Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2011

Οι Σλαβομακεδόνες του Δ.Σ.Ε

Του Νίκου Μαραντζίδη 

Απόσπασμα από το βιβλίο «Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας, 1946-1949», σελ 57-61, Πηγές και παραπομπές στο βιβλίο 

Μαχητές και στελέχη του ΔΣΕ
(Αρχείο ΑΣΚΙ)
Σε ό,τι αφορά την εθνοτική ταυτότητα των μαχητών του ΔΣΕ εμφανιζόταν μεγαλύτερη ανομοιογένεια. Η μεγάλη διαίρεση ήταν ανάμεσα στους Σλαβομακεδόνες και τους Έλληνες. Το ΚΚΕ κατάφερε να κινητοποιήσει το τμήμα εκείνο των Σλαβομακεδόνων που βρίσκονταν κάτω από τον εδαφικό του έλεγχο. Σύμφωνα με γιουγκοσλαβικές πηγές και πηγές του Ελληνικού Γενικού Επιτελείου, οι Σλαβομακεδόνες αποτέλεσαν περίπου το 20-25% της συνολικής δύναμης του ΔΣΕ, δηλαδή περίπου 15.000-20.000 άτομα σε όλη τη διάρκεια του πολέμου. Πιο αναλυτικά, στα μέσα του 1947 υπολογίζονταν σε 5.200, δηλαδή περίπου στο ένα τέταρτο της δύναμης του Δημοκρατικού Στρατού. Ώς τα μέσα του 1948, φαίνεται πως είχαν ενταχθεί στο ΔΣΕ περίπου 14.000 Σλαβομακεδόνες. Κατά τα τέλη του 1948 συνιστούσαν το 30% περίπου της δύναμης του ΔΣΕ και προς το τέλος του Εμφυλίου ήταν πλειονότητα στις μονάδες του Γράμμου και του Βίτσι. Το στέλεχος του ΔΣΕ Παντελής Βαϊνάς και ο βρετανός Κρις Γουντχάουζ αναφέρουν πως το 1948 11.000 από τους 25.000 μαχητές του ΔΣΕ ήταν Σλαβομακεδόνες και στα μέσα του 1949 ο αριθμός αυτός ανήλθε σε 14.000 σε σύνολο 20.000 ανταρτών. Σε κάθε περίπτωση, αποτελούσαν την πιο σημαντική εθνοτική ομάδα μέσα στο ΔΣΕ.

Η συνύπαρξη των Σλαβομακεδόνων με τους υπόλοιπους ήταν προβληματική και δημιουργήθηκαν πολλές τριβές. Σε αντίθεση τόσο με την προπαγάνδα του Κόμματος, για «την ανοικοδόμηση της νέας ζωής στις λεύτερες σλαυομακεδόνικες περιοχές», όσο και με αυτή του ελληνικού κράτους, η ηγεσία του ΚΚΕ κάθε άλλο παρά με εμπιστοσύνη περιέβαλε τους Σλαβομακεδόνες του ΝΟΦ (Λαϊκού Απελευθερωτικού Μετώπου), τους οποίους αντιμετώπιζε ως καθυστερημένους πληθυσμούς, που είχαν ανάγκη διαφώτισης, και φρόντιζε να έχει υπό ασφυκτικό έλεγχο τα στελέχη τους. Με απόφαση της ηγεσίας του ΔΣΕ μετακινήθηκαν 900-1.000 περίπου σλαβόφωνοι μαχητές από την Έδεσσα, τη Φλώρινα και την Καστοριά προς τη Θεσσαλία και τη νότια Πίνδο, προκαλώντας έντονη δυσφορία σ’αυτούς που βρέθηκαν μακριά από τα σπίτια τους αλλά και έκδηλη αμηχανία στους έλληνες μαχητές του ΔΣΕ, που για πρώτη φορά αναγκάστηκαν να συνυπάρξουν μαζί τους, και στους ελληνικούς πληθυσμούς των περιοχών αυτών. Κατανοώντας μάλιστα η ηγεσία του Κόμματος το πολιτικό πρόβλημα που ανέκυψε, υποχρέωσε τους μαχητές αυτούς να μιλάνε ελληνικά, ειδικά μάλιστα όταν περνούσαν κοντά από κατοικημένη περιοχή. Διακρίσεις φαίνεται πως εμφανίζονταν ανάμεσα στους Έλληνες και τους σλαβόφωνους και στα θέματα των προαγωγών: «σε όλα τα πόστα είναι Έλληνες. Οι σλαβομακεδόνες αγωνίζονται και οι Έλληνες διοικούν» γκρίνιαζε ένας σλαβόφωνος μαχητής, γεγονός που και η ίδια η ηγεσία του ΚΚΕ είχε εντοπίσει ως «σοβινιστικό» πρόβλημα. Αρκετοί σλαβομακεδόνες κατώτεροι αξιωματικοί, μάλιστα, είχαν παραπονεθεί προς την ηγεσία του ΔΣΕ πως είχαν αδικηθεί στις προαγωγές μόνο και μόνο λόγω της εθνοτικής τους καταγωγής. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, την άνοιξη του 1948 ένας αριθμός από γνωστούς ηγέτες του ΝΟΦ απευθύνθηκε στο γιουγκοσλαβικό ΚΚ προκειμένου να βρει υποστήριξη. Αμέσως, ο γιουγκοσλάβος υπερ-υπουργός Αλεξάνταρ Ράνκοβιτς διαμαρτυρήθηκε στον Πέτρο Ρούσο πως το ΚΚΕ δεν αντιμετώπιζε τους Σλαβομακεδόνες ισότιμα με τους υπόλοιπους μαχητές. Τα πράγματα επιδεινώθηκαν για τους σλαβόφωνους μετά τη ρήξη του Τίτο με την Κομινφόρμ το καλοκαίρι του 1948. Ένας σημαντικός αριθμός εκκαθαρίσεων σημειώθηκε και μεγάλος αριθμός σλαβόφωνων τοποθετήθηκε στη λίστα των υπόπτων για προσχώρηση στην «τιτική προδοσία». Έγινε φανερό πλέον πως σημαντικός αριθμός των σλαβόφωνων του ΝΟΦ αντιμετώπιζε τα στελέχη του ΔΣΕ πρωτίστως ως Έλληνες και όχι ως κομουνιστές συντρόφους. Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης ήταν η δραματική αύξηση του αριθμού των λιποταξιών ανάμεσα στους σλαβομακεδόνες μαχητές. Οι λιποταξίες ήταν σημαντικά μεγαλύτερες στο σλαβόφωνο πληθυσμό σε σχέση με αυτές των Ελλήνων, λόγω της δυνατότητας των πρώτων να βρουν καταφύγιο στη Γιουγκοσλαβία καθώς «κείνος που πηγαίνει μέσα τον περιποιούνται και δεν τον ξαναστέλνουν στην Ελλάδα». Εντέλει, πολλοί Σλαβομακεδόνες είχαν γίνει αρνητικοί απέναντι στον αγώνα του ΔΣΕ, καλλιεργώντας μια «διαλυτική γραμμή» που φώναζε στους μαχητές: «μην πάτε κορόιδα να σκοτώνεστε άδικα στο ΔΣΕ». Ο ΔΣΕ επιχείρησε να στρατολογήσει Σλαβομακεδόνες και στη Βουλγαρία. Όμως εκεί απέτυχε πλήρως, καθώς οι βουλγαρικές αρχές δεν επέτρεψαν στις αποστολές που οργάνωσε ο ΔΣΕ να έρθουν σε επαφή με σλαβομακεδόνες πρόσφυγες.

Η ισχυρή παρουσία των σλαβόφωνων και η θέση του ΚΚΕ για αυτονομία έδιναν τροφή για γκρίνιες και από την πλευρά των Ελλήνων. Αρκετοί, πρώην ελασίτες μάλιστα, δεν είχαν ξεχάσει πως κατά τη διάρκεια της Κατοχής συγκροτήθηκαν στη Δυτική Μακεδονία πολιτικο-στρατιωτικές οργανώσεις (το Αξονομακεδονικό Κομιτάτο και η Οχράνα) που είχαν συνεργαστεί με τις δυνάμεις του Άξονα και μέσα στις οποίες είχαν στρατευτεί ένοπλα χιλιάδες σλαβόφωνοι. Σε διάφορους κύκλους μαχητών διατυπωνόταν η εκτίμηση πως «το αντάρτικο για μας τους Έλληνες δεν είναι καλό. Μόνο για τους Σλαβομακεδόνες [είναι καλό] γιατί τους χαλάνε τη γλώσσα». Η απόφαση της 5ης ολομέλειας για την αυτοδιάθεση της Μακεδονίας φαίνεται πως απογοήτευσε έναν αριθμό ελλήνων ανταρτών, που αποκήρυξαν το Κομμουνιστικό Κόμμα. Σε αρκετές συνελεύσεις μαχητών τα στελέχη του ΔΣΕ προσπάθησαν να αναλύσουν την απόφαση του Κόμματος, αλλά συνάντησαν πολλά ερωτήματα ή και αντιρρήσεις.


Αναδημοσίευση από http://istorikesselides.wordpress...82/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου