Ο Βασίλης Αποστολόπουλος (1917-2003) γεννήθηκε στο Νεοχώρι Τυμφρηστού του νομού Φθιώτιδας. Σπούδασε στο Διδασκαλείο Λαμίας και υπηρέτησε προπολεμικά ως δάσκαλος στο Δερμάτι Ευρυτανίας. Πήρε μέρος στον ελληνοϊταλικό πόλεμο και στη συνέχεια, στα χρόνια της Αντίστασης, πολέμησε από τις γραμμές του ΕΛΑΣ. Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, εντάχθηκε στον ΔΣΕ, στη ΙΙ Μεραρχία του θρυλικού Διαμαντή. Συνελήφθη τον Νοέμβριο του 1949 στο Νεχώρι, βασανίστηκε και φυλακίστηκε. Αποφυλακίστηκε το 1953, με τα μέτρα αμνηστίας, και επανήλθε στα διδασκαλικά του καθήκοντα στον Πτελεό Μαγνησίας.
Μέχρι το τέλος της ζωής του μετείχε ενεργά στους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες, από τις γραμμές της ΕΔΑ, του ΚΚΕ εσωτερικού, της ΕΑΡ και του Συνασπισμού. Συνεχής επίσης υπήρξε η δράση και η παρέμβασή του στη εκπαιδευτική κοινότητα.
Είχε πλούσιο συγγραφικό έργο. Ανάμεσα στα έργα του περιλαμβάνονται οι ποιητικές συλλογές "Σήμερα" (1975) και "Προσκομιδή", καθώς και η μαρτυρία "Το χρονικό μιας εποποιίας: ο ΔΣΕ στη Ρούμελη" (1995). Υπήρξε ιδρυτικό μέλος και αντιπρόεδρος του Ομίλου Φθιωτών Λογοτεχνών και Συγγραφέων και έγραφε τακτικά στον τοπικό Τύπο.
Πέθανε στις 28 Ιανουαρίου 2003.
Του
Σπύρου Ι. Ασδραχά
Το βιβλίο του Βασίλη Αποστολόπουλου (1917-2003). Επί ξύλου ακμής θα το προλόγιζε ο Άγγελος Ελεφάντης, συντοπίτης και κάτι περισσότερο από οικείος του συγγραφέα. Ωστόσο, ο Άγγελος Ελεφάντης δεν απουσιάζει από τον τόμο αυτό της σειράς που δημιούργησε, τις «Μαρτυρίες»: πρόκειται για ένα κείμενο του για ένα άλλο βιβλίο του Αποστολοπούλου, το Χρονικό μιας εποποιίας (1995), κείμενο που ο επιμελητής της σειράς τούτης, στη νέα της περίοδο, εύστοχα το ενσωμάτωσε στον τόμο. Δεν θα ονομάτιζα το κείμενο του Ελεφάντη ούτε βιβλιοκρισία ούτε βιβλιοπαρουσίαση, αλλά μια δημιουργική ανάπλαση σε οραματική πυκνότητα των δρωμένων του Χρονικού, και κυρίως της κοινής βίωσης του χώρου και των παθών και παθημάτων των ανθρώπων του, του χώρου και των ανθρώπων των βουνών της Ρούμελης στα χρόνια του Εμφυλίου Πολέμου.
Και τα δύο βιβλία αφηγούνται την ίδια ιστορία με τον ίδιο, κάπως διαφοροποιημένο το δεύτερο, τρόπο: πρόκειται για καταγραφή συμβάντων, όχι για συγχρονικές ή μεταγενέστερες κρίσεις για τα συμβάντα αυτά, δηλαδή για αδιέξοδες πορείες του Δημοκρατικού Στρατού, ομαδικές στη μία περίπτωση, σχεδόν μοναχικές στη δεύτερη: πρωταγωνιστές ο χώρος και οι άνθρωποι. Ο χώρος, αλλιώς το δύσβατο βουνό, δαμασμένο ωστόσο οικιστικά και συγκοινωνιακά από παλιούς χρόνους, με τους κινδύνους του και τις σαγήνες, αλλά και με τα καταφύγιά του και το οργανωμένο τοπικό σύστημα πληροφοριοδότησης· πέτρα και δάσος, βράχοι και πλάκες, σάρες, αλλά και διάσελα, σπίτια πέτρινα και καλύβια, κήποι, πεζούλες και λογγές. Οι άνθρωποι, ντόπιοι, άντρες και γυναίκες, οπλισμένοι και άοπλοι, κουρασμένοι και συνήθως πεινασμένοι, βαλλόμενοι και βάλλοντες, άνθρωποι της ορεινής οικονομίας, διαστρωματωμένοι πνευματικά και κοινωνικά, ο αφηγητής δάσκαλος, δηλαδή διανοούμενος. Γνωρίζουν το χώρο ή ένα κομμάτι του, κυρίως μπορούν να τον αναγνωρίζουν, να πιάνουν τον ντορό του εχθρού στο χώμα, να αφουγκράζουνται τις φωνές ή το βάδισμά του, να διακρίνουν τις αδιόρατες φωτιές του, τους ανεπαίσθητους θορύβους του. Ο εχθρός είναι ο Εθνικός Στρατός, έχει την υπεροπλία, ενεργεί με σχέδιο, μοιάζει ενιαίος αλλά δεν είναι: συγκαταλέγονται σ’ αυτόν παλιοί συναγωνιστές, όχι χωρίς αντιφατικές συμπεριφορές· είναι χορτάτος αλλά λεηλατεί, σκοτώνει, αλλά τηρώντας τη στρατιωτική δεοντολογία μπορεί και να διασώζει· δίπλα του οι Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου, ντόπιοι και αδυσώπητοι. Μ’ αυτούς πολέμησε κι από αυτούς προσπάθησε να ξεφύγει ο Βασίλης Αποστολόπουλος, με πλείστους άλλους συντοπίτες· ο ίδιος, καθώς και άλλοι, δεν ήταν άγνωστος στα μέρη· ήταν ο δάσκαλος.
Το χώρο δεν τον κάνει άφιλο μόνο η φυσική του τραχύτητα, με τις λίγες ανάπαυλες που δίνει το δάσος, ούτε μόνο η άγρυπνη επιθετική παρουσία του εχθρού, αλλά και η ερήμωσή των οικισμών: ξεσπιτωμένοι αναγκαστικά οι κάτοικοι αφήνουν τα ενδιαιτήματά τους αδειανά με λεηλατημένο ό,τι τυχόν είχε απομείνει· κάποια παρηγοριά τα οπωροφόρα ή απομεινάρια από κρεμμυδόφλουδες, άλλοτε ένας σκαντζόχοιρος ή λιγοστά ειδίσματα απιθωμένα στους κρυψώνες. Σ’ αυτόν τον χώρο, που για να τον αιστανθεί κανείς δεν αρκούν άλλες περιγραφές καμωμένες πριν από τον απανθρωπισμό του, αλλά η κατανοητική, αν όχι συμμετοχική, ανάγνωση του Χρονικού μιας εποποιίας και του Επί ξυρού ακμής, σ’ αυτόν τον χώρο λοιπόν πεζοδρομεί ο Βασίλης Αποστολόπουλος από τις 6 Ιουνίου 1949 ως τη στιγμή της σύλληψής του, στις 3 Νοέμβρη του ίδιου χρόνου: μοναχός από την ώρα που αποκόβεται από το σώμα του, με λιγοστούς συντρόφους, ή και πάλι μόνος κατόπιν· πεζοδρομεί «λουφάζοντας», ανιχνεύοντας, καταστρώνοντας σχέδια διαφυγής και εντυπώνοντας στο νου και στην ψύχη του χρώματα, δροσιές, ζέστες και πάθη του σώματος. Γιατί το σώμα ως έμπνοο και σκεπτόμενο όργανο είναι ο πρωταγωνιστής της αφήγησής του.
Ο Αποστολόπουλος πολέμησε στην Αλβανία, κατόπιν στην Αντίσταση και στον Εμφύλιο Πόλεμο· ο πατέρας του ήταν τραυματίας του Βαλκανικού Πολέμου, «αδικημένος», όπως τον θεωρεί: ο ίδιος αισθάνεται συνειδητά ότι πρόκειται για μια συνέχεια οικογενειακή πού, νομίζω, θα της έδινε μεγαλύτερο χρονικό και νοηματικό βάθος, αν τύχαινε να γνωρίζει έναν πρόγονο που είχε πάρει μέρος στην επανάσταση του ‘21· συνέχεια οικογενειακή που ενοφθαλμίζεται σε μια γενικότερη συνέχει εθνική και πατριωτική, ίσως λαϊκή για τη δική του εννοιολόγηση, συνέχεια ανασηματοδοτούμενη αλλά με σταθερό πρώτο «κινούν»: με δύο λόγια εκφράζει την εαμική ιδεολογία, όπως την προσλαμβάνουν οι άνθρωποι της Αντίστασης, υποδηλώνοντας συγχρόνως τις πάγιες δεκτικότητες μιας συλλογικότητας πολύμορφης και συνάμα ετερόμορφης που σημάνθηκε ως «λαός»· τις πάγιες αλλά διαφοροποιούμενες δεκτικότητες, που γι’ αυτόν και τους ομολόγους του διαφοροποίηση σήμαινε σοσιαλισμός. Μολονότι το ξέρει, δεν μας λέγει ότι αυτός ο σοσιαλισμός ήταν το αναγκαίο προστάδιο του κομμουνισμού: γιατί η φιλοσοφία της Ιστορίας, αν εμφιλοχωρεί, σχεδόν αδιόρατα, στην αφήγησή του, δεν είναι ο σκοπός της αφήγησης αυτής, αφήγησής συμβάντων με υποκείμενο το σώμα και τα πάθη του σε μια «φυσικοποιούσα» φύση (που το ένα και η άλλη θεμελιώνουν τη «λογοτεχνική» αξία των γραφτών του).
Η πεποίθηση ότι ο αγώνας, στον οποίο μετείχαν ο Βασίλης Αποστολόπουλος και τόσοι άλλοι, ων ουκ έστι αριθμός, ανήκει στη «λογική» της Ιστορίας έχει ως συνακόλουθο του την ηθική του δικαίωση: γι’ αυτό, όπως και άλλοι, μιλά για έντιμο συμβιβασμό ή για έντιμο θάνατο: είναι μια πολυαίωνη επιθυμία των ηττημένων που πίστευαν ότι πρέπει να σεβόμαστε τις αξίες, όσες και όπως τις είχαν ενσαρκώσει ο φορείς τους, τόσο όμοιοι και τόσο διαφορετικοί μέσα στην πολυσήμαντη διαδρομή της Ιστορίας – να μην πατάς το μνημούρι του ομοθυμία δεν ήθελαν να τελειώσουν μια ζωή που τους καταξίωνε μια ζωή που τους καταξίωνε με τον ευτελισμό και την ύβρη.
Συγκαταλέγουμε το Επί Ξυρού ακμής στις «Μαρτυρίες», στη σειρά που σκέφτηκε και έθεσε σε εφαρμογή ο Άγγελος Ελεφάντης και τη συνεχίζει ο Στρατής Μπουρνάζος, με την εύψυχη στήριξη του Μανώλη Σαββίδη: οι μαρτυρίες αυτές διασώζουν γεγονότα που ορισμένα τους διαφεύγουν από άλλου τύπου καταγραφές, διασώζουν επίσης τη «βίωση» των γεγονότων: στο συνδυασμό της διπλής σηματοδότησής των μαρτυριών νομίζω ότι σκόπευε ο ιδρυτής της σειράς. Ο για λίγο καιρό δάσκαλος του Άγγελου Ελεφάντη στο Δημοτικό Βασίλης Αποστολόπουλος καταθέτει και προς τις κατευθύνσεις, μολονότι στο πραγματολογικό πεδίο έχουν προέχουσα – αλλά για τον μη βιαστικό αναγνώστη ή χρήστη, παραπληρωματική-θέση τα συμβάντα, διηθημένα, ίσως, ως προς τους εκφραστικούς, όχι εννοιολογικούς, τρόπους από τη μεταγενέστερη στιγμή όπου αρθρώνει την αφηγησή του-πράγμα που δεν ισχύει για την Εποποιία. Αυτή τη μεταγενέστερη αφήγηση οφείλουμε να τη διαβάσουμε με ανοιχτή καρδιά και δημιουργική κατανόηση: με ανοιχτή καρδιά, δηλαδή έξω από τις δουλείες της χρονικότητας που διέπουν τις αισθητικές προτιμήσεις. Με δημιουργική κατανόηση, δηλαδή με αποτίμηση του γιατί το «τώρα» δεν αποδιαρθρώνει την αφήγηση του «τότε», αλλιώς αποδίδοντας μιας λογής δικαιοσύνη στην ανάγκη του Βασίλη Αποστολόπουλου να καταθέσει τη μαρτυρία το για τα πάθη της ψυχής και σώματός του και να ρίξει ένα τρισάγιο στους «μετανοημένους» συναγωνιστές του που τον συνέβαλαν κλαίοντας, αλλά εμπόδισαν το θάνατό του, το θάνατο ενός «οργανικού» διανοουμένου της βουνίσιας Ρούμελης.
Αναδημοσίευση από http://www.epohi.gr/portal/arxeio/2887
(από το βιβλίο: Βασίλης Αποστολόπουλος, Επί ξυρού ακμής: Ένας «κομμένος» αντάρτης του ΔΣΕ στα βουνά της Ρούμελης, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες – περίοδος Β´, 1, Βιβλιόραμα, 2009)
Τελευταία ημέρα με τον Διαμαντή
6 Ιουνίου 1949. Η πανστρατιά του «Πυραύλου», που διοικεί ο στρατηγός του κυβερνητικού στρατού, Τσακαλώτος, έχει σαρώσει τη Ρούμελη. Τρεις μεραρχίες, άφθονο πυροβολικό, ανεξάρτητες ταξιαρχίες, δύο μοίρες ΛΟΚ, σαράντα τάγματα εθνοφυλακής, μερικά τάγματα χωροφυλακής και σχηματισμοί Μάυδων 1. Ένα σώμα στρατού, δύο συντάγματα, σύνολο 70.000 άντρες. Κι ακόμα: 140 πυροβόλα, 60 αεροπλάνα, θωρακισμένα αυτοκίνητα και άρματα μάχης είναι το προικιό της Ρούμελης.
Η νύχτα έπαψε να καλύπτει τον Δημοκρατικό Στρατό της Ρούμελης. Η χαραυγή παρουσιάστηκε στον ορίζοντα ντυμένη με χίλια χρώματα. Το τμήμα πορεύεται αμίλητο και σκεφτικό. Η μεγάλη κόπωση και πείνα, η απουσία κάποιας προοπτικής, η άγνοια για τον τελικό προορισμό, όλα μαζί αποτελούνε ένα σύμπλεγμα μιας παράξενης ψυχολογικής αρχιτεκτονικής.
Περνούμε τον ξηροπόταμο Ρουστιανίτη κι αρχίζουμε την ανάβαση προς το χωριό Πίτσι Φθιώτιδας. Συμπορεύομαι με τον μακαρίτη Παύλο Μπέικο, επίτροπο ταξιαρχίας. Κι άλλοι βαδίζουν δίπλα μας, ακουμπώντας στα γόνατά τους ή μισοϋπνωμένοι. Μια μεγάλη κερασιά με άφθονα κατακόκκινα κεράσια μας σταμάτησε. Ήταν φορτωμένη και για μας αποτελούσε πρόκληση και κάλεσμα ελκυστικό. Ξαπλώσαμε για λίγο στον ίσκιο της, να ξανασάνουμε. Τα μάτια μου έκλειναν από τη νύστα κι ένιωθα τα πόδια μου τσακισμένα. Αντίθετα, ο Παύλος Μπέικος, άντρας ψηλός και γεροδεμένος, σκαρφάλωσε σαν αίλουρος στην κερασιά κι άρχισε να μου ρίχνει μικρά κλωνάρια –βάντες– με ωραία, μεγάλα, κατακόκκινα κεράσια.
Όμως, κάναμε κατάχρηση χρόνου. Όχι μόνο εμείς. Το ίδιο έκαναν κι άλλοι αντάρτες, και με το δίκιο τους.
Πήραμε τον ανήφορο με ενοχή και στενοχώρια. Και το αίσθημα αυτό δεν ήταν κάτι πρόσκαιρο. Όχι! Τρία χρόνια τώρα, απωθούμε στην ψυχή το χαμένο όνειρο μιας δημοκρατικής πατρίδας. Κι ένα τείχος, συνεχώς, μας εμποδίζει να βγάλουμε τον ανήφορο των ωραίων μας ονείρων. Ένα τείχος πέζεψε στο στήθος μας κι αποζητά να πνίξει και την ανάσα μας.
Πλησιάζουμε στα πρώτα χαμόσπιτα του ξεσπιτωμένου χωριού. Με την προσπάθεια να μετρήσω τον ανήφορο, και βλέπω τον Διαμαντή 2. Μου φάνηκε σαν άνθρωπος που τον έχει αγγίξει το όραμα του χαμού. Ήταν ανήσυχος. Το πρόσωπό του σαν παλιό αντίγραφο καπνισμένης εικόνας αγίου από αρχαίο εξωκλήσι. Πάνω του όμως περπατούσε ακόμα η ψυχραιμία και η αποφασιστικότητα. Με ηρεμία μας είπε ότι αργούμε, ενώ ο εχθρός μάς παρακολουθεί. Πρέπει να πιάσουμε γρήγορα τον Άι-Λια, πριν προλάβει ο εχθρός, που σίγουρα κίνησε να τον καταλάβει.
Η δραματική παρατήρηση του Διαμαντή έδωσε και το μέτρο της τραγικής μας κατάστασης.
Αμίλητοι, βάλαμε τα δυνατά μας να φτάσουμε στο ύψωμα του Άι-Λια. Για μια στιγμή η μνήμη έτρεξε σε τόσους περήφανους Άι-Λιάδες στην Ήπειρο και στη Ρούμελη. Κι όταν είδαμε το ύψωμα, δεν διακρίναμε παρά ένα ασήμαντο ισιαδάκι, που σαν σκούφια, με τα λίγα του χαμόκλαρα, σκέπαζε το χωριό. Κι όμως. Αν αυτός ο ασήμαντος χωματόλοφος έπεφτε στα χέρια του εχθρού, αμέσως η θέση μας γίνονταν δραματική.
Πρέπει να ήταν η ώρα δέκα το πρωί. Έκανε μια ενοχλητική ζέστη. Εμείς, καθώς είμαστε άυπνοι κι εξαντλημένοι, ξαπλώσαμε για λίγη ξεκούραση. Όμως δεν πέρασαν πέντε λεπτά της ώρας κι ακούστηκε ο πρώτος πυροβολισμός από την κατεύθυνση Χοντρογιάννη Πριόνια. Αν υπήρχε εχθρική δύναμη, ήταν αρκετά κοντά μας. Έτσι, πριν προλάβουμε ν’ ανασάνουμε, πεταγόμαστε όρθιοι με το όπλο στα χέρια, και βαδίζουμε προς το Πουγκακιώτικο δάσος να καλυφθούμε. Άλλος πυροβολισμός δεν ακούστηκε. Έμοιαζε με φιλική ειδοποίηση, για να λάβουμε τα μέτρα μας. Μα ήταν δυνατό να υπήρχε κάποιος φίλος του Δημοκρατικού Στρατού, που σ’ αυτή την κρίσιμη ώρα να ειδοποιεί για την εχθρική παρουσία;
Και όμως έγινε κι αυτό. Μετά από χρόνια, πολίτης πια εγώ, χωρίς εντάλματα βάσει του ν. 509 κι άλλες φοβερές κατηγορίες, συνάντησα τον κ. Γιώργο Κούκιο, έφεδρο αξιωματικό, που υπηρετούσε στο στρατό τα χρόνια εκείνα. Πιάνοντας συζήτηση για την περίπτωση αυτή, μου αποκάλυψε τα παρακάτω: Αυτός ήταν λοχαγός και διοικούσε τμήμα στρατού με έδρα τον Άι-Γιώργη Τυμφρηστού. Το τμήμα του κινήθηκε από το χωριό Άι-Γιώργης προς θέση Χοντρογιάννη, γιατί ήταν γνωστή η κίνησή μας. Όμως δεν εκτέλεσε τη διαταγή που είχε, να επιτεθεί. Ίσως και η παρουσία του Διαμαντή στέρησε το φίλο αξιωματικό από μια επιτυχία σημαντική.
Εμείς εκτιμούμε την κρισιμότητα της κατάστασης και, βαδίζοντας γρήγορα, συναντούμε ένα βαθύ χαντάκι γεμάτο υπόλοιπα υλοτομίας και αναρριχόμαστε στους αναβαθμούς του. Από τη δεξιά μεριά της ανόδου, ένας ψηλός όχθος μάς καπελώνει κυριολεκτικά. Πάρθηκαν κάποια μέτρα παρατήρησης προς Χοντρογιάννη, μα η κατάσταση δεν παύει να είναι κρίσιμη, αφού κάπου εδώ υπάρχει στρατιωτική δύναμη. Αν υπήρχε εχθρός και κινούνταν επιθετικά παίρνοντας τον ντορό μας,3 θα μας παγίδευε σ’ αυτόν τον τάφο και θα μας έπιανε στη φάκα. Ανεβαίνουμε αγκομαχώντας, καβάλα σε κορμούς κομμένων ελάτων, με τεντωμένα αυτιά για να συλλάβουμε και τον πιο ασήμαντο θόρυβο. Πορευόμαστε στο στόμα του λύκου. Η εχθρική διάταξη είναι γνωστή. Σοβαρές δυνάμεις κρατούν από θέση Κοκκάλια ως τις Ράχες Βελουχιού, που διαβαίνει η δημοσιά Λαμίας-Καρπενησίου.
Η απόφασή μας είναι απλή. Θα κάνουμε λούφα 4 πλησίον του εχθρού. Κι είχαμε τύχη, γιατί βρήκαμε τόπο ανάμεσα από μια πυκνή συστάδα νεόφυτων έλατων, που κελάρυζε κατακάθαρο νεράκι, για να γίνει ο Σ.Δ.5 της επίλεκτης ΙΙ Μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού. Παρακάτω από μας σταμάτησε ο αδύνατος λόχος του σ. Κούμαρου (Βλαχογιώργος). Ήταν τόσο όμορφο το σκηνικό της λούφας! Σύντομα φκιάσαμε λίγο ατομικό χυλό να ψυχοπιάσουμε, να ξανασάνουμε λίγο και ν’ ακροαστούμε την απόφαση της Διοίκησης.
Στη μικρή σύναξη στελεχών που ακολούθησε, ο Διαμαντής εξήγησε το σχέδιο της Μεραρχίας, μ’ ένα πικρό μειδίαμα στα χείλη: «Η κατάσταση είναι δύσκολη. Θα προσπαθήσουμε να βγούμε από τον κλοιό, βαδίζοντας πίσω από την εχθρική διάταξη, προς Κρίκελο-Δομνίστα. Θα ελιχτούμε προς το χώρο της Ναυπακτίας, που ίσως δεν χτενίζεται από πυκνές εχθρικές δυνάμεις. Σε λίγο αναγνωρίσεις μας θα ερευνήσουν το χώρο μεταξύ Κοκκάλια και Ράχες Βελουχιού για κάποιο πέρασμα, από θέση Νεράκια. Εμείς θα κοιμηθούμε λίγο, ας προσέξουμε. Βρισκόμαστε πολύ κοντά στον εχθρό».
Ο Διαμαντής καπνίζει συνέχεια. Και φαντάζει το μελαχρινό κι αδύνατο πρόσωπό του σαν βυζαντινή αγιογραφία, καπνισμένη χρόνια από τα κεριά και τα θυμιάματα. Έτσι περίπου τελείωσε τις οδηγίες του ο στρατηγός του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Για μένα στάθηκαν τα τελευταία λόγια. Αυτός ο ακατάβλητος αγωνιστής, ο ταπεινός και σεμνός, ο τρόμος των εχθρικών επιτελείων, λες και από μυστική δύναμη, εμποδίζονταν να πάρει σκληρές αποφάσεις. Ενώ βρισκόμασταν στις προσβάσεις των Αγράφων και του Βελουχιού, που οι ανοιχτές τους πόρτες θα μας οδηγούσαν προς το βοριά, αυτόν τον καλούσε κοντά της η πλανεύτρα Ρούμελη. Και θυσιάστηκε στις 21 Ιούνη 1949 στα Μάρμαρα Φθιώτιδας.
Δύσκολες ώρες
Κοιμόμουν πλάτη-πλάτη με τον επιμελητή της Μεραρχίας, τον Θύμιο Κατσόγιαννο από τον Κλειτσό Ευρυτανίας. Πρώτη φορά στην τρίχρονη αντάρτικη ζωή μου μ’ άρπαξε ένας εγκληματικός ύπνος. Πρώτη φορά! Ξύπνησα και τινάχτηκα όρθιος μ’ ένα ασυνήθιστο άγχος ενοχής. Τριγύρω μου ερημιά. Σάστισα! Κανένας ίσκιος ανθρώπινος, ξαπλωτός ή όρθιος. Ερημιά! Μήπως τώρα κίνησαν για την πορεία προς Κρίκελο και θα τους προλάβω; Τρέχω στο άγνωστο, μήπως ακούσω θόρυβο από πατήματα. Τίποτα! Ελέγχω το χώρο με προσοχή γύρω, μήπως φανεί κανένας ίσκιος, που τρέχει να προλάβει τη σύνταξη. Τίποτα! Δεν κάνω λάθος λοιπόν. Η Μεραρχία κινήθηκε, σύμφωνα με τα όσα αποφασίστηκαν τη νύχτα. Επειδή δεν επιτρέπεται να φωνάξω, ότι ο στρατός είναι κοντά, έτρεξα προς το χώρο που στρατοπέδεψε ο λόχος του λοχαγού μας συν. Βλαχογιώργου. Τίποτε. Μόνο φτέρες τσαλακωμένες. Όλοι ειδοποιήθηκαν εκτός από μένα, και με απροσεξία του Κατσόγιαννου. Με πήρε κρυφό παράπονο. Άλλες φορές σε τέτοιες περιπτώσεις γίνονταν ένα σιωπηρό προσκλητήριο.
Τώρα, θα δεχτώ γυμνή την αλήθεια, όσο τραγική κι αν είναι για μένα. Βρίσκομαι «επί ξυρού ακμής» 6.
Στη ζωή μου αυτή η συγκυρία υπήρξε μοιραία. Είμαι ΚΟΜΜΕΝΟΣ. Αυτή η αιμορραγία του «κοψίματος» ανταρτών στις νυχτερινές πορείες, που έδερνε τον τελευταίο καιρό τα τμήματα της Ρούμελης, στάθηκε σοβαρή αιτία να μειωθεί η δύναμη του Δημοκρατικού Στρατού: να συλλαμβάνονται αυτοί που «κόβονταν» και να κακοποιούνται, να εκτελούνται, αρκεί να κατέδιδαν συναγωνιστές τους ή ό,τι γνώριζαν σχετικά με αποκρύψεις, καταφύγια, λούφες, που δεν γνώριζε ακόμα ο στρατός. Επικίνδυνες λοιπόν και θλιβερές ήταν οι συνέπειες που δημιουργούσε το «κόψιμο» κάποιων, που η αντοχή τους είχε εξαντληθεί. Από τις τραγικές περιπτώσεις ήταν η κατάδοση λούφας τραυματιών. Τότε η ανθρώπινη κτηνωδία και η αγριότητα έβγαινε έξω από τα σύνορα του ανθρώπινου λογισμού.
Ενώπιος ενωπίω! Πρέπει να πάρω τις αποφάσεις μου, χωρίς καθυστέρηση και δισταγμό. Και ο πρώτος στόχος που παίρνει σειρά είναι να καθορίσω το δικό μου δρομολόγιο προς Κρίκελο-Ναυπακτία, όπως ήταν η νυχτερινή μας απόφαση. Θα χαράξω δικό μου δρομολόγιο, υποχρεωτικά προς την κατεύθυνση αυτή περνώντας από πυκνή εχθρική διάταξη. Η δική μου τρίχρονη πείρα είναι αρκετή, αν και το εγχείρημα είναι δύσκολο, λόγω της μεγάλης συγκέντρωσης στρατιωτικών δυνάμεων. Αρχίζει η εφαρμογή των μεγάλων σχεδίων του Τσακαλώτου και των αμερικάνων στρατηγών για τη βήμα προς βήμα εκκαθάριση του χώρου της Ρούμελης από την παρουσία του Δημοκρατικού Στρατού.
Οι πληροφορίες μου είναι θετικές. Όλη η κορυφογραμμή της Οξυάς, Σαράνταινας, Κούκου, Κοκκάλια, Ράχες Βελουχιού, όπου η δημοσιά Λαμίας-Καρπενησίου, κατέχεται από σοβαρές δυνάμεις στρατού. Όμως η αντάρτικη πείρα μάς δίδαξε ότι παντού μπορεί να περάσει ένας άνθρωπος. Κάποια πορτούλα θα ξεχαστεί ανοιχτή, τώρα μάλιστα που για το στρατό είναι ευνοϊκή η κατάσταση.
Έχουν περάσει τα μεσάνυχτα. Η βουνίσια σιωπή πνίγει κάθε ανθρώπινο ήχο. Μόνο κανένα νυχτοπούλι πετά απότομα, με θόρυβο, σαν να θέλει να με φοβίσει. Οι δισταγμοί και οι αμφιβολίες άρχισαν να υποχωρούν, όταν μια νότα αισιοδοξίας χτυπά τα παραθυρόφυλλα της ψυχής μου. Τώρα αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση, που επλήρωσε την ψυχή με διάθεση για αγώνα.
Κι ενώ όλα τα σημάδια έδειχναν πως θα νικήσω τις δυσκολίες, ξαφνικά με κυριεύει μια απαράδεκτη σκέψη: να πάω προς το Νεχώρι Τυμφρηστού. Είναι το χωριό που γεννήθηκα, που γνώριζα όλα τα δρομολόγια και σε τρεις ώρες πορείας θα έφτανα, αν ξεκινούσα. Σίγουρα θα έβρισκα τους χωριανούς μου Καπαπίτες 7. Αλλά τότε ποιο ηθικό κύρος θα μου απόμενε, αν ο Διαμαντής, που τόσο μ’ αγαπούσε, μάθαινε αυτή μου την ενέργεια; Στον Δημοκρατικό Στρατό το νόημα της θυσίας είχε ποτίσει βαθιά τους μαχητές και τις μαχήτριες, και δεν υπήρχαν δικαιολογίες.
Όμως, στη ζωή πολλές φορές τα πράγματα δεν συμβαδίζουν με το «δέον γενέσθαι». Οι πιθανότητες που έζησα στην αντάρτικη θητεία μου αποχτούσαν κυρίαρχη παρουσία. Παρενέβαιναν αστάθμητοι παράγοντες, πέρα από το δικό μας σχεδιασμό και άλλαζαν την κατάσταση. Το δρομολόγιο της Μεραρχίας έπασχε από τη ρευστότητα και την κίνηση των εχθρικών δυνάμεων. Αν π.χ. το τμήμα της Μεραρχίας ακολουθούσε το α´ δρομολόγιο, που πριν λίγα λεπτά της ώρας το είχε καταλάβει ο στρατός, η Μεραρχία ήταν υποχρεωμένη ν’ αλλάξει δρομολόγιο. Αυτό συνέβηκε και με τη Μεραρχία μας. Δεν μπόρεσε να περάσει προς Κρίκελο, λόγω της πυκνής διάταξης του στρατού. Άλλαξε η απόφαση και η Μεραρχία τράβηξε προς το Νεχώρι, το χωριό μου.
Τις πρωινές ώρες της 7ης ή 8ης Ιουνίου 1949, η Μεραρχία έφτασε στο χωριό. Τώρα, αφού η απουσία μου –ίσως– διαπιστώθηκε, ο Διαμαντής ακόμα πιστεύει ότι θα βρίσκομαι στο χωριό. Και ακολούθησε η ιστορία, όπως μου τη διηγήθηκε ο συγχωριανός μου Γιώργος Τσιαξίρης, αξιωματικός Κ.Π.: 8
«Πρωί-πρωί της 7ης ή 8ης Ιουνίου, ο Διαμαντής με ανακάλυψε και με κάλεσε να πάω στο εξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής, που βρίσκεται αντίκρυ στο χωριό. Το πρώτο που με ρώτησε ήταν αν ο Βασίλης είναι εδώ στο χωριό. Όταν πήρε αρνητική απάντηση, ο στρατηγός, διοικητής της Επίλεκτης ΙΙ Μεραρχίας του ΔΣΕ, στενοχωρήθηκε πολύ. Παρέμεινε για λίγο στο χωριό, μήπως ακολούθησες κι εσύ το ίδιο δρομολόγιο, για να συναντηθείτε».
Ένιωσα απέραντη ικανοποίηση, γιατί απέκρουσα τον τόσο ελκυστικό πειρασμό, να πάω στο χωριό μου. Αν το έκανα αυτό, θα ήταν προδοσία, μέσα στο τραγικό σκηνικό που κινούνταν η Μεραρχία. Και ιδιαίτερα στο ιερό πρόσωπο της ιστορικής φυσιογνωμίας του Διαμαντή, που γνώριζα τη μεγάλη ευαισθησία του.
Βρίσκομαι λοιπόν «ενώπιος ενωπίω», αντιμέτωπος με δασωμένες πλαγιές και γυμνές κορυφογραμμές, και ακόμα μου φαίνεται πως ακούω τις φωνές των ημιονηγών που μάζευαν τα μουλάρια για τους όρχους τους ενώ οι φαντάροι βάδιζαν για τα αντίσκηνά τους. Και παρουσιάζω το σχέδιό μου, που είναι απλό και επικίνδυνο, γιατί δεν έχω πληροφορίες, γιατί δεν θα το ελέγξει κανένας ανώτερος, γιατί είναι δικό μου, και ας βοηθήσει, αν θέλει, και κάποια ευχή της μάνας μου, που σέρνεται στις παράγκες της Λαμίας, κοντά στο νεκροταφείο της Ξηριώτισσας.
Το σχέδιο είναι απλό κι εύκολο. Παρακάτω θα εκθέσω τις σκέψεις μου χονδρικά, χωρίς να προσθέσω τις άγνωστες εδαφικές δυσκολίες που θα συναντήσω και που αυτές θα ρυθμίσουν την επιτυχία ή την αποτυχία του.
Θα κατέβω στο έρημο χωριό Πουγκάκια Φθιώτιδας. Μετά θα πάρω την ατέλειωτη ανηφοριά για να φτάσω στην οροσειρά της Οξυάς. Εκεί πρέπει να εξασφαλίσω το πέρασμα, περνώντας μέσα από την εχθρική διάταξη, για να πέσω στην περιοχή Κρικέλου, όπου σύμφωνα με την απόφαση, προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να συναντήσω τη Μεραρχία. Η επιχείρηση αυτή, όσο εύκολη φαίνεται στο χαρτί, τόσο δύσκολη θα γίνει στην πραγματικότητα, γιατί η κακή μας μοίρα ήταν πάντοτε κάποιοι αστάθμητοι παράγοντες, που ρυθμίζουν το βαθμό της επιτυχίας.
Μ’ αυτές τις σκέψεις ξεκίνησα για να βγω από την κατάμαυρη ομπρέλα του πυκνού ελατόδασους της Πολιάνας και προσανατολίστηκα, περισσότερο νοητά, από ένα δικό μου χάρτη που είχα συντάξει με τη σκέψη μου και από κάποια γνώση της πραγματικότητας, προς την κορυφογραμμή της Οξυάς. Εάν περάσω χωρίς πρόβλημα το ακατοίκητο χωριό Πουγκάκια, θα μπω στην ατέλειωτη πλαγιά που σμίγει με την κορυφογραμμή όπου κινούνται τα εχθρικά τμήματα. Από κοντινό σημείο, θα παρατηρώ την κίνηση του στρατού, κι όταν ζώα και φαντάροι αποτραβηχτούν, εγώ θα καβαλήσω τρέχοντας την κορυφογραμμή, και θα βαδίσω προς τα Κρικελιώτικα Καλύβια, τα Παναρέικα. Κι όταν φέξει, θα κινηθώ αμέσως, μήπως ανακαλύψω ίχνη διάβασης της Μεραρχίας. Από τη θέση που βρίσκομαι, αν σύρω μια νοητή ευθεία, θα πέσει πάνω στο χωριό Πουγκάκια. Το χωριό ήταν βασιλικότερο του βασιλέως και είναι εκπατρισμένο, όπως όλα σχεδόν τα ορεινά χωριά της Ρούμελης.
Και μέσα στους θρόμβους του σκοταδιού μού φάνηκε πως δύο μικρές χάντρες φωτιάς γυάλιζαν σ’ ένα βάθος απροσδιόριστο. Με ξάφνιασε στην αρχή το φαινόμενο. Το θεώρησα οφθαλμαπάτη, έργο βρυκολάκων, που προσπαθούνε να πιάσουν στα δίχτυα τους αφελείς αγωνιστές.
Κοιτάζω με ένταση και πάλι σπινθίριζαν δύο φωτεινά ματάκια, σ’ ένα αμέτρητο βάθος. Είναι άσκημο το νέο και με βάζει σε βαριές σκέψεις. Η αντάρτικη ταχτική αποκλείει τις φωτιές, όταν βρίσκεσαι σε περίοδο εκκαθαριστικών επιχειρήσεων. Ποτέ ο αντάρτης δεν ανάβει φωτιά, όταν γνωρίζει ότι υπάρχει πλησίον του παρουσία στρατού. Όμως, πρέπει να βαδίσω προς τις φωτιές, που μπορεί να είναι μέσα στο χωριό από τμήμα στρατού που λοξοδρόμησε ή τμήμα ανταρτών τραυματιών ή και «κομμένων» από το τμήμα τους.
Βγαίνοντας από την παρυφή του δάσους, έπεσα σ’ ένα γκρεμό, γεμάτο σχιστόλιθους και βάτους. Μπλεγμένος στα σκληρά αρπάγια τους, κλωτσώ συνέχεια για ν’ απαλλαγώ από τα μυτερά τους αγκάθια. Οι τρύπιες μου αρβύλες δίνουν σκληρή μάχη ν’ απαλλαγούν από τους σκληρούς βραχίονες της βατιάς και να διατηρηθούν στη ζωή. Μ’ έχει πιάσει απελπισία, όσο το δάσος των βάτων δεν τελειώνει, ενώ οι πολύτιμες αρβύλες μου θα τελειώσουν. Όμως βαδίζω, μήπως αργότερα δεν θα έχω χρόνο να εφαρμοστεί το πρόγραμμα για συνάντηση με τη Μεραρχία. Πέρασε πάνω από μια ώρα πάλης, ώσπου ν’ απαγκιστρωθώ από το λυσσασμένο βατώνα. Ευτυχώς οι αρβύλες μου βγήκαν πληγωμένες, αλλά ακόμα ικανές να προσφέρουν την κίνηση που εγώ έχω ανάγκη. Ακόμα ήταν νύχτα, όταν έφτασα στη ρίζα της τεράστιας πλαγιάς στην άκρη του χωριού. Πέρασα ένα ξηροπόταμο. Τα μεγάλα, σιδερόχρωμα, ολοστρόγγυλα λιθάρια μού φάνηκαν σαν κατάλοιπα σκελετού γιγαντιαίου δεινόσαυρου.
Πλησιάζω με προσοχή. Πότε κρύβομαι πίσω από κορμούς δέντρων και προσπαθώ να συλλάβω κανένα ήχο, πότε σε κάποια αχυρώνα, που ο ίσκιος της είναι ευεργετικός και με βοηθάει στην αναπνοή μου, που βρίσκεται σε ένταση. Όμως, όλο πλησιάζω. Σε λίγο πρέπει να μάθω το μυστικό για τις φωτιές ή θα εξοφλήσω τους λογαριασμούς της ζωής μου. Με χίλιες προφυλάξεις, βαδίζοντας από ίσκιο σε ίσκιο, έφτασα στα εγκαταλειμμένα περιβόλια. Κάθομαι λίγο για να συλλάβω κάποιον ήχο. Σκέφτομαι ότι αν ήταν στρατιωτικό τμήμα θα είχε βάλει σκοπούς από τη μεριά της εισόδου στο χωριό. Και πλησιάζω, μα ο κίνδυνος της αναγνώρισης της σκιάς μου μπορεί να καταστρέψει όλο το σχέδιο της επιχείρησης. Θα άρχιζε το τουφεκίδι, το κυνηγητό, και το αποτέλεσμα θα ήταν μοιραίο.
Γι’ αυτό άλλαξα τον τρόπο της πορείας μου. Έπεσα κάτω, κι άρχισα να σέρνομαι, ανάμεσα από τις ξύλινες φράχτες. Κάθε λίγο στέκομαι, για να πιάσω κανένα ήχο από ανθρώπινη φωνή. Τίποτα! Μόνο τον χτύπο της καρδιάς μου ακούω. Συνεχίζω την αναγνώριση. Σιγά-σιγά φτάνουν στ’ αυτιά μου οι πρώτοι θόρυβοι. Εγώ προσπαθώ μήπως ακούσω γυναικεία φωνή ή κάποιο θηλυκό όνομα. Τότε μόνο θα είμαι σίγουρος ότι είναι τμήμα αντάρτικο. Αρχίζω να αισιοδοξώ. Η νύχτα αρχίζει ν’ αποσύρεται και οι σκιές να διαγράφονται πιο καθαρά.
Όσο πλησιάζω, οι φωνές όλο και δυναμώνουν, κι εγώ βρίσκομαι πλησίον στις φωτιές. Βουίζουν τ’ αυτιά μου από την αγωνία και την κούραση. Και νά, η μεγάλη είδηση! Τώρα ξεχώρισα γέλια από φωνές γυναικών. Τώρα είμαι σίγουρος. Εδώ είναι τμήμα ή ξεκομμένοι αντάρτες, που αγνοούνε τους νόμους του πολέμου. Σηκώθηκα όρθιος. Με προσοχή να μην τους αιφνιδιάσω, τους πλησίασα και στάθηκα πίσω από ένα φραγμένο χώρο. Απ’ τη θέση αυτή αντίκρυσα μια πλακόστρωτη αυλή, μεγάλη σαν πλατεία, που ήταν κυκλωμένη από σπίτια. Πολλοί αντάρτες κι αντάρτισσες πηγαινοέρχονται, αδιάφοροι ότι βρίσκονται μέσα σε σιδερένιο πλέγμα στρατού και χιλιάδων όπλων.
Σε λίγο η ανατολή, δειλά, έστειλε το μήνυμα ότι ο ήλιος θα φωτίσει τον κόσμο. Τον κόσμο! Αυτόν που καταδυναστεύεται από μια χούφτα μεγιστάνων της οικονομίας και της πολιτικής.
Γύρω στο ιερό σφάγιο
Τύχη αγαθή, γιατί παρουσιάστηκα ανενόχλητος από κάποιο υποχρεωτικό ερωτηματολόγιο στο πλακόστρωτο της αυλής, όπου ήταν ξαπλωμένο και σφαγμένο ένα μεγάλο μουλάρι. Τα αίματα που έτρεχαν από τη σφαγή πλημμύρισαν το πλακόστρωτο της αυλής. Αυτοί που είχαν αναλάβει το δύσκολο έργο του σφαγέα, μ’ ένα τσεκούρι κομμάτιαζαν το ηρωικό ζώο, αληθινό αντάρτη του Δημοκρατικού Στρατού. Όπως σε χορό αρχαίας τραγωδίας, αντάρτες κι αντάρτισσες ήταν συγκεντρωμένοι γύρω απ’ το βωμό της μεγάλης θυσίας. Η παρουσία μου δεν είχε κάποια συνέχεια. Κανένας δεν μου μίλησε, δεν με πρόσεξε. Δεν με ρώτησε ποιος είμαι, από πού έρχομαι, πού βρίσκεται η Μεραρχία. Μα και η Μεραρχία δυστυχώς αγνοούσε την εδώ παρουσία του. Επαγρύπνηση μηδέν!
Ένας ταγματάρχης, που δεν θυμάμαι τ’ όνομά του, έδινε κάποιες οδηγίες, ίσως για τη μαγειρική του ηρωικού μουλαριού. Σκόπιμα τον επλησίασα και προσπάθησα ν’ ανοίξουμε συζήτηση για τις επιχειρήσεις του στρατού, του είπα πόσο επικίνδυνη είναι η θέση τους εδώ, χωρίς μέτρα επαγρύπνησης και αντίστασης σε περίπτωση αιφνιδιασμού. Τον ρώτησα αν αγνοούν την πλημμύρα του στρατού που υπάρχει πάνω απ’ τη σκούφια τους, στην κορυφογραμμή της Οξυάς. Καμιά συζήτηση δεν ακολούθησε κι ούτε ρίχτηκε κάποιο σχέδιο ή πάρθηκε απόφαση. Το πνεύμα της κατάπτωσης, του κάματου και της αδιαφορίας ήταν διάχυτο. Όπως αργότερα έμαθα, το τμήμα αυτό αποδεκατίστηκε την ίδια μέρα.
Ας ρίξουμε και μια ματιά στη φριχτή σκηνή της δολοφονίας του μουλαριού. Ο πιο έμπειρος, μ’ ένα τσεκούρι, χτύπησε δυνατά στο κεφάλι το ζώο, που το είχαν δεμένο στα μπροστινά του πόδια κι έπεσε το μουλάρι. Τότε με το τσεκούρι άρχισε να κόβει κομμάτια και να τα μοιράζει σε παρτίδες στον καθένα. Μου έδωσε κι εμένα ένα κομμάτι και το πέταξα στο γυλιό μου. Έριξα με προσοχή μια ματιά μήπως υπάρχει κανένας γνωστός. Ένιωθα σαν απαραίτητη την ανάγκη να έχω μια μικρή συντροφιά. Έχει κάθε άνθρωπος τις μικρές του αδυναμίες. Και βγήκε σε καλό το ψάξιμο. Συνάντησα τον πολύ γνωστό μου συναγωνιστή Κώστα Τσεπά από τον Ασπρόπυργο (Αντράνοβα) Ευρυτανίας. Μου είπε πως είναι «κομμένος», από καιρό.
Δεν είναι εύκολη υπόθεση ν’ αναλυθεί η ψυχολογία των «κομμένων» και λουφατζήδων ανταρτών. Ο κόσμος και σήμερα ακόμη αγνοεί πόσο σκληρή ήταν η ζωή των ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού στη Ρούμελη. Ο κουρασμένος και πεινασμένος μαχητής που ετρόμαξε τον αντίπαλο στη μάχη, έχοντας να υπερνικήσει ανυπέρβλητες καταστάσεις, νηστικός, χωρίς υπόδηση και ρουχισμό, αδυνάτιζε χωρίς να θέλει. Και σε κάποια στιγμή ψυχολογικής και σωματικής υπερκόπωσης παραμέριζε στη νυχτερινή πορεία.
Για να καταλάβετε το φαινόμενο, σας γνωρίζω πως το φθινόπωρο του 1948 παραμείναμε στο χώρο της Ρούμελης 90 ημέρες. Οι νυχτερινές πορείες κράτησαν 90 νύχτες. Με την αυγή, λημεριάζαμε πρόχειρα σε κάποιο σημείο, περιμένοντας και λίγο ψωμί, αλεύρι, μήλα, καρύδια και ό,τι υπήρχε ακόμα το φθινόπωρο, από μια επιμελητεία-φάντασμα. Κι ακόμα, η ατομική φροντίδα του κάθε αντάρτη στρέφονταν στην εξοικονόμηση κάποιας –οποιασδήποτε– τροφής. Μαζεύαμε καρύδια που ήταν άφθονα, κάστανα, κανένα σταφύλι, και ξεγελούσαμε την πείνα. Αυτός ο παραμερισμένος αντάρτης συναντούσε και κάποιον άλλο συναγωνιστή, έφκιαναν μια μικρή ομαδούλα. Μετά, όλη τους η φροντίδα στρέφονταν στην εξοικονόμηση τροφής και άλλων ειδών που έβρισκαν στα άδεια σπίτια των χωριών. Οι πιο συνειδητοί αγωνιστές φρόντιζαν να συναντήσουν αντάρτικο τμήμα και να ενταχθούν.
Οι αντίπαλοι εφάρμοσαν την αγγλική ταχτική. Άρπαξαν τους χωρικούς με το ζόρι κι έμειναν τα χωριά έρημα και τα σπίτια ολάνοιχτα. Δεν υπήρχε πιο τραγική εικόνα από το να μπαίνεις στα χωριά και ν’ αντικρύζεις χορταριασμένες τις αυλές, ανοιχτά παράθυρα και πόρτες και να τα δέρνει τρία χρόνια ο αέρας. Εδώ, με πολλή οικονομία, θα αναφερθούμε πως υπήρξαν και περιπτώσεις συνειδητού «κοψίματος» από τα μαχόμενα τμήματα. Και τελικά, με τα πιο βάρβαρα μέσα που εφάρμοζαν εναντίον τους, υπέκυπταν σε πολλούς πειρασμούς, να κατηγορήσουν δηλαδή άλλους συναγωνιστές. Και το επιμύθιο ήταν πως οι περισσότεροι ή στέλνονταν στα εκτελεστικά αποσπάσματα ή τους καθάριζαν επιτόπου.
Ανακοίνωσα, λοιπόν, στον Τσεπά το δρομολόγιό μας προς Κρικελιώτικα Καλύβια (Παναρέικα). Η παραμονή μας με τους εδώ εγκυμονεί κινδύνους. Ύστερα, υπάρχει άμεσο χρέος να συναντήσω τη Μεραρχία. Θα κυνηγήσουμε τα ίχνη της, όπως τα λαγωνικά. Ο Τσεπάς συμφώνησε να βαδίσουμε μαζί, αλλά αυτός μετά θα συνεχίσει την πορεία προς το χωριό του. Εκεί θα κάνει λούφα, ώσπου να συνδεθεί με κάποιο τμήμα. Αυτό ήταν βέβαια ένα πρόσχημα, γιατί η περιοχή των Αρακυνθίων ήταν πάντα νεκρή από την παρουσία του Δημοκρατικού Στρατού, ενώ δυναστεύονταν από τους άγριους φονιάδες της Δεξιάς, τους Γανωμεναίους. Πάντως, συμφωνήσαμε πως δεν πρέπει να παραμείνουμε στα Πουγκάκια, γιατί ο κίνδυνος του χτενίσματος της περιοχής θα ήταν άμεσος με τον ερχομό της ημέρας.
Χωρίς αργοπορία, ξεκινήσαμε για την Οξυά. Αν μας βοηθήσουν οι αστάθμητοι παράγοντες, που σαν «από μηχανής θεοί» δίνουν λύσεις που δεν περιμένουμε, μπορεί να πετύχουμε το σκοπό μας. Ο ήλιος δεν πρόβαλε ακόμα για να λάμψει ο τόπος, κι εμείς αρχίσαμε την ανάβαση, καλυμμένοι στο μεγάλο καστανόλογγο των Πουγκακιών. Επειδή το γνωμικό των χωριών της Ρούμελης μας συμβουλεύει ότι «και ο λόγγος έχει αυτιά», βαδίζουμε προσεχτικά, χωρίς θόρυβο. Πρέπει να φτάσουμε σιγά-σιγά, στην παρυφή του τεράστιου καστανόλογγου. Ανεβαίνουμε με κάθε προφύλαξη, για να φτάσουμε στο σπανό 9. Δεν πρέπει να μας πάρει η νύχτα, ώστε να κάνουμε εξονυχιστική παρατήρηση για την κίνηση του στρατού. Θα υπολογίσουμε τις ενέδρες του στρατού, τα σημεία συγκέντρωσης των ζώων, που θα εγκατασταθούν οι μονάδες στ’ αντίσκηνά τους. Πρέπει να εξασφαλίσουμε σίγουρο πέρασμα, από αφύλαχτο σημείο. Ο ωραίος καστανόλογγος μας προσφέρει κατάμαυρα γυαλιστερά κάστανα, μαζί με τα ξηρά φύλλα των καστανιών. Έτσι εξοικονομήσαμε και το συσίτιο της ημέρας, τρώγοντας άβραστα κάστανα.
Η νύχτα πλησιάζει. Η παρατήρησή μας γινόταν με σχολαστικό τρόπο. Όταν βγήκαμε έξω από τον καστανόλογγο, άρχισε η γυμνή γη, που έσβηνε στην κορυφογραμμή. Εκεί η κίνηση του στρατού συνεχίζονταν με βιασύνη. Βλέπουμε ομάδες φαντάρων, που βαδίζουν στις αποστολές τους. Άλλοι σέρνουν μουλάρια με δυνατές φωνές. Όλα αυτά φανερώνουν πως ετοιμάζονται να περάσουν τη νύχτα τους.
Εμείς δυναμώνουμε την προσοχή μας και δεν παρατηρούμε μόνο την κίνηση στην κορυφογραμμή. Έχουμε επισημάνει και χαρακτηριστικά σημεία της πλαγιάς, όπως κάποια βραχάκια, μικρές πτυχές του εδάφους, που μπορεί να τοποθετηθούν ενέδρες. Τελικά, επιλέξαμε κάποιο σημείο της κορυφογραμμής που απέχει από τη θέση μας ώς διακόσια μέτρα γυμνού εδάφους, με χαρακτηριστικό γνώρισμα μερικά σωριασμένα βραχάκια. Η παρατήρησή μας είναι πως αυτό το σημείο δεν απασχόλησε κάποιους φαντάρους, που στις κινήσεις τους δεν έδειξαν κανένα ενδιαφέρον γι’ αυτά τα βραχάκια. Η απόφασή μας είναι οριστική. Τα βραχάκια είναι ο στόχος μας.
Το σούρουπο ξαπλώθηκε στη γη. Εμείς, σύμφωνα με την απόφαση, αλλά και με το σταμάτημα της κίνησης στρατιωτικών τμημάτων, βαδίζουμε προς το στόχο μας. Για ένα δευτερόλεπτο κρατούμε αναπνοή και βάδισμα, μήπως πιάσουμε κάποιο θόρυβο. Ησυχία! Πλησιάζουμε το στόχο, από κάτω προς τα επάνω, με αναστατωμένη την καρδιά. Κανένας θόρυβος. Τώρα πετάμε μικρά χαλίκια προς τα βραχάκια. Καμία αντίδραση. Αποφασίζουμε το πέρασμα, επιστρατεύοντας όλες τις δυνάμεις μας, καβαλούμε τα βραχάκια και ριχνόμαστε σε μια ύποπτη κατηφοριά. Αθόρυβα σκύβουμε στο έδαφος ν’ ανακαλύψουμε κάποιο ντορό. Τίποτε δεν μαρτυρεί εχθρική παρουσία. Ο χώρος είναι απάτητος, παρθένος. Ούτε φωτιά ή ντορός ζώων δεν υπάρχει. Επειδή δεν πρέπει να παραμείνουμε εδώ, προχωρούμε σε κάποιο μονοπάτι που βρέθηκε, παρθένο κι αυτό. Μέσα σε μια συστάδα ελάτων, ανακαλύψαμε καλύβι παλιό, χαλασμένο σχεδόν. Παραμερίσαμε και καθίσαμε να ξεκουραστούμε λίγο. Κάνοντας μια ανακεφαλαίωση των όσων έγιναν ως τώρα, συμφωνήσαμε πως η μικρή μας επιχείρηση πέτυχε. Κάποια ελπίδα γεννιέται ότι μπορεί να συναντήσουμε τη Μεραρχία, εκτός αν άλλαξε δρομολόγιο από κάποια σημαντική αιτία. Όλα γίνονται!
Ξημερώνει η 8η Ιουνίου 1949. Κουβαριασμένοι στην τρύπια καλύβα, αντικρύζουμε το σκηνικό του δασωμένου τοπίου. Μεγιστάνες του πυκνού δάσους τα έλατα, με τις προεξέχουσες πυραμιδικές κορφές τους. Αφού τρώμε κάστανα άβραστα, αντί για το πρωινό ρόφημα, αρχίζουμε την ανίχνευση, σαν αρχαίοι ραβδοσκόποι ή σύγχρονοι ανιχνευτές υπόγειων νερών. Κινούμαστε χωριστά, με οριζόντια απόσταση, να βρούμε ή να εικάσουμε ίχνη από τμήμα. Απογοητευμένοι, σταματούμε κάπου να ξεκουραστούμε και να μιλήσουμε. Οι συλλογισμοί μας είναι επιφυλακτικοί για να ορίσουμε κάτι συγκεκριμένο.
Αποφασίσαμε τότε να στρέψουμε την ανίχνευσή μας προς το ζυγό που περνάει η δημοσιά Ράχης Βελουχιού-Κρικέλου. Την περνάμε σε πολλά σημεία στο μήκος της, χωρίς καμιά ένδειξη. Αν η Μεραρχία εφάρμοζε την απόφασή της να κινηθεί προς Κρίκελο-Ναυπακτία, ήταν αδύνατο να μη βρούμε τα ίχνη της. Είμαι βαθιά λυπημένος, γιατί ξεκόπηκα από τον Διαμαντή. Ποτέ δε δοκίμασα τόση στενοχώρια βουτηγμένη στη σκέψη της πιο μαύρης μελαγχολίας.
Αφήνουμε τη δημοσιά προς Κρίκελο και πέφτουμε σε οροπέδιο, όταν διαπιστώνουμε ότι είναι πατατοχώραφα του χωριού Συγγρέλο Ευρυτανίας. Πέντε ώρες μακριά από το Καρπενήσι. Από την παρατήρησή μας δεν διαπιστώσαμε φρέσκα ίχνη από τμήματα, γι’ αυτό με θάρρος μπαίνουμε στα πατατοχώραφα, που είναι όλα ανασκαμμένα από τους ανθρώπους και τ’ αγριογούρουνα. Κι ακολουθώντας την πείρα των ζώων, όταν είναι πεινασμένα, σκάβουμε πάνω στ’ ανακατωμένα χώματα κι ανακαλύπτουμε ωραίες κίτρινες πατάτες. Δεν έχουμε σκαφτικό εργαλείο, μα χρησιμοποιούμε μυτερά ξύλα, που υπάρχουν από άλλους που πέρασαν και σκάβουμε το παρθένο οργωμένο έδαφος. Και βρίσκουμε ωραίες πατάτες. Μαζέψαμε αρκετές, για να εξασφαλίσουμε κάποιο συσσίτιο. Μερικές πατάτες τις φάγαμε όπως τις ξεθάψαμε, αφού τις καθαρίσαμε από τα χώματα.
Ανησυχώ για την κακή εξέλιξη που παίρνουν τα σχέδια που είχαμε. Τώρα είμαι ένας «κομμένος» αντάρτης, που τίποτε δεν μπορεί ν’ αποδείξει τις καλές του προθέσεις.
Στα ίδια μονοπάτια με το στρατό
Αν και βρισκόμαστε σε χίλια μέτρα υψόμετρο, η μέρα μάς χαιρετάει με τη ζεστή ανάσα της. Τριγύρω ψηλά βουνά, η Καλιακούδα, αντίκρυ η Χελιδόνα και βόρεια το θρυλικό Βελούχι.
Αφού καθένας μας εφοδιάστηκε με αρκετές πατάτες, σκεπτόμαστε να βελτιώσουμε και τους όρους της ζωής μας. Γι’ αυτό παίρνουμε την απόφαση να μπούμε στο χωριό, το Συγγρέλλο Ευρυτανίας. Η απόφαση δεν αποκλείει τον κίνδυνο να συναντήσουμε ομάδες στρατιωτών που κρύβονται στα σπίτια, ώσπου να τσιμπήσει κανένας πεινασμένος αντάρτης. Δεν αποκλείεται τώρα να μας παρακολουθούν και να τρίβουν τα χέρια τους. Απόλυτη ησυχία επικρατεί σ’ όλη την έκταση. Ερημιά! Ούτε φωνή, ούτε τραγούδι, ούτε τσοκάνι 10 από πρόβατα ή πυροβολισμός. Ούτε κι απόμακρος ήχος. Λες και η φύση του Συγγρέλλου και της Καλιακούδας, με τα 2.100 μ. υψόμετρο, μας προετοίμασαν τέτοια υποδοχή.
Σε διάλογο με τον Τσεπά για τη συνάντηση με τη ΙΙ Μεραρχία, οι ελπίδες λιγοστεύουν και η απογοήτευση θρονιάζει στην ψυχή μας. Γίνεται φανερό πως η Μεραρχία για κάποιους λόγους άλλαξε δρομολόγιο. Αμίλητοι προχωρούμε προς το έρημο, μα πεντάμορφο και παντέρημο Συγγρέλλο. Στο μονοπάτι ανακαλύπτουμε ντορό από ζώα και ανθρώπους που αλλού χάνονται, αλλού είναι ακόμα λίγο ορατά, γιατί είναι παλιακά και δεν κράτησαν φρεσκάδα. Μ’ αυτές τις σκέψεις μπήκαμε στο χωριό, που αντικρύζει στωικά, ενώπιος ενωπίω, τον τεράστιο πέτρινο όγκο της Καλιακούδας με τα 2.100 μέτρα ύψος, από καταβολής κόσμου.
Είναι μια απόφαση επικίνδυνη. Όμως εμείς εξαντλήσαμε αρκετή ώρα παρατηρώντας σπίτια και πορτοπαράθυρα. Συναντήσαμε τη βρύση του χωριού. Άφθονο, κρυστάλλινο νερό τρέχει από μια πέτρινη κούπα. Αν και νηστικοί, πίνουμε από το κρύο της νερό, για να δείξουμε κι εμείς τα αισθήματά μας.
Το νερό της βρύσης σπάζει πάνω στις κρεμμυδόφλουδες και στα πρασόφυλλα. Εμείς, έχοντας το πνεύμα συλλογής ειδών που τρώγονται, συγκεντρώσαμε αυτά τα είδη, τα ξεπλύναμε και τα φάγαμε αμέσως για πρωινό ρόφημα.
Ύστερα κάναμε πολλές κινήσεις επιδεικτικά, για να προκαλέσουμε να βγει φανερά κάποιο στρατιωτικό κομάντο, που μπορεί κάπου να παραφύλαγε. Όχι! Το χωριό, προς το παρόν, είναι έρημο. Μπήκαμε σε πολλά ορθάνοιχτα σπίτια κι αρχίσαμε το ψάξιμο. Τίποτα. Ό,τι κι αν βρίσκαμε, όσπρια, αλάτι, κανένα μπουκάλι λάδι, κρασί, τσίπουρο, καμιά κονσέρβα, θα μας ήταν πολύτιμο. Δυστυχώς, δεν βρήκαμε τίποτε. Και πώς να βρούμε; Αφού όλα τα σπίτια είχαν ψαχτεί χιλιάδες φορές από νηστικούς αντάρτες, φαντάρους και κουμάντα μαυροσκούφηδων, που καταφτάνουν από το Καρπενήσι.
Καθώς μασώ τα σκληρά κρεμμυδόφυλλα που βρήκα στη βρύση, με βασανίζει μια νοσταλγία για κάτι απροσδιόριστο. Τρία χρόνια στον Δημοκρατικό Στρατό. Μια σκληρή άγνοια είχαμε για όλους. Δεν θέλω να θυμάμαι τη γριά μάνα μου με τα δυο ανύπαντρα κορίτσια, τις αδερφές μου. Ποιοι βοριάδες τα δέρνουν… Σκληρές ανιστορήσεις, που έζησαν οι άνθρωποι των ορεινών χωριών της Φθιώτιδας, αλλά και όλης της ορεινής Ελλάδας.
Απ’ αυτή την αναπόληση με ανακάλεσε στην πραγματικότητα μια βουή που γέμισε το χωριό. Οι αντίλαλοι από τις αλλεπάλληλες χαράδρες που διάβαιναν, πολλαπλασίαζαν το βουητό που επέστρεφε, καθώς χτυπιόταν με τους γκρίζους γκρεμούς της Καλιακούδας. Σε λίγο, δυο σπιτφάιερ 11 πέρασαν αστραπή προς το βοριά, όπου ο Γράμμος και το Βίτσι αντιστέκονταν με πείσμα ενάντια σ’ ένα στρατό πολλαπλάσιο σε αριθμό και εφόδια. Οι Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας με τον υπερστρατηγό Βαν Φλητ και τους έλληνες στρατηγούς καθάριζαν συστηματικά τις περιοχές από τους αντάρτες και βάδιζαν προς τον Γράμμο. Ο χώρος της Νότιας Ελλάδας αδειάζει από τις μεγάλες μονάδες του στρατού που προχωρούν προς τον Γράμμο, αφήνοντας πίσω μικρά αποσπάσματα στρατού, για ασφάλεια. Όμως, είναι πολλές οι περιπτώσεις που οι λίγες ανταρτικές δυνάμεις έδωσαν σκληρά χτυπήματα και πραγματοποίησαν αιφνιδιασμούς, ώστε να κρατούνε σημαντικές δυνάμεις πίσω τους.
Εμείς, οι δύο αντάρτες, νιώθουμε σαν δύο ναυαγοί, μέσα σ’ ένα μουγγό πέλαγος. Γι’ αυτό κυνηγάμε τις προκηρύξεις, πεταμένες εφημερίδες, για να πάρουμε καμιά πληροφορία. Είναι τραγική η έλλειψη ενημέρωσης. Μοιάζουμε με ναυαγούς, που δεν μπορούνε να προσανατολιστούν προς κάποιο λογικό σημείο. Χωρίς γαλήνη και μακαριότητα, και σίγουρα είναι ύποπτη αυτή η βουβαμάρα. Γιατί κάποιο προωθημένο εχθρικό παρατηρητήριο μπορεί να μας παρακολουθεί, κι όπου να ’ναι θα φανούν οι φαντάροι ή και Μάυδες ν’ αρπάξουν δυο καινούργια ζωντανά λάφυρα. Ρίχνω τη γνώμη πως πρέπει να σταματήσουμε τις κινήσεις και να καλυφτούμε. Κι αρχίζουμε το ψάξιμο κάθε ύποπτου σημείου της περιοχής.
Καί, ω του θαύματος! Σημειώσαμε στο κοντινό ύψωμα Κουρούνα τμήμα στρατού, με ζώα. Οι φαντάροι κουβαλούσαν πέτρες να οργανώσουν θέσεις. Το κουβεντολόι τους και η ξεγνοιασιά τους έφτανε ώς εμάς. Αμέριμνοι αυτοί και χορτάτοι, χαίρονταν τη δροσιά του ουρανού και του τοπίου. Γνώριζαν πια πως η δύναμη του Δημοκρατικού Στρατού λιγόστεψε, και τώρα οι φαντάροι ησυχάζουν. Κατά τους υπολογισμούς μας στο ύψωμα βρίσκονταν δύναμη διμοιρίας. Επόμενο είναι πως δεν επρόκειτο για κίνηση ανεξάρτητη και πρέπει να υπάρχουν μικρές ομάδες και σε άλλες επίκαιρες διαβάσεις της περιοχής. Η διοίκησή τους πληροφορήθηκε την παρουσία της ΙΙ Μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού και ανιχνεύει την περιοχή. Εμείς, χωρίς καθυστέρηση, αφήνουμε το χωριό και καλυφτήκαμε ψηλότερα από τα τελευταία σπίτια για παρατήρηση οπτική και ακουστική. Και νά! Μικρή περίπολος φαντάρων μπαίνει στο χωριό για αναγνώριση. Συζητούν, σφυρίζουν. Είναι φανερό πως δεν φοβούνται πια τον Δημοκρατικό Στρατό. Ύστερα από την εξέλιξη των γεγονότων, δεν υπάρχει λόγος να παραμείνουμε ακόμα εδώ.
Συζητήσαμε κι εκτιμήσαμε ότι πρέπει να βαδίσουμε προς την ορεινή περιοχή όπου βρίσκεται το χωριό Ανιάδα, αντίκρυ στην άγρια Καλιακούδα. Δεν θα μπούμε στο χωριό, μα θα το παρακάμψουμε. Από το κεφαλάρι του χωριού που είναι δασωμένο, θα βαδίσουμε προς τη θέση Άι-Θανάσης, όπου το μικρό εξωκλήσι του αγίου. Είναι σημαντικός αυχένας, γιατί περνά ο βατός δρόμος προς Καρπενήσι. Το σημείο αυτό είναι ύποπτο και μπορεί να κρατιέται από μικρή δύναμη στρατού. Θα πλησιάσουμε τη θέση, όσο το δυνατό πιο κοντά. Μπορεί από τα ίχνη ή και από τους ήχους που θα πιάσουμε να υπάρχει σίγουρα η πληροφορία που μας χρειάζεται. Πολλές φορές στον Δημοκρατικό Στρατό ήταν ασφαλέστερη η λούφα κοντά στον πραγματικό ή υποτιθέμενο εχθρό, για να επισημανθεί η παρουσία του, παρά κάποια επικίνδυνη αναγνώριση. Βαδίζοντας σαν τις γάτες και με αποστάσεις πλησιάζουμε την τοποθεσία Άι-Θανάσης, από την πλευρά του χωριού Μουζήλο. Αφού ρυθμίζουμε και την αναπνοή μας, τρυπώνουμε σε μια συστάδα θάμνων, που σκόπευαν το εκκλησάκι και περιμένουμε.
Όση ώρα βρισκόμασταν σε αναμονή, κανένας θόρυβος και κανένας ήχος δεν ακούστηκε, να μας βάλει σε υποψίες. Πρέπει να έχουμε υπομονή, γιατί ο στρατός τώρα κινείται άφοβα, όμως στήνει και τα δίχτυα του, περιμένοντας να πέσουν ξεκομμένοι αντάρτες.
Έχουν γίνει οι φαντάροι κυνηγοί ανθρώπινων κεφαλών.
Της νύχτας τα καμώματα
Γνωρίζουμε τα σημεία που ο κάθε στρατός κρατεί, γιατί είναι περάσματα των νυχτερινών κινήσεων και σίγουρης ενέδρας. Και η θέση Άι-Θανάσης του χωριού Ανιάδα προσφέρεται για σίγουρο καρτέρι. Φτάσαμε περίπου στη θέση που περνάει και ο βατός δρόμος από Βουτύρου και σταματήσαμε. Κρατούμε και την αναπνοή μας για να πιάσουμε κανένα ήχο. Και δεν άργησε να επαληθευτούν οι σκέψεις μας. Ήχος από άδεια κονσέρβα που την κύλησε κάποιος, καθώς και προσεχτικοί ήχοι φωνής. Καινούργιες σκέψεις και αποφάσεις συνοδεύουν τους θορύβους. Φεύγουμε αμέσως. Τώρα δεν θα περάσουμε από τη θέση Λακώματα, σημαντικό σημείο περάσματος. Καθορίζουμε καινούργιο δρομολόγιο: να βαδίσουμε προς τη θέση Πινακάκια, μια συμπαγή βραχολιθιά που σχηματίζει όλη την περιοχή. Δεσπόζει του Μεγάλου Χωριού, αλλά και όλης της ποταμιάς που ποτίζει ο Καρπενησιώτης. Κατά τα μεσάνυχτα φτάσαμε στα Πινακάκια. Τη στιγμή που φτάσαμε, δυο σκιές έφυγαν γρήγορα προς το δάσος. Ήταν δικά μας παιδιά, που δεν άνθεξαν να γίνει μια αναγνώριση.
Αναπαυτήκαμε για λίγο από την καθημερινή τύρβη κι έπρεπε ν’ ασχοληθούμε με το δείπνο μας. Και ήταν λιτό και πρωτότυπο. Φάγαμε πατάτες άβραστες. Όσο για το μουλαρίσιο κρέας, ευγενικά μας ειδοποίησε με την ευωδιά του. Αμέσως υπέστη έξωση, όπως οι κακοί ενοικιαστές, και πετάχτηκε. Προτιμήσαμε τις πατάτες, υπακούοντας στη λαϊκή σοφία: «Η πείνα βγάζει μάτια». Ένα φεγγαράκι που αρμένιζε στα ουράνια μας ξεγέλασε και κινήσαμε για πιο φιλόξενο λημέρι. Το δρομολόγιο θα πραγματοποιηθεί σε παρθένο έδαφος, γιατί ξετυλίγεται μέσα σε πυκνό βραχότοπο.
Με τη βοήθεια του φεγγαριού, που είχε όρεξη για παιγνίδια παίζοντας το κρυφτούλι, ξεχωρίσαμε κάποιο ίχνος μονοπατιού. Το ακολουθήσαμε. Σε λίγο σταματήσαμε. Εδώ το μονοπάτι έχει έναν μικρό πέτρινο, επίπεδο εξώστη, απόμερο και κρυφό, που τα θεμέλιά του βρέχονται απ’ τα γάργαρα νερά του Καρπενησιώτη. Ώσπου να πάρουμε απόφαση, συνέβηκε κάτι τρομερό. Δύο φαντάσματα, σίγουρα ξεκομμένοι αντάρτες, ποδοτσακίστηκαν να φύγουν και ν’ αφήσουν το ξενοδοχείο ύπνου άδειο. Στις επικλήσεις μας δεν έδωσαν καμιά σημασία. Αφού σταμάτησε και η ανησυχία της καρδιάς μας, πέσαμε να κοιμηθούμε, έχοντας για προσκέφαλο κάποια λιθαράκια που χρησιμοποιούσαν τα δύο φαντάσματα. Καθώς ο ύπνος έρχονταν αργός, εμένα με βασάνιζε η τύχη της Μεραρχίας. Θα περιμένω για λίγο στην περιοχή, μήπως πληροφορηθούμε κάτι. Και αν αρνητικά είναι όλα τα νέα, θα σκεφθούμε τι θα γίνει.
Ξυπνήσαμε και οι δυο από κάποιο εφιαλτικό όνειρο ή από μια παράξενη και ανεξήγητη σύμπτωση. Μπορεί να ήταν και όνειρο. Αλλά σίγουρα πέρασε κάποιος ξεκομμένος αντάρτης, που μας θεώρησε νεκρούς κι έφυγε τρομαγμένος. Σηκωθήκαμε. Η αυγή ροδίζει τις κορφές των βουνών κι εμείς προσπαθούμε να διασκεδάσουμε τη νυχτερινή περιπέτεια. Τώρα πεισματικά προσπαθούμε να μετράμε το χρόνο, για να συγκροτήσουμε κάποιο ημερολόγιο της πορείας μας.
Τον τελευταίο καιρό αγνοούμε τις εποχές, τους μήνες και την ημέρα που διανύουμε. Μόνο από τα φυσικά φαινόμενα υπολογίζουμε στο περίπου την εποχή. Κάνουμε κάποιες ασκήσεις να ξεμουδιάσουμε και καλημερίζουμε τ’ αντικρυνά βραχοβούνια της Χελιδόνας και τους γύρω σκοτεινούς βόθονες 12. Εδώ βρισκόμαστε πραγματικά εμπρός σε μια αληθινή περιπέτεια της γης, που δέχτηκε τη θητεία αμέτρητων αιώνων. Κίνηση, καπνός, τουφεκιά, φωνή, κουδούνια, σάλαγος ούτε φάνηκαν, ούτε ακούστηκαν. Παραδεισιακή γαλήνη κουκούλωνε τα πάντα. Λες και ήταν μια διαβολική συμμετοχή βρυκολάκων, που τα νυχτερινά τους δρομολόγια άφηναν τη σφραγίδα τους σε τούτη την επικίνδυνη λαμπρότητα.
Ξεκινήσαμε βαδίζοντας πάνω στο αρχαίο μονοπάτι. Σε μια λαγκαδιά το χάσαμε. Και καθώς ψάχναμε για κάποια διέξοδο, διακρίναμε ένα ποτιστικό αυλάκι, σκαμμένο στα στήθια του βράχου. Ήταν χορταριασμένο και αχρησιμοποίητο. Το χωριό, η Καρύτσα Καρπενησίου, που φάνηκε σε λίγο, είχε εκπατρισθεί, όπως όλη η ορεινή Ελλάδα. Σε λίγο χρόνο το αντικρύσαμε το έρημο χωριουδάκι. Τα παλιακά του γκρίζα σπίτια, λασπόχτιστα τα περισσότερα, έμοιαζαν μ’ ένα σμήνος παράξενων πουλιών πάνω στην πέτρινη εξέδρα, έτοιμα να πετάξουν, μα κάποια δύναμη τα κάρφωσε στη θέση τους. Χωρίς αργοπορία καλυφτήκαμε κάτω από ένα ψηλόκορμο έλατο, αρχίζοντας και την πρώτη παρατήρηση της ημέρας.
Άκρα του τάφου σιωπή! Σε κανένα βράχο, σε καμιά ραχούλα ή στα εγκαταλειμμένα χωράφια, δεν διαπιστώσαμε κίνηση ή κάποιον ήχο. Εκείνο που κερδίσαμε –αν αυτό θεωρείται κέρδος– ήταν το θέαμα μιας άγριας, βουνίσιας σκηνογραφίας. Ένας χορός γυμνών βουνών: Καλιακούδα (2.100), Χελιδόνα (1.980), Αραποκέφαλα (1.900), η Τριανταφυλλιά, το Πλατάνι. Είναι μια άγρια όψη της ευρυτανικής γης. Ανάμεσά τους κυλάει τα κρύα νερά του ο Καρπενησιώτης, που έχει πολλές πέστροφες. Σε κάμποσα σημεία, παλιότερα, έσμιγαν οι βράχοι της και ο ποταμός είχε ανοίξει μια μικρή έξοδο. Αυτή την τοποθεσία ο λαός την ονόμασε Κλειδί. Χρόνια έσκαβαν για να ξεκολλήσουν τους βράχους. Χαμηλότερα υπάρχει ένας θεόρατος γυαλιστερός βράχος, που κι εδώ οι εργάτες άνοιξαν ένα μονοπάτι. Πάνω του φαίνονται κάτι πετρώματα σαν πατημασιές. Ο λαός τον ονόμασε Τύπωμα, γιατί η Παναγία άφησε τ’ αχνάρια της. Η λαϊκή πίστη, η μόνη που απόμεινε στον εγκαταλειμμένο λαό, αυτή απόμεινε να τον συνοδεύει στις δυσκολίες του και στη φτώχια του.
Μας υποδέχεται, σε κάθε βήμα μας, το τιτίβισμα χιλιάδων ξέγνοιαστων πουλιών, που τραγουδούνε τον έρωτά τους. Κι ένας καταγάλανος ουρανός με τον ξανθό ήλιο και το προσωπείο μιας επικίνδυνης γαλήνης, σαν να ευλογεί τα δύο ερημοχώρια Καστανιά και Δερμάτι που άπλωσαν τα πέτρινα χέρια τους σε χαιρετισμό. Για μια στιγμή νιώσαμε πως είμαστε κάποιοι νέοι μιας άλλης εποχής, καβαφικής. Δεν είμαστε ξεκομμένοι αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού, που γυρεύουν να βρούνε το τμήμα τους, να συνεχίσουν τον αγώνα, μα παράξενοι επισκέπτες μιας δαιμονικής εποχής. Μπήκαμε στην Καρύτσα σαν θαρραλέοι από μια ιδεατή πραγματικότητα που πλάσαμε για λίγο.
Την ίδια στιγμή αρχίσαμε το ψάξιμο των σπιτιών. Δεν ψάχνουμε να βρούμε τον «κρυμμένο θησαυρό». Μας αρκούσε μια χούφτα καλαμπόκι, λίγο αλάτι, κρεμμύδια, φασόλια, καμιά κονσέρβα. Δεν βρήκαμε τίποτα, αφού τα σπίτια αυτά είχαν ερευνηθεί χιλιάδες φορές. Δεν έφταναν τ’ αντάρτικα ψαξίματα, έψαχναν και οι φαντάροι. Αυτοί δεν έψαχναν για τροφή. Έβγαζαν τα καλά πόμολα από τις πόρτες, έπαιρναν νταμιτζάνες, ξεχασμένους καθρέφτες σπιτικούς. Κι ακόμα έψαχναν για καταφύγια όπου οι εκπατρισμένοι χωρικοί έκρυψαν ό,τι πολύτιμο είχαν. Και τα πουλούσαν τα φανταράκια.
Γνωρίζω καλά την περιοχή, γιατί το 1936 ή ’37 πρωτοδιορίστηκα δάσκαλος στο Δερμάτι, που βρίσκονταν κουρνιασμένο στην κορυφή του αντικρυνού μας βράχου. Για να σχηματίσετε μια ιδέα της γεωλογικής κατασκευής του τόπου, στο χωριό δεν υπήρχαν αρσενικοί γάιδαροι, μα θηλυκές γαϊδουρίτσες. Και υπόφεραν από σεξουαλική πείνα. Στην περίοδο του μαγιάτικου οργασμού, λόγω του ότι δεν υπήρχε έδαφος παρά βράχος, τα δυστυχισμένα τετράποδα δεν μπορούσαν να έχουν ούτε ένα αρσενικό φίλο. Ας όψεται η εδαφική διαμόρφωση του χωριού, που δεν άφησε να γευτούν την υπέροχη στιγμή της διαιώνισης του είδους.
Απ’ αυτό τον ξερόβραχο ξεκίνησα στις 28 Οκτωβρίου 1940 για την Αλβανία. Πάλι πεζοπορία ως το Καρπενήσι. Εκεί ένα λεωφορείο –σαράβαλο– που έγραφε «Χαλάνδρι-Αθήνα» μας παρέλαβε και μας άδειασε στο σιδηροδρομικό σταθμό Λιανοκλαδίου. Κι ύστερα τραβήξαμε προς το βοριά. Την προηγούμενη ημέρα της 28ης Οκτωβρίου 1940, με κάλεσε ο έπαρχος Ευρυτανίας να μου ανακοινώσει ότι για σοβαρούς λόγους με μεταθέτει στο Τροβάτο Ευρυτανίας. Δεν ήμουν γραμμένος στην ΕΟΝ. Φεύγοντας, ψιθύρισα: «Καλύτερα πόλεμος». Την 28η Οκτωβρίου βάδισα προς το Δερμάτι να παραλάβω τα πράγματά μου. Καθώς ανέβαινα τη μεγάλη ανηφοριά, πέντε κάτασπρα αεροπλάνα πέρασαν πάνω από τη Χελιδόνα. «Πόλεμος! Ο Φασισμός μας κήρυξε πόλεμο. Ας βιαστώ!» Στη ράχη που έφτασα, εκεί ήταν και το σχολείο, με περίμενε ο χωροφύλακας να μου δώσει το κάλεσμα. Το πήρα κι έφυγα βιαστικά. Η φωνή της πατρίδας με κάλεσε, όπως και δυο φορές ακόμα. Στα χρόνια της μεγάλης Εθνικής μας Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού.
Αλλά ας επανέλθουμε στην τραγική μας κατάσταση και τα προβλήματα, που μας φαίνονται άλυτα. Πρότεινα στον Τσεπά, γιατί γνώριζα καλύτερα το χώρο, να βαδίσουμε για την τοποθεσία Ασπρούδια, όπου οι Καρυτσιώτες καλλιεργούσαν τις πεζούλες τους μ’ επιμέλεια. Κυκλώπεια τείχη συγκρατούσαν το λιγοστό χώμα, που τις περισσότερες φορές ήταν φερτό από τις εσοχές των βράχων. Στην κεφαλή κάθε ξερολιθιάς φύτευαν ένα διαλεχτό κλήμα και δίπλα του ένα κέδρινο παλούκι για την αναρρίχηση του κλήματος. Από αυτά οι φτωχοί χωρικοί τρυγούσαν ωραία σταφύλια κι εξασφάλιζαν το κοκκινέλι τους. Ακόμα υπήρχαν καρποφόρα δέντρα, όπως μουριές, κερασιές, συκιές, που αποτελούσαν τα στολίδια της πεζούλας.
Όσα γράφω εδώ μπορεί να μην είναι ελκυστικά για τον αναγνώστη, είναι όμως αληθινά. Και σ’ αυτό διαφέρουν από τα σύγχρονα γραπτά σήριαλ ή άλλα σεξουαλικά κι εγκληματικά δρώμενα. Εδώ ξετυλίγεται μια άγνωστη πραγματικότητα, μέσα σ’ ένα διαβολικό σκηνικό, που δεν γράφτηκε αλλού και θα το ζήλευε και ο Όργουελ.
Ο Τσεπάς συμφώνησε με την πρότασή μου και ξεκινήσαμε για τ’ Ασπρούδια, που βρίσκονταν μια ώρα περίπου μακριά από το χωριό. Παρατηρούμε προσεκτικά την περιοχή και κάπου-κάπου το βατό δρόμο που είναι στην αντικρυνή βραχόπλακα και οδηγεί στο ξακουστό μοναστήρι του Προυσού. Με προσοχή ελέγχουμε τα Χάνια Καρύτσας, αντίκρυ μας κι αυτά, μήπως παρατηρήσουμε κάποια κίνηση. Τίποτα! Μια νεκρή περιοχή αντίκρυ μας φράζει τον ορίζοντα, ντυμένη τα πιο παράξενα πετρώματα. Φαίνεται πως ο στρατός άρχισε ν’ ανεβαίνει προς το βοριά να φτάσει στα σύνορα, ξεκαθαρίζοντας τα οχυρά του «Δ.Σ. ΓΡΑΜΜΟΣ-ΒΙΤΣΙ». Αντιγράφοντας τη δική μας ταχτική, βαδίζει τη νύχτα, στήνει ενέδρες, κάνει αιφνιδιασμούς, πιάνει αιχμαλώτους ξεκομμένους αντάρτες και τους παρουσιάζει για ηγέτες των συμμοριτών.
Μ’ ας συνεχίσουμε κι εμείς το έργο μας. Ψάχνοντας από πεζούλα σε πεζούλα, βρήκαμε ξεχασμένα κρεμμύδια, μαζέψαμε σταφίδες από κερασιές και μουριές που ήταν πεσμένες κάτω στα καρποφόρα δέντρα. Έτσι σιγά-σιγά, ερευνώντας και σκαρφαλώνοντας στους τοίχους για να ελέγξουμε την καινούργια πεζούλα, αντικρύσαμε να προβάλλεται τμήμα από κάνη τουφεκιού που κινούνταν αργά προς ακαθόριστη κατεύθυνση. Έψαχνε και ο ιδιοκτήτης της κάτι να βρει… Πήραμε την απόφαση να υπερφαλαγγίσουμε την πεζούλα από τις δυο άκρες της, ανεβαίνοντας στην υπερκείμενη πεζούλα και για να κάνουμε πλήρη αναγνώριση και να πιάσουμε θέση, για καλό και για κακό.
Σε λίγο συλλάβαμε τον μακαρίτη Χρήστο Κατή, αντάρτη του Δημοκρατικού Στρατού και παλιό συμμαθητή μου στο Γυμνάσιο Καρπενησιού. Όλη η οικογένειά του ήταν στον αγώνα, ενώ ο αδερφός του ο Φώτης, συμμαθητής μου κι αυτός, ένας λαμπρός νέος, σκοτώθηκε στις τάξεις του Δημοκρατικού Στρατού. Η πρώτη ερώτησή μας ήταν αν γνωρίζει κάτι για την παρουσία της Μεραρχίας Διαμαντή στην περιοχή. Όχι, δεν έμαθε, δεν είδε, δεν άκουσε. Ύστερα μας πληροφόρησε ότι κάτω από το ύψωμα της Καλιακούδας Κεραμίδι υπάρχει ένα μεγάλο επίπεδο χωράφι, γεμάτο κερασιές κι ένα μικρό σπιτάκι. Μας είπε ακόμα πως υπάρχουν αντάρτες κι αντάρτισσες που μαγειρεύουν. Δηλαδή, φκιάνουν συσσίτιο. Αποχαιρετήσαμε τον Χρήστο Κατή, χωρίς να τον ρωτήσουμε για τη λούφα του κι αρχίσαμε την ανάβαση για το χωράφι με τις κερασιές. Ελπίζαμε πως μπορεί κάτω να γνωρίζουν ή να έχουν κάποια σύνδεση, αφού ήταν τμήμα επιμελητείας.
Ανεβαίνουμε σαν εκείνους τους εκδρομείς που έπαθαν ομαδική αμνησία. Μπήκαμε στον πυκνό ελατιά κι ένα δροσερό, χιλιοπατημένο μονοπάτι μας οδηγεί προς το χωράφι με τις κερασιές. Κάποια φορά φτάσαμε στο χείλος μιας βαθιάς λαγκαδιάς, στρωμένης σχεδόν με λευκή πλάκα, μονοκόμματη. Ήταν μοιρασμένη η ραχοκοκαλιά της σε αναβαθμούς, ύψους 2-3 μέτρων περίπου. Από το ύψος κάθε σπόνδυλου χύνονταν ένας μικρός καταρράχτης σε μια βαθιά λεκάνη. Και συνεχίζονταν αυτή η αρχιτεκτονική ως το μεγάλο γκρεμό, που δέσποζε στον Κρικελοπόταμο. Περάσαμε το χαντάκι και σε λίγο σταματήσαμε εμπρός στο χαμηλό σπιτάκι. Εκεί συναντήσαμε τον επιμελητή Δημήτρη Κατσούδα από το Καλεσμένο Ευρυτανίας και μερικούς αντάρτες κι αντάρτισσες, που δεν θυμάμαι τα ονόματα. Κινούνταν προς το μαγειρείο, μέσα σε μια μακαριότητα που δημιουργούσε το ωραίο τοπίο, αμέριμνοι κι αδιάφοροι για μας, τους καινούργιους επισκέπτες. Αδιάφοροι για όλα!
Ο μεγάλος αιφνιδιασμός 10/6/1949
Σε τούτο το απόμερο κρησφύγετο είχαμε μια σπουδαία συνάντηση. Ανταμώσαμε τον –μακαρίτη τώρα– Κώστα Βραχωρίτη. Ήταν ταγματάρχης του Δημοκρατικού Στρατού, ακράτητος στη φωτιά του πολέμου και ικανός διοικητής. Είμαστε μαζί με τον Βραχωρίτη και τον ταξίαρχο Πυθαγόρα στην καταστροφική ενέδρα της Οξυάς στις 13/5/49, μόλις έβγαινε ο ήλιος. Ήταν μια μαγευτική ώρα, μέσα σ’ ένα σκηνικό που σε λίγα λεπτά θα παρουσίαζε την πιο άγρια μορφή.
Ανταλλάξαμε κάποιες σκέψεις για τις επικίνδυνες αδυναμίες της εδώ κατασκήνωσης. Διαπιστώσαμε τραγική έλλειψη επαγρύπνησης. Εδώ γινόταν παζάρι από άντρες και γυναίκες, που όλοι βρίσκονταν σε κίνηση. Αγνοούσαν την τύχη της ρουμελιώτικης ανταρτοσύνης. Έμοιαζαν όλοι ευτυχισμένοι και ξέγνοιαστοι από ευθύνες και προβλήματα. Με τον μακαρίτη Βραχωρίτη πήραμε απόφαση να σηκωθούμε πολύ πρωί να οργανώσουμε κάποια παρατήρηση για τα απέναντι σημεία, που ήταν οι φωλιές των πιο σκληρών Μάυδων, των Γανωμεναίων. Για το χώρο μας, δεν υπήρχε καμιά σκέψη ασφάλειας. Ήταν όλοι τους σίγουροι. Αν ο χώρος τούτος δέχονταν κάποιον αιφνιδιασμό, δεν υπήρχε σημείο διαφυγής. Υποχρεωτικά έπρεπε να γκρεμιστούμε στους βράχους για να μην πιαστούμε στα χέρια. Είχα ένα φοβερά δυσοίωνο προαίσθημα πως κάποιος κίνδυνος ελλοχεύει εδώ γύρω μας.
Υποκύπτοντας όμως στην κούραση, στην πείνα και τις άθλιες αντικειμενικές συνθήκες, χωρίς το αίσθημα ευθύνης να μας ειδοποιεί όσο θα ’πρεπε, καθίσαμε. Ανθρώπινη αδυναμία που δεν μπορέσαμε ν’ αποφύγουμε. Φάγαμε καλά, μας έδωσαν κι ένα μπουκαλάκι λιόλαδο. Ακόμα εγώ βρήκα εδώ ένα ασημένιο κουτάκι, με άγια λείψανα. Παρμένα από την εκκλησία του χωριού μου (Νεχώρι Τυμφρηστού). Μυστήριο για τον ιερόσυλο, που εγκατέλειψε το λάφυρό του. Όπως συμφωνήσαμε με τον Βραχωρίτη, ξυπνήσαμε όρθρου βαθέος. Ετοίμασα το πολύτιμο σακίδιο, ταχτοποίησα κι ένα ωραίο αδιάβροχο που πήρα στο Καρπενήσι. Ήταν αμερικάνικο, στρατιωτικό. Κι αρχίσαμε απ’ τη γωνία του σπιτιού μια επίμονη παρατήρηση στο γύρω μας τοπίο.
Η 10η Ιουνίου 1949 που ξημέρωσε είναι μια ημέρα που σου φέρνει στο νου τους στίχους του Σολωμού: «Όποιος πεθαίνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει» 13. Ο ήλιος έβαψε χρυσοκόκκινη με τις αχτίνες του την κορυφή της αντικρυνής Χελιδόνας και σαν παλιός μάστορας προσπαθούσε με ελιγμούς να ξεφύγει απ’ το δάσος των βουνίσιων κορυφών, για να ολοκληρώσει το έργο του. Η δική μας τοπογραφία είναι αποκαρδιωτική. Μας καπελώνει κυριολεκτικά ένα καφετί, σουβλερό ύψωμα, το Κεραμίδι, που νομίζεις πως θα σωριαστεί πάνω σου. Στη ρίζα του τρομερού βραχόβουνου απλώνονταν ένα πρανές 14, που πλησίαζε το σπιτάκι ώς πενήντα μέτρα. Ένα αυλάκι με νερό χώριζε το πρανές από το σπιτικό και τα χωράφια με τις κερασιές. Στο μεταξύ και οι άλλοι συναγωνιστές που κατείχαν την περιοχή άρχισαν κάτι να ετοιμάζουν. Ίσως ετοίμαζαν κάποιο πρωινό.
Ξαφνικά, μια άγρια φωνή, πενήντα μέτρα πιο πάνω, μας καθήλωσε μ’ ένα τρομερό:
–Ποιοι είσθε σεις;
–Αντάρτες, απάντησαν αδιάφορα από τη δική μας μεριά. –Εσείς ποιοι είσθε; συνέχισαν οι δικοί μας, αδιάφοροι, λες κι είχε τελειώσει ο πόλεμος.
–Είμαστε από το τμήμα του Περικλή, απάντησαν.
Εγώ τα χρειάστηκα. Ο διάλογος δεν είχε καμιά φυσικότητα. Ασυναίσθητα τράβηξα τον Βραχωρίτη προς τη γωνία του σπιτιού.
Κι ο διάλογος συνεχίστηκε.
–Εσύ ποιος είσαι; τον ρώτησαν οι δικοί μας, καθώς πίσω από ένα κέδρο φάνηκε ένα κεφαλάκι.
–Ο Γιώργος Ράφτης, απάντησε η φωνή.
–Άντε ρε, που είσαι ο «Μπλάτσα Μπλούτσας», απάντησε κάποιος από τους αντάρτες.
Λέγω αμέσως στον Βραχωρίτη πως ο συνομιλητής είναι εχθρός και κάνει κάποια αναγνώριση. Ο Γιώργος ο Ράφτης είναι νεκρός. Και τότε ακούστηκε η κραυγή:
–Παραδοθείτε! κι άρχισαν καταιγιστικά πυρά αυτόματων όπλων, χωρίς καμιά απάντηση από μέρους μας.
Είμαστε παγιδευμένοι χωρίς καμιά διέξοδο, χωρίς καμιά αμυντική ετοιμότητα. Και δεν υπάρχει κανένα δρομολόγιο σύμπτυξης ή αντεπίθεσης. Μόνη διαφυγή θα γίνει μέσω της βαθιάς λαγκαδιάς, πηδώντας τους καταρράχτες της και βουτώντας στις γούρνες με το νερό. Ρίχνομαι κι εγώ τελευταίος, και με τρόμο αντικρύζω το μεγάλο καταρράχτη, που πλέον δεν ξεπερνιόταν. Είμαι πετσί και κόκαλο από την πείνα και τις άλλες ταλαιπωρίες. Ο χρόνος είναι απαιτητικός. Ή βρίσκω πόρτα και παράθυρο να πεταχτώ έξω από τον κλοιό ή παραδίνομαι χωρίς όρους στο θάνατο. Χωρίς αργοπορία, κινούμαι προς τη δεξιά όχθη της λαγκαδιάς. Εκεί υπάρχει συμπαγής πέτρινη πλάκα με άνοιγμα, μια πορτούλα. Πάνω της βλέπω πράγματα, σκορπισμένα όπως-όπως.
Η διαφυγή έγινε από αυτού. Μπορεί η «κερκόπορτα» αυτή να γίνει πόρτα σωτηρίας και για μένα. Ξεκινώ κι αισθάνομαι αδυναμία να βαδίσω. Κόπηκαν τα πόδια μου, έσπασαν οι μηροί από τα πηδήματα στους καταρράχτες. Με θλίψη αναγκάζομαι να παρατήσω το γυλιό μου μαζί με τα εφόδιά μου. Πάει και το αδιάβροχο. Μόνο το περίστροφο κρατώ. Σέρνομαι προς το άνοιγμα που σχηματιζόταν στη βραχογραμμή. Και με μια ματιά από την ευγενική πορτούλα προσανατολίστηκα σε γνωστά μου τόπια. Αντίκρυσα τα Μπαλτέικα, ένα φτωχό συνοικισμό και ξεχώρισα το βατό δρόμο προς το μοναστήρι του Προυσού, την πέτρινη τοξωτή γέφυρα στα διπόταμα, σημείο συμβολής του Καρπενησιώτη και του Κρικελιώτη. Οι χείμαρροι αυτοί είναι ορμητικοί στις ώρες του χειμώνα. Έτσι προσανατολίστηκα. Ήταν κι αυτό μια μικρή δόση αισιοδοξίας.
Στο μεταξύ, οι Μάυδες ωρύονταν, τουφεκούσαν, κατρακυλούσαν βράχους χωρίς να τολμήσουν μια επίθεση ενάντια των ανταρτών που έτρεχαν. Έμεινα μόνος. Ούτε τον Βραχωρίτη είδα ούτε τον Τσεπά. Και φυσικά, ούτε κανέναν άλλο.
Στην πέτρινη διχάλα, που υποχρεωτικά θα κατέβαινα, αντίκρυσα τον τρόπο που έγινε η κατάβαση από αυτούς που προηγήθηκαν. Στο σημείο αυτό, το μοναδικό για πέρασμα, υπήρχε μια μονοκόμματη πλακολιθιά με γυαλιστερή επιφάνεια. Πάνω σ’ αυτή έκαναν τσουλήθρα ώς πενήντα μέτρα, ώσπου σταματούσαν σε σωρούς από μεγάλες πέτρες. Στις σχισμές αυτής της κυλίστρας είχαν φυτρώσει μικροί θάμνοι. Κι έβλεπες κρεμασμένα στα λιγνά κλωναράκια τους χιτώνια, τσάντες και κανένα όπλο. Αυτού κύλησα, υποχρεωτικά, ολομόναχος. Όμως οι θάμνοι με σεβάστηκαν και δεν μου κράτησαν διόδια.
Από δω και κάτω ώς τα διπόταμα υπήρχε ένας βατός γκρεμός, γεμάτος τροχάλια 15. Αυτή την κατάβαση έπρεπε να κάμω, ν’ ανέβω στο δρόμο Προυσού-Καρπενησίου ή ν’ ανεβώ προς Καστανιά ή Δερμάτι. Όμως τα πόδια δεν βοηθούσαν. Έμοιαζαν σπασμένα. Κάπου έπρεπε να τρυπώσω για λίγο να ξεκουραστώ. Όμως! Από πρόνοια κάποιας χιονοθύελλας, είδα μια τεράστια ιριά (δρυς-Aρία) που γονάτισε, δημιουργώντας ένα μικρό χώρο απόκρυψης. Εκτίμησα την κατάσταση και τράβηξα προς το γονατισμένο δέντρο.
Εκεί όμως έγινε το θαύμα! Υπήρχε ένας πολύτιμος θησαυρός. Υπήρχε άνθρωπος, και μάλιστα ο φίλος συναγωνιστής Γιώργος Σούφλας από το Καροπλέσι Ευρυτανίας. Εκεί τρυπώσαμε αυτές τις τραγικές στιγμές και μοιάζαμε σαν κάποια άγνωστα ανθρωποειδή, που μια θύελλα τα σκόρπισε. Κι ο εχθρός; Τί φκιάνει; Κυλάει μεγάλους βράχους που προκαλούσαν πάταγο και φωνάζει: –Παραδοθείτε!
Το τουφεκίδι σταμάτησε γύρω μας. Μόνο από το Δερμάτι ακούστηκαν μερικές τουφεκιές. Φαίνεται πως κατέχεται από τους Λαιστρυγόνες της αστερόεσσας.
Εμείς καθίσαμε αρκετή ώρα να ξεκουραστούμε, μα και να κάνουμε μια προσεχτική παρατήρηση. Εξακριβώσαμε ότι δεν κατέχεται η γέφυρα που συνδέει το Καρπενήσι και τα χωριά της ποταμιάς με τον Προυσό. Αποφασίσαμε ν’ αφήσουμε τον κρυψώνα μας και να κατεβούμε στα διπόταμα. Τα πόδια μας ήταν σαν σπασμένα από τα πηδήματα στους καταρράχτες, και η κίνησή μας δυσκολεύονταν. Όμως, ήταν ανάγκη. Οι διώκτες μας μπορεί να ετοίμαζαν πάλι καμιά επίθεση, μα και ο ήλιος μας ειδοποιούσε ν’ αποφασίσουμε, πριν πέσει το θάμπωμα. Κάποτε φτάσαμε, κι ετοιμαζόμαστε να περάσουμε τον Καρπενησιώτη κάτω από το πέτρινο γεφύρι. Αν και ήταν Ιούνιος, τα νερά ήταν ακόμα ορμητικά και με παρέσυραν για λίγο. Το ψυχρό μπάνιο μου έκανε καλό. Ξαστέρωσε το κεφάλι μου και δυνάμωσε τη θέλησή μου να υπερνικήσω τις δυσκολίες. Κάποιο εχθρικό παρατηρητήριο μας έριξε κάμποσες ντουφεκιές, χωρίς διαθέσεις κυνηγητού.
Αφού στράγγισα απ’ το νερό, αρχίσαμε το βάδισμα με τον Σούφλα στον ξεριά του ποταμού. Σε λίγο ανακαλύψαμε τον ντορό της παρέας μας. Ήταν βρεγμένος ακόμα. Ήταν οι δικοί μας που κατάφεραν κι έφυγαν πιο μπροστά από μας. Ήταν καλύτερα ταϊσμένοι και ξεκούραστοι, κι ίσως να γνώριζαν και κάποιο μονοπάτι. Βαδίζαμε με τον Σούφλα παρόχθια, ανάμεσα σε ουρανόφταστους βράχους, που όσο κατέβαιναν προς την κοίτη του ποταμού στένευαν απελπιστικά. Νόμιζες πως ήταν έτοιμοι να αγκαλιαστούν, δημιουργώντας έτσι γούρνες βαθιές. Γι’ αυτό αναγκαζόμαστε να πηδούμε πότε προς τη μια και πότε προς την άλλη όχθη. Όμως, από λόγους επαγρύπνησης, φοβούμασταν την πανουργία της τύχης, γιατί δεν αποκλείονταν αυτός ο ντορός να ανήκε στα στίφη των Γανωμεναίων που λυμαίνονταν την περιοχή.
Αφού βαδίσαμε αρκετά, το σκηνικό των βράχων άρχισε να υποχωρεί και στον απελευθερωμένο χώρο παρουσιάστηκαν μικρές λογγιές με πέτρινα πεζούλια. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο χάθηκε ο ντορός. Τώρα αρχίσαμε να ψάχνουμε τους όχθους, βάζαμε και αυτί, χωρίς όμως να πιάνει κανένα ήχο. Τελικά, στην αριστερή όχθη του Καρπενησιώτη, που σχηματίζονταν ένα πλάτωμα με θαυμάσια παραλλαγή από θάμνους κι αγράμπελες, ξεχωρίσαμε μια φωνή.
Εμείς ανακαλύψαμε τα καινούργια ίχνη που μας χάρισε η φωνή και σε λίγο, από μια πορτούλα καταπράσινων θάμνων που περάσαμε, αντικρύσαμε μια σύναξη ανθρώπων, σαν σε μυστικό δείπνο. Με την πρώτη ματιά διαπιστώσαμε ότι ήταν οι συναγωνιστές που αιφνιδιάστηκαν. Μόνο ο Βραχωρίτης απουσίαζε. Αυτό με λύπησε. Ρωτώντας δεν μπόρεσα να μάθω τίποτα για την τύχη του. Η ψυχολογική κατάσταση αυτής της ομάδας φανέρωνε πανικό, εξαλλοσύνη, άγχος. Ήταν όλοι τους έτοιμοι για να πάρουν δρόμο. Θυμάμαι τον μακαρίτη Σπύρο Ξενάκη απ’ το Μουζήλο. Υπήρχαν κι άλλοι αντάρτες και αντάρτισσες. Μισός αιώνας από τότε, και βλέπω ακόμα αμυδρά τα έντρομα πρόσωπά τους, σαν σε τούνελ, χωρίς να μπορώ να συγκρατήσω ονόματα. Ακόμα διαπίστωσα ότι ήταν όλοι άοπλοι, εκτός από εμένα, που είχα το πιστόλι μου. Ανοίξαμε συζήτηση, ότι μπορούσαμε τώρα όλοι μαζί να κινηθούμε προς Άγραφα. Όμως κανένας δεν πρόσεχε τα λόγια μου, σαν να περίμεναν τη συντέλεια του κόσμου.
Εκείνο που έντονα θυμάμαι, κι ακόμα το βλέπω, είναι ότι σε κάποια στιγμή η σύναξη αλαφιάστηκε. Σηκώθηκαν απότομα σαν να είχαν ελατήρια στα πόδια τους, όρθιοι, έτοιμοι για φυγή, σαν κάποια ειδοποίηση να πήραν μυστικά.
–Τί συμβαίνει συναγωνιστές; τόλμησα να ρωτήσω.
–Αλογόμυγα! Μια αλογόμυγα, νάτη! Δεν τη βλέπετε; ακούστηκε από πολλά στόματα.
–Και τι σαν είναι αλογόμυγα; απάντησα χαμογελαστός.
–Είναι κακό σημάδι, συναγωνιστή, απάντησαν. Κάπου εδώ κοντά βρίσκεται εχθρός. Φαίνεται πως μας βρήκε τον ντορό.
Και χωρίς άλλο διάλογο άρχισαν να ροβολάνε αστραπή για το ποτάμι. Δεν έμεινε κανένας εκτός από τον Τσεπά, που σιμά μας βρίσκεται το χωριό του, Αντράνοβα παλιά, Ασπρόπυργος σήμερα.
Βαδίσαμε λίγο και φτάσαμε στις λογγιές του χωριού του, όπου ο Τσεπάς μου ανακοίνωσε ότι θα παραμείνει στο χωριό του για να φυλαχτεί, ώσπου να συνδεθεί με κάποιο τμήμα. Με αυτό το πρόσχημα χωρίσαμε, αν και γνώριζε ο Τσεπάς πως στην περιοχή του δρούσαν οι ορδές των ανθρωποφάγων Γανωμεναίων.
Μια σκληρή πραγματικότητα δημιουργείται σε μένα. Μόνος, «ενώπιος ενωπίω», θα βαδίσω σε μιαν εντελώς άγνωστη περιοχή γεμάτη αντιδραστικούς, χωρίς ίχνος δικής μας οργάνωσης. Αυτή ήταν μια περιοχή νεκρή για τους ελιγμούς μας. Γι’ αυτό κατέχομαι από αγωνία, για την άγνοια του εδάφους και την ατομική μου άμυνα. Από τις σκέψεις μου αυτές με παρέσυρε το φανταστικό θέαμα μιας κερασιάς, φορτωμένης χοντρά κατακόκκινα κεράσια. Τέτοιο ζωντανό ποίημα μόνο ένας ζωγράφος της Αναγέννησης θα μπορούσε να το εκφράσει. Όνειρο ομορφιάς μέσα στην ερημιά. Μετά έβγαλα ένα πουλόβερ που πήρα στο σιδηροδρομικό σταθμό της Καρδίτσας, τη νύχτα της μεγάλης Μάχης 10/12/1948. Του έδεσα τα μανίκια και το άνοιγμα του λαιμού με σκληρό χόρτο κι άρχισα να μαζεύω τον ωραίο καρπό. Αφού μάζεψα αρκετά, βρήκα και μερικές κρεμμυδομάνες. Αποχαιρέτησα τον Τσεπά και του ευχήθηκα καλήν αντάμωση. Εγώ αποφάσισα να εκμεταλλευτώ τη νύχτα και να βαδίσω προς την περιοχή Φιδάκια, όπου θα συναντούσα γνωστούς μου. Έτσι υπολόγιζα και ήλπιζα.
«Μα δεν είναι εύκολες οι θύρες, εάν η χρεία τές κουρταλεί» 16.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Μάυδες: άντρες των Μονάδων Ασφαλείας Υπαίθρου (Μ.Α.Υ.), ένοπλες μονάδες που δημιουργήθηκαν με σκοπό τη φύλαξη της υπαίθρου και την καταδίωξη των ανταρτών, διαβόητες για τις αυθαιρεσίες και την αγριότητά τους.
2. Ψευδώνυμο του Γιάννη Αλεξάνδρου (1914-1949). Υποστράτηγος του Δημοκρατικού Στρατού, διοικητής της II Μεραρχίας, σκοτώθηκε στις 21 Ιουνίου 1949.
3. ντορός: τα ίχνη που αφήνει το θήραμα στο χώμα ή στο χιόνι –κατ’ επέκτασιν και τα ίχνη πέλματος ανθρώπου.
4. λούφα: η προσπάθεια να μείνει κανείς απαρατήρητος, να μη γίνει αντιληπτός, η κρυψώνα.
5. Σ.Δ.: Σταθμός Διοίκησης.
6. επί ξυρού ακμής: Παροιμιακή έκφραση των αρχαίων Ελλήνων. Λέγεται για κάτι που βρίσκεται σε κρίσιμη στιγμή, δηλαδή για ζωή ή για θάνατο. Η έκφραση έχει την αρχή της στα ορειχάλκινα μηνοειδή ξυράφια, πάνω στη λεπτότατη ακμή των οποίων τίποτε δεν μπορεί να ισορροπήσει, αλλά αμέσως πέφτει σε μία από τις δύο πλευρές. Πρωτοεμφανίζεται στην Ιλιάδα, Κ 173-174: «νυν γαρ δη πάντεσσιν επί ξυρού ίσταται ακμής / ή μάλα λυγρός όλεθρος Αχαιοίς ηέ βιώναι».
7. Καπαπίτες: οι άντρες των Κέντρων Πληροφοριών, μικρών ομάδων του Δημοκρατικού Στρατού, που δρούσαν στα μετόπισθεν του κυβερνητικού Στρατού, συλλέγοντας πληροφορίες, συνδέοντας αποκομμένα τμήματα, αποκρύπτοντας τρόφιμα και όπλα.
8. Κ.Π.: Κέντρα Πληροφοριών. Βλ. σημ. 7.
9. σπανό: περιοχή γυμνή από βλάστηση.
10. τσοκάνι: κουδούνι που κρεμάνε στα πρόβατα και τα κατσίκια.
11. Spitfire: αγγλικό καταδιωκτικό αεροσκάφος, που χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα από τη RAF κατά τη διάρκεια του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου.
12. βόθονας (βόθυνος): λάκκος, όρυγμα εντός του εδάφους.
13. «Όποιος πεθάνη σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει»: ο γνωστός στίχος από το Δεύτερο Σχεδίασμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων του Διονυσίου Σολωμού.
14. πρανές: οι κατωφέρειες, οι πρόποδες ή υπώρειες υψώματος.
15. τροχάλια ή τρόχαλα: μικρές πέτρες, κροκάλες, ιδίως σε βραχώδεις ορεινές περιοχές.
16. «δεν είν’ εύκολες οι θύρες, / Εάν η χρεία τες κουρταλή»: από τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν του Διονυσίου Σολωμού (στροφή 10).
Αναδημοσίευση από http://www.snhell.gr/testimonies/writer.asp?id=143