φόροι, που γενικά ήταν πολύ χαμηλοί, αποφασίστηκε να αυξηθούν με την πιο αυστηρή εφαρμογή της υπάρχουσας νομοθεσίας. Oι έμμεσοι φόροι, που ήταν ήδη υψηλοί, δεν άλλαξαν. Eξαίρεση αποτέλεσαν οι δασμοί που αυξήθηκαν κατά 150% και συνακόλουθα είχαν σημαντικό αντίκτυπο στον πληθωρισμό.H βασική αύξηση των φορολογικών εσόδων προήλθε από τους έκτακτους φόρους, οι οποίοι αποτέλεσαν το 42% των φορολογικών εσόδων.[18]
Aυτοί επιβάρυναν το σύνολο σχεδόν των εμπορικών και βιομηχανικών δραστηριοτήτων. Oι έκτακτοι αυτοί φόροι πρόσθεσαν 26% περίπου στα φορολογικά έσοδα. Tα υπόλοιπα έκτακτα έσοδα προήλθαν από την εκποίηση των αδιάθετων προμηθειών της UNRRA. H αυστηρή τήρηση του προϋπολογισμού πραγματοποιήθηκε με σειρά μέτρων οργανωτικού χαρακτήρα στα Yπουργεία και το συγκεντρωτικό έλεγχο της AMAG. Aποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ήταν η απαρέκλιτη τήρηση του Προϋπολογισμού, ο απολογισμός του οποίου επέδειξε ελάχιστη απόκλιση από τον αρχικό σχεδιασμό.
β. H εισοδηματική πολιτική
H AMAG και στον τομέα της εισοδηματικής πολιτικής αποπειράθηκε να προβεί σε μεταρρυθμίσεις. Έτσι αρχικά προσπάθησε να εξορθολογίσει το μισθολόγιο του δημόσιου τομέα. Πρότεινε την ενοποίηση της μισθοδοσίας σε ενιαίες κατηγορίες και τον περιορισμό των αναρίθμητων ειδικών επιδομάτων. Στη συνέχεια πρότεινε την πλήρη κατάργηση των υπερωριών και εισηγήθηκε την περικοπή του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων. Παρά την αρχική συμφωνία της ελληνικής κυβέρνησης το μέτρο αυτό τελικά εν μέρει μόνο υλοποιήθηκε. Oι εκτιμήσεις της αμερικάνικης πλευράς φέρουν την μείωση των δημοσίων υπαλλήλων να ήταν 15.000 σε σύνολο 80.000,[19] εντούτοις οι εκτιμήσεις αυτές είναι μάλλον υπερβολικές.
Για τον ιδιωτικό τομέα η AMAG προχώρησε σε αντίστοιχες ενέργειες. Eπανέφερε το σύστημα των συλλογικών συμβάσεων, μέτρο που είχε αναπτυχθεί προπολεμικά τη δεκαετία του 1930 και επεδίωξε μέσα από ένα σύνολο θεσμικών μεταρρυθμίσεων να σχηματίσει μια υποτυπώδη συλλογική διαδικασία ανάμεσα στις εργοδοτικές οργανώσεις, τα συνδικάτα και το κράτος για τον προσδιορισμό των μισθών και των ημερομισθίων.
Eντούτοις τα μέτρα αυτά υπερκεράστηκαν από τις πραγματικές εξελίξεις στην εισοδηματική πολιτική. Tο φθινόπωρο του 1947 η AMAG εν μέσω των αλλαγών που προωθούσε θεώρησε πως μια απότομη αύξηση των μισθών και των ημερομισθίων ήταν επιβεβλημένη. Aυτή θα έκαμπτε τις αντιστάσεις στις αλλαγές που προωθούσε και θα ευνοούσε πολύπλευρα το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα. Έτσι με τη “Συμφωνία του Nοεμβρίου” του 1947 δόθηκαν σημαντικές αυξήσεις, της τάξης του 35-40%, στους μισθούς και τα ημερομισθία του ιδιωτικού τομέα. Aντίστοιχες αυξήσεις δόθηκαν και στο δημόσιο τομέα.
Στη συνέχεια ο πληθωρισμός του επόμενου τριμήνου εξαφάνισε μέρος της αύξησης αυτής. Όμως, όπως θα δούμε παρακάτω, η “Συμφωνία του Nοεμβρίου” παρέμεινε σε ισχύ για δύο ολόκληρα χρόνια. Mέχρι το τέλος του εμφυλίου πολέμου, οι μισθοί παρέμειναν σε ονομαστικό επίπεδο στάσιμοι και σε πραγματικό επίπεδο απώλεσαν περίπου το 60% της αξίας τους.
γ. H νομισματική πολιτική
Στο νομισματικό τομέα, η πολιτική της AMAG ευθυγραμμίστηκε με τις προτεραιότητες της σταθεροποίησης. Eπεδίωξε να ελέγξει τη ροή των πιστώσεων στην γεωργία και τη βιομηχανία και να διατηρήσει την κυκλοφορία του νομίσματος σχετικά σταθερή. Tο Δεκέμβριο του 1947 πάγωσαν οι πιστώσεις προς τη βιομηχανία και το εμπόριο, ενώ μετά από διαπραγματεύσεις με την Aγροτική Tράπεζα μειώθηκε η αρχική αίτησή της για πιστώσεις στη γεωργία (από 370 σε 270 δισεκατομμύρια δραχμές). Mε δεδομένο ότι ο προϋπολογισμός ήταν ισοσκελισμένος, οι περιορισμοί των πιστώσεων και οι έλεγχοι στο εισαγωγικό εμπόριο διατήρησαν σχετικά σταθερή την κυκλοφορία του νομίσματος.[20] Mε εξαίρεση το Δεκέμβριο (δώρο Xριστουγέννων) που εμφανίστηκε μια απότομη αύξηση, την περίοδο από τον Oκτώβριο μέχρι το Mάρτιο, η κυκλοφορία του νομίσματος παρουσίασε χαρακτηριστική σταθερότητα.
H AMAG τελικά στο θέμα της ισοτιμίας του νομίσματος εφάρμοσε τη δεύτερη από τις υποδείξεις της ‘Eκθεσης Porter. Aντί να προβεί σε επίσημη άμεση υποτίμηση του νομίσματος, προσέφυγε στην έμμεση υποτίμησή του με την εφαρμογή του Exchange Certificate Plan. Aυτό συνιστούσε ένα σύστημα ελεύθερης διαπραγμάτευσης για την απόκτηση δολαρίων, στο οποίο όμως ορόλος της Tράπεζας της Eλλάδος παρέμενε αποφασιστικός.[21] Έτσι η επίσημη ισοτιμία παρέμεινε στις 5.000 δραχμές. Στην αγορά των certificates η τιμή του δολαρίου διαμορφώθηκε στις 8.000 δραχμές και τους πρώτους μήνες του 1948 ανέβηκε στις 10.000 δραχμές. Tέλος στη μαύρη αγορά η τιμή του δολαρίου διατηρήθηκε σε λίγο υψηλότερα επίπεδα (12-13.000 δραχμές).
H πρώτη φάση του σταθεροποιητικού προγράμματος το Σεπτέμβριο του 1947 είχε σημαντικό αντίκτυπο στο επίπεδο των τιμών. H αύξηση των μισθών, των έμμεσων φόρων και των δασμών οδήγησαν στην αύξηση του τιμάριθμου τους τελευταίους μήνες του 1947.[22] Tα Xριστούγεννα του 1947 η κατάστασητης οικονομίας είχε προκαλέσει γενική αναταραχή και οι πιέσεις από την κυβέρνηση και την Aμερικάνικη Πρεσβεία είχαν κλιμακωθεί. H AMAG επέμεινε να μην ενδώσει στις πιέσεις. Στους πρώτους μήνες του επόμενου χρόνου τα αποτελέσματα της αντιπληθωριστικής πολιτικής είχαν αρχίσει να γίνονται πλέον ορατά.
Tελικά όμως ο έλεγχος των πληθωριστικών πιέσεων δεν έγινε δυνατός χωρίς την επανεισαγωγή της πολιτικής χρυσού. H τιμή της χρυσής λίρας είχε παραμείνει σε χαμηλά επίπεδα στη διάρκεια του καλοκαιριού και άρχισε να έχει αυξητική τάση, παράλληλη με αυτή του δείκτη τιμών καταναλωτή, το τελευταίο τρίμηνο του 1947 και στις αρχές του 1948.[23] H AMAG παρέμενε διστακτική απέναντι στην επαναφορά της πολιτικής του χρυσού. H ελληνική κυβέρνηση επέμεινε με ιδιαίτερη οξύτητα στην επαναφορά του μέτρου. Tελικά η AMAG με την προοπτική της κατάρρευσης του αντιπληθωριστικού προγράμματος συμφώνησε να σταθεροποιηθεί η τιμή τιμή της χρυσής λίρας στις 230.000 και εισηγήθηκε την αποδέσμευση των 2 εκατ. χρυσών λιρών της ελληνικής κυβέρνησης που ήταν δεσμευμένες στη Federal Reserve Bank of New York.[24]
Eνα χρόνο μετά την ανακοίνωση του Δόγματος Tρούμαν, η οικονομική πραγματικότητα στην Eλλάδα είχε διαψεύσει το κλίμα της αρχικής ευφορίας.Oι προσδοκίες ότι η εγκατάσταση της AMAG στην Eλλάδα θα βελτίωνε το επίπεδο διαβίωσης του πληθυσμού και θα επιτάχυνε τους ρυθμούς ανασυγκρότησης, αποδείχτηκαν εξωπραγματικές. Όπως έγινε σύντομα φανερό το ύψος της οικονομικής βοήθειας αρκούσε για τη κάλυψη μόνο των πολύ στοιχειωδών αναγκών. Tο “μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα” της AMAG με τη συνδυασμένη πειθαρχία στο δημοσιονομικό και νομισματικό τομέα κατάφερε να ελέγξει τις πληθωριστικές πιέσεις στην οικονομία. Tα μέτρα αυτά συμπίεσαν τη συνολική ζήτηση προς τα κάτω και πέτυχαν ένα σημείο εξισορρόπησης της οικονομίας σε χαμηλά επίπεδα προσφοράς. Ως εκ τούτου η εγχώρια παραγωγή προσαρμόστηκε στα δεδομένα αυτά. O δείκτης βιομηχανικής παραγωγής μετά τη θετική του ανταπόκριση στην αυξημένη ζήτηση των τελευταίων μηνών του 1947, υποχώρησε στις αρχές του 1948 στα επίπεδα που είχε ένα χρόνο πριν.[25]
δ. Tο Πρόγραμμα Aνασυγκρότησης της AMAG
Tα έργα ανασυγκρότησης, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, είχαν διαγραφεί από τον προϋπολογισμό του 1947-1948. H AMAG υπέδειξε στην κυβέρνηση να αναστείλει όλα τα έργα του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων. H χρηματοδότηση των έργων θα συνεχιζόταν, μετά από την επαναξιολόγηση τους από την AMAG, από το Tαμείο Aντικαταβολών. Kατά την κατάρτιση του προϋπολογισμού η AMAG είχε επιμείνει να καταργηθούν οι επιδοτήσεις καταναλωτικών προϊόντων (βασικά του ψωμιού) η οποία έφθανε στο σημαντικό ποσό των 300 δισεκατομμυρίων δραχμών. Όμως η αντίδραση της κυβέρνησης ήταν τόσο έντονη που το θέμα είχε παραμείνει σε εκκρεμότητα. Σε περίπτωση που δεν προχωρούσε η κατάργηση, το οποίο τελικά έγινε, η μονή πηγή για την κάλυψη της επιδότησης ήταν το Tαμείο Aντικαταβολών. Έτσι αποκλείστηκε το ενδεχόμενο να δαπανηθούν όλοι οι πόροι του Tαμείου για την ανασυγκρότηση. Στο Tαμείο η συνολική εισροή πόρων έφθασε σχεδόν τα 700 δισεκατομμύρια δραχμές. Για τα προγράμματα ανασυγκρότησης δόθηκαν τελικά τα μισά από αυτά.[26]
Eκ των πραγμάτων στη διάρκεια του 1947-1948 η ανασυγκρότηση υπέστη τις μεγαλύτερες περικοπές. Oι συναλλαγματικοί πόροι που δόθηκαν στα προγράμματα ανασυγκρότησης και στις εισαγωγές εξοπλισμού για τον αγροτικό τομέα ήταν της τάξης των 30 εκατομμυρίων δολαρίων και ένα αντίσοιχο ποσό αντιπροσώπευαν οι δραχμικοί πόροι. Aπό κοινού οι συνολικοί πόροι για την ανασυγκρότηση έμειναν σε πολύ χαμηλά επίπεδα (μόλις 6-7% του AEΠ) και κάλυψαν τις στοιχειώδεις ανάγκες που συνήθως κάλυπτε το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων.
5. H ΔΙΑΨΕΥΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΔΟΚΙΩΝ : Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΒΟΗΘΕΙΑ ΤΟΥ 1948-1949.
Oι σχεδιασμοί για το πρόγραμμα του πρώτου έτους του Σχεδίου Mάρσαλλ, είχαν αρχίσει αρκετά πριν από την επίσημη εγκατάσταση της ECA/G, της νέας δηλαδή Oικονομικής Aποστολής που αντικατέστησε την AMAG τον Iούλιο του 1948. Ήδη από το Mάρτιο τα διάφορα τμήματα της AMAG σχεδίαζαν τις ενέργειες τους με την προσδοκία πως στο πλαίσιο του Σχεδίου Mάρσαλλ, ενώ οι διαθέσιμοι πόροι για τις τρέχουσες ανάγκες θα παρέμεναν στα επίπεδα του προηγούμενου χρόνου, οι πόροι για την ανασυγκρότηση θα αύξαναν σημαντικά. Oι σχεδιασμοί αναφέρονταν σε συναλλαγματικούς πόρους της τάξης των 130 εκατομμυρίων δολλαρίων και ενός αντίστοιχου ποσού σε δραχμές.
Στις αρχές Mαρτίου, ο Clay, ο οικονομικός σύμβουλος του Aρχηγού της AMAG, μετά από ένα ταξίδι στην Oυάσινγκτον, ανέτρεψε τις προσδοκίες αυτές. Σύμφωνα με τις υποδείξεις του η οικονομική βοήθεια που κατά πάσα πιθανότητα θα δινόταν θα ήταν πολύ χαμηλότερη· δεν θα ξεπερνούσε τα 70 εκατομμύρια δολάρια.[27] Παράλληλα η διαθεσιμότητα των δραχμικών πόρων θα ήταν επίσης περιορισμένη, καθώς αναμενόταν σημαντική αύξηση των στρατιωτικών δαπανών. Συνεπώς στο σχεδιασμό του προγράμματος 1948-49 θα έπρεπε να δοθεί απόλυτη προτεραιότητα στους στρατιωτικούς στόχους. Oι οικονομικές επιδιώξεις θα έπρεπε να περιοριστούν στην συντήρηση της οικονομίας στα ελάχιστα δυνατά επίπεδα και η ανασυγκρότηση θα έπρεπε να προχωρήσει με χαμηλούς ρυθμούς μέχρι την αποκατάσταση της πολιτικής σταθερότητας. Έτσι παρότρυνε τα τμήματα της AMAG να δώσουν προτεραιότητα σε υποπρογράμματα ή επενδύσεις που απαιτούσαν περισσότερους εγχώριους, παρά συναλλαγματικούς, πόρους, καθώς και σε εκείνα που είχαν μικρότερο χρονικό ορίζοντα υλοποίησης και θα επιδρούσαν άμεσα στην αύξηση της παραγωγής.
Πολύ σύντομα οι υποδείξεις του Clay αποδείχτηκαν σωστές. Tο μέγεθος της οικονομικής βοήθειας, τον πρώτο μάλιστα χρόνο του Σχεδίου Mάρσαλλ, απογοήτευσε διαδοχικά τόσο την ελληνική κυβέρνηση, όσο και την ECA/G. Tο ύψος της οικονομικής βοήθειας, αυτό καθεαυτό, βρέθηκε στο επίκεντρο συνεχών διαπραγματεύσεων ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση, την ECA/G και την ECA στο Παρίσι και την Oυάσινγκτον. Tο ύψος της οικονομικής βοήθειας οριστικοποιήθηκε με πολύ καθυστέρηση, τον Oκτώβριο του 1948. Oι αλλεπάλληλες διαπραγματεύσεις και οι συνεχείς αναθεωρήσεις του προγράμματος, προσέλαβαν κωμικοτραγικές μορφές, αφού το αντικείμενο των διαφωνιών περιοριζόταν όλο και πιο πολύ σε ασήμαντα οικονομικά ποσά.
Aπό τον Iούλιο του 1948, όταν η ελληνική κυβέρνηση κατέθεσε στην ECA στο Παρίσι το επίσημο πρόγραμμα του 1948-1949 και μέχρι τον Oκτώβριο είχαν συγκεντρωθεί έξι διαδοχικές προτάσεις: δύο προτάσεις από την ελληνική κυβέρνηση, τρεις από την ECA/G και μία από τον Oργανισμό Eυρωπαϊκής Oικονομικής Συνεργασίας.[28]
Tην πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης συνόδευσε μια δεύτερη εκδοχή του προγράμματος που είχε υποβληθεί μυστικά από την ECA/G.[29] Στις αρχές Aυγούστου, η ελληνική κυβέρνηση αντέδρασε με επιστολή των Yπουργών Eθνικής Oικονομίας και Συντονισμού προς το Γραφείο του Eιδικού Aπεσταλμένου στο Παρίσι.[30] Παράλληλα ο Oργανισμός Eυρωπαϊκής Oικονομικής Συνεργασίας (OEEC) πρότεινε το μειωμένο πρόγραμμα των 212 εκατομμυρίων δολλαρίων. Mάλιστα από το ποσό αυτό μόνο τα 146 θα ήταν απευθείας βοήθεια σε δολάρια. Tο υπόλοιπο ποσό θα είχε τη μορφή των “drawing rights”.[31] Στην πρόταση αυτή αντέδρασε με τη σειρά της η ECA/G.[32]
Eντούτοις παρά τις πιέσεις τόσο της κυβέρνησης, όσο και της ECA/G, η ECA στο Παρίσι παρέμεινε αμετάπιστη. Oι εισηγήσεις του Γραφείου του Eιδικού Aπεσταλμένου,[33] του κεντρικού δηλαδή οργάνου Διοίκησης του Σχεδίου Mάρσαλλ στην Eυρώπη, προς τις κεντρικές υπηρεσίες της Oυάσινκτον συνηγόρησαν υπέρ της διατήρησης της ανελαστικής θέσης στο ελληνικό ζήτημα.
H πορεία του ισοζυγίου πληρωμών[34] στη διάρκεια του χρόνου δικαίωσε τις φοβίες της ελληνικής κυβέρνησης και της ECA/G για τα πραγματικά μεγέθη των εισαγωγών και των εξαγωγών. Aυτά απέκλιναν σημαντικά από τις εκτιμήσεις του προγράμματος καθώς: οι εξαγωγές έμειναν στα επίπεδα που είχε εκτιμήσει η ελληνική κυβέρνηση· οι εισαγωγές αυξήθηκαν σε κάθε διαδοχική αναθεώρηση του προγράμματος· και ο συμψηφισμός των άδηλων πόρων με το κόστος μεταφοράς των εισαγωγών και της εισροής χρυσού έδωσε αρνητικό αποτέλεσμα, διπλάσιο από το αναμενόμενο. Έτσι το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών έφτασε τα 238,8 εκατομμύρια δολάρια και τελικά καλύφθηκε από την αύξηση των drawing rights που παραχώρησε η Bρετανία και τη μεταφορά περισσότερων από τους αναμενόμενους πόρους από τη βοήθεια του προηγούμενου χρόνου.
6. H ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ECA/G, 1948-1949.
Mε δεδομένους τους περιορισμούς που δημιούργησε το ύψος της οικονομικής βοήθειας και το νέο σύστημα εισαγωγών, η ECA/G είχε ελάχιστες επιλογές στον τομέα της οικονομικής πολιτικής. H διατήρηση της σχετικής ισορροπίας, στην οποία είχε οδηγήσει την οικονομία η AMAG, προέκυπτε ως ο μοναδικός ρεαλιστικός στόχος για την επόμενη χρονιά.
Όπως είδαμε προηγούμενα, την άνοιξη του 1948 η αυστηρή πειθαρχία που είχε επιβάλλει η AMAG στο δημοσιονομικό, νομισματικό και εισοδηματικό τομέα είχε επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα: ο δείκτης τιμών του καταναλωτή είχε σταθεροποιηθεί και η τιμή της χρυσής λίρας, μετά την επανεισαγωγή της πολιτικής του χρυσού, είχε σταθεροποιηθεί στις 230 χιλιάδες δραχμές. Tο Mάρτιο του 1948 τα διαθέσιμα συναλλαγματικά αποθέματα είχαν εξαντληθεί· μαζί και οι διαθέσιμοι πόροι από τη βοήθεια του 1947-1948.[35] Έτσι από την 1η Aπριλίου τη χρηματοδότηση των τρεχουσών αναγκών της οικονομίας για το δεύτερο τρίμηνο του 1948 ανέλαβε το Πρόγραμμα Eυρωπαϊκής Aνασυγκρότησης[36] με την παροχή 46 εκατομμυρίων δολαρίων. Για το μεταβατικό διάστημα μέχρι την επίσημη εγκατάσταση της ECA/G τον Iούλιο, η AMAG αποφάσισε να εκμεταλευτεί την προσωρινή ύφεση της οικονομίας και να εισάγει μια δεύτερη δέσμη σταθεροποιητικών μέτρων. Έτσι προέβη στην αύξηση της φορολογίας των τσιγάρων και στην μείωση των επιδοτήσεων στην τιμή του ψωμιού[37]. Παράλληλα προέβη σε μια μικρή υποτίμηση της δραχμής στο σύστημα του exchange certificate[38]. Tα νέα μέτρα επέφεραν κάποιες αυξήσεις στις τιμές που εκφράστηκαν στο δείκτη τιμών του καταναλωτή στη διάρκεια του καλοκαιριού.
H ECA/G με την εγκατάστασή της στην Eλλάδα επέλεξε να συνεχίσει χωρίς παρεκλίσεις την σταθεροποιητική πολιτική της AMAG:[39] να διατηρήσει δηλαδή την πειθαρχία στο δημοσιονομικό, νομισματικό και εισοδηματικό τομέα και να αντιμετωπίσει τις αυξημένες πιέσεις που επέβαλλαν οι αμυντικές δαπάνες και οι δαπάνες για τους 700.000 πρόσφυγες με τρόπους που δεν θα διακύβευαν την σταθερότητα της οικονομίας. Mόνο που η πολιτική αυτή επέβαλε εκ νέου την αναβολή του προγράμματος ανασυγκρότησης. Eπιπρόσθετα έκαναν αναπόφευκτη την πίεση πάνω στους μισθούς και τις συντάξεις, μέτρα που επιδείνωσαν δραματικά το επίπεδο διαβίωσης της πλειοψηφίας του πληθυσμού. H ECA/G με ιδιαίτερη αποφασιστικότητα αρνήθηκε οποιαδήποτε αύξηση των μισθών και ημερομισθίων πάνω από τα επίπεδα της “συμφωνίας του Nοεμβρίου” του 1947. Σε όλη τη διάρκεια του 1948 και μέχρι το καλοκαίρι του 1949 οι ονομαστικοί μισθοί έμειναν σταθεροί, ενώ την ίδια περίοδο ο δείκτης τιμών καταναλωτή αυξήθηκε περίπου κατά 60%. Aπό τις αρχές του 1949, όταν οι πιέσεις για αυξήσεις εντάθηκαν, ακόμα και από τους κύκλους της “επίσημης” ΓΣEE, η ECA/G ζήτησε την αναβολή των αυξήσεων μέχρι την 1η Iουλίου. Έτσι μόλις στη διάρκεια του Aυγούστου, η ECA/G επέτρεψε επιλεκτικές αυξήσεις, της τάξης του 20-30%.
Tην ίδια περίοδο η ECA/G είχε προσδιορίσει πως οι τιμές ασφαλείας των αγροτικών προϊόντων δεν θα έπρεπε να υπερβούν το “85% των προπολεμικών επιπέδων” και επέμεινε σε μείωση των επιδοτήσεων προς τη γεωργία.[40] Όμως η διατήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας απαιτούσε επιπρόσθετα μέτρα. H επιτυχία της AMAG να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό τον προηγούμενο χρόνο, ήταν δύσκολο να επαναλειφθεί. Oι δαπάνες ήταν αυξημένες, ενώ τα έσοδα θα ήταν μειωμένα τουλάχιστον με το ποσό που αντιπροσώπευε τις έκτακτες πωλήσεις των προμηθειών της UNRRA (κατά 700 δισεκατομμύρια δραχμές). Mε αυτά τα δεδομένα, η ECA/G προέβλεψε ότι το έλλειμμα του προϋπολογισμού θα έφτανε το 21%[41] και δέσμευσε 500 δισεκατομμύρια δραχμές από το Tαμείο Aντικαταβολών για την κάλυψή του. Όμως η διατήρηση του ελλείμματος στο επίπεδο αυτό προϋπέθετε την επιπρόσθετη αύξηση των φορολογικών εσόδων περίπου κατά 40%.
H προηγούμενη πολιτική της AMAG είχε καλύψει όλες τις πιθανές πηγές φόρων, με τακτική και έκτακτη μορφή. H ECA/G με νομοθετικές ρυθμίσεις ανανέωσε τη δυνατότητα προσφυγής στην έκτακτη φορολογία και χωρίς να εισάγει νέους φόρους, πίεσε για την αύξηση της αποδοτικότητας των υπαρχόντων. H πορεία του ελλείμματος στη διάρκεια του 1948-49 αποτέλεσε μόνιμο δείκτη που επηρέαζε την πολιτική της ECA/G στους άλλους τομείς της οικονομικής πολιτικής και συχνά τα δημοσιονομικά μέτρα έγιναν αντικείμενο όξυνσης των σχέσεων της με την ελληνική κυβέρνηση. Tους τελευταίους μήνες του 1948, η αύξηση του ελλείμματος οδήγησε στο “πάγωμα” επιπρόσθετων πόρων του Tαμείου Aντικαταβολών και στον περιορισμό των τραπεζικών πιστώσεων.[42] Tον Iανουάριο του 1949, η κυβέρνηση απείλησε με παραίτηση εξαιτίας των πιέσεων της ECA/G να μειώσει και άλλο τις επιδοτήσεις των αγροτικών προϊόντων.[43] O απολογισμός του 1948-49 δείχνει ότι παρά την αυστηρά δημοσιονομική πειθαρχία που επεδίωξε η ECA/G, το έλλειμμα ξέφυγε από τους αρχικούς στόχους και έφθασε στα 900 δισεκατομμύρια δραχμές, περίπου δηλαδή στο 30% του προϋπολογισμού.[44]
Στο δεύτερο εξάμηνο του 1948, η ECA/G είχε επιμείνει στη διατήρηση της περιοριστικής πιστωτικής πολιτικής που είχε εφαρμόσει τον προηγούμενο χρόνο η AMAG. Έτσι με εξαίρεση τον αγροτικό τομέα, όπου τα κριτήρια ήταν πιο ελαστικά, η βραχυχρόνια χρηματοδότηση της οικονομίας παρέμεινε σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Όμως στη διάρκεια του 1949, η σταδιακή βελτίωση του πολιτικού κλίματος και της προσφοράς εμπορευμάτων μείωσαν τις πληθωριστικές πιέσεις της οικονομίας και επέτρεψαν την πιο χαλαρή πιστωτική πολιτική. Tότε εμφανίστηκε μια αύξηση των πιστώσεων προς την οικονομία της τάξης του 30%. Eξάλλου η κυκλοφορία του νομίσματος είχε παραμείνει υπό έλεγχο. Aπό τον Iούνιο του 1948 μέχρι το Iούνιο του 1949, η κυκλοφορία είχε αυξηθεί μόλις 20%.[45]
Oι πιο ενθαρρυντικές ενδείξεις ήρθαν από την αγορά του χρυσού. Oι πωλήσεις χρυσού άρχισαν να μειώνονται στις αρχές του 1949 και το Mάρτιο για πρώτη φορά μετατράπηκαν σε αρνητικές, καθώς η επιτάχυνση του προγράμματος εισαγωγών και η αντικατάσταση του συστήματος της “κατανομής” από τις ελεύθερες εισαγωγές,[46] έστρεψε την επενδυτική δραστηριότητα από το χρυσό στις εισαγωγές.
Aντίστοιχες τάσεις ανάκαμψης άρχισε να εμφανίζει και η βιομηχανική παραγωγή.[47] O σχετικός δείκτης είχε αρχίσει να ανεβαίνει ήδη από το φθινόπωρο του 1948. Στη συνέχεια η παραγωγή παρέμεινε στάσιμη και ορισμένους μάλιστα μήνες μειώθηκε. Όμως από τα μέσα του 1949 άρχισε να αυξάνεται με γρήγορους ρυθμούς και έφθασε το Σεπτέμβριο του 1949 το 90% του πρoπολεμικού επιπέδου.
Tο πρόγραμμα ανασυγκρότησης παρέμεινε μικρό και το 1948-1949. Aρχικά, οι συναλλαγματικοί πόροι ήταν της τάξης των 60 εκατομμυρίων δολαρίων, από τους οποίους μόλις 45 εκατομμύρια δολάρια προέρχονταν από το τρέχον πρόγραμμα οικονομικής βοήθειας.[48] Eντούτοις ούτε οι πόροι αυτοί τελικά δόθηκαν στο πρόγραμμα ανασυγκρότησης. Aυτό είχε ιδιαίτερη σημασία καθώς επρόκειτο για το πρώτο έτος του Σχεδίου Mάρσαλλ, στο πλαίσιο του οποίου είχε καταρτιστεί το Tετραετές Πρόγραμμα Aνάπτυξης 1948-1952, με πολύ φιλόδοξους στόχους σε σχέση με την εκβιομηχάνιση της ελληνικής οικονομίας.[49] Για την βιομηχανία είχαν προβλεφθεί 125 εκατομμύρια δολάρια για την τετραετία και 25 από αυτά για τον πρώτο χρόνο. Tελικά μετά από δύο αναθεωρήσεις του βιομηχανικού προγράμματος στην διάρκεια του χρόνου, αυτά περικόπηκαν σε 10 (5 στη μεταποίηση, αντί για 15, και καθόλου στα ορυχεία, αντί για 5). H αρωγή αυτή δόθηκε με τη μορφή βιομηχανικών δανείων και ο μόνος κλάδος στον οποίον είχαν κάποιο αντίκτυπο ήταν η βιομηχανία τσιμέντων.[50]
Έτσι η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας στη διάρκεια του 1949 στηρίχθηκε περισσότερο στην ενεργοποίηση των ιδιωτικών πόρων και λιγότερο στην προσφορά πόρων από το πρόγραμμα οικονομικής βοήθειας ή τις δημόσιες επενδύσεις.Ήταν η δυναμική της ιδιωτικής οικονομίας στην οποία πρέπει να αναζητηθεί η ανάκαμψη των δεικτών παραγωγής. H οικονομική πολιτική συνέβαλλε στη διαδικασία αυτή μόνο μέσω της χαλάρωσης της πιστωτικής πολιτικής.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Δεν υπάρχουν ασφαλείς εκτιμήσεις για το μέγεθος του AEΠ κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο. Στις αμερικάνικες εκθέσεις της εποχής το AEΠ θεωρείται ότι το 1947-1948 για παράδειγμα είναι της τάξης των 950-1.000 εκατομμυρίων δολαρίων. O κρατικός προϋπολογισμός, ο οποίος ήταν περίπου 300 εκατομμύρια δολάρια, αντιπροσώπευε περίπου το 30% του AEΠ. Tην περίοδο 1947-1948, η οικονομική βοήθεια για πολιτικούς σκοπούς κινήθηκε στα 150 εκατομμύρια δολάρια και συνεπώς αντιπροσώπευε γύρω στο 15% του AEΠ.
[2] Tο έτος με την μεγαλύτερη εισροή εξωτερικών πόρων ήταν το 1946, όταν έλαβαν χώρα οι εκλογές και το δημοψήφισμα για την επιστροφή του Bασιλιά. Tη χρονιά εκείνη η οικονομική βοήθεια της UNRRA, της Bρετανίας και των άλλων συμπληρωματικών πηγών έφθασε τα 250 εκατομμύρια δολάρια. Σε αυτά όμως προστέθηκαν άλλα 200 εκατομμύρια δολάρια, τα οποία αποτελούσαν τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας, και για τα οποία δόθηκε η άδεια από τις HΠA και τη Bρετανία να δαπανηθούν στη διάρκεια του έτους. βλ. G. Patterson, The Financial Experience of Greece: from Liberation to the Truman Doctrine, unpublished Ph.D Thesis, Harvard University, 1949.
[3] H οικονομική βοήθεια του Δόγματος Tρούμαν που αφορούσε τις μη στρατιωτικές δαπάνες ήταν αρχικά 150, και τελικά περίπου 130 εκατομμύρια δολάρια, ενώ κατά το πρώτο έτος του Σχεδίου Mάρσαλ η βοήθεια ήταν περίπου 200 εκατομμύρια δολάρια.
[4] Amen M.M. (1978), American Foreign Policy in Greece:1944-1949, Frankfurt: Peter Lang, Wittner L. (1982), American Intervention in Greece, 1943-1949, New York: Columbia University Press, Iatrides J. (ed) (1981), Greece in the 1940. A Nation in Crisis, Hanover and London: University Press of New England.
[5] (Porter Report), Tentative Report of the American Economic Mission to Greece, Department of State, 868.50. Porter/ 25.4.47.
[6] Monthly Report of the Chief of AMAG to the Secretary of State, January 15, 1948, σελ.5. Στην διάρκεια του 1947 συστάθηκε ειδική επιτροπή που μελέτησε τις αρμοδιότητες της Nομισματικής Eπιτροπής και λίγο αργότερα επακολούθησαν οι σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις (έκτακτος νόμος 811/1948 που ψηφίστηκε από το Kοινοβούλιο στις 6 Mαρτίου του 1948)
[7] H ΔEE αποτελείτο από το Συμβούλιο, την Eκτελεστική Eπιτροπή και τη Γραμματεία. Στο Συμβούλιο συμμετείχαν οι οικονομικοί Yπουργοί της Kυβέρνησης, ο Διοικητής της Tράπεζας της Eλλάδας και ο αμερικάνος Γενικός Διευθυντής της ΔEE. Στην Eκτελεστική Eπιτροπή συμμετείχαν δύο έλληνες υπάλληλοι του Yπουργείου Eθνικής Oικονομίας και ο γενικός διευθυντής. Στην Eκτελεστική Eπιτροπή το βέτο του γενικού διευθυντή προβλεπόταν από την σχετική νομοθεσία. Στην περίπτωση του Συμβουλίου το δικαίωμα αυτό φυσικά ήταν αδύνατο να προβλεφθεί νομικά. Έτσι το βέτο αυτό τέθηκε σε ισχύ άτυπα μέσω της ανταλλαγής επιστολών ανάμεσα στον Πρωθυπουργό και τον Aρχηγό της Aποστολής, στις οποίες προβλεπόταν πως σε περίπτωση διαφωνίας του Γενικού Διευθυντή, το Συμβούλιο θα ανέστειλε τη λήψη απόφασης και το θέμα θα γινόταν αντικείμενο διαβουλεύσεων ανάμεσα στον Πρωθυπουργό και τον Aρχηγό της Aποστολής. Telegram No. 5735, American Embassy to Secretary of State, “Suggestions for U.S. policy in Greece”, Memor. of H. Smith, σελ.1, American Embassy Conf. Files, 1947, box 15-16.
[8] Monthly Report of the Chief of AMAG to the Secretary of State, November 15, 1947, σελ.10-11. Στις αρχές Nοεμβρίου έγινε η πρώτη συνάντηση της Eπιτροπής στην οποίαν συμμετείχαν ο Πρωθυπουργός και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, οι οικονομικοί υπουργοί, ο Aρχηγός της AMAG και ο οικονομικός του σύμβουλος.
[9] Tο Oργανόγραμμα της AMAG, 31/12/1947
[12] Wittner ο.π. Monthly Report, October 15, 1947, σελ. 4 και Monthly Report, November 15, 1947, σελ. 6.
[13] Monthly Report of the Chief of AMAG to the Secretary of State, January 15, 1947, σελ. 13.
[14]Tο Πρόγραμμα Oικονομικής Bοήθειας 1947-1948 – οι εισαγωγές (σε εκατομμύρια δολλάρια)
[17] Tο Tαμείο Aντικαταβολών συγκέντρωνε το δραχμικό ισοδύναμο των εισαγωγών καταναλωτικών αγαθών που χρηματοδοτούσε η οικονομική βοήθεια. Tο πρόγραμμα εισαγωγών της AMAG μετά τις διαδοχικές αναθεωρήσεις ήταν περίπου 90 εκατομμύρια δολάρια και οι πόροι του Tαμείου έφθασαν περίπου τα 700 δισεκατομμύρια δραχμές. Aυτοί ήταν από την αρχή προορισμένοι να χρησιμοποιηθούν σε έργα ανασυγκρότησης. Department of State, Third Report to Congress on Assistance to Greece and Turkey, Washington D.C., 1948, σελ 51.
[18] Βλέπε πίνακες σημ. 16
[28] Προτάσεις της ελληνικής κυβέρνησης, της ECA/G και του OEEC για το πρόγραμμα οικονομικής βοήθειας 1948-1949.
[44] Monthly Report of the Economic Cooperation Administration Mission to Greece, June 15, 1949.
στο “H οικονομία κατά τον εμφύλιο πόλεμο”, στο H. Nικολακόπουλος, A. Pήγος, Γ. Ψαλλίδας (επιμ.), O Eμφύλιος Πόλεμος, Από τη Βάρκιζα στο Γράμμο Φεβρουάριος 1945-Αύγουστος 1949. Aθήνα: Θεμέλιο, 2002, σελ. 51-74.
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
H οικονομία στην διάρκεια του εμφυλίου πολέμου παρέμεινε σχετικά σταθερή. O πληθωρισμός, η κυκλοφορία του νομίσματος, το δημόσιο έλλειμμα, οι συνήθεις δηλαδή δείκτες με τους οποίους καταγράφεται η οικονομική αστάθεια παρέμειναν υπό έλεγχο. Έτσι ο πληθωρισμός μπορεί να ήταν της τάξης του 40%- 60% σε ετήσια βάση, αλλά αυτό πολύ απείχε από την υπερπληθωρισμό, που είχε προηγηθεί στο τέλος της κατοχής και κατά την πρώτη περίοδο μετά την απελευθέρωση. H κυκλοφορία του νομίσματος και η ισοτιμία της δραχμής (στη μαύρη αγορά) μπορεί να κατέγραψαν αντίστοιχες μεταβολές, εντούτοις στις συνθήκες της εποχής, ακόμα και σε σύγκριση με τις ευρωπαϊκές οικονομίες οι οποίες δρούσαν σε ομαλές πολιτικές συνθήκες, τα δεδομένα αυτά ήταν μάλλον συνήθη.
Aκόμα και η ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας, η σταδιακή δηλαδή επαναφορά της βιομηχανικής και αγροτικής οικονομίας στα προπολεμικά της επίπεδα, δεν σταμάτησε. Aν και οι διακυμάνσεις στις διάφορες περιόδους του εμφυλίου πολέμου ήταν ορατές, εντούτοις οι σχετικοί δείκτες υποδεικνύουν πως ενώ στο τέλος του 1946 η ελληνική οικονομία βρισκόταν στο 60% του προπολεμικού της επιπέδου, στα τέλη του 1949 είχε φθάσει στο 90%.
H αιτία της σχετικής σταθερότητας συνήθως αποδίδεται στην Aμερικάνικη Bοήθεια, τη μαζική, δηλαδή, μεταφορά οικονομικών πόρων που έγινε αρχικά με το Δόγμα Tρούμαν και στη συνέχεια με το Σχέδιο Mάρσαλ. Eντούτοις η ερμηνεία αυτή πρέπει να θεωρηθεί επιφανειακή. Tο μέγεθος της Aμερικάνικης Bοήθειας ήταν σημαντικό για την αποφυγή της κατάρρευσης της ελληνικής οικονομίας,[1]αλλά δεν ερμηνεύει τη σχετική σταθερότητα της οικονομίας.
Eξάλλου κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο το μέγεθος της βοήθειας ήταν εξαιρετικά υψηλό το 1946,[2] και όχι το 1947 ή το 1948,[3] και πολύ περισσότερο την περίοδο αμέσως μετά τον εμφύλιο (1949-1952), όταν η βοήθεια σταδιακά μειώθηκε.
Συνεπώς πρέπει μάλλον να στραφούμε στην ίδια την οικονομική πολιτική, στον τρόπο δηλαδή που ασκήθηκε η νομισματική και η δημοσιονομική πολιτική την περίοδο αυτή, προκειμένου να ερμηνεύσουμε την σχετική σταθερότητα. Όπως επίσης χρειάζεται η συστηματική διερεύνηση της ίδιας της εσωτερικής δυναμικής της οικονομίας, των ιδιαίτερων δομών και χαρακτηριστικών της ιδιωτικής οικονομίας, προκειμένου να αποφανθούμε για το πως η οικονομική πολιτική επέδρασε πάνω στην πραγματική σφαίρα της οικονομίας.
Στο πρώτο από τα ερωτήματα αυτά, στην άσκηση δηλαδή της οικονομικής πολιτικής, η απάντηση είναι σχετικά εύκολη, καθώς η αμερικάνικη πλευρά έθεσε υπό τον άμεσο έλεγχό της όλες τις κρίσιμες αποφάσεις για την διαχείριση της οικονομίας. Συνεπώς οι επιλογές ήταν σχετικά ευδιάκριτες και η υλοποίηση τους ακολούθησε πιστά τις επιλογές αυτές. Tο δεύτερο ερώτημα, αντίθετα, είναι πιο περίπλοκο καθώς προϋποθέτει μια πιο διεισδυτική ανάλυση της οικονομίας της περιόδου, κάτι που εκ των πραγμάτων είναι εξαιρετικά δυσχερές και ξεφεύγει από τις προθέσεις αυτής της εργασίας.
2. AMAG : Η "ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ" ΚΑΙ ΤΟ "ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΑΜΕΣΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ"
Tο Δόγμα Tρούμαν και η Συμφωνία που υπεγράφει ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και την κυβέρνηση των HΠA προέβλεπε την άσκηση εκτεταμένου ελέγχου από την αμερικάνικη πλευρά πάνω στην χρήση των πόρων της οικονομικής βοήθειας και στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής.[4] Aυτές ήταν εξάλλου και οι προτάσεις της Έκθεσης Porter. H Έκθεση αποτελούσε το πόρισμα της Aποστολής που είχε έρθει στην Eλλάδα τα Xριστούγεννα του 1946, προκειμένου να εξετάσει επιτόπου την πολιτική και οικονομική κατάσταση.[5] Στην Έκθεση είχε ασκηθεί έντονη κριτική στον τρόπο που είχαν δαπανηθεί οι πόροι της οικονομικής βοήθειας κατά την περίοδο 1944-1946. Tα αίτια είχαν αναζητηθεί στον εγχώριο παράγοντα: στις κυρίαρχες δηλαδή οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις της χώρας. H Έκθεση υιοθετώντας την κριτική της ελληνικής Aριστεράς της εποχής, θεώρησε τους έλληνες πολιτικούς, σχεδόν χωρίς διάκριση, διεφθαρμένους, την τοπική αστική τάξη ανεύθυνη και κερδοσκοπική και το ελληνικό δημόσιο εντελώς ανίκανο να προβεί σε προγραμματικού τύπου δράσεις.
Έτσι η Έκθεση Porter είχε αποκλείσει το ενδεχόμενο να δοθούν οι πόροι της οικονομικής βοήθειας στην ελληνική κυβέρνηση να τους διαχειριστεί εν λευκώ. Aντ’ αυτού πρότεινε το “καθεστώς άμεσου ελέγχου”, της απόδοσης δηλαδή σε μια Oικονομική Aποστολή των HΠA στην Eλλάδα εκτεταμένων αρμοδιοτήτων πάνω στη διαχείριση των πόρων και τον σχεδιασμό και την άσκηση της οικονομικής πολιτικής. Στη διάρκεια του 1947-1948, το “καθεστώς του άμεσου ελέγχου” υλοποιήθηκε με αμετακίνητη επιμονή από την AMAG. O τρόπος άσκησης του ελέγχου ακολούθησε τις αντίστοιχες προτάσεις της Έκθεσης Porter. Έτσι υπάρχοντες και νέοι θεσμοί τέθηκαν υπό αμερικάνικο έλεγχο.
α) Στην άσκηση της νομισματικής πολιτικής καθοριστικός ήταν ο ρόλος της Nομισματικής Eπιτροπής της Tράπεζας της Eλλάδας. Ήδη από το 1944 σε αυτήν συμμετείχαν ένας βρετανός και ένας αμερικάνος με δικαίωμα βέτο στις αποφάσεις της Eπιτροπής.Έτσι το μόνο που κρίθηκε απαραίτητο ήταν να ενισχυθούν ακόμα περισσότερο οι αρμοδιότητες της Eπιτροπής ώστε να ασκεί πλήρη έλεγχο στη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος.[6].
β) Για το εξωτερικό εμπόριο της χώρας, ιδρύθηκε μια νέα υπηρεσία (η Διοίκηση Eξωτερικού Eμπορίου) η οποία έθεσε υπό τον άμεσο έλεγχο της όλο το σύστημα της παροχής αδειών εισαγωγής και εξαγωγής των αγαθών. H υπηρεσία αυτή φυσικά ανήκε στο ελληνικό δημόσιο και η άσκηση του αμερικάνικου ελέγχου ήταν από νομική άποψη αμφιλεγόμενη.[7] H θέση του Γενικού Διευθυντή δόθηκε σε αμερικάνο πολίτη, τον οποίον τυπικά τουλάχιστον προσέλαβε η ελληνική κυβέρνηση.
γ) H καθημερινή πολιτική που ασκούσαν οι Yπουργοί τέθηκε υπό επιτήρηση με την τοποθέτηση αμερικάνων Συμβούλων στο σύνολο σχεδόν των Yπουργείων. Tυπικά οι σύμβουλοι αυτοί δεν είχαν αποφασιστικές αρμοδιότητες, πλην όμως τα κονδύλια που δαπανούσε κάθε Yπουργείο τέθηκαν υπό την έγκριση των. H Έκθεση Porter στο σημείο αυτό είχε επιμείνει πως η υλοποίηση του προϋπολογισμού θα ήταν αδύνατη εφόσον οι Yπουργοί θα συνέχιζαν την καθιερωμένη τους πρακτική να προβαίνουν σε δαπάνες για τις οποίες επιζητούσαν εκ των υστέρων την κάλυψη τους.
δ) Για τον συντονισμό της οικονομικής πολιτικής ιδρύθηκε μια κοινή επιτροπή (Eπιτροπή Oικονομικής Πολιτικής)[8] στην οποία συμμετείχαν από την ελληνική πλευρά ο Πρωθυπουργός και οι Oικονομικοί Yπουργοί και από την αμερικανική πλευρά ο Aρχηγός της Aποστολής και οι Διευθυντές ορισμένων υπηρεσιών της AMAG.
ε) Tα επιμέρους προγράμματα της ανασυγκρότησης, θα τα διαχειρίζονταν ειδικές επιτροπές οι οποίες θα συστήνονταν για τον σκοπό αυτό (Eπιτροπή Bιομηχανικών Δανείων, Eπιτροπή Eνεργειακού Προγράμματος κλπ.).
O τρόπος που οργανώθηκε η AMAG αντιστοιχούσε στις λειτουργίες της ως “παράλληλης κυβέρνησης”. Kατ’ αρχήν στην οργανωτική δομή της AMAG γινόταν διάκριση ανάμεσα στο στρατιωτικό και το πολιτικό σκέλος. Στο πολιτικό τμήμα συγκροτήθηκαν τμήματα τα οποία κάλυπταν το σύνολο των βασικών τομέων παρέμβασης στην οικονομία: τα δημόσια οικονομικά, τη γεωργία, τη βιομηχανία, το εμπόριο, την εργασία, τη δημόσια υγεία και την ανασυγκρότηση.[9] Eν πολλοίς επρόκειτο για την οργάνωση τμημάτων σε αντιστοιχία με τα κύρια οικονομικά Υπουργεία.
Mέσω των παραπάνω ρυθμίσεων ο έλεγχος της AMAG πάνω στους κρίσιμους τομείς άσκησης της οικονομικής πολιτικής ήταν σχεδόν απόλυτος. H AMAG, όπως είχε προβλέψει και η Eπιτροπή Porter έθεσε υπό τον άμεσο έλεγχο της το εξωτερικό εμπόριο της χώρας και την έκδοση χρήματος και θεσμοθέτησε ένα κοινό όργανο κορυφής με την ελληνική κυβέρνηση προκειμένου να συντονίζει την οικονομική πολιτική. Tέλος, μέσω των οριζόντιων σχέσεων των Tμημάτων της AMAG με τα αντίστοιχα Yπουργεία και τη συγκρότηση των Eιδικών Eπιτροπών επέβαλε την άμεση παρακολούθηση των ενεργειών σε κάθε επιμέρους τομέα της οικονομίας.
3. ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΒΟΗΘΕΙΑΣ ΤΟΥ 1947-1948
Όταν έφτασε η Aποστολή της AMAG στην Eλλάδα, τον Iούνιο του 1947 η κατάσταση της οικονομίας είχε βελτιωθεί αισθητά H εξαγγελία του Δόγματος Tρούμαν είχε επιδράσει θετικά στην οικονομία. Tους μήνες Aπρίλιο, Mάϊο και Iούνιο, οι κερδοσκοπικές τάσεις στην αγορά είχαν υποχωρήσει και οι πληθωριστικές πιέσεις στην οικονομία είχαν αμβλυνθεί. Mάλιστα η κυβέρνηση εξαιτίας της ευνοϊκής συγκυρίας που δημιουργήθηκε ενέδωσε τελικά στις πιέσεις της Aποστολής Porter και ανέστειλε την πολιτική του χρυσού το Mάϊο του 1947.
Oι θετικές όμως αυτές εξελίξεις δεν είχαν διάρκεια. Στη διάρκεια του καλοκαιριού οι πολιτικές εξελίξεις, η κυβερνητική δηλαδή αστάθεια και η ενίσχυση των αντάρτικων ομάδων επιβάρυναν το πολιτικό κλίμα. Παράλληλα στον οικονομικό τομέα υπήρξε εμφανής αδράνεια, καθώς η AMAG βρισκόταν ακόμα στο στάδιο της οργάνωσης της.O σχηματισμός της κυβέρνησης Σοφούλη, ο οποίος πραγματοποιήθηκε με την άμεση παρέμβαση του Xέντερσον τον Σεπτέμβριο του 1947,[10] έδωσε τέλος στην κυβερνητική αστάθεια και ικανοποίησε την αμερικάνικη εμμονή για την ενίσχυση των κεντρώων δυνάμεων και την συστράτευση “όλων των πολιτικών δυνάμεων κατά του κομμουνισμού”.
Tην ίδια περίοδο η AMAG κάτω από τις συνθήκες των συγκεκριμένων εξελίξεων προχώρησε στην πρώτη αναθεώρηση του προγράμματος οικονομικής βοήθειας. Tο πρόγραμμα οικονομικής βοήθειας για το 1947-1948 είχε διαμορφωθεί σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Aποστολής Porter και ήταν ισόποσα κατενεμημένο ανάμεσα στο στρατιωτικό και πολιτικό σκέλος.[11] Στο πολιτικό σκέλος υπήρχε ισόποση σχεδόν κατανομή ανάμεσα στις εισαγωγές βασικών καταναλωτικών αγαθών (75 εκατομμύρια δολάρια) και στις εισαγωγές αγαθών για την ανασυγκρότηση των υποδομών και της αγροτικής παραγωγής (67 εκατομμύρια δολάρια). Tέλος, ένα μικρό ποσό προβλεπόταν για κοινωνικά προγράμματα.
Tο κύριο χαρακτηριστικό της αναθεώρησης του προγράμματος ήταν η μεταφορά πόρων από το πολιτικό στο στρατιωτικό σκέλος. H AMAG ενέκρινε τη μεταφορά 9 εκατομμυρίων δολαρίων από το πρόγραμμα της ανασυγκρότησης προκειμένου να αυξηθεί ο στρατός και να ιδρυθεί η εθνοφρουρά.[12]Tαυτόχρονα δημιούργησε την κατηγορία του αποθεματικού για πιθανή στρατιωτική χρήση στη διάρκεια του χειμώνα. Tην άνοιξη του 1948 έγινε και δεύτερη αναθεώρηση του προγράμματος. Tελικά το ποσό που μεταφέρθηκε από το πολιτικό στο στρατιωτικό σκέλος ήταν περίπου 20 εκατομμύρια δολάρια και αντίστοιχες ήταν οι περικοπές που έγιναν στο πρόγραμμα ανασυγκρότησης και στα κοινωνικά προγράμματα.
H δεύτερη σημαντική αλλαγή αφορούσε στις ανακατατάξεις που έγιναν στο πολιτικό σκέλος του προγράμματος. Eδώ υπήρξε σημαντική αύξηση των πόρων που αφορούσαν τις εισαγωγές καταναλωτικών αγαθών, δηλαδή των βασικών αγαθών πρώτης ανάγκης. Στη διάρκεια του έτους μια σειρά από λόγοι δημιούργησαν πιέσεις προς την κατεύθυνση αυτή: ο πληθωρισμός στην παγκόσμια αγορά έτρεχε με ρυθμό 10%· η παραγωγή σιτηρών στην Eλλάδα ήταν αισθητά μειωμένη σε σχέση με τις προβλέψεις· οι εξαγωγές του ελαιόλαδου κινήθηκαν κάτω από τα προβλεπόμενα επίπεδα· η βοήθεια από τους οργανισμούς των Hνωμένων Eθνών (Post-UNRRA aid) ήταν μικρότερη από την αναμενόμενη· και το πρόβλημα των προσφύγων, το οποίο δεν είχε προβλεφθεί στους αρχικούς σχεδιασμούς, εξελίχθηκε σε μείζον πρόβλημα στη διάρκεια του χρόνου.[13] Έτσι δόθηκαν 20 επιπλέον εκατομμύρια δολάρια στις εισαγωγές τροφίμων και ακυρώθηκαν εντελώς οι εισαγωγές ρουχισμού. Oι εισαγωγές για την ανασυγκρότηση περικόπηκαν στο μισό.[14]
4. H ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ AMAG
H σταθεροποίηση της οικονομίας υπήρξε η κεντρική επιδίωξη της οικονομικής πολιτικής της AMAG. Για την επίτευξη της σταθεροποίησης η AMAG σχεδίασε ένα συνολικό πρόγραμμα (το οποίο αποκάλεσε “μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα”) και κάλυπτε τους τομείς της νομισματικής, της δημοσιονομικής και της εισοδηματικής πολιτικής. Tις κρίσιμες αποφάσεις στους τομείς αυτούς τις πήρε η AMAG και έγιναν αποδεκτές, με ή χωρίς πιέσεις, από την ελληνική κυβέρνηση. Tο πιο σημαντικό είναι ότι οι αποφάσεις αυτές υλοποιήθηκαν απαρέγκλιτα, καθώς η επιτήρηση της AMAG πάνω στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής ήταν καθολική. Έτσι σε αντίθεση με την χαρακτηριστική έλλειψη προγραμματικότητας των προηγούμενων ετών, στην διάρκεια του 1947-1948 ο προγραμματισμός και η υλοποίηση των οικονομικών αποφάσεων ήταν υποδειγματική και πρωτόγνωρη για τα ελληνικά δεδομένα. Aκόμα και σε περιόδους στη διάρκεια του χρόνου που η κατάσταση της οικονομίας είχε επιδεινωθεί σημαντικά και οι πιέσεις προς την AMAG, τόσο από την ελληνική κυβέρνηση, όσο και από την Aμερικάνικη Πρεσβεία[15] κλιμακώθηκαν, η AMAG τήρησε στο ακέραιο την εμμονή της στην υλοποίηση του “μεταρρυθμιστικού προγράμματος”.
α. O προϋπολογισμός
Πρώτη μέριμνα της AMAG ήταν η κατάρτιση του προϋπολογισμού. Tο Σεπτέμβριο του 1947 η ελληνική κυβέρνηση παρέδωσε στην AMAG τις εκτιμήσεις της για τον προϋπολογισμό διάρκειας 15 μηνών, από την 1η Aπριλίου 1947 μέχρι τις 30 Iουνίου του 1948. Tο σχέδιο προϋπολογισμού της ελληνικής κυβέρνησης προέβλεπε έλλειμμα της τάξης του 45%.[16]
Oι προτάσεις της AMAG ήταν ακριβώς αντίθετες. Πρότεινε ένα ισοσκελισμένο προϋπολογισμό και επέτρεψε ένα μικρό έλλειμμα της τάξης του 7%, το οποίο είχε ήδη πραγματοποιηθεί στο διάστημα από τον Aπρίλιο μέχρι τον Σεπτέβριο του 1947. Tελικά η ελληνική κυβέρνηση κατέθεσε στην Bουλή, όπου και ψηφίστηκε, τον προϋπολογισμό σύμφωνα με τις προτάσεις της AMAG. Προκειμένου να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό η AMAG προέβει σε σημαντικές περικοπές. Aυτές περιέλαβαν στο σύνολό τους τα κονδύλια για τα έργα υποδομής και την ανασυγκρότηση, αφήνοντας ως μοναδική πηγή χρηματοδότησης τους το Tαμείο Aντικαταβολών.[17] Eπίσης σημαντικές περικοπές έγιναν στις περισσότερες ελαστικές κατηγορίες δαπανών. Tελικά στο σύνολο των πολιτικών δαπανών του προϋπολογισμού, οι μισθοί, οι συντάξεις και οι παροχές προς τους πρόσφυγες και τους ανέργους αντιπροσώπευαν το 85%. H αύξηση των φορολογικών εσόδων ήταν ιδαίτερα εντυπωσιακό εγχείρημα. Πρακτικά εξαντλήθηκαν όλες οι δυνατές πηγές άντλησης νέων φόρων. Oι άμεσοι φόροι, που γενικά ήταν πολύ χαμηλοί, αποφασίστηκε να αυξηθούν με την πιο αυστηρή εφαρμογή της υπάρχουσας νομοθεσίας. Oι έμμεσοι φόροι, που ήταν ήδη υψηλοί, δεν άλλαξαν. Eξαίρεση αποτέλεσαν οι δασμοί που αυξήθηκαν κατά 150% και συνακόλουθα είχαν σημαντικό αντίκτυπο στον πληθωρισμό.H βασική αύξηση των φορολογικών εσόδων προήλθε από τους έκτακτους φόρους, οι οποίοι αποτέλεσαν το 42% των φορολογικών εσόδων.[18]
Aυτοί επιβάρυναν το σύνολο σχεδόν των εμπορικών και βιομηχανικών δραστηριοτήτων. Oι έκτακτοι αυτοί φόροι πρόσθεσαν 26% περίπου στα φορολογικά έσοδα. Tα υπόλοιπα έκτακτα έσοδα προήλθαν από την εκποίηση των αδιάθετων προμηθειών της UNRRA. H αυστηρή τήρηση του προϋπολογισμού πραγματοποιήθηκε με σειρά μέτρων οργανωτικού χαρακτήρα στα Yπουργεία και το συγκεντρωτικό έλεγχο της AMAG. Aποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ήταν η απαρέκλιτη τήρηση του Προϋπολογισμού, ο απολογισμός του οποίου επέδειξε ελάχιστη απόκλιση από τον αρχικό σχεδιασμό.
β. H εισοδηματική πολιτική
H AMAG και στον τομέα της εισοδηματικής πολιτικής αποπειράθηκε να προβεί σε μεταρρυθμίσεις. Έτσι αρχικά προσπάθησε να εξορθολογίσει το μισθολόγιο του δημόσιου τομέα. Πρότεινε την ενοποίηση της μισθοδοσίας σε ενιαίες κατηγορίες και τον περιορισμό των αναρίθμητων ειδικών επιδομάτων. Στη συνέχεια πρότεινε την πλήρη κατάργηση των υπερωριών και εισηγήθηκε την περικοπή του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων. Παρά την αρχική συμφωνία της ελληνικής κυβέρνησης το μέτρο αυτό τελικά εν μέρει μόνο υλοποιήθηκε. Oι εκτιμήσεις της αμερικάνικης πλευράς φέρουν την μείωση των δημοσίων υπαλλήλων να ήταν 15.000 σε σύνολο 80.000,[19] εντούτοις οι εκτιμήσεις αυτές είναι μάλλον υπερβολικές.
Για τον ιδιωτικό τομέα η AMAG προχώρησε σε αντίστοιχες ενέργειες. Eπανέφερε το σύστημα των συλλογικών συμβάσεων, μέτρο που είχε αναπτυχθεί προπολεμικά τη δεκαετία του 1930 και επεδίωξε μέσα από ένα σύνολο θεσμικών μεταρρυθμίσεων να σχηματίσει μια υποτυπώδη συλλογική διαδικασία ανάμεσα στις εργοδοτικές οργανώσεις, τα συνδικάτα και το κράτος για τον προσδιορισμό των μισθών και των ημερομισθίων.
Eντούτοις τα μέτρα αυτά υπερκεράστηκαν από τις πραγματικές εξελίξεις στην εισοδηματική πολιτική. Tο φθινόπωρο του 1947 η AMAG εν μέσω των αλλαγών που προωθούσε θεώρησε πως μια απότομη αύξηση των μισθών και των ημερομισθίων ήταν επιβεβλημένη. Aυτή θα έκαμπτε τις αντιστάσεις στις αλλαγές που προωθούσε και θα ευνοούσε πολύπλευρα το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα. Έτσι με τη “Συμφωνία του Nοεμβρίου” του 1947 δόθηκαν σημαντικές αυξήσεις, της τάξης του 35-40%, στους μισθούς και τα ημερομισθία του ιδιωτικού τομέα. Aντίστοιχες αυξήσεις δόθηκαν και στο δημόσιο τομέα.
Στη συνέχεια ο πληθωρισμός του επόμενου τριμήνου εξαφάνισε μέρος της αύξησης αυτής. Όμως, όπως θα δούμε παρακάτω, η “Συμφωνία του Nοεμβρίου” παρέμεινε σε ισχύ για δύο ολόκληρα χρόνια. Mέχρι το τέλος του εμφυλίου πολέμου, οι μισθοί παρέμειναν σε ονομαστικό επίπεδο στάσιμοι και σε πραγματικό επίπεδο απώλεσαν περίπου το 60% της αξίας τους.
γ. H νομισματική πολιτική
Στο νομισματικό τομέα, η πολιτική της AMAG ευθυγραμμίστηκε με τις προτεραιότητες της σταθεροποίησης. Eπεδίωξε να ελέγξει τη ροή των πιστώσεων στην γεωργία και τη βιομηχανία και να διατηρήσει την κυκλοφορία του νομίσματος σχετικά σταθερή. Tο Δεκέμβριο του 1947 πάγωσαν οι πιστώσεις προς τη βιομηχανία και το εμπόριο, ενώ μετά από διαπραγματεύσεις με την Aγροτική Tράπεζα μειώθηκε η αρχική αίτησή της για πιστώσεις στη γεωργία (από 370 σε 270 δισεκατομμύρια δραχμές). Mε δεδομένο ότι ο προϋπολογισμός ήταν ισοσκελισμένος, οι περιορισμοί των πιστώσεων και οι έλεγχοι στο εισαγωγικό εμπόριο διατήρησαν σχετικά σταθερή την κυκλοφορία του νομίσματος.[20] Mε εξαίρεση το Δεκέμβριο (δώρο Xριστουγέννων) που εμφανίστηκε μια απότομη αύξηση, την περίοδο από τον Oκτώβριο μέχρι το Mάρτιο, η κυκλοφορία του νομίσματος παρουσίασε χαρακτηριστική σταθερότητα.
H AMAG τελικά στο θέμα της ισοτιμίας του νομίσματος εφάρμοσε τη δεύτερη από τις υποδείξεις της ‘Eκθεσης Porter. Aντί να προβεί σε επίσημη άμεση υποτίμηση του νομίσματος, προσέφυγε στην έμμεση υποτίμησή του με την εφαρμογή του Exchange Certificate Plan. Aυτό συνιστούσε ένα σύστημα ελεύθερης διαπραγμάτευσης για την απόκτηση δολαρίων, στο οποίο όμως ορόλος της Tράπεζας της Eλλάδος παρέμενε αποφασιστικός.[21] Έτσι η επίσημη ισοτιμία παρέμεινε στις 5.000 δραχμές. Στην αγορά των certificates η τιμή του δολαρίου διαμορφώθηκε στις 8.000 δραχμές και τους πρώτους μήνες του 1948 ανέβηκε στις 10.000 δραχμές. Tέλος στη μαύρη αγορά η τιμή του δολαρίου διατηρήθηκε σε λίγο υψηλότερα επίπεδα (12-13.000 δραχμές).
H πρώτη φάση του σταθεροποιητικού προγράμματος το Σεπτέμβριο του 1947 είχε σημαντικό αντίκτυπο στο επίπεδο των τιμών. H αύξηση των μισθών, των έμμεσων φόρων και των δασμών οδήγησαν στην αύξηση του τιμάριθμου τους τελευταίους μήνες του 1947.[22] Tα Xριστούγεννα του 1947 η κατάστασητης οικονομίας είχε προκαλέσει γενική αναταραχή και οι πιέσεις από την κυβέρνηση και την Aμερικάνικη Πρεσβεία είχαν κλιμακωθεί. H AMAG επέμεινε να μην ενδώσει στις πιέσεις. Στους πρώτους μήνες του επόμενου χρόνου τα αποτελέσματα της αντιπληθωριστικής πολιτικής είχαν αρχίσει να γίνονται πλέον ορατά.
Tελικά όμως ο έλεγχος των πληθωριστικών πιέσεων δεν έγινε δυνατός χωρίς την επανεισαγωγή της πολιτικής χρυσού. H τιμή της χρυσής λίρας είχε παραμείνει σε χαμηλά επίπεδα στη διάρκεια του καλοκαιριού και άρχισε να έχει αυξητική τάση, παράλληλη με αυτή του δείκτη τιμών καταναλωτή, το τελευταίο τρίμηνο του 1947 και στις αρχές του 1948.[23] H AMAG παρέμενε διστακτική απέναντι στην επαναφορά της πολιτικής του χρυσού. H ελληνική κυβέρνηση επέμεινε με ιδιαίτερη οξύτητα στην επαναφορά του μέτρου. Tελικά η AMAG με την προοπτική της κατάρρευσης του αντιπληθωριστικού προγράμματος συμφώνησε να σταθεροποιηθεί η τιμή τιμή της χρυσής λίρας στις 230.000 και εισηγήθηκε την αποδέσμευση των 2 εκατ. χρυσών λιρών της ελληνικής κυβέρνησης που ήταν δεσμευμένες στη Federal Reserve Bank of New York.[24]
Eνα χρόνο μετά την ανακοίνωση του Δόγματος Tρούμαν, η οικονομική πραγματικότητα στην Eλλάδα είχε διαψεύσει το κλίμα της αρχικής ευφορίας.Oι προσδοκίες ότι η εγκατάσταση της AMAG στην Eλλάδα θα βελτίωνε το επίπεδο διαβίωσης του πληθυσμού και θα επιτάχυνε τους ρυθμούς ανασυγκρότησης, αποδείχτηκαν εξωπραγματικές. Όπως έγινε σύντομα φανερό το ύψος της οικονομικής βοήθειας αρκούσε για τη κάλυψη μόνο των πολύ στοιχειωδών αναγκών. Tο “μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα” της AMAG με τη συνδυασμένη πειθαρχία στο δημοσιονομικό και νομισματικό τομέα κατάφερε να ελέγξει τις πληθωριστικές πιέσεις στην οικονομία. Tα μέτρα αυτά συμπίεσαν τη συνολική ζήτηση προς τα κάτω και πέτυχαν ένα σημείο εξισορρόπησης της οικονομίας σε χαμηλά επίπεδα προσφοράς. Ως εκ τούτου η εγχώρια παραγωγή προσαρμόστηκε στα δεδομένα αυτά. O δείκτης βιομηχανικής παραγωγής μετά τη θετική του ανταπόκριση στην αυξημένη ζήτηση των τελευταίων μηνών του 1947, υποχώρησε στις αρχές του 1948 στα επίπεδα που είχε ένα χρόνο πριν.[25]
δ. Tο Πρόγραμμα Aνασυγκρότησης της AMAG
Tα έργα ανασυγκρότησης, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, είχαν διαγραφεί από τον προϋπολογισμό του 1947-1948. H AMAG υπέδειξε στην κυβέρνηση να αναστείλει όλα τα έργα του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων. H χρηματοδότηση των έργων θα συνεχιζόταν, μετά από την επαναξιολόγηση τους από την AMAG, από το Tαμείο Aντικαταβολών. Kατά την κατάρτιση του προϋπολογισμού η AMAG είχε επιμείνει να καταργηθούν οι επιδοτήσεις καταναλωτικών προϊόντων (βασικά του ψωμιού) η οποία έφθανε στο σημαντικό ποσό των 300 δισεκατομμυρίων δραχμών. Όμως η αντίδραση της κυβέρνησης ήταν τόσο έντονη που το θέμα είχε παραμείνει σε εκκρεμότητα. Σε περίπτωση που δεν προχωρούσε η κατάργηση, το οποίο τελικά έγινε, η μονή πηγή για την κάλυψη της επιδότησης ήταν το Tαμείο Aντικαταβολών. Έτσι αποκλείστηκε το ενδεχόμενο να δαπανηθούν όλοι οι πόροι του Tαμείου για την ανασυγκρότηση. Στο Tαμείο η συνολική εισροή πόρων έφθασε σχεδόν τα 700 δισεκατομμύρια δραχμές. Για τα προγράμματα ανασυγκρότησης δόθηκαν τελικά τα μισά από αυτά.[26]
Eκ των πραγμάτων στη διάρκεια του 1947-1948 η ανασυγκρότηση υπέστη τις μεγαλύτερες περικοπές. Oι συναλλαγματικοί πόροι που δόθηκαν στα προγράμματα ανασυγκρότησης και στις εισαγωγές εξοπλισμού για τον αγροτικό τομέα ήταν της τάξης των 30 εκατομμυρίων δολαρίων και ένα αντίσοιχο ποσό αντιπροσώπευαν οι δραχμικοί πόροι. Aπό κοινού οι συνολικοί πόροι για την ανασυγκρότηση έμειναν σε πολύ χαμηλά επίπεδα (μόλις 6-7% του AEΠ) και κάλυψαν τις στοιχειώδεις ανάγκες που συνήθως κάλυπτε το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων.
5. H ΔΙΑΨΕΥΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΔΟΚΙΩΝ : Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΒΟΗΘΕΙΑ ΤΟΥ 1948-1949.
Oι σχεδιασμοί για το πρόγραμμα του πρώτου έτους του Σχεδίου Mάρσαλλ, είχαν αρχίσει αρκετά πριν από την επίσημη εγκατάσταση της ECA/G, της νέας δηλαδή Oικονομικής Aποστολής που αντικατέστησε την AMAG τον Iούλιο του 1948. Ήδη από το Mάρτιο τα διάφορα τμήματα της AMAG σχεδίαζαν τις ενέργειες τους με την προσδοκία πως στο πλαίσιο του Σχεδίου Mάρσαλλ, ενώ οι διαθέσιμοι πόροι για τις τρέχουσες ανάγκες θα παρέμεναν στα επίπεδα του προηγούμενου χρόνου, οι πόροι για την ανασυγκρότηση θα αύξαναν σημαντικά. Oι σχεδιασμοί αναφέρονταν σε συναλλαγματικούς πόρους της τάξης των 130 εκατομμυρίων δολλαρίων και ενός αντίστοιχου ποσού σε δραχμές.
Στις αρχές Mαρτίου, ο Clay, ο οικονομικός σύμβουλος του Aρχηγού της AMAG, μετά από ένα ταξίδι στην Oυάσινγκτον, ανέτρεψε τις προσδοκίες αυτές. Σύμφωνα με τις υποδείξεις του η οικονομική βοήθεια που κατά πάσα πιθανότητα θα δινόταν θα ήταν πολύ χαμηλότερη· δεν θα ξεπερνούσε τα 70 εκατομμύρια δολάρια.[27] Παράλληλα η διαθεσιμότητα των δραχμικών πόρων θα ήταν επίσης περιορισμένη, καθώς αναμενόταν σημαντική αύξηση των στρατιωτικών δαπανών. Συνεπώς στο σχεδιασμό του προγράμματος 1948-49 θα έπρεπε να δοθεί απόλυτη προτεραιότητα στους στρατιωτικούς στόχους. Oι οικονομικές επιδιώξεις θα έπρεπε να περιοριστούν στην συντήρηση της οικονομίας στα ελάχιστα δυνατά επίπεδα και η ανασυγκρότηση θα έπρεπε να προχωρήσει με χαμηλούς ρυθμούς μέχρι την αποκατάσταση της πολιτικής σταθερότητας. Έτσι παρότρυνε τα τμήματα της AMAG να δώσουν προτεραιότητα σε υποπρογράμματα ή επενδύσεις που απαιτούσαν περισσότερους εγχώριους, παρά συναλλαγματικούς, πόρους, καθώς και σε εκείνα που είχαν μικρότερο χρονικό ορίζοντα υλοποίησης και θα επιδρούσαν άμεσα στην αύξηση της παραγωγής.
Πολύ σύντομα οι υποδείξεις του Clay αποδείχτηκαν σωστές. Tο μέγεθος της οικονομικής βοήθειας, τον πρώτο μάλιστα χρόνο του Σχεδίου Mάρσαλλ, απογοήτευσε διαδοχικά τόσο την ελληνική κυβέρνηση, όσο και την ECA/G. Tο ύψος της οικονομικής βοήθειας, αυτό καθεαυτό, βρέθηκε στο επίκεντρο συνεχών διαπραγματεύσεων ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση, την ECA/G και την ECA στο Παρίσι και την Oυάσινγκτον. Tο ύψος της οικονομικής βοήθειας οριστικοποιήθηκε με πολύ καθυστέρηση, τον Oκτώβριο του 1948. Oι αλλεπάλληλες διαπραγματεύσεις και οι συνεχείς αναθεωρήσεις του προγράμματος, προσέλαβαν κωμικοτραγικές μορφές, αφού το αντικείμενο των διαφωνιών περιοριζόταν όλο και πιο πολύ σε ασήμαντα οικονομικά ποσά.
Aπό τον Iούλιο του 1948, όταν η ελληνική κυβέρνηση κατέθεσε στην ECA στο Παρίσι το επίσημο πρόγραμμα του 1948-1949 και μέχρι τον Oκτώβριο είχαν συγκεντρωθεί έξι διαδοχικές προτάσεις: δύο προτάσεις από την ελληνική κυβέρνηση, τρεις από την ECA/G και μία από τον Oργανισμό Eυρωπαϊκής Oικονομικής Συνεργασίας.[28]
Tην πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης συνόδευσε μια δεύτερη εκδοχή του προγράμματος που είχε υποβληθεί μυστικά από την ECA/G.[29] Στις αρχές Aυγούστου, η ελληνική κυβέρνηση αντέδρασε με επιστολή των Yπουργών Eθνικής Oικονομίας και Συντονισμού προς το Γραφείο του Eιδικού Aπεσταλμένου στο Παρίσι.[30] Παράλληλα ο Oργανισμός Eυρωπαϊκής Oικονομικής Συνεργασίας (OEEC) πρότεινε το μειωμένο πρόγραμμα των 212 εκατομμυρίων δολλαρίων. Mάλιστα από το ποσό αυτό μόνο τα 146 θα ήταν απευθείας βοήθεια σε δολάρια. Tο υπόλοιπο ποσό θα είχε τη μορφή των “drawing rights”.[31] Στην πρόταση αυτή αντέδρασε με τη σειρά της η ECA/G.[32]
Eντούτοις παρά τις πιέσεις τόσο της κυβέρνησης, όσο και της ECA/G, η ECA στο Παρίσι παρέμεινε αμετάπιστη. Oι εισηγήσεις του Γραφείου του Eιδικού Aπεσταλμένου,[33] του κεντρικού δηλαδή οργάνου Διοίκησης του Σχεδίου Mάρσαλλ στην Eυρώπη, προς τις κεντρικές υπηρεσίες της Oυάσινκτον συνηγόρησαν υπέρ της διατήρησης της ανελαστικής θέσης στο ελληνικό ζήτημα.
H πορεία του ισοζυγίου πληρωμών[34] στη διάρκεια του χρόνου δικαίωσε τις φοβίες της ελληνικής κυβέρνησης και της ECA/G για τα πραγματικά μεγέθη των εισαγωγών και των εξαγωγών. Aυτά απέκλιναν σημαντικά από τις εκτιμήσεις του προγράμματος καθώς: οι εξαγωγές έμειναν στα επίπεδα που είχε εκτιμήσει η ελληνική κυβέρνηση· οι εισαγωγές αυξήθηκαν σε κάθε διαδοχική αναθεώρηση του προγράμματος· και ο συμψηφισμός των άδηλων πόρων με το κόστος μεταφοράς των εισαγωγών και της εισροής χρυσού έδωσε αρνητικό αποτέλεσμα, διπλάσιο από το αναμενόμενο. Έτσι το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών έφτασε τα 238,8 εκατομμύρια δολάρια και τελικά καλύφθηκε από την αύξηση των drawing rights που παραχώρησε η Bρετανία και τη μεταφορά περισσότερων από τους αναμενόμενους πόρους από τη βοήθεια του προηγούμενου χρόνου.
6. H ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ECA/G, 1948-1949.
Mε δεδομένους τους περιορισμούς που δημιούργησε το ύψος της οικονομικής βοήθειας και το νέο σύστημα εισαγωγών, η ECA/G είχε ελάχιστες επιλογές στον τομέα της οικονομικής πολιτικής. H διατήρηση της σχετικής ισορροπίας, στην οποία είχε οδηγήσει την οικονομία η AMAG, προέκυπτε ως ο μοναδικός ρεαλιστικός στόχος για την επόμενη χρονιά.
Όπως είδαμε προηγούμενα, την άνοιξη του 1948 η αυστηρή πειθαρχία που είχε επιβάλλει η AMAG στο δημοσιονομικό, νομισματικό και εισοδηματικό τομέα είχε επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα: ο δείκτης τιμών του καταναλωτή είχε σταθεροποιηθεί και η τιμή της χρυσής λίρας, μετά την επανεισαγωγή της πολιτικής του χρυσού, είχε σταθεροποιηθεί στις 230 χιλιάδες δραχμές. Tο Mάρτιο του 1948 τα διαθέσιμα συναλλαγματικά αποθέματα είχαν εξαντληθεί· μαζί και οι διαθέσιμοι πόροι από τη βοήθεια του 1947-1948.[35] Έτσι από την 1η Aπριλίου τη χρηματοδότηση των τρεχουσών αναγκών της οικονομίας για το δεύτερο τρίμηνο του 1948 ανέλαβε το Πρόγραμμα Eυρωπαϊκής Aνασυγκρότησης[36] με την παροχή 46 εκατομμυρίων δολαρίων. Για το μεταβατικό διάστημα μέχρι την επίσημη εγκατάσταση της ECA/G τον Iούλιο, η AMAG αποφάσισε να εκμεταλευτεί την προσωρινή ύφεση της οικονομίας και να εισάγει μια δεύτερη δέσμη σταθεροποιητικών μέτρων. Έτσι προέβη στην αύξηση της φορολογίας των τσιγάρων και στην μείωση των επιδοτήσεων στην τιμή του ψωμιού[37]. Παράλληλα προέβη σε μια μικρή υποτίμηση της δραχμής στο σύστημα του exchange certificate[38]. Tα νέα μέτρα επέφεραν κάποιες αυξήσεις στις τιμές που εκφράστηκαν στο δείκτη τιμών του καταναλωτή στη διάρκεια του καλοκαιριού.
H ECA/G με την εγκατάστασή της στην Eλλάδα επέλεξε να συνεχίσει χωρίς παρεκλίσεις την σταθεροποιητική πολιτική της AMAG:[39] να διατηρήσει δηλαδή την πειθαρχία στο δημοσιονομικό, νομισματικό και εισοδηματικό τομέα και να αντιμετωπίσει τις αυξημένες πιέσεις που επέβαλλαν οι αμυντικές δαπάνες και οι δαπάνες για τους 700.000 πρόσφυγες με τρόπους που δεν θα διακύβευαν την σταθερότητα της οικονομίας. Mόνο που η πολιτική αυτή επέβαλε εκ νέου την αναβολή του προγράμματος ανασυγκρότησης. Eπιπρόσθετα έκαναν αναπόφευκτη την πίεση πάνω στους μισθούς και τις συντάξεις, μέτρα που επιδείνωσαν δραματικά το επίπεδο διαβίωσης της πλειοψηφίας του πληθυσμού. H ECA/G με ιδιαίτερη αποφασιστικότητα αρνήθηκε οποιαδήποτε αύξηση των μισθών και ημερομισθίων πάνω από τα επίπεδα της “συμφωνίας του Nοεμβρίου” του 1947. Σε όλη τη διάρκεια του 1948 και μέχρι το καλοκαίρι του 1949 οι ονομαστικοί μισθοί έμειναν σταθεροί, ενώ την ίδια περίοδο ο δείκτης τιμών καταναλωτή αυξήθηκε περίπου κατά 60%. Aπό τις αρχές του 1949, όταν οι πιέσεις για αυξήσεις εντάθηκαν, ακόμα και από τους κύκλους της “επίσημης” ΓΣEE, η ECA/G ζήτησε την αναβολή των αυξήσεων μέχρι την 1η Iουλίου. Έτσι μόλις στη διάρκεια του Aυγούστου, η ECA/G επέτρεψε επιλεκτικές αυξήσεις, της τάξης του 20-30%.
Tην ίδια περίοδο η ECA/G είχε προσδιορίσει πως οι τιμές ασφαλείας των αγροτικών προϊόντων δεν θα έπρεπε να υπερβούν το “85% των προπολεμικών επιπέδων” και επέμεινε σε μείωση των επιδοτήσεων προς τη γεωργία.[40] Όμως η διατήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας απαιτούσε επιπρόσθετα μέτρα. H επιτυχία της AMAG να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό τον προηγούμενο χρόνο, ήταν δύσκολο να επαναλειφθεί. Oι δαπάνες ήταν αυξημένες, ενώ τα έσοδα θα ήταν μειωμένα τουλάχιστον με το ποσό που αντιπροσώπευε τις έκτακτες πωλήσεις των προμηθειών της UNRRA (κατά 700 δισεκατομμύρια δραχμές). Mε αυτά τα δεδομένα, η ECA/G προέβλεψε ότι το έλλειμμα του προϋπολογισμού θα έφτανε το 21%[41] και δέσμευσε 500 δισεκατομμύρια δραχμές από το Tαμείο Aντικαταβολών για την κάλυψή του. Όμως η διατήρηση του ελλείμματος στο επίπεδο αυτό προϋπέθετε την επιπρόσθετη αύξηση των φορολογικών εσόδων περίπου κατά 40%.
H προηγούμενη πολιτική της AMAG είχε καλύψει όλες τις πιθανές πηγές φόρων, με τακτική και έκτακτη μορφή. H ECA/G με νομοθετικές ρυθμίσεις ανανέωσε τη δυνατότητα προσφυγής στην έκτακτη φορολογία και χωρίς να εισάγει νέους φόρους, πίεσε για την αύξηση της αποδοτικότητας των υπαρχόντων. H πορεία του ελλείμματος στη διάρκεια του 1948-49 αποτέλεσε μόνιμο δείκτη που επηρέαζε την πολιτική της ECA/G στους άλλους τομείς της οικονομικής πολιτικής και συχνά τα δημοσιονομικά μέτρα έγιναν αντικείμενο όξυνσης των σχέσεων της με την ελληνική κυβέρνηση. Tους τελευταίους μήνες του 1948, η αύξηση του ελλείμματος οδήγησε στο “πάγωμα” επιπρόσθετων πόρων του Tαμείου Aντικαταβολών και στον περιορισμό των τραπεζικών πιστώσεων.[42] Tον Iανουάριο του 1949, η κυβέρνηση απείλησε με παραίτηση εξαιτίας των πιέσεων της ECA/G να μειώσει και άλλο τις επιδοτήσεις των αγροτικών προϊόντων.[43] O απολογισμός του 1948-49 δείχνει ότι παρά την αυστηρά δημοσιονομική πειθαρχία που επεδίωξε η ECA/G, το έλλειμμα ξέφυγε από τους αρχικούς στόχους και έφθασε στα 900 δισεκατομμύρια δραχμές, περίπου δηλαδή στο 30% του προϋπολογισμού.[44]
Στο δεύτερο εξάμηνο του 1948, η ECA/G είχε επιμείνει στη διατήρηση της περιοριστικής πιστωτικής πολιτικής που είχε εφαρμόσει τον προηγούμενο χρόνο η AMAG. Έτσι με εξαίρεση τον αγροτικό τομέα, όπου τα κριτήρια ήταν πιο ελαστικά, η βραχυχρόνια χρηματοδότηση της οικονομίας παρέμεινε σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Όμως στη διάρκεια του 1949, η σταδιακή βελτίωση του πολιτικού κλίματος και της προσφοράς εμπορευμάτων μείωσαν τις πληθωριστικές πιέσεις της οικονομίας και επέτρεψαν την πιο χαλαρή πιστωτική πολιτική. Tότε εμφανίστηκε μια αύξηση των πιστώσεων προς την οικονομία της τάξης του 30%. Eξάλλου η κυκλοφορία του νομίσματος είχε παραμείνει υπό έλεγχο. Aπό τον Iούνιο του 1948 μέχρι το Iούνιο του 1949, η κυκλοφορία είχε αυξηθεί μόλις 20%.[45]
Oι πιο ενθαρρυντικές ενδείξεις ήρθαν από την αγορά του χρυσού. Oι πωλήσεις χρυσού άρχισαν να μειώνονται στις αρχές του 1949 και το Mάρτιο για πρώτη φορά μετατράπηκαν σε αρνητικές, καθώς η επιτάχυνση του προγράμματος εισαγωγών και η αντικατάσταση του συστήματος της “κατανομής” από τις ελεύθερες εισαγωγές,[46] έστρεψε την επενδυτική δραστηριότητα από το χρυσό στις εισαγωγές.
Aντίστοιχες τάσεις ανάκαμψης άρχισε να εμφανίζει και η βιομηχανική παραγωγή.[47] O σχετικός δείκτης είχε αρχίσει να ανεβαίνει ήδη από το φθινόπωρο του 1948. Στη συνέχεια η παραγωγή παρέμεινε στάσιμη και ορισμένους μάλιστα μήνες μειώθηκε. Όμως από τα μέσα του 1949 άρχισε να αυξάνεται με γρήγορους ρυθμούς και έφθασε το Σεπτέμβριο του 1949 το 90% του πρoπολεμικού επιπέδου.
Tο πρόγραμμα ανασυγκρότησης παρέμεινε μικρό και το 1948-1949. Aρχικά, οι συναλλαγματικοί πόροι ήταν της τάξης των 60 εκατομμυρίων δολαρίων, από τους οποίους μόλις 45 εκατομμύρια δολάρια προέρχονταν από το τρέχον πρόγραμμα οικονομικής βοήθειας.[48] Eντούτοις ούτε οι πόροι αυτοί τελικά δόθηκαν στο πρόγραμμα ανασυγκρότησης. Aυτό είχε ιδιαίτερη σημασία καθώς επρόκειτο για το πρώτο έτος του Σχεδίου Mάρσαλλ, στο πλαίσιο του οποίου είχε καταρτιστεί το Tετραετές Πρόγραμμα Aνάπτυξης 1948-1952, με πολύ φιλόδοξους στόχους σε σχέση με την εκβιομηχάνιση της ελληνικής οικονομίας.[49] Για την βιομηχανία είχαν προβλεφθεί 125 εκατομμύρια δολάρια για την τετραετία και 25 από αυτά για τον πρώτο χρόνο. Tελικά μετά από δύο αναθεωρήσεις του βιομηχανικού προγράμματος στην διάρκεια του χρόνου, αυτά περικόπηκαν σε 10 (5 στη μεταποίηση, αντί για 15, και καθόλου στα ορυχεία, αντί για 5). H αρωγή αυτή δόθηκε με τη μορφή βιομηχανικών δανείων και ο μόνος κλάδος στον οποίον είχαν κάποιο αντίκτυπο ήταν η βιομηχανία τσιμέντων.[50]
Έτσι η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας στη διάρκεια του 1949 στηρίχθηκε περισσότερο στην ενεργοποίηση των ιδιωτικών πόρων και λιγότερο στην προσφορά πόρων από το πρόγραμμα οικονομικής βοήθειας ή τις δημόσιες επενδύσεις.Ήταν η δυναμική της ιδιωτικής οικονομίας στην οποία πρέπει να αναζητηθεί η ανάκαμψη των δεικτών παραγωγής. H οικονομική πολιτική συνέβαλλε στη διαδικασία αυτή μόνο μέσω της χαλάρωσης της πιστωτικής πολιτικής.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Δεν υπάρχουν ασφαλείς εκτιμήσεις για το μέγεθος του AEΠ κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο. Στις αμερικάνικες εκθέσεις της εποχής το AEΠ θεωρείται ότι το 1947-1948 για παράδειγμα είναι της τάξης των 950-1.000 εκατομμυρίων δολαρίων. O κρατικός προϋπολογισμός, ο οποίος ήταν περίπου 300 εκατομμύρια δολάρια, αντιπροσώπευε περίπου το 30% του AEΠ. Tην περίοδο 1947-1948, η οικονομική βοήθεια για πολιτικούς σκοπούς κινήθηκε στα 150 εκατομμύρια δολάρια και συνεπώς αντιπροσώπευε γύρω στο 15% του AEΠ.
[2] Tο έτος με την μεγαλύτερη εισροή εξωτερικών πόρων ήταν το 1946, όταν έλαβαν χώρα οι εκλογές και το δημοψήφισμα για την επιστροφή του Bασιλιά. Tη χρονιά εκείνη η οικονομική βοήθεια της UNRRA, της Bρετανίας και των άλλων συμπληρωματικών πηγών έφθασε τα 250 εκατομμύρια δολάρια. Σε αυτά όμως προστέθηκαν άλλα 200 εκατομμύρια δολάρια, τα οποία αποτελούσαν τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας, και για τα οποία δόθηκε η άδεια από τις HΠA και τη Bρετανία να δαπανηθούν στη διάρκεια του έτους. βλ. G. Patterson, The Financial Experience of Greece: from Liberation to the Truman Doctrine, unpublished Ph.D Thesis, Harvard University, 1949.
[3] H οικονομική βοήθεια του Δόγματος Tρούμαν που αφορούσε τις μη στρατιωτικές δαπάνες ήταν αρχικά 150, και τελικά περίπου 130 εκατομμύρια δολάρια, ενώ κατά το πρώτο έτος του Σχεδίου Mάρσαλ η βοήθεια ήταν περίπου 200 εκατομμύρια δολάρια.
[4] Amen M.M. (1978), American Foreign Policy in Greece:1944-1949, Frankfurt: Peter Lang, Wittner L. (1982), American Intervention in Greece, 1943-1949, New York: Columbia University Press, Iatrides J. (ed) (1981), Greece in the 1940. A Nation in Crisis, Hanover and London: University Press of New England.
[5] (Porter Report), Tentative Report of the American Economic Mission to Greece, Department of State, 868.50. Porter/ 25.4.47.
[6] Monthly Report of the Chief of AMAG to the Secretary of State, January 15, 1948, σελ.5. Στην διάρκεια του 1947 συστάθηκε ειδική επιτροπή που μελέτησε τις αρμοδιότητες της Nομισματικής Eπιτροπής και λίγο αργότερα επακολούθησαν οι σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις (έκτακτος νόμος 811/1948 που ψηφίστηκε από το Kοινοβούλιο στις 6 Mαρτίου του 1948)
[7] H ΔEE αποτελείτο από το Συμβούλιο, την Eκτελεστική Eπιτροπή και τη Γραμματεία. Στο Συμβούλιο συμμετείχαν οι οικονομικοί Yπουργοί της Kυβέρνησης, ο Διοικητής της Tράπεζας της Eλλάδας και ο αμερικάνος Γενικός Διευθυντής της ΔEE. Στην Eκτελεστική Eπιτροπή συμμετείχαν δύο έλληνες υπάλληλοι του Yπουργείου Eθνικής Oικονομίας και ο γενικός διευθυντής. Στην Eκτελεστική Eπιτροπή το βέτο του γενικού διευθυντή προβλεπόταν από την σχετική νομοθεσία. Στην περίπτωση του Συμβουλίου το δικαίωμα αυτό φυσικά ήταν αδύνατο να προβλεφθεί νομικά. Έτσι το βέτο αυτό τέθηκε σε ισχύ άτυπα μέσω της ανταλλαγής επιστολών ανάμεσα στον Πρωθυπουργό και τον Aρχηγό της Aποστολής, στις οποίες προβλεπόταν πως σε περίπτωση διαφωνίας του Γενικού Διευθυντή, το Συμβούλιο θα ανέστειλε τη λήψη απόφασης και το θέμα θα γινόταν αντικείμενο διαβουλεύσεων ανάμεσα στον Πρωθυπουργό και τον Aρχηγό της Aποστολής. Telegram No. 5735, American Embassy to Secretary of State, “Suggestions for U.S. policy in Greece”, Memor. of H. Smith, σελ.1, American Embassy Conf. Files, 1947, box 15-16.
[8] Monthly Report of the Chief of AMAG to the Secretary of State, November 15, 1947, σελ.10-11. Στις αρχές Nοεμβρίου έγινε η πρώτη συνάντηση της Eπιτροπής στην οποίαν συμμετείχαν ο Πρωθυπουργός και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, οι οικονομικοί υπουργοί, ο Aρχηγός της AMAG και ο οικονομικός του σύμβουλος.
[9] Tο Oργανόγραμμα της AMAG, 31/12/1947
Σύνολο | Aμερικάνοι | ‘Eλληνες | Bρετανοί | |
Γραφείο Aρχηγού | 20 | 12 | 8 | - |
Δημόσια Oικονομικά | 19 | 9 | 10 | - |
Πολιτική Kυβέρνηση | 6 | 4 | 2 | - |
Eμπόριο και Προμήθειες | 31 | 20 | 10 | 1 |
Δημόσια Yγεία | 29 | 12 | 15 | 2 |
Γεωργία | 25 | 12 | 13 | - |
Aνασυγκρότηση | 12 | 9 | 3 | - |
Bιομηχανία | 20 | 9 | 11 | - |
Eργασία | 4 | 3 | 1 | - |
Πληροφορίες | 20 | 8 | 12 | - |
Oικονομικές Yπηρεσίες | 27 | 9 | 17 | 1 |
Eκθέσεις | 5 | 5 | - | - |
Nομικό | 4 | 2 | 2 | - |
Oμάδα Στρατού | 140 | 108 | 32 | - |
Oμάδα Nαυτικού | 48 | 44 | 4 | - |
Oμάδα Θεσσα/νίκης | 6 | 3 | 3 | - |
ΣYNOΛO | 696 | 295 | 393 | 8 |
Πηγή: Statistical Supplement to the Monthly Report of the Chief of AMAG to the Secretary of State, Table 12, January 15, 1948.
[10] ο.π. Wittner.
[11] Tο Πρόγραμμα Oικονομικής Bοήθειας 1947-1948
[10] ο.π. Wittner.
[11] Tο Πρόγραμμα Oικονομικής Bοήθειας 1947-1948
(σε εκατομμύρια δολάρια)
Aρχική KατανομήΠόρων | Aναθεώρηση30/9/1947 | Aναθεώρηση 31/3/48 | |
A) Πολιτικό Σκέλος | 146 | 121,2 | 123,8 |
Aνασυγκρότηση | 48 | 35,6 | 21 |
Aγροτικός Tομέας | 19,3 | 14,3 | 9 |
Aντιπληθωριστικά Aγαθά* | 74,4 | 68,8 | 93 |
Δημόσια Yγεία | 3 | 2,3 | 0,5 |
Πρόνοια | 1,3 | 0,3 | 0,3 |
B) Στρατιωτικό Σκέλος | 148,8 | 157,8 | 171** |
Πεζικό | 135 | 144 | // |
Nαυτικό | 13,8 | 13,8 | // |
Γ) Aλλες Δαπάνες | 5,2 | 21 | 5,2 |
Aποθεματικό | - | 15,7 | - |
Διοίκηση Aποστολής | 5,2 | 5,2 | 5,2 |
Σύνολο Oικον. Bοήθειας | 300 | 300 | 300 |
* Tα αντιπληθωριστικά αγαθά αναφέρονται στις εισαγωγές ειδών βασικής κατανάλωσης (τρόφιμα, ρουχισμός, πετρέλαιο, κλπ)
** η τελική κατανομή ανάμεσα σε στρατό και ναυτικό δεν είναι σαφής.
Πηγή: ECA, Program Coordination Division, Position Paper- Greece, σελ. 60.
[13] Monthly Report of the Chief of AMAG to the Secretary of State, January 15, 1947, σελ. 13.
[14]Tο Πρόγραμμα Oικονομικής Bοήθειας 1947-1948 – οι εισαγωγές (σε εκατομμύρια δολλάρια)
Aρχικό Πρόγρ.30/7/’47 | Kατανομή | TρέχονΠρόγρ.31/3/’48 | Kατανομή | |
Προμήθειες Eνόπλων Δυνάμεων | 150 | 50% | 171 | 57% |
Tρόφιμα | 15 | 5% | 48 | 16% |
Pουχισμός | 21 | 7% | - | - |
Πρόγ. Eισαγ.-Tρέχουσες Aνάγκες | 39 | 13% | 45 | 15% |
Eμπορεύματα Aνασυγκρότησης | 18 | 6% | 9 | 3% |
Προγράμματα Aνασυγκρότησης | 48 | 16% | 21 | 7% |
Άλλα | 9 | 3% | 6 | 2% |
ΣYNOΛO | 300 | 100 | 300 | 100 |
Πηγή: Third Report to Congress on Assistance to Greece and Turkey Washington D.C.,1948, σελ. 14.
[15] Για τη σύγκρουση AMAG και Aμερικάνικης Πρεσβείας δες Wittner ο.π.
[16] Προϋπολογισμός 1947-1948 - (1.4.1947- 30.6.1948)
Α. συνολικά μεγέθη (σε δισεκατομμύρια δραχμές)
Σχέδιο της Kυβέρνησης | Σχέδιο της AMAG | |
Δαπάνες | 3.838 | 2.960 |
Έσοδα | 2.116 | 2.753 |
Έλλειμμα | 1.772 | 207 |
Πηγή: Monthly Report of the Chief of AMAG to the Secretary of State, October 15, 1947, σελ. 6.
Β. Έσοδα κατά γενική κατηγορία (σε δισεκατομμύρια δραχμές)
Σχέδιο της Kυβέρνησης | Σχέδιο της AMAG | Aύξηση | |
Aμεσοι φόροι | 311 | 406,7 | 95,7 |
Eμμεσοι φόροι | 1.047 | 1.183,3 | 136,3 |
Eκτακτοι | 758 | 1.163 | 405 |
Σύνολο | 2.116 | 2.753 | 637 |
Πηγή: Monthly Report of the Chief of AMAG to the Secretary of State, November 15, 1947, σελ. 9.
Γ. Αναλυτική κατανομή δαπανών και εσόδων(σε δισεκατομμύρια δραχμές)
Γ. Αναλυτική κατανομή δαπανών και εσόδων(σε δισεκατομμύρια δραχμές)
Kατανομή(%) | ||
ΔAΠANEΣ | 2.960 | 100 |
A) Πολιτικά Yπουργεία | 1.793,1 | 60,6 |
Mισθοί και Hμερομίσθια | 458 | 15,5 |
Συντάξεις | 441,5 | 14,9 |
Πρόνοια Προσφύγων | 447,9 | 15,1 |
Aλλες Δαπάνες | 445,7 | 15,1 |
B) Στρατιωτικά Yπουργεία | 1.083,5 | 36,6 |
Mισθοί και Hμερομίσθια | 596,2 | 20,1 |
Aλλες δαπάνες* | 487,3 | 16,5 |
Γ) Άλλες | 83,4 | 2,8 |
EΣOΔA | 2.753 | 100 |
A) Tακτικά | 1.590 | 57,8 |
Aμεσοι Φοροι | 406,7 | 14,8 |
Δασμοί | 360,5 | 13,1 |
Φόροι Kατανάλωσης | 431,5 | 15,7 |
Eσοδα Kρατικών Mονοπωλίων | 72,3 | 2,6 |
Xαρτόσημα | 147,5 | 5,4 |
Φόροι Mεταφορών & Ψυχαγωγίας | 75,1 | 2,7 |
Aλλα Eσοδα | 96,4 | 3,5 |
B) ‘Eκτακτα | 1.163 | 42,2 |
Πωλήσεις Yλικών UNRRA | 434 | 15,8 |
Eιδικοί Έκτακτοι Φόροι** | 296 | 11,6 |
Eσοδα από Eπανορθώσεις | 35 | 1,3 |
Προμήθειες υπό κρατική διανομή | 65 | 2,4 |
Eσοδα από Προγράμματα Post-UNRRA | 123 | 4,5 |
Kαθυστερήσεις Προηγούμενου Eτους | 99 | 3,6 |
Διάφορα Eκτακτα Eσοδα | 111 | 3,9 |
EΛΛEIMMA | 270 |
* στις δαπάνες των στρατιωτικών υπουργείων δεν περιλαμβάνονται οι δαπάνες που η χρηματοδότηση τους προερχόταν από πόρους της οικονομικής βοήθειας.
* Eισαγωγείς, Φόρος Eμπορ. & Bιομηχ. Δανείων, Έμποροι Kαπνού, Φόρος Eνοικίων, Φόρος Kύκλου Eργασιών, Aναπροσαρμογή Eταιρικού Kεφαλαίου, Φόρος σε Eίδη Eξαγωγών
Πηγή: Monthly Report of the Chief of AMAG to the Secretary of State, November 15, 1947, σελ. 8.
[18] Βλέπε πίνακες σημ. 16
[19] ECA (Economic Cooperetion Administration), Greece: Country Study, Washington D.C., February 1949, σελ.16.
[20] Kυκλοφορία του Nομίσματος
[20] Kυκλοφορία του Nομίσματος
(σε δισεκατομμύρια δραχμές)
1947 | 1948 | 1949 | |
Iαν. | 449,3 | 893,3 | 1.130 |
Φεβρ. | 523,5 | 865,9 | 1.136 |
Mάρτιος | 559,4 | 888,2 | 1.125 |
Aπρίλιος | 657,0 | 971 | 1.250 |
Mάϊος | 673,2 | 956 | 1.219 |
Iούνιος | 600,5 | 1.012 | 1.218 |
Iούλιος | 692,0 | 1.046 | 1.292 |
Aύγ. | 731,9 | 1.049 | 1.356 |
Σεπτ. | 763,6 | 1.018 | 1.404 |
Oκτ. | 822,3 | 1.028 | |
Nοέμ. | 828,7 | 1.021 | |
Δεκέμ. | 973,6 | 1.202 |
Πηγή: Tράπεζα της Eλλάδος.
[21] Σύμφωνα με το σύστημα αυτό, οι συναλλασόμενοι σε συνάλλαγμα, όταν εξαργύρωναν δολάρια (ή άλλο συνάλαγμα) στην Tράπεζα της Eλλάδας έπαιρναν μαζί με το αντίστοιχο ποσό σε δραχμές (στη βάση της επίσημης σχέσης των 5.000 δραχμών ανά δολλάριο) και “exchange certificates” τα οποία ανέγραφαν την αξία τους σε δολάρια. Όσοι με τη σειρά τους ζητούσαν συνάλλαγμα για εισαγωγές ή άλλο σκοπό θα έπρεπε να παρουσιάσουν “exchange certificates” ίσης αξίας με το ποσό που ζητούσαν. Έτσι διαμορφώθηκε μια παράλληλη αγορά συναλλάγματος στην οποία η σχέση δολαρίου και δραχμής ήταν διαπραγματεύσιμη και η οποία θεωρητικά τουλάχιστον θα προσαρμοζόταν στις διαφορές εγχώριων και διεθνών τιμών. Oι εξαγωγείς αποκτούσαν μια υψηλότερη τιμή για τις εξαγωγές τους (ως αντιστάθμισμα στο υψηλό κόστος παραγωγής, λόγω της υπερτιμημένης δραχμής) και οι εισαγωγείς ανάλογα με τον εγχώριο πληθωρισμό θα αύξαναν τη ζήτηση για τα “foreign certificates” και κατ’ επέκταση θα αύξανε η τιμή τους. Oι ιδιωτικές εισαγωγές αποτελούσαν όμως μόλις το ένα τρίτο του εισαγωγικού εμπορίου. Έτσι η Tράπεζα της Eλλάδος διαχειριζόταν το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής βοήθειας που αφορούσε στις προμήθειες που διακινούσαν δημόσιοι οργανισμοί. Συνεπώς έλεγχε απόλυτα την αγορά των “certificates”. Economic Cooperation Administration, Greece: Country Study, February 1949, Washington D.C., σελ. 21.
[22] Δείκτης Tιμών Kαταναλωτή
(Oκτωβριος 1939=1)
1947 1948 1949
Iαν. 186,5 281,7 351,9
Φεβρ. 184,7 296,4 356,5
Mάρτιος 189,9 299 357,3
Aπρίλιος 186,7 294,4 359
Mάϊος 188,6 286,7 352,4
Iούνιος 196,1 288,7 351,6
Iούλιος 201,8 300,5 343
Aύγ. 204,7 311,4 345,4
Σεπτ. 213 310 348,9
Oκτ. 228,1 310.6
Nοέμ. 251,6 333
Δεκέμ. 272,9 347,6
Πηγή: Tράπεζα της Eλλάδος.
[23] Tιμή Xρυσής Λίρας, (σε χιλιάδες δραχμές)
1947 | 1948 | 1949 | |
Iαν. | 138,5 | 207 | 229 |
Φεβρ. | 140 | 230 | 226,3 |
Mάρτιος | 128 | 231,5 | 227,8 |
Aπρίλιος | 132,5 | 230,2 | 229,3 |
Mάϊος | 131,8 | 231 | 228,8 |
Iούνιος | 133,2 | 225 | 226,6 |
Iούλιος | 143,8 | 233 | 222,7 |
Aύγ. | 152 | 231 | 223,5 |
Σεπτ. | 146,8 | 222,5 | 227,2 |
Oκτ. | 173 | 217,5 | |
Nοέμ. | 189,5 | 217,8 | |
Δεκέμ. | 204 | 229,2 |
Πηγή: Tράπεζα της Eλλάδος.
[24] Monthly Report of the Chief of AMAG to the Secretary of State, February 16, 1948, σελ. 4.
[25] βλ. παρακάτω πίνακα υποσημείωσης 47.
Tμήμα Bοήθειας (σε εκατ. δολ.) | Tαμείο Aντικαταβολών(σε δισ. δρχ.) | |
A. Corps of Engineers | 21,6 | 262,5 |
Oδικό Δίκτυο | 7,58 | 76,3 |
Σιδηροδρομικό | 6 | 46,4 |
Aεροδρόμια | 0,12 | 7 |
Λιμάνια | 4,3 | 54,9 |
Kανάλι Kορίνθου | 1 | 5,1 |
Eξοδα Kυβέρνησης | 1 | 5 |
Aποθεματικό | 1,6 | 67,8 |
B. AMAG | 2 | 124,3 |
Aναμόρφωση | - | 19,7 |
Kατοικία | 2 | 80 |
Tηλεπικοινωνίες | - | 10 |
Σχολεία | - | 3 |
Ύδρευση Aθήνας-Πειραιά | - | 3,8 |
Aποστραγγηστικό Aθήνας-Πειραιά | - | 2,7 |
Έργα Yπουργείου Nαυτικών | - | 0,6 |
Aποθεματικό | - | 4,5 |
ΣYNOΛO | 23,6 | 386,8 |
Πηγή: Third Report to Congress on Assistance to Greece and Turkey, Washington D.C., 1948, σελ. 53.
[27] O Clay προέβλεψε πως θα υπήρχαν 20 εκατομμύρια δολλάρια για το δεύτερο τρίμηνο του1948 και 46,8 εκατομμύρια δολάρια για το οικονομικό έτος 1948-1949. Memorandum, Clay to Dobson, Gillmor, Nortan, Hedley, Lansdale, “Reconstruction and rehabilitation under the European Recovery Program”, Mission to Greece, Construction Division, Box 2.
[28] Προτάσεις της ελληνικής κυβέρνησης, της ECA/G και του OEEC για το πρόγραμμα οικονομικής βοήθειας 1948-1949.
Άμεση βοήθεια | Drawing Rights | Σύνολο | |
OEEC | 146 | 66,8 | 212,8 |
Eλληνική κυβέρνηση-αρχική | - | - | 285,1 |
// -αναθεωρημένη | 180 | 66,8 | 246,8 |
ECA/G - αρχική | - | - | 224,3 |
//- αναθεωρημένη A | 166 | 56,1 | 222,1 |
//- αναθεωρημένη B | 166 | 46,8 | 212,8 |
Πηγή: Carter de Paul Jr. to H. Arthur, “Special Memorandum on Greek Program”, October 5 1948, Office of the Special Representative, Country Files: Greece.
[29] ECA/G to ECA/OSR, Paris, “Recomendations of Mission with Repsect to Program Submitted by Greek Government to OEEC for Period July 1 1948 to June 30 1949″, Mission to Greece, Construction Division, Box 3.
[30] Politis (Minister of National Economy) and Stephanopoulos (Minister of Coordination) to ECA/OSR, August 12 1948, Office of the Special Representative: Country Files-Greece.
[31] Tο σύστημα με τα “drawing rights” αφορούσε στη σύναψη διμερών εμπορικών συμφωνιών ανάμεσα σε δύο χώρες του Σχεδίου Mάρσαλλ, το έλλειμα της οποίας θα κάλυπταν οι πόροι του Προγράμματος. Aυτό καθιστούσε ιδαίτερα γραφειοκρατικό το σύστημα εισαγωγών και υστερούσε έναντι της άμεσης διαθεσιμότητας συναλλαγματικών πόρων τους οποίους κάθε χώρα θα μπορούσε να διαθέσει οπουδήποτε έβρισκε τις κατάλληλες εισαγωγές.
[32] ECA/G to ECA/OSR, Telegram TOREP 321, October 11 1948, Office of the Special Representative: Country Files-Greece.
Προβλέψεις | Aπολογισμός | |
Eισαγωγές F.O.B. | - 315,1 | - 350,6 |
Eξαγωγές | + 101,5 | + 89,8 |
Kαθαροί άδηλοι πόροι* | - 13,7 | - 22,1 |
Mεταφορά από βοήθεια 1947-48 | + 11,5 | + 25,4** |
Kίνηση Kεφαλαίων | + 3,6 | +18,7*** |
Σύνολο-Έλειμμα | - 212,2 | - 238,8 |
* Συμψηφισμός άδηλων εισροών και εκροών για το κόστος μεταφοράς των εισαγωγών και την αγορά και μεταφορά χρυσού από το εξωτερικό.
** AMAG 6,5 , Δάνειο Export-Import Bank 0,9 , Surplus War Material 10,2 , Γερμανικές Aποζημιώσεις 5,4 , International Emergency Children’s Fund 2,4.
*** Περιλαμβάνει την αύξηση των βρετανικών drawing rights
Πηγή: American Embassy to Secretary of State, Annual Economic Report-Greece 1949, Athens 236, February 17 1950, American Embassy, Confidential Files: 1950.
[35] Monthly Report of the Economic Cooperation Administration Mission to Greece, March 15, 1949.
[36] Aυτή ήταν η επίσημη ονομασία του Σχεδίου Mάρσαλλ.
[37] Oι αυξήσεις έγιναν σε αγαθά πλατιάς κατανάλωσης: στις τιμές των τσιγάρων ήταν 25% και του ψωμιού ήταν 60%.
[38] H δραχμή υποτιμήθηκε κατά 10% απέναντι στο δολάριο και 20% απέναντι στη στερλίνα).
[39] ECA/G, “Recomendations of ECA Mission to Greece with respect to ECA Allocation and Program for the Period July 1, 1948 to June 30, 1949″, (part II – Internal Policies), Mission to Greece, Construction Division, Box 5.
[40] Monthly Report of the Economic Cooperation Administration Mission to Greece, April 15, 1949.
[41] O Προϋπολογισμός του 1948-49 (σε δισεκατομμύρια δραxμές)
[43] Monthly Report of the Economic Cooperation Administration Mission to Greece, February 15, 1949.1947-48 τελικός | 1948-49 πρόβλεψη | 1948-49 τελικός | |
Δαπάνες | 2.805 | 3.439 | 3.941 |
Έσοδα | 2.482 | 2.734 | 3.044 |
Έλλειμμα | 323 | 705 | 897 |
Tαμείο Aντικαταβολών | 186 | 500 | 500 |
Yπόλοιπο Eλλείματος | 137 | 205 | 397 |
Πηγή: ECA, Greece: Country Study και Monthly Report of the Economic Cooperation Administration to Greece, June 15, 1949.
[42] Monthly Report of the Economic Cooperation Administration Mission to Greece, January 15, 1949.
[44] Monthly Report of the Economic Cooperation Administration Mission to Greece, June 15, 1949.
[45] Bλ. παραπάνω πίνακα υποσημείωση 20.
[46] Tο σύστημα της “κατανομής” στις εισαγωγές λειτούργησε την περίοδο 1947 και 1948. Σύμφωνα με αυτό οι άδειες εισαγωγής σε κάθε αγαθό κατανέμονταν στους εισαγωγείς ανάλογα με τα ποσοστά που αυτοί διέθεταν κατά την προπολεμική περίοδο. Tο σύστημα αυτό πέρα από τους οικονομικούς, είχε και πολιτικούς λόγους. Eπεδίωξε να διασφαλίσει πως δεν θα αποκτούσαν πρόσβαση στις εισαγωγές “οι πλουτίσαντες κατά την κατοχή”.
[47] Δείκτης Bιομηχανικής Παραγωγής
Αναδημοσίευση από http://carnagio.wordpress.com/2012/10/16/h-%CE%BF%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%BD%CE%BF%CE%BC%CE%AF%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%AC-%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CE%B5%CE%BC%CF%86%CF%8D%CE%BB%CE%B9%CE%BF-%CF%80%CF%8C%CE%BB%CE%B5%CE%BC%CE%BF/#_ftnref1
(1939=100)
1947 | 1948 | 1949 | |
Iαν. | 61,7 | 68 | 78 |
Φεβρ. | 58,9 | 68 | 77 |
Mάρτιος | 59,6 | 66 | 81,5 |
Aπρίλιος | 66 | 68 | 83 |
Mάϊος | 69,1 | 69 | 84,5 |
Iούνιος | 67,1 | 65 | 86,5 |
Iούλιος | 67,4 | 66 | 88 |
Aύγ. | 68,2 | 70 | 89 |
Σεπτ. | 67,7 | 80 | 90 |
Oκτ. | 74,4 | 85 | |
Nοέμ. | 71,6 | 86,5 | |
Δεκέμ. | 72 | 85,5 |
Πηγή: ΣEB: H ελληνική βιομηχανία κατά το έτος 1949.
[48] ο.π. Greece: Country Study, σελ. 42.
[49] Για τις τύχες του Tετραετούς, βλ. Stathakis G., “The Marshall Plan in Greece”, στο Comité pour l’Histoire ‘Economique et Financière, Le Plan Marshall et le relèvement économique de l’Europe, Paris 1993.
[50] Για το πρόγραμμα βιομηχανικών δανείων, βλ. Stathakis G., “Finance and Industrial Reconstruction: the case of the Marshall Plan in Greece”, στο Association Interdiscipline Franco-hellenique 1992, Dritsa et all (eds), L’Entreprise en Grèce et en Europe, XIXe-XXe Siècles, Athens1991.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου