Του Μιχάλη Τρεμόπουλου, από το βιβλίο του «Η ιπτάμενη ιστορία της Θεσσαλονίκης»,
Η αεροπορία αρνείται αρχικά να χύσει ελληνικό αίμα.
Μια σειρά γεγονότων όμως προσφέρουν την ευκαιρία ισχυρής εμπλοκής της, με αμερικάνικη καθοδήγηση.
Πολιτικό «κομάντο» επιτίθεται με βόμβες εναντίον αεροπόρων.
Στελέχη της Αριστεράς -αποκηρυγμένα επίσημα- που δικάζονται, μιλάνε για παράπλευρες απώλειες.
Για πρώτη φορά στον κόσμο χρησιμοποιούνται οι εμπρηστικές βόμβες “Ναπάλμ” πάνω σε ανθρώπους.
Από τη Μέση Ανατολή η ελληνική Αεροπορία γυρίζει με πλούσια δράση και 101 νεκρούς ιπτάμενους.
Ο εμφύλιος όμως είχε αρχίσει να προετοιμάζεται.
“Εις την Αεροπορίαν τελικώς είχεν επικρατήσει το πνεύμα της Μ. Ανατολής «περί δημοκρατικοποιήσεως των Ενόπλων Δυνάμεων»”, θα πει αργότερα ο Εμμ. Κελαϊδής, που είχε αναλάβει τον Ιούλιο του 1946 την Ανωτέρα Διοίκηση Αεροπορίας.[1] Επιπλέον, “εις το Επιτελείον, υπηρέτουν μερικοί αξιωματικοί, οι οποίοι, την εποχήν εκείνην, επαρουσιάζοντο συμπαθούντες το Ε.Α.Μ.” Έτσι -καταλήγει- “η Αεροπορία παρέλειψε να ενεργήση ριζικήν εκκαθάρισιν και ν’απαλλάξη τας Μονάδας από τα υπολλείμματα στοιχείων διαπνεομένων υπό αναρχικών ή αριστερών
τάσεων.”
Η ΑΕΡΟΠΟΡΙΑ ΑΡΝΕΙΤΑΙ ΝΑ ΣΥΜΜΕΤΑΣΧΕΙ ΣΤΟΝ ΕΜΦΥΛΙΟ
Στα “Δεκεμβριανά” η Αεροπορία εκδίδει διαταγή για ουδετερότητα και ζητά να κοινοποιηθεί στο Αρχηγείο του ΕΛΑΣ. “Δεν υπήρχε δυστυχώς Εθνική πνοή, ούτε σαφής κατεύθυνση, με αποτέλεσμα οι διοικούντες τότε να αποφασίσουν, άνευ προηγουμένης Κυβερνητικής εγκρίσεως, να κρατηθή η Αεροπορία ουδέτερα έναντι των στασιαστών”, θα πει πάλι ο Εμμ. Κελαϊδής.
Λόγω των άσχημων συνθηκών στο Σέδες, αποφασίζεται η εγκατάσταση όλων των αξιωματικών της 1ης Πτέρυγας και των Μοιρών 335 και 336, σε τρία μισθωμένα ξενοδοχεία της Θεσσαλονίκης, τα «Αστόρια», «Εξέλσιορ» και «Ηλύσια».
Στο Σέδες αποσπώνται και δύο Άγγλοι αξιωματικοί, με ένα “αφάνταστο ενδιαφέρον και ζήλο”[2] για την εξόντωση των κομμουνιστών. Όμως οι προσδοκίες τους δεν ευοδώνονται:
“Τα «Σπιτφάϊρς» πήγαιναν να χτυπήσουν στόχο σε θέση που ήταν ο εχθρός πριν 5 ή 10 και περισσότερες ώρες! Και το Γ’ Σώμα Στρατού έδινε κατηγορηματικές διαταγές: -Να χτυπήσουν το σημείο «Χ», βρούνε δεν βρούνε στόχο!” και “μόνον για να εμψυχώνουνε το Στρατό.”[3]
Βλέποντας, λοιπόν, τα Spitfires να μην τους χτυπάνε, αλλά να “ρίχνουν τα πυρά τους στις χαράδρες ή σε γυμνές κορυφές”, οι αντάρτες βγάζουν το συμπέρασμα ότι οι αεροπόροι είναι μαζί τους:
«Πρέπει να πω -θα πει ένας αντάρτης- ότι οι αεροπόροι ως επί το πλείστον, δεν χτυπούσαν τους αντάρτες. Δεν ξέρω ποιοι ήσαν αυτοί. Βαδίζαμε ανοιχτά και δεν μας χτυπούσαν (…). Δεν ήσαν απ’ αυτούς που χτυπούσαν μανιωδώς.
Το είδα αυτό, το αισθάνθηκα…Τώρα, τι άνθρωποι ήσαν αυτοί; “Μπράβο παιδιά Δημοκράτες…Είστε παιδιά του Λαού.” Έτσι λέγαμε και αυτή είναι η προσωπική μου διαπίστωση…»[4]
“Εκεί που ο Αχιλλέας Παπαϊωάννου είχε δίκιο στην κρίση του- δέχεται η άλλη πλευρά- είναι στο βαθμό πάθους και μανίας που χτυπούσαν ορισμένοι αεροπόροι” καθώς και “στο βαθμό κατανόησης του δίκαιου της αποστολής τους”.[5] Γι’ αυτό και “η προθυμία με την οποία πετούσαν οι χειριστές τα αεροπλάνα τους για τη συντριβή των ανταρτών, άρχισε σιγά-σιγά να μειώνεται για να φτάσει σε επικίνδυνο σημείο”.
Έτσι, το Σέδες και τα βοηθητικά αεροδρόμια γίνονται τα πιο νευραλγικά σημεία του “αντισυμμοριτικού αγώνος” και οι αποστολές της αεροπορίας πολλαπλασιάζονται. Τα καινούργια Spitfires IX αρχίζουν να έρχονται στο Σέδες απ’ τον Ιανουάριο του 1947 και αντικαθιστούν τα παλαιότερα Spitfires V.[6]
Εκείνες τις μέρες καταγγέλλεται απ’ τις εφημερίδες ότι έχει αρχίσει η προσχώρηση στελεχών της Ε.Β.Α. στις τάξεις του «Δημοκρατικού Στρατού»:
“Καταγγέλομεν εις τον Ελληνικόν Λαόν”, γράφει αμέσως ο Λ. Βρεττάκος, ότι “η πολεμική μας αεροπορία ευρίσκεται εις χείρας προδοτών και κομμουνιστών. Τρεις Αντισμήναρχοι ηυτομόλησαν ήδη προ ημερών προς τους συμμορίτας.”[7] Και ακολουθεί ένας πίνακας με 75 ονόματα “ανάξιων κομμουνιστών αξ/κών οι οποίοι μολύνουν τα έντιμα και δοξασμένα φτερά”.
Κι όντως κάποιοι, όπως οι αξιωματικοί, Γ. Γιωργακόπουλος, Λ. Ντρενάς, Μανιάς κ.α. είχαν φύγει στο βουνό. Η Αεροπορία τώρα έπρεπε να αποδείξει ότι δεν ταυτίζεται με τον εχθρό.
ΕΠΙΘΕΣΗ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟΥ ΤΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ
Η Ανωτέρα Διοίκηση Αεροπορίας αποφασίζει να μετακινήσει την 335 Μ.Δ. απ’ το Σέδες στη Λάρισα. Στις 4.4.1947 μετακινείται ένα κλιμάκιο της Μοίρας και μέχρι την επομένη προσγειώνονται 10 αεροπλάνα και αρχίζουν αμέσως δυναμικές επιχειρήσεις, σε συνεργασία με το Β’ Σ.Σ. Στις 6.4.1947 κιόλας προξενούν “πανωλεθρία” στους αντάρτες στο Λιοντάρι Δομοκού.[8]
Ξαφνιασμένοι από το χτύπημα, που σμπαράλιαζε τη θετική εικόνα τους για την Αεροπορία, μια ομάδα κομμουνιστών αποφασίζει εκδικητικό χτύπημα εναντίον προσωπικού της Αεροπορίας, που μεταφερόταν στις 30.4.1947, όπως κάθε πρωί, με λεωφορείο στο αεροδρόμιο Σέδες.
“Το λεωφορείον της Αεροπορίας εξεκίνησε την 7ην πρωϊνήν από το ξενοδοχείον «Αστόρια», αφού παρέλαβε τους διαμένοντες εις αυτό Αξιωματικούς της Αεροπορίας. (…) Την 07.10, ακριβώς, το λεωφορείον εστάθμευσεν εις την στάσιν Μισραχή ίνα παραλάβη τον υποσμηναγόν Ν. Γαλιλαίον, όστις διαμένει παρά το Νοσοκομείον «Χίρς». Δεν επέρασαν παρά ολίγα λεπτά, και ενώ οι εν τω λεωφορείω Αξιωματικοί συνεζήτουν αμέριμνοι, εις άγνωστος χαμογελών δια να μην κινήση υποψίας, φαίνεται, έρριψεν εκ των έμπροσθεν και με ορμήν εν δέμα εφημερίδος κατά του οδηγού. Το δέμα περιείχε πέτραν ήτις έθραυσεν τον εμπρόσθιον υαλοπίνακαν. Ευθύς αμέσως έρριψε χειροβομβίδα ήτις εξερράγη παρά τους πόδας του οδηγού σμηνίτου“[9] Ένας άλλος ρίχνει μια δεύτερη «ενισχυμένη» χειροβομβίδα, από το πίσω μέρος. Αποτέλεσμα 5 νεκροί και 8 τραυματίες.
Συμπτωματικά, η Αστυνομία πιάνει ένα σταματημένο ταξί, 800 μέτρα μακριά απ’ τη στάση Μισραχή. Συλλαμβάνει τον οδηγό Νίκο Τομπουλίδη και με σκληρές ανακρίσεις ξετυλίγει το μίτο. Γίνονται συλλήψεις και η υπόθεση εκδικάζεται στις 28.8.1947.
Την καθοδήγηση της οργάνωσης (Ο.Π.Λ.Α.) είχαν δύο στελέχη του ΚΚΕ ο Τάκης Παπαγεωργίου και ο Αλβανός Ακίνδυνος, που οργάνωσε και την “επιχείρηση”. Την πρώτη χειροβομβίδα είχε ρίξει ο Ιορδάνης Σαπουντζόγλου και τη δεύτερη ο Κοσμάς Εξιζίδης. Σκοτώθηκαν οι υποσμηναγοί Νικόλαος Δευτεραίος, Αλέξανδρος Γεωργόπουλος, Νικόλαος Γαλιλαίος, ο σμηνίτης Πελοπίδας Κρητικός και ο οδηγός του λεωφορείου.
“Μπήκαν και οι τρεις στο ταξί, δεν πήρε απ’ την ταραχή του σωφέρ εμπρός και αναγκάστηκαν να προχωρήσουν με τα πόδια. Τους είδε τότε ο Αλβανός Ακίνδυνος, που εγύριζε ολόγυρα σαν λύκος, τους καθησύχασε και τους έστειλε,
τους δύο μ’ ένα τραμ του Χίρς και τον άλλο με λεωφορείο σ’ άλλη διεύθυνση.”[10]
Ο ΣΚΟΠΟΣ ΑΓΙΑΖΕΙ ΤΑ ΜΕΣΑ;
Ο Τάκης Παπαγεωργίου εξιστορεί στη δίκη με όλες τις λεπτομέρειες την επίθεση κατά του λεωφορείου των αεροπόρων και καταλήγει:
“Αν σκοτώναμε ιπτάμενους αεροπόρους θα μπορούσα κάπως να δικαιολογήσω τον εαυτό μου. Αλλά δεν ήσαν ιπτάμενοι και δεν δικαιολογώ τον εαυτό μου γιατί οι νεκροί δεν ανασταίνονται με δικαιολογίες. Είμαι υπεύθυνος των εγκλημάτων που έγιναν απ’ τη στιγμή που ανέλαβα την οργάνωση.
Είχε και η δικιά μας παράταξη απώλειες. Για όλη την δράση δεν κατακρίνω τον εαυτό μου, γιατί εξακολουθώ να πιστεύω ότι η βία είναι φυσικό να γεννήσει βία.”[11]
Ο Αλβανός Ακίνδυνος είναι “ωμότερος στην απολογίαν του” αλλά “πραγματικός άνδρας”, υποστηρίζοντας ότι “έπρεπε ο λαός να υπερασπίση τον εαυτόν του με τον μαζικό του όγκο, έπρεπε να αυτοαμυνθή. Εδώ στην Θεσσαλονίκη δημιουργήθηκε η Πλατειά, η Μαζική Λαϊκή Αυτοάμυνα, που είχε δύο σκοπούς, ένας να διαφωτισθή ο κόσμος πώς να αμυνθή, από την άλλη να πέσουν με τα ξύλα, με τις πέτρες, να χτυπήσουν.(…) μέχρι που δημιουργήθηκαν οι Επιτροπές Ασφαλείας και τα Στρατοδικεία. Δεν μπορούσε με αυτά τα μέσα ν’ αντιμετωπισθή η κατάσταση γιατί έρχονταν με τα όπλα και δεν μπορούσαμε να τους αντιμετωπίσουμε.”
Ξέροντας ότι θα τουφεκιστεί, ο Ακίνδυνος αποδεικνύει πού μπορεί να οδηγήσει μια ιδεολογία, όταν δέχεται ότι “ο σκοπός αγιάζει τα μέσα”: “Απ’ εδώ εγώ παίρνω την εντολή να χτυπήσω την αεροπορία, με ότι τρόπο μπορώ, εν λευκώ, να φέρουμε χτύπημα για να ανακουφίσουμε τον πληθυσμό. Εμείς φυσικά τους ιπτάμενους θέλαμε, γιατί αυτοί είναι πού αδιάκριτα χτυπούν (…). Τώρα μέσα υπήρχαν και άλλοι που δεν ήσαν τέτοιοι. Αυτό δεν μπορούμε να το θεωρήσουμε έγκλημα αλλά σε μία επιχείρηση πρέπει να τραβήξεις μπροστά ανεξάρτητα αν θα έχης ωρισμένα τα οποία δεν τα έχεις προβλέψει. Δεν θεωρώ την πράξη αυτή και όλες τις άλλες εγκληματικές γιατί εκείνοι που πολεμούν δεν κάνουν εγκλήματα, πολεμούν για ένα σκοπό.”
Η όλη προχειρότητα και το γεγονός ότι η Επιτροπή Πόλης του ΚΚΕ καταδίκασε αμέσως την επίθεση δημιουργούν ερωτηματικά, που δεν έχουν ακόμη απαντηθεί: “Πολλοί -αν όχι οι περισσότεροι- από τους Αξιωματικούς που έμεναν στα ξενοδοχεία ήσαν «Δημοκρατικοί» -με την ορθή έννοια της λέξης, και τα ονόματά τους είχαν «φιλοξενηθεί» στις στήλες των εφημερίδων (…) Μερικοί ήσαν πραγματικά συμπαθούντες το Ε.Α.Μ., έστω και αν δεν το εκδήλωναν (…) Άλλοι, πάλι, είχαν βγάλει όνομα – ελάχιστοι ευτυχώς- και ήσαν δακτυλοδεικτούμενοι γιατί απέφευγαν τη μεγάλη «δίψα» για τις πτήσεις πολλών ευσυνείδητων συναδέλφων, και όταν ο «κόμπος έφτανε στο χτένι» και προγραμματίζονταν σε αποστολές, τότε, πετούσαν αναποτελεσματικά, δηλαδή ή «δεν εύρισκαν το στόχο», ή έρριχναν τις βόμβες από ύψη δυσθεώρητα – «στο γάμο του Καραγκιόζη» – ή πυροβολούσαν από αποστάσεις «εγγυημένης αποτυχίας» ή και το συνηθέστερο, επικαλούμενοι «μηχανική βλάβη», γύριζαν στη Βάση πριν φτάσουν στο στόχο.” [12]
Η ΠΡΕΜΙΕΡΑ ΤΩΝ «ΝΑΠΑΛΜ»
Όποια ερμηνεία και να δοθεί, σημασία έχει ότι η Αεροπορία αφήνει πια στην άκρη τις ευαισθησίες της. Θα ακολουθήσουν εκκαθαρίσεις -ακόμη και υπαξιωματικών και σμηνιτών του Σέδες- ενώ θα αποδεσμευτούν ψυχολογικά και όσοι πιστεύουν στην χωρίς έλεος “εξόντωση των συμμοριτών”. Είναι η εποχή που θα δοκιμαστούν, με αμερικάνικη καθοδήγηση και για πρώτη φορά στον -δυτικό τουλάχιστον- κόσμο, οι εμπρηστικές βόμβες “Ναπάλμ” πάνω σε ανθρώπινους στόχους. Η περιγραφή του διοικητή της 335 Μ.Δ. του Σέδες είναι εκπληκτική:
“Τα πειράματα, που γίνανε με τις εμπρηστικές δεν ικανοποίησαν κανένα απ’ το Υπουργείο Αεροπορίας και από την Ανωτέρα Διοίκηση Αεροπορίας. Οι σύμμαχοι όμως επιμένουνε να γίνει το πείραμα σε πραγματικό στόχο και από πολλά αεροπλάνα.
Την προσβολή αυτή ζητήσανε να την παρακολουθήσουν με δικό τους Ντακότα και οι Αμερικάνοι. (…) Μια ευέλικτη αλυσίδα από δώδεκα Σπιτφάϊρς, παίρνει κατεύθυνση για το στόχο. Ένας ένας βουτάμε και αφίνουμε τις εμπρηστικές παίρνοντας ένα μεγάλο ανοιχτό κύκλο για να παρακολουθήσουμε το αποτέλεσμα. Το θέαμα είναι ικανοποιητικό, μα (…) βγήκε το συμπέρασμα ότι αμέσως με την άφεση των εμπρηστικών χρειάζεται και πολυβολισμός. (…)
Ο Αμερικανός Υποπτέραρχος άκουγε με απόλυτο ικανοποίηση κάθε τι σχετικό με τη Ναπάλμ, ενώ όλοι οι δικοί μας, άλλοι δαγκώνανε τα χείλη τους, και οι λιγότερο εχθροί της ιδέας δεχτήκανε την υπεράσπιση της Ναπάλμ με χαμόγελο. (…)
Ύστερα απ’ την τόση επιμονή για τη χρησιμοποίηση των Ναπάλμ, και τις τόσες διαβεβαιώσεις για την επιτυχία τους, η ΑΔΑ βγάζει οδηγίες για τη χρησιμοποίησή τους στον αγώνα. (…)
Γρήγορα όλοι οι χειριστές ενθουσιάστηκαν απ’ τη χρησιμοποίησή τους, και επίμονα ζητάνε για κάθε ψύλλου πήδημα να ρίξουνε Ναπάλμ, γιατί εκτός απ’ τα καλά της αποτελέσματα, ικανοποιεί απόλυτα και το μάτι, σαν τρομερό θέαμα άγριας μεγαλοπρέπειας.”[13]
Άλλωστε, όπως θα αποδείξει 50 χρόνια μετά και το γιουγκοσλαβικό δράμα, “όμορφα χωριά, όμορφα καίγονται”.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Εμμανουήλ Κελαϊδή, Αναμνήσεις από την Αεροπορίαν, Αθήναι 1972, σελ. 133.
[2] Η. Δ. Καρταλαμάκη, Η Αεροπορία στον “Εμφύλιο”, ό.π., σελ. 237.
[3] Ηλία. Καρταλαμάκη,Εφόρμησις Αετών, Αθήναι 1951, ό.π., σελ. 20.
[4] Μαρτυρία (1996) τουΔιοικητή της 103ης Ταξιαρχίας του «Δ.Σ.Ε.» Αχιλλέα Παπαϊωάννου.
[5] Η. Δ.Καρταλαμάκη, Η Αεροπορία στον “Εμφύλιο”, ό.π., σελ. 241.
[6] Ηλία.Καρταλαμάκη, Εφόρμησις Αετών, Αθήναι 1951, ό.π., σελ. 33.
[7] Εφημ.”Εθνικός Αγών”, 12.1.1947.
[8] Η. Δ. Καρταλαμάκη, ΗΑεροπορία στον “Εμφύλιο”, ό.π., σελ. 361.
[9] Εφημ. “ΝέαΑλήθεια”, 30.4.1947.
[10] Γεωργίου Μόδη, Τέσσαρεςδίκες στη Θεσσαλονίκη, Αθήναι 1959, σελ. 34.
[11] Γ. Μόδη, ό.π., σελ.45.
[12] Η. Δ. Καρταλαμάκη, Η Αεροπορία στον “Εμφύλιο”, ό.π., σελ. 365-6.
[13] Ηλία. Καρταλαμάκη, Εφόρμησις Αετών, Αθήναι 1951, ό.π., σελ.142-147. Αναφέρεται, επίσης γενικώς (σελ. 137), ότι οι Ναπάλμ χρησιμοποιήθηκανπιο πριν στον Ειρηνικό.
Αναδημοσίευση από http://ecology-salonika.org/2009/?p=2847#_ftnref1
Η αεροπορία αρνείται αρχικά να χύσει ελληνικό αίμα.
Μια σειρά γεγονότων όμως προσφέρουν την ευκαιρία ισχυρής εμπλοκής της, με αμερικάνικη καθοδήγηση.
Αεροπλάνα SPITFIRE στο αεροδρόμιο των Ιωαννίνων το 1948. |
Πολιτικό «κομάντο» επιτίθεται με βόμβες εναντίον αεροπόρων.
Στελέχη της Αριστεράς -αποκηρυγμένα επίσημα- που δικάζονται, μιλάνε για παράπλευρες απώλειες.
Για πρώτη φορά στον κόσμο χρησιμοποιούνται οι εμπρηστικές βόμβες “Ναπάλμ” πάνω σε ανθρώπους.
Από τη Μέση Ανατολή η ελληνική Αεροπορία γυρίζει με πλούσια δράση και 101 νεκρούς ιπτάμενους.
Ο εμφύλιος όμως είχε αρχίσει να προετοιμάζεται.
“Εις την Αεροπορίαν τελικώς είχεν επικρατήσει το πνεύμα της Μ. Ανατολής «περί δημοκρατικοποιήσεως των Ενόπλων Δυνάμεων»”, θα πει αργότερα ο Εμμ. Κελαϊδής, που είχε αναλάβει τον Ιούλιο του 1946 την Ανωτέρα Διοίκηση Αεροπορίας.[1] Επιπλέον, “εις το Επιτελείον, υπηρέτουν μερικοί αξιωματικοί, οι οποίοι, την εποχήν εκείνην, επαρουσιάζοντο συμπαθούντες το Ε.Α.Μ.” Έτσι -καταλήγει- “η Αεροπορία παρέλειψε να ενεργήση ριζικήν εκκαθάρισιν και ν’απαλλάξη τας Μονάδας από τα υπολλείμματα στοιχείων διαπνεομένων υπό αναρχικών ή αριστερών
τάσεων.”
Η ΑΕΡΟΠΟΡΙΑ ΑΡΝΕΙΤΑΙ ΝΑ ΣΥΜΜΕΤΑΣΧΕΙ ΣΤΟΝ ΕΜΦΥΛΙΟ
Στα “Δεκεμβριανά” η Αεροπορία εκδίδει διαταγή για ουδετερότητα και ζητά να κοινοποιηθεί στο Αρχηγείο του ΕΛΑΣ. “Δεν υπήρχε δυστυχώς Εθνική πνοή, ούτε σαφής κατεύθυνση, με αποτέλεσμα οι διοικούντες τότε να αποφασίσουν, άνευ προηγουμένης Κυβερνητικής εγκρίσεως, να κρατηθή η Αεροπορία ουδέτερα έναντι των στασιαστών”, θα πει πάλι ο Εμμ. Κελαϊδής.
Λόγω των άσχημων συνθηκών στο Σέδες, αποφασίζεται η εγκατάσταση όλων των αξιωματικών της 1ης Πτέρυγας και των Μοιρών 335 και 336, σε τρία μισθωμένα ξενοδοχεία της Θεσσαλονίκης, τα «Αστόρια», «Εξέλσιορ» και «Ηλύσια».
Στο Σέδες αποσπώνται και δύο Άγγλοι αξιωματικοί, με ένα “αφάνταστο ενδιαφέρον και ζήλο”[2] για την εξόντωση των κομμουνιστών. Όμως οι προσδοκίες τους δεν ευοδώνονται:
“Τα «Σπιτφάϊρς» πήγαιναν να χτυπήσουν στόχο σε θέση που ήταν ο εχθρός πριν 5 ή 10 και περισσότερες ώρες! Και το Γ’ Σώμα Στρατού έδινε κατηγορηματικές διαταγές: -Να χτυπήσουν το σημείο «Χ», βρούνε δεν βρούνε στόχο!” και “μόνον για να εμψυχώνουνε το Στρατό.”[3]
Βλέποντας, λοιπόν, τα Spitfires να μην τους χτυπάνε, αλλά να “ρίχνουν τα πυρά τους στις χαράδρες ή σε γυμνές κορυφές”, οι αντάρτες βγάζουν το συμπέρασμα ότι οι αεροπόροι είναι μαζί τους:
«Πρέπει να πω -θα πει ένας αντάρτης- ότι οι αεροπόροι ως επί το πλείστον, δεν χτυπούσαν τους αντάρτες. Δεν ξέρω ποιοι ήσαν αυτοί. Βαδίζαμε ανοιχτά και δεν μας χτυπούσαν (…). Δεν ήσαν απ’ αυτούς που χτυπούσαν μανιωδώς.
Το είδα αυτό, το αισθάνθηκα…Τώρα, τι άνθρωποι ήσαν αυτοί; “Μπράβο παιδιά Δημοκράτες…Είστε παιδιά του Λαού.” Έτσι λέγαμε και αυτή είναι η προσωπική μου διαπίστωση…»[4]
“Εκεί που ο Αχιλλέας Παπαϊωάννου είχε δίκιο στην κρίση του- δέχεται η άλλη πλευρά- είναι στο βαθμό πάθους και μανίας που χτυπούσαν ορισμένοι αεροπόροι” καθώς και “στο βαθμό κατανόησης του δίκαιου της αποστολής τους”.[5] Γι’ αυτό και “η προθυμία με την οποία πετούσαν οι χειριστές τα αεροπλάνα τους για τη συντριβή των ανταρτών, άρχισε σιγά-σιγά να μειώνεται για να φτάσει σε επικίνδυνο σημείο”.
Έτσι, το Σέδες και τα βοηθητικά αεροδρόμια γίνονται τα πιο νευραλγικά σημεία του “αντισυμμοριτικού αγώνος” και οι αποστολές της αεροπορίας πολλαπλασιάζονται. Τα καινούργια Spitfires IX αρχίζουν να έρχονται στο Σέδες απ’ τον Ιανουάριο του 1947 και αντικαθιστούν τα παλαιότερα Spitfires V.[6]
Εκείνες τις μέρες καταγγέλλεται απ’ τις εφημερίδες ότι έχει αρχίσει η προσχώρηση στελεχών της Ε.Β.Α. στις τάξεις του «Δημοκρατικού Στρατού»:
“Καταγγέλομεν εις τον Ελληνικόν Λαόν”, γράφει αμέσως ο Λ. Βρεττάκος, ότι “η πολεμική μας αεροπορία ευρίσκεται εις χείρας προδοτών και κομμουνιστών. Τρεις Αντισμήναρχοι ηυτομόλησαν ήδη προ ημερών προς τους συμμορίτας.”[7] Και ακολουθεί ένας πίνακας με 75 ονόματα “ανάξιων κομμουνιστών αξ/κών οι οποίοι μολύνουν τα έντιμα και δοξασμένα φτερά”.
Κι όντως κάποιοι, όπως οι αξιωματικοί, Γ. Γιωργακόπουλος, Λ. Ντρενάς, Μανιάς κ.α. είχαν φύγει στο βουνό. Η Αεροπορία τώρα έπρεπε να αποδείξει ότι δεν ταυτίζεται με τον εχθρό.
ΕΠΙΘΕΣΗ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟΥ ΤΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ
Η Ανωτέρα Διοίκηση Αεροπορίας αποφασίζει να μετακινήσει την 335 Μ.Δ. απ’ το Σέδες στη Λάρισα. Στις 4.4.1947 μετακινείται ένα κλιμάκιο της Μοίρας και μέχρι την επομένη προσγειώνονται 10 αεροπλάνα και αρχίζουν αμέσως δυναμικές επιχειρήσεις, σε συνεργασία με το Β’ Σ.Σ. Στις 6.4.1947 κιόλας προξενούν “πανωλεθρία” στους αντάρτες στο Λιοντάρι Δομοκού.[8]
Ξαφνιασμένοι από το χτύπημα, που σμπαράλιαζε τη θετική εικόνα τους για την Αεροπορία, μια ομάδα κομμουνιστών αποφασίζει εκδικητικό χτύπημα εναντίον προσωπικού της Αεροπορίας, που μεταφερόταν στις 30.4.1947, όπως κάθε πρωί, με λεωφορείο στο αεροδρόμιο Σέδες.
“Το λεωφορείον της Αεροπορίας εξεκίνησε την 7ην πρωϊνήν από το ξενοδοχείον «Αστόρια», αφού παρέλαβε τους διαμένοντες εις αυτό Αξιωματικούς της Αεροπορίας. (…) Την 07.10, ακριβώς, το λεωφορείον εστάθμευσεν εις την στάσιν Μισραχή ίνα παραλάβη τον υποσμηναγόν Ν. Γαλιλαίον, όστις διαμένει παρά το Νοσοκομείον «Χίρς». Δεν επέρασαν παρά ολίγα λεπτά, και ενώ οι εν τω λεωφορείω Αξιωματικοί συνεζήτουν αμέριμνοι, εις άγνωστος χαμογελών δια να μην κινήση υποψίας, φαίνεται, έρριψεν εκ των έμπροσθεν και με ορμήν εν δέμα εφημερίδος κατά του οδηγού. Το δέμα περιείχε πέτραν ήτις έθραυσεν τον εμπρόσθιον υαλοπίνακαν. Ευθύς αμέσως έρριψε χειροβομβίδα ήτις εξερράγη παρά τους πόδας του οδηγού σμηνίτου“[9] Ένας άλλος ρίχνει μια δεύτερη «ενισχυμένη» χειροβομβίδα, από το πίσω μέρος. Αποτέλεσμα 5 νεκροί και 8 τραυματίες.
Συμπτωματικά, η Αστυνομία πιάνει ένα σταματημένο ταξί, 800 μέτρα μακριά απ’ τη στάση Μισραχή. Συλλαμβάνει τον οδηγό Νίκο Τομπουλίδη και με σκληρές ανακρίσεις ξετυλίγει το μίτο. Γίνονται συλλήψεις και η υπόθεση εκδικάζεται στις 28.8.1947.
Την καθοδήγηση της οργάνωσης (Ο.Π.Λ.Α.) είχαν δύο στελέχη του ΚΚΕ ο Τάκης Παπαγεωργίου και ο Αλβανός Ακίνδυνος, που οργάνωσε και την “επιχείρηση”. Την πρώτη χειροβομβίδα είχε ρίξει ο Ιορδάνης Σαπουντζόγλου και τη δεύτερη ο Κοσμάς Εξιζίδης. Σκοτώθηκαν οι υποσμηναγοί Νικόλαος Δευτεραίος, Αλέξανδρος Γεωργόπουλος, Νικόλαος Γαλιλαίος, ο σμηνίτης Πελοπίδας Κρητικός και ο οδηγός του λεωφορείου.
“Μπήκαν και οι τρεις στο ταξί, δεν πήρε απ’ την ταραχή του σωφέρ εμπρός και αναγκάστηκαν να προχωρήσουν με τα πόδια. Τους είδε τότε ο Αλβανός Ακίνδυνος, που εγύριζε ολόγυρα σαν λύκος, τους καθησύχασε και τους έστειλε,
τους δύο μ’ ένα τραμ του Χίρς και τον άλλο με λεωφορείο σ’ άλλη διεύθυνση.”[10]
Ο ΣΚΟΠΟΣ ΑΓΙΑΖΕΙ ΤΑ ΜΕΣΑ;
Ο Τάκης Παπαγεωργίου εξιστορεί στη δίκη με όλες τις λεπτομέρειες την επίθεση κατά του λεωφορείου των αεροπόρων και καταλήγει:
“Αν σκοτώναμε ιπτάμενους αεροπόρους θα μπορούσα κάπως να δικαιολογήσω τον εαυτό μου. Αλλά δεν ήσαν ιπτάμενοι και δεν δικαιολογώ τον εαυτό μου γιατί οι νεκροί δεν ανασταίνονται με δικαιολογίες. Είμαι υπεύθυνος των εγκλημάτων που έγιναν απ’ τη στιγμή που ανέλαβα την οργάνωση.
Είχε και η δικιά μας παράταξη απώλειες. Για όλη την δράση δεν κατακρίνω τον εαυτό μου, γιατί εξακολουθώ να πιστεύω ότι η βία είναι φυσικό να γεννήσει βία.”[11]
Ο Αλβανός Ακίνδυνος είναι “ωμότερος στην απολογίαν του” αλλά “πραγματικός άνδρας”, υποστηρίζοντας ότι “έπρεπε ο λαός να υπερασπίση τον εαυτόν του με τον μαζικό του όγκο, έπρεπε να αυτοαμυνθή. Εδώ στην Θεσσαλονίκη δημιουργήθηκε η Πλατειά, η Μαζική Λαϊκή Αυτοάμυνα, που είχε δύο σκοπούς, ένας να διαφωτισθή ο κόσμος πώς να αμυνθή, από την άλλη να πέσουν με τα ξύλα, με τις πέτρες, να χτυπήσουν.(…) μέχρι που δημιουργήθηκαν οι Επιτροπές Ασφαλείας και τα Στρατοδικεία. Δεν μπορούσε με αυτά τα μέσα ν’ αντιμετωπισθή η κατάσταση γιατί έρχονταν με τα όπλα και δεν μπορούσαμε να τους αντιμετωπίσουμε.”
Ξέροντας ότι θα τουφεκιστεί, ο Ακίνδυνος αποδεικνύει πού μπορεί να οδηγήσει μια ιδεολογία, όταν δέχεται ότι “ο σκοπός αγιάζει τα μέσα”: “Απ’ εδώ εγώ παίρνω την εντολή να χτυπήσω την αεροπορία, με ότι τρόπο μπορώ, εν λευκώ, να φέρουμε χτύπημα για να ανακουφίσουμε τον πληθυσμό. Εμείς φυσικά τους ιπτάμενους θέλαμε, γιατί αυτοί είναι πού αδιάκριτα χτυπούν (…). Τώρα μέσα υπήρχαν και άλλοι που δεν ήσαν τέτοιοι. Αυτό δεν μπορούμε να το θεωρήσουμε έγκλημα αλλά σε μία επιχείρηση πρέπει να τραβήξεις μπροστά ανεξάρτητα αν θα έχης ωρισμένα τα οποία δεν τα έχεις προβλέψει. Δεν θεωρώ την πράξη αυτή και όλες τις άλλες εγκληματικές γιατί εκείνοι που πολεμούν δεν κάνουν εγκλήματα, πολεμούν για ένα σκοπό.”
Η όλη προχειρότητα και το γεγονός ότι η Επιτροπή Πόλης του ΚΚΕ καταδίκασε αμέσως την επίθεση δημιουργούν ερωτηματικά, που δεν έχουν ακόμη απαντηθεί: “Πολλοί -αν όχι οι περισσότεροι- από τους Αξιωματικούς που έμεναν στα ξενοδοχεία ήσαν «Δημοκρατικοί» -με την ορθή έννοια της λέξης, και τα ονόματά τους είχαν «φιλοξενηθεί» στις στήλες των εφημερίδων (…) Μερικοί ήσαν πραγματικά συμπαθούντες το Ε.Α.Μ., έστω και αν δεν το εκδήλωναν (…) Άλλοι, πάλι, είχαν βγάλει όνομα – ελάχιστοι ευτυχώς- και ήσαν δακτυλοδεικτούμενοι γιατί απέφευγαν τη μεγάλη «δίψα» για τις πτήσεις πολλών ευσυνείδητων συναδέλφων, και όταν ο «κόμπος έφτανε στο χτένι» και προγραμματίζονταν σε αποστολές, τότε, πετούσαν αναποτελεσματικά, δηλαδή ή «δεν εύρισκαν το στόχο», ή έρριχναν τις βόμβες από ύψη δυσθεώρητα – «στο γάμο του Καραγκιόζη» – ή πυροβολούσαν από αποστάσεις «εγγυημένης αποτυχίας» ή και το συνηθέστερο, επικαλούμενοι «μηχανική βλάβη», γύριζαν στη Βάση πριν φτάσουν στο στόχο.” [12]
Η ΠΡΕΜΙΕΡΑ ΤΩΝ «ΝΑΠΑΛΜ»
Όποια ερμηνεία και να δοθεί, σημασία έχει ότι η Αεροπορία αφήνει πια στην άκρη τις ευαισθησίες της. Θα ακολουθήσουν εκκαθαρίσεις -ακόμη και υπαξιωματικών και σμηνιτών του Σέδες- ενώ θα αποδεσμευτούν ψυχολογικά και όσοι πιστεύουν στην χωρίς έλεος “εξόντωση των συμμοριτών”. Είναι η εποχή που θα δοκιμαστούν, με αμερικάνικη καθοδήγηση και για πρώτη φορά στον -δυτικό τουλάχιστον- κόσμο, οι εμπρηστικές βόμβες “Ναπάλμ” πάνω σε ανθρώπινους στόχους. Η περιγραφή του διοικητή της 335 Μ.Δ. του Σέδες είναι εκπληκτική:
“Τα πειράματα, που γίνανε με τις εμπρηστικές δεν ικανοποίησαν κανένα απ’ το Υπουργείο Αεροπορίας και από την Ανωτέρα Διοίκηση Αεροπορίας. Οι σύμμαχοι όμως επιμένουνε να γίνει το πείραμα σε πραγματικό στόχο και από πολλά αεροπλάνα.
Την προσβολή αυτή ζητήσανε να την παρακολουθήσουν με δικό τους Ντακότα και οι Αμερικάνοι. (…) Μια ευέλικτη αλυσίδα από δώδεκα Σπιτφάϊρς, παίρνει κατεύθυνση για το στόχο. Ένας ένας βουτάμε και αφίνουμε τις εμπρηστικές παίρνοντας ένα μεγάλο ανοιχτό κύκλο για να παρακολουθήσουμε το αποτέλεσμα. Το θέαμα είναι ικανοποιητικό, μα (…) βγήκε το συμπέρασμα ότι αμέσως με την άφεση των εμπρηστικών χρειάζεται και πολυβολισμός. (…)
Ο Αμερικανός Υποπτέραρχος άκουγε με απόλυτο ικανοποίηση κάθε τι σχετικό με τη Ναπάλμ, ενώ όλοι οι δικοί μας, άλλοι δαγκώνανε τα χείλη τους, και οι λιγότερο εχθροί της ιδέας δεχτήκανε την υπεράσπιση της Ναπάλμ με χαμόγελο. (…)
Ύστερα απ’ την τόση επιμονή για τη χρησιμοποίηση των Ναπάλμ, και τις τόσες διαβεβαιώσεις για την επιτυχία τους, η ΑΔΑ βγάζει οδηγίες για τη χρησιμοποίησή τους στον αγώνα. (…)
Γρήγορα όλοι οι χειριστές ενθουσιάστηκαν απ’ τη χρησιμοποίησή τους, και επίμονα ζητάνε για κάθε ψύλλου πήδημα να ρίξουνε Ναπάλμ, γιατί εκτός απ’ τα καλά της αποτελέσματα, ικανοποιεί απόλυτα και το μάτι, σαν τρομερό θέαμα άγριας μεγαλοπρέπειας.”[13]
Άλλωστε, όπως θα αποδείξει 50 χρόνια μετά και το γιουγκοσλαβικό δράμα, “όμορφα χωριά, όμορφα καίγονται”.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Εμμανουήλ Κελαϊδή, Αναμνήσεις από την Αεροπορίαν, Αθήναι 1972, σελ. 133.
[2] Η. Δ. Καρταλαμάκη, Η Αεροπορία στον “Εμφύλιο”, ό.π., σελ. 237.
[3] Ηλία. Καρταλαμάκη,Εφόρμησις Αετών, Αθήναι 1951, ό.π., σελ. 20.
[4] Μαρτυρία (1996) τουΔιοικητή της 103ης Ταξιαρχίας του «Δ.Σ.Ε.» Αχιλλέα Παπαϊωάννου.
[5] Η. Δ.Καρταλαμάκη, Η Αεροπορία στον “Εμφύλιο”, ό.π., σελ. 241.
[6] Ηλία.Καρταλαμάκη, Εφόρμησις Αετών, Αθήναι 1951, ό.π., σελ. 33.
[7] Εφημ.”Εθνικός Αγών”, 12.1.1947.
[8] Η. Δ. Καρταλαμάκη, ΗΑεροπορία στον “Εμφύλιο”, ό.π., σελ. 361.
[9] Εφημ. “ΝέαΑλήθεια”, 30.4.1947.
[10] Γεωργίου Μόδη, Τέσσαρεςδίκες στη Θεσσαλονίκη, Αθήναι 1959, σελ. 34.
[11] Γ. Μόδη, ό.π., σελ.45.
[12] Η. Δ. Καρταλαμάκη, Η Αεροπορία στον “Εμφύλιο”, ό.π., σελ. 365-6.
[13] Ηλία. Καρταλαμάκη, Εφόρμησις Αετών, Αθήναι 1951, ό.π., σελ.142-147. Αναφέρεται, επίσης γενικώς (σελ. 137), ότι οι Ναπάλμ χρησιμοποιήθηκανπιο πριν στον Ειρηνικό.
Αναδημοσίευση από http://ecology-salonika.org/2009/?p=2847#_ftnref1
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου