Δευτέρα 30 Απριλίου 2012

Οι αποστολές εφοδίων στον ΔΣΕ


Οι δύο μεγάλες επιχειρήσεις μεταφοράς πολεμικού και άλλου υλικού από τις κομμουνιστικές 
χώρες, τη διετία 1948-49

Του Νικου Mαραντζιδη*

Ο ρόλος των κομμουνιστικών κρατών της Ανατολικής Ευρώπης στο ξέσπασμα και στη διεξαγωγή του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου υπήρξε καθοριστικός και σύνθετος, καθώς, καθεμιά από τις Λαϊκές Δημοκρατίες συνέβαλε στην ενίσχυση του ΚΚΕ και του ΔΣΕ. Πρόσφατα, Πολωνοί ιστορικοί όπως ο Andrzej Paczkowski και ο Pawel Piotrowski έφεραν στην επιφάνεια τον μηχανισμό εμπλοκής των πολωνικών μυστικών υπηρεσιών στον ελληνικό Εμφύλιο.

Waclaw Komar
Σύμφωνα με τον Piotrowski, τη δεκαετία του '40, οι στρατιωτικές μυστικές υπηρεσίες της Πολωνίας πραγματοποίησαν δύο μεγάλες επιχειρήσεις προμήθειας εξοπλισμού και εφοδίων για τους μαχόμενους στην Ελλάδα κομμουνιστές. Οι επιχειρήσεις αυτές ήταν γνωστές σε έναν μικρό και κλειστό κύκλο ατόμων, ανάμεσα στους οποίους ο στρατηγός Κόμαρ (Waclaw Komar) που έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Ο Κόμαρ υπήρξε ιδιαίτερα δραστήριο μέλος του προπολεμικού διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Ανάμεσα στο 1927 και το 1931 ήταν αξιωματικός του σοβιετικού Κόκκινου Στρατού εκπαιδευόμενος στις υπηρεσίες πληροφοριών στη Μόσχα. Την εποχή εκείνη υπήρξε συμμαθητής του μετέπειτα γενικού γραμματέα του ΚΚΕ, Νίκου Ζαχαριάδη στην κομματική σχολή της Μόσχας. Στη συνέχεια ο Κόμαρ πέρασε πέντε χρόνια στη Γερμανία, την Πολωνία και την Τσεχοσλοβακία συμμετέχοντας στα δίκτυα πληροφοριών της Κομιντέρν. Το 1937 απεστάλη στην Ισπανία προκειμένου να διοικήσει δυνάμεις των Διεθνών Ταξιαρχών στον ισπανικό εμφύλιο. Με το τέλος του Εμφυλίου κατατάχθηκε στις δυνάμεις του πολωνικού στρατού στη Γαλλία το 1939, όπου συνελήφθη τον επόμενο χρόνο από τους Γερμανούς μένοντας έγκλειστος σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Με το τέλος του πολέμου επέστρεψε στην Πολωνία και ανέλαβε επικεφαλής των πολωνικών στρατιωτικών μυστικών υπηρεσιών. Επρόκειτο ουσιαστικά για άνθρωπο εμπιστοσύνης των Σοβιετικών στην Πολωνία και έναν από τους πιο ισχυρούς άνδρες στη χώρα την εποχή εκείνη.

Απόλυτη μυστικότητα

Η πρώτη επιχείρηση αποστολής υλικής βοήθειας προς τον ΔΣΕ είχε το κρυπτώνυμο «Μεταφορά» («Transport»). Ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 1947 και διήρκεσε μέχρι τα μέσα του 1948. Η ιδέα της επιχείρησης προέκυψε μέσα από τις συνομιλίες του Πολωνού κομμουνιστή ηγέτη και προέδρου της Πολωνίας Μπιέρουτ (Boleslaw Bierut) με τον Γιουγκοσλάβο ηγέτη Τίτο. Συντονιστικό ρόλο ανέλαβε ο Κόμαρ, ο οποίος επικοινωνούσε απευθείας με τον υπουργό των γιουγκοσλάβικων μυστικών υπηρεσιών Αλεξάνταρ Ράνκοβιτς, χωρίς τη μεσολάβηση των επίσημων διπλωματικών αρχών των δύο χωρών. Οι δύο άνδρες συντόνισαν την αποστολή βοήθειας με απόλυτη μυστικότητα.

Στο πλαίσιο της επιχείρησης στάλθηκαν στη Γιουγκοσλαβία πάνω από δέκα αεροπλάνα με ραδιοτεχνικό εξοπλισμό και εκρηκτικά υλικά, ενώ με τρένα μεταφέρθηκαν όπλα, φάρμακα και άλλος εξοπλισμός. Ο οπλισμός ήταν μόνο γερμανικής και ιταλικής προέλευσης, ώστε να μην διατυπωθούν κατηγορίες για βοήθεια από πλευράς των κομμουνιστικών χωρών προς τους Ελληνες αντάρτες. Επίσημα γινόταν αποστολή του εξοπλισμού στον γιουγκοσλαβικό στρατό για κάλυψη αναγκών του και στη συνέχεια μεταφερόταν στην Ελλάδα.

Συντονισμός από το Γενικό Επιτελείο του πολωνικού στρατού

Η δεύτερη επιχείρηση με κρυπτώνυμο «S», ξεκίνησε το καλοκαίρι του 1948 μετά το ψήφισμα της Κομινφόρμ που επέκρινε τη Γιουγκοσλαβία. Ηταν μια πολύ μεγαλύτερη επιχείρηση, που συντονιζόταν από το Β΄ Γραφείο του Γενικού Επιτελείου του πολωνικού στρατού και είχε στόχο την παροχή εξοπλισμού για τον σχηματισμό αντάρτικου στρατού 50.000 ατόμων. Στην επιχείρηση αυτή συμμετείχε η Πολωνία, η Τσεχοσλοβακία, η Ουγγαρία και η Ρουμανία. Προκειμένου να οργανώσουν την αποστολή της βοήθειας προς τους Ελληνες αντάρτες πραγματοποιήθηκαν τέσσερις τουλάχιστον συσκέψεις μεταξύ των εκπροσώπων αυτών των χωρών με τους εκπροσώπους του ΚΚΕ Πέτρο Ρούσο και Γιάννη Ιωαννίδη. Οι συσκέψεις αυτές πήραν κρίσιμες αποφάσεις τόσο για το είδος και την ποσότητα της βοήθειας, όσο και τον τρόπο της αποστολής της. Τα μέχρι τώρα στοιχεία δείχνουν πως η πρώτη συνάντηση πραγματοποιήθηκε στις 10 Μαρτίου 1948 στη Ρουμανία. Ακολούθησαν άλλες τρεις συναντήσεις: στη Βαρσοβία στις 8 Σεπτεμβρίου 1948, στην Πράγα 20-21 Ιανουαρίου 1949 και στη Βουδαπέστη 15-16 Φεβρουαρίου του ίδιου έτους. Σύμφωνα με τον ιστορικό Αρτιόμ Ουλουνιάν, οι συμμετέχοντες αποφάσισαν η έδρα του τεχνικού συντονισμού να βρίσκεται στη Βαρσοβία.

Κόστος 11 εκατ. δολάρια

Οι αντιπρόσωποι των τεσσάρων Λαϊκών Δημοκρατιών παρείχαν εγγυήσεις για πλήρη ικανοποίηση των αναγκών του ΔΣΕ. Σε πρώτη φάση, το κόστος της βοήθειας προσδιορίστηκε στα 11 εκατομμύρια δολάρια. Ιδρύθηκε μάλιστα και ένα ταμείο για την αγορά όπλων και πυρομαχικών και άλλων υλικών από εμπόρους όπλων. Το ταμείο αυτό είχε αρχικά 2,5 εκατομμύρια δολάρια τα οποία προσφέρθηκαν από την Πολωνία (2 εκατ.) και την Ουγγαρία (500.000). Με τα χρήματα αυτά αποφασίστηκε να αγοραστούν κυρίως πυρομαχικά που οι αντιπρόσωποι του ΚΚΕ θεωρούσαν πως ήταν επείγον. Για τις υπόλοιπες ανάγκες αποφασίστηκε να συγκεντρωθεί το υλικό από τις τέσσερις Λαϊκές Δημοκρατίες.

Οι χώρες αυτές έστειλαν στην Αλβανία, μέσω της θαλασσίας οδού εξοπλισμό, όπλα, πολεμοφόδια και εκρηκτικά υλικά και από εκεί το φορτίο μεταφέρθηκε, διά μέσου της χερσαίας οδού, στην Ελλάδα. Η κύρια αποθήκη βρισκόταν στη Βαρσοβία, ενώ η φόρτωση γινόταν στο Γκντανσκ. Στην επιχείρηση συμμετείχαν πλοία του πολωνικού εμπορικού ναυτικού. Η πρώτη μεταφορά έγινε με το πλοίο «Σταλόβα Βόλα» («Stalowa Wola») που έφθασε στο λιμάνι του Δυρραχίου το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Δεκεμβρίου 1948. Λίγο νωρίτερα, τον Οκτώβριο του 1948 έγιναν οι αεροπορικές αποστολές με φαρμακευτικό υλικό και εκρηκτικά από την Πολωνία στα Τίρανα, ενώ στην επιστροφή μεταφέρονταν βαριά τραυματισμένοι αντάρτες του ΔΣΕ.

Τα αιτήματα των ανταρτών

Ο ίδιος ο Κόμαρ έφτασε στα Τίρανα και συναντήθηκε με τον παλιό του συμμαθητή στη Μόσχα, Νίκο Ζαχαριάδη. Κατά τη διάρκεια αυτής της συνάντησης, οι Ελληνες διαβίβασαν αίτημα για μαζική εκκένωση και μεταφορά των βαριά τραυματισμένων ανταρτών του ΔΣΕ, τη δημιουργία στην Πολωνία σχολής αξιωματικών του ΔΣΕ και την εκπαίδευση Ελλήνων πιλότων.

Αντάρτες του ΔΣΕ εκπαιδεύονται στην χρήση πολυβόλου.
Οι Πολωνοί έκαναν δεκτά τα αιτήματα των Ελλήνων συντρόφων τους. Στο Ντζίβνουβ (Dziwnw) οργανώθηκε κινητό νοσοκομείο με 2.000 κλίνες. Στάλθηκαν επίσης, στην Αλβανία, Πολωνοί γιατροί και ειδικευμένοι χειρουργοί, προκειμένου να διοργανώσουν επί τόπου τη νοσοκομειακή θεραπεία των τραυματισμένων ανταρτών. Οι πρώτοι τραυματίες του ΔΣΕ που μεταφέρθηκαν με πλοίο, έφθασαν με το ειδικά προσαρμοσμένο για το σκοπό αυτό «Κοστσιούσκο» («Kociuszko») στις 23 Ιουλίου 1949 που εκφορτώθηκε απολύτως συνωμοτικά, στο Σφινοούιστσιε. Η επιχείρηση ολοκληρώθηκε τον Ιανουάριο του 1950 και κατά τη διάρκειά της πραγματοποιήθηκαν 12 ή 13 θαλάσσια δρομολόγια στην Αλβανία και παραδόθηκαν 45.000 τόνοι πολεμικού υλικού, τροφίμων και φαρμακευτικού υλικού. Πραγματοποιήθηκαν επίσης άλλες τόσες αεροπορικές αποστολές. Το συνολικό κόστος αυτής της επιχείρησης ανήλθε στα 4 δισεκατομμύρια πολωνικά ζλότι (περίπου 16 εκατομμύρια δολάρια).

*Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα και στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας.

Αναδημοσίευση από http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_ell_2_29/04/2012_480558

Κυριακή 29 Απριλίου 2012

30 Απριλίου 1947 : H Δολοφονία των Αεροπόρων από την οργάνωση ΟΠΛΑ (τρομακτικό παρακλάδι του ΚΚΕ)


Την 30 Απριλίου 1947, έλαβε χώρα στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας Θεσσαλονίκη, αιφνιδιαστική επίθεση από ομάδα στελεχών της τρομοκρατικής οργάνωσης του ΚΚΕ με την ονομασία ΟΠΛΑ , όπου με πιστόλια και χειροβομβίδες έβαλαν κατά του λεωφορείου της Πολεμικής Αεροπορίας στη στάση Μισραχή στη λεωφόρο Β. Όλγας. Σκοτώνονται 3 υποσμηναγοί, 1 σμηνίτης και ο οδηγος του λεωφορείου. Τραυματίζονται 8.

Το παράθεμα με τη γλαφυρή περιγραφή των δολοφονιών από τον Γ. Μόδη που ακολουθεί έχει δημοσιευθεί στο βιβλίο του Γιώργου Αναστασιάδη « Η Θεσσαλονίκη στις συμπληγάδες του αιώνα» είναι χαρακτηριστικό:

Από το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας
Εμπρός ( 2/5/1947)
«... Το μεγάλο κίτρινο λεωφορείο της αεροπορίας ήλθε και στάθηκε στην "Στάση Μισραχή" να παραλάβει αεροπόρους για το αεροδρόμιο κατά τα καθιερωμένα. Η ώρα ήταν 7 και 10 λεπτά (...) Ξάφνου δύο τρομακτικοί κρότοι τράνταξαν τον τόπο και τον γέμισαν καπνό. Δύο χειροβομβίδες ενισχυμένες έπεσαν στο λεωφορείο. Η πρώτη έσπασε το μπροστινό κρύσταλλο και έσκασε στα πόδια του οδηγού που τον έκανε κομμάτια. Η δεύτερη ρίχθηκε από το πίσω μέρος, όπου ήταν και η έξοδος την στιγμή που αλαφιασμένοι οι Αξιωματικοί επιχείρησαν να πηδήξουν κάτω (...)

»Η Στάση Μισραχή όπου ξετυλίχθηκε με κινηματογραφική γοργότητα η φρικαλέα σκηνή βρίσκεται στην κεντρική λεωφόρο που αρχίζει από τον Λευκό Πύργο και απλώνεται προς την Ανατολική πλευρά της Θεσσαλονίκης προς το Ντεπό.

»Τα κοριτσάκια ενός γειτονικού σχολείου είδαν 3 αγριεμένοι άνδρες να φεύγουν προς τα πάνω κρατώντας πιστόλια στα χέρια. Δύο μισολαβωμένοι αεροπόροι δοκίμασαν να τους κυνηγήσουν. Αλλ' ήταν και άοπλοι (...) Ένα αόρατο χέρι έβγαινε κάθε τόσο απ' τη σκιά και σκόρπιζε πένθη και τρόμο. To κράτος είχε ρεζιλευτεί (...) Γνωστοί και φίλοι με σταματούσαν στο δρόμο επειδή αρθρογραφούσα τότε στις εφημερίδες και μου έλεγαν "Τρελάθηκες; θα σε σκοτώσουν. Φύγε απ' εδώ. Τα σκυλιά δεν χωρατεύουν" (...) Δεν χωρούσε αμφιβολία. Το φοβερό έγκλημα ήταν έργο της ΟΠΛΑ, του τρομακτικού παρακλαδιού του ΚΚΕ. Είχαν ήδη ριχθεί άλλες χειροβομβίδες στο καφενείο "Ελληνικόν", εις το Α' Αστυνομικό Τμήμα, σε μια αστυνομική περίπολο, κ.λπ.».

Η αίσθηση από την ατμόσφαιρα που επικράτησε μετά την πολιτική δολοφονία των Αεροπόρων που συγκλόνισε τη Θεσσαλονίκη διασώζεται με τη ματιά του Γ. Ιωάννου στο βιβλίο του Το δικό μας αίμα, σελ. 163:

«Όταν οι αριστεροί σκότωσαν με χειροβομβίδες τους αεροπόρους στη στάση Μισραχή, ένα σμήνος καταδιωκτικά έκαμνε επίμονους κύκλους πάνω από το κέντρο, πολυβολώντας ακατάπαυστα τον απογευματινό ουρανό. Υποθέσαμε πως θα πρόκειται για καμιά εικονική αερομαχία. Μα όταν πέρασε σε λίγο πεζοπορώντας η ομαδική κηδεία ζωσμένη από αστυνομία και στρατό, καταλάβαμε πως αυτούς τιμούσε συναδελφικά το σμήνος και από αυτούς επάνω πήγαινε, θυμάμαι τον υπουργό τότε, Παναγιώτη Κανελλόπουλο να ακολουθεί, κλεισμένος στον εαυτό του, τα φέρετρα».

Γράφει ο Mιχ. Τρεμόπουλος στο βιβλίο του, Η Ιπτάμενη Ιστορία της Θεσσαλονίκης, 2001:

«Το Σέδες και τα βοηθητικά αεροδρόμια γίνονται τα πιο νευραλγικά σημεία του "αντισυμμοριτικού αγώννα" (...) Μια ομάδα κομμουνιστών αποφασίζει χτύπημα εναντίον προσωπικού της Αεροπορίας που μεταφερόταν στις 30.4.1947 όπως κάθε πρωί με λεωφορείο στο αεροδρόμιο Σέδες.

»Το λεωφορείον της Αεροπορίας ξεκίνησε την 7ην πρωινήν από το ξενοδοχείον Άστόρια" αφού παρέλαβε τους διαμένοντες εις αυτό Αξιωματικούς της Αεροπορίας (...) Την 7:10, ακριβώς το λεωφορείο εστάθμευσεν εις την στάσιν Μισραχή ίνα παραλάβει τον υποσμηναγόν Ν. Γαλιλαίον (...) Δεν επέρασαν παρά λίγα λεπτά και ενώ οι εν τω λεωφορεία Αξιωματικοί συνεζητούν αμέριμνοι, εις άγνωστος, χαμόγελων, δια να μη κίνηση υποψίας φαίνεται, έρριψεν εκ των έμπροσθεν και με ορμήν ένα δέμα εφημερίδας κατά του οδηγού. Το δέμα περιείχε πέτρας ήτις έθραυσεν τον εμπρόσθιον υαλοπίνακαν. Eυθύς αμέσως έρριψε χειροβομβίδα ήτις εξερράγη παρά τους πόδας του οδηγού σμηνίτου. Ένας άλλος ρίχνει μια δεύτερη "ενισχυμένη" χειροβομβίδα από το πίσω μέρος. Αποτέλεσμα 5 νεκροί και 8 τραυματίες.

Συμπτωματικά η αστυνομία πιάνει ένα σταματημένο ταξί, 800 μέτρα μακριά απ' τη στάση Μισραχή. Συλλαμβάνει τον οδηγό Νίκο Τομπουλίδη και με σκληρές ανακρίσεις ξετυλίγει το μίτο. Γίνονται συλλήψεις και η υπόθεση εκδικάζεται στις 28-8-1947.

Την καθοδήγηση της οργάνωσης (ΟΠΛΑ) είχαν δύο στελέχη του ΚΚΕ ο Τάκης Παπαγεωργίου και ο Αλβανός Ακίνδυνος που οργάνωσε την "επιχείρηση". Την πρώτη χειροβομβίδα είχε ρίξει ο Ιορδάνης Σαπουντζόγλου και την δεύτερη ο Κοσμάς Εξιτζίδης. Σκοτώθηκαν οι υποσμηναγοί Δευτεραίoς Ν., Γεωργόπουλος Αλ., Γαλιλαίος Ν., ο σμηνίτης Κρητικός Π.και ο οδηγος του λεωφορείου (...)»

Στις 28 Αυγούστου 1947, αρχίζει η δίκη των 67 κατηγορουμένων για την αιματηρή τρομοκρατική επίθεση εναντίον των αεροπόρων στο Έκτακτο Στρατοδικείο της πόλης που συνεδριάζει στη μεγάλη αίθουσα της Σχολής Βαλαγιάννη. Ορισμένοι θεωρούν ότι η δίκη της ΟΠΛΑ που διήρκεσε 18 μέρες υπήρξε η μεγαλύτερη πολιτική δίκη που έγινε στη χώρα μας τον 20ό αιώνα. 47 από τους κατηγορούμενους καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν.

Για τη δίκη έχουν γράψει -ο καθένας από τη δική του εκ διαμέτρου αντίθετη σκοπιά- ο Γ. Μόδης το 1959 στο Τέσσερεις δίκες στη Θεσσαλονίκη (ΟΠΛΑ, ΜΛΑ, Οικονομική διαχείριση, Υπόθεση ПОΛК), και ο Τ.Α. Kατσαρός το 2003, στο Μια απόφαση. Μάχομαι μέχρι το τέλos. Θεσσαλονίκη 1946-47. Αντάρτικο πόλεως. Στενή Αυτοάμυνα. ΟΠΛΑ.

ΠΗΓΗ: «Το παλίμψηστο του αίματος, Πολιτικές δολοφονίες και εκτελέσεις στη Θεσσαλονίκη (1913-1968)», Γιώργος Αναστασιάδης, Επίκεντρο, 2011, σελ 218-226

Αναδημοσίευση από http://akritas-history-of-makedonia.blogspot.com/2011/04/30-1947-h.html

Τετάρτη 25 Απριλίου 2012

Ηταν αναπόφευκτος ο εμφύλιος πόλεμος;


Λάμπρος Σταυρόπουλος

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ:  28/10/2007

Εικόνες και μνήμες της αναμέτρησης 1946-1949 μέσα από τη διαχρονική «ματιά» της κομμουνιστικής Αριστεράς
Αριστερά, νέοι και, επάνω, γυναίκες μέλη του Δημοκρατικού Στρατού
σε αναμνηστική φωτογραφία με εκπροσώπους του ΟΗΕ

Εξήντα ένα χρόνια μετά την ίδρυση του Γενικού Αρχηγείου Ανταρτών, προαγγέλου της συγκρότησης του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) και της εμφύλιας αναμέτρησης 1946-1949, «Το Βήμα» επιχειρεί να φωτίσει εικόνες και μνήμες του Εμφυλίου μέσα από τη διαχρονική «ματιά» της κομμουνιστικής Αριστεράς. Μία από τις πιο αιματηρές σελίδες που γράφτηκαν σε αυτόν τον τόπο κατά τον 20ό αιώνα και στιγμάτισαν κοινωνικοπολιτικά τη μεταπολεμική Ελλάδα αφήνοντας ως τις ημέρες μας τα «ίχνη» τους ήταν δίχως αμφιβολία ο εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στις κομμουνιστογενείς δυνάμεις του ΔΣΕ και στις κυβερνητικές δυνάμεις με την έμπρακτη συμβολή των Αγγλοαμερικανών. Ηταν αναπόφευκτος ή όχι ο εμφύλιος πόλεμος; Η απόπειρα να δοθεί εκ των υστέρων απάντηση σε αυτό το θεμελιώδες ερώτημα κινδυνεύει να είναι μια αναδρομική «ανάγνωση» της ιστορίας και των πεπραγμένων της, γεμάτη υποθετικά «εάν» και ερμηνείες κατά το δοκούν. Ηταν σίγουρα μια πολεμική αναμέτρηση για την εξουσία και την τελική επικράτηση της μιας ή της άλλης αντιμαχόμενης πλευράς σε ένα σύνθετο εσωτερικό πολιτικό πεδίο αστάθειας και βίας, άμεσα συνδεδεμένο με τις εξελίξεις σε ένα διεθνές περιβάλλον εύθραυστων ισορροπιών και αντιφάσεων και ως εκ τούτου τα περιθώρια για εξεύρεση μιας άλλης, ειρηνικής διευθέτησης των (αγεφύρωτων) διαφορών προφανώς ήταν εξ ορισμού περιορισμένα.

Το μεν εαμογενές κίνημα έβγαινε βαθιά τραυματισμένο από την ανοιχτή σύγκρουση του Δεκεμβρίου 1944 με τις κυβερνητικές δυνάμεις και τους βρετανούς επικυρίαρχους στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό - ως την «παράδοση της σκυτάλης» στους Αμερικανούς το 1947 με το Δόγμα Τρούμαν - και αυτοεγκλωβισμένο από τη συμβιβαστική συμφωνία που υπέγραψε τον Φεβρουάριο του 1945 στη Βάρκιζα με τους νικητές της αναμέτρησης. Το δε αντίπαλο στρατόπεδο επιχειρούσε να θέσει, με κάθε μέσον, εκτός πολιτικού παιχνιδιού το ισχυρό εαμικό κίνημα και τον στρατιωτικό βραχίονά του, τον ΕΛΑΣ, δηλαδή το ΚΚΕ, το οποίο αποτέλεσε τον κύριο στυλοβάτη ενός εκ των σημαντικότερων εθνικών αντιστασιακών κινημάτων στην κατοχική Ευρώπη.

* Η «λευκή τρομοκρατία»

Το κύμα τρομοκρατίας που ακολούθησε την παράδοση των όπλων από τον ΕΛΑΣ, που έμεινε στην ιστορία ως «λευκή τρομοκρατία», την οποία ασκούσαν οι πολυάριθμες ακροδεξιές φιλομοναρχικές ομάδες και η χωροφυλακή ανά την Ελλάδα κατά των ΕΑΜιτών, αποτυπώνεται ευκρινώς στη δήλωση της 5ης Ιουνίου 1945 των αρχηγών των κομμάτων του τότε Κέντρου (Θεμ. Σοφούλη, Ν. Πλαστήρα, Γ. Καφαντάρη, Εμμ. Τσουδερού και Αλ. Μυλωνά): «Η εγκαθιδρυθείσα μετά το κίνημα του Δεκεμβρίου εις ολόκληρον την χώραν τρομοκρατία της άκρας Δεξιάς επεκτείνεται καθημερινώς, έχει δε προσλάβει ήδη έκτασιν και βιαιότητα καθιστώσαν αφόρητον την ζωήν των μη βασιλοφρόνων πολιτών, και αποκλείουσαν οιανδήποτε σκέψιν διεξαγωγής ελευθέρου δημοψηφίσματος ή εκλογών». Και ακόμη: «Αι τρομοκρατικαί οργανώσεις της άκρας Δεξιάς, εκ των οποίων αι κυριώτεραι είχον οπλισθή εν μέρει υπό των Γερμανών και παντειοτρόπως συνειργάσθησαν μετ' αυτών, όχι μόνον δεν αφωπλίσθησαν, όχι μόνον δεν διώκονται, αλλά αναφανδόν συμπράττουν με τα όργανα της τάξεως προς τελείαν κάθε δημοκρατικής πνοής κατάπνιξιν».

* Σαν σήμερα στην Τσούκα

Σε αυτό το κλίμα σαν σήμερα πριν από 61 χρόνια, στις 28 Οκτωβρίου 1946, συγκροτήθηκε στην Τσούκα Αντιχασίων το Γενικό Αρχηγείο Ανταρτών με επικεφαλής τον Μάρκο Βαφειάδη και δύο μήνες αργότερα οι αντάρτικοι σχηματισμοί που δρούσαν στην Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα ως «ομάδες καταδιωκόμενων αγωνιστών» θα αποτελέσουν τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας με την υπ' αριθμόν 19 διαταγή της 27ης Δεκεμβρίου 1946. Η διαταγή για την ίδρυση του Γενικού Αρχηγείου Ανταρτών ανέφερε τα εξής:

«ΓΕΝΙΚΟ ΑΡΧΗΓΕΙΟ ΑΝΤΑΡΤΩΝ. Επιτελικό Γραφείο 1. Αριθ. Πρωτ. 1


Η στυγνή δίωξη των αγωνιστών και του δημοκρατικού λαού από τον αγγλόδουλο μοναρχοφασισμό και τα όργανά του, που ανάγκασαν χιλιάδες δημοκράτες να βγούνε στα βουνά για να υπερασπίσουν τη ζωή τους, οδήγησε στη σημερινή ανάπτυξη του αντάρτικου κινήματος. Εχοντας υπόψη ότι είναι ώριμη πια η ανάγκη της δημιουργίας συντονιστικού οργάνου για το συντονισμό και την καθοδήγηση του όλου αντάρτικου αγώνα, αποφασίζουμε τη δημιουργία του Γενικού Αρχηγείου Ανταρτών, στο οποίο θα υπάγονται τα αρχηγεία Ανταρτών Μακεδονίας, Θεσσαλίας, Ηπείρου και Ρούμελης.


Σταθμός Διοίκησης Γενικού Αρχηγείου


28 Οκτώβρη 1946».

* Η «μαζική λαϊκή αυτοάμυνα»

Λίγους μήνες πριν (25-27 Ιουνίου 1945) - και λίγες ημέρες μετά τον τραγικό θάνατο του αποκηρυγμένου από το κόμμα του Αρη Βελουχιώτη στη χαράδρα του Φάγγου στη Μεσούντα της Αρτας (στις 16 Ιουνίου) - η 12η Ολομέλεια του ΚΚΕ αποφάσιζε να περάσει στη «μαζική λαϊκή αυτοάμυνα» και επεξεργαζόταν τη «νέα μορφή κρατικής εξουσίας της λαϊκής δημοκρατίας και τα προβλήματα της λαϊκής δημοκρατίας στην Ελλάδα», όπως αναφέρεται στο «Βοήθημα για την ιστορία του ΚΚΕ» που κυκλοφόρησε το 1952 και συντάχθηκε από το Τμήμα Σχολών και Κομματικής Μόρφωσης του Οργανωτικού Γραφείου της ΚΕ του ΚΚΕ «με βάση τις "Θέσεις για την ιστορία του ΚΚΕ" του σ. Νίκου Ζαχαριάδη και τις βασικές αποφάσεις του κόμματος». Ηταν η περίοδος κατά την οποία (ο έγκλειστος στο Νταχάου καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου) Νίκος Ζαχαριάδης, έχοντας επιστρέψει στην Ελλάδα από τις 29 Μαΐου 1945, αναλαμβάνει να αποκαταστήσει «θεωρητικά - πολιτικά - οργανωτικά την πορεία του κόμματος και του κινήματος πάνω στον σωστό μαρξιστικό - λενινιστικό δρόμο από τον οποίο είχε πολιτικά και οργανωτικά εκτραπεί στην πρώτη κατοχή».

Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους συνέρχεται το 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ, το οποίο μεταξύ άλλων επιβεβαιώνει την ανάγκη για «μαζική λαϊκή αυτοάμυνα ενάντια στη χίτικη δολοφονική τρομοκρατία», για «πανδημοκρατικό μέτωπο για την ομαλή δημοκρατική εσωτερική εξέλιξη σ' ελεύθερες εκλογές» και αποφασίζει «να πάρει όλα τα στρατιωτικοτεχνικά μέτρα που θα του επιτρέψουν ν' αντιτάξει την ένοπλη άμυνα του λαού σε κάθε προσπάθεια των μοναρχοφασιστών να επιβάλουν με οποιαδήποτε μορφή και με τη βία των όπλων ανοιχτό φασιστικό καθεστώς».

Θα ακολουθήσει η 2η Ολομέλεια του Φεβρουαρίου 1946, όπου η «γραμμή» για την ένοπλη απάντηση στο «μοναρχοφασιστικό άγος» θα συνδυαστεί οργανικά με τον ήδη υπάρχοντα προσανατολισμό προς την αποχή από τις δρομολογούμενες εκλογές οι οποίες προετοιμάζονταν σε συνθήκες αμφιλεγόμενης εγκυρότητας και σε κλίμα διώξεων (το Κέντρο είχε ανοιχτά καταγγείλει την αναθεώρηση των εκλογικών καταλόγων από την κυβέρνηση Βούλγαρη ως «καθαράν πράξιν εκλογικής νοθείας»). Τότε θα αποφασιστεί η προοδευτική έναρξη του ένοπλου αγώνα, σε συνδυασμό με την πολιτική δουλειά και τη μαζική πάλη. Ωστόσο εκτιμήθηκε ως σημαντικό λάθος (Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1918-1949, Αθήνα, 1988) το γεγονός ότι η Ολομέλεια, «ενώ προσανατόλισε το κίνημα και προς την ένοπλη πάλη, δεν επεξεργάστηκε ένα συγκεκριμένο σχέδιο για τον ένοπλο αγώνα και δεν έδωσε σαφείς οδηγίες στις οργανώσεις, αφήνοντας έτσι να χαθεί η μεγάλη ευκαιρία για γρήγορη ανάπτυξη του ένοπλου αγώνα».

* Λάθη στρατηγικής και τακτικής

Την ίδια άποψη είχε άλλωστε και ο Ζαχαριάδης, ο οποίος ωστόσο έβλεπε τα λάθη στρατηγικής και τακτικής στην πρώτη φάση (ως την 3η Ολομέλεια του Σεπτεμβρίου 1947) ως απόρροια της «αρνητικής κληρονομιάς της πρώτης κατοχής και του πρώτου ένοπλου αγώνα στον δεύτερο αγώνα». Μάλιστα στα «Δέκα χρόνια πάλης» θα γράψει ότι «ο ΕΛΑΣ ούτε σα συγκρότηση, διάρθρωση, ούτε στον πολιτικό προσανατολισμό του, ούτε στη στελέχωση, μα ούτε και στην ταχτική και στρατηγική ανοικοδομήθηκε σαν όργανο της σωστής λαϊκής επαναστατικής πολιτικής». «Επρεπε λοιπόν να απαλλαγεί ο ΔΣΕ από την αρνητική, απαράδεχτη κληρονομιά του ΕΛΑΣ, να γίνει ένα καινούργιος λαϊκοεπαναστατικός στρατός», όπως αναφέρεται στο «Βοήθημα» του 1952.

Η επιλογή του ΚΚΕ για αποχή από τις εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946 ερχόταν εκ των πραγμάτων σε ευθεία ταύτιση με την άλλη επιλογή του Ζαχαριάδη για την ένοπλη σύγκρουση. Εκ των υστέρων αναγνωρίστηκε από τον ίδιο ως «ένα άλλο σοβαρό λάθος ταχτικής», διότι, όπως παραδέχθηκε (στα «Δέκα χρόνια πάλης»), με την αποχή «πιστεύαμε ότι θα καλλιεργούσαμε τις κοινοβουλευτικές αυταπάτες στις μάζες, τη στιγμή που ξέραμε ότι οι Αγγλοι και οι μοναρχοφασίστες θα χρησιμοποιούσαν τα εκλογικά αποτελέσματα για να δυναμώσουν την τρομοκρατική επίθεσή τους», αλλά και γιατί «πιστεύαμε ότι με την αποχή αφαιρούμε αυτή τη δυνατότητα απ' τον εχθρό και προετοιμάζουμε καλύτερα το λαό για τη νέα ένοπλη αντιπαράθεση».

Ετσι η επίθεση ανταρτών κατά του Σταθμού Χωροφυλακής στο Λιτόχωρο ανήμερα τις εκλογές ήταν η έμπρακτη απόδειξη της επιλογής του ΚΚΕ για ένοπλη αναμέτρηση με τον αντίπαλο. Το Γ´ Ψήφισμα της Γ´ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων περί «εκτάκτων μέτρων» που ψηφίστηκε τον Ιούνιο του 1946 και προέβλεπε την ποινή του θανάτου «κατά των επιβουλευομένων την δημοσίαν τάξιν και την ακεραιότητα του κράτους» επισφράγισε την επιλογή της κυβερνητικής πλευράς - με τη συγκατάθεση πάντοτε των Βρετανών - για το «ξεκαθάρισμα των λογαριασμών», ενώ η επάνοδος του βασιλιά Γεωργίου Β´ με το δημοψήφισμα της 1ης Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου, το οποίο διεξήχθη σε ασφυκτικό πολιτικό κλίμα, σηματοδοτούσε την οριστική απόφαση της φιλομοναρχικής Δεξιάς για εξοβελισμό του ΕΑΜικού κινήματος από τη μεταβαρκιζιανή πολιτική σκηνή. Θα ακολουθήσει εντός του 1947 η ψήφιση του περιβόητου Νόμου 509 «περί μέτρων ασφαλείας του κράτους» (διατηρήθηκε ως τη Μεταπολίτευση) ως απάντηση της κυβέρνησης Σοφούλη στη δημιουργία της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης του βουνού, υπό τον Βαφειάδη. Με τον Νόμο 511, εξάλλου, δημιουργήθηκαν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Μακρονήσου, της Γυάρου κ.ά.

* «Αγόμεθα προς δύσκολον θέσιν»

Ο Εμφύλιος, έπειτα από μια δυναμική αρχικά εμφάνιση των δυνάμεων του ΔΣΕ, η οποία απείλησε στρατιωτικά τον αντίπαλο («αγόμεθα μοιραίως προς δύσκολον θέσιν» έγραφε σε αναφορά του ο στρατηγός Κ. Βεντήρης), θα οδηγήσει σταδιακά σε ήττα του ΚΚΕ και στην κυριαρχία των κυβερνητικών δυνάμεων, τον Αύγουστο του 1949. Σε αυτό επέδρασαν καθοριστικά μια σειρά λάθη (όπως η μη έγκαιρη επίλυση του προβλήματος των εφεδρειών και του ανεφοδιασμού των τμημάτων του Κλιμακίου του Γενικού Αρχηγείου στη Νότια Ελλάδα κτλ.) και αντικειμενικά εμπόδια που έθετε η στάση ουδετερότητας που τήρησε ο Στάλιν στο πλαίσιο των συμφερόντων της ΕΣΣΔ και των «παζαριών» με τον Τσόρτσιλ, αλλά και το γύρισμα της πλάτης που επεφύλαξε στον Ζαχαριάδη η «φασιστική κλίκα του Τίτο», όπως την αποκαλούσε.

Ως προς την πολιτική «γραμμή» πάντως, το ΚΚΕ θεωρούσε ότι «ήταν βασικά σωστή» όπως εκτιμούσε ο Ζαχαριάδης, ο οποίος ερμήνευε την ήττα ως αναγκαστική «προσωρινή υποχώρηση» και καλούσε τις αποδεκατισμένες δυνάμεις των μαχητών του ΔΣΕ - η πλειονότητα των οποίων διέφυγε μέσω Αλβανίας προς τις σοσιαλιστικές χώρες - να είναι με «το όπλο παρά πόδα»!

* Η σύγκρουση ΕΛΑΣ και ΔΣΕ

Οπως σχολιάζει σχετικά ο ιστορικός κ. Ν. Μαραντζίδης, επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και μέλος του Δικτύου για τη Μελέτη των Εμφυλίων Πολέμων, κατά την περίοδο των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων «της ζαχαριαδικής - σταλινικής παντοδυναμίας» για το ΚΚΕ «δεν επρόκειτο περί εμφυλίου πολέμου, αλλά για απελευθερωτικό πόλεμο ενάντια στην ξένη κατοχή και στα φασιστικά όργανά τους που στην πρώτη φάση είναι οι Γερμανοί και τα τάγματα ασφαλείας και στη συνέχεια οι Αγγλοαμερικανοί και οι ελληνικές κυβερνήσεις». Επισημαίνει δε, ότι στη φάση αυτή «η σύγκριση ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και τον ΔΣΕ απέβαινε εις βάρος του πρώτου, καθώς ήταν φανερό πως η προηγούμενη σταδιοδρομία του ΕΛΑΣ όχι μόνο δεν ενθουσίαζε τη ζαχαριαδική ηγεσία, αλλά αντιμετωπιζόταν με περιφρόνηση και καχυποψία, όπως επίσης και η μάζα των καπεταναίων που τον είχε στελεχώσει».

Κατά τον κ. Μαραντζίδη η εικόνα και η μνήμη του Εμφυλίου στην κομμουνιστική Αριστερά υπόκειται στη μεταζαχαριαδική περίοδο και σε βάθος χρόνου (1956-1990) μια συστηματική προσπάθεια αναθεώρησης της κυρίαρχης εικόνας της περιόδου της Κατοχής. Οπως αναφέρει χαρακτηριστικά, το 1959 αποφασίστηκε η συγκρότηση κύκλου Ιστορίας με αντικείμενο τη μελέτη του 20ού αιώνα, με ιδιαίτερο στόχο την ανάδειξη της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης. Σύμφωνα μάλιστα με γράμμα του υπεύθυνου του ιστορικού κύκλου Α. Παπαναγιώτου, «η σχετική καθυστέρηση εκ μέρους του κόμματος να αναδείξει την ΕΑΜική Αντίσταση οφείλεται βέβαια στην κατάσταση που διαμορφώθηκε μεταπολεμικά στη χώρα μας και στην πολιτική Ζαχαριάδη που έκανε ό,τι μπόρεσε για να σβήσει και να συκοφαντήσει το υπέροχο αυτό κίνημα».

Στη Μεταπολίτευση, τα πράγματα κινήθηκαν προς την ίδια κατεύθυνση με μια βασική ιδιαιτερότητα, όπως σημειώνει ο κ. Μαραντζίδης: τον ανταγωνισμό μεταξύ κομμουνιστικής Αριστεράς και ΠαΣοΚ για τη μνήμη της Εθνικής Αντίστασης. «Σε ό,τι αφορά τον εμφύλιο πόλεμο, η μνήμη της Αριστεράς κόπηκε κατά κάποιο τρόπο στα δύο: από τη μια αυτή του ΚΚΕ εσωτερικού που επέμεινε να αναδεικνύει τον τυχοδιωκτισμό της ηγεσίας του ΚΚΕ και ιδιαίτερα του Ζαχαριάδη, όπως επίσης και τα στρατηγικά της λάθη (αποχή από τις εκλογές) και από την άλλη το ΚΚΕ έμοιαζε να στέκεται αμήχανο απέναντι στη ζαχαριαδική κληρονομιά που ενώ δεν υιοθετούσε, δεν έδειχνε να απορρίπτει κιόλας» υπογραμμίζει.

Οσον αφορά την περίοδο της συγκυβέρνησης Δεξιάς - Αριστεράς, το 1989, ο κ. Μαραντζίδης θεωρεί ότι «τότε γίνεται μια ακόμη "αναθεώρηση" της ματιάς για τον Εμφύλιο από το ΚΚΕ και μάλιστα στο κρίσιμο θέμα της περιοδολόγησής του». Η κυβέρνηση Τζαννετάκη ψήφισε νόμο για την άρση των συνεπειών του εμφυλίου πολέμου, ο οποίος προσδιόριζε ως εμφύλιο πόλεμο τη χρονική περίοδο αμέσως μετά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων (1944) ως το 1949. «Ετσι όλες οι αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ του ΕΛΑΣ και των ταγμάτων ασφαλείας στην Πελοπόννησο και τις διάφορες ένοπλες ομάδες στη Βόρεια Ελλάδα γίνονταν τώρα αποδεκτές από τη θεσμική μνήμη της χώρας ως εμφύλιος πόλεμος» σχολιάζει, διευκρινίζοντας ότι το γεγονός αυτό ανέτρεπε το πάγιο σχήμα περιοδολόγησης που προώθησε συστηματικά η Αριστερά: Κατοχή 1941-1944, Λευκή Τρομοκρατία 1945-1946, Εμφύλιος Πόλεμος 1946-1949.

Από τη διάσπαση του ΚΚΕ το 1991 και μετά, παρατηρείται κατά τον κ. Μαραντζίδη «η φανερή ωραιοποίηση και μυθοποίηση του ΔΣΕ, καθώς ο εμφύλιος πόλεμος παρουσιάζεται τώρα από το ΚΚΕ ως μια "δικαιωμένη πολιτική", η δε ηρωοποίηση του ΔΣΕ μετατρέπεται σε πράξη "προάσπισης της ιστορίας της Αριστεράς, υπόμνησης των αγώνων της και υπενθύμισης πως η ιστορία δεν τελείωσε"».

* Η καθυστερημένη προβολή του ΔΣΕ

Στο ερώτημα γιατί το ΚΚΕ ασχολήθηκε καθυστερημένα με την προβολή του ΔΣΕ και της ιστορίας του και αν αυτό υπέκρυπτε κάποιου είδους πολιτικό και ιστορικό «κόμπλεξ» γύρω από το ζήτημα του Εμφυλίου, ο ιστορικός και δημοσιογράφος του «Ριζοσπάστη» κ. Γ. Πετρόπουλος σχολιάζει ότι «αυτό δεν είναι ορθό διότι ο αγώνας του ΔΣΕ δεν σταμάτησε ποτέ να θεωρείται κορυφαία στιγμή στην κομματική ιστορία». Κατά την άποψή του η πραγματικότητα έχει ως εξής: «Για δεκαετίες ολόκληρες η ΕΑΜική Αντίσταση δεν αναγνωριζόταν από την Πολιτεία, συκοφαντούνταν και οι αγωνιστές της βρίσκονταν υπό καθεστώς παντός είδους διωγμού. Η ανάγκη να σταματήσει αυτό συσπείρωνε ευρύτατες δυνάμεις, πολύ πέρα από το ΚΚΕ, και υποχρέωνε το κόμμα, στην πολιτική του προς τα έξω, να προβάλλει περισσότερο το ζήτημα της αναγνώρισης της Εθνικής Αντίστασης, γεγονός που δημιουργούσε την εντύπωση πως ο ΔΣΕ είτε περνούσε σε δεύτερη μοίρα, είτε είχε "πέσει" στη σιωπή».

Εκπρόσωπος μιας άλλης «σχολής» της αριστερής ιστοριογραφίας, ο κ. Πετρόπουλος πιστεύει ότι «αν περιοριστούμε στην ερμηνευτική έννοια του όρου "εμφύλιος πόλεμος" ως πολέμου μεταξύ ατόμων της ίδιας φυλής, τότε συσκοτίζουμε - αν δεν διαστρεβλώνουμε - την ιστορική αλήθεια, αφού ισοπεδώνουμε τις ταξικές διαφορές που υπάρχουν μέσα στην κοινωνία με αποτέλεσμα να παραβλέπουμε ή να υποβαθμίζουμε τις κοινωνικές αιτίες που οδηγούν σε μια τέτοια εξέλιξη».

Θεωρεί δε, ότι το ΚΚΕ και το ΕΑΜ «δεν είχαν κανένα λόγο να καταφύγουν στα όπλα για να πάρουν την εξουσία, καθώς την είχαν και την παρέδωσαν». Ετσι, ισχυρίζεται ότι «το ΚΚΕ υποχρεώθηκε να ακολουθήσει τον ένοπλο αγώνα, καταρχήν για λόγους άμυνας, εξαιτίας του μονόπλευρου εμφυλίου πολέμου που είχε επιβάλει ο αντίπαλος, ενώ στη συνέχεια πέρασε ολοκληρωτικά σ' αυτή τη μορφή πάλης μη έχοντας διαφορετική επιλογή».

Τέλος, έχει σημασία η επισήμανσή του ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα «και πριν και μετά τον εμφύλιο προβληματίστηκε για το αν θα μπορούσε να αποφύγει την ένοπλη πάλη» και ότι «μόνο σε μία περίπτωση στην ιστορία του ταλαντεύτηκε για αυτή του την επιλογή: στο 8ο Συνέδριο, το 1961, όταν διατυπώθηκε η θέση - η οποία και υιοθετήθηκε - ότι η αποχή από τις εκλογές του '46 ήταν λάθος "καθοριστικής σημασίας"». Η ερμηνεία του είναι ότι «έτσι, εμμέσως πλην σαφώς, το ΚΚΕ περνούσε στην άποψη ότι αν συμμετείχε στις εκλογές, θα μπορούσε να υπάρξει τέτοιο εκλογικό αποτέλεσμα που θα καθιστούσε την ένοπλη πάλη μη αναγκαστική, δυνατότητα όμως που οι εκλογές του '46 δεν παρείχαν ως ενδεχόμενο, ούτε κατά διάνοια».

Αναδημοσίευση από http://www.tovima.gr/relatedarticles/article/?aid=184570


Τρίτη 24 Απριλίου 2012

«Παιδομάζωμα» ή «παιδοφύλαγμα»;

EIPHNH ΛΑΓΑΝΗ

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 26/10/2003

Τις πρώτες ημέρες του Οκτωβρίου διοργανώθηκε στο Καστέλο Κάροϊ στο Φεχιρβαρτσούργκο της Ουγγαρίας ένα διεθνές ιστορικό συνέδριο με θέμα «Τα παιδιά-πρόσφυγες από την Ελλάδα στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο». H πρωτοβουλία για τη διοργάνωση του συνεδρίου ανήκε στο ουγγρικό πολιτιστικό ίδρυμα «Γιόζεφ Κάροϊ» που δραστηριοποιείται στον τομέα των πολιτιστικών εκδηλώσεων και τείνει να αναδειχθεί κέντρο αρχειακών ντοκουμέντων και έρευνας για την Ουγγαρία και την Ευρώπη. Πριν από περίπου 50 χρόνια το ίδιο αυτό κτίριο με το ιδιαίτερο ιστορικό και πνευματικό παρελθόν - ανοικοδομημένο σε αγγλικό κλασικό στυλ από τον Κοχ Χένρικ το 1844 - φιλοξένησε εκατοντάδες εκπατρισμένα ελληνόπουλα. Από το 1949 ως το 1955 παραχωρήθηκε ως παιδικός σταθμός για να καλύψει τις ανάγκες στέγασης και εκπαίδευσης των ελληνόπουλων που βρέθηκαν στην Ουγγαρία προς το τέλος του εμφυλίου πολέμου. Τις μνήμες της εποχής αυτής ήρθαν να ζωντανέψουν τα ίδια τα παιδιά που φιλοξενήθηκαν τότε στον χώρο αυτόν, ο τότε διευθυντής του παιδικού σταθμού Ρίγκο Ιστβαν, νηπιαγωγοί και δάσκαλοι των παιδιών...

Το κτίριο που έγινε καταφύγιο για τα ελληνόπουλα φιλοξένησε τώρα ιστορικούς και κοινωνικούς ανθρωπολόγους. Είχαν έρθει από γνωστά πανεπιστήμια της Ευρώπης και των ΗΠΑ να μιλήσουν για τις έρευνες και τις μελέτες τους με αντικείμενο τα παιδιά που απομακρύνθηκαν από την Ελλάδα στη δίνη του Εμφυλίου και εγκαταστάθηκαν στις χώρες της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης. Το «αναπάντεχο» στη συνάντηση αυτή, τουλάχιστον για τους ομιλητές, ήταν ότι το ακροατήριο το αποτελούσαν οι πρωταγωνιστές της ιστορίας - τα τότε παιδιά - που είχαν συρρεύσει στο Τσούργκο από την Ελλάδα και διάφορες πόλεις της Ουγγαρίας (του γνωστού χωριού Μπελογιάννη συμπεριλαμβανομένου) για το συνέδριο.

H επικοινωνία μεταξύ των πρωταγωνιστών της ιστορίας και των επιστημόνων δεν ήταν αυτονόητη. «Πώς θα μιλήσουν κάποιοι για εμάς που δεν έζησαν τα γεγονότα, δεν γνώρισαν τότε την Ουγγαρία, δεν μας ξέρουν; Γιατί τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια;» αναρωτιόνταν οι πρώτοι για τους δεύτερους.

Βαθμιαία ο πάγος έσπασε. Οι ανακοινώσεις, οι περισσότερες «στεγνές», επιστημονικές γαρ, ακούστηκαν με προσοχή σε μια μεστή αίθουσα όπου περίσσευαν το συναίσθημα και η συγκίνηση του ακροατηρίου. Οι ιδεολογικές αντιπαραθέσεις δεν έλειψαν. Πώς θα ήταν άλλωστε δυνατόν να αποφευχθεί αυτό για μια τέτοια περίοδο και μάλιστα για ένα θέμα αμφιλεγόμενο ως σήμερα, που επίσημα στην Ελλάδα χαρακτηρίστηκε «παιδομάζωμα» ενώ από τους εμπνευστές του αλλά και από πολλά παιδιά και γονείς που διέφυγαν ως πολιτικοί πρόσφυγες στις ανατολικές χώρες ονομάστηκε «παιδοφύλαγμα»;

Ο καθηγητής Ηλιος Γιαννακάκης αποπειράθηκε μια συνολική παρουσίαση του θέματος υπό την επιρροή και προσωπικών βιωμάτων του από τη Γιουγκοσλαβία και την Τσεχοσλοβακία, η λέκτορας Μαρία Μποντίλα έκανε μια κριτική παρουσίαση των σχολικών βιβλίων που προορίζονταν για τα παιδιά-πρόσφυγες του Εμφυλίου (1949-1964). O λέκτορας Ιάκωβος Μιχαηλίδης έκανε μια παρουσίαση της μεταφοράς των παιδιών στη Γιουγκοσλαβία από το 1945 και μετά, και στη συνέχεια της μετεγκατάστασής τους στη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας. Οι ιστορικοί Ανθούλα Μπότου και Pavel Hradecny μίλησαν για την πολιτική του τσεχοσλοβακικού Κομμουνιστικού Κόμματος απέναντι στον επαναπατρισμό των παιδιών αναλύοντας την αρνητική στάση του KKT, ενώ ο καθηγητής Karel Koneczny αναφέρθηκε στις αντιθέσεις στους κόλπους των ελλήνων προσφύγων στην Τσεχοσλοβακία. H καθηγήτρια Εφη Βουτυρά και η κοινωνική ανθρωπολόγος Αίγλη Μπρούσκου αποπειράθηκαν να φωτίσουν την ανθρώπινη πλευρά ακολουθώντας τα μονοπάτια μετάβασης και επιστροφής ασυνόδευτων παιδιών του Εμφυλίου προς και από τη Ρουμανία. Οι καθηγητές Riki van Boeschoten και Loring Danforth, κοινωνικοί ανθρωπολόγοι, κατέθεσαν προφορικές μαρτυρίες παιδιών-προσφύγων στην Ουγγαρία και παιδιών που, επαναπατρισμένα πλέον, συγκρίνουν τη ζωή τους στην προσφυγιά και στο χωριό τους στην Ελλάδα όπου επέστρεψαν. Ο καθηγητής Stefan Troebst ανέλυσε τους λόγους εγκατάστασης μικρού αριθμού προσφύγων στην Ανατολική Γερμανία ανατρέχοντας στη σοβιετική πολιτική απέναντι στη χώρα αυτή. Τέλος, ο καθηγητής Richard Clogg αναφέρθηκε στην κομμουνιστική Διασπορά στο πλαίσιο της γενικότερης ελληνικής Διασποράς.

Τον λόγο πήραν, τέλος, τα τότε παιδιά-πρόσφυγες στην Ουγγαρία (Αρετή Μπακιρτζή, Θόδωρος Σκεύης, Βασίλης Ψημμένος κ.ά.) καθώς και οι δάσκαλοί τους έλληνες και ούγγροι.

Οι μαρτυρίες των άλλοτε παιδιών - με γκρίζα μαλλιά σήμερα - ήταν αφοπλιστικές. Διατύπωναν την ευγνωμοσύνη τους προς την Ουγγαρία και τον ουγγρικό λαό που όχι μόνο τα περιέθαλψαν αλλά τους παρείχαν ξεχωριστές συνθήκες διαβίωσης και μόρφωσης.

«Δεν ξεχάσαμε τη γλώσσα μας, δεν χάσαμε την ταυτότητά μας και αυτό χάρη στους δασκάλους μας και στον ουγγρικό λαό...». «Τα ρούχα μας όταν πάλιωναν τα δίναμε στα φτωχά ουγγαρόπουλα...». «Γυρίσαμε πίσω στο χωριό μας επιστήμονες γνωρίζοντας τρεις γλώσσες: ελληνικά, ουγγρικά, ρωσικά...».

Από τα λόγια τους δεν λείπει και μια νοσταλγία για την εποχή εκείνη, όπως και η πίκρα για τα προβλήματα που δεν έχουν ακόμη λυθεί στην Ελλάδα (κυρίως συνταξιοδοτικά).

Μια ηλικιωμένη σήμερα γυναίκα, τότε 14χρονο κορίτσι από το χωριό Λια, που είχε επιφορτιστεί με τη φροντίδα και την ευθύνη των μικρότερων από αυτήν παιδιών, καταθέτοντας την προσωπική της μαρτυρία αναρωτιέται: «Ποιος μου δίνει εμένα τα παιδικά μου χρόνια; Ποιος; Κανένας. Μόνο η ιστορία...».

Σίγουρα όσοι δεν πήραν τον λόγο και άκουγαν σιωπηλοί είχαν πολλά να πουν. Σε αυτούς μάλλον κατατάσσονται και όσα σλαβόφωνα μακεδονόπουλα απομακρύνθηκαν από την Ελλάδα και έτυχε να παρακολουθούν το συνέδριο. Προτίμησαν τη σιωπή. Στάση ίσως εύλογη καθώς η ιστορία του Εμφυλίου παραμένει επίκαιρη και εκτυλίσσεται ακόμη για αυτά ύστερα από 50 χρόνια.

H κυρία Ειρήνη Λαγάνη είναι επίκουρη καθηγήτρια της Νομικής Σχολής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, συγγραφέας του βιβλίου «Το "παιδομάζωμα" και οι ελληνο-γιουγκοσλαβικές σχέσεις 1948-53» (εκδόσεις Σιδέρη, Αθήνα, 1996).


Αναδημοσίευση από http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=154700

Κυριακή 22 Απριλίου 2012

Aριστερή βία: μύθοι και πραγματικότητα

NEA ΠΟPIΣMATA ΓIA TΟN EMΦYΛIΟ Ή ANAΠAΛAIΩΣH TΩN ΠAΛAIΩN MYΘΩN;

Του Στάθη Καλύβα

H MEΓAΛH ΣYZHTHΣH ΠΟY ΠPΟKAΛEΣE TΟ APΘPΟ TΟY ΣTAΘH KAΛYBA ΠEPI «KΟKKINHΣ TPΟMΟKPATIAΣ», ΣYNEXIZETAI. META TIΣ ΠAPEMBAΣEIΣ TΩN KAΛYBA-MAPANTZIΔH-MAZAΟYEP THΣ 20/3 THN AΠANTHΣH TΟY Γ. MAPΓAPITH ΣTIΣ 9/4, KAI TO APΘPO TOY B. KPEMMYΔA ΣTIΣ 4/5, Ο ΣT. KAΛYBAΣ EΠANEPXETAI ΣTHN APIΣTEPH BIA, KATHΓΟPΩNTAΣ TΟYΣ EΠIKPITEΣ TΟY ΟTI ΔIKAIΟΛΟΓΟYN ΓEΓΟNΟTA ΠΟY ΟYTE TΟ KKE TΟY 1945, ΔEN HΘEΛE NA ΔIKAIΟΛΟΓHΣEI


H αναφορά στο EAM και στον ΕΛΑΣ προκαλεί αυτόματους συνειρμούς στον Άρη Βελουχιώτη και τους γενειοφόρους καπεταναίους που απαθανάτισε ο Σπύρος Μελετζής. Λιγότερο γνωστό είναι πως την οργανωτική ραχοκοκαλιά του EAM αποτελούσαν συχνά απρόσωποι γραφειοκράτες, σαν τον Θόδωρο Ζέγγο (ψευδώνυμο Στάθης ή Τριαντάφυλλος) και τον Δημήτρη Ανδρεαδάκη.

Ταχυδρομικός από τη Μαγνησία με θητεία στην Ακροναυπλία ο πρώτος, χρημάτισε γραμματέας της περιφερειακής επιτροπής Αργολιδοκορινθίας του KKE το 1943-1944. Από την Περαχώρα Λουτρακίου ο δεύτερος, υπήρξε δεξί χέρι του Ζέγγου με περιοχή δικαιοδοσίας την Αργολίδα. Και οι δύο πρωταγωνίστησαν στο δράμα που παίχθηκε στη Βορειοανατολική Πελοπόννησο στη διάρκεια της Κατοχής.

Μέσα σε έναν χρόνο (Σεπτέμβριος 1943 - Σεπτέμβριος 1944) και σε δύο μόνο επαρχίες (Άργος και Ναυπλία) του σημερινού Νομού Αργολίδος, όπου διεξήγαγα λεπτομερή έρευνα, φονεύθηκαν πάνω από 650 άνθρωποι (σχεδόν το 2% του συνολικού αγροτικού πληθυσμού της περιοχής). Αντίστοιχα είναι τα μεγέθη στην Κορινθία και σε ορισμένες άλλες περιοχές της Πελοποννήσου και της υπόλοιπης Ελλάδας. Η φύση της βίας στην Αργολίδα (περίπου το 55% των θυμάτων φονεύθηκαν από το EAM και το 45% από τους Γερμανούς και τα Τάγματα Ασφαλείας) πιστοποιεί την έκταση των κατοχικών συγκρούσεων που γρήγορα πήραν εμφύλιο χαρακτήρα.

Οι αριθμοί αυτοί αναφέρονται σε δολοφονίες άμαχων Ελλήνων χωρικών, οι οποίοι άλλοτε είχαν κάποια σχέση με τις αντιμαχόμενες παρατάξεις και άλλοτε όχι, αλλά δεν ήταν μαχητές. Οι νεκροί στα πεδία μαχών της ίδιας περιοχής ήταν ελάχιστοι συγκριτικά. H βία των Γερμανών μπορεί να μην προξενεί έκπληξη, αλλά πώς μπορεί να ερμηνευθεί το μέγεθος της βίας του EAM;

Θέμα ταμπού

Τα παραπάνω στοιχεία, μέρος ευρύτερης έρευνάς μου για τον Εμφύλιο, εμπεριέχονται σε πρόσφατο συλλογικό τόμο (επιμ. Μαρκ Μαζάουερ, «Μετά τον πόλεμο. Η ανασυγκρότηση της οικογενείας, του έθνους και του κράτους στην Ελλάδα, 1943-1960», Αλεξάνδρεια, 2003. Μόλις κυκλοφόρησε η αναθεωρημένη δεύτερη έκδοση χωρίς μεταφραστικά σφάλματα). Όπως είναι φυσικό, η αναφορά σε ένα θέμα ταμπού, όπως η αριστερή βία στη διάρκεια της Κατοχής, δεν θα μπορούσε να μην προκαλέσει κριτικές. Δυστυχώς όμως, αντί αυτές να συμβάλλουν στην προαγωγή ενός γόνιμου επιστημονικού διαλόγου, φαίνεται πως επιδιώκουν την προάσπιση μιας συγκεκριμένης ανάγνωσης του παρελθόντος ανεξάρτητα από τη σχέση της με την πραγματικότητα ... όταν δεν ξεφεύγουν από τα όρια της σοβαρότητας παραληρώντας περί New Age (!) και κατάργησης του Διαφωτισμού. Αναλώνονται έτσι σε προσωπικές επιθέσεις (απ' όπου δεν απουσιάζει η εύκολη ειρωνεία) αμφισβητώντας την ίδια τη βάση των γεγονότων.

Αναφέρεται, λοιπόν, πως στηρίζω τα συμπεράσματά μου για την ύπαρξη, μορφή και έκταση της αριστερής βίας σε αναξιόπιστες πηγές, δηλαδή σε προφορικές μαρτυρίες ανθρώπων που συλλέχθηκαν πενήντα χρόνια μετά τα γεγονότα, σε δικογραφίες εφετείων που δίκαζαν αριστερούς και σε «ψυχανεμίσματα» Άγγλων συνδέσμων. Αφήνοντας κατά μέρος μεθοδολογικές συζητήσεις για το πώς αξιοποιούνται οι πηγές, θα περιοριστώ σε τρεις πηγές των οποίων η αξιοπιστία δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.

1. Πηγή πρώτη, ο διοικητής του 6ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ, ταγματάρχης Μανόλης Βαζαίος, ο οποίος στα απομνημονεύματά του αναφέρεται εκτενώς στις «υπερβασίες», όπως τις ονομάζει. Περιγράφει πως πληροφορήθηκε κάποτε πως ο Ζέγγος επρόκειτο να εκτελέσει ως αντιδραστικούς «ένα ποσοστό 5-10% των κατοίκων κάθε χωριού» της περιοχής για να εξουδετερώσει την παρουσιαζόμενη «αντίδραση». Όταν διαμαρτυρήθηκε, ο Ζέγγος του απάντησε: «Συναγωνιστή αρχηγέ, φύλαξε το κεφάλι σου και μην αναμειγνύεσαι εις αλλότρια καθήκοντα». Όπως είναι γνωστό, το KKE διέκρινε ανάμεσα σε «προδότες» (συνεργάτες των Γερμανών) και «αντιδραστικούς», όσους δηλαδή δεν ήταν (ή κατηγορούνταν πως δεν ήταν) μαζί του.

2. Πηγή δεύτερη, που δεν αφήνει αμφιβολία ως προς την έκταση και αυθαιρεσία της βίας, εσωτερική έκθεση στο Πολιτικό Γραφείο του KKE που υπέβαλε στις 15 Μαρτίου του 1946 κομματικό στέλεχος (βρίσκεται στο αρχείο του KKE, στα ΑΣΚΙ): «Άλλη υπόθεση... είναι οι εκτελέσεις της Αργολιδοκορινθίας. Ο γραμματέας της Π.E. Κορίνθου δηλώνει υπεύθυνα... ότι απ' τη μελέτη που έχει κάνει μέχρι τώρα, διαπιστώνει ότι έγιναν πάνου από 1.200 εκτελέσεις ανθρώπων, που εμείς σήμερα δεν μπορούμε με κανένα στοιχείο να δικαιολογήσουμε. Εκτελέστηκε γραμματέας K.Ο. χωριού, γιατί υποστήριζε με επιμονή πως στο χωριό του δεν έχει αντίδραση για κόψιμο, η οποία κατά τον Σέγγο έπρεπε απαραίτητα να υπάρχει σε ποσοστό 10-15% σε όλο το χωριό» (έμφαση και ορθογραφία του πρωτοτύπου). Για να γίνει κατανοητό το μέγεθος της βίας αυτής, αρκεί να σημειωθεί πως, σύμφωνα με (αριστερή) έκθεση, το σύνολο των φόνων που διαπράχθηκαν από δεξιές παρακρατικές ομάδες την περίοδο από 12-2-45 έως 31-3-1946 σε ολόκληρη την χώρα ανέρχονται σε 1.289, όσα περίπου ήταν μόνο τα θύματα του EAM στην Αργολιδοκορινθία.

Μπροστά στη γενική κατακραυγή, το KKE αναγκάστηκε τελικά, τον Οκτώβριο του 1944, να διαγράψει τον Ζέγγο. H διαγραφή αυτή ήταν για «τα μάτια του κόσμου», καθώς ο Ζέγγος φαίνεται πως επανεντάχθηκε στον κομματικό μηχανισμό με παρέμβαση του Βελουχιώτη, για να καταλήξει τελικά πολιτικός πρόσφυγας στην Πολωνία. Ο Ανδρεαδάκης εντάχθηκε στον Δημοκρατικό Στρατό και σκοτώθηκε στο «δεύτερο αντάρτικο». Το σκεπτικό της διαγραφής έχει ενδιαφέρον, καθώς αναφέρεται σε «εγκληματική διαστρέβλωση της κομματικής γραμμής... Χρησιμοποίησε [ο Ζέγγος] εναντίον πολιτών μέθοδες που δεν έχουν καμία σχέση με την κομματική ηθική και συμπεριφορά και προξένησε ζημιά στο κόμμα». Φαίνεται δηλαδή καθαρά, πως το KKE απέρριπτε, τότε, ερμηνείες της βίας αυτής ως απλό απότοκο του πολέμου («πόλεμος ήταν, έτσι γίνεται στον πόλεμο»), τις οποίες παραδόξως κάποιοι υιοθετούν σήμερα.

3. Πηγή τρίτη, που δείχνει πως δεν έχουμε να κάνουμε με μεμονωμένα τοπικά γεγονότα, άλλη μια εσωτερική έκθεση του KKE (συντάχθηκε από τον Πολύβιο Ισαριώτη και βρίσκεται επίσης στο αρχείο του KKE). Αναφέρεται, πως «η θέση "αντιδραστικοί" που έπρεπε να ξεπατωθούν», επιβλήθηκε από την κομματική ηγεσία σε ολόκληρη την Πελοπόννησο ήδη από τον Δεκέμβριο του 1943 (προτού, δηλαδή, σχηματιστούν τα Τάγματα Ασφαλείας στην περιοχή).

Στελέχη σαν τον Ζέγγο έδρασαν σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, συνήθως με την κάλυψη και ενθάρρυνση του κόμματος. Ο Μιχάλης Ντούσιας, ΕΑΜικό στέλεχος στον Νομό Πρέβεζας, αναφέρει για παράδειγμα την περίπτωση του «Ροβεσπιέρου» (Ανδρέα Φιλίππου), στελέχους του KKE στο Ξηρόμερο Αιτωλοακαρνανίας, την πολιτεία του οποίου χαρακτηρίζει «αυθαίρετη τρομοκρατική δράση» εμφορούμενη από τη λογική ότι «όποιος δεν ήταν δικός μας, ήταν εχθρός μας». Πρόσφατες έρευνες έχουν τεκμηριώσει αντίστοιχες πρακτικές στη Μακεδονία και αλλού.

Επανάσταση, εκκαθαρίσεις και «πράσινα άλογα»

Θα μπορούσα να παραθέσω πολύ περισσότερες «αξιόπιστες» πηγές, αλλά αυτές αρκούν για να διαφανεί η ποιότητα της κριτικής περί πηγών. Σε γενικές γραμμές, οι πηγές τεκμηριώνουν μια λογική γενικών εκκαθαρίσεων που δεν μπορεί να φορτωθεί απλά στις πλάτες των Γερμανών. Άλλωστε, στη Γαλλία και την Ιταλία, οι Γερμανοί διέπραξαν αντίστοιχες θηριωδίες, εκεί όμως οι αντιστασιακές οργανώσεις δεν απάντησαν με μαζικές σφαγές αμάχων. Αντίθετα, ένα ερμηνευτικό στοιχείο (ανάμεσα σε άλλα) που δεν μπορεί να αγνοηθεί, είναι οι στόχοι του KKE, ενός κόμματος με λενινιστική παράδοση και σταλινική πρακτική. Όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο εκ των τότε ηγετών του Γιάννης Ιωαννίδης, αναφερόμενος στους «αντιδραστικούς» των πόλεων, «εμείς θα τους εξουδετερώναμε, γιατί κάναμε επανάσταση και η επανάσταση δεν ξέρει άλλα. Τα άλλα είναι πράσινα άλογα».

Νοσηρή νοοτροπία

Δεν υπάρχει, λοιπόν, καμία αμφιβολία για το μέγεθος και τη λογική της αριστερής βίας (χωρίς αυτό να σημαίνει, βέβαια, πως πήρε την ίδια έκταση και μορφή σε κάθε περιοχή. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει). Είναι θλιβερό (και ενδεικτικό μιας πραγματικά νοσηρής νοοτροπίας), πως εξήντα χρόνια μετά τα γεγονότα αυτά έχουμε φθάσει να αμφισβητούμε, να δικαιολογούμε ή ακόμα και να υπερασπιζόμαστε πράγματα και καταστάσεις που ακόμα και το KKE του 1945 χαρακτήριζε «εγκληματική διαστρέβλωση της κομματικής γραμμής» και δεχόταν πως «δεν μπορούμε με κανένα στοιχείο να δικαιολογήσουμε». Μια τέτοια στάση είναι ίσως κατανοητή για κάποιους βετεράνους του Εμφυλίου, αλλά αποτελεί σοβαρότατο ολίσθημα για επαγγελματίες ιστορικούς. H ανάδειξη (και ψύχραιμη συζήτηση) των γεγονότων αυτών είναι αναγκαία για την προαγωγή της ιστορικής έρευνας, αλλά και για έναν επιπλέον λόγο: η αποσιώπηση και απόκρυψή τους θα επέτρεπε την άδικη συγχώνευση εκείνων που εγκλημάτησαν (υπενθυμίζω: όρος του KKE της εποχής) στο όνομα της «επανάστασης» με την πλειονότητα των μελών του EAM και του ΕΛΑΣ που εμφορούνταν από πατριωτικά αισθήματα και των οποίων η στάση υπήρξε άμεμπτη.


Ο Στάθης Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale

Σάββατο 21 Απριλίου 2012

Όταν η μελέτη της Ιστορίας γίνεται... κουτσομπολιό

Γιώργος Μαργαρίτης

Εδώ και πολύ καιρό γίνεται στις στήλες του «Βιβλιοδρομίου» των «ΝΕΩΝ» ένας «Διάλογος για την Ιστορία» με σταθερό πρωταγωνιστή τον Στάθη Καλύβα. Αυτός ο διάλογος ολοένα και λιγότερο είναι διάλογος και ολοένα και λιγότερο αφορά την Ιστορία. Δηλαδή:

1. Προϋπόθεση του διαλόγου είναι μια στοιχειώδης εντιμότητα. H διαρκής προσφυγή του «πρωταγωνιστή» σε τεχνάσματα, σε «προσαρμογές» των χρονολογικών δεδομένων και των γεγονότων, σε στρεβλώσεις, σε αποκρύψεις και σε αλλοίωση δεδομένων δεν συνηγορεί στη δημιουργία συνθηκών διαλόγου.

2. Προϋπόθεση του διαλόγου για την Ιστορία είναι η στοιχειώδης γνώση της τελευταίας. Ο Καλύβας επιδεικνύει διαρκώς μια προκλητική και αποκαλυπτική άγνοια γεγονότων και καταστάσεων – συνειδητή ή ασυνείδητη μάς είναι αδιάφορο – η οποία αφαιρεί κάθε βάση για τη διεξαγωγή διαλόγου.

3. Προϋπόθεση του διαλόγου είναι να υπάρχουν κάποια ερωτήματα, την απάντηση στα οποία αναζητούμε. Ο Καλύβας πεισματικά εμμένει στη δική του εκδοχή ότι η βία στην κατοχική περίοδο εκπορεύεται από τον λενινιστικό – εγκληματικό χαρακτήρα του KKE, που γεννάει, υποθάλπτει ή φιλοξενεί χωρίς προβλήματα εγκληματίες. Ο ένοχος έχει βρεθεί, ερήμην των γεγονότων και της Ιστορίας, και όσοι δεν αποδέχονται το δικαστικό πόρισμα έχουν «νοσηρή νοοτροπία». Επιπλέον, στη βάση αυτών των εύκολων χαρακτηρισμών ο Καλύβας αυτοορίζεται δικαστής και οι συνομιλητές του τοποθετούνται στο εδώλιο του κατηγορουμένου.

4. Προϋπόθεση του διαλόγου είναι να γνωρίζει η μία πλευρά τις θέσεις της άλλης. Στην προκειμένη περίπτωση, έχουμε κάτι το τελείως άνισο. H θεωρούμενη από τον Καλύβα «ξεπερασμένη γενιά» ιστορικών έχει ως τώρα δημοσιεύσει και εκθέσει στην κρίση του κοινού και της επιστημονικής κοινότητας έργα έκτασης πολλών – πολλών χιλιάδων σελίδων, στις οποίες παρουσιάζονται οι απόψεις, οι γνώσεις και οι θέσεις της. Ο Καλύβας έχει δημοσιεύσει επί του αντικειμένου ένα άρθρο 44 σελίδων. Προφανώς, δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τις απόψεις του για ευρύτερα ζητήματα – για παράδειγμα, τι νομίζει ότι συμβαίνει στον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τι νομίζει ότι είναι ο ναζισμός.

Το γεγονός ότι με βάση αυτό το συγκεκριμένο έργο ο Καλύβας έχει αναδειχθεί σε σημαντικές θεσμικά θέσεις και στη χώρα μας και έχει καταστεί επίσημος κατήγορος της Ιστορίας και των ιστορικών θα πρέπει μάλλον να αναζητηθεί στον χώρο της πολιτικής παρά στον αντίστοιχο της επιστήμης.

1. Τερατώδης παραποίηση της Ιστορίας

Μία ομάδα νεοσυλλέκτων στην τεχνική πτέρυγα εκπαίδευσης του ελληνικού
εκπαιδευτικού κέντρου παίρνουν συμβουλές από βρετανική εκπαιδευτική
 ομάδα κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου.
(Φωτογραφία από Χαρακτηριστικά Keystone / Getty Images). 1947
Για να απαντήσει στο βασικό ερώτημα ποια πλευρά έφερε την τρομοκρατική βία στην Πελοπόννησο, ο Καλύβας διαστρεβλώνει, αποσιωπά και προσαρμόζει συλλήβδην όλα τα δεδομένα με στόχο να σκηνοθετήσει την ενοχή της Αριστεράς, της Αντίστασης. Χαρακτηριστικό είναι το συμπέρασμα του Καλύβα στο άρθρο για την «Κόκκινη Τρομοκρατία». Ξεκινά με την κατάσταση στις ζώνες των 60 χωριών της Αργολίδας που έχει ειδικά μελετήσει: «Η πρώτη συστηματική εκστρατεία δολοφονίας αμάχων στην Αργολίδα έλαβε χώρα («ξεκίνησε» στο αγγλικό κείμενο) τον Νοέμβριο του 1943: οργανώθηκε από το ΕΑΜ και όχι από τις δυνάμεις Κατοχής» (σ. 166 της βελτιωμένης δεύτερης ελληνικής έκδοσης του συλλογικού τόμου με επιμέλεια του Μαζάουερ, «Μετά τον πόλεμο»). Συνεχίζει παρακάτω με μια έντεχνη («πονηρή» είναι ο καλύτερος όρος) γενίκευση, η οποία στηρίζεται στην εκτίμηση ενός Βρετανού αξιωματικού συνδέσμου ότι αυτήν την εποχή «η εκστρατεία τρομοκρατίας που διεξήγαγε το EAM τον χειμώνα του 1943-1944 δεν περιορίστηκε στην Αργολίδα. Ένα παρόμοιο κύμα δολοφονιών σάρωσε ολόκληρη την Πελοπόννησο εκείνη την εποχή». Ακόμα παρακάτω (σ. 167) βρίσκουμε τις διαστάσεις των γεγονότων που οδηγούν στο αρχικό συμπέρασμα. «H χειμερινή δολοφονική εξόρμηση του EAM το 1943-44 είχε προκαλέσει είκοσι εννέα θύματα…». Το «χειμερινή», σύμφωνα με τα συμφραζόμενα, περιλαμβάνει μία περίοδο από τον Νοέμβριο του 1943 ώς τον Μάιο του 1944, την περίοδο δηλαδή που γίνονται οι πρώτες άκαρπες προσπάθειες από τη πλευρά των Γερμανών για εγκατάσταση Ταγμάτων Ασφαλείας στην περιοχή. Παρεμπιπτόντως, η καταμέτρηση των 29 θυμάτων στηρίζεται πράγματι πάνω σε σχετικά αναξιόπιστες πηγές: στην «τοπική ιστορία», στις προφορικές δηλαδή μαρτυρίες ανθρώπων που συλλέχθηκαν πενήντα χρόνια μετά τα γεγονότα, στις δικογραφίες του τοπικού εφετείου που δίκαζε τους αριστερούς μετά τη Βάρκιζα, ενώ η γενίκευση στηρίζεται στην «υποψία» ενός Άγγλου αξιωματικού. Αυτό έχει σχετική μόνο σημασία που αφορά τις μεθόδους εργασίας του Καλύβα μέσα στην αγωνία του να φτάσει «συνοπτικά» στο καταδικαστικό συμπέρασμα.

Το συμπέρασμα όμως αυτό καθεαυτό – έτσι όπως προέκυψε από τον εκβιασμό και την «τροποποίηση» των πηγών – αποτελεί μία τερατώδη, σχεδόν απίστευτη, παραποίηση της ιστορικής πραγματικότητας της περιόδου. Μία πρόχειρη ανθολόγηση των κυριότερων βιαιοτήτων που διέπραξαν τα στρατεύματα Κατοχής στον Μοριά στις παραμονές της περιόδου αυτής – πριν από τον χειμώνα 1943-44 – μας εξηγεί εύγλωττα το γιατί: Στις 24 Νοεμβρίου του 1943 είχαμε τη μαζική εκτέλεση 118 επιφανών πολιτών της Σπάρτης στο Μονοδένδρι, στις 3 Δεκεμβρίου είχαμε την εκτέλεση 50 πολιτών στην Πάτρα, στις 5 Δεκεμβρίου τον απαγχονισμό 50 κρατουμένων από το στρατόπεδο της Τρίπολης (που ήδη λειτουργούσε ως κέντρο ομηρείας και προμηθείας θυμάτων «προς παραδειγματισμόν») στον σιδηροδρομικό σταθμό Ανδρίτσας Άργους, στις 7 του ίδιου μήνα εκτελέστηκαν 40 «όμηροι» στις φυλακές του Γυθείου, ενώ από την επόμενη ημέρα, στις 8 Δεκεμβρίου, άρχισαν οι μεθοδικές εκτελέσεις στην περιοχή των Καλαβρύτων που κορυφώθηκαν με τη μαζική θανάτωση όλων των αρρένων κατοίκων της κωμόπολης, ανεβάζοντας το σύνολο των θυμάτων του τρομερού πενθημέρου σε περισσότερα από χίλια θύματα. Περιορίζομαι δε στα κυριότερα γεγονότα, καθώς, αν προσμετρήσουμε τα μικρότερα περιστατικά, ο Μοριάς – και η Αργολίδα – έμοιαζε με μεσαιωνικό, στην αγριότητά του, τοπίο.

Το συνδικαλιστικού τύπου παραπλανητικό «κόλπο» στο άρθρο του Καλύβα προσπαθεί απλά να δημιουργήσει εντυπώσεις στους αναγνώστες (τους οποίους ο Καλύβας προκλητικά υποτιμά θεωρώντας τους ολότελα αδαείς και ανόητους) και να υπηρετήσει το συμπέρασμα ότι η βία ξεκίνησε και προήλθε από μία εγκληματική παρόρμηση, που φαίνεται ότι διακατείχε το KKE της εποχής (ως κόμμα «με λενινιστική παράδοση και σταλινική πρακτική»). Σε συνδυασμό με τα παραπάνω, η «αθώα» φράση ότι «οι πηγές τεκμηριώνουν μία λογική γενικών εκκαθαρίσεων που δεν μπορεί απλά να φορτωθεί στις πλάτες των Γερμανών» κάθε άλλο παρά αθώα είναι. Με λίγο χρονολογικό αχταρμά και καλή σκηνοθεσία όλα γίνονται. Την πόρτα του φρενοκομείου δεν την άνοιξε ο ναζισμός, αλλά ο κομμουνισμός – έστω οι ημίτρελοι σφαγείς που το KKE της εποχής με ευχαρίστηση «φιλοξενούσε». Αυτά στον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο!

2. Ατυχή παραδείγματα που δημιουργούν εντυπώσεις

Στις χιλιάδες σελίδες που ως σήμερα έχουν καταθέσει οι ιστορικοί της περιόδου της Κατοχής και του Εμφυλίου – οι ίδιοι που ο Καλύβας θεωρεί «ξεπερασμένους» και δέσμιους των «μύθων» (στην ευγενέστερη εκδοχή) – πουθενά δεν υπάρχει ούτε «απόκρυψη» ούτε «δικαιολόγηση» της βίας της Αριστεράς στη διάρκεια της Κατοχής και του Εμφυλίου. Στις ίδιες σελίδες έχουν κατ’ επανάληψη αναφερθεί περιπτώσεις σαν και αυτές που τώρα ο Καλύβας ανακαλύπτει. Υπενθυμίζω ότι, σύμφωνα με προγενέστερες δηλώσεις του ίδιου, τέτοιου είδους στοιχεία, δημοσιευμένα μάλιστα σε παλαιά έργα του υπογράφοντος το παρόν σημείωμα, βρίσκονται στη βάση των δικών του ερευνών. Φυσικά, στα δημοσιεύματα αυτά ο σεβασμός προς τη χρονολογική ταξινόμηση των γεγονότων είναι σαφώς αξιοπρεπέστερος. Το κύμα των εκκαθαρίσεων ενάντια στους συνεργάτες των Γερμανών ναζί, που ξέσπασε όταν οι τελευταίοι αδυνατούσαν πλέον να τους προστατεύσουν, είναι απόλυτα γνωστό και επιδέχεται πολιτικές και ιστορικές ερμηνείες σαφώς πιο γόνιμες από τις «εγκληματολογικές» που προωθεί ο Καλύβας.

Άρα, οι έντονοι – εναντίον των ιστορικών – αφορισμοί στο παραπάνω κείμενο, που αποδίδονται μάλιστα στη «νοσηρή νοοτροπία» όλων πλην του Καλύβα και του κύκλου του, μάλλον αποβλέπουν ενσυνείδητα στη δημιουργία εντυπώσεων και στην παραπλάνηση των αναγνωστών.

Εκτός από μια στοιχειώδη εντιμότητα και την αποφυγή χρήσης τεχνασμάτων, η συζήτηση για την Ιστορία προϋποθέτει στοιχειώδη γνώση της Ιστορίας, του γενικού πλαισίου πάνω στο οποίο αναφερόμαστε. Στην προκειμένη περίπτωση, με τη μεγαλύτερη άνεση παρατίθενται οι πιο εντυπωσιακές ανακρίβειες. Στο δημοσίευμα του Καλύβα στο «Βιβλιοδρόμιο» των «ΝΕΩΝ», στις 8-9 Μαΐου, επιστρατεύεται το παράδειγμα της Γαλλίας και της Ιταλίας, όπου, παρ’ όλο που «οι Γερμανοί διέπραξαν αντίστοιχες θηριωδίες (…), εκεί οι αντιστασιακές οργανώσεις δεν απάντησαν με μαζικές σφαγές αμάχων». Το παράδειγμα είναι εξαιρετικά ατυχές. Οι εκεί γερμανικές θηριωδίες πολύ απείχαν από τα όσα συνέβησαν στην Ελλάδα, ενώ, και στις δύο περιπτώσεις, οι αιματηρές εκκαθαρίσεις της Αντίστασης ενάντια στους συνεργάτες των ναζί, συχνά κοινωνικές ομάδες ολόκληρες, και στους παλαιούς φασίστες, πήραν τρομερές διαστάσεις. H Απελευθέρωση στη Γαλλία πήρε τον χαρακτηρισμό «bain de sang» («λουτρό αίματος»), όπου μέσα σε ελάχιστο χρόνο χάθηκαν πενήντα έως εκατό χιλιάδες άτομα. Στην Ιταλία, η κατάρρευση της Ιταλικής Κοινωνικής Δημοκρατίας (του τελευταίου πολιτικού σχήματος του Μουσολίνι) στον ιταλικό Βορρά κάθε άλλο παρά αναίμακτη ήταν. Οι συνοπτικές εκτελέσεις – συχνά μαζικές – φασιστών ήταν περίπου 75.000 και οι χωρίς δίκη θανατώσεις συνεχίστηκαν ώς το τέλος του 1945 και ως την «αμνηστία» που έδωσε τον Οκτώβριο του 1946 ο Τολιάτι, γραμματέας του K.K. Ιταλίας και υπουργός Δικαιοσύνης στην τότε ιταλική κυβέρνηση.

Αυτά είναι γνωστά ακόμα και σε πρωτοετείς φοιτητές. Και όμως, ο αφόρητα αδαής Καλύβας τη Γαλλία και την Ιταλία βρήκε να φέρει ως επιχείρημα!

3. Ένα ολοστρόγγυλο μηδενικό

Το γεγονός ότι στην Ελλάδα οι «εκκαθαρίσεις» των συνεργατών των ναζί δεν πήραν την έκταση και τη μορφή που είχαν στη Γαλλία και την Ιταλία – το εκεί κράτος, ελάχιστα «λενινιστικό», όχι μόνο δικαίωσε τις έξω από διαδικασίες θανατώσεις, αλλά και δεν ασχολήθηκε με αυτές, καθώς ήταν απασχολημένο με την πιο επίσημη καταδίκη και την εκτέλεση των δωσίλογων που έπεσαν στα δικά του χέρια – οφείλεται μάλλον στην προσήλωση του KKE στη «νομιμότητα». Θα μπορούσε λοιπόν ο Καλύβας να μην είναι τόσο αχάριστος.

H επιλεκτική χρήση των πηγών συνίσταται στο να ανθολογούμε ό, τι μας αρέσει από όπου μας αρέσει. H Αντίσταση γενικά, το EAM, ο ΕΛΑΣ, η ΠΕΕΑ ειδικότερα, με επιμονή εξέθεταν τις απόψεις τους και τις πολιτικές προθέσεις τους. Σε καμία από αυτές δεν προβλεπόταν η εκκαθάριση των «αρχουσών τάξεων». Θα ήταν μάλλον υπερβολικό να ελπίζουμε ότι ο Καλύβας γνωρίζει την κοινωνική σύνθεση του Εθνικού Συμβουλίου, λόγου χάρη, του κυριότερου «συνταγματικά» πολιτικού σώματος της Αντίστασης. Υπήρχε τόσο συμπαγής εκπροσώπηση των τοπικών ελίτ σε αυτό, των τοπικών «προυχόντων», που θα ήταν μάλλον αυτοκαταστροφικό για το KKE να θέλει να τους «κόψει». Αυτά όμως είναι ψιλά γράμματα για τον Καλύβα. Αντί για τις αμέτρητες σελίδες επίσημων κειμένων, προτιμά το «κουτσομπολιό» πάνω σε αυτά που είπε ο Ζέγγος (ο καθαιρεθείς λόγω «υπερβάλλοντος ζήλου» γραμματέας του KKE στην Αργολιδοκορινθία εκείνη την εποχή) και σε αυτά που δήλωσε – πολύ κατόπιν εορτής και σε εποχές προβληματικές για τον ίδιον – ο Ιωαννίδης αναφερόμενος (άλλη πονηρή «παρανόηση» του Καλύβα) στο κράτος του Ιωάννη Ράλλη και τις δυνάμεις του – τα στελέχη αυτού του μηχανισμού ήθελε να εξοντώσει και όχι γενικά και αόριστα «αμάχους».

Εάν ένας οποιοδήποτε πρωτοετής φοιτητής της Ιστορίας περιφρονούσε με τέτοιο τρόπο την ιεράρχηση και την αξιολόγηση των πηγών, θα έπαιρνε σε κάθε Πανεπιστήμιο που σέβεται τον εαυτό του ένα ολοστρόγγυλο μηδενικό. Στο Γέιλ πώς βαθμολογείται το εν λόγω ατόπημα;

4. Ζήτημα πολιτικών επιλογών

Το πολιτικό διάβημα των απόψεων του αυτοονομαζόμενου «νέου ρεύματος», του οποίου εκφραστής έχει ανακηρυχθεί ο Καλύβας, είναι ορατό διά γυμνού οφθαλμού. Σε αυτά τα πλαίσια αποτελεί αντικείμενο πολιτικής πλέον διερεύνησης η έκταση που έχει πάρει το φαινόμενο στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, αλλά και οι θεσμικές θέσεις που τόσο εύκολα τού παραχωρούνται και στη χώρα μας. Να θυμίσουμε μόνο ότι είναι διευθυντής σειράς (Πολιτικής Επιστήμης) στις πολύ δημοκρατικές Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. Διακρίνεται μία σημαντική «επένδυση» στο φαινόμενο Καλύβας, τέτοια που ποτέ πριν δεν είχαμε δει, στο πρόσφατο τουλάχιστον παρελθόν. Αυτό είναι ζήτημα πολιτικών επιλογών πάνω στις οποίες ας μου επιτραπεί μόνο μία μικρή παρατήρηση. Θα υποστήριζα ότι όποιος πραγματικά πιστεύει ότι το μέλλον των ανθρωπιστικών επιστημών βρίσκεται στις μεταφυσικές, αντιεπιστημονικές απόψεις της αμερικανικής ακροδεξιάς, κινδυνεύει να βρεθεί πολύπλευρα εκτεθειμένος.

H κοινωνία μας, βλέπετε, δεν φαίνεται επαρκώς «ώριμη» και διατεθειμένη να καταδικάσει τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη ως «εγκληματία πολέμου» για τη στρατηγική τού «φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους» – αμάχους και μη. Για τον ίδιο λόγο είναι μάλλον απίθανο να δούμε τα Τάγματα Ασφαλείας και τη δράση τους στο «εικονοστάσιο» των εθνικών ηρώων και σε τιμητική θέση στα σχολικά βιβλία.

Ως εκ τούτου, ο «Διάλογος για την Ιστορία», όπως τον κανοναρχεί η παρουσία του Στάθη Καλύβα, έχει επιπλέον μάλλον περιορισμένο πολιτικό ενδιαφέρον.

ΤΑ ΝΕΑ , 05/06/2004  Σελ.: P10

Τρίτη 17 Απριλίου 2012

Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος τα Τάγματα Ασφαλείας και η «Χ»

Του Λεωνίδα Φ. Καλλιβρετάκη

Ο διορισμός στις 13 Φεβρουαρίου 1969 στη διοίκηση της ΑΤΕ του 76χρονου υποστράτηγου Ν. Κουρκουλάκου προκάλεσε αίσθηση, ιδιαίτερα μετά την «επιθετική» δημόσια προβολή, εκ μέρους του νεοδιορισμένου, της κατοχικής του δράσης ως διοικητή των Ταγμάτων Ασφαλείας Πατρών και σε συνδυασμό με την επίσης δημόσια διαβεβαίωση ότι ο διορισμός του υπήρξε προσωπική επιλογή του Γεωργίου Παπαδόπουλου.

Οι εντυπώσεις αυτού του διορισμού δεν είχαν ακόμη κοπάσει όταν δύο μήνες αργότερα, στις 25 Απριλίου 1969, δημοσιεύθηκε το Νομοθετικό Διάταγμα 179/69 «περί Εθνικής Αντιστάσεως», το όποιο, μεταξύ των άλλων, προχωρούσε σε μια (έμμεση έστω) αναγνώριση τής «αντιστασιακής» δράσης των ταγματασφαλιτών.

Την ίδια περίοδο βρέθηκε στην Αθήνα η Γαλλίδα ανταποκρίτρια Brigitte Friang, η οποία αποτύπωσε το κλίμα που είχε δημιουργηθεί υπό την επήρεια των πρόσφατων αυτών εξελίξεων, στο σχετικό άρθρο της που δημοσιεύθηκε στη Monde Diplomatique το Μάιο του 1969, γράφοντας ότι «κάποιες κακές γλώσσες» ανέφεραν ότι, κατά τη διάρκεια της κατοχής, ο Παπαδόπουλος υπηρέτησε υπό τον ταγματάρχη Κουρκουλάκο στα Τάγματα Ασφαλείας. Με βάση, δηλαδή, το ερμηνευτικό σχήμα που προτείνω, το δημοσίευμα αυτό είναι προϊόν των εντυπώσεων που προκάλεσαν τα δύο αμέσως προηγηθέντα γεγονότα και, όλα μαζί, σε διάστημα μόλις τριών μηνών, δημιούργησαν μια συμπαγή βάση πάνω στην οποία θεμελιώθηκε το επίμαχο ζήτημα.

Μετά από πέντε μήνες, στις 27 Οκτωβρίου 1969, κατετέθη στο Αμερικανικό Κογκρέσο το μνημόνιο του Νικόλαου Σταύρου (προϊόν επίσης επιτόπιας έρευνας και επαφών), στο όποιο περιλαμβανόταν η διαπίστωση του Ελληνοαμερικανού πολιτικού επιστήμονα ότι, μεταξύ των οπαδών της χούντας, περιλαμβάνονταν άτομα που «φέρουν το στίγμα της συνεργασίας με τους Γερμανούς».

Δύο χρόνια αργότερα, τον Οκτώβριο του 1971, ο Chris Μ. Woodhouse σχολίασε το γεγονός ότι «οι στρατοκράτες» της Χούντας, των οποίων η δράση κατά την περίοδο της ναζιστικής κατοχής «στην καλύτερη περίπτωση ήταν ασήμαντη», απέφευγαν συστηματικά να αναφερθούν στην αντίσταση. Αργότερα (το 1973), η τοποθέτηση του σκλήρυνε ακόμη περισσότερο, καθώς συνέδεσε ρητά το γεγονός ότι η επίσημη χουντική προπαγάνδα ελαχιστοποιούσε τις αναφορές στη Γερμανική κατοχή και τα δεινά της, με την ενδεχόμενη ανησυχία του δικτάτορα «μήπως κάποια ήμερα συμπληρωθούν τα κενά στην επίσημη βιογραφία του». Αυτές οι διαπιστώσεις δεν οδήγησαν πάντως τον ίδιο τον Woodhouse να υιοθετήσει τελικά την άποψη ότι ο Γ.Π. υπηρέτησε στα ΤΑ., γι' αυτό και δεν την συμπεριέλαβε στο μεταγενέστερο βιβλίο του, πού εκδόθηκε το 1985.

Αυτό το «ξαναγράψιμο της ιστορίας» ενόχλησε ακόμη και δεξιούς «εθνικόφρονες», όπως τον παλαίμαχο οπλαρχηγό του ΕΔΕΣ Αλέκο Παπαδόπουλο, που έφθασε στο σημείο, τον Αύγουστο του 1971, να υπαινιχθεί δημόσια ότι οι κρατούντες αποσιωπούν την αντίσταση επειδή «αισθάνονται αμηχανίαν».

Στις 16 Νοεμβρίου 1971, ο Jack Anderson, με το άρθρο του «Greek Junta and Taint of the Nazis», που δημοσιεύθηκε στην Washington Post (και άλλου) προσέθεσε στα προαναφερόμενα δύο νέους ισχυρισμούς: αφενός μια «εμπιστευτική» δήλωση του Αμερικανού πρεσβευτή Philips Talbot ότι «γνωρίζουμε ότι κάποιοι [από τους συνταγματάρχες] υπήρξαν συνεργάτες [τών Γερμανών]» -δήλωση την οποία όμως ο Talbot αμφισβήτησε ότι είχε κάνει- και αφετέρου μια μη διασταυρωμένη πληροφορία ότι ο σταθμάρχης της CIA στην Αθήνα James Potts διέθετε πολλές αναφορές για το ναζιστικό παρελθόν τής Χούντας (χωρίς λεπτομέρειες).

Δύο χρόνια αργότερα, την 1η Ιουλίου 1973, ο Βρετανός δημοσιογράφος Charles Foley δημοσίευσε ένα άρθρο στον Observer, σύμφωνα με το όποιο ένας σύντροφος του Γρίβα «επιβεβαίωσε τις πληροφορίες» ότι ο Παπαδόπουλος υπηρέτησε σε ένα Τάγμα Ασφαλείας. Αυτό θεωρήθηκε από τον δημοσιογράφο ότι σχετίζεται ευθέως με την εκμυστήρευση ενός (ανώνυμου) στρατιωτικού συμβούλου της Αμερικανικής πρεσβείας, ότι το παρελθόν του Γ.Π. αποτελεί ένα από τα ισχυρότερα χαρτιά της Washington έναντι του καθεστώτος, γιατί «υπάρχουν ντοκουμέντα στην Washington που δέν θα ήθελε να έρθουν στο φώς».

Το μεγαλύτερο μέρος του άρθρου του Observer αναδημοσιεύθηκε αυθημερόν στους New York Times. Από εκεί το πήρε ο αναλυτής Richard F. Grimmett και το συμπεριέλαβε στις 18 Φεβρουαρίου 1975 στο μνημόνιο του για τη συγκεκαλυμμένη δράση της CIA (που δημοσιεύθηκε τον επόμενο χρόνο με τίτλο Reported foreign and domestic covert activities of the United States Central Intelligence Agency 1950-1974), σημειώνοντας η CIA διατηρούσε τον έλεγχο του καθεστώτος, επειδή διέθετε τεκμηρίωση της «συνεργασίας του Παπαδόπουλου με τους Ναζί κατά την περίοδο του πολέμου».

Σε αυτά τα δεδομένα, που είδαν το φως της δημοσιότητας κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, προστέθηκαν ακόμη δύο μετά την μεταπολίτευση. Πρώτον, ο στρατηγός Σπαής, καταθέτοντας ως μάρτυς στη δίκη της εφημερίδας Χριστιανική, τον Νοέμβριο του 1974, υποστήριξε ότι τόσο ο Γ.Π., όσο και ο αδελφός του είχαν υπηρετήσει στο Τάγμα Ασφαλείας Πατρών. Δεύτερον, στο πλαίσιο ενός αφιερώματος των Νέων, δημοσιεύθηκε στις 22 Ιουλίου 1975 η δημοσιογραφική πληροφορία ότι ο (νεκρός ήδη) στρατηγός Περιβολιώτης είπε (δεν αναφέρεται σε ποιόν) ότι είχε διαβάσει μια αναφορά του Κουρκουλάκου, στην οποία ο τελευταίος «εξυμνούσε τον Γεώργιο Παπαδόπουλο για την απόδοση του στα Τάγματα Ασφαλείας, όπου υπηρετούσε στο Β' Γραφείο».

Κατά τη γνώμη μου, τα προαναφερόμενα δεν αποτελούν επαρκείς αποδείξεις ότι ο Γ.Π. είχε καταταγεί στα ΤΑ. (φυσικά, το ενδεχόμενο αυτό δεν αποκλείεται και το ζήτημα παραμένει ανοικτό). Αποτελούν όμως τα παραπάνω, σε συνδυασμό με όλα τα άλλα ζητήματα πού σχολιάσαμε αναλυτικά προηγουμένως, σοβαρές ενδείξεις ότι:

1. Ο Γ.Π. δεν είχε να εμφανίσει δημόσια κάποια (έστω στοιχειωδώς) αξιοπρεπή, δράση ή στάση κατά τη διάρκεια της κατοχής, ως μέλος κάποιας αντιστασιακής ή «αντιστασιακής» οργάνωσης, ακόμη και για τα κριτήρια των περισσοτέρων ακροδεξιών εν συνωμοσία συντρόφων του και αυτό το «κενό» στη βιογραφία του ήταν ένα ζήτημα πού του δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα (ουσιαστικά δεν κατάφερε να βρει έναν αποτελεσματικό τρόπο να το αντιμετωπίσει ως το θάνατο του).

2. Η όποια σχέση του Γ.Π. με την «Χ» παραμένει ασαφής και (αν υπήρξε) δέν στάθηκε δυνατόν να αξιοποιηθεί από τον Γ.Π. ως άλλοθι έναντι των Ταγμάτων, για τους λόγους που προαναφέραμε.

3. Είναι βέβαιο ότι ο ρόλος του ταξίαρχου Δημήτριου Πατίλη στη συνωμοσία που κατέληξε στην 21η Απριλίου, υπήρξε πολύ σημαντικότερος απ όσο (κυρίως λόγω του πρόωρου θανάτου του) έχει καταγραφεί στη συλλογική μνήμη και εντύπωση και έχει αντίστοιχα αναδειχθεί στην κατοπινή βιβλιογραφία. Φαίνεται ότι ο Πατίλης ήταν σε κάποια πρώιμη φάση ο επικεφαλής της συνωμοτικής ομάδας 1. Το γεγονός αυτό οδήγησε, ευθύς μετά το πραξικόπημα, στην υπουργοποίησή του (έγινε υπουργός Βορείου Ελλάδος), πράγμα έκ πρώτης όψεως παράδοξο, καθώς δεν προκύπτει κάποια εμφανής δράση του εκείνη τη βραδιά ή στις προπαρασκευαστικές ενέργειες του αμέσως προηγουμένου διαστήματος. Αυτή η παλαιότερη άλλα καίρια συμμετοχή του, σε συνδυασμό με τον κατοπινό αποφασιστικό ρόλο που διαδραμάτισε στη Θεσσαλονίκη για την αποτυχία του βασιλικού κινήματος της 13ης Δεκεμβρίου 1967, οδήγησε στην ανέλιξη του αμέσως μετά στο πόστο του «αντιπροέδρου». Η ισχυρή αυτή θέση του στο πλαίσιο του καθεστώτος (ως τον θάνατο του τον Ιούνιο του 1970, ήταν ο τρίτος του κουαρτέτου), σε συνδυασμό με την βεβαία δράση του στα Τ.Α., ερμηνεύουν ενδεχομένως εν μέρει την ευνοϊκή ρύθμιση που προβλεπόταν για τους ταγματασφαλίτες στο Ν.Δ. 179/69.

4. Υπήρχε προφανώς ένας ισχυρός δεσμός μεταξύ Γ.Π. και Κουρκουλάκου, δεσμός που δεν δικαιολογείται από τη δημόσια στρατιωτική καριέρα του Γ.Π., ούτε και προκύπτει στο πλαίσιο των συνωμοτικών του δραστηριοτήτων από την δεκαετία του 1950 κ.εξ. (όπως λ.χ., σε αντιδιαστολή, προκύπτει για τον αντιστράτηγο Καρδαμάκη, Αρχηγό του ΓΕΣ μεταξύ των ετών 1959-1962, ο όποιος είχε προστατεύσει και προωθήσει τους συνωμότες, γεγονός που ερμηνεύει ικανοποιητικά το διορισμό του στη διοίκηση της ΔΕΗ το 1967). Συνεπώς, αυτή η σχέση πρέπει να θεμελιώθηκε ή στην Αθήνα τα πρώτα χρόνια τής Κατοχής ή στην Αχαΐα, όταν ο Κουρκουλάκος βρισκόταν εκεί, δηλαδή το 1944 (ο Κουρκουλάκος ήταν Μανιάτης και δεν είχε προηγουμένως σχέση με την Πάτρα). Εάν ο δεσμός αυτός δεν είναι προϊόν μιας τυπικής ένταξης του Γ.Π. στα μάχιμα Τάγματα Ασφαλείας, αυτό που απομένει είναι μια «αντιηρωική» λαθραία επιβίωση στη σκιά του Κουρκουλάκου, σε διοικητικές θέσεις στη Στρατιωτική Διοίκηση Πατρών.

Η άποψη αυτή είναι η λιγότερο διαδεδομένη, άλλα έχει κάποιους οπαδούς, ιδίως μεταξύ εκείνων που διερεύνησαν διεξοδικότερα το ζήτημα. Στο σχετικό κεφάλαιο της αντιδικτατορικής έκδοσης που κυκλοφόρησε στη Λωζάνη το καλοκαίρι του 1970, με τίτλο Η αλήθεια για την Ελλάδα, ο Ρόδης Ρούφος, ο όποιος, όπως αναφέραμε ήδη, εκτιμά ότι ο Γ.Π. δεν συμμετείχε στα ΤΑ., παρατηρεί: «Το πιθανότερο είναι πως ο Παπαδόπουλος φυλαγόταν από τις κακοτοπιές. Δεν αγαπά να ριψοκινδυνεύει» ... «Το κενό που παρουσιάζουν τα χρόνια 1941-44 στην επίσημη βιογραφία του, λέει πολλά. Τι θα μπορούσαν να γράψουν οι απολογητές του; Ότι, όταν όλη η Ελλάδα αγωνιζόταν, ο νεαρός ανθυπολοχαγός Παπαδόπουλος είχε τρυπώσει σε κάποιο μικρό λογιστήριο του Ερυθρού Σταυρού; Γιατί αυτή είναι η μία, η πιο ευνοϊκή εκδοχή του βίου και της πολιτείας του κατά τη διάρκεια της κατοχής. Υπάρχουν και άλλες: ότι, λόγου χάρη, είχε διορισθεί επαρχιακός επιθεωρητής του Υπουργείου Επισιτισμού των δοσιλόγων, επιφορτισμένος να απομυζά από τους φτωχούς αγρότες ένα μέρος της ισχνής σοδειάς τους για τον εφοδιασμό, μεταξύ άλλων, και των στρατευμάτων κατοχής» 2.

Στην αρκετά συστηματική δημοσιογραφική έρευνα των Νέων που προαναφέραμε, σημειώνεται ενδεικτικά: «Άλλοι λένε ότι τον είδαν να φορά στολή των Ταγμάτων, άλλοι στολή γερμανική. Αλλα ζωντανός μάρτυρας που να μπορεί να πιστοποιήσει σήμερα (1975) ότι τον είδε, δέν υπάρχει. Μάλλον αυτό το ενδεχόμενο πρέπει να αποκλεισθεί, επειδή ο Παπαδόπουλος ήταν από φυσικού του συνωμότης και δειλός. Ποτέ δεν θα έκανε την απρονοησία να εκτεθεί φορώντας στολή. Επικρατέστερη φέρεται η εκδοχή Περιβολιώτη, ότι δηλαδή ο Παπαδόπουλος υπήρξε το δεξί χέρι του Κουρκουλάκου, δρώντας κατά τη συνήθειά του στο παρασκήνιο» 3.

Στη δική του έρευνα, που δημοσιεύθηκε επίσης το 1975, ο δημοσιογράφος Γιώργος Καράγιωργας αναφέρει χαρακτηριστικά: «Πολλά εγράφησαν για την συμπεριφορά του [Παπαδόπουλου] την περίοδο εκείνη [της Κατοχής]. Ένα είναι βέβαιον: Ότι δεν αισθάνθηκε το ρίγος που οδήγησε τους άλλους συναδέλφους του στα βουνά, στο αντάρτικο ή στη Μέση Ανατολή» 4.

Η τελική εκτίμηση του Φοίβου Γρηγοριάδη για τη δράση του Παπαδόπουλου επί κατοχής, που έχει κατά τη γνώμη μου ιδιαίτερη βαρύτητα, αποτυπώνεται σε ένα ύστερο (και λιγότερο διαδεδομένο από τα προηγούμενα του) δημοσίευμα του 1979: «Στην Πάτρα βρίσκονται πολλοί αξιωματικοί (με πολιτικά). Για τα τυπικά, εντάσσονται σε μια "Στρατιωτική Διοίκηση". Να παίρνουν τον κατοχικό μισθό τους. Η διοίκησις συγκροτεί ένα "Επισιτιστικό Γραφείο" για αποσπάσεις αξιωματικών σε επιτροπές επιτάξεων ή διανομών τροφίμων, σε εποπτείες φούρνων και τα όμοια. Σ’ αυτό το γραφείο υπηρετούν και οι δύο αδελφοί Παπαδόπουλοι. Διοικητής ονομάζεται ο προϊστάμενος όλων των αξιωματικών με τα πολιτικά. Εδώ είναι ο συνταγματάρχης Ν. Κουρκουλάκος. Ένας πρωτεργάτης των προδοτικών ταγμάτων ασφαλείας» ... «Τυπικά αυτός είναι διοικητής Β. Πελοποννήσου» ... «Μυστικοπαθής εκ γενετής, συνωμότης όσο και αδίστακτος ρεαλιστής,  νεαρός ανθυπολοχαγός με τα πολιτικά [δηλαδή ο Γ.Π.], δεν έχει αμφιβολίες για τον προδοτικό χαρακτήρα των ταγμάτων. Επιδιώκει να ωφεληθεί από αυτά, χωρίς όμως και να εκτεθή πολύ. Μένοντας -με πολιτικά- στην επισιτιστική υπηρεσία τους». Ο Γρηγοριάδης χαρακτηρίζει αυτή τη στάση του Παπαδόπουλου, ως «εντός, έκτος και επί τα αυτά» 5.

Αυτό ενδεχομένως απεδείχθη στη συνέχεια ένα πανάκριβο μυστικό, πού πέραν του Κουρκουλάκου, φαίνεται ότι το μοιραζόταν τουλάχιστον άλλος ένας μάρτυρας, ο διερμηνέας του Γερμανικού Φρουραρχείου Πατρών Νικήτας Σιώρης, ενδεχομένως δε και ο ίδιος ο Δημήτριος Πατίλης (που κατέφυγε στην Πάτρα από τη Ναύπακτο στις 19 Σεπτεμβρίου 1944). Κι έτσι, «στων καιρών τα γυρίσματα», όπως παρατηρεί και ο Γρηγοριάδης, «ο Κουρκουλάκος θα ζητήση -απαιτητικά ή και εκβιαστικά ίσως- την ανταπόδοσι της βοήθειας του αρχηγού της χούντας. Και θα γίνη» ... «διοικητής τής Αγροτικής Τραπέζης» 6.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Ο αντιστράτηγος Φροντιστής αναφέρει, ότι «στην αρχή της συνομωσίας αρχηγός ήταν ο στρατηγός Μπάλλας, τον όποιο διεδέχθη ο στρατηγός Πατίλης, άλλα και υπό τους δύο, ο Παπαδόπουλος ήταν ο ιθύνων νους»: «Ο Αμερικανός σχολιαστής Σάυρούς Σουλτσμπέργκερ αποκαλύπτει», εφ. Το Βήμα, 4 Αυγ 1974. Επίσης το όνομα του Πατίλη εμφανίζεται μαζί με εκείνο του Παπαδόπουλου στο ιδιόχειρο σημείωμα του αντιστράτηγου Πέτρου Νικολόπουλου, που πρώτος εντόπισε τον πυρήνα της συνωμοσίας, όταν ήταν Αρχηγός του ΓΕΣ μεταξύ των ετών 1956-1958- βλ το σχετικό άρθρο του Π. Μπακογιάννη, εφ Το Βήμα, 17 Ιουν 1977.
2.  Το σχετικό απόσπασμα του βιβλίου αναδημοσιεύτηκε στην αντιδικτατορική εφημερίδα Ελεύθερη Ελλάδα, 19 Νοεμ. 1970.
3. «Η ανατομία των μεγάλων τής Χούντας», έφ. Τα Νέα, 22 Ιουλ. 1975.
4. Γιώργος Καράγιωργας, Από τον IΔEA στη Χούντα ή Πώς φθάσαμε στην 21η Απριλίου, Αθήνα 1975, σ. 106.
5. Φ. Ν. Γρηγοριάδης, Οι Πρωθυπουργοί της Ελλάδας, ο π , τ. 3, σ 1060-1062
6. στο ίδιο. Να προσθέσουμε στο σημείο αυτό ότι στη βιογραφία του Γ.Π. που δημοσιεύεται στην εγκυκλοπαίδεια Υδρία, υιοθετούνται ταυτοχρόνως τα περισσότερα κατά καιρούς δημοσιεύματα για το θέμα αυτό, εμπλουτισμένα με πρόσθετα «στοιχεία» (;), όλα συνδυασμένα σε ένα αρκετά ευφάνταστο σενάριο «Στην κατοχή αρχικά τοποθετήθηκε στο λεγόμενο «Επισιτιστικό Γραφείο» της Πάτρας με επικεφαλής τον Κουρκουλάκο. Επρόκειτο για την επιτροπή συγκέντρωσης δεκάτης σε είδος που δημιούργησε η κυβέρνηση Τσολάκογλου. Από τότε συνεργάστηκε στενά με τον Ν. Κουρκουλάκο στην πολιτική του κίνηση και στη δημιουργία του ευζωνικού τάγματος (τσολιάδες) της Πάτρας. Ο Παπαδόπουλος συνεργάστηκε ειδικότερα με τους Γερμανούς στο ανακριτικό τους κέντρο. Σε αυτό το κέντρο θα τον συναντήσουν οι Άγγλοι και στις αρχές του 1944 θα τον φυγαδεύσουν στη Μ. Ανατολή. Ήταν δηλαδή διπλός πράκτορας. Το 1943 πήρε το βαθμό του υπολοχαγού. Στη διάρκεια της Κατοχής ήταν ο ηγέτης μιας αντικομμουνιστικής κίνησης στο νομό Αχαΐας, που απλώθηκε μυστικά στα χωριά και αποτέλεσε το κέντρο πληροφοριών των τσολιάδων»: Υδρία-Μεγάλη Γενική Εγκυκλοπαίδεια, Αθήνα 1987, τ. 42, σ. 460. Στο απρόσμενα μακροσκελές βιογραφικό σημείωμα πού υπάρχει για τον Γεώργιο Παπαδόπουλο στην εγκυκλοπαίδεια του διαδικτύου Wikipedia, αναπαράγεται σε μεγάλο βαθμό μεταφρασμένο το κείμενο της Υδρίας.


Το παραπάνω κείμενο είναι απόσπασμα από την μελέτη του Λ. Καλλιβρετάκη με τίτλο Γεώργιος Παπαδόπουλος, Τάγματα Ασφαλείας και “Χ”: Μια απόπειρα συγκέντρωσης και επανεκτίμησης του παλαιότερου και νεότερου τεκμηριωτικού υλικού, που μπορείτε να διαβάσετε εδώ http://helios-eie.ekt.gr/EIE/handle/10442/8762

Πέμπτη 12 Απριλίου 2012

Ο ναρκισσισμός των μικρών πραγμάτων. Περί σύγχυσης, ιστοριογραφίας και άλλων δαιμονίων 1

ΘΑΝΑΣΗΣ Δ. ΣΦΗΚΑΣ

Το εγχείρημα

Το εγχείρημα είναι γνωστό και έχει ήδη κλείσει μια δεκαετία ζωής, αν και η τελευταία πενταετία είναι εκείνη κατά την οποία έχει τύχει δυσανάλογα μεγάλης δημοσιότητας και επιστημονικής προσοχής. Σε μια διανοητική και επιστημολογική συγκυρία όπου υποστηρίζεται αφελώς ότι το μόνο καθήκον της κάθε εποχής έναντι της ιστορίας είναι να την ξαναγράψει, στην ιστοριογραφία για τη νεώτερη και σύγχρονη Ελλάδα το καθήκον επιτελείται κυρίως διά της αναπαλαίωσης και παλινόρθωσης παλαιότερων σχημάτων και ερμηνειών για την ιστορία της δεκαετίας 1940-1950. Φορείς του εγχειρήματος είναι το αυτοπροσδιοριζόμενο ως «νέο κύμα» στην ιστοριογραφία του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου, με επικεφαλής τους πολιτικούς επιστήμονες Στάθη Καλύβα (Πανεπιστήμιο Yale) και Νίκο Μαραντζίδη (Πανεπιστήμιο Μακεδονίας). Η προσπάθεια άρχισε με ανακοίνωση του Καλύβα σε συνέδριο για τον Ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο στο Λονδίνο το 1999 2, συνεχίστηκε με τη δημοσίευση μελέτης του με τίτλο «Κόκκινη τρομοκρατία: η βία της Αριστεράς στην Κατοχή», η οποία εμφανίσθηκε αρχικά στην αγγλική γλώσσα το 2000 3, και έλαβε τη μορφή διαγγέλματος με τη δημοσίευση του προγραμματικού δεκαλόγου του «νέου κύματος» στην εφημερίδα Τα Νέα τον Μάρτιο του 2004 4. Ακολούθησαν τρία εκτενή δείγματα γραφής με τη μορφή τριών βιβλίων, τα οποία, κατά τον Ηλία Νικολακόπουλο, συγκροτούν «την τριλογία της σύγχυσης» 5: το πρώτο αφορά τους «άλλους καπετάνιους» 6, κυρίως ένοπλους συνεργάτες των κατακτητών στην περίοδο της Κατοχής· το δεύτερο είναι η ετεροχρονισμένη εκδοχή του ημερολογίου του Δημήτρη Βλαντά για τα χρόνια 1947-1949 7 το τρίτο, στο οποίο εστιάζει το άρθρο αυτό, αφορά την ιστοριογραφία του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου και φέρει τον αμφίσημο, και εκ πρώτης όψεως αδικαιολόγητο, τίτλο «η εποχή της σύγχυσης» 8.

Η αντιπαράθεση με αυτό το «νέο» ή «μετα-αναθεωρητικό» –όπως επίσης αυτοαποκαλείται
στο εν λόγω βιβλίο– ρεύμα (σ. 40, 42-3, 45 και passim) με λίγες εξαιρέσεις επικεντρώθηκε στις άλλοτε ρητές και άλλοτε υπόρρητες πολιτικο-ιδεολογικές συντεταγμένες του εγχειρήματος. Σε αυτό συνέβαλε και το γεγονός ότι, με αξιοπρόσεκτη συχνότητα, οι θέσεις του «νέου κύματος» υποστηρίζονται από δημοσιεύματα του Στάθη Καλύβα και του Νίκου Μαραντζίδη στον κυριακάτικο τύπο, όπου οι δυνατότητες επηρεασμού των ανυποψίαστων ή αυτών που είναι ήδη έτοιμοι να δεχθούν τη νέα αλήθεια που κηρύσσει το «νέο κύμα» είναι πολύ μεγαλύτερες. Ένα τέτοιο δημοσίευμα που συμπυκνώνει το Παράδειγμα και τη φιλοσοφία του «νέου κύματος» είναι άρθρο του Στάθη Καλύβα στην Καθημερινή τον Μάρτιο του 2009, στο οποίο ο αυτοαναφορικός ναρκισσισμός οδηγεί στη διατύπωση της θέσης ότι στον ιστοριογραφικό στίβο της δεκαετίας του 1940 είναι μόλις τρία τα άλματα προς την επιστημονική αλήθεια: το πρώτο ήταν ο συλλογικός τόμος υπό την επιμέλεια του Γιάννη Ο. Ιατρίδη που δημοσιεύτηκε στα αγγλικά το 1981 και στα ελληνικά το 1984 9· το δεύτερο, μια δεκαετία αργότερα, ήταν το βιβλίο του Mark Mazower για την Ελλάδα της Κατοχής, 10 το οποίο κυκλοφόρησε, όπως επισημαίνει ο Καλύβας, την ίδια χρονιά με την Ορθοκωστά του Θανάση Βαλτινού, ενός μυθιστορήματος «για τον κατοχικό εμφύλιο στην Πελοπόννησο, που έθεσε με λογοτεχνικό τρόπο αντίστοιχα θέματα και του οποίου η επιρροή αποδείχθηκε εκ των υστέρων σημαντικότατη»· η εμφάνιση του «νέου κύματος» είναι «το τρίτο άλμα», το οποίο άρχισε στη διετία 1999-2000 και διαρκεί ως σήμερα – την Εποχή της σύγχυσης. Οι υπόλοιποι ερευνητές αναλώθηκαν, και εξακολουθούν να αναλώνονται, σε «στείρα ερωτήματα που είχαν πιο πολύ σχέση με τις μεταφυσικές ανησυχίες της Αριστεράς απ’ ό,τι με τις επιταγές της έρευνας» (τις οποίες καθορίζει πλέον το «νέο κύμα»), με αποτέλεσμα να «αναπαράγονται συστηματικά μύθοι και κλισέ που έχουν τελείως απαξιωθεί επιστημονικά»: 11 το πότε, από ποιους και με ποιον τρόπο απαξιώθηκαν δεν είναι σαφές, εκτός εάν και εδώ ο αυτοαναφορικός ναρκισσισμός του «νέου κύματος» αποτελεί την αυτονόητη απάντηση· και μάλλον την αποτελεί, εφόσον, κατά τον Καλύβα, έχει πλέον αναδειχθεί ο «κυρίαρχο[ς] ρόλο[ς] του Δικτύου και των συνεδρίων του στη διαμόρφωση της ερευνητικής ατζέντας». 12 Ωστόσο, η εμμονή σε μια αντιπαράθεση πολιτικού και ιδεολογικού περιεχομένου ή μια συζήτηση που επικεντρώνεται στα υφολογικά στοιχεία του «μετα-αναθεωρητικού» λόγου επισκιάζει τη βασική αδυναμία του εγχειρήματος, που είναι οι επισφαλείς θεωρητικές, μεθοδολογικές και δεοντολογικές του πρακτικές, οι οποίες υπονομεύουν σημαντικά την επιστημονική αξιοπιστία του.

Από τον «αναθεωρητισμό» στον «μετα-αναθεωρητισμό» και τις «νέες ιστορίες»

Οι πρακτικές αυτές αναδεικνύονται και στην Εποχή της σύγχυσης, που αποτελεί την πιο φιλόδοξη μέχρι στιγμής απόπειρα του «νέου», «μετα-αναθεωρητικού» ρεύματος. Κατά πρώτο λόγο, πρέπει να επισημανθεί η μηχανιστική και εν τέλει παραπλανητική χρήση του όρου «μετα-αναθεωρητισμός/μετα-αναθεωρητές», τόσο από αυτούς που τον ενστερνίζονται όσο και από κάποιους επικριτές τους. Ως προς τους δεύτερους, ο Νίκος Μαραντζίδης ορθά επισημαίνει (σ. 192-193) ότι οι επικριτές του εγχειρήματος συχνά ταυτίζουν τις μελέτες τοπικής ιστορίας με τον «‘αναθεωρητισμό’ (που προφανώς παραπέμπει σε αυτούς που αμφισβητούν τα εγκλήματα των ναζί) και με τον ‘μεταμοντερνισμό’», για να συμπληρώσει, εξίσου ορθά, ότι «εάν δεν πρόκειται για ακραία κακοπιστία, πρόκειται για βαθιά άγνοια και αδυναμία κατανόησης της συζήτησης». Είναι κυρίως το δεύτερο, και δεν θα ήταν δυνατό να ισχυρισθεί κάποιος εγγράμματος ότι το έργο που έχει παράξει μέχρι στιγμής το «νέο κύμα» εμφορείται από μεταμοντέρνες απόψεις. Ανάλογο όμως είναι το πρόβλημα που δημιουργείται με τη χρήση του όρου «μετα-αναθεωρητισμός/μετα-αναθεωρητές» από τους συντελεστές του εγχειρήματος, καθώς στην προσπάθειά τους να αποποιηθούν τον υπόρρητο συνειρμό με τους «άλλους αναθεωρητές» (κατά το «οι άλλοι καπετάνιοι»), εισάγουν τον όρο «μετα-αναθεωρητισμός/μετα-αναθεωρητές». Αυτός απαντά στην αμερικανική –ούτε καν στην αγγλική– ιστοριογραφία και δηλώνει κάτι πάρα πολύ συγκεκριμένο: τα ερμηνευτικά Παραδείγματα της αμερικανικής ιστοριογραφίας για τον λεγόμενο «Ψυχρό Πόλεμο», τα οποία ξεκινούν με τους «ορθόδοξους/παραδοσιακούς» (orthodox/traditionalists, οι οποίοι αποδίδουν τις μεταπολεμικές εξελίξεις στον σοβιετικό ιδεολογικό και γεωστρατηγικό επεκτατισμό), περνούν στους «αναθεωρητές» (revisionists, οι οποίοι αποδίδουν τα όμοια στον αμερικανικό οικονομικό επεκτατισμό), και καταλήγουν στους «μετα-αναθεωρητές» (post-revisionists), οι οποίοι περιλαμβάνουν όλη τη γκάμα από κρυπτο-ορθόδοξους έως κρυπτο-αναθεωρητές και όλες τις ενδιάμεσες αποχρώσεις. Αυτό σημαίνει ότι ο αυθεντικός, και δύσκολα αναπαράξιμος στην ελληνική ιστοριογραφία, «μετα-αναθεωρητισμός» περιλαμβάνει ένα μεγάλο εύρος προσεγγίσεων, Παραδειγμάτων και ερμηνειών, από τον κορπορατισμό του Michael Hogan και το μοντέλο εθνικής ασφάλειας του Melvyn Leffler ως την ιδεολογία του Michael Hunt, την πολιτισμική μεταφορά της Jessica Gienow-Hecht και το έμφυλο της Kristin Hoganson.13 Ο ελληνικός «μετα-αναθεωρητισμός» μάλλον υπολείπεται ακόμη, αφού προς το παρόν διαπιστώνει τρία μόνο κοινά στοιχεία των προσεγγίσεων που τον συναποτελούν: τη «στροφή στο μαζικό επίπεδο» και την «από τα κάτω οπτική»·14 τη διεπιστημονικότητα, με την άντληση υποθέσεων εργασίας και εργαλείων ελέγχου τους από την ιστορία, την πολιτική επιστήμη, την κοινωνιολογία και την κοινωνική ψυχολογία· και την απουσία σύνδεσης των προσεγγίσεων αυτών «με συγκεκριμένη ιδεολογία, παράταξη ή κόμμα» (σ. 40-43).

Ως προς την οπτική, η αντιμετώπιση μιας υποτιθέμενης «μονομέρειας» από μια άλλη απλώς διαιωνίζει την κατάτμηση της έρευνας και της ερμηνείας. Επιπλέον, στον ίδιο τόμο ο Ευάνθης Χατζηβασιλείου, αναφερόμενος παραδειγματικά στην «προκλητικά ανερεύνητη» περίπτωση του Άγγελου Έβερτ (σ. 271), και ο David Close, αναφερόμενος σε στρατιωτικούς (σ. 536), ζητούν τη μελέτη προσωπικοτήτων – και καλώς πράττουν· το αίτημά τους όμως βρίσκεται εκτός των προταγμάτων που θέτει το «νέο κύμα» (και όχι μόνον αυτό) στην Εποχή της σύγχυσης και αλλού, συνιστώντας ιστορία «από τα πάνω», με αντικείμενο όχι τις μάζες αλλά τις αρχηγεσίες.15 Αυτό είναι δείγμα της «μετα-αναθεωρητικής» πολυφωνίας ή, όπως συμβαίνει με κάποια εξαιρετικά κείμενα στον ίδιο τόμο –του Ιάκωβου Δ. Μιχαηλίδη και του Κωνσταντίνου Κατσάνου για τη γιουγκοσλαβική ιστοριογραφία, του Τάσου Χατζηαναστασίου για τη βουλγαρική, της Οντέτ Βαρών-Βασάρ για τη γενοκτονία των Ελλήνων Εβραίων, της Τασούλας Βερβενιώτη για τη γυναικεία γραφή περί Εμφυλίου, της Μαρίας Νικολοπούλου για τη λογοτεχνική αφήγηση του Εμφυλίου, και του Ευάνθη Χατζηβασιλείου για τις μη εαμικές αθηναϊκές αντιστασιακές οργανώσεις– μέσον άμβλυνσης του σκληρού πυρήνα των απόψεων του «νέου κύματος»;

Ως προς τη διεπιστημονικότητα, οπωσδήποτε «η αυτονομία δεν είναι το ίδιο πράγμα με την αποκλειστικότητα ή την αυτάρκεια»,16 αυτό όμως δεν αναιρεί την επιβεβλημένη προσέγγιση της ιστορίας ως αυτόνομης επιστήμης. Η άκριτη εμμονή στη διεπιστημονικότητα υποβιβάζει την ιστορία στο καθεστώς μιας χρήσιμης πηγής δεδομένων για την επιδίωξη των θεωρητικών αναζητήσεων των κοινωνικών επιστημών, παρεξηγώντας θεμελιωδώς «την ακεραιότητα και τη σημασία της ιστορίας ως μελέτης του ανθρώπου εν κοινωνία στο παρελθόν».17 Τέλος, το επιχείρημα περί της απουσίας σύνδεσης του «νέου κύματος» με «συγκεκριμένη ιδεολογία, παράταξη ή κόμμα» ανακαλεί την αποστροφή του Terry Eagleton ότι «η ιδεολογία, όπως και η κακοσμία του στόματος, είναι […] αυτό που έχει ο άλλος»:18 οι επικριτές του εγχειρήματος είναι «στρατευμέν[οι] ιδεολογικά ερευνητές, εθισμέν[οι] σε απλουστευτικούς αφορισμούς (βλ. ενδεικτικά, σ. 50, 44, 199-254 passim, 390).

Στην εισαγωγή τους («Το επίμονο παρελθόν»), ο Νίκος Μαραντζίδης και ο Γιώργος Αντωνίου κατηγοριοποιούν τις αντιδράσεις στο εγχείρημα ως εκείνες που αφορούν την επιστημονική μέθοδο· τις «συντεχνιακές», οι οποίες αφορούν το ποιος/ποια είναι ιστορικός και ποιος/ποια κάτι άλλο· και εκείνες που απορρέουν από «ιδεολογικά και πολιτικά κίνητρα» (σ. 43-44). Οι πρώτες έχουν συζητηθεί εκτενώς αλλού,19 εν πολλοίς ευσταθούν και δεν υπάρχει λόγος αναπαραγωγής τους εδώ. Οι δεύτερες στερούνται σοβαρότητας, καθώς αυτό που έχει σημασία δεν είναι αν είναι κανείς ιστορικός αλλά εάν αυτό που κάνει είναι ιστορία – πράγμα που σημαίνει συγκεκριμένη αντίληψη και μέθοδο. Η τρίτη δέσμη αντιδράσεων συνιστά ένα περισσότερο σύνθετο ζήτημα: κάποιες αντιδράσεις διατυπώθηκαν με ύφος (και αντίστοιχη ένδεια επιχειρημάτων) εισαγγελέα στη Μόσχα το 1937-38, όμως οι ελλείψεις, οι αδυναμίες και οι αστοχίες υλικού ως προς την πρώτη αιτίαση θα μπορούσαν, ενδεχομένως και μερικώς, να ερμηνεύσουν την τρίτη.

Αναφερόμενοι στις «βίαιες, άδικες και γεμάτες προκατάληψη» επιθέσεις που δέχθηκε το «νέο κύμα», οι επιμελητές του τόμου θεωρούν ότι η βιαιότητα των αντιδράσεων υπονομεύει την έρευνα, ενώ ταυτόχρονα αυτοπαρουσιάζονται ως θύματα και διωκόμενοι κάποιας πανεπιστημιακής ΟΠΛΑ, η οποία, σε αντίθεση με τη νέα γενιά ερευνητών, έχει μόνιμες θέσεις εργασίας και αναγκάζει τους νέους ερευνητές να πάρουν θέση σε «ανύπαρκτα στρατόπεδα» (σ. 44-45). Ενώ μια εμπειρική έρευνα επ’ αυτού παραμένει σε εκκρεμότητα, το γεγονός ότι κάποιο από τους επικριτές του «νέου κύματος» λειτουργούν κατ’ αυτόν τον τρόπο οφείλεται στην ανάγκη για εκκαθάριση του εντός των τειχών ιδεολογικού εχθρού.

Όσον αφορά την καταγγελλόμενη ύπαρξη στρατοπέδων, είναι απαραίτητη η επισήμανση ότι στο κείμενό του ο Στάθης Καλύβας κατατάσσει τους ασχολούμενους με τη δεκαετία του 1940 σε τρεις κατηγορίες. Η πρώτη, ανομολόγητη εδώ αλλά εκκωφαντικά παρούσα στις προηγούμενες σελίδες του κειμένου του, εκκινεί ασφαλώς από τον Γιώργο Μαργαρίτη, συνιστώντας μια δυσάρεστη αλλά χρήσιμη υπενθύμιση των κινδύνων εγκλωβισμού που διατρέχει ο αμύητος, αλλά τώρα πλέον περιλαμβάνει και την Ιωάννα Παπαθανασίου και τον Χρήστο Χατζηιωσήφ. Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει ονομαστικά αυτούς που δεν έχουν πρωτοτυπία αλλά είναι σοβαροί επαγγελματίες, και η τρίτη, επίσης ονομαστικά, περιλαμβάνει τους νέους και αποστασιοποιημένους (σ. 249-254)· θα είχε ενδιαφέρον μια ανάλογη κατηγοριοποίηση των συγγραφέων αυτού του τόμου από τον ίδιο τον Καλύβα.

Οι στόχοι του εγχειρήματος και η υλοποίησή τους

Ο Στάθης Καλύβας
Ο Νίκος Μαραντζίδης και ο Γιώργος Αντωνίου οριοθετούν τους στόχους του εγχειρήματος, αφού προηγουμένως προβούν σε μια αποτίμηση της έως τώρα πορείας και προσφοράς του. Το έργο των εν Ελλάδι «μετα-αναθεωρητών» αποτιμάται θετικά από τον εαυτό του, αφού η συμβολή του εντοπίζεται ακόμη και στο ότι «η δεκαετία του ’40 μπήκε ως μάθημα στα ακαδημαϊκά αμφιθέατρα» (σ. 45), ενώ παντού κυριαρχεί ο ναρκισσισμός του «νέου» (Παραδείγματος, προσέγγισης, εργαλείου, ερμηνείας, μεθόδου κλπ., σ. 39-40) και η αυτο-εξύμνηση του «Δικτύου για τη Μελέτη των Εμφυλίων Πολέμων», της «άτυπης επιστημονικής ομάδας» που συγκροτήθηκε περί τους πρωτεργάτες του εγχειρήματος το 2000 (σ. 43, 395-400). Αφού ούτως έχουν εκτεθεί τα διαπιστευτήρια, ως ένας στόχος ορίζεται η επαναφορά του διαλόγου από τον δημόσιο χώρο στον επιστημονικό (σ. 46-47), και τούτο παρά το γεγονός ότι η αρχική εμφάνιση του «νέου κύματος» και η συνεχής προβολή των θέσεών του από συγκεκριμένες εφημερίδες έδειξε ότι τον δημόσιο χώρο και τη δημόσια προβολή την επεδίωξαν οι ίδιοι. Ο άλλος στόχος, περισσότερο επιστημονικοφανής, είναι η «για πρώτη φορά […] συνθετική κριτική παρουσίαση της σχετικής βιβλιογραφίας» για τη δεκαετία 1940-1950 (σ. 46). Θεματολογικές ελλείψεις του τόμου ομολογούνται και δικαιολογούνται με μια αναφορά στην έλλειψη ειδικών μελετητών για κάποιες θεματολογίες, αλλά και με μια ενδιαφέρουσα μνεία σε «αναπάντεχα προβλήματα κάθε είδους» (σ. 46), τα οποία πιθανόν ανέκυψαν κατά την προετοιμασία του τόμου. Έτσι, στο πρώτο μέρος υπάρχουν η βρετανική, η αμερικανική, η γερμανική, η γιουγκοσλαβική και η βουλγαρική πλευρά, όχι όμως η σοβιετική· στο δεύτερο μέρος, η ελληνική οπτική δεν εξαντλείται στην τοπική ιστορία, τις μη εαμικές αντιστασιακές οργανώσεις της Αθήνας, ούτε βεβαίως στις «τρεις εγκυκλοπαίδειες»· στο τρίτο μέρος, οι Εβραίοι, οι γυναίκες και οι πολιτικοί πρόσφυγες όντως ανήκουν στην κατηγορία των ατομικών και συλλογικών υποκειμένων· το τέταρτο μέρος περιλαμβάνει σημαντικές θεματικές, όμως υπάρχουν περισσότερα «ειδικά θέματα» από αυτά τα δύο, ενώ το μόνο πράγμα που συνδέει τη λογοτεχνική αποτύπωση του Εμφυλίου με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις είναι το ότι συγκατοικούν σε αυτό το μέρος του τόμου.

Μολονότι κάποιες θεματικές ελλείψεις και κενά είναι εγγενή στα συλλογικά έργα, αυτό που δεν δικαιολογείται είναι οι βιβλιογραφικές ελλείψεις και απουσίες από τον συγκεκριμένο τόμο. Η επιστημονική μελέτη της περιόδου 1941-1944, και κατά συνέπεια οι βασικές πραγματολογικές, μεθοδολογικές και αναλυτικές προϋποθέσεις για τη μελέτη και της περιόδου 1945-1949, θεμελιώθηκαν με τις εργασίες του Χάγκεν Φλάισερ, του οποίου το Στέμμα και Σβάστικα παραμένει το κλασικό έργο αναφοράς, εντελώς ανέγγιχτο από το «νέο κύμα».20 Ωστόσο στην Εποχή της σύγχυσης ο Φλάισερ εμφανίζεται κυρίως ως επιμελητής ή συνεπιμελητής συλλογικών έργων, με αποτέλεσμα ο ανυποψίαστος να κινδυνεύει να θεωρήσει ότι η μελέτη της Κατοχής και της Αντίστασης ξεκίνησε με τον Mark Mazower το 1993. Ακολούθως, με εξαίρεση μια σύντομη, ελλιπή και αυστηρά περιγραφική αναφορά (σ. 504), από το κείμενο του David Close απουσιάζει η συμβολή του Φίλιππου Ηλιού, τόσο στη μορφή που είχε στην Αυγή το 1979-1980 όσο και στη μορφή που έλαβε με τη δημοσίευση του βιβλίου του το 2004.21 Έντονη είναι η αναντιστοιχία μεταξύ της βιβλιογραφίας που βρίσκεται στο τέλος του τόμου και των μελετών που εξετάζονται στα επιμέρους κεφάλαια: απουσιάζει παντελώς από το ευρετήριο και τη βιβλιογραφία ο Άγγελος Ελεφάντης, ενώ η πρόσφατη μελέτη της Ιωάννας Παπαθανασίου για το ΚΚΕ στην Αντίσταση απουσιάζει από τη βιβλιογραφία· ωστόσο, ο Ελεφάντης και ιδίως η Παπαθανασίου απασχολούν εκτενώς τον Στάθη Καλύβα στο κείμενο του.22 Ο Ole Smith υπάρχει μόνο για λίγες γραμμές (συνολικά επτά: τρεις στη σ. 513 και τέσσερις στη σ. 523), χωρίς καμμία ανάλυση του έργου του και με αναφορά σε ένα μόνον άρθρο του, και μάλιστα επαναληπτικά και ταυτολογικά.23 Η ένσταση ότι ο Smith δεν αναφέρεται σε στρατιωτικά ζητήματα γνωσιολογικά και αναλυτικά είναι προβληματική, ενώ στο ίδιο κείμενο του Close, το βιβλίο του Peter J. Stavrakis, που ούτε και αυτός έχει γράψει για τον «στρατιωτικό αγώνα», σχολιάζεται εκτενώς (σ. 514-517), έναντι των επτά γραμμών για το έργο του Smith. Τέλος, η αναφορά στα όντως σημαντικά και ενδιαφέροντα ημερολόγια του Sir John Colville, ιδιαίτερου γραμματέα του Τσώρτσιλ για ένα μεγάλο μέρος της περιόδου 1940-1955, θα έπρεπε οπωσδήποτε να συνοδεύεται από ακόμη εκτενέστερη αναφορά στα πολεμικά ημερολόγια του στρατάρχη Alanbrooke, Αρχηγού του Αυτοκρατορικού Γενικού Επιτελείου των Βρετανικών Ενόπλων Δυνάμεων από το 1941 έως το 1945· ενδεικτικό της πολύ ευρύτερης σημασίας τους είναι το γεγονός ότι τα ημερολόγια αυτά εκδόθηκαν στο σύνολό τους και χωρίς περικοπές μόλις με την πέμπτη απόπειρα, το 2001-2002.24

Αντιθέτως, οι συντελεστές της Εποχής της σύγχυσης αναφέρονται σε μεταπτυχιακές εργασίες και εν εξελίξει διδακτορικές διατριβές σε γερμανικά πανεπιστήμια (σ. 132-133)· από τη συζήτηση της αμερικανικής αναθεωρητικής ιστοριογραφίας λείπουν πρόσφατα και σημαντικά έργα, και κυρίως η δεύτερη έκδοση (2005) του βιβλίου που επιμελήθηκαν ο Melvyn Leffler και ο David Painter, η οποία περιέχει ειδικό κεφάλαιο για τον Ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο (σ. 75-78)·25 βιβλιογραφείται και παρουσιάζεται το βιβλίο του Ανδρέα Γερολυμάτου, το οποίο ξεκινά με το Γουδή το 1909, τελειώνει με τον Αλέξανδρο Γιωτόπουλο, και ενδιαμέσως ασχολείται εκτενέστερα με την περίοδο 1941-1944 και συντομότερα και με βάση δευτερογενείς πηγές με την περίοδο 1946-1949, και μάλιστα τη στιγμή που ο Γιάννης Ο. Ιατρίδης διαπιστώνει ότι πρόκειται για βιβλίο που απευθύνεται «σε μη ειδικούς που απλά θέλουν να έχουν μια αίσθηση για το πώς ήταν η ζωή στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1940» (σ. 100-101)· τέλος, υπάρχει εκτενής αναφορά, και λεπτομερής κριτική, των θέσεων του Christopher M. Woodhouse από τον Close (σ. 508-511).

Οι ελλείψεις και οι ανακολουθίες αυτές, οι οποίες δεν συνάδουν με την εκπεφρασμένη φιλοδοξία του ογκώδους (έκτασης 583 σελίδων) εγχειρήματος, συνυπάρχουν με τις γνωστές από τα προηγούμενα δείγματα μεθοδολογικές, αναλυτικές και δεοντολογικές επιλογές του «νέου κύματος». Η μεταγενέστερη, «θρυμματισμένη, κατακερματισμένη μνήμη» του γεγονότος, η οποία αντιστοιχεί σε διαφορετικές κοινωνικές ιεραρχίες, τοπικότητες και βαθμούς συμμετοχής στο γεγονός, ταυτίζεται με το ίδιο το γεγονός (σ. 13 κε.), και αυτό δικαιολογεί «μια περισσότερο κατακερματισμένη έρευνα» (σ. 39). Όμως κατακερματισμός της έρευνας δεν σημαίνει ότι η μεταπολεμική ευρωπαϊκή ταυτότητα και ενότητα είχαν ως «θεμέλιο λίθο» τη μνήμη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (σ. 14), αλλά μάλλον το αντίθετο – την υπέρβασή της, ιδίως όσον αφορούσε τις σχέσεις της Γαλλίας με τη Γερμανία (όπου η ηλικία της μνήμης ήταν κάπως μεγαλύτερη, από το 1870-1871)· ούτε επίσης σημαίνει ότι η ευρωπαϊκή ένωση και ολοκλήρωση επιτεύχθηκαν χάρη στις θυσίες ομάδων πίεσης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (σ. 15). Επειδή όμως είναι άχαρη η επιμονή σε τέτοιου είδους πραγματολογικές ανακρίβειες, ας μνημονευθεί μόνο μια ακόμη, ως ιδιαιτέρως προσφιλής σε ένα μέρος της διεθνούς σοβιετολογίας: ο ισχυρισμός του Καλύβα ότι η Γερμανία και η Σοβιετική Ένωση το 1940 ήταν «σύμμαχα κράτη!» (σ. 231).

Η συγκριτική μέθοδος, η οποία παρουσιάζεται ως αντίδοτο στον ελληνοκεντρισμό και τον επαρχιωτισμό, ανακαλεί τον χαρακτηρισμό της ιταλικής αντίστασης ως εμφυλίου πολέμου από τον Claudio Pavone, όπως επί δεκαετίες την χαρακτήριζαν και οι ιταλοί φασίστες, αλλά και το βιβλίο ενός ιταλού δημοσιογράφου για τον «Εμφύλιο Πόλεμο και τη βία του κομουνιστικού κόμματος»  Ιταλίας στην περίοδο της απελευθέρωσης (σ. 22-23, 195-196). Εν τούτοις, δεν είναι κατανοητός ο λόγος για τον οποίο θα πρέπει το ίδιο να γίνει και εδώ. H Ιστορία ορίζεται κυρίως ως μια επιστήμη του συγκεκριμένου. Ασχολείται με ένα συγκεκριμένο πρόβλημα και μια συγκεκριμένη ομάδα υποκειμένων σε μια συγκεκριμένη στιγμή σε έναν συγκεκριμένο χώρο. Το συγκεκριμένο και το ιστορικό συγκείμενό του δεν μπορούν να αγνοηθούν μόνο και μόνο επειδή τα δεδομένα πρέπει να τοποθετηθούν κάτω από τον μεγαλοπρεπή θόλο ενός εξηγητικού μοντέλου της κοινωνικής επιστήμης.26 Ο συγκρητισμός αυτός θυμίζει τον γλωσσικό μηχανισμό της μεταφοράς, ο οποίος χρησιμεύει για τη διαπίστωση ομοιοτήτων μεταξύ ανόμοιων – ή, στην καλύτερη περίπτωση, παρόμοιων αλλά όχι όμοιων πραγμάτων.27 Κατά συνέπεια, χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή έναντι της προτροπής να ληφθούν υπ’ όψιν «αντίστοιχες ερευνητικές εμπειρίες και συμπεράσματα σε διεθνές επίπεδο» ώστε «να εμβαθύνουμε στα πράγματα και να προχωρήσουμε σε αναγκαίες για την έρευνα γενικεύσεις» (σ. 196).

Αυτή η εξισωτική αντίληψη έναντι διαφορετικών, ετερόκλητων ή φαινομενικά παραπλήσιων αλλά ουσιωδώς διαφορετικών πραγμάτων διαπνέει ολόκληρο το βιβλίο. Υπάρχει μια σαφής αδυναμία διάκρισης μεταξύ επιστημονικής και μη επιστημονικής ιστοριογραφίας, καθώς οι απόψεις περί αριστερής πρόσληψης και εργαλειοποίησης της ιστορίας της δεκαετίας του 1940 μετά το 1974 τεκμηριώνεται με αναφορές στον Ευάγγελο Γιαννόπουλο, τα Νέα και την Αυριανή (σ. 36-37), και με επανάληψη της συγκαταβατικότητας έναντι των ρομαντικών νέων της μεταπολίτευσης που εξιδανίκευσαν τον Βελουχιώτη «‘σε μορφή προδρομικού (ή αναδρομικού) Τσε Γκεβάρα’» (σ. 31, 36-37).28 Στη δεκαετία του 1980 εντοπίζεται αλλαγή του επιστημονικού Παραδείγματος, κυριαρχία της αναθεωρητικής γενιάς επί των παραδοσιακών, χωρίς όμως να αναφέρονται «παραδοσιακοί» ακαδημαϊκοί ιστορικοί. Ωστόσο, εκείνη ήταν η δεκαετία κατά την οποία άρχισε η επιστημονική θεώρηση της περιόδου. Ο ισχυρισμός ότι τότε η Αριστερά επέβαλε το δικό της ερμηνευτικό σχήμα και περιοδολόγηση στα πανεπιστήμια και στα ΜΜΕ τεκμηριώνεται με αναφορά σε «ντοκιμαντέρ όπως αυτό που πρόσφατα επιμελήθηκε ο δημοσιογράφος Στέλιος Κούλογλου για λογαριασμό της ΝΕΤ » (σ. 39, σημ. 61). Δεν υπάρχει καμμία αναφορά σε ακαδημαϊκά δημοσιεύματα που να τεκμηριώνουν την άποψη περί προβολής στη δεκαετία του 1980 της θέσης περί «‘ενιαίας’» και «‘εθνικο-απελευθερωτικής’» αντίστασης χωρίς συγκρούσεις και διακυβεύματα (σ. 38), και αυτό τη στιγμή που τα δύο βασικά έργα αναφοράς για την ιστορία της Κατοχής και της Αντίστασης, το Στέμμα και Σβάστικα του Χάγκεν Φλάισερ και το βιβλίο του Προκόπη Παπαστράτη για τη βρετανική πολιτική –το οποίο πραγματεύεται και πολλά άλλα ζητήματα– δημοσιεύθηκαν ακριβώς στα μέσα της δεκαετίας εκείνης και απέχουν μακράν της προβολής τέτοιων θέσεων.29 Εν τούτοις, τα δύο αυτά έργα και οι συγγραφείς τους πάσχουν, κατά τους κριτές τους, από αναθεωρητισμό και συνυπάρχουν στην ίδια κατηγορία με τους Καπετάνιους του Dominique Eudes (σ. 35, σημ. 52).

Η μαγεία των τοπικών

Από τα δύο κείμενα που έχουν ειδικό βάρος ως προς την άρθρωση των συντεταγμένων του εγχειρήματος, το πρώτο είναι εκείνο του Νίκου Μαραντζίδη για την «τοπική διάσταση στη μελέτη της Κατοχής και του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου». Εδώ ο Μαραντζίδης αμφισβητεί και διευρύνει το περιεχόμενο του όρου τοπική ιστορία, η οποία πρέπει να περιλαμβάνει κάτι περισσότερο από τοπικού χαρακτήρα έργα που αφορούν ένα ή λίγα χωριά, και κάτι περισσότερο από την απλή «ιδιαιτερότητα, το μη κανονικό, την απόκλιση από τον κανόνα του εθνικού»· «τοπική ιστορία» εδώ σημαίνει «περιοχή έρευνας» όχι αναγκαστικά γεωγραφικά προσδιορισμένη, αλλά ερευνητικά και αναλυτικά, και ως εκ τούτου μπορεί ακόμη να περιλαμβάνει «ένα εργατικό σωματείο, μια γειτονιά, ένα άτυπο δίκτυο ανθρώπων» (σ. 194). Αυτού του είδους «η τοπική διάσταση της έρευνας σηματοδοτεί αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε το γενικό πλαίσιο, και κυρίως, επιτρέπει την αλλαγή της εστίασης από τις ελίτ στις μάζες» (σ. 194). Σε αυτή την περίπτωση, όμως, οι τοπικές ελίτ αποκλείονται από τέτοιου είδους έρευνες, πράγμα που μάλλον δεν συνάδει με τους όρους πολιτικής διαμεσολάβησης στο νεώτερο και σύγχρονο ελληνικό κράτος. Επιπλέον, ένας τέτοιος διασταλτικός ορισμός αντιβαίνει την ευρέως αποδεκτή αντίληψη για το περιεχόμενο της τοπικής ιστορίας ως «εις βάθος μελέτη μιας τοπικότητας, είτε ενός χωριού είτε μιας επαρχίας, σε μια προσπάθεια να γραφτεί ‘ολική ιστορία’, εντός ενός διαχειρήσιμου γεωγραφικού πλαισίου, και διά του τρόπου αυτού να διαφωτισθούν ευρύτερα προβλήματα αλλαγής στην ιστορία».30

Τα έργα στη φάση της «πρώτης ανάπτυξης» των μελετών της τοπικής ιστορίας παρουσιάζονται να έχουν ως «βασικό μειονέκτημα [... την] αδυναμία γενίκευσης των συμπερασμάτων τους, πράγμα, πάντως, που οι ίδιοι οι ερευνητές δεν έδειξαν να έχουν ως βασική τους έγνοια» (σ. 175, 178). Ωστόσο δεν είναι σαφής ο τρόπος με τον οποίο τα έργα του «νέου κύματος» επιτρέπουν τη γενίκευση, ενώ σαφώς δηλώνεται ότι η γενίκευση είναι βασική μέριμνά του. Κατά τον Μαραντζίδη, η έρευνα του Καλύβα «επικεντρώνεται στην περιοχή της Αργολίδας, αλλά επιχειρεί να προβεί σε συμπεράσματα που έχουν γενικότερη αξία» (σ. 181), χωρίς όμως να δηλώνεται πώς επιτυγχάνεται αυτό. Όταν αμφισβητείται η γενικευτική ικανότητα του μερικού, ομολογείται ότι οι γενικεύσεις δεν αφορούν τα συμπεράσματα: «αυτές όμως που είναι γενικεύσιμες είναι οι μεθοδολογικές προϋποθέσεις της επιστημονικής έρευνας για τον Εμφύλιο», μια εκ των οποίων είναι

να χρησιμοποιήσουμε από τη μια μεριά νέα θεωρητικά εργαλεία (η ανάδειξη της μελέτης της βίας είναι ένα τέτοιο, αλλά όχι το μόνο) και από την άλλη συστηματική και δημιουργική εμπειρική έρευνα, με αντικειμενικώς μετρήσιμα δεδομένα (σ. 182).

Όμως η θεωρητικοποίηση και εργαλειοποίηση της βίας παραγνωρίζει το γεγονός ότι η βία υπήρξε αναγκαίο οικοδομικό υλικό κάθε πολιτικής τάξης, και ότι, όπως και η ιδεολογία, μπορεί να περιορίζει ή να διευκολύνει τις επιδιώξεις των υποκειμένων αλλά δεν τις καθορίζει νομοτελειακά.31 Αμέσως μετά ο Μαραντζίδης σχολιάζει τη δική του μελέτη Γιασασίν Μιλλέτ, η οποία δημοσιεύθηκε «όχι, τυχαία, λίγο καιρό αργότερα» από τη μελέτη του Καλύβα, και διερευνά την πολιτική και εκλογική συμπεριφορά των τουρκόφωνων Ποντίων «μέσω της ανάλυσης του ρόλου του Εμφυλίου στη μνήμη αυτής της συλλογικής ομάδας». Στόχος της μελέτης της συγκεκριμένης εθνοτικής ομάδας ήταν «να καλύψει ένα πραγματολογικό κενό και να μετατρέψει τις γενικεύσεις σε ελέγξιμες υποθέσεις εργασίας», και εν τέλει, «όπως και στην περίπτωση του Καλύβα», «να συμβάλει σε μια ανασύνθεση της συνολικής εικόνας, του ‘γενικού σχήματος’»
(σ. 182-183, 184).

Αυτή η στροφή προς το τοπικό και το μαζικό συμβάλλει «σε μια νέα και πιο έγκυρη σύνθεση της εικόνας του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου» (σ. 185), και οι μελέτες τοπικής ιστορίας «φέρνουν έναν αέρα ανανέωσης», καθώς, διερωτάται ο συγγραφέας, «πότε άλλοτε παρήχθη τόσο πλούσια και έντονη συζήτηση για την περίοδο; Πότε άλλοτε τόσο πολλοί νέοι επιστήμονες έκαναν επίκεντρο  των ερευνών τους τη δεκαετία του ’40;» (σ. 194). Το πρόβλημα, όμως, δεν είναι η ποσότητα, το εύρος και η ένταση της συζήτησης, αλλά η ποιότητά της.

Η «σύγχυση» στο σημείο αυτό αφορά τη σχέση κέντρου και περιφέρειας, και τελικά από τους προμάχους της τοπικής ιστορίας ομολογείται ότι

η κεντρική πολιτική σκηνή αποτελεί σε τελική ανάλυση τον καθοριστικό παράγοντα για την κατανόηση των γεγονότων, το ‘νήμα’ που ενώνει τις ατομικές με τις συλλογικές πραγματικότητες και τους πολιτικούς θεσμούς/μηχανισμούς. Αυτό όμως δεν πρέπει να μας οδηγήσει να θεωρούμε λεπτομέρειες αυτά που καταγράφονται πέραν του κεντρικού πυρήνα της εξουσίας και των συγκρούσεων γύρω από αυτήν (σ. 195).

Ούτε όμως και αρκούν οι εξελίξεις σε μεμονωμένες γεωγραφικές ενότητες για την ανασκευή του συνολικού και του κεντρικού, εφόσον η επιχειρηματολογία βάσει επιλεκτικού παραδείγματος γνωσιολογικά δεν είναι πειστική και παραμένει ένα ρητορικό εργαλείο και όχι επιστημονική απόδειξη, και μάλιστα με φιλοδοξίες γενίκευσης. Επίσης, προσπερνώντας τη δυνητική αντίφαση «μαζικού» - «τοπικού», παραμένει αληθές ότι το εθνικό/κεντρικό και το τοπικό δεν αποτελούν τις ορθές, κατάλληλες ή αυταπόδεικτες και προφανείς κατηγορίες και επίπεδα ανάλυσης και αφαίρεσης, ούτε βεβαίως συνιστούν διαφορετικά φαινόμενα, αλλά διαλεκτικές και διαδραστικές όψεις της ίδιας πραγματικότητας.

Οι «τρεις εγκυκλοπαίδειες»

Ο Νίκος Μαρατζίδης
Το δεύτερο κομβικό κείμενο του εγχειρήματος είναι αυτό του Στάθη Καλύβα για τη «δεκαετία του ’40 μέσα από τρεις ιστορικές εγκυκλοπαίδειες» - ο συνειρμός με τους τρεις σωματοφύλακες είναι θεμιτός με αναφορά στο περιεχόμενο των τριών «εγκυκλοπαιδειών» και τις απόψεις του Καλύβα για αυτές. Οι «τρεις εγκυκλοπαίδειες» παρουσιάζονται σαν να φυλάσσουν τις Θερμοπύλες μιας αριστερόστροφης ιστοριογραφικής ορθοφροσύνης: και στις τρεις, «η ‘άποψη’ και η ‘προκατάληψη’ έχουν τον πρώτο λόγο έναντι των στοιχείων» (σ. 248)· και οι τρεις είναι περιττές, καθώς «το ερώτημα τελικά είναι γιατί χρειάζονταν τρεις εγκυκλοπαίδειες, εφόσον η συνεισφορά τους δεν περιλαμβάνει κάτι το νέο ή, έστω, διαφορετικό» (σ. 246)· και σε μερικές περιπτώσεις συνιστούν οπισθοδρόμηση (σ. 245-246) ως «εργαλειοποιημένη δημόσια ιστορία» που «αναδεικνύει τη ‘μεταπολιτευτική ιστοριογραφική σχολή’ στο μέγιστο της περιχαράκωσης και στατικότητάς της» (σ. 253-254). Απόδειξη εργαλειοποίησης είναι η άποψη που δημοσίευσε τρίτο πρόσωπο, δηλαδή κάποιος που δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των συντελεστών οποιασδήποτε από τις «τρεις εγκυκλοπαίδειες», στην Αυγή για την ιστορία «ως προωθητική δύναμη στην κατεύθυνση της πολυπόθητης υπόθεσης του σοσιαλισμού» (σ. 246, σημ. 190)· προς επίρρωση δε, η απόδειξη επαναλαμβάνεται και στη μεθεπόμενη σελίδα (σ. 248, σημ. 193). Άραγε θα συνιστούσε ανάλογη εργαλειοποίηση της ιστορίας το γεγονός ότι οι Άλλοι Καπετάνιοι του Νίκου Μαραντζίδη συμπεριλαμβάνονται στη «βιβλιοθήκη του αντικομμουνιστή»;

Η τάση ορισμένων εκ των συντελεστών του τόμου και του «νέου κύματος» να κατηγοριοποιούν ετερόκλητα πράγματα αναδεικνύεται στην ομογενοποίηση τριών έργων διαφορετικών σε στόχους, βάθος, εύρος και ποιότητα: της «Ιστορίας των Νέων» σε επιμέλεια του Βασίλη Παναγιωτόπουλου,32 της «Ιστορίας της Ελευθεροτυπίας» από τις εκδόσεις Δομή,33 και της «Ιστορίας του Βιβλιοράματος» υπό την επιμέλεια του Χρήστου Χατζηιωσήφ και του Προκόπη Παπαστράτη. 34 Ενώ τα δύο πρώτα έργα εκλαϊκεύουν και το τρίτο «‘εκπαιδεύει στην ιστορική σκέψη’» (σ. 203), ο Καλύβας τα χαρακτηρίζει συλλήβδην ιστορικές εγκυκλοπαίδειες – δηλαδή εργαλεία επιστημονικής εκλαΐκευσης που συνθέτουν δευτερογενές δημοσιευμένο υλικό, κάτι που ειδικά στην περίπτωση της Ιστορίας των Χατζηιωσήφ και Παπαστράτη σαφώς δεν ισχύει. Με αφορμή δε ορισμένες επικολυρικές εξάρσεις, επιταγές του marketing και πομφόλυγες που ακούστηκαν ή γράφτηκαν κατά την παρουσίαση κάποιων από αυτά τα τρία έργα, ο Καλύβας εξαρχής αμφισβητεί κατά πόσον η έκρηξη δημοσιευμάτων για τη δεκαετία του 1940 διευρύνει τους ορίζοντες και διευκολύνει την ουσιαστικότερη και πληρέστερη κατανόηση της περιόδου (σ. 199, 200).

Ο συνεκτικός ιστός των «τριών εγκυκλοπαιδειών», ο οποίος δικαιολογεί την κατηγοριοποίησή τους σύμφωνα με τον Καλύβα, αποτυπώνεται σε τέσσερα κοινά χαρακτηριστικά: την εκλαΐκευση, την (αυτο-)προβολή τους ως «‘τελευταία λέξη’ της επιστήμης», την αλληλοεπικάλυψη συντελεστών, άρα και τη σύγκλιση ερμηνειών –πράγμα που και πάλι δεν ισχύει, τουλάχιστον για την Ιστορία των Χατζηιωσήφ και Παπαστράτη– και τον χαρακτήρα «‘επίσημης ιστορίας’» που τους προσδίδει «τόσο η προβολή τους όσο και το περιεχόμενό τους» (σ. 202). Ο Καλύβας αμφισβητεί τη διεκδίκηση ευσήμων αντικειμενικότητας και μέμφεται τα τρία έργα διότι έχουν ως διακηρυγμένο στόχο να ξαναγράψουν την ιστορία (σ. 204-205) – πράγμα που βεβαίως αποτελεί διακηρυγμένο και αδιαλείπτως επαναλαμβανόμενο στόχο των «μετα-αναθεωρητών» στον εν λόγω τόμο και αλλού.

Πέραν της ροπής προς ακατάσχετη κατηγοριοποίηση έργων και ερευνητών, στο κείμενο του Καλύβα αναδεικνύεται και η σύγχυση που αφορά κάποια επιστημολογικά ζητήματα. Είναι, π.χ., επιεικώς αμφιλεγόμενη, και οπωσδήποτε μειοψηφικών τάσεων, η αντίληψη ότι οι έννοιες της αντικειμενικότητας και της ερμηνείας είναι αμοιβαία αντιφατικές ή ότι «οι σύγχρονες ιστοριογραφικές τάσεις» αμφισβητούν την έννοια της «αντικειμενικότητας» (σ. 206, 207)· για την ακρίβεια, επιχείρησαν να την αμφισβητήσουν αλλά απέτυχαν, όπως επιχειρηματολογεί με πολύ πειστικό τρόπο ο John Lewis Gaddis, γείτονας του Καλύβα στο Τμήμα Ιστορίας του Πανεπιστημίου του Yale.35 Στο ίδιο εδάφιο συγχέονται η ηθικολογία για το παρελθόν με τη διερεύνηση και διαπίστωση ηθικών και ιδεολογικών επιλογών που έκαναν οι άνθρωποι στο παρελθόν (σ. 207), ενώ λίγο αργότερα η ιδιότητα της «επίσημης ιστορίας» καθορίζεται με κριτήριο την εκτεταμένη προβολή των τριών έργων (σ. 211-212).

Ένα πρόσθετο συνεκτικό στοιχείο που ο Καλύβας διαπιστώνει και καταμαρτυρεί και στα τρία έργα είναι η ελλιπής τεκμηρίωση, η ιδεολογικοποίηση και η μονομέρεια (σ. 215). Για την ιδεολογικοποίηση ισχύει η ανωτέρω αποστροφή του Terry Eagleton· για τη μονομέρεια η απάντηση θα εκκρεμεί όσο αυτή δεν προσδιορίζεται – εκτός εάν αφορά αποκλειστικά τη θεωρητικοποίηση και εργαλειοποίηση της βίας· για δε την ελλιπή τεκμηρίωση, απλώς εδώ υπενθυμίζονται οι γενικευτικές φιλοδοξίες ενός εγχειρήματος που προς το παρόν δεν έχει επεκταθεί πέραν της Αργολίδας και των τουρκόφωνων Ποντίων. Για παράδειγμα, ο Καλύβας υπονοεί ότι η λευκή τρομοκρατία συνδέεται με την απόκρυψη μέρους του οπλισμού του ΕΛΑΣ μετά τη Βάρκιζα, χωρίς όμως αυτό να τεκμηριώνεται από πουθενά (σ. 232-233): σοβαρά πράγματα απλώς υπονοούνται χωρίς να δηλώνονται με σαφήνεια και με το απαραίτητο αποδεικτικό υλικό.

Εμμέσως από τον Καλύβα (σ. 227), και ευθέως από τον Close (σ. 522-523) διαπιστώνεται η υστεροβουλία του ΚΚΕ για την κατάληψη εξουσίας μετά την απελευθέρωση. Μολονότι το ζήτημα αυτό θα έπρεπε να είναι μάλλον «παλαιό» για τη «νέα ιστορία», στοιχεία τα οποία μάλλον δεν έχουν υπ’ όψιν τους οι δύο συγγραφείς φαίνονται να συνηγορούν υπέρ του αντιθέτου. Εάν αυτό ίσχυε, είναι μάλλον περίεργο το ότι δεν το γνώριζε ο Λεωνίδας Στρίγκος, επικεφαλής της μεγαλύτερης κομματικής οργάνωσης του ΚΚΕ, της Κομματικής Οργάνωσης Περιοχής Μακεδονίας (ΚΟΠΜ ). Στις 19 Οκτωβρίου 1944, λίγο αφότου σε εαμική εφημερίδα της Λέσβου και σε ομιλία στελέχους του ΕΑΜ στη Χίο αναφέρθηκε ως άμεσος σκοπός του ΚΚΕ η επιβολή της Λαϊκής Δημοκρατίας, η οποία θα έθετε τέλος στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, η ΚΟΠΜ επενέβη για να επισημάνει ότι

όλα αυτά είναι απόψεις που βγαίνουν έξω από τα πλαίσια της πολιτικής του ΕΑΜ. Μπορούν να δώσουν λαβή στους διασπαστές της ενότητας και να ζημιώσουν τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Οι απόψεις αυτές στενεύουν το πλάτεμα του αγώνα και δυσκολεύουν το αγκάλιασμα καινούργιων στρωμάτων.

Επίσης η ΚΟΠΜ εγκάλεσε την Περιφερειακή Επιτροπή Μυτιλήνης και Χίου του ΚΚΕ διότι έκαναν λόγο περί κατάληψης της εξουσίας από το ΕΑΜ.

Σας λέμε ότι η κατάληψη της εξουσίας γίνεται στο όνομα της Εθνικής Κυβέρνησης από τα διάφορα κρατικά και στρατιωτικά όργανα (ΕΛΑΣ, ΕΠ Αυτοδιοίκηση). Το ΕΑΜ είναι εθνικοαπελευθερωτική οργάνωση και όχι διοικητική αρχή που να κρατά την εξουσία. Επίσης δεν έχει το δικαίωμα να επεμβαίνει και να εκτελεί κρατικά καθήκοντα. Το ίδιο ισχύει και με το Κόμμα. Εμείς διοχετεύουμε μέσω των μελών μας τη γραμμή μέσα στον κρατικό μηχανισμό. Αυτό όμως είναι κάθε άλλο παρά παρεμβατισμός.

Ακολουθώντας μάλιστα εντολή του Πολιτικού Γραφείου της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, η ΚΟΠΜ έκανε υποδείξεις ότι «ο σημερινός αγώνας [...] είναι εθνικοαπελευθερωτικός», με στόχο αφενός την εκδίωξη του κατακτητή και των «εθνοπροδοτών» συνεργατών τους που αποβλέπουν στην εγκαθίδρυση δικτατορίας, και αφετέρου

[την] εξασφάλιση της τάξης και της ομαλής πολιτικής ζωής στη χώρα καθώς και [την] κατοχύρωση των δημοκρατικών ελευθεριών και των κατακτήσεων του Λαού στην τρίχρονη απελευθερωτική πάλη. [...] Επομένως, κάθε άλλο σύνθημα όπως το σύνθημα της άμεσης πραγματοποίησης της ‘Λαϊκής Δημοκρατίας’ δεν στέκεται, γιατί είναι ζήτημα μεταπολεμικό και μπορεί να δημιουργήσει ζητήματα σε βάρος της Εθνικής Ενότητας.36

Λίγες εβδομάδες αργότερα, στις 30 Νοεμβρίου 1944, το Γραφείο Περιοχής Μακεδονίας ενημέρωσε όλες τις Περιφερειακές Επιτροπές ότι για την αποφυγή εμφυλίου πολέμου, η ολομέλεια της Κομματικής Επιτροπής Μακεδονίας έθεσε ως καθήκον τη δημιουργία δημοκρατικού μετώπου στο οποίο δεν θα συμμετείχαν μόνον εαμίτες, αλλά και αντιμοναρχικοί που δεν ήταν ενταγμένοι στο ΕΑΜ.37

Εάν όμως αυτά τα στοιχεία δεν είναι ακόμη γνωστά, κάποια άλλα, τα οποία έχουν δημοσιευθεί προ πολλού, δεν επιτρέπουν τον χαρακτηρισμό «ακραία ερμηνεία» για τις υποψίες του ΕΑΜ σχετικά με τη συνεργασία του Ζέρβα με τους Γερμανούς (σ. 240-241). Αμφισβητείται, επίσης, η ανιδιοτέλεια της στράτευσης στο ΕΑΜ χωρίς να προτείνεται διαφορετική ερμηνεία. Γενικώς αναφέρονται ως πιθανά αίτια ο καιροσκοπισμός, ο καταναγκασμός, οι μετατοπίσεις και οι μεταστροφές, και υπονοούνται η ευκαιριακή και προσωρινή πολιτική κινητικότητα από κοινού με ιδεολογικά κίνητρα στράτευσης και χειραγώγηση των μαζών ακόμη και διά της βίας και του φόβου – και όλα αυτά με αφορμή μελέτη της Ιωάννας Παπαθανασίου που αμφισβητεί αυτή την ερμηνεία (σ. 228-229).38 Λίγο αργότερα, ο Καλύβας αμφισβητεί τις αντίπαλες ερμηνείες μέσω του γεωγραφικού κατακερματισμού της έρευνας, κάνοντας λόγο για πολυμορφία του αντιστασιακού φαινομένου και τοπικές διαφοροποιήσεις (σ. 231). Ακολουθεί η κριτική στην ερμηνεία της Παπαθανασίου για το κίνητρο της εμπλοκής του ΚΚΕ στα Δεκεμβριανά, χωρίς όμως να προτείνεται κάποια διαφορετική ερμηνεία (σ. 232),39 πέραν ίσως της γονιδιακώς εγγεγραμμένης υστεροβουλίας του ΚΚΕ.

Για το προσφιλές ζήτημα της βίας, την οποία ο Καλύβας θεωρεί «καίρια διάσταση, απαραίτητη για την κατανόηση των γεγονότων» (σ. 235), διαπιστώνει αποσιώπηση ή υποβάθμιση της βίας της αριστεράς όχι μόνο στην Κατοχή, αλλά και το 1945-46 και το 1946-49 (σ. 234). Έτσι, στο κατάστιχο της βίας καταχωρίζεται και η «βία» της αφοπλισμένης μετά τη Βάρκιζα αριστεράς, η οποία δεν ανέσυρε τα λιγοστά όπλα που είχαν απομείνει από την απόκρυψη του Φεβρουαρίου 1945 παρά μόνον ενάμισι περίπου χρόνο αργότερα, το καλοκαίρι του 1946· καταχωρίζονται επίσης οι εκτελέσεις αξιωματικών του στρατού και χωροφυλάκων από αντάρτες μετά το 1946 (σ. 243), χωρίς καμμία συγκεκριμενοποίηση, διαφοροποίηση ή έστω μια απόπειρα ένταξης σε ένα γενικό σχήμα που να ορίζεται ρητώς. Υπορρήτως, βεβαίως, διαγράφεται επαρκώς το περίγραμμα μιας «μετα-αναθεωρητικής» προσέγγισης, στην οποία κυριαρχεί η έγνοια να προβληθεί η αριστερή βία ως η βάση της αντίπαλης ερμηνείας στο κυρίαρχο, κατά το «νέο κύμα», Παράδειγμα.

Χαρακτηριστική των κινδύνων για τους αμύητους είναι η περίπτωση που ο Καλύβας εγκαλεί τον Γ. Μαργαρίτη για τον ρόλο των Βρετανών στη λευκή τρομοκρατία, ερήμην της βιβλιογραφίας για αυτά τα ζητήματα (σ. 219). Οι απόψεις του Μαργαρίτη περί λευκής τρομοκρατίας συνιστούν ερμηνευτική και μεθοδολογική οπισθοδρόμηση, αλλά το ίδιο ισχύει και για τις διορθώσεις που επιχειρεί ο Καλύβας με αναφορές στον Γ.Ο. Ιατρίδη, τον David Close, και κυρίως στον George M. Alexander. Χωρίς να είναι το μόνο, το σημείο αυτό –η σχέση των Βρετανών με τη λευκή τρομοκρατία– είναι χαρακτηριστικό των κινδύνων και των αδιεξόδων που αντιμετωπίζει ο αναγνώστης που δεν είναι εξοικειωμένος με το σύνολο του τεκμηριωτικού υλικού για την περίοδο, και ο οποίος καλείται εδώ να επιλέξει μεταξύ του Μαργαρίτη από τη μια πλευρά, και των Καλύβα και Alexander από την άλλη. Η βιβλιογραφική ενημέρωση είναι ζήτημα στο οποίο δεν διακρίνεται ιδιαιτέρως αυτός ο τόμος, όπως άλλωστε και κάποιοι επικριτές του «νέου κύματος», αλλά θα μπορούσε τουλάχιστον να προφυλάξει από αναφορές δίκην νέου και φοβερού στοιχείου ότι «οι Βρετανοί υπήρξαν οι βασικοί προμηθευτές στρατιωτικού υλικού» στον ΕΛΑΣ (σ. 226).40

Πολυφωνία ή σύγχυση

Το ερώτημα αυτό θα απασχολήσει εκ νέου τον αναγνώστη που θα φτάσει ως το τελευταίο κείμενο του τόμου, γραμμένο από τον David Close, σχετικά με τον «στρατιωτικό αγώνα». Εκτός από τις απλουστεύσεις και τις ημιτελείς ή αποσπασματικές ερμηνείες –«καθοδηγούμενο από τους κομμουνιστές ΕΑΜ» (σ. 501)· οι ακρότητες της αριστεράς στα Δεκεμβριανά προκάλεσαν αργότερα αντίποινα εκ μέρους των αντικομμουνιστών (σ. 501-502)· «ελάχιστα συμπαθείς κομμουνιστές ηγέτες» (σ. 505)– το κείμενο αυτό συμπυκνώνει τις αντιφάσεις και κάποιες πρακτικές του εγχειρήματος. Ο Close διαπιστώνει ότι ο αμερικανός ιστορικός Lawrence Wittner, «εμφανώς επηρεασμένος» από τις αμερικανικές επεμβάσεις στο Βιετνάμ και τη Λατινική Αμερική, «υπογραμμίζει τη διαφθορά του αντιδραστικού καθεστώτος που στήριζαν οι Αμερικανοί» στην Αθήνα (σ. 507). Η αντίληψη αυτή ήταν κοινή γνώση τόσο στο Λονδίνο όσο και στην Ουάσινγκτον ήδη από το 1945 και αποτέλεσε στοιχείο που οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί λάμβαναν πολύ σοβαρά υπόψη στους σχεδιασμούς τους για την Ελλάδα· ωστόσο, εδώ η διατύπωση εμφανίζει το σχήμα του Wittner ως πρωθύστερο και πάσχον από αυτό που οι Αμερικανοί αποκαλούν «presentism».

Εκεί όμως που η διάκριση μεταξύ σύγχυσης και πολυφωνίας καταρρέει είναι στο σημείο όπου ο Close διατείνεται:

Η αστυνομική καταστολή αποτέλεσε, στην πραγματικότητα, καθοριστικό παράγοντα για την πορεία προς τον Εμφύλιο Πόλεμο (σ. 510).

Ο Ζαχαριάδης στα 1945 επιχείρησε να ακολουθήσει τη στρατηγική της νομιμότητας, εμποδίστηκε όμως από τη λευκή τρομοκρατία, και […] στη συνέχεια προσπάθησε να ασκήσει (νόμιμη και παράνομη) δράση με κέντρο βάρους τα αστικά κέντρα, κρατώντας ανοιχτό τον δρόμο της συμφιλίωσης με την κυβέρνηση, σχέδια που όμως ματαιώθηκαν από τη συστηματική αστυνομική καταστολή (σ. 526).

Υπάρχει ανάγκη για μια καινούργια μελέτη του Εμφυλίου, που […] θα πρέπει να δείχνει τη συνέχεια που υπάρχει στις διάφορες φάσεις μεταξύ 1943 και 1950 (σ. 535).

Εάν τα δύο πρώτα παραθέματα υπονοούν ότι το 1945 υπήρξε τομή, τότε τι είδους συνέχειες θα μπορούσαν να ανιχνευθούν;

Τέλος, με αφορμή το κείμενο του Close και τις αναφορές του στον Μαργαρίτη, αξίζει να επισημανθεί μια διαφορά στάσης έναντι της κριτικής. Ο Καλύβας και ο Μαραντζίδης αγνοούν επιδεικτικά (και ορθά) την ευρύτατα διαδεδομένη τάση αντικατάστασης της βιβλιοκριτικής από τη βιβλιοπαρουσίαση, όπως και τον καθωσπρεπισμό και τις δημόσιες σχέσεις που υποδύονται τις υποσημειώσεις· εδώ, όμως, ο αναγνώστης τελεί εν συγχύσει όταν διαβάζει, από τη μια πλευρά, ότι το έργο του Μαργαρίτη θα χρησιμοποιείται ως «εγκυκλοπαιδικό έργο αναφοράς» (σ. 529), έτσι ώστε όλοι πλέον να μπορούμε να αποδίδουμε τον σχηματισμό της κυβέρνησης συνασπισμού Θεμιστοκλή Σοφούλη και Κωνσταντίνου Τσαλδάρη τον Σεπτέμβριο του 1947 και στη στρατιωτική κρίση των Ιωαννίνων·41 και από την άλλη, για το ίδιο έργο, ότι «ο όγκος του και η ένδεια της ανάλυσης δεν διευκολύνουν τον αναγνώστη να βρει απαντήσεις σε ουσιαστικά ερωτήματα» (σ. 533)· εάν είναι έτσι, τότε γιατί να χρησιμοποιηθεί ως έργο αναφοράς;

Επίλογος

Η κριτική ιστοριογραφία υπενθυμίζει σε εκείνους που έρχονται τα οφειλόμενα σε όσους προηγήθηκαν και άνοιξαν δρόμους για τους επόμενους, έστω και αν οι δρόμοι των επόμενων απέκλιναν από τα μονοπάτια των προηγούμενων.42 Προϊόν κάποιων τέτοιων επόμενων ήταν και η λεγόμενη «νέα ιστορία», η οποία εμφανίσθηκε στις δεκαετίες του 1950 και 1960 και είχε ως ένα βασικό χαρακτηριστικό της τη στροφή προς τη μελέτη των πολλών, δηλαδή των «μαζών» αντί των αριθμητικά μικροσκοπικών αλλά οικονομικά και πολιτικά ισχυρών αρχηγεσιών, των οποίων οι πράξεις και τα γραπτά αποτελούσαν έως τότε τη σχεδόν αποκλειστική ενασχόληση των ιστορικών.43 Η ιστορία-κοινωνική επιστήμη, η μικροϊστορία και η τοπική ιστορία έσωσαν τις «μάζες» και τους ανώνυμους από αυτό που ο E.P. Thompson αποκαλούσε «απέραντη συγκατάβαση
των μεταγενέστερων»,44 αλλά συχνά κατέληγαν να σμικρύνουν κάθε ανθρώπινο πρόσωπο σε μια στατιστική, έναν άκαμπτο τύπο κοινωνικού υποκειμένου ή σε φερέφωνο ενός συλλογικού λόγου. Ίσως έτσι πρέπει να διαβαστεί η διατύπωση ότι «η τάση της ‘αποκεντροθέτησης [...] μετακίνησε το ενδιαφέρον της έρευνας από τις ιστορικές πραγματικότητες στις κοινωνικές πραγματικότητες» (σ. 387), η οποία ξεπερνά τα όρια του αποδεκτού, έστω και για εργαλειακούς λόγους, κατακερματισμού.

Εάν αυτές είναι οι αναλυτικές και μεθοδολογικές συντεταγμένες του ελληνικού «μετα-αναθεωρητισμού», είναι χρήσιμη η υπενθύμιση ότι, πρώτον, από τον Max Weber και τον Antonio Gramsci οι ιστορικοί έμαθαν ότι η ιδεολογία, οι θεσμοί και ο πολιτισμός δεν είναι απλώς «το εποικοδόμημα»· και δεύτερον, σχετικά με τη συνύπαρξη ιστορίας και κοινωνικών επιστημών, ότι

ίσως είναι καιρός τα ποντίκια της ιστορίας να εγκαταλείψουν μάλλον παρά να πασχίζουν να σκαρφαλώσουν στο σκάφος των κοινωνικών επιστημών[,] το οποίο φαίνεται να μπάζει νερά και να υφίσταται εκτεταμένες επιδιορθώσεις. Η ιστορία πάντοτε υπήρξε κοινωνική, και σαγηνεύθηκε από τις σειρήνες των κοινωνικών επιστημών επειδή νόμισε –μάλλον κάπως εσφαλμένα, φαίνεται τώρα– ότι και αυτές ήταν επιστημονικές.45

Στην περίπτωση της Εποχής της σύγχυσης, η θριαμβική αυτοπροβολή της «νέας ιστορίας» δημιουργεί την ψευδαίσθηση μιας αξιολογικά ουδέτερης προσέγγισης και την πραγματικότητα ενός νέου δογματισμού και σχολαστικισμού που εδώ φαίνονται να βασίζονται στη μίξη και την κατηγοριοποίηση ετερόκλητων πραγμάτων, και στην επιλεκτικότητα και στις αντιφάσεις που ενδεχομένως θα ερμηνευθούν ως αποδείξεις πολυφωνίας. Όμως το «παλιό» και το «νέο» δεν μπορούν να νοηθούν ως αντικείμενα αυτοπροσδιορισμού, ενώ η προτροπή για τον εμπλουτισμό της έρευνας και η προβολή του νέου Παραδείγματος υλοποιούνται με τέτοιο τρόπο ώστε

η ‘κοινή’ ερμηνεία του πρόσφατου παρελθόντος [να] αποτελείται από πολλαπλά σπαράγματα διαφορετικών παρελθόντων, τα καθένα σημαδεμένο από τη δική του διακριτή και κατηγορηματική θυματοποίηση.46

Η προβολή της μιας ή της άλλης θυματοποίησης είναι και αυτή μια μορφή εργαλειοποίησης του παρελθόντος στην προσπάθεια διαμόρφωσης συλλογικής πολιτικής και κοινωνικής μνήμης μέσω της διαχείρισης της γνώσης και της ακαδημαϊκής εξουσίας· και στο παιχνίδι αυτό, ο δαίμων της ιστοριογραφίας, κατά τον Καλύβα, είναι ο ίδιος δαίμων που ευθύνεται για τα γεγονότα του Δεκεμβρίου – όχι του 1944 αλλά του 2008· είναι η

ιδεολογία της ‘γενιάς της μεταπολίτευσης’ που ανακάλυψε την ουτοπία της στη ρομαντική κατασκευή της δεκαετίας του ’40: τον ηρωισμό που αναζήτησε, την επανάσταση που φαντασιώθηκε, τη νιότη που έχασε, αλλά και το βολικό άλλοθι για το πεζό παρόν που διαχειρίστηκε (σ. 246).47

Για τις φαντασιώσεις και την πολιτική διαχείριση της γενιάς αυτής θα ήταν δύσκολο να διαφωνήσει κανείς μαζί του. Αλλά όσον αφορά την ιστοριογραφική γενιά της μεταπολίτευσης, δεν γράφουν όλες και όλοι για τα «φαντάσματα των εφηβικών [τους] χρόνων» ούτε νομίζουν όλες και όλοι ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες ο Secretary of State είναι ο «υπουργός Επικρατείας».


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

   1. Παραφράσεις των τίτλων μυθιστορημάτων της Arundhati Roy (Ο θεός των μικρών πραγμάτων) και του Gabriel Garcia Marquez (Περί έρωτος και άλλων δαιμονίων).
   2. Βλ. την ανέκδοτη ανακοίνωση του Στάθη Καλύβα, «Aspects of the Civil War during the Occupation: The Argolid, 1943-44», στο συνέδριο με θέμα «Domestic and International Aspects of the Greek Civil War», Centre for Hellenic Studies, King’s College, Λονδίνο, 18-20 Απριλίου 1999.
   3. Stathis Kalyvas, «Red Terror: Leftist Violence during the Occupation», Mark Mazower (επιμ.), After the War Was Over: Reconstructing the Family, Nation, and State in Greece, 1943-1960, Πρίνστον, 2000, σ. 142-183· ελληνική έκδοση: M. Mazower (επιμ.), Μετά τον Πόλεμο: Η ανασυγκρότηση της οικογένειας, του έθνους και του κράτους στην Ελλάδα, 1943-1960, 2η έκδ., Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2004, σ. 161-204.
   4.Στάθης Καλύβας και Νίκος Μαραντζίδης, «Νέες τάσεις στη μελέτη του εμφυλίου πολέμου», Τα Νέα/Βιβλιοδρόμιο, 20-21.3.2004. Βλ. επίσης, Μαρκ Μαζάουερ, «Κανένας από τους μύθους δεν αντέχει πλέον ...», Τα Νέα/Βιβλιοδρόμιο, 20-21.3.2004.
   5. Ηλίας Νικολακόπουλος, «Το ‘νέο κύμα’ και η τριλογία της σύγχυσης», Τα Νέα/Βιβλιοδρόμιο, 7-8.2.2009.
   6. Νίκος Μαραντζίδης (επιμ.), Οι άλλοι καπετάνιοι: αντικομμουνιστές ένοπλοι στα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου, Αθήνα, Εστία, 2006.
   7. Δημήτρης Βλαντάς, Ημερολόγιο 1947-1949, επιμέλεια Γιώργος Αντωνίου και Νίκος Μαραντζίδης, Αθήνα, Εστία, 2006. Για τις αντιδράσεις και τη συζήτηση που προκάλεσε αυτή η δημοσίευση, βλ. Ιωάννα Παπαθανασίου, «Χρήσεις και καταχρήσεις των πηγών ή η ιστορία ως εντύπωση», Τα Ιστορικά 25/47 (2007) 457-473· Ν. Μαραντζίδης και Γ. Αντωνίου, «Για τη (χαμένη;) τιμή της ιστοριογραφίας: το ‘χαμένο’ ημερολόγιο του Δημήτρη Βλαντά», Νέα Εστία 163/1811 (2008) 965-983· Ι. Παπαθανασίου, «Χρήσεις και καταχρήσεις των πηγών ή η ιστορία ως εντύπωση II: λίγα ακόμη λόγια για τη σκόνη των παραποιήσεων», Τα Ιστορικά 25/49 (2008) 472-480· Ν. Μαραντζίδης και Γ. Αντωνίου, «Ο δεύτερος θάνατος του Δημήτρη Βλαντά: η κομμουνιστική ηγεσία και οι μνήμες του Εμφυλίου σήμερα», Τα Ιστορικά 26/50 (2009) 226-230· I. Παπαθανασίου, «Xρήσεις και καταχρήσεις των πηγών ή η ιστορία ως εντύπωση ΙΙΙ : δέκα σημεία που δεν περιμένουν απάντηση», Τα Ιστορικά 26/50 (2009) 230-232.
   8. Γιώργος Αντωνίου και Ν. Μαραντζίδης (επιμ.), Η εποχή της σύγχυσης: η δεκαετία του ’40 και η ιστοριογραφία, Αθήνα, Εστία, 2008.
   9. John O. Iatrides (επιμ.), Greece in the 1940s: A Nation in Crisis, Hanover, University Press of New England, 1981· ελληνική μετάφραση, [Γ.Ο. Ιατρίδης, (επιμ.)], Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950: ένα έθνος σε κρίση, Αθήνα, Θεμέλιο, 1984.
   10. Mark Mazower, Inside Hitler’s Greece: The Experience of Occupation 1941-44, New Haven, Yale University Press, 1993· ελληνική μετάφραση, Mαρκ Μαζάουερ, Στην Ελλάδα του Χίτλερ: η εμπειρία της Κατοχής, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 1995.
   11. Στάθης Καλύβας, «Συστηματική αναπαραγωγή μύθων που έχουν απαξιωθεί επιστημονικά», Καθημερινή, 8.3.2009.
   12. Στάθης Καλύβας, «Μια δεκαετία ερευνητικής ανανέωσης. Η έρευνα και οι αντιδράσεις», Το Βήμα, 18.10.2009.
   13. Αναγκαστικά, οι παραπομπές στην εξαιρετικά ογκώδη σχετική βιβλιογραφία θα είναι ελάχιστες. Για τη σύντομη οδό, βλ. ενδεικτικά, Michael Hogan (επιμ.), America in the World: The Historiography of American Foreign Relations since 1941, Κέμπριτζ, Cambridge University Press, 1995· Μichael Hogan and Thomas Paterson (επιμ.), Explaining the History of American Foreign Relations, 2η έκδ., Κέμπριτζ, Cambridge University Press, 2004.
   14. Έμφαση στο πρωτότυπο.
   15. Για τη διαρκή σημασία της πολιτικής ιστορίας και της «‘ιστορία[ς] των πρωταγωνιστών’», ιδίως όταν ανανεώνονται με νέα ερωτήματα και τεκμηριωτικό υλικό, αν και στην ελληνική ιστοριογραφική κοινότητα εξακολουθούν να θεωρούνται «μομφή» ή «μόδα μιας εποχής που έφυγε ανεπιστρεπτί», βλ. Ιωάννα Παπαθανασίου, «Στρατευμένες ιστορίες και ιστοριογραφία: προϋποθέσεις στη συζήτηση για τη δεκαετία του 1940», Η Κυριακάτικη Αυγή/Ενθέματα, 9.5.2004· Margaret Macmillan, The Use and Abuse of History, Λονδίνο, Profile Books, 2009, σ. 37-39· Susan Pedersen, «What is Political History Now?», στο David Cannadine (επιμ.), What is History Now?, Λονδίνο, Palgrave Macmillan, 2002, σ. 36-56.
   16. Geoffrey R. Elton, The Practice of History, Λονδίνο, Flamingo, [1967] 1984, σ. 36.
   17. Lawrence Stone, The Past and the Present Revisited, Λονδίνο, Routledge and Kegan Paul, 1987, σ. 31.
   18. Terry Eagleton, Ideology: An Introduction, New Edition, Λονδίνο, Verso, 2007, σ. 2. Βλ. επίσης Bruce Cumings, «‘Revising Postrevisionism’, Or, The Poverty of Theory in Diplomatic History», Michael Hogan (επιμ.), America in the World: The Historiography of American Foreign Relations since 1941, ό.π., σ. 46-47.
   19. Βλ. ενδεικτικά: Χάγκεν Φλάισερ, βιβλιοκρισία του M. Mazower (επιμ.), Μετά τον Πόλεμο, ό.π., Επιστήμη και Κοινωνία 11 (2003) 270-281· του ιδίου, Οι πόλεμοι της μνήμης: Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος στη δημόσια ιστορία, 3η έκδ., Αθήνα, Νεφέλη, 2008, σ. 218-220· Ι. Παπαθανασίου, «Στρατευμένες ιστορίες και ιστοριογραφία: προϋποθέσεις στη συζήτηση για τη δεκαετία του 1940», ό.π.· Ηλίας Νικολακόπουλος, «‘Η κόκκινη βία’ και ο εξαγνισμός των δωσιλόγων: μια δήθεν ανθρωπολογική προσέγγιση», Τα Νέα/Βιβλιοδρόμιο, 22-23.5.2004· Χρήστος Χατζηιωσήφ, «Δεκέμβρης 1944: τέλος και αρχή», Χρήστος Χατζηιωσήφ και Προκόπης Παπαστράτης (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα: Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, 1940-1945, Κατοχή-Αντίσταση, Γ2, Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2007, σ. 371-372, 387-390· Θανάσης Δ. Σφήκας, Πόλεμος και ειρήνη στη στρατηγική του ΚΚΕ, 1945-1949, Αθήνα, Φιλίστωρ, 2001, σ. 74-75· του ιδίου, Το «χωλό άλογο»: οι 
διεθνείς συνθήκες της ελληνικής κρίσης, 1941-1949, Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2007, σ. 67-107.
   20. Χάγκεν Φλάισερ, Στέμμα και Σβάστικα: Η Ελλάδα της Κατοχής και της Αντίστασης, 1941-1944, Α΄-Β΄, Αθήνα, Παπαζήσης, 1988, 1995.
   21. Φίλιππος Ηλιού, Ο Ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος: η εμπλοκή του ΚΚΕ, Αθήνα, Θεμέλιο, 2004.
   22. Ιωάννα Παπαθανασίου, «Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας στην πρόκληση της ιστορίας, 1940-1945», Χ. Χατζηιωσήφ και Π. Παπαστράτης (επιμ.), ό.π., σ. 79-151.
   23. Στη σ. 513: «Μια διαυγής επισκόπηση της σταδιακής πορείας του ΚΚΕ προς τον πόλεμο την περίοδο 1945-1947 αποτελεί το έργο του Σμι[τ], […]»· και στη σ. 523: «Μια διαυγής εξέταση της πολιτικής του ΚΚΕ καθ’ όλη την περίοδο 1945-1949 περιέχεται στο έργο του Σμι[τ]». Στην πρώτη περίπτωση δεν υπάρχει αναφορά σε συγκεκριμένο έργο, ενώ στη δεύτερη πρόκειται για δημοσίευμα του 1995, ενώ θα είχε ενδιαφέρον η προσπάθεια ανίχνευσης τυχόν αναπροσανατολισμών στη σκέψη του Smith.
   24. Field Marshal Lord Alanbrooke, War Diaries, 1939-1945, επιμ. A. Danchev και D. Todman, Λονδίνο, Phoenix, 2002.
   25. Melvyn P. Leffler και David Painter (επιμ.), Origins of the Cold War: An International History, 2η έκδ., Λονδίνο, Routledge, 2005· Thanasis D. Sfikas, «The Greek Civil War», Melvyn P. Leffler και David Painter (επιμ.), ό.π., σ. 134-152.
   26. Lawrence Stone, ό.π., σ. 31.
   27. Βλ. R. Ivie, «Cold War Motives and Rhetorical Metaphor: A Framework of Criticism», Martin Medhurst et al. (επιμ.), Cold War Rhetoric: Strategy, Metaphor, and Ideology, νέα έκδοση, East
Mansing, Mich., Michigan State University Press, 1997, σ. 73.
   28. Βλ. Αντώνης Λιάκος, «Εισαγωγή: Αντάρτες και συμμορίτες στα ακαδημαϊκά αμφιθέατρα», Χάγκεν Φλάισερ (επιμ.), Η Ελλάδα ’36-’49: Από τη Δικτατορία στον Εμφύλιο. Τομές και συνέχειες, Αθήνα, Καστανιώτης, 2003, σ. 29.
   29. Χάγκεν Φλάισερ, Στέμμα και Σβάστικα, ό.π. (η δίτομη γερμανική έκδοση του έργου του Φλάισερ έγινε το 1986)· Prokopis Papastratis, British Policy towards Greece during the Second World War, Κέμπριτζ, Cambridge University Press, 1984.
   30. L. Stone, ό.π., σ. 28.
   31. Arno Mayer, The Furies: Violence and Terror in the French and Russian Revolutions, Πρίνστον, Princeton University Press, 2000, σ. 4, 9, 71, 75. Ακόμη και αυτό που σήμερα οι περισσότεροι άνθρωποι αντιλαμβάνονται ως δημοκρατία δεν ήταν η τελική απόληξη μιας φυσικής εξελικτικής διαδικασίας ούτε το αποτέλεσμα οικονομικής ευημερίας, ατομικισμού ή των δυνάμεων της αγοράς· μέσα από βίαιες συγκρούσεις και καταρρεύσεις πρότερων πολιτικών και κοινωνικών τάξεων, «η δημοκρατία [...] αναπτύχθηκε επειδή μάζες ανθρώπων οργανώθηκαν συλλογικά για να την απαιτήσουν»· βλ. Geoff Eley, Forging Democracy: The History of the Left in Europe, 1850-2000, Οξφόρδη, Oxford University Press, 2002, σ. 4.
  32Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 1770-2000, επιμ. Βασίλης Παναγιωτόπουλος, Αθήνα, Τα Νέα/Ελληνικά Γράμματα, 2003.
   33. Ιστορία των Ελλήνων, Αθήνα, Ελευθεροτυπία/Δομή, 2005.
   34. Χ. Χατζηιωσήφ και Π. Παπαστράτης (επιμ.), ό.π.
   35. John Lewis Gaddis, The Landscape of History: How Historians Map the Past, Οξφόρδη, Oxford University Press, 2002.
   36. Αρχείο ΚΚΕ (ΑΣΚΙ: Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Αθήνα), ΤΚ 408, Φ=23/1/93α και 94: ΚΟΠΜ προς Περιφερειακή Επιτροπή Μυτιλήνης και Χίου, 19 Οκτωβρίου 1944.
   37. Αρχείο ΚΚΕ (ΑΣΚΙ), ΤΚ 408, Φ=23/1/144: Γραφείο Περιοχής Μακεδονίας προς όλες τις Περιφερειακές Επιτροπές, 30 Νοεμβρίου 1944· τα στοιχεία αυτά από την εν εξελίξει εργασία του γράφοντος με τίτλο Η περιφέρεια του Κόμματος: Αλληλογραφία των Κομματικών Οργανώσεων της Περιφέρειας με το Πολιτικό Γραφείο της ΚΕ του ΚΚΕ, 1943-1947.
   38. Iωάννα Παπαθανασίου, «Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας στην πρόκληση της ιστορίας, 1940-1945», ό.π., σ. 99-100.
   39. Ό.π., σ. 135-139.
   40. Βλ. ενδεικτικά, Field Marshal Lord Alanbrooke, War Diaries, 1939-1945, ό.π., σ. 460 (12 Οκτωβρίου 1943)· σ. 522 (18 Φεβρουαρίου 1944)· σ. 524 (23 Φεβρουαρίου 1944)· σ. 569 (13 Ιουλίου 1944)· σ. 570 (17 Ιουλίου 1944).
   41. Γιώργος Μαργαρίτης, Ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου 1946-1949, τόμ. Α΄, Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2000, σ. 437-438.
   42. Michael Bentley, Modernising England’s Past: English Historiography in the Age of Modernism, 1870-1970, Κέμπριτζ, Cambridge University Press, 2005, σ. 232.
   43. L. Stone, ό.π., σ. 22.
   44. E.P. Thompson, The Making of the English Working Class, Λονδίνο, Penguin, [1963] 1980, σ. 12· Richard J. Evans, In Defence of History, 2η έκδ., Λονδίνο, Granta, 2001, σ. 189.
   45. L. Stone, ό.π., σ. 31-32. Η προτροπή αυτή του Lawrence Stone έγινε το 1987.
   46. Τony Judt, Reappraisals: Reflections on the Forgotten Twentieth Century, Λονδίνο, Vintage, 2009, σ. 4.
   47. Βλ. τα τρία κείμενα του Στάθη Καλύβα, «Η κουλτούρα της μεταπολίτευσης», Καθημερινή, 14.12.2008· «Γιατί η Αθήνα καίγεται», Το Βήμα, 14.12.2008· «Μια δεκαετία ερευνητικής ανανέωσης. Η έρευνα και οι αντιδράσεις», Το Βήμα, 18.10.2009· ιδίως το πρώτο.

Αναδημοσίευση από το περιοδικό Μνήμων, τεύχος 30 (2009), σελ. 315-336 http://www.mnimon.gr/index.php/mnimon/issue/view/6