«Πρέπει να τελειώνει το ταχύτερο τούτη η ιστορία…»
Ο ματωμένος Δεκέμβρης του 1944 ήταν ένα από τα πιο ζοφερά κεφάλαια της σύγχρονης ιστορίας της χώρας μας. Επί ένα και περισσότερο μήνα η Αθήνα και ο Πειραιάς, που μόλις είχαν απελευθερωθεί από τη γερμανική κατοχή, έγιναν θέατρο άγριων πολεμικών συγκρούσεων. Ήταν ένας πόλεμος σκληρός με τις δυνάμεις του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ από τη μία πλευρά και από την άλλη την κυβέρνηση υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου ο οποίος είχε την υποστήριξη των αγγλικών στρατευμάτων που σήκωσαν και το κύριο βάρος των επιχειρήσεων. Η σύγκρουση άρχισε στις 3 Δεκεμβρίου με την επίθεση δυνάμεων της αστυνομίας στο συλλαλητήριο του ΕΑΜ στο Σύνταγμα με περισσότερους από 20 νεκρούς και 40 τραυματίες και τελείωσε ουσιαστικά με την υπογραφή της συμφωνίας της Βάρκιζας στις 12 Φεβρουαρίου 1945 που οδήγησε στην παράδοση του οπλισμού του ΕΛΑΣ. Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης, διπλωμάτης εκείνη την εποχή, έζησε από κοντά τη σύγκρουση και μάλιστα στο επίκεντρο των μαχών, την Πλάκα. Ζούσε τότε στην οδό Κυδαθηναίων, απέναντι από την εκκλησία της Σωτήρας, στο σπίτι του γαμπρού του Κωνσταντίνου Τσάτσου, του μετέπειτα Προέδρου της Δημοκρατίας. Ο Γιώργος Σεφέρης κρατούσε καθημερινά ημερολόγιο αποσπάσματα του οποίου δημοσιεύει σήμερα η «Π+13» (Γιώργου Σεφέρη «Μέρες Δ’», Ίκαρος 1977).
«Ο υστερισμός της αυτοκαταστροφής»
Κυριακή, 3 Δεκέμβρη. Οδός Κυδαθηναίων
Προχτές κυβερνητική κρίση· παραίτηση των αριστερών υπουργών πάνω στο στρατιωτικό.
Σήμερα ηλεχτρικό δεν υπάρχει· γενική απεργία. Συλλαλητήριο: νεκροί.
Δευτέρα, 4 Δεκέμβρη
Κηδεία των νεκρών του χτεσινού συλλαλητηρίου. Χτυπιούνται στο Θησείο.
Τετάρτη, 6 Δεκέμβρη. Τ’ Άι-Νικόλα
Μαύρη μέρα. Από την αυγή ο αλληλοσπαραγμός.
Τα προαισθήματά μου και οι βραχνάδες, εδώ και δυόμισι χρόνια, βγαίνουν αληθινά.
Ξύπνησα κατά τις 05.00’ από βαριούς, αραιούς κρότους: όλμοι ή χειροβομβίδες. Άνοιξα το παράθυρό μου, που βλέπει προς την Ακρόπολη. Πάνω στον ουρανό που χάραζε, βόλια βυσσινιά από τ’ αριστερά προς τα δεξιά. Από το δρόμο, κάπου, μια απόμακρη φωνή χωνιού, μόνο δυο λέξεις άρπαξε τ’ αυτί μου: «…το αίμα… του λαούουου…»
Σε λίγο όλο το σπίτι ήταν στο πόδι· στο δωμάτιο των παιδιών της Ιωάννας, πάνω από το δικό μου, ένα βόλι πήγε και σφηνώθηκε στον τοίχο πάνω από το κρεβάτι. Όλμοι, πολυβόλα και λιανοτούφεκα δυνάμωσαν στ’ αναμεταξύ και δε σταμάτησαν.
Από το παράθυρο του γραφείου, μέσ’ απ’ τα κλειστά παντζούρια φαινότανε καθαρά η οδός Κυδαθηναίων. Ελασίτες κρατούσαν τις γωνιές. Στη γωνιά Κόδρου, τρεις χαρακωμένοι στο αυλόγυρο της Σωτήρας· ο ένας με πολιτικά κι ένα βραχύκανο, φαίνεται ο αρχηγός τους από τον τρόπο που του φέρνουνται οι άλλοι. Μάτι κυνηγού που έχει στήσει καρτέρι. Μια στιγμή βγάζει τσιγάρο· το βάζει σε μια κοντή πίπα και ψάχνεται για σπίρτα· ο άλλος του δίνει φωτιά. Στη γωνιά Νίκης, ένας παραφυλάει μπρούμουτα στραμμένος προς το Σύνταγμα· κοντά του, καθισμένος αμέριμνα στο πεζούλι ενός χαμηλού παραθύρου, ένας άλλος, άοπλος, παίζει με τα χέρια του. Σε λίγο, όταν γύρισα πάλι στο παράθυρο, ο Ελασίτης της γωνιάς Νίκης σκοτωμένος με το χέρι στο μέτωπο κρατώντας ένα μαντίλι χακί, λίγο παραπάνω από την πόρτα μας. Το όπλο του είχε μείνει στη θέση που τον πρωτοείδα, πλάι σ’ ένα αυλάκι αίμα, και παρακάτω το κράνος του.
Νωρίς μετά το μεσημέρι θόρυβος από τανκ· ένα από την οδό Πέτα· ένα άλλο κατέβηκε το στενό δρόμο Κυδαθηναίων σπάζοντας τις πέτρες του πεζοδρόμιου, πίσω του Άγγλοι αλεξιπτωτιστές με βυσσινιά σκουφιά. Λένε μεταξύ τους: «Come along, boys», δείχνουν κάτι και προχωρούν.
Νυχτώνει· πάλι στο παράθυρο του γραφείου. Ο πρωινός σκοτωμένος δεν είναι πια στη θέση του· τον έχει αντικαταστήσει ένας άλλος. Ένας διαβάτης προχωρεί δειλά, τον βλέπει και γυρίζει πίσω. Μένει μόνο ένα άσπρο σκυλάκι που τρέχει και χάνεται.
Πέμπτη, 7 Δεκέμβρη
Όλη τη νύχτα πυροβολικό· κατά τον Αρδηττό. Στον ουρανό λίγες σφαίρες σαν αναμμένα κάστανα. Τώρα, 12.30’, ησυχία έπειτα από σποραδικό τουφεκίδι ή πολυβολισμούς. Από το μέρος Κυδαθηναίων, κάτω από το γραφείο, ερημιά. Ο χτεσβραδινός σκοτωμένος ακόμη στη θέση του, πεσμένος μπρούμουτα. Χακί παντελόνι και μαβί κοντοσάκακο που αφήνει να φαίνεται μια γυμνή λουρίδα από τη μέση του. Δυο γυναίκες βγαίνουν στον αυλόγυρο της Σωτήρας· μια γριά κι ένα κοριτσάκι· τα μάτια της μικρής σαν τα μάτια τρομαγμένου ποντικού, κατάμαυρα. Κοιτάζουν ολοτρόγυρα, βλέπουν το σκοτωμένο, κάτι λένε, σταυροκοπιούνται και φεύγουν. Από το άλλο μέρος της Σωτήρας, το μπροστινό, λίγοι άνθρωποι τρυπώνουν σ’ ένα μαγαζί σα νυφίτσες και βγαίνουν κρατώντας κάτι στο χέρι.
Κάπου-κάπου μια σφαίρα ή μια ριπή πολυβόλου.
Άγγλοι με βυσσινιά σκουφιά περνούν. Προφυλάγουνται στα κουφώματα, ή στέκουνται στη μέση του δρόμου με μιτραγιέτες. Δεν έχουν το νευρικό ή τεντωμένο ύφος των δικών μας. Ένας, καθώς περιμένει, ξύνει το νύχι του.
Κανόνι· βαριές κανονιές από μακριά.
Ένα φορτηγό αυτοκίνητο στάθηκε μπροστά στην πόρτα μας, μ’ ένα άσπρο χαρτί κολλημένο στο μέτωπο όπου είναι ζωγραφισμένο με μπλε μολύβι το γράμμα Χ. Πίσω του κάτι αλητόπαιδα κι ένας χωροφύλακας με κράνος κι ένα τουφέκι υπερβολικά μακρύ για τα χρόνια μας. Μια γυναίκα με άσπρα μαλλιά μισανοίγει τα παντζούρια από το αντικρινό υπόγειο· τους κάνει νόημα να πάρουν το σκοτωμένο δείχνοντας τη μύτη της, όπως όταν θες να πεις πως κάτι βρωμά. Οι άλλοι σηκώνουν τους ώμους και φεύγουν. Μένουν οι Άγγλοι μ’ έναν ηλικιωμένο της γειτονιάς που κάνει χειρονομίες απελπισμένου. Φεύγουν κι αυτοί κατά την οδό Φιλελλήνων· η γυναίκα από το υπόγειο τους φωνάζει: «God bless you».
Τ’ απόγεμα μεγάλη κίνηση στο δρόμο μας. Ένα μικρό αγγλικό αρχηγείο εγκαθίσταται στ’ αντικρινό μας σπίτι. Μας ζητούν να τους δώσουμε ένα ισόγειο διαμέρισμα για πρόχειρο χειρουργείο· πήραν το εμπρός· οι ένοικοι έχουν φύγει προτού αρχίσουν οι ταραχές· λένε πως ήταν εαμίτες. Οι Άγγλοι έρχουνται πάνω και κάνουν εγκατάσταση συρμάτων από τα παράθυρα για το φως και τον ασύρματο. Οι αξιωματικοί πολύ απασχολημένοι, κλειστοί, χωρίς ευγένεια στους τρόπους· οι άντρες καλύτεροι. Ένας που δένει τα σύρματα μου λέει: «Δε μας αρέσει αυτή η δουλειά, αλλά πρέπει να την κάνουμε» (εννοούσε τούτο τον πόλεμο).
Kαταστροφή και σκοτωμός
Παρασκευή, 8 Δεκέμβρη
Βγήκα με τον Άγγελο. Φιλελλήνων, Σύνταγμα, Σταδίου ως την οδό Κοραή· τα πράγματα μοιάζουν πιο ήσυχα. Από τις ταράτσες Φιλελλήνων σποραδικές ριπές πολυβόλων. Λίγοι χωροφύλακες στους δρόμους ή παιδιά με σήματα οργανώσεων στο μπράτσο, που ζητούν ταυτότητες. Πρόσωπα κουρασμένα, ρουφημένα, αξούριστα. Δυο-τρεις γνωστοί· άλλοι για να ψουνίσουν, άλλοι για να χαζέψουν. Δε βρήκαμε ν’ αγοράσουμε τίποτε άλλο παρά λίγα γλυκά.
Σάββατο, 9 Δεκέμβρη
Το πρωί στο Υπουργείο· καμιά δουλειά. Ελάχιστοι υπάλληλοι συζητούν. Πέρασα από του Γ. Καρτάλη· μακριά συζήτηση, που δε φωτίζει τίποτε.
Κυριακή, 10 Δεκέμβρη
Από τις 05.30’ μεγάλο κακό τριγύρω στο σπίτι: κανόνια, πολυβόλα, από τη μεριά της Ακρόπολης και από τη μεριά του Μακρυγιάννη. Αργότερα έμαθα πως το μέτωπο ήταν: Αναφιώτικα – Μακρυγιάννη – Νεκροταφείο. Τώρα, 15.15’, ο μεγάλος σάλαγος έχει περάσει, έτοιμος να ξαναρχίσει κάθε τόσο· τα πολυβόλα κρατούν το ίσο· αεροπλάνα φέρνουν γύρα την Ακρόπολη. Σήμερα δεν είχαμε ψωμί το μεσημέρι. Φούρνοι κλειστοί, μπακάληδες άδειοι· τι θα κάνει ο φτωχόκοσμος; Καταστροφή και σκοτωμός. Οι πιο προφυλαγμένοι, εκείνοι που θα έπρεπε να πληρώσουν πρώτοι· όπως πάντα.
Έχω την εντύπωση ότι βρίσκομαι στο προσκέφαλο ενός ετοιμοθάνατου, ανάμεσα σε υστερικούς τρελούς που τους κατέχει η μανία να τον αποτελειώσουν μια ώρα αρχύτερα. Καθένας έχει αφεθεί στους αυτοματισμούς του και στην αντοχή των νεύρων του, όση κι αν είναι.
Κάτω στο μικρό χειρουργείο πολλοί λαβωμένοι το πρωί. Δυο, πάνω στο σπίτι των Τσάτσων, περιμένουν με πρόχειρους επιδέσμους· ο ένας, λένε, μπορεί να χάσει το πόδι του.
Όλες αυτές τις μέρες τρομερή κρίση μέσα μου· αδύνατο να γράψω τώρα για όλα αυτά.
Ωστόσο, το σκεπτόμουνα με τη Μαρώ χτες βράδυ, δεν το μετάνιωσα που γύρισα στην Αθήνα.
Δευτέρα, 11 Δεκέμβρη
Σήμερα μιλούν για γενική επίθεση του ΕΛΑΣ από το βορρά. Αναφέρουν χτεσινή σύγκρουση των ελασιτών με την Ορεινή Ταξιαρχία στην Καισαριανή. Βαριές απώλειες, καθώς λένε, των ελασιτών: 300 νεκροί. Το κράτος των Αθηνών είναι ακόμη πολύ περιορισμένο: Από το Κολονάκι στην Ομόνοια (διασταύρωση Ασκληπιού – Σκουφά κατέχεται από ελασίτες). Πατησίων ως το Μουσείο· οδός Πειραιώς μόνο η αρχή. Πρέπει να τελειώνει το ταχύτερο τούτη η ιστορία, ειδεμή δε θα μείνει κανένας στην Ελλάδα.
Κάθε τόσο, τριγύρω στο σπίτι τουφεκίδι, θαρρείς στην τύχη.
Τρίτη, 12 Δεκέμβρη
Νωρίς απομεσήμερο, καθώς κοιτάζω από το παράθυρο κατά τη Σωτήρα, βλέπω έναν Άγγλο στρατιώτη να κάνει νόημα σ’ έναν άλλον· ένα σοβαρό νόημα. Από το βάθος του δρόμου ξεπρόβαλε ένα καροτσάκι· το τραβούσε ένας εργατικός, ένας άλλος περπατούσε στο πλάι του. Από την κάσα του καροτσιού ξεπερνούσαν δυο ανθρώπινα πόδια μόνο με κάλτσες· πιο ψηλά από τις κάλτσες ξεχώριζε μια μαβιά σάρκα κι ένα πανί με αράδες σκέπαζε όλο το υπόλοιπο κορμί: Ο αδιαφόρετος θάνατος που σεργιανά με το καρότσι στους δρόμους. Ο υστερισμός της αυτοκαταστροφής σ’ όλη τη χώρα.
Νέοι που προτιμούν το αυτόματο όπλο από την ανθρωπιά· γέροι, ξεμωραμένοι σαράφηδες· στ’ αναμεταξύ ένα κοπάδι που το συγκλονίζει ο πανικός φόβος. Ποιος μπορεί να καθίσει και να λογαριάσει ψύχραιμα τα δεδομένα της τρομακτικής κρίσης που ζούμε αυτές τις μέρες.
Κυριακή, 17 Δεκέμβρη
Το τερατώδες είναι ότι μέσα σ’ αυτό το σπαραγμό δεν μπορείς να στηριχτείς ούτε σε μια φωτεινή στιγμή κανενός. Οι καλύτεροι σε βαθιά απόγνωση· αυτοί είναι και οι πιο αδύνατοι. Οι άλλοι, ρομπότ: ρομπότ του μίσους και της καταστροφής ή ρομπότ της κατεργαριάς: δεν έχω τη διάθεση να σημειώσω, όπως άλλοτε, τα καθημερινά περιστατικά που δείχνουν ως πού μπορεί να φτάσει ο ξεπεσμός.
Αδύνατο να γράψω· αδύνατο να διαβάσω· τα νεύρα βυθισμένα μέσα σ’ αυτή τη φρίκη, όπως μέσα σ’ ένα ποτήρι νερό.
Από μια εβδομάδα χωρίς νερό, το ψωμί ανύπαρχτο, οι μπακάληδες αδειανοί· τους σκοτωμένους τους θάβουν επί τόπου. Ο Βασιλικός Κήπος βρωμά. Χτες οι όλμοι ή οι οβίδες των 75, που πέφτουν εδώ και κάμποσες μέρες τριγύρω στην «Μπρετάνια», σκότωσαν τρεις-τέσσερεις ανθρώπους στην οδό Φιλελλήνων, απέναντι στη Ρούσικη εκκλησιά, την ώρα που βγαίνει ο κόσμος για να ψουνίσει κατά τις 12.30’. (Η κυκλοφορία επιτρέπεται 12-14.) Σήμερα, καθώς περνούσα για να πάω στο Υπουργείο, το αίμα έμενε ακόμη εκεί απλωμένο στο πεζοδρόμιο και στον τοίχο. Γυρίζοντας σπίτι, μπροστά στην πόρτα, ένα τζιπ· στο πίσω κάθισμα ένα σώμα αναγερτό με το ξανθό κεφάλι κρεμασμένο, όθε έτρεχε το αίμα όπως αδειάζεις ένα αιγινήτικο κανάτι. Διάκρινα τ’ αστέρια ενός Εγγλέζου λοχαγού και είδα το πρόσωπό του. Η μύτη και το στόμα ήταν ένα κομμάτι κρέας, σα να τα είχε οργώσει με τα νύχια του αρπαχτικό όρνιο.
Δευτέρα, 18 Δεκέμβρη
Νυχτώνει· κρότοι της μάχης που άρχισε από τις 04.30’. Πολυβόλο, όπως χτυπάς ένα χάρακα πάνω σε τραπέζι με ρυθμό μετρονόμου. Πιο πίσω άλλα βόλια σα ν’ αδειάζεις ένα σακούλι όσπρια σε μπρούτζινο σινί και βαρύτεροι βρόντοι σα να καρφώνουν ή να ρίχνουν σ’ ένα αμπάρι μεγάλες αδειανές κάσες. Αεροπλάνα στριφογυρνούν στον αέρα, βουτούν και αδειάζουν τα πολυβόλα τους. Αρχίζει η τρίτη εβδομάδα του πολέμου. Στο κάτω σπίτι τρεις νεκροί: ένας πατέρας και δυο παιδάκια από όλμο στην οδό Αδριανού.
Η τραγωδία σήμερα είναι που κανείς δεν έχει σαφή συνείδηση των διεθνών δεδομένων της κρίσης που περνά ο τόπος: Αγγλική πολιτική και Ρωσική πολιτική. Οι φόβοι που δεν έπαψα να λέω στο Κάιρο, ως το σημείο να παρεξηγηθώ, γίνουνται τώρα απειλές τρομαχτικά παρούσες. Κανείς ωστόσο δε μοιάζει να γυρεύει τέτοια πράγματα εδώ, ψύχραιμα, επίμονα. Το αιώνιο παλιό, προπολεμικό θέμα: η γραμμή της αντίστασης των Δημοκρατιών. Το μόνιμο ερώτημα.
Τρίτη, 19 Δεκέμβρη
«Οι απαίσιοι, οι πεπωρωμένοι, οι ελεεινοί!» Αυτά για κάποιους λίγο-πολύ ημιεπίσημους αγγλικούς και αμερικάνικους κύκλους. Με κοιτάζουν σα να ρωτούν. Λέω: «Δεν πρόκειται αν είναι αυτοί πεπωρωμένοι, αλλά τι πρέπει να κάνουμε εμείς.» – Ο θυμός ξεφουσκώνει, τα χέρια που χειρονομούσαν πέφτουν. – «Α! αυτό είναι άλλο ζήτημα…» ψιθυρίζουν. Συνηθισμένες αντιδράσεις για τις μέρες που ζούμε στην Ελλάδα. Γεμίζουν μ’ έξαλλα λόγια και θυμό το κενό της απόφασης – και νομίζουν πως σκέπτονται.
Αίσθημα πολιτικής απομόνωσης. Φριχτό αίσθημα.
Τετάρτη, 20 Δεκέμβρη
Όλες ετούτες οι μέρες πεντάμορφες, γλυκύτατες· εννοώ αν μπορούσε κανείς να τις κοιτάξει. Γιατί υπάρχει η φρίκη που σκεπάζει τα μάτια. Όχι όπως τη φαντάζεται κανείς σε ώρες εφιαλτικές, αλλά με το γνώριμο πρόσωπο του φίλου, του συγγενή, του καθημερινού διαβάτη.
Φριχτό αίσθημα πως είμαι άχρηστος και μόνος ανάμεσα σε τρελούς και ψεύτες.
Σήμερα μια προκήρυξη που έριξαν τα αεροπλάνα: οι εχθροί χρησιμοποιούν κανόνια· από αύριο στις 09.00’, τα κανόνια θα καταστρέφουνται με κάθε μέσο, της στεριάς, του αέρα, της θάλασσας· οι πληθυσμοί που κατοικούν σε ακτίνα 500 μέτρων από τη θέση κανονιού πρέπει να φύγουν. Αποτέλεσμα: έξαλλοι άνθρωποι στους δρόμους με μπογαλάκια, με μωρά στα χέρια, γριές κοιτάζοντας πού να τρυπώσουν. Αυτοί οι άνθρωποι ζούνε, ένας θεός το ξέρει, χωρίς φαΐ, χωρίς κάρβουνο, χωρίς φως εδώ και δεκαπέντε μέρες, αφήνοντας κατά μέρος τα χρόνια της σκλαβιάς. Το μόνο που τους έμενε, μια στέγη· πάει κι αυτό· πόλεμος γίνεται.
«Η Ελλάδα, αλίμονο η Ελλάδα»
Πέμπτη, 21 Δεκέμβρη
Πρέπει ν’ αναβάλουμε το γιόρτασμα των Χριστουγέννων, έλεγε κάποιος Άγγλος τις προάλλες. Ποιων Χριστουγέννων;
Δεν έχει σκοτεινιάσει ακόμη. Αυτές οι ώρες μετά το μεσημέρι είναι οι καλύτερες· κουράζουν οι νύχτες χωρίς φως. Σήμερα, ίσως πρώτη φορά από τότε που άρχισε το κακό, διάβασα λίγο. Στο βάθος, κάπου πίσω από το Ζάππειο και τον Φιλόπαππο, βαριοί γδούποι από κανόνια και εκρήξεις. Αεροπλάνα πολυβολούν. Η Ελλάδα, αλίμονο η Ελλάδα: ένα σταυρωμένο κορμί κι όλοι το καρφώνουν, λυσσασμένοι.
Κατά βάθος προβλήματα και λάθη όπως εδώ κι ένα χρόνο. Δεν έχω εκπλήξεις, κι όμως το να μην ξαφνίζεσαι σε κάνει ύποπτο. Έπρεπε να γίνει τούτο το μακελειό για να μάθουν εδώ την πείρα της Μέσης Ανατολής, αν τη μάθουν ποτέ.
Κυριακή, Παραμονή Χριστουγέννων
Κλείνει η Τρίτη εβδομάδα του πολέμου. Η Πλάκα οπωσδήποτε ήσυχη. Αλλά τριγύρω, ατέλειωτα, ο θόρυβος της μάχης. Οι δρόμοι γεμάτοι πρόσφυγες. Διηγούνται φρικιαστικές σκηνές: ομήρους, εκτελέσεις.
Άρρωστος από προχτές: ρίγη και πόνοι. Κάνει κρύο. Levesque εδώ ως τις 16.00’. Μου δείχνει τις μεταφράσεις του· κάποτε πολύ καλές, υποθέτω: αισθάνομαι τέλεια ανικανότητα να κρίνω μετάφραση από οτιδήποτε δικό μου. Μιλάμε για τον Σικελιανό που είδε: είναι, μου είπε, με το μέρος εκείνων που σκοτώνουνται. Αλλά φτάνει άραγε να σκοτώνεσαι; Τι άλλο έκανε η χιτλερική νεολαία.
Το καλύτερο σήμερα: από την κάμαρά μου άκουσα θαμπά και απόμακρα φωνές παιδιών – τα κάλαντα.
Δευτέρα, Χριστούγεννα
Ψάχνω να βρω ένα χωρίο του Αισχύλου και πέφτει το μάτι μου στο «Ίτε παίδες Ελλήνων…» – Αλίμονο.
Θυμούμαι όλες τούτες τις μέρες:
I said to my soul, be still, and wait without hope
For hope would be hope for the wrong thing; wait
without love
For love would be love of the wrong thing; there is
yet faith…
The wrong thing είναι σίγουρο, ό,τι και να διαλέξεις σήμερα.
Μετά το βραδινό φαγητό μαθαίνω για το τηλεφώνημα περί Churchill στον «Ajax» το πολεμικό. Η αυτοκρατορία μοιάζει να συγκινείται σοβαρά από τα ελληνικά πράγματα. Πρώτη φορά στην ιστορία μας τόσο σοβαρό δείγμα: Βάζει εμπρός το σώμα του πρωθυπουργού της.
Τρίτη, 26 Δεκέμβρη
Υπουργείο Εξωτερικών. Περίεργο, δεν αναμετρούν τη βαρύτητα του ταξιδιού του Churchill. Προτιμούν να πιστέψουν τη φήμη που έχει πλατιά κυκλοφορήσει ότι πρόκειται για έναν ενδιάμεσο σταθμό στον πηγαιμό του κάπου αλλού, για να συναντήσει Ρούζβελτ και Στάλιν. Ταξίδι Churchill ανήμερα Χριστούγεννα, μόνο για την Ελλάδα, τους φαίνεται υπέρογκο. Άλλοι φοβούνται συνδιαλλαγή με τους αντάρτες, άλλοι πως ήρθε ο Churchill για να κομίσει γην και ύδωρ: Μετρούν με τα ντόπια μέτρα.
Απόγευμα σύσκεψη στο Υπουργείο Εξωτερικών: Churchill. Παρόντες ακόμη ο Macveagh, ο Baelen και ο Popov – η Διεθνής Τροπή.
Τετάρτη, 27 Δεκέμβρη
Συνέχεια σύσκεψης. Αντάρτες αδιάλλακτοι· κανένα αποτέλεσμα. Αντιβασιλεία.
Παρασκευή, 29 Δεκέμβρη
Μου διηγούνται: Ένας Άγγλος αξιωματικός κι ένας Έλληνας στη γραμμή της μάχης. Απέναντί τους ένας μικρόσωμος εαμίτης πυροβολούσε και σταυροκοπιούνταν πριν από κάθε ριξιά.
- Τι κάνει αυτός; ρώτησε ο Άγγλος.
- Κάνει το σταυρό του και μας πυροβολεί.
- Μα δεν μπορεί, θα είναι κατά λάθος μ’ αυτούς.
Ο Έλληνας τον σάρωσε με μια ριπή.
- Κρίμα, είπε ο Άγγλος, στερήσατε την πατρίδα σας από κάποιον που θα γίνουνταν καλός πολίτης.
Ο R. Levesque εδώ· τον βοηθώ όσο μπορώ στις μεταφράσεις του. Σε μια διακοπή θυμάται τον ισπανικό πόλεμο· ανθρώπους καταδικασμένους σε θάνατο από τις δυο μεριές. Ξαναθυμήθηκα τον Lorca. Ο σκοτωμός του μου άφησε την αίσθηση της ηλίθιας καταστροφής· σα να είχαν ξεθεμελιώσει βάναυσα κι αδιάντροπα μιαν ολόκληρη πολιτεία.
Σάββατο, 30 Δεκέμβρη
Σκοτωμοί, πρόσφυγες, κρύο, κι αυτό το γάβγισμα του πολυβόλου. Το πρωί τηλεγράφημα από το Λονδίνο. Ο βασιλιάς διορίζει τον Δαμασκηνό αντιβασιλέα. Η πολιτική ιντελιγκέντσια έχει χρεοκοπήσει πέρα για πέρα στην Ελλάδα.
Τον Δαμασκηνό τον γνώρισα λίγο, αφού γύρισα. Έχει μια στερεή φρονιμάδα χωρικού, τούτο τουλάχιστο, δύναμη. Είναι δημοκρατικός· όχι φανατικός μαινόμενος· και τούτο πλεονέκτημα. Πήγαμε και τον είδαμε. Τον ρωτήσαμε πώς του φαίνεται η αντιβασιλεία· μας αποκρίθηκε με την ακόλουθη παραβολή:
- Σαν ήμουν μικρός, το σχολειό μου ήταν στο άλλο χωριό, μιάμιση ώρα δρόμος από το δικό μου. Κάποτε μου πήραν καινούρια τσαρούχια για τη Λαμπρή. Τά ’βαλα στο δισάκι μου και ξεκίνησα για το σχολειό μου με τα παλιά, για να μην τα χαλάσω. Όμως κάθε τόσο σταματούσα, τά ’βγαζα απ’ το δισάκι μου, τα χάιδευα και τα καμάρωνα τα καινούρια μου τσαρούχια. Εκείνη τη μέρα έβαλα τρεις ώρες ως το σχολειό μου. Η αντιβασιλεία είναι σαν τα καινούρια μου τα τσαρούχια.
Ήταν πλαγιασμένος στο κρεβάτι του, υπερβολικά μεγάλος για τη στενή κάμαρα, καθώς μου φάνηκε. Τα μάτια του έλαμπαν καθώς μας διηγούνταν αυτή την ιστορία· είχε κέφι. Δεν ξέρει καμιά ξένη γλώσσα· μόνο σαν το έστειλαν εξορία στη Φανερωμένη, στη Σαλαμίνα, αποστήθισε, για να περάσει την ώρα, υποθέτω, ένα γαλλικό λεξικό.
Ο αρχαιολόγος που εξακολουθεί να νομίζει πως τ’ ακρωτηριασμένα σώματα δεν είναι τίποτε άλλο παρά σπασμένα αγάλματα κ.τ.λ., κ.τ.λ.
Κυριακή, 31 Δεκέμβρη
Υπουργείο Εξωτερικών: Ορκωμοσία αντιβασιλέως. Έπειτα στη Γαλλική Πρεσβεία.
Μίκης Θεοδωράκης: «Εμείς τα αμούστακα παιδάκια…»
Στις μάχες του Δεκέμβρη πήρε μέρος και ο Μίκης Θεοδωράκης. Τη δική του εμπειρία κατέγραψε σε αφιέρωμα της εφημερίδας «ΤΑ ΝΕΑ».
Η Μάχη του Δεκέμβρη του 1944 κράτησε 33 μέρες. Συμμετείχα σε όλη τη διάρκειά τους, στην αρχή ως διμοιρίτης και από τη μάχη στου Μακρυγιάννη έως το τέλος ως καπετάνιος του Πρώτου Λόχου του Πρώτου Τάγματος στο Πρώτο Σύνταγμα του Εφεδρικού ΕΛΑΣ, που είχε έδρα του στην Άνω Νέα Σμύρνη.
Ο οπλισμός μας ήταν απλά τουφέκια, χειροβομβίδες και από 2-3 μυδράλια και όλμους σε κάθε διμοιρία.
Η εκπαίδευσή μας ήταν στοιχειώδης και ουσιαστικά έγινε στη διάρκεια της Κατοχής και μέσα από τις συγκρούσεις μας με τους Γερμανούς και κυρίως τους ταγματασφαλίτες. Εκεί εφαρμόζαμε την τακτική του ανταρτοπολέμου αποφεύγοντας τις μετωπικές αντιπαραθέσεις, λόγω τις συντριπτικής υπεροχής των αντιπάλων μας.
Όμως στα Δεκεμβριανά είχαμε απέναντί μας στον Βρετανικό Στρατό, τους Ινδούς, τους Σχηρ, τους συνεργάτες των Γερμανών χωροφύλακες και τους «Τσολιάδες», εφοδιασμένους με εικοσαπλάσιο από εμάς εξοπλισμό, καλά εκπαιδευμένους και υποστηριζόμενους από τανκς, αεροπορία και τα κανόνια του αγγλικού στόλου από το Φάληρο. Δεν μπορώ να ξέρω ακριβώς πόσοι ήμαστε, όμως γενικά η δύναμή μας υπολογιζόταν σε 20.000 σε Αθήνα, Πειραιά και συνοικίες. Ο Μόνιμος ΕΛΑΣ ουσιαστικά ήταν απών.
«Να ρίξουμε τους Εγγλέζους στη θάλασσα»
Και όμως εμείς του Εφεδρικού ΕΛΑΣ δείξαμε ότι είχαμε τη δύναμη όχι μόνο να αντισταθούμε αλλά και να ρίξουμε τους Εγγλέζους στη θάλασσα τις πρώτες δέκα μέρες, εάν το Π.Γ. του ΚΚΕ δεν μας εμπόδιζε. Ο λόγος που δεν μας άφησαν ήταν ότι εξακολουθούσαν να θεωρούν τους Άγγλους συμμάχους και γι’ αυτό είχαμε τη ρητή εντολή να μην πυροβολούμε τους Άγγλους στρατιώτες έως τις 22 του μηνός, τη στιγμή που εκείνοι ξεκίνησαν από την αρχή των συγκρούσεων τις δικές τους επιθέσεις.
Σ’ αυτές τις εντολές του Π.Γ., που έφταναν σε μας μέσω της αχτιδικής επιτροπής στην Καλλιθέα, ήμουν προσωπικά μάρτυρας, μιας και αποτελούσα συχνά τον σύνδεσμο ανάμεσα στο Σύνταγμά μας και στην Καθοδήγηση της Αχτίδας, που βρισκόταν σε συνεχή επαφή με τα μέλη του Π.Γ. Τελικά πολεμούσαμε χωρίς να γνωρίζουμε ποιος είναι ο τελικός μας σκοπός, με μόνη εντολή να προχωρήσουμε όσο γίνεται προς το κέντρο της πόλης, όπου είχε την έδρα της η Κυβέρνηση. Για όσους αιχμαλώτους πιάναμε, Έλληνες και Άγγλους, είχαμε την εντολή να τους αφήνουμε ελεύθερους. Και σε ό,τι αφορά τις σημαντικές πολιτικές, στρατιωτικές και οικονομικές προσωπικότητες που γνωρίζαμε ότι ανήκαν στο αντίπαλο στρατόπεδο, δεν υπήρχε καμμιά απολύτως απόφαση για την τύχη τους. Και γενικά υπήρχε η εντύπωση ότι θα έπρεπε να τους αφήσουμε ήσυχους και ασφαλείς. Όπως και έγινε. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι δεν υπήρχε ούτε ίχνος ταξικού-ιδεολογικού αγώνα αλλά μια γενική και θολή αίσθηση ότι ο χαρακτήρας του αγώνα μας δεν ήταν στο βάθος παρά μια διαμαρτυρία και μια εκδίκηση για τα αθώα θύματα της 3ης και 4ης του Δεκέμβρη.
Όσο για την προοπτική της κατάληψης της εξουσίας, δεν υπήρχε ούτε ίχνος σκέψης. Γιατί αν ήταν αυτός ο στόχος τους, γιατί θα κρατούσαν τον Άρη με τους δεκάδες χιλιάδες έμπειρους αντάρτες να ξύνουν αμήχανοι τα γένια τους εκατοντάδες χιλιόμετρα από την Αθήνα, ενώ εκεί υποτίθεται ότι θα κρινόταν η τύχη της Εξουσίας; Εμείς τα αμούστακα παιδάκια θα κρίναμε ένα τόσο σοβαρό πρόβλημα όπως είναι η κατάληψη της εξουσίας;
«Κρατούσαμε μόνο από πείσμα»
Ο μέσος όρος ηλικίας των παιδιών του Εφεδρικού ΕΛΑΣ ήταν περίπου 20 ετών. Ο Συνταγματάρχης ήταν 25, ο Ταγματάρχης 23 και ο Λοχαγός, όπως εγώ, 19! Οι σφαίρες μας ήταν μετρημένες, τα ρούχα μας κουρέλια, τα παπούτσια μας σκισμένα, το φαγητό μας στο τέλος ανύπαρκτο. Κρατούσαμε όμως μόνο από πείσμα, ενώ οι απώλειές μας σε νεκρούς και τραυματίες ξεπερνούσαν το 50% των δυνάμεών μας. Και επειδή ανέφερα τραυματίες, οι περισσότεροι πέθαιναν ξαπλωμένοι στο χώμα αβοήθητοι, με τη βροχή και το χιόνι να σκεπάζουν τους βόγγους και τις πληγές τους.
Όσοι πιάνονταν σκοτωνόταν επί τόπου. Στα σπίτια μέσα αποφεύγαμε να μπαίνουμε για να μην… ενοχλήσουμε. Οι πιο πολλοί στο λόχο μου ήμαστε τελειόφοιτοι γυμνασίου και φοιτητές. Είχαμε ιδανικά. Αγαπούσαμε τους ανθρώπους. Στη Νέα Σμύρνη πιάσαμε 200 αστυνομικούς, όλοι πήγαν στα σπίτια τους. Τον αστυνόμο της Ασφάλειας τον πήγα ο ίδιος στο δικό του. Μετά τέσσερα χρόνια όμως ήρθε ο ίδιος και με συνέλαβε στο σπίτι μου. Τέτοιοι ήμασταν εμείς. Ίσως βλάκες… Πιθανόν, γιατί ζούσαμε με τη σκέψη μας σε μια διαφορετική Ελλάδα. Που όσοι τη ζήσαμε τότε, αλλά δυστυχώς επιζήσαμε, μετανιώνουμε κάθε στιγμή γι’ αυτό το κακό που μας βρήκε.
«Μας πετσοκόψανε για το ευχαριστώ»
Στις συνοικίες που ελέγχαμε, γνωρίζαμε όπως είπα πού κάθεται ο α και ο β σημαντικός πολιτικός, στρατιωτικός ή οικονομικός παράγοντας. Πού ανήκει και ποιον ρόλο θα έπαιζε σε περίπτωση που θα βρισκόταν στη δική μας θέση. Και όμως, δεν πειράξαμε ούτε μια τρίχα του κεφαλιού τους. Γιατί να το κάναμε άλλωστε; Μήπως το κόμμα μας είχε στόχο την κόκκινη εξουσία, όπως μας κατηγορούν, μέσα στην οποία οι πρώτοι που θα έπρεπε να εξοντωθούν βρισκόταν τότε κάτω από την απόλυτη κυριαρχία μας; Και φυσικά όταν οι κύριοι αυτοί απέκτησαν εξουσία και δύναμη κι εμείς βρεθήκαμε γυμνοί στα χέρια τους, μας πετσοκόψανε για το ευχαριστώ. Κι από πάνω μας γεμίσανε με λάσπη, ότι δήθεν ήμασταν σφαγείς, ενώ απλούστατα ήμασταν ηλίθιοι, γιατί εξακολουθούσαμε να πιστεύουμε μαζί μα το κόμμα ότι η Μάχη του Δεκέμβρη δεν ήταν παρά μια παρένθεση και ότι θα τα ξαναβρίσκαμε με τον Παπανδρέου και τους Άγγλους χάρη στην εθνική ενότητα, ενώ σύμφωνα με το σχέδιο του Τσώρτσιλ είχαμε πέσει για τα καλά στη μεγάλη παγίδα που μας έστησε για να διαιρεθεί ο λαός μας οριστικά και να οδηγηθούμε στον αδελφοκτόνο πόλεμο.
Ήμασταν ρομαντικοί, αφελείς και ανώριμοι, εύκολα και απλά παιχνιδάκια στα χέρια των ξεσκολισμένων αποικιοκρατών, όπως οι Άγγλοι διπλωμάτες, που διοικούσαν επί αιώνες τη μισή ανθρωπότητα. Και πολύ φοβάμαι ότι αυτό γίνεται και σήμερα, όπως χτες και προχτές, για να μη φτάσουμε στο ’21…
Αναδημοσίευση από http://www.paraskevi13.com/?p=26254
Ο Γεώργιος Σεφέρης |
«Ο υστερισμός της αυτοκαταστροφής»
Κυριακή, 3 Δεκέμβρη. Οδός Κυδαθηναίων
Προχτές κυβερνητική κρίση· παραίτηση των αριστερών υπουργών πάνω στο στρατιωτικό.
Σήμερα ηλεχτρικό δεν υπάρχει· γενική απεργία. Συλλαλητήριο: νεκροί.
Δευτέρα, 4 Δεκέμβρη
Κηδεία των νεκρών του χτεσινού συλλαλητηρίου. Χτυπιούνται στο Θησείο.
Τετάρτη, 6 Δεκέμβρη. Τ’ Άι-Νικόλα
Μαύρη μέρα. Από την αυγή ο αλληλοσπαραγμός.
Τα προαισθήματά μου και οι βραχνάδες, εδώ και δυόμισι χρόνια, βγαίνουν αληθινά.
Ξύπνησα κατά τις 05.00’ από βαριούς, αραιούς κρότους: όλμοι ή χειροβομβίδες. Άνοιξα το παράθυρό μου, που βλέπει προς την Ακρόπολη. Πάνω στον ουρανό που χάραζε, βόλια βυσσινιά από τ’ αριστερά προς τα δεξιά. Από το δρόμο, κάπου, μια απόμακρη φωνή χωνιού, μόνο δυο λέξεις άρπαξε τ’ αυτί μου: «…το αίμα… του λαούουου…»
Σε λίγο όλο το σπίτι ήταν στο πόδι· στο δωμάτιο των παιδιών της Ιωάννας, πάνω από το δικό μου, ένα βόλι πήγε και σφηνώθηκε στον τοίχο πάνω από το κρεβάτι. Όλμοι, πολυβόλα και λιανοτούφεκα δυνάμωσαν στ’ αναμεταξύ και δε σταμάτησαν.
Από το παράθυρο του γραφείου, μέσ’ απ’ τα κλειστά παντζούρια φαινότανε καθαρά η οδός Κυδαθηναίων. Ελασίτες κρατούσαν τις γωνιές. Στη γωνιά Κόδρου, τρεις χαρακωμένοι στο αυλόγυρο της Σωτήρας· ο ένας με πολιτικά κι ένα βραχύκανο, φαίνεται ο αρχηγός τους από τον τρόπο που του φέρνουνται οι άλλοι. Μάτι κυνηγού που έχει στήσει καρτέρι. Μια στιγμή βγάζει τσιγάρο· το βάζει σε μια κοντή πίπα και ψάχνεται για σπίρτα· ο άλλος του δίνει φωτιά. Στη γωνιά Νίκης, ένας παραφυλάει μπρούμουτα στραμμένος προς το Σύνταγμα· κοντά του, καθισμένος αμέριμνα στο πεζούλι ενός χαμηλού παραθύρου, ένας άλλος, άοπλος, παίζει με τα χέρια του. Σε λίγο, όταν γύρισα πάλι στο παράθυρο, ο Ελασίτης της γωνιάς Νίκης σκοτωμένος με το χέρι στο μέτωπο κρατώντας ένα μαντίλι χακί, λίγο παραπάνω από την πόρτα μας. Το όπλο του είχε μείνει στη θέση που τον πρωτοείδα, πλάι σ’ ένα αυλάκι αίμα, και παρακάτω το κράνος του.
Νωρίς μετά το μεσημέρι θόρυβος από τανκ· ένα από την οδό Πέτα· ένα άλλο κατέβηκε το στενό δρόμο Κυδαθηναίων σπάζοντας τις πέτρες του πεζοδρόμιου, πίσω του Άγγλοι αλεξιπτωτιστές με βυσσινιά σκουφιά. Λένε μεταξύ τους: «Come along, boys», δείχνουν κάτι και προχωρούν.
Νυχτώνει· πάλι στο παράθυρο του γραφείου. Ο πρωινός σκοτωμένος δεν είναι πια στη θέση του· τον έχει αντικαταστήσει ένας άλλος. Ένας διαβάτης προχωρεί δειλά, τον βλέπει και γυρίζει πίσω. Μένει μόνο ένα άσπρο σκυλάκι που τρέχει και χάνεται.
Πέμπτη, 7 Δεκέμβρη
Όλη τη νύχτα πυροβολικό· κατά τον Αρδηττό. Στον ουρανό λίγες σφαίρες σαν αναμμένα κάστανα. Τώρα, 12.30’, ησυχία έπειτα από σποραδικό τουφεκίδι ή πολυβολισμούς. Από το μέρος Κυδαθηναίων, κάτω από το γραφείο, ερημιά. Ο χτεσβραδινός σκοτωμένος ακόμη στη θέση του, πεσμένος μπρούμουτα. Χακί παντελόνι και μαβί κοντοσάκακο που αφήνει να φαίνεται μια γυμνή λουρίδα από τη μέση του. Δυο γυναίκες βγαίνουν στον αυλόγυρο της Σωτήρας· μια γριά κι ένα κοριτσάκι· τα μάτια της μικρής σαν τα μάτια τρομαγμένου ποντικού, κατάμαυρα. Κοιτάζουν ολοτρόγυρα, βλέπουν το σκοτωμένο, κάτι λένε, σταυροκοπιούνται και φεύγουν. Από το άλλο μέρος της Σωτήρας, το μπροστινό, λίγοι άνθρωποι τρυπώνουν σ’ ένα μαγαζί σα νυφίτσες και βγαίνουν κρατώντας κάτι στο χέρι.
Κάπου-κάπου μια σφαίρα ή μια ριπή πολυβόλου.
Άγγλοι με βυσσινιά σκουφιά περνούν. Προφυλάγουνται στα κουφώματα, ή στέκουνται στη μέση του δρόμου με μιτραγιέτες. Δεν έχουν το νευρικό ή τεντωμένο ύφος των δικών μας. Ένας, καθώς περιμένει, ξύνει το νύχι του.
Κανόνι· βαριές κανονιές από μακριά.
Ένα φορτηγό αυτοκίνητο στάθηκε μπροστά στην πόρτα μας, μ’ ένα άσπρο χαρτί κολλημένο στο μέτωπο όπου είναι ζωγραφισμένο με μπλε μολύβι το γράμμα Χ. Πίσω του κάτι αλητόπαιδα κι ένας χωροφύλακας με κράνος κι ένα τουφέκι υπερβολικά μακρύ για τα χρόνια μας. Μια γυναίκα με άσπρα μαλλιά μισανοίγει τα παντζούρια από το αντικρινό υπόγειο· τους κάνει νόημα να πάρουν το σκοτωμένο δείχνοντας τη μύτη της, όπως όταν θες να πεις πως κάτι βρωμά. Οι άλλοι σηκώνουν τους ώμους και φεύγουν. Μένουν οι Άγγλοι μ’ έναν ηλικιωμένο της γειτονιάς που κάνει χειρονομίες απελπισμένου. Φεύγουν κι αυτοί κατά την οδό Φιλελλήνων· η γυναίκα από το υπόγειο τους φωνάζει: «God bless you».
Τ’ απόγεμα μεγάλη κίνηση στο δρόμο μας. Ένα μικρό αγγλικό αρχηγείο εγκαθίσταται στ’ αντικρινό μας σπίτι. Μας ζητούν να τους δώσουμε ένα ισόγειο διαμέρισμα για πρόχειρο χειρουργείο· πήραν το εμπρός· οι ένοικοι έχουν φύγει προτού αρχίσουν οι ταραχές· λένε πως ήταν εαμίτες. Οι Άγγλοι έρχουνται πάνω και κάνουν εγκατάσταση συρμάτων από τα παράθυρα για το φως και τον ασύρματο. Οι αξιωματικοί πολύ απασχολημένοι, κλειστοί, χωρίς ευγένεια στους τρόπους· οι άντρες καλύτεροι. Ένας που δένει τα σύρματα μου λέει: «Δε μας αρέσει αυτή η δουλειά, αλλά πρέπει να την κάνουμε» (εννοούσε τούτο τον πόλεμο).
Kαταστροφή και σκοτωμός
Παρασκευή, 8 Δεκέμβρη
Βγήκα με τον Άγγελο. Φιλελλήνων, Σύνταγμα, Σταδίου ως την οδό Κοραή· τα πράγματα μοιάζουν πιο ήσυχα. Από τις ταράτσες Φιλελλήνων σποραδικές ριπές πολυβόλων. Λίγοι χωροφύλακες στους δρόμους ή παιδιά με σήματα οργανώσεων στο μπράτσο, που ζητούν ταυτότητες. Πρόσωπα κουρασμένα, ρουφημένα, αξούριστα. Δυο-τρεις γνωστοί· άλλοι για να ψουνίσουν, άλλοι για να χαζέψουν. Δε βρήκαμε ν’ αγοράσουμε τίποτε άλλο παρά λίγα γλυκά.
Σάββατο, 9 Δεκέμβρη
Το πρωί στο Υπουργείο· καμιά δουλειά. Ελάχιστοι υπάλληλοι συζητούν. Πέρασα από του Γ. Καρτάλη· μακριά συζήτηση, που δε φωτίζει τίποτε.
Κυριακή, 10 Δεκέμβρη
Από τις 05.30’ μεγάλο κακό τριγύρω στο σπίτι: κανόνια, πολυβόλα, από τη μεριά της Ακρόπολης και από τη μεριά του Μακρυγιάννη. Αργότερα έμαθα πως το μέτωπο ήταν: Αναφιώτικα – Μακρυγιάννη – Νεκροταφείο. Τώρα, 15.15’, ο μεγάλος σάλαγος έχει περάσει, έτοιμος να ξαναρχίσει κάθε τόσο· τα πολυβόλα κρατούν το ίσο· αεροπλάνα φέρνουν γύρα την Ακρόπολη. Σήμερα δεν είχαμε ψωμί το μεσημέρι. Φούρνοι κλειστοί, μπακάληδες άδειοι· τι θα κάνει ο φτωχόκοσμος; Καταστροφή και σκοτωμός. Οι πιο προφυλαγμένοι, εκείνοι που θα έπρεπε να πληρώσουν πρώτοι· όπως πάντα.
Έχω την εντύπωση ότι βρίσκομαι στο προσκέφαλο ενός ετοιμοθάνατου, ανάμεσα σε υστερικούς τρελούς που τους κατέχει η μανία να τον αποτελειώσουν μια ώρα αρχύτερα. Καθένας έχει αφεθεί στους αυτοματισμούς του και στην αντοχή των νεύρων του, όση κι αν είναι.
Κάτω στο μικρό χειρουργείο πολλοί λαβωμένοι το πρωί. Δυο, πάνω στο σπίτι των Τσάτσων, περιμένουν με πρόχειρους επιδέσμους· ο ένας, λένε, μπορεί να χάσει το πόδι του.
Όλες αυτές τις μέρες τρομερή κρίση μέσα μου· αδύνατο να γράψω τώρα για όλα αυτά.
Ωστόσο, το σκεπτόμουνα με τη Μαρώ χτες βράδυ, δεν το μετάνιωσα που γύρισα στην Αθήνα.
Δευτέρα, 11 Δεκέμβρη
Σήμερα μιλούν για γενική επίθεση του ΕΛΑΣ από το βορρά. Αναφέρουν χτεσινή σύγκρουση των ελασιτών με την Ορεινή Ταξιαρχία στην Καισαριανή. Βαριές απώλειες, καθώς λένε, των ελασιτών: 300 νεκροί. Το κράτος των Αθηνών είναι ακόμη πολύ περιορισμένο: Από το Κολονάκι στην Ομόνοια (διασταύρωση Ασκληπιού – Σκουφά κατέχεται από ελασίτες). Πατησίων ως το Μουσείο· οδός Πειραιώς μόνο η αρχή. Πρέπει να τελειώνει το ταχύτερο τούτη η ιστορία, ειδεμή δε θα μείνει κανένας στην Ελλάδα.
Κάθε τόσο, τριγύρω στο σπίτι τουφεκίδι, θαρρείς στην τύχη.
Τρίτη, 12 Δεκέμβρη
Νωρίς απομεσήμερο, καθώς κοιτάζω από το παράθυρο κατά τη Σωτήρα, βλέπω έναν Άγγλο στρατιώτη να κάνει νόημα σ’ έναν άλλον· ένα σοβαρό νόημα. Από το βάθος του δρόμου ξεπρόβαλε ένα καροτσάκι· το τραβούσε ένας εργατικός, ένας άλλος περπατούσε στο πλάι του. Από την κάσα του καροτσιού ξεπερνούσαν δυο ανθρώπινα πόδια μόνο με κάλτσες· πιο ψηλά από τις κάλτσες ξεχώριζε μια μαβιά σάρκα κι ένα πανί με αράδες σκέπαζε όλο το υπόλοιπο κορμί: Ο αδιαφόρετος θάνατος που σεργιανά με το καρότσι στους δρόμους. Ο υστερισμός της αυτοκαταστροφής σ’ όλη τη χώρα.
Νέοι που προτιμούν το αυτόματο όπλο από την ανθρωπιά· γέροι, ξεμωραμένοι σαράφηδες· στ’ αναμεταξύ ένα κοπάδι που το συγκλονίζει ο πανικός φόβος. Ποιος μπορεί να καθίσει και να λογαριάσει ψύχραιμα τα δεδομένα της τρομακτικής κρίσης που ζούμε αυτές τις μέρες.
Κυριακή, 17 Δεκέμβρη
Το τερατώδες είναι ότι μέσα σ’ αυτό το σπαραγμό δεν μπορείς να στηριχτείς ούτε σε μια φωτεινή στιγμή κανενός. Οι καλύτεροι σε βαθιά απόγνωση· αυτοί είναι και οι πιο αδύνατοι. Οι άλλοι, ρομπότ: ρομπότ του μίσους και της καταστροφής ή ρομπότ της κατεργαριάς: δεν έχω τη διάθεση να σημειώσω, όπως άλλοτε, τα καθημερινά περιστατικά που δείχνουν ως πού μπορεί να φτάσει ο ξεπεσμός.
Αδύνατο να γράψω· αδύνατο να διαβάσω· τα νεύρα βυθισμένα μέσα σ’ αυτή τη φρίκη, όπως μέσα σ’ ένα ποτήρι νερό.
Από μια εβδομάδα χωρίς νερό, το ψωμί ανύπαρχτο, οι μπακάληδες αδειανοί· τους σκοτωμένους τους θάβουν επί τόπου. Ο Βασιλικός Κήπος βρωμά. Χτες οι όλμοι ή οι οβίδες των 75, που πέφτουν εδώ και κάμποσες μέρες τριγύρω στην «Μπρετάνια», σκότωσαν τρεις-τέσσερεις ανθρώπους στην οδό Φιλελλήνων, απέναντι στη Ρούσικη εκκλησιά, την ώρα που βγαίνει ο κόσμος για να ψουνίσει κατά τις 12.30’. (Η κυκλοφορία επιτρέπεται 12-14.) Σήμερα, καθώς περνούσα για να πάω στο Υπουργείο, το αίμα έμενε ακόμη εκεί απλωμένο στο πεζοδρόμιο και στον τοίχο. Γυρίζοντας σπίτι, μπροστά στην πόρτα, ένα τζιπ· στο πίσω κάθισμα ένα σώμα αναγερτό με το ξανθό κεφάλι κρεμασμένο, όθε έτρεχε το αίμα όπως αδειάζεις ένα αιγινήτικο κανάτι. Διάκρινα τ’ αστέρια ενός Εγγλέζου λοχαγού και είδα το πρόσωπό του. Η μύτη και το στόμα ήταν ένα κομμάτι κρέας, σα να τα είχε οργώσει με τα νύχια του αρπαχτικό όρνιο.
Δευτέρα, 18 Δεκέμβρη
Νυχτώνει· κρότοι της μάχης που άρχισε από τις 04.30’. Πολυβόλο, όπως χτυπάς ένα χάρακα πάνω σε τραπέζι με ρυθμό μετρονόμου. Πιο πίσω άλλα βόλια σα ν’ αδειάζεις ένα σακούλι όσπρια σε μπρούτζινο σινί και βαρύτεροι βρόντοι σα να καρφώνουν ή να ρίχνουν σ’ ένα αμπάρι μεγάλες αδειανές κάσες. Αεροπλάνα στριφογυρνούν στον αέρα, βουτούν και αδειάζουν τα πολυβόλα τους. Αρχίζει η τρίτη εβδομάδα του πολέμου. Στο κάτω σπίτι τρεις νεκροί: ένας πατέρας και δυο παιδάκια από όλμο στην οδό Αδριανού.
Ο Ουίστον Τσόρτσιλ στην Αθήνα |
Τρίτη, 19 Δεκέμβρη
«Οι απαίσιοι, οι πεπωρωμένοι, οι ελεεινοί!» Αυτά για κάποιους λίγο-πολύ ημιεπίσημους αγγλικούς και αμερικάνικους κύκλους. Με κοιτάζουν σα να ρωτούν. Λέω: «Δεν πρόκειται αν είναι αυτοί πεπωρωμένοι, αλλά τι πρέπει να κάνουμε εμείς.» – Ο θυμός ξεφουσκώνει, τα χέρια που χειρονομούσαν πέφτουν. – «Α! αυτό είναι άλλο ζήτημα…» ψιθυρίζουν. Συνηθισμένες αντιδράσεις για τις μέρες που ζούμε στην Ελλάδα. Γεμίζουν μ’ έξαλλα λόγια και θυμό το κενό της απόφασης – και νομίζουν πως σκέπτονται.
Αίσθημα πολιτικής απομόνωσης. Φριχτό αίσθημα.
Τετάρτη, 20 Δεκέμβρη
Όλες ετούτες οι μέρες πεντάμορφες, γλυκύτατες· εννοώ αν μπορούσε κανείς να τις κοιτάξει. Γιατί υπάρχει η φρίκη που σκεπάζει τα μάτια. Όχι όπως τη φαντάζεται κανείς σε ώρες εφιαλτικές, αλλά με το γνώριμο πρόσωπο του φίλου, του συγγενή, του καθημερινού διαβάτη.
Φριχτό αίσθημα πως είμαι άχρηστος και μόνος ανάμεσα σε τρελούς και ψεύτες.
Σήμερα μια προκήρυξη που έριξαν τα αεροπλάνα: οι εχθροί χρησιμοποιούν κανόνια· από αύριο στις 09.00’, τα κανόνια θα καταστρέφουνται με κάθε μέσο, της στεριάς, του αέρα, της θάλασσας· οι πληθυσμοί που κατοικούν σε ακτίνα 500 μέτρων από τη θέση κανονιού πρέπει να φύγουν. Αποτέλεσμα: έξαλλοι άνθρωποι στους δρόμους με μπογαλάκια, με μωρά στα χέρια, γριές κοιτάζοντας πού να τρυπώσουν. Αυτοί οι άνθρωποι ζούνε, ένας θεός το ξέρει, χωρίς φαΐ, χωρίς κάρβουνο, χωρίς φως εδώ και δεκαπέντε μέρες, αφήνοντας κατά μέρος τα χρόνια της σκλαβιάς. Το μόνο που τους έμενε, μια στέγη· πάει κι αυτό· πόλεμος γίνεται.
«Η Ελλάδα, αλίμονο η Ελλάδα»
Πέμπτη, 21 Δεκέμβρη
Πρέπει ν’ αναβάλουμε το γιόρτασμα των Χριστουγέννων, έλεγε κάποιος Άγγλος τις προάλλες. Ποιων Χριστουγέννων;
Δεν έχει σκοτεινιάσει ακόμη. Αυτές οι ώρες μετά το μεσημέρι είναι οι καλύτερες· κουράζουν οι νύχτες χωρίς φως. Σήμερα, ίσως πρώτη φορά από τότε που άρχισε το κακό, διάβασα λίγο. Στο βάθος, κάπου πίσω από το Ζάππειο και τον Φιλόπαππο, βαριοί γδούποι από κανόνια και εκρήξεις. Αεροπλάνα πολυβολούν. Η Ελλάδα, αλίμονο η Ελλάδα: ένα σταυρωμένο κορμί κι όλοι το καρφώνουν, λυσσασμένοι.
Κατά βάθος προβλήματα και λάθη όπως εδώ κι ένα χρόνο. Δεν έχω εκπλήξεις, κι όμως το να μην ξαφνίζεσαι σε κάνει ύποπτο. Έπρεπε να γίνει τούτο το μακελειό για να μάθουν εδώ την πείρα της Μέσης Ανατολής, αν τη μάθουν ποτέ.
Κυριακή, Παραμονή Χριστουγέννων
Κλείνει η Τρίτη εβδομάδα του πολέμου. Η Πλάκα οπωσδήποτε ήσυχη. Αλλά τριγύρω, ατέλειωτα, ο θόρυβος της μάχης. Οι δρόμοι γεμάτοι πρόσφυγες. Διηγούνται φρικιαστικές σκηνές: ομήρους, εκτελέσεις.
Άρρωστος από προχτές: ρίγη και πόνοι. Κάνει κρύο. Levesque εδώ ως τις 16.00’. Μου δείχνει τις μεταφράσεις του· κάποτε πολύ καλές, υποθέτω: αισθάνομαι τέλεια ανικανότητα να κρίνω μετάφραση από οτιδήποτε δικό μου. Μιλάμε για τον Σικελιανό που είδε: είναι, μου είπε, με το μέρος εκείνων που σκοτώνουνται. Αλλά φτάνει άραγε να σκοτώνεσαι; Τι άλλο έκανε η χιτλερική νεολαία.
Το καλύτερο σήμερα: από την κάμαρά μου άκουσα θαμπά και απόμακρα φωνές παιδιών – τα κάλαντα.
Δευτέρα, Χριστούγεννα
Ψάχνω να βρω ένα χωρίο του Αισχύλου και πέφτει το μάτι μου στο «Ίτε παίδες Ελλήνων…» – Αλίμονο.
Θυμούμαι όλες τούτες τις μέρες:
I said to my soul, be still, and wait without hope
For hope would be hope for the wrong thing; wait
without love
For love would be love of the wrong thing; there is
yet faith…
The wrong thing είναι σίγουρο, ό,τι και να διαλέξεις σήμερα.
Μετά το βραδινό φαγητό μαθαίνω για το τηλεφώνημα περί Churchill στον «Ajax» το πολεμικό. Η αυτοκρατορία μοιάζει να συγκινείται σοβαρά από τα ελληνικά πράγματα. Πρώτη φορά στην ιστορία μας τόσο σοβαρό δείγμα: Βάζει εμπρός το σώμα του πρωθυπουργού της.
Τρίτη, 26 Δεκέμβρη
Υπουργείο Εξωτερικών. Περίεργο, δεν αναμετρούν τη βαρύτητα του ταξιδιού του Churchill. Προτιμούν να πιστέψουν τη φήμη που έχει πλατιά κυκλοφορήσει ότι πρόκειται για έναν ενδιάμεσο σταθμό στον πηγαιμό του κάπου αλλού, για να συναντήσει Ρούζβελτ και Στάλιν. Ταξίδι Churchill ανήμερα Χριστούγεννα, μόνο για την Ελλάδα, τους φαίνεται υπέρογκο. Άλλοι φοβούνται συνδιαλλαγή με τους αντάρτες, άλλοι πως ήρθε ο Churchill για να κομίσει γην και ύδωρ: Μετρούν με τα ντόπια μέτρα.
Απόγευμα σύσκεψη στο Υπουργείο Εξωτερικών: Churchill. Παρόντες ακόμη ο Macveagh, ο Baelen και ο Popov – η Διεθνής Τροπή.
Τετάρτη, 27 Δεκέμβρη
Συνέχεια σύσκεψης. Αντάρτες αδιάλλακτοι· κανένα αποτέλεσμα. Αντιβασιλεία.
Παρασκευή, 29 Δεκέμβρη
Μου διηγούνται: Ένας Άγγλος αξιωματικός κι ένας Έλληνας στη γραμμή της μάχης. Απέναντί τους ένας μικρόσωμος εαμίτης πυροβολούσε και σταυροκοπιούνταν πριν από κάθε ριξιά.
- Τι κάνει αυτός; ρώτησε ο Άγγλος.
- Κάνει το σταυρό του και μας πυροβολεί.
- Μα δεν μπορεί, θα είναι κατά λάθος μ’ αυτούς.
Ο Έλληνας τον σάρωσε με μια ριπή.
- Κρίμα, είπε ο Άγγλος, στερήσατε την πατρίδα σας από κάποιον που θα γίνουνταν καλός πολίτης.
Ο R. Levesque εδώ· τον βοηθώ όσο μπορώ στις μεταφράσεις του. Σε μια διακοπή θυμάται τον ισπανικό πόλεμο· ανθρώπους καταδικασμένους σε θάνατο από τις δυο μεριές. Ξαναθυμήθηκα τον Lorca. Ο σκοτωμός του μου άφησε την αίσθηση της ηλίθιας καταστροφής· σα να είχαν ξεθεμελιώσει βάναυσα κι αδιάντροπα μιαν ολόκληρη πολιτεία.
Σάββατο, 30 Δεκέμβρη
Σκοτωμοί, πρόσφυγες, κρύο, κι αυτό το γάβγισμα του πολυβόλου. Το πρωί τηλεγράφημα από το Λονδίνο. Ο βασιλιάς διορίζει τον Δαμασκηνό αντιβασιλέα. Η πολιτική ιντελιγκέντσια έχει χρεοκοπήσει πέρα για πέρα στην Ελλάδα.
Τον Δαμασκηνό τον γνώρισα λίγο, αφού γύρισα. Έχει μια στερεή φρονιμάδα χωρικού, τούτο τουλάχιστο, δύναμη. Είναι δημοκρατικός· όχι φανατικός μαινόμενος· και τούτο πλεονέκτημα. Πήγαμε και τον είδαμε. Τον ρωτήσαμε πώς του φαίνεται η αντιβασιλεία· μας αποκρίθηκε με την ακόλουθη παραβολή:
- Σαν ήμουν μικρός, το σχολειό μου ήταν στο άλλο χωριό, μιάμιση ώρα δρόμος από το δικό μου. Κάποτε μου πήραν καινούρια τσαρούχια για τη Λαμπρή. Τά ’βαλα στο δισάκι μου και ξεκίνησα για το σχολειό μου με τα παλιά, για να μην τα χαλάσω. Όμως κάθε τόσο σταματούσα, τά ’βγαζα απ’ το δισάκι μου, τα χάιδευα και τα καμάρωνα τα καινούρια μου τσαρούχια. Εκείνη τη μέρα έβαλα τρεις ώρες ως το σχολειό μου. Η αντιβασιλεία είναι σαν τα καινούρια μου τα τσαρούχια.
Ήταν πλαγιασμένος στο κρεβάτι του, υπερβολικά μεγάλος για τη στενή κάμαρα, καθώς μου φάνηκε. Τα μάτια του έλαμπαν καθώς μας διηγούνταν αυτή την ιστορία· είχε κέφι. Δεν ξέρει καμιά ξένη γλώσσα· μόνο σαν το έστειλαν εξορία στη Φανερωμένη, στη Σαλαμίνα, αποστήθισε, για να περάσει την ώρα, υποθέτω, ένα γαλλικό λεξικό.
Ο αρχαιολόγος που εξακολουθεί να νομίζει πως τ’ ακρωτηριασμένα σώματα δεν είναι τίποτε άλλο παρά σπασμένα αγάλματα κ.τ.λ., κ.τ.λ.
Κυριακή, 31 Δεκέμβρη
Υπουργείο Εξωτερικών: Ορκωμοσία αντιβασιλέως. Έπειτα στη Γαλλική Πρεσβεία.
Μίκης Θεοδωράκης: «Εμείς τα αμούστακα παιδάκια…»
Στις μάχες του Δεκέμβρη πήρε μέρος και ο Μίκης Θεοδωράκης. Τη δική του εμπειρία κατέγραψε σε αφιέρωμα της εφημερίδας «ΤΑ ΝΕΑ».
Η Μάχη του Δεκέμβρη του 1944 κράτησε 33 μέρες. Συμμετείχα σε όλη τη διάρκειά τους, στην αρχή ως διμοιρίτης και από τη μάχη στου Μακρυγιάννη έως το τέλος ως καπετάνιος του Πρώτου Λόχου του Πρώτου Τάγματος στο Πρώτο Σύνταγμα του Εφεδρικού ΕΛΑΣ, που είχε έδρα του στην Άνω Νέα Σμύρνη.
Ο οπλισμός μας ήταν απλά τουφέκια, χειροβομβίδες και από 2-3 μυδράλια και όλμους σε κάθε διμοιρία.
Η εκπαίδευσή μας ήταν στοιχειώδης και ουσιαστικά έγινε στη διάρκεια της Κατοχής και μέσα από τις συγκρούσεις μας με τους Γερμανούς και κυρίως τους ταγματασφαλίτες. Εκεί εφαρμόζαμε την τακτική του ανταρτοπολέμου αποφεύγοντας τις μετωπικές αντιπαραθέσεις, λόγω τις συντριπτικής υπεροχής των αντιπάλων μας.
Όμως στα Δεκεμβριανά είχαμε απέναντί μας στον Βρετανικό Στρατό, τους Ινδούς, τους Σχηρ, τους συνεργάτες των Γερμανών χωροφύλακες και τους «Τσολιάδες», εφοδιασμένους με εικοσαπλάσιο από εμάς εξοπλισμό, καλά εκπαιδευμένους και υποστηριζόμενους από τανκς, αεροπορία και τα κανόνια του αγγλικού στόλου από το Φάληρο. Δεν μπορώ να ξέρω ακριβώς πόσοι ήμαστε, όμως γενικά η δύναμή μας υπολογιζόταν σε 20.000 σε Αθήνα, Πειραιά και συνοικίες. Ο Μόνιμος ΕΛΑΣ ουσιαστικά ήταν απών.
«Να ρίξουμε τους Εγγλέζους στη θάλασσα»
Και όμως εμείς του Εφεδρικού ΕΛΑΣ δείξαμε ότι είχαμε τη δύναμη όχι μόνο να αντισταθούμε αλλά και να ρίξουμε τους Εγγλέζους στη θάλασσα τις πρώτες δέκα μέρες, εάν το Π.Γ. του ΚΚΕ δεν μας εμπόδιζε. Ο λόγος που δεν μας άφησαν ήταν ότι εξακολουθούσαν να θεωρούν τους Άγγλους συμμάχους και γι’ αυτό είχαμε τη ρητή εντολή να μην πυροβολούμε τους Άγγλους στρατιώτες έως τις 22 του μηνός, τη στιγμή που εκείνοι ξεκίνησαν από την αρχή των συγκρούσεων τις δικές τους επιθέσεις.
Σ’ αυτές τις εντολές του Π.Γ., που έφταναν σε μας μέσω της αχτιδικής επιτροπής στην Καλλιθέα, ήμουν προσωπικά μάρτυρας, μιας και αποτελούσα συχνά τον σύνδεσμο ανάμεσα στο Σύνταγμά μας και στην Καθοδήγηση της Αχτίδας, που βρισκόταν σε συνεχή επαφή με τα μέλη του Π.Γ. Τελικά πολεμούσαμε χωρίς να γνωρίζουμε ποιος είναι ο τελικός μας σκοπός, με μόνη εντολή να προχωρήσουμε όσο γίνεται προς το κέντρο της πόλης, όπου είχε την έδρα της η Κυβέρνηση. Για όσους αιχμαλώτους πιάναμε, Έλληνες και Άγγλους, είχαμε την εντολή να τους αφήνουμε ελεύθερους. Και σε ό,τι αφορά τις σημαντικές πολιτικές, στρατιωτικές και οικονομικές προσωπικότητες που γνωρίζαμε ότι ανήκαν στο αντίπαλο στρατόπεδο, δεν υπήρχε καμμιά απολύτως απόφαση για την τύχη τους. Και γενικά υπήρχε η εντύπωση ότι θα έπρεπε να τους αφήσουμε ήσυχους και ασφαλείς. Όπως και έγινε. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι δεν υπήρχε ούτε ίχνος ταξικού-ιδεολογικού αγώνα αλλά μια γενική και θολή αίσθηση ότι ο χαρακτήρας του αγώνα μας δεν ήταν στο βάθος παρά μια διαμαρτυρία και μια εκδίκηση για τα αθώα θύματα της 3ης και 4ης του Δεκέμβρη.
Όσο για την προοπτική της κατάληψης της εξουσίας, δεν υπήρχε ούτε ίχνος σκέψης. Γιατί αν ήταν αυτός ο στόχος τους, γιατί θα κρατούσαν τον Άρη με τους δεκάδες χιλιάδες έμπειρους αντάρτες να ξύνουν αμήχανοι τα γένια τους εκατοντάδες χιλιόμετρα από την Αθήνα, ενώ εκεί υποτίθεται ότι θα κρινόταν η τύχη της Εξουσίας; Εμείς τα αμούστακα παιδάκια θα κρίναμε ένα τόσο σοβαρό πρόβλημα όπως είναι η κατάληψη της εξουσίας;
«Κρατούσαμε μόνο από πείσμα»
Ο μέσος όρος ηλικίας των παιδιών του Εφεδρικού ΕΛΑΣ ήταν περίπου 20 ετών. Ο Συνταγματάρχης ήταν 25, ο Ταγματάρχης 23 και ο Λοχαγός, όπως εγώ, 19! Οι σφαίρες μας ήταν μετρημένες, τα ρούχα μας κουρέλια, τα παπούτσια μας σκισμένα, το φαγητό μας στο τέλος ανύπαρκτο. Κρατούσαμε όμως μόνο από πείσμα, ενώ οι απώλειές μας σε νεκρούς και τραυματίες ξεπερνούσαν το 50% των δυνάμεών μας. Και επειδή ανέφερα τραυματίες, οι περισσότεροι πέθαιναν ξαπλωμένοι στο χώμα αβοήθητοι, με τη βροχή και το χιόνι να σκεπάζουν τους βόγγους και τις πληγές τους.
Όσοι πιάνονταν σκοτωνόταν επί τόπου. Στα σπίτια μέσα αποφεύγαμε να μπαίνουμε για να μην… ενοχλήσουμε. Οι πιο πολλοί στο λόχο μου ήμαστε τελειόφοιτοι γυμνασίου και φοιτητές. Είχαμε ιδανικά. Αγαπούσαμε τους ανθρώπους. Στη Νέα Σμύρνη πιάσαμε 200 αστυνομικούς, όλοι πήγαν στα σπίτια τους. Τον αστυνόμο της Ασφάλειας τον πήγα ο ίδιος στο δικό του. Μετά τέσσερα χρόνια όμως ήρθε ο ίδιος και με συνέλαβε στο σπίτι μου. Τέτοιοι ήμασταν εμείς. Ίσως βλάκες… Πιθανόν, γιατί ζούσαμε με τη σκέψη μας σε μια διαφορετική Ελλάδα. Που όσοι τη ζήσαμε τότε, αλλά δυστυχώς επιζήσαμε, μετανιώνουμε κάθε στιγμή γι’ αυτό το κακό που μας βρήκε.
«Μας πετσοκόψανε για το ευχαριστώ»
Στις συνοικίες που ελέγχαμε, γνωρίζαμε όπως είπα πού κάθεται ο α και ο β σημαντικός πολιτικός, στρατιωτικός ή οικονομικός παράγοντας. Πού ανήκει και ποιον ρόλο θα έπαιζε σε περίπτωση που θα βρισκόταν στη δική μας θέση. Και όμως, δεν πειράξαμε ούτε μια τρίχα του κεφαλιού τους. Γιατί να το κάναμε άλλωστε; Μήπως το κόμμα μας είχε στόχο την κόκκινη εξουσία, όπως μας κατηγορούν, μέσα στην οποία οι πρώτοι που θα έπρεπε να εξοντωθούν βρισκόταν τότε κάτω από την απόλυτη κυριαρχία μας; Και φυσικά όταν οι κύριοι αυτοί απέκτησαν εξουσία και δύναμη κι εμείς βρεθήκαμε γυμνοί στα χέρια τους, μας πετσοκόψανε για το ευχαριστώ. Κι από πάνω μας γεμίσανε με λάσπη, ότι δήθεν ήμασταν σφαγείς, ενώ απλούστατα ήμασταν ηλίθιοι, γιατί εξακολουθούσαμε να πιστεύουμε μαζί μα το κόμμα ότι η Μάχη του Δεκέμβρη δεν ήταν παρά μια παρένθεση και ότι θα τα ξαναβρίσκαμε με τον Παπανδρέου και τους Άγγλους χάρη στην εθνική ενότητα, ενώ σύμφωνα με το σχέδιο του Τσώρτσιλ είχαμε πέσει για τα καλά στη μεγάλη παγίδα που μας έστησε για να διαιρεθεί ο λαός μας οριστικά και να οδηγηθούμε στον αδελφοκτόνο πόλεμο.
Ήμασταν ρομαντικοί, αφελείς και ανώριμοι, εύκολα και απλά παιχνιδάκια στα χέρια των ξεσκολισμένων αποικιοκρατών, όπως οι Άγγλοι διπλωμάτες, που διοικούσαν επί αιώνες τη μισή ανθρωπότητα. Και πολύ φοβάμαι ότι αυτό γίνεται και σήμερα, όπως χτες και προχτές, για να μη φτάσουμε στο ’21…
Αναδημοσίευση από http://www.paraskevi13.com/?p=26254