Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2011

Επί ξυρού ακμής: Ένας «κομμένος» αντάρτης του ΔΣΕ στα βουνά της Ρούμελης. (Μέρος Α΄)


Ο Βασίλης Αποστολόπουλος (1917-2003) γεννήθηκε στο Νεοχώρι Τυμφρηστού του νομού Φθιώτιδας. Σπούδασε στο Διδασκαλείο Λαμίας και υπηρέτησε προπολεμικά ως δάσκαλος στο Δερμάτι Ευρυτανίας. Πήρε μέρος στον ελληνοϊταλικό πόλεμο και στη συνέχεια, στα χρόνια της Αντίστασης, πολέμησε από τις γραμμές του ΕΛΑΣ. Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, εντάχθηκε στον ΔΣΕ, στη ΙΙ Μεραρχία του θρυλικού Διαμαντή. Συνελήφθη τον Νοέμβριο του 1949 στο Νεχώρι, βασανίστηκε και φυλακίστηκε. Αποφυλακίστηκε το 1953, με τα μέτρα αμνηστίας, και επανήλθε στα διδασκαλικά του καθήκοντα στον Πτελεό Μαγνησίας. 
Μέχρι το τέλος της ζωής του μετείχε ενεργά στους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες, από τις γραμμές της ΕΔΑ, του ΚΚΕ εσωτερικού, της ΕΑΡ και του Συνασπισμού. Συνεχής επίσης υπήρξε η δράση και η παρέμβασή του στη εκπαιδευτική κοινότητα.
Είχε πλούσιο συγγραφικό έργο. Ανάμεσα στα έργα του περιλαμβάνονται οι ποιητικές συλλογές "Σήμερα" (1975) και "Προσκομιδή", καθώς και η μαρτυρία "Το χρονικό μιας εποποιίας: ο ΔΣΕ στη Ρούμελη" (1995). Υπήρξε ιδρυτικό μέλος και αντιπρόεδρος του Ομίλου Φθιωτών Λογοτεχνών και Συγγραφέων και έγραφε τακτικά στον τοπικό Τύπο.
Πέθανε στις 28 Ιανουαρίου 2003. 



Του
Σπύρου Ι. Ασδραχά


Το βιβλίο του Βασίλη Αποστολόπουλου (1917-2003). Επί ξύλου ακμής θα το προλόγιζε ο Άγγελος Ελεφάντης, συντοπίτης και κάτι περισσότερο από οικείος του συγγραφέα. Ωστόσο, ο Άγγελος Ελεφάντης δεν απουσιάζει από τον τόμο αυτό της σειράς που δημιούργησε, τις «Μαρτυρίες»: πρόκειται για ένα κείμενο του για ένα άλλο βιβλίο του Αποστολοπούλου, το Χρονικό μιας εποποιίας (1995), κείμενο που ο επιμελητής της σειράς τούτης, στη νέα της περίοδο, εύστοχα το ενσωμάτωσε στον τόμο. Δεν θα ονομάτιζα το κείμενο του Ελεφάντη ούτε βιβλιοκρισία ούτε βιβλιοπαρουσίαση, αλλά μια δημιουργική ανάπλαση σε οραματική πυκνότητα των δρωμένων του Χρονικού, και κυρίως της κοινής βίωσης του χώρου και των παθών και παθημάτων των ανθρώπων του, του χώρου και των ανθρώπων των βουνών της Ρούμελης στα χρόνια του Εμφυλίου Πολέμου.
Και τα δύο βιβλία αφηγούνται την ίδια ιστορία με τον ίδιο, κάπως διαφοροποιημένο το δεύτερο, τρόπο: πρόκειται για καταγραφή συμβάντων, όχι για συγχρονικές ή μεταγενέστερες κρίσεις για τα συμβάντα αυτά, δηλαδή για αδιέξοδες πορείες του Δημοκρατικού Στρατού, ομαδικές στη μία περίπτωση, σχεδόν μοναχικές στη δεύτερη: πρωταγωνιστές ο χώρος και οι άνθρωποι. Ο χώρος, αλλιώς το δύσβατο βουνό, δαμασμένο ωστόσο οικιστικά και συγκοινωνιακά από παλιούς χρόνους, με τους κινδύνους του και τις σαγήνες, αλλά και με τα καταφύγιά του και το οργανωμένο τοπικό σύστημα πληροφοριοδότησης· πέτρα και δάσος, βράχοι και πλάκες, σάρες, αλλά και διάσελα, σπίτια πέτρινα και καλύβια, κήποι, πεζούλες και λογγές. Οι άνθρωποι, ντόπιοι, άντρες και γυναίκες, οπλισμένοι και άοπλοι, κουρασμένοι και συνήθως πεινασμένοι, βαλλόμενοι και βάλλοντες, άνθρωποι της ορεινής οικονομίας, διαστρωματωμένοι πνευματικά και κοινωνικά, ο αφηγητής δάσκαλος, δηλαδή διανοούμενος. Γνωρίζουν το χώρο ή ένα κομμάτι του, κυρίως μπορούν να τον αναγνωρίζουν, να πιάνουν τον ντορό του εχθρού στο χώμα, να αφουγκράζουνται τις φωνές ή το βάδισμά του, να διακρίνουν τις αδιόρατες φωτιές του, τους ανεπαίσθητους θορύβους του. Ο εχθρός είναι ο Εθνικός Στρατός, έχει την υπεροπλία, ενεργεί με σχέδιο, μοιάζει ενιαίος αλλά δεν είναι: συγκαταλέγονται σ’ αυτόν παλιοί συναγωνιστές, όχι χωρίς αντιφατικές συμπεριφορές· είναι χορτάτος αλλά λεηλατεί, σκοτώνει, αλλά τηρώντας τη στρατιωτική δεοντολογία μπορεί και να διασώζει· δίπλα του οι Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου, ντόπιοι και αδυσώπητοι. Μ’ αυτούς πολέμησε κι από αυτούς προσπάθησε να ξεφύγει ο Βασίλης Αποστολόπουλος, με πλείστους άλλους συντοπίτες· ο ίδιος, καθώς και άλλοι, δεν ήταν άγνωστος στα μέρη· ήταν ο δάσκαλος.
Το χώρο δεν τον κάνει άφιλο μόνο η φυσική του τραχύτητα, με τις λίγες ανάπαυλες που δίνει το δάσος, ούτε μόνο η άγρυπνη επιθετική παρουσία του εχθρού, αλλά και η ερήμωσή των οικισμών: ξεσπιτωμένοι αναγκαστικά οι κάτοικοι αφήνουν τα ενδιαιτήματά τους αδειανά με λεηλατημένο ό,τι τυχόν είχε απομείνει· κάποια παρηγοριά τα οπωροφόρα ή απομεινάρια από κρεμμυδόφλουδες, άλλοτε ένας σκαντζόχοιρος ή λιγοστά ειδίσματα απιθωμένα στους κρυψώνες. Σ’ αυτόν τον χώρο, που για να τον αιστανθεί κανείς δεν αρκούν άλλες περιγραφές καμωμένες πριν από τον απανθρωπισμό του, αλλά η κατανοητική, αν όχι συμμετοχική, ανάγνωση του Χρονικού μιας εποποιίας και του Επί ξυρού ακμής, σ’ αυτόν τον χώρο λοιπόν πεζοδρομεί ο Βασίλης Αποστολόπουλος από τις 6 Ιουνίου 1949 ως τη στιγμή της σύλληψής του, στις 3 Νοέμβρη του ίδιου χρόνου: μοναχός από την ώρα που αποκόβεται από το σώμα του, με λιγοστούς συντρόφους, ή και πάλι μόνος κατόπιν· πεζοδρομεί «λουφάζοντας», ανιχνεύοντας, καταστρώνοντας σχέδια διαφυγής και εντυπώνοντας στο νου και στην ψύχη του χρώματα, δροσιές, ζέστες και πάθη του σώματος. Γιατί το σώμα ως έμπνοο και σκεπτόμενο όργανο είναι ο πρωταγωνιστής της αφήγησής του.
Ο Αποστολόπουλος πολέμησε στην Αλβανία, κατόπιν στην Αντίσταση και στον Εμφύλιο Πόλεμο· ο πατέρας του ήταν τραυματίας του Βαλκανικού Πολέμου, «αδικημένος», όπως τον θεωρεί: ο ίδιος αισθάνεται συνειδητά ότι πρόκειται για μια συνέχεια οικογενειακή πού, νομίζω, θα της έδινε μεγαλύτερο χρονικό και νοηματικό βάθος, αν τύχαινε να γνωρίζει έναν πρόγονο που είχε πάρει μέρος στην επανάσταση του ‘21· συνέχεια οικογενειακή που ενοφθαλμίζεται σε μια γενικότερη συνέχει εθνική και πατριωτική, ίσως λαϊκή για τη δική του εννοιολόγηση, συνέχεια ανασηματοδοτούμενη αλλά με σταθερό πρώτο «κινούν»: με δύο λόγια εκφράζει την εαμική ιδεολογία, όπως την προσλαμβάνουν οι άνθρωποι της Αντίστασης, υποδηλώνοντας συγχρόνως τις πάγιες δεκτικότητες μιας συλλογικότητας πολύμορφης και συνάμα ετερόμορφης που σημάνθηκε ως «λαός»· τις πάγιες αλλά διαφοροποιούμενες δεκτικότητες, που γι’ αυτόν και τους ομολόγους του διαφοροποίηση σήμαινε σοσιαλισμός. Μολονότι το ξέρει, δεν μας λέγει ότι αυτός ο σοσιαλισμός ήταν το αναγκαίο προστάδιο του κομμουνισμού: γιατί η φιλοσοφία της Ιστορίας, αν εμφιλοχωρεί, σχεδόν αδιόρατα, στην αφήγησή του, δεν είναι ο σκοπός της αφήγησης αυτής, αφήγησής συμβάντων με υποκείμενο το σώμα και τα πάθη του σε μια «φυσικοποιούσα» φύση (που το ένα και η άλλη θεμελιώνουν τη «λογοτεχνική» αξία των γραφτών του).
Η πεποίθηση ότι ο αγώνας, στον οποίο μετείχαν ο Βασίλης Αποστολόπουλος και τόσοι άλλοι, ων ουκ έστι αριθμός, ανήκει στη «λογική» της Ιστορίας έχει ως συνακόλουθο του την ηθική του δικαίωση: γι’ αυτό, όπως και άλλοι, μιλά για έντιμο συμβιβασμό ή για έντιμο θάνατο: είναι μια πολυαίωνη επιθυμία των ηττημένων που πίστευαν ότι πρέπει να σεβόμαστε τις αξίες, όσες και όπως τις είχαν ενσαρκώσει ο φορείς τους, τόσο όμοιοι και τόσο διαφορετικοί μέσα στην πολυσήμαντη διαδρομή της Ιστορίας – να μην πατάς το μνημούρι του ομοθυμία δεν ήθελαν να τελειώσουν μια ζωή που τους καταξίωνε μια ζωή που τους καταξίωνε με τον ευτελισμό και την ύβρη.
Συγκαταλέγουμε το Επί Ξυρού ακμής στις «Μαρτυρίες», στη σειρά που σκέφτηκε και έθεσε σε εφαρμογή ο Άγγελος Ελεφάντης και τη συνεχίζει ο Στρατής Μπουρνάζος, με την εύψυχη στήριξη του Μανώλη Σαββίδη: οι μαρτυρίες αυτές διασώζουν γεγονότα που ορισμένα τους διαφεύγουν από άλλου τύπου καταγραφές, διασώζουν επίσης τη «βίωση» των γεγονότων: στο συνδυασμό της διπλής σηματοδότησής των μαρτυριών νομίζω ότι σκόπευε ο ιδρυτής της σειράς. Ο για λίγο καιρό δάσκαλος του Άγγελου Ελεφάντη στο Δημοτικό Βασίλης Αποστολόπουλος καταθέτει και προς τις κατευθύνσεις, μολονότι στο πραγματολογικό πεδίο έχουν προέχουσα – αλλά για τον μη βιαστικό αναγνώστη ή χρήστη, παραπληρωματική-θέση τα συμβάντα, διηθημένα, ίσως, ως προς τους εκφραστικούς, όχι εννοιολογικούς, τρόπους από τη μεταγενέστερη στιγμή όπου αρθρώνει την αφηγησή του-πράγμα που δεν ισχύει για την Εποποιία. Αυτή τη μεταγενέστερη αφήγηση οφείλουμε να τη διαβάσουμε με ανοιχτή καρδιά και δημιουργική κατανόηση: με ανοιχτή καρδιά, δηλαδή έξω από τις δουλείες της χρονικότητας που διέπουν τις αισθητικές προτιμήσεις. Με δημιουργική κατανόηση, δηλαδή με αποτίμηση του γιατί το «τώρα» δεν αποδιαρθρώνει την αφήγηση του «τότε», αλλιώς αποδίδοντας μιας λογής δικαιοσύνη στην ανάγκη του Βασίλη Αποστολόπουλου να καταθέσει τη μαρτυρία το για τα πάθη της ψυχής και σώματός του και να ρίξει ένα τρισάγιο στους «μετανοημένους» συναγωνιστές του που τον συνέβαλαν κλαίοντας, αλλά εμπόδισαν το θάνατό του, το θάνατο ενός «οργανικού» διανοουμένου της βουνίσιας Ρούμελης.

Αναδημοσίευση από http://www.epohi.gr/portal/arxeio/2887



(από το βιβλίο: Βασίλης Αποστολόπουλος, Επί ξυρού ακμής: Ένας «κομμένος» αντάρτης του ΔΣΕ στα βουνά της Ρούμελης, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες – περίοδος Β´, 1, Βιβλιόραμα, 2009)


Τελευταία ημέρα με τον Διαμαντή

6 Ιουνίου 1949. Η πανστρατιά του «Πυραύλου», που διοικεί ο στρατηγός του κυβερνητικού στρατού, Τσακαλώτος, έχει σαρώσει τη Ρούμελη. Τρεις μεραρχίες, άφθονο πυροβολικό, ανεξάρτητες ταξιαρχίες, δύο μοίρες ΛΟΚ, σαράντα τάγματα εθνοφυλακής, μερικά τάγματα χωροφυλακής και σχηματισμοί Μάυδων 1. Ένα σώμα στρατού, δύο συντάγματα, σύνολο 70.000 άντρες. Κι ακόμα: 140 πυροβόλα, 60 αεροπλάνα, θωρακισμένα αυτοκίνητα και άρματα μάχης είναι το προικιό της Ρούμελης.
     Η νύχτα έπαψε να καλύπτει τον Δημοκρατικό Στρατό της Ρούμελης. Η χαραυγή παρουσιάστηκε στον ορίζοντα ντυμένη με χίλια χρώματα. Το τμήμα πορεύεται αμίλητο και σκεφτικό. Η μεγάλη κόπωση και πείνα, η απουσία κάποιας προοπτικής, η άγνοια για τον τελικό προορισμό, όλα μαζί αποτελούνε ένα σύμπλεγμα μιας παράξενης ψυχολογικής αρχιτεκτονικής.
     Περνούμε τον ξηροπόταμο Ρουστιανίτη κι αρχίζουμε την ανάβαση προς το χωριό Πίτσι Φθιώτιδας. Συμπορεύομαι με τον μακαρίτη Παύλο Μπέικο, επίτροπο ταξιαρχίας. Κι άλλοι βαδίζουν δίπλα μας, ακουμπώντας στα γόνατά τους ή μισοϋπνωμένοι. Μια μεγάλη κερασιά με άφθονα κατακόκκινα κεράσια μας σταμάτησε. Ήταν φορτωμένη και για μας αποτελούσε πρόκληση και κάλεσμα ελκυστικό. Ξαπλώσαμε για λίγο στον ίσκιο της, να ξανασάνουμε. Τα μάτια μου έκλειναν από τη νύστα κι ένιωθα τα πόδια μου τσακισμένα. Αντίθετα, ο Παύλος Μπέικος, άντρας ψηλός και γεροδεμένος, σκαρφάλωσε σαν αίλουρος στην κερασιά κι άρχισε να μου ρίχνει μικρά κλωνάρια –βάντες– με ωραία, μεγάλα, κατακόκκινα κεράσια.
     Όμως, κάναμε κατάχρηση χρόνου. Όχι μόνο εμείς. Το ίδιο έκαναν κι άλλοι αντάρτες, και με το δίκιο τους.
     Πήραμε τον ανήφορο με ενοχή και στενοχώρια. Και το αίσθημα αυτό δεν ήταν κάτι πρόσκαιρο. Όχι! Τρία χρόνια τώρα, απωθούμε στην ψυχή το χαμένο όνειρο μιας δημοκρατικής πατρίδας. Κι ένα τείχος, συνεχώς, μας εμποδίζει να βγάλουμε τον ανήφορο των ωραίων μας ονείρων. Ένα τείχος πέζεψε στο στήθος μας κι αποζητά να πνίξει και την ανάσα μας.
     Πλησιάζουμε στα πρώτα χαμόσπιτα του ξεσπιτωμένου χωριού. Με την προσπάθεια να μετρήσω τον ανήφορο, και βλέπω τον Διαμαντή 2. Μου φάνηκε σαν άνθρωπος που τον έχει αγγίξει το όραμα του χαμού. Ήταν ανήσυχος. Το πρόσωπό του σαν παλιό αντίγραφο καπνισμένης εικόνας αγίου από αρχαίο εξωκλήσι. Πάνω του όμως περπατούσε ακόμα η ψυχραιμία και η αποφασιστικότητα. Με ηρεμία μας είπε ότι αργούμε, ενώ ο εχθρός μάς παρακολουθεί. Πρέπει να πιάσουμε γρήγορα τον Άι-Λια, πριν προλάβει ο εχθρός, που σίγουρα κίνησε να τον καταλάβει.
     Η δραματική παρατήρηση του Διαμαντή έδωσε και το μέτρο της τραγικής μας κατάστασης.
     Αμίλητοι, βάλαμε τα δυνατά μας να φτάσουμε στο ύψωμα του Άι-Λια. Για μια στιγμή η μνήμη έτρεξε σε τόσους περήφανους Άι-Λιάδες στην Ήπειρο και στη Ρούμελη. Κι όταν είδαμε το ύψωμα, δεν διακρίναμε παρά ένα ασήμαντο ισιαδάκι, που σαν σκούφια, με τα λίγα του χαμόκλαρα, σκέπαζε το χωριό. Κι όμως. Αν αυτός ο ασήμαντος χωματόλοφος έπεφτε στα χέρια του εχθρού, αμέσως η θέση μας γίνονταν δραματική.
     Πρέπει να ήταν η ώρα δέκα το πρωί. Έκανε μια ενοχλητική ζέστη. Εμείς, καθώς είμαστε άυπνοι κι εξαντλημένοι, ξαπλώσαμε για λίγη ξεκούραση. Όμως δεν πέρασαν πέντε λεπτά της ώρας κι ακούστηκε ο πρώτος πυροβολισμός από την κατεύθυνση Χοντρογιάννη Πριόνια. Αν υπήρχε εχθρική δύναμη, ήταν αρκετά κοντά μας. Έτσι, πριν προλάβουμε ν’ ανασάνουμε, πεταγόμαστε όρθιοι με το όπλο στα χέρια, και βαδίζουμε προς το Πουγκακιώτικο δάσος να καλυφθούμε. Άλλος πυροβολισμός δεν ακούστηκε. Έμοιαζε με φιλική ειδοποίηση, για να λάβουμε τα μέτρα μας. Μα ήταν δυνατό να υπήρχε κάποιος φίλος του Δημοκρατικού Στρατού, που σ’ αυτή την κρίσιμη ώρα να ειδοποιεί για την εχθρική παρουσία;
     Και όμως έγινε κι αυτό. Μετά από χρόνια, πολίτης πια εγώ, χωρίς εντάλματα βάσει του ν. 509 κι άλλες φοβερές κατηγορίες, συνάντησα τον κ. Γιώργο Κούκιο, έφεδρο αξιωματικό, που υπηρετούσε στο στρατό τα χρόνια εκείνα. Πιάνοντας συζήτηση για την περίπτωση αυτή, μου αποκάλυψε τα παρακάτω: Αυτός ήταν λοχαγός και διοικούσε τμήμα στρατού με έδρα τον Άι-Γιώργη Τυμφρηστού. Το τμήμα του κινήθηκε από το χωριό Άι-Γιώργης προς θέση Χοντρογιάννη, γιατί ήταν γνωστή η κίνησή μας. Όμως δεν εκτέλεσε τη διαταγή που είχε, να επιτεθεί. Ίσως και η παρουσία του Διαμαντή στέρησε το φίλο αξιωματικό από μια επιτυχία σημαντική.
     Εμείς εκτιμούμε την κρισιμότητα της κατάστασης και, βαδίζοντας γρήγορα, συναντούμε ένα βαθύ χαντάκι γεμάτο υπόλοιπα υλοτομίας και αναρριχόμαστε στους αναβαθμούς του. Από τη δεξιά μεριά της ανόδου, ένας ψηλός όχθος μάς καπελώνει κυριολεκτικά. Πάρθηκαν κάποια μέτρα παρατήρησης προς Χοντρογιάννη, μα η κατάσταση δεν παύει να είναι κρίσιμη, αφού κάπου εδώ υπάρχει στρατιωτική δύναμη. Αν υπήρχε εχθρός και κινούνταν επιθετικά παίρνοντας τον ντορό μας,3 θα μας παγίδευε σ’ αυτόν τον τάφο και θα μας έπιανε στη φάκα. Ανεβαίνουμε αγκομαχώντας, καβάλα σε κορμούς κομμένων ελάτων, με τεντωμένα αυτιά για να συλλάβουμε και τον πιο ασήμαντο θόρυβο. Πορευόμαστε στο στόμα του λύκου. Η εχθρική διάταξη είναι γνωστή. Σοβαρές δυνάμεις κρατούν από θέση Κοκκάλια ως τις Ράχες Βελουχιού, που διαβαίνει η δημοσιά Λαμίας-Καρπενησίου.
     Η απόφασή μας είναι απλή. Θα κάνουμε λούφα 4 πλησίον του εχθρού. Κι είχαμε τύχη, γιατί βρήκαμε τόπο ανάμεσα από μια πυκνή συστάδα νεόφυτων έλατων, που κελάρυζε κατακάθαρο νεράκι, για να γίνει ο Σ.Δ.5 της επίλεκτης ΙΙ Μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού. Παρακάτω από μας σταμάτησε ο αδύνατος λόχος του σ. Κούμαρου (Βλαχογιώργος). Ήταν τόσο όμορφο το σκηνικό της λούφας! Σύντομα φκιάσαμε λίγο ατομικό χυλό να ψυχοπιάσουμε, να ξανασάνουμε λίγο και ν’ ακροαστούμε την απόφαση της Διοίκησης.
     Στη μικρή σύναξη στελεχών που ακολούθησε, ο Διαμαντής εξήγησε το σχέδιο της Μεραρχίας, μ’ ένα πικρό μειδίαμα στα χείλη: «Η κατάσταση είναι δύσκολη. Θα προσπαθήσουμε να βγούμε από τον κλοιό, βαδίζοντας πίσω από την εχθρική διάταξη, προς Κρίκελο-Δομνίστα. Θα ελιχτούμε προς το χώρο της Ναυπακτίας, που ίσως δεν χτενίζεται από πυκνές εχθρικές δυνάμεις. Σε λίγο αναγνωρίσεις μας θα ερευνήσουν το χώρο μεταξύ Κοκκάλια και Ράχες Βελουχιού για κάποιο πέρασμα, από θέση Νεράκια. Εμείς θα κοιμηθούμε λίγο, ας προσέξουμε. Βρισκόμαστε πολύ κοντά στον εχθρό».
     Ο Διαμαντής καπνίζει συνέχεια. Και φαντάζει το μελαχρινό κι αδύνατο πρόσωπό του σαν βυζαντινή αγιογραφία, καπνισμένη χρόνια από τα κεριά και τα θυμιάματα. Έτσι περίπου τελείωσε τις οδηγίες του ο στρατηγός του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Για μένα στάθηκαν τα τελευταία λόγια. Αυτός ο ακατάβλητος αγωνιστής, ο ταπεινός και σεμνός, ο τρόμος των εχθρικών επιτελείων, λες και από μυστική δύναμη, εμποδίζονταν να πάρει σκληρές αποφάσεις. Ενώ βρισκόμασταν στις προσβάσεις των Αγράφων και του Βελουχιού, που οι ανοιχτές τους πόρτες θα μας οδηγούσαν προς το βοριά, αυτόν τον καλούσε κοντά της η πλανεύτρα Ρούμελη. Και θυσιάστηκε στις 21 Ιούνη 1949 στα Μάρμαρα Φθιώτιδας.

Δύσκολες ώρες

Κοιμόμουν πλάτη-πλάτη με τον επιμελητή της Μεραρχίας, τον Θύμιο Κατσόγιαννο από τον Κλειτσό Ευρυτανίας. Πρώτη φορά στην τρίχρονη αντάρτικη ζωή μου μ’ άρπαξε ένας εγκληματικός ύπνος. Πρώτη φορά! Ξύπνησα και τινάχτηκα όρθιος μ’ ένα ασυνήθιστο άγχος ενοχής. Τριγύρω μου ερημιά. Σάστισα! Κανένας ίσκιος ανθρώπινος, ξαπλωτός ή όρθιος. Ερημιά! Μήπως τώρα κίνησαν για την πορεία προς Κρίκελο και θα τους προλάβω; Τρέχω στο άγνωστο, μήπως ακούσω θόρυβο από πατήματα. Τίποτα! Ελέγχω το χώρο με προσοχή γύρω, μήπως φανεί κανένας ίσκιος, που τρέχει να προλάβει τη σύνταξη. Τίποτα! Δεν κάνω λάθος λοιπόν. Η Μεραρχία κινήθηκε, σύμφωνα με τα όσα αποφασίστηκαν τη νύχτα. Επειδή δεν επιτρέπεται να φωνάξω, ότι ο στρατός είναι κοντά, έτρεξα προς το χώρο που στρατοπέδεψε ο λόχος του λοχαγού μας συν. Βλαχογιώργου. Τίποτε. Μόνο φτέρες τσαλακωμένες. Όλοι ειδοποιήθηκαν εκτός από μένα, και με απροσεξία του Κατσόγιαννου. Με πήρε κρυφό παράπονο. Άλλες φορές σε τέτοιες περιπτώσεις γίνονταν ένα σιωπηρό προσκλητήριο.
     Τώρα, θα δεχτώ γυμνή την αλήθεια, όσο τραγική κι αν είναι για μένα. Βρίσκομαι «επί ξυρού ακμής» 6.
     Στη ζωή μου αυτή η συγκυρία υπήρξε μοιραία. Είμαι ΚΟΜΜΕΝΟΣ. Αυτή η αιμορραγία του «κοψίματος» ανταρτών στις νυχτερινές πορείες, που έδερνε τον τελευταίο καιρό τα τμήματα της Ρούμελης, στάθηκε σοβαρή αιτία να μειωθεί η δύναμη του Δημοκρατικού Στρατού: να συλλαμβάνονται αυτοί που «κόβονταν» και να κακοποιούνται, να εκτελούνται, αρκεί να κατέδιδαν συναγωνιστές τους ή ό,τι γνώριζαν σχετικά με αποκρύψεις, καταφύγια, λούφες, που δεν γνώριζε ακόμα ο στρατός. Επικίνδυνες λοιπόν και θλιβερές ήταν οι συνέπειες που δημιουργούσε το «κόψιμο» κάποιων, που η αντοχή τους είχε εξαντληθεί. Από τις τραγικές περιπτώσεις ήταν η κατάδοση λούφας τραυματιών. Τότε η ανθρώπινη κτηνωδία και η αγριότητα έβγαινε έξω από τα σύνορα του ανθρώπινου λογισμού.
     Ενώπιος ενωπίω! Πρέπει να πάρω τις αποφάσεις μου, χωρίς καθυστέρηση και δισταγμό. Και ο πρώτος στόχος που παίρνει σειρά είναι να καθορίσω το δικό μου δρομολόγιο προς Κρίκελο-Ναυπακτία, όπως ήταν η νυχτερινή μας απόφαση. Θα χαράξω δικό μου δρομολόγιο, υποχρεωτικά προς την κατεύθυνση αυτή περνώντας από πυκνή εχθρική διάταξη. Η δική μου τρίχρονη πείρα είναι αρκετή, αν και το εγχείρημα είναι δύσκολο, λόγω της μεγάλης συγκέντρωσης στρατιωτικών δυνάμεων. Αρχίζει η εφαρμογή των μεγάλων σχεδίων του Τσακαλώτου και των αμερικάνων στρατηγών για τη βήμα προς βήμα εκκαθάριση του χώρου της Ρούμελης από την παρουσία του Δημοκρατικού Στρατού.
     Οι πληροφορίες μου είναι θετικές. Όλη η κορυφογραμμή της Οξυάς, Σαράνταινας, Κούκου, Κοκκάλια, Ράχες Βελουχιού, όπου η δημοσιά Λαμίας-Καρπενησίου, κατέχεται από σοβαρές δυνάμεις στρατού. Όμως η αντάρτικη πείρα μάς δίδαξε ότι παντού μπορεί να περάσει ένας άνθρωπος. Κάποια πορτούλα θα ξεχαστεί ανοιχτή, τώρα μάλιστα που για το στρατό είναι ευνοϊκή η κατάσταση.
     Έχουν περάσει τα μεσάνυχτα. Η βουνίσια σιωπή πνίγει κάθε ανθρώπινο ήχο. Μόνο κανένα νυχτοπούλι πετά απότομα, με θόρυβο, σαν να θέλει να με φοβίσει. Οι δισταγμοί και οι αμφιβολίες άρχισαν να υποχωρούν, όταν μια νότα αισιοδοξίας χτυπά τα παραθυρόφυλλα της ψυχής μου. Τώρα αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση, που επλήρωσε την ψυχή με διάθεση για αγώνα.
     Κι ενώ όλα τα σημάδια έδειχναν πως θα νικήσω τις δυσκολίες, ξαφνικά με κυριεύει μια απαράδεκτη σκέψη: να πάω προς το Νεχώρι Τυμφρηστού. Είναι το χωριό που γεννήθηκα, που γνώριζα όλα τα δρομολόγια και σε τρεις ώρες πορείας θα έφτανα, αν ξεκινούσα. Σίγουρα θα έβρισκα τους χωριανούς μου Καπαπίτες 7. Αλλά τότε ποιο ηθικό κύρος θα μου απόμενε, αν ο Διαμαντής, που τόσο μ’ αγαπούσε, μάθαινε αυτή μου την ενέργεια; Στον Δημοκρατικό Στρατό το νόημα της θυσίας είχε ποτίσει βαθιά τους μαχητές και τις μαχήτριες, και δεν υπήρχαν δικαιολογίες.
     Όμως, στη ζωή πολλές φορές τα πράγματα δεν συμβαδίζουν με το «δέον γενέσθαι». Οι πιθανότητες που έζησα στην αντάρτικη θητεία μου αποχτούσαν κυρίαρχη παρουσία. Παρενέβαιναν αστάθμητοι παράγοντες, πέρα από το δικό μας σχεδιασμό και άλλαζαν την κατάσταση. Το δρομολόγιο της Μεραρχίας έπασχε από τη ρευστότητα και την κίνηση των εχθρικών δυνάμεων. Αν π.χ. το τμήμα της Μεραρχίας ακολουθούσε το α´ δρομολόγιο, που πριν λίγα λεπτά της ώρας το είχε καταλάβει ο στρατός, η Μεραρχία ήταν υποχρεωμένη ν’ αλλάξει δρομολόγιο. Αυτό συνέβηκε και με τη Μεραρχία μας. Δεν μπόρεσε να περάσει προς Κρίκελο, λόγω της πυκνής διάταξης του στρατού. Άλλαξε η απόφαση και η Μεραρχία τράβηξε προς το Νεχώρι, το χωριό μου.
     Τις πρωινές ώρες της 7ης ή 8ης Ιουνίου 1949, η Μεραρχία έφτασε στο χωριό. Τώρα, αφού η απουσία μου –ίσως– διαπιστώθηκε, ο Διαμαντής ακόμα πιστεύει ότι θα βρίσκομαι στο χωριό. Και ακολούθησε η ιστορία, όπως μου τη διηγήθηκε ο συγχωριανός μου Γιώργος Τσιαξίρης, αξιωματικός Κ.Π.: 8
     «Πρωί-πρωί της 7ης ή 8ης Ιουνίου, ο Διαμαντής με ανακάλυψε και με κάλεσε να πάω στο εξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής, που βρίσκεται αντίκρυ στο χωριό. Το πρώτο που με ρώτησε ήταν αν ο Βασίλης είναι εδώ στο χωριό. Όταν πήρε αρνητική απάντηση, ο στρατηγός, διοικητής της Επίλεκτης ΙΙ Μεραρχίας του ΔΣΕ, στενοχωρήθηκε πολύ. Παρέμεινε για λίγο στο χωριό, μήπως ακολούθησες κι εσύ το ίδιο δρομολόγιο, για να συναντηθείτε».
     Ένιωσα απέραντη ικανοποίηση, γιατί απέκρουσα τον τόσο ελκυστικό πειρασμό, να πάω στο χωριό μου. Αν το έκανα αυτό, θα ήταν προδοσία, μέσα στο τραγικό σκηνικό που κινούνταν η Μεραρχία. Και ιδιαίτερα στο ιερό πρόσωπο της ιστορικής φυσιογνωμίας του Διαμαντή, που γνώριζα τη μεγάλη ευαισθησία του.
     Βρίσκομαι λοιπόν «ενώπιος ενωπίω», αντιμέτωπος με δασωμένες πλαγιές και γυμνές κορυφογραμμές, και ακόμα μου φαίνεται πως ακούω τις φωνές των ημιονηγών που μάζευαν τα μουλάρια για τους όρχους τους ενώ οι φαντάροι βάδιζαν για τα αντίσκηνά τους. Και παρουσιάζω το σχέδιό μου, που είναι απλό και επικίνδυνο, γιατί δεν έχω πληροφορίες, γιατί δεν θα το ελέγξει κανένας ανώτερος, γιατί είναι δικό μου, και ας βοηθήσει, αν θέλει, και κάποια ευχή της μάνας μου, που σέρνεται στις παράγκες της Λαμίας, κοντά στο νεκροταφείο της Ξηριώτισσας.
     Το σχέδιο είναι απλό κι εύκολο. Παρακάτω θα εκθέσω τις σκέψεις μου χονδρικά, χωρίς να προσθέσω τις άγνωστες εδαφικές δυσκολίες που θα συναντήσω και που αυτές θα ρυθμίσουν την επιτυχία ή την αποτυχία του.
     Θα κατέβω στο έρημο χωριό Πουγκάκια Φθιώτιδας. Μετά θα πάρω την ατέλειωτη ανηφοριά για να φτάσω στην οροσειρά της Οξυάς. Εκεί πρέπει να εξασφαλίσω το πέρασμα, περνώντας μέσα από την εχθρική διάταξη, για να πέσω στην περιοχή Κρικέλου, όπου σύμφωνα με την απόφαση, προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να συναντήσω τη Μεραρχία. Η επιχείρηση αυτή, όσο εύκολη φαίνεται στο χαρτί, τόσο δύσκολη θα γίνει στην πραγματικότητα, γιατί η κακή μας μοίρα ήταν πάντοτε κάποιοι αστάθμητοι παράγοντες, που ρυθμίζουν το βαθμό της επιτυχίας.
     Μ’ αυτές τις σκέψεις ξεκίνησα για να βγω από την κατάμαυρη ομπρέλα του πυκνού ελατόδασους της Πολιάνας και προσανατολίστηκα, περισσότερο νοητά, από ένα δικό μου χάρτη που είχα συντάξει με τη σκέψη μου και από κάποια γνώση της πραγματικότητας, προς την κορυφογραμμή της Οξυάς. Εάν περάσω χωρίς πρόβλημα το ακατοίκητο χωριό Πουγκάκια, θα μπω στην ατέλειωτη πλαγιά που σμίγει με την κορυφογραμμή όπου κινούνται τα εχθρικά τμήματα. Από κοντινό σημείο, θα παρατηρώ την κίνηση του στρατού, κι όταν ζώα και φαντάροι αποτραβηχτούν, εγώ θα καβαλήσω τρέχοντας την κορυφογραμμή, και θα βαδίσω προς τα Κρικελιώτικα Καλύβια, τα Παναρέικα. Κι όταν φέξει, θα κινηθώ αμέσως, μήπως ανακαλύψω ίχνη διάβασης της Μεραρχίας. Από τη θέση που βρίσκομαι, αν σύρω μια νοητή ευθεία, θα πέσει πάνω στο χωριό Πουγκάκια. Το χωριό ήταν βασιλικότερο του βασιλέως και είναι εκπατρισμένο, όπως όλα σχεδόν τα ορεινά χωριά της Ρούμελης.
     Και μέσα στους θρόμβους του σκοταδιού μού φάνηκε πως δύο μικρές χάντρες φωτιάς γυάλιζαν σ’ ένα βάθος απροσδιόριστο. Με ξάφνιασε στην αρχή το φαινόμενο. Το θεώρησα οφθαλμαπάτη, έργο βρυκολάκων, που προσπαθούνε να πιάσουν στα δίχτυα τους αφελείς αγωνιστές.
     Κοιτάζω με ένταση και πάλι σπινθίριζαν δύο φωτεινά ματάκια, σ’ ένα αμέτρητο βάθος. Είναι άσκημο το νέο και με βάζει σε βαριές σκέψεις. Η αντάρτικη ταχτική αποκλείει τις φωτιές, όταν βρίσκεσαι σε περίοδο εκκαθαριστικών επιχειρήσεων. Ποτέ ο αντάρτης δεν ανάβει φωτιά, όταν γνωρίζει ότι υπάρχει πλησίον του παρουσία στρατού. Όμως, πρέπει να βαδίσω προς τις φωτιές, που μπορεί να είναι μέσα στο χωριό από τμήμα στρατού που λοξοδρόμησε ή τμήμα ανταρτών τραυματιών ή και «κομμένων» από το τμήμα τους.
     Βγαίνοντας από την παρυφή του δάσους, έπεσα σ’ ένα γκρεμό, γεμάτο σχιστόλιθους και βάτους. Μπλεγμένος στα σκληρά αρπάγια τους, κλωτσώ συνέχεια για ν’ απαλλαγώ από τα μυτερά τους αγκάθια. Οι τρύπιες μου αρβύλες δίνουν σκληρή μάχη ν’ απαλλαγούν από τους σκληρούς βραχίονες της βατιάς και να διατηρηθούν στη ζωή. Μ’ έχει πιάσει απελπισία, όσο το δάσος των βάτων δεν τελειώνει, ενώ οι πολύτιμες αρβύλες μου θα τελειώσουν. Όμως βαδίζω, μήπως αργότερα δεν θα έχω χρόνο να εφαρμοστεί το πρόγραμμα για συνάντηση με τη Μεραρχία. Πέρασε πάνω από μια ώρα πάλης, ώσπου ν’ απαγκιστρωθώ από το λυσσασμένο βατώνα. Ευτυχώς οι αρβύλες μου βγήκαν πληγωμένες, αλλά ακόμα ικανές να προσφέρουν την κίνηση που εγώ έχω ανάγκη. Ακόμα ήταν νύχτα, όταν έφτασα στη ρίζα της τεράστιας πλαγιάς στην άκρη του χωριού. Πέρασα ένα ξηροπόταμο. Τα μεγάλα, σιδερόχρωμα, ολοστρόγγυλα λιθάρια μού φάνηκαν σαν κατάλοιπα σκελετού γιγαντιαίου δεινόσαυρου.
     Πλησιάζω με προσοχή. Πότε κρύβομαι πίσω από κορμούς δέντρων και προσπαθώ να συλλάβω κανένα ήχο, πότε σε κάποια αχυρώνα, που ο ίσκιος της είναι ευεργετικός και με βοηθάει στην αναπνοή μου, που βρίσκεται σε ένταση. Όμως, όλο πλησιάζω. Σε λίγο πρέπει να μάθω το μυστικό για τις φωτιές ή θα εξοφλήσω τους λογαριασμούς της ζωής μου. Με χίλιες προφυλάξεις, βαδίζοντας από ίσκιο σε ίσκιο, έφτασα στα εγκαταλειμμένα περιβόλια. Κάθομαι λίγο για να συλλάβω κάποιον ήχο. Σκέφτομαι ότι αν ήταν στρατιωτικό τμήμα θα είχε βάλει σκοπούς από τη μεριά της εισόδου στο χωριό. Και πλησιάζω, μα ο κίνδυνος της αναγνώρισης της σκιάς μου μπορεί να καταστρέψει όλο το σχέδιο της επιχείρησης. Θα άρχιζε το τουφεκίδι, το κυνηγητό, και το αποτέλεσμα θα ήταν μοιραίο.
     Γι’ αυτό άλλαξα τον τρόπο της πορείας μου. Έπεσα κάτω, κι άρχισα να σέρνομαι, ανάμεσα από τις ξύλινες φράχτες. Κάθε λίγο στέκομαι, για να πιάσω κανένα ήχο από ανθρώπινη φωνή. Τίποτα! Μόνο τον χτύπο της καρδιάς μου ακούω. Συνεχίζω την αναγνώριση. Σιγά-σιγά φτάνουν στ’ αυτιά μου οι πρώτοι θόρυβοι. Εγώ προσπαθώ μήπως ακούσω γυναικεία φωνή ή κάποιο θηλυκό όνομα. Τότε μόνο θα είμαι σίγουρος ότι είναι τμήμα αντάρτικο. Αρχίζω να αισιοδοξώ. Η νύχτα αρχίζει ν’ αποσύρεται και οι σκιές να διαγράφονται πιο καθαρά.
     Όσο πλησιάζω, οι φωνές όλο και δυναμώνουν, κι εγώ βρίσκομαι πλησίον στις φωτιές. Βουίζουν τ’ αυτιά μου από την αγωνία και την κούραση. Και νά, η μεγάλη είδηση! Τώρα ξεχώρισα γέλια από φωνές γυναικών. Τώρα είμαι σίγουρος. Εδώ είναι τμήμα ή ξεκομμένοι αντάρτες, που αγνοούνε τους νόμους του πολέμου. Σηκώθηκα όρθιος. Με προσοχή να μην τους αιφνιδιάσω, τους πλησίασα και στάθηκα πίσω από ένα φραγμένο χώρο. Απ’ τη θέση αυτή αντίκρυσα μια πλακόστρωτη αυλή, μεγάλη σαν πλατεία, που ήταν κυκλωμένη από σπίτια. Πολλοί αντάρτες κι αντάρτισσες πηγαινοέρχονται, αδιάφοροι ότι βρίσκονται μέσα σε σιδερένιο πλέγμα στρατού και χιλιάδων όπλων.
     Σε λίγο η ανατολή, δειλά, έστειλε το μήνυμα ότι ο ήλιος θα φωτίσει τον κόσμο. Τον κόσμο! Αυτόν που καταδυναστεύεται από μια χούφτα μεγιστάνων της οικονομίας και της πολιτικής.

Γύρω στο ιερό σφάγιο

Τύχη αγαθή, γιατί παρουσιάστηκα ανενόχλητος από κάποιο υποχρεωτικό ερωτηματολόγιο στο πλακόστρωτο της αυλής, όπου ήταν ξαπλωμένο και σφαγμένο ένα μεγάλο μουλάρι. Τα αίματα που έτρεχαν από τη σφαγή πλημμύρισαν το πλακόστρωτο της αυλής. Αυτοί που είχαν αναλάβει το δύσκολο έργο του σφαγέα, μ’ ένα τσεκούρι κομμάτιαζαν το ηρωικό ζώο, αληθινό αντάρτη του Δημοκρατικού Στρατού. Όπως σε χορό αρχαίας τραγωδίας, αντάρτες κι αντάρτισσες ήταν συγκεντρωμένοι γύρω απ’ το βωμό της μεγάλης θυσίας. Η παρουσία μου δεν είχε κάποια συνέχεια. Κανένας δεν μου μίλησε, δεν με πρόσεξε. Δεν με ρώτησε ποιος είμαι, από πού έρχομαι, πού βρίσκεται η Μεραρχία. Μα και η Μεραρχία δυστυχώς αγνοούσε την εδώ παρουσία του. Επαγρύπνηση μηδέν!
     Ένας ταγματάρχης, που δεν θυμάμαι τ’ όνομά του, έδινε κάποιες οδηγίες, ίσως για τη μαγειρική του ηρωικού μουλαριού. Σκόπιμα τον επλησίασα και προσπάθησα ν’ ανοίξουμε συζήτηση για τις επιχειρήσεις του στρατού, του είπα πόσο επικίνδυνη είναι η θέση τους εδώ, χωρίς μέτρα επαγρύπνησης και αντίστασης σε περίπτωση αιφνιδιασμού. Τον ρώτησα αν αγνοούν την πλημμύρα του στρατού που υπάρχει πάνω απ’ τη σκούφια τους, στην κορυφογραμμή της Οξυάς. Καμιά συζήτηση δεν ακολούθησε κι ούτε ρίχτηκε κάποιο σχέδιο ή πάρθηκε απόφαση. Το πνεύμα της κατάπτωσης, του κάματου και της αδιαφορίας ήταν διάχυτο. Όπως αργότερα έμαθα, το τμήμα αυτό αποδεκατίστηκε την ίδια μέρα.
     Ας ρίξουμε και μια ματιά στη φριχτή σκηνή της δολοφονίας του μουλαριού. Ο πιο έμπειρος, μ’ ένα τσεκούρι, χτύπησε δυνατά  στο κεφάλι το ζώο, που το είχαν δεμένο στα μπροστινά του πόδια­ κι έπεσε το μουλάρι. Τότε με το τσεκούρι άρχισε να κόβει κομμάτια και να τα μοιράζει σε παρτίδες στον καθένα. Μου έδωσε κι εμένα ένα κομμάτι και το πέταξα στο γυλιό μου. Έριξα με προσοχή μια ματιά μήπως υπάρχει κανένας γνωστός. Ένιωθα σαν απαραίτητη την ανάγκη να έχω μια μικρή συντροφιά. Έχει κάθε άνθρωπος τις μικρές του αδυναμίες. Και βγήκε σε καλό το ψάξιμο. Συνάντησα τον πολύ γνωστό μου συναγωνιστή Κώστα Τσεπά από τον Ασπρόπυργο (Αντράνοβα) Ευρυτανίας. Μου είπε πως είναι «κομμένος», από καιρό.
     Δεν είναι εύκολη υπόθεση ν’ αναλυθεί η ψυχολογία των «κομμένων» και λουφατζήδων ανταρτών. Ο κόσμος και σήμερα ακόμη αγνοεί πόσο σκληρή ήταν η ζωή των ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού στη Ρούμελη. Ο κουρασμένος και πεινασμένος μαχητής που ετρόμαξε τον αντίπαλο στη μάχη, έχοντας να υπερνικήσει ανυπέρβλητες καταστάσεις, νηστικός, χωρίς υπόδηση και ρουχισμό, αδυνάτιζε χωρίς να θέλει. Και σε κάποια στιγμή ψυχολογικής και σωματικής υπερκόπωσης παραμέριζε στη νυχτερινή πορεία.
     Για να καταλάβετε το φαινόμενο, σας γνωρίζω πως το φθινόπωρο του 1948 παραμείναμε στο χώρο της Ρούμελης 90 ημέρες. Οι νυχτερινές πορείες κράτησαν 90 νύχτες. Με την αυγή, λημεριάζαμε πρόχειρα σε κάποιο σημείο, περιμένοντας και λίγο ψωμί, αλεύρι, μήλα, καρύδια και ό,τι υπήρχε ακόμα το φθινόπωρο, από μια επιμελητεία-φάντασμα. Κι ακόμα, η ατομική φροντίδα του κάθε αντάρτη στρέφονταν στην εξοικονόμηση κάποιας –οποιασδήποτε– τροφής. Μαζεύαμε καρύδια που ήταν άφθονα, κάστανα, κανένα σταφύλι, και ξεγελούσαμε την πείνα. Αυτός ο παραμερισμένος αντάρτης συναντούσε και κάποιον άλλο συναγωνιστή, έφκιαναν μια μικρή ομαδούλα. Μετά, όλη τους η φροντίδα στρέφονταν στην εξοικονόμηση τροφής και άλλων ειδών που έβρισκαν στα άδεια σπίτια των χωριών. Οι πιο συνειδητοί αγωνιστές φρόντιζαν να συναντήσουν αντάρτικο τμήμα και να ενταχθούν.
     Οι αντίπαλοι εφάρμοσαν την αγγλική ταχτική. Άρπαξαν τους χωρικούς με το ζόρι κι έμειναν τα χωριά έρημα και τα σπίτια ολάνοιχτα. Δεν υπήρχε πιο τραγική εικόνα από το να μπαίνεις στα χωριά και ν’ αντικρύζεις χορταριασμένες τις αυλές, ανοιχτά παράθυρα και πόρτες και να τα δέρνει τρία χρόνια ο αέρας. Εδώ, με πολλή οικονομία, θα αναφερθούμε πως υπήρξαν και περιπτώσεις συνειδητού «κοψίματος» από τα μαχόμενα τμήματα. Και τελικά, με τα πιο βάρβαρα μέσα που εφάρμοζαν εναντίον τους, υπέκυπταν σε πολλούς πειρασμούς, να κατηγορήσουν δηλαδή άλλους συναγωνιστές. Και το επιμύθιο ήταν πως οι περισσότεροι ή στέλνονταν στα εκτελεστικά αποσπάσματα ή τους καθάριζαν επιτόπου.
     Ανακοίνωσα, λοιπόν, στον Τσεπά το δρομολόγιό μας προς Κρικελιώτικα Καλύβια (Παναρέικα). Η παραμονή μας με τους εδώ εγκυμονεί κινδύνους. Ύστερα, υπάρχει άμεσο χρέος να συναντήσω τη Μεραρχία. Θα κυνηγήσουμε τα ίχνη της, όπως τα λαγωνικά. Ο Τσεπάς συμφώνησε να βαδίσουμε μαζί, αλλά αυτός μετά θα συνεχίσει την πορεία προς το χωριό του. Εκεί θα κάνει λούφα, ώσπου να συνδεθεί με κάποιο τμήμα. Αυτό ήταν βέβαια ένα πρόσχημα, γιατί η περιοχή των Αρακυνθίων ήταν πάντα νεκρή από την παρουσία του Δημοκρατικού Στρατού, ενώ δυναστεύονταν από τους άγριους φονιάδες της Δεξιάς, τους Γανωμεναίους. Πάντως, συμφωνήσαμε πως δεν πρέπει να παραμείνουμε στα Πουγκάκια, γιατί ο κίνδυνος του χτενίσματος της περιοχής θα ήταν άμεσος με τον ερχομό της ημέρας.
     Χωρίς αργοπορία, ξεκινήσαμε για την Οξυά. Αν μας βοηθήσουν οι αστάθμητοι παράγοντες, που σαν «από μηχανής θεοί» δίνουν λύσεις που δεν περιμένουμε, μπορεί να πετύχουμε το σκοπό μας. Ο ήλιος δεν πρόβαλε ακόμα για να λάμψει ο τόπος, κι εμείς αρχίσαμε την ανάβαση, καλυμμένοι στο μεγάλο καστανόλογγο των Πουγκακιών. Επειδή το γνωμικό των χωριών της Ρούμελης μας συμβουλεύει ότι «και ο λόγγος έχει αυτιά», βαδίζουμε προσεχτικά, χωρίς θόρυβο. Πρέπει να φτάσουμε σιγά-σιγά, στην παρυφή του τεράστιου καστανόλογγου. Ανεβαίνουμε με κάθε προφύλαξη, για να φτάσουμε στο σπανό 9. Δεν πρέπει να μας πάρει η νύχτα, ώστε να κάνουμε εξονυχιστική παρατήρηση για την κίνηση του στρατού. Θα υπολογίσουμε τις ενέδρες του στρατού, τα σημεία συγκέντρωσης των ζώων, που θα εγκατασταθούν οι μονάδες στ’ αντίσκηνά τους. Πρέπει να εξασφαλίσουμε σίγουρο πέρασμα, από αφύλαχτο σημείο. Ο ωραίος καστανόλογγος μας προσφέρει κατάμαυρα γυαλιστερά κάστανα, μαζί με τα ξηρά φύλλα των καστανιών. Έτσι εξοικονομήσαμε και το συσίτιο της ημέρας, τρώγοντας άβραστα κάστανα.
     Η νύχτα πλησιάζει. Η παρατήρησή μας γινόταν με σχολαστικό τρόπο. Όταν βγήκαμε έξω από τον καστανόλογγο, άρχισε η γυμνή γη, που έσβηνε στην κορυφογραμμή. Εκεί η κίνηση του στρατού συνεχίζονταν με βιασύνη. Βλέπουμε ομάδες φαντάρων, που βαδίζουν στις αποστολές τους. Άλλοι σέρνουν μουλάρια με δυνατές φωνές. Όλα αυτά φανερώνουν πως ετοιμάζονται να περάσουν τη νύχτα τους.
     Εμείς δυναμώνουμε την προσοχή μας και δεν παρατηρούμε μόνο την κίνηση στην κορυφογραμμή. Έχουμε επισημάνει και χαρακτηριστικά σημεία της πλαγιάς, όπως κάποια βραχάκια, μικρές πτυχές του εδάφους, που μπορεί να τοποθετηθούν ενέδρες. Τελικά, επιλέξαμε κάποιο σημείο της κορυφογραμμής που απέχει από τη θέση μας ώς διακόσια μέτρα γυμνού εδάφους, με χαρακτηριστικό γνώρισμα μερικά σωριασμένα βραχάκια. Η παρατήρησή μας είναι πως αυτό το σημείο δεν απασχόλησε κάποιους φαντάρους, που στις κινήσεις τους δεν έδειξαν κανένα ενδιαφέρον γι’ αυτά τα βραχάκια. Η απόφασή μας είναι οριστική. Τα βραχάκια είναι ο στόχος μας.
     Το σούρουπο ξαπλώθηκε στη γη. Εμείς, σύμφωνα με την απόφαση, αλλά και με το σταμάτημα της κίνησης στρατιωτικών τμημάτων, βαδίζουμε προς το στόχο μας. Για ένα δευτερόλεπτο κρατούμε αναπνοή και βάδισμα, μήπως πιάσουμε κάποιο θόρυβο. Ησυχία! Πλησιάζουμε το στόχο, από κάτω προς τα επάνω, με αναστατωμένη την καρδιά. Κανένας θόρυβος. Τώρα πετάμε μικρά χαλίκια προς τα βραχάκια. Καμία αντίδραση. Αποφασίζουμε το πέρασμα, επιστρατεύοντας όλες τις δυνάμεις μας, καβαλούμε τα βραχάκια και ριχνόμαστε σε μια ύποπτη κατηφοριά. Αθόρυβα σκύβουμε στο έδαφος ν’ ανακαλύψουμε κάποιο ντορό. Τίποτε δεν μαρτυρεί εχθρική παρουσία. Ο χώρος είναι απάτητος, παρθένος. Ούτε φωτιά ή ντορός ζώων δεν υπάρχει. Επειδή δεν πρέπει να παραμείνουμε εδώ, προχωρούμε σε κάποιο μονοπάτι που βρέθηκε, παρθένο κι αυτό. Μέσα σε μια συστάδα ελάτων, ανακαλύψαμε καλύβι παλιό, χαλασμένο σχεδόν. Παραμερίσαμε και καθίσαμε να ξεκουραστούμε λίγο. Κάνοντας μια ανακεφαλαίωση των όσων έγιναν ως τώρα, συμφωνήσαμε πως η μικρή μας επιχείρηση πέτυχε. Κάποια ελπίδα γεννιέται ότι μπορεί να συναντήσουμε τη Μεραρχία, εκτός αν άλλαξε δρομολόγιο από κάποια σημαντική αιτία. Όλα γίνονται!
     Ξημερώνει η 8η Ιουνίου 1949. Κουβαριασμένοι στην τρύπια καλύβα, αντικρύζουμε το σκηνικό του δασωμένου τοπίου. Μεγιστάνες του πυκνού δάσους τα έλατα, με τις προεξέχουσες πυραμιδικές κορφές τους. Αφού τρώμε κάστανα άβραστα, αντί για το πρωινό ρόφημα, αρχίζουμε την ανίχνευση, σαν αρχαίοι ραβδοσκόποι ή σύγχρονοι ανιχνευτές υπόγειων νερών. Κινούμαστε χωριστά, με οριζόντια απόσταση, να βρούμε ή να εικάσουμε ίχνη από τμήμα. Απογοητευμένοι, σταματούμε κάπου να ξεκουραστούμε και να μιλήσουμε. Οι συλλογισμοί μας είναι επιφυλακτικοί για να ορίσουμε κάτι συγκεκριμένο.
     Αποφασίσαμε τότε να στρέψουμε την ανίχνευσή μας προς το ζυγό που περνάει η δημοσιά Ράχης Βελουχιού-Κρικέλου. Την περνάμε σε πολλά σημεία στο μήκος της, χωρίς καμιά ένδειξη. Αν η Μεραρχία εφάρμοζε την απόφασή της να κινηθεί προς Κρίκελο-Ναυπακτία, ήταν αδύνατο να μη βρούμε τα ίχνη της. Είμαι βαθιά λυπημένος, γιατί ξεκόπηκα από τον Διαμαντή. Ποτέ δε δοκίμασα τόση στενοχώρια βουτηγμένη στη σκέψη της πιο μαύρης μελαγχολίας.
     Αφήνουμε τη δημοσιά προς Κρίκελο και πέφτουμε σε οροπέδιο, όταν διαπιστώνουμε ότι είναι πατατοχώραφα του χωριού Συγγρέλο Ευρυτανίας. Πέντε ώρες μακριά από το Καρπενήσι. Από την παρατήρησή μας δεν διαπιστώσαμε φρέσκα ίχνη από τμήματα, γι’ αυτό με θάρρος μπαίνουμε στα πατατοχώραφα, που είναι όλα ανασκαμμένα από τους ανθρώπους και τ’ αγριογούρουνα. Κι ακολουθώντας την πείρα των ζώων, όταν είναι πεινασμένα, σκάβουμε πάνω στ’ ανακατωμένα χώματα κι ανακαλύπτουμε ωραίες κίτρινες πατάτες. Δεν έχουμε σκαφτικό εργαλείο, μα χρησιμοποιούμε μυτερά ξύλα, που υπάρχουν από άλλους που πέρασαν και σκάβουμε το παρθένο οργωμένο έδαφος. Και βρίσκουμε ωραίες πατάτες. Μαζέψαμε αρκετές, για να εξασφαλίσουμε κάποιο συσσίτιο. Μερικές πατάτες τις φάγαμε όπως τις ξεθάψαμε, αφού τις καθαρίσαμε από τα χώματα.
     Ανησυχώ για την κακή εξέλιξη που παίρνουν τα σχέδια που είχαμε. Τώρα είμαι ένας «κομμένος» αντάρτης, που τίποτε δεν μπορεί ν’ αποδείξει τις καλές του προθέσεις.

Στα ίδια μονοπάτια με το στρατό

Αν και βρισκόμαστε σε χίλια μέτρα υψόμετρο, η μέρα μάς χαιρετάει με τη ζεστή ανάσα της. Τριγύρω ψηλά βουνά, η Καλιακούδα, αντίκρυ η Χελιδόνα και βόρεια το θρυλικό Βελούχι.
     Αφού καθένας μας εφοδιάστηκε με αρκετές πατάτες, σκεπτόμαστε να βελτιώσουμε και τους όρους της ζωής μας. Γι’ αυτό παίρνουμε την απόφαση να μπούμε στο χωριό, το Συγγρέλλο Ευρυτανίας. Η απόφαση δεν αποκλείει τον κίνδυνο να συναντήσουμε ομάδες στρατιωτών που κρύβονται στα σπίτια, ώσπου να τσιμπήσει κανένας πεινασμένος αντάρτης. Δεν αποκλείεται τώρα να μας παρακολουθούν και να τρίβουν τα χέρια τους. Απόλυτη ησυχία επικρατεί σ’ όλη την έκταση. Ερημιά! Ούτε φωνή, ούτε τραγούδι, ούτε τσοκάνι 10 από πρόβατα ή πυροβολισμός. Ούτε κι απόμακρος ήχος. Λες και η φύση του Συγγρέλλου και της Καλιακούδας, με τα 2.100 μ. υψόμετρο, μας προετοίμασαν τέτοια υποδοχή.
     Σε διάλογο με τον Τσεπά για τη συνάντηση με τη ΙΙ Μεραρχία, οι ελπίδες λιγοστεύουν και η απογοήτευση θρονιάζει στην ψυχή μας. Γίνεται φανερό πως η Μεραρχία για κάποιους λόγους άλλαξε δρομολόγιο. Αμίλητοι προχωρούμε προς το έρημο, μα πεντάμορφο και παντέρημο Συγγρέλλο. Στο μονοπάτι ανακαλύπτουμε ντορό από ζώα και ανθρώπους που αλλού χάνονται, αλλού είναι ακόμα λίγο ορατά, γιατί είναι παλιακά και δεν κράτησαν φρεσκάδα. Μ’ αυτές τις σκέψεις μπήκαμε στο χωριό, που αντικρύζει στωικά, ενώπιος ενωπίω, τον τεράστιο πέτρινο όγκο της Καλιακούδας με τα 2.100 μέτρα ύψος, από καταβολής κόσμου.
     Είναι μια απόφαση επικίνδυνη. Όμως εμείς εξαντλήσαμε αρκετή ώρα παρατηρώντας σπίτια και πορτοπαράθυρα. Συναντήσαμε τη βρύση του χωριού. Άφθονο, κρυστάλλινο νερό τρέχει από μια πέτρινη κούπα. Αν και νηστικοί, πίνουμε από το κρύο της νερό, για να δείξουμε κι εμείς τα αισθήματά μας.
     Το νερό της βρύσης σπάζει πάνω στις κρεμμυδόφλουδες και στα πρασόφυλλα. Εμείς, έχοντας το πνεύμα συλλογής ειδών που τρώγονται, συγκεντρώσαμε αυτά τα είδη, τα ξεπλύναμε και τα φάγαμε αμέσως για πρωινό ρόφημα.
     Ύστερα κάναμε πολλές κινήσεις επιδεικτικά, για να προκαλέσουμε να βγει φανερά κάποιο στρατιωτικό κομάντο, που μπορεί κάπου να παραφύλαγε. Όχι! Το χωριό, προς το παρόν, είναι έρημο. Μπήκαμε σε πολλά ορθάνοιχτα σπίτια κι αρχίσαμε το ψάξιμο. Τίποτα. Ό,τι κι αν βρίσκαμε, όσπρια, αλάτι, κανένα μπουκάλι λάδι, κρασί, τσίπουρο, καμιά κονσέρβα, θα μας ήταν πολύτιμο. Δυστυχώς, δεν βρήκαμε τίποτε. Και πώς να βρούμε; Αφού όλα τα σπίτια είχαν ψαχτεί χιλιάδες φορές από νηστικούς αντάρτες, φαντάρους και κουμάντα μαυροσκούφηδων, που καταφτάνουν από το Καρπενήσι.
     Καθώς μασώ τα σκληρά κρεμμυδόφυλλα που βρήκα στη βρύση, με βασανίζει μια νοσταλγία για κάτι απροσδιόριστο. Τρία χρόνια στον Δημοκρατικό Στρατό. Μια σκληρή άγνοια είχαμε για όλους. Δεν θέλω να θυμάμαι τη γριά μάνα μου με τα δυο ανύπαντρα κορίτσια, τις αδερφές μου. Ποιοι βοριάδες τα δέρνουν… Σκληρές ανιστορήσεις, που έζησαν οι άνθρωποι των ορεινών χωριών της Φθιώτιδας, αλλά και όλης της ορεινής Ελλάδας.
     Απ’ αυτή την αναπόληση με ανακάλεσε στην πραγματικότητα μια βουή που γέμισε το χωριό. Οι αντίλαλοι από τις αλλεπάλληλες χαράδρες που διάβαιναν, πολλαπλασίαζαν το βουητό που επέστρεφε, καθώς χτυπιόταν με τους γκρίζους γκρεμούς της Καλιακούδας. Σε λίγο, δυο σπιτφάιερ 11 πέρασαν αστραπή προς το βοριά, όπου ο Γράμμος και το Βίτσι αντιστέκονταν με πείσμα ενάντια σ’ ένα στρατό πολλαπλάσιο σε αριθμό και εφόδια. Οι Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας με τον υπερστρατηγό Βαν Φλητ και τους έλληνες στρατηγούς καθάριζαν συστηματικά τις περιοχές από τους αντάρτες και βάδιζαν προς τον Γράμμο. Ο χώρος της Νότιας Ελλάδας αδειάζει από τις μεγάλες μονάδες του στρατού που προχωρούν προς τον Γράμμο, αφήνοντας πίσω μικρά αποσπάσματα στρατού, για ασφάλεια. Όμως, είναι πολλές οι περιπτώσεις που οι λίγες ανταρτικές δυνάμεις έδωσαν σκληρά χτυπήματα και πραγματοποίησαν αιφνιδιασμούς, ώστε να κρατούνε σημαντικές δυνάμεις πίσω τους.
     Εμείς, οι δύο αντάρτες, νιώθουμε σαν δύο ναυαγοί, μέσα σ’ ένα μουγγό πέλαγος. Γι’ αυτό κυνηγάμε τις προκηρύξεις, πεταμένες εφημερίδες, για να πάρουμε καμιά πληροφορία. Είναι τραγική η έλλειψη ενημέρωσης. Μοιάζουμε με ναυαγούς, που δεν μπορούνε να προσανατολιστούν προς κάποιο λογικό σημείο. Χωρίς γαλήνη και μακαριότητα, και σίγουρα είναι ύποπτη αυτή η βουβαμάρα. Γιατί κάποιο προωθημένο εχθρικό παρατηρητήριο μπορεί να μας παρακολουθεί, κι όπου να ’ναι θα φανούν οι φαντάροι ή και Μάυδες ν’ αρπάξουν δυο καινούργια ζωντανά λάφυρα. Ρίχνω τη γνώμη πως πρέπει να σταματήσουμε τις κινήσεις και να καλυφτούμε. Κι αρχίζουμε το ψάξιμο κάθε ύποπτου σημείου της περιοχής.
     Καί, ω του θαύματος! Σημειώσαμε στο κοντινό ύψωμα Κουρούνα τμήμα στρατού, με ζώα. Οι φαντάροι κουβαλούσαν πέτρες να οργανώσουν θέσεις. Το κουβεντολόι τους και η ξεγνοιασιά τους έφτανε ώς εμάς. Αμέριμνοι αυτοί και χορτάτοι, χαίρονταν τη δροσιά του ουρανού και του τοπίου. Γνώριζαν πια πως η δύναμη του Δημοκρατικού Στρατού λιγόστεψε, και τώρα οι φαντάροι ησυχάζουν. Κατά τους υπολογισμούς μας στο ύψωμα βρίσκονταν δύναμη διμοιρίας. Επόμενο είναι πως δεν επρόκειτο για κίνηση ανεξάρτητη και πρέπει να υπάρχουν μικρές ομάδες και σε άλλες επίκαιρες διαβάσεις της περιοχής. Η διοίκησή τους πληροφορήθηκε την παρουσία της ΙΙ Μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού και ανιχνεύει την περιοχή. Εμείς, χωρίς καθυστέρηση, αφήνουμε το χωριό και καλυφτήκαμε ψηλότερα από τα τελευταία σπίτια για παρατήρηση οπτική και ακουστική. Και νά! Μικρή περίπολος φαντάρων μπαίνει στο χωριό για αναγνώριση. Συζητούν, σφυρίζουν. Είναι φανερό πως δεν φοβούνται πια τον Δημοκρατικό Στρατό. Ύστερα από την εξέλιξη των γεγονότων, δεν υπάρχει λόγος να παραμείνουμε ακόμα εδώ.
     Συζητήσαμε κι εκτιμήσαμε ότι πρέπει να βαδίσουμε προς την ορεινή περιοχή όπου βρίσκεται το χωριό Ανιάδα, αντίκρυ στην άγρια Καλιακούδα. Δεν θα μπούμε στο χωριό, μα θα το παρακάμψουμε. Από το κεφαλάρι του χωριού που είναι δασωμένο, θα βαδίσουμε προς τη θέση Άι-Θανάσης, όπου το μικρό εξωκλήσι του αγίου. Είναι σημαντικός αυχένας, γιατί περνά ο βατός δρόμος προς Καρπενήσι. Το σημείο αυτό είναι ύποπτο και μπορεί να κρατιέται από μικρή δύναμη στρατού. Θα πλησιάσουμε τη θέση, όσο το δυνατό πιο κοντά. Μπορεί από τα ίχνη ή και από τους ήχους που θα πιάσουμε να υπάρχει σίγουρα η πληροφορία που μας χρειάζεται. Πολλές φορές στον Δημοκρατικό Στρατό ήταν ασφαλέστερη η λούφα κοντά στον πραγματικό ή υποτιθέμενο εχθρό, για να επισημανθεί η παρουσία του, παρά κάποια επικίνδυνη αναγνώριση. Βαδίζοντας σαν τις γάτες και με αποστάσεις πλησιάζουμε την τοποθεσία Άι-Θανάσης, από την πλευρά του χωριού Μουζήλο. Αφού ρυθμίζουμε και την αναπνοή μας, τρυπώνουμε σε μια συστάδα θάμνων, που σκόπευαν το εκκλησάκι και περιμένουμε.
     Όση ώρα βρισκόμασταν σε αναμονή, κανένας θόρυβος και κανένας ήχος δεν ακούστηκε, να μας βάλει σε υποψίες. Πρέπει να έχουμε υπομονή, γιατί ο στρατός τώρα κινείται άφοβα, όμως στήνει και τα δίχτυα του, περιμένοντας να πέσουν ξεκομμένοι αντάρτες.
     Έχουν γίνει οι φαντάροι κυνηγοί ανθρώπινων κεφαλών.

Της νύχτας τα καμώματα

Γνωρίζουμε τα σημεία που ο κάθε στρατός κρατεί, γιατί είναι περάσματα των νυχτερινών κινήσεων και σίγουρης ενέδρας. Και η θέση Άι-Θανάσης του χωριού Ανιάδα προσφέρεται για σίγουρο καρτέρι. Φτάσαμε περίπου στη θέση που περνάει και ο βατός δρόμος από Βουτύρου και σταματήσαμε. Κρατούμε και την αναπνοή μας για να πιάσουμε κανένα ήχο. Και δεν άργησε να επαληθευτούν οι σκέψεις μας. Ήχος από άδεια κονσέρβα που την κύλησε κάποιος, καθώς και προσεχτικοί ήχοι φωνής. Καινούργιες σκέψεις και αποφάσεις συνοδεύουν τους θορύβους. Φεύγουμε αμέσως. Τώρα δεν θα περάσουμε από τη θέση Λακώματα, σημαντικό σημείο περάσματος. Καθορίζουμε καινούργιο δρομολόγιο: να βαδίσουμε προς τη θέση Πινακάκια, μια συμπαγή βραχολιθιά που σχηματίζει όλη την περιοχή. Δεσπόζει του Μεγάλου Χωριού, αλλά και όλης της ποταμιάς που ποτίζει ο Καρπενησιώτης. Κατά τα μεσάνυχτα φτάσαμε στα Πινακάκια. Τη στιγμή που φτάσαμε, δυο σκιές έφυγαν γρήγορα προς το δάσος. Ήταν δικά μας παιδιά, που δεν άνθεξαν να γίνει μια αναγνώριση.
     Αναπαυτήκαμε για λίγο από την καθημερινή τύρβη κι έπρεπε ν’ ασχοληθούμε με το δείπνο μας. Και ήταν λιτό και πρωτότυπο. Φάγαμε πατάτες άβραστες. Όσο για το μουλαρίσιο κρέας, ευγενικά μας ειδοποίησε με την ευωδιά του. Αμέσως υπέστη έξωση, όπως οι κακοί ενοικιαστές, και πετάχτηκε. Προτιμήσαμε τις πατάτες, υπακούοντας στη λαϊκή σοφία: «Η πείνα βγάζει μάτια». Ένα φεγγαράκι που αρμένιζε στα ουράνια μας ξεγέλασε και κινήσαμε για πιο φιλόξενο λημέρι. Το δρομολόγιο θα πραγματοποιηθεί σε παρθένο έδαφος, γιατί ξετυλίγεται μέσα σε πυκνό βραχότοπο.
     Με τη βοήθεια του φεγγαριού, που είχε όρεξη για παιγνίδια παίζοντας το κρυφτούλι, ξεχωρίσαμε κάποιο ίχνος μονοπατιού. Το ακολουθήσαμε. Σε λίγο σταματήσαμε. Εδώ το μονοπάτι έχει έναν μικρό πέτρινο, επίπεδο εξώστη, απόμερο και κρυφό, που τα θεμέλιά του βρέχονται απ’ τα γάργαρα νερά του Καρπενησιώτη. Ώσπου να πάρουμε απόφαση, συνέβηκε κάτι τρομερό. Δύο φαντάσματα, σίγουρα ξεκομμένοι αντάρτες, ποδοτσακίστηκαν να φύγουν και ν’ αφήσουν το ξενοδοχείο ύπνου άδειο. Στις επικλήσεις μας δεν έδωσαν καμιά σημασία. Αφού σταμάτησε και η ανησυχία της καρδιάς μας, πέσαμε να κοιμηθούμε, έχοντας για προσκέφαλο κάποια λιθαράκια που χρησιμοποιούσαν τα δύο φαντάσματα. Καθώς ο ύπνος έρχονταν αργός, εμένα με βασάνιζε η τύχη της Μεραρχίας. Θα περιμένω για λίγο στην περιοχή, μήπως πληροφορηθούμε κάτι. Και αν αρνητικά είναι όλα τα νέα, θα σκεφθούμε τι θα γίνει.
     Ξυπνήσαμε και οι δυο από κάποιο εφιαλτικό όνειρο ή από μια παράξενη και ανεξήγητη σύμπτωση. Μπορεί να ήταν και όνειρο. Αλλά σίγουρα πέρασε κάποιος ξεκομμένος αντάρτης, που μας θεώρησε νεκρούς κι έφυγε τρομαγμένος. Σηκωθήκαμε. Η αυγή ροδίζει τις κορφές των βουνών κι εμείς προσπαθούμε να διασκεδάσουμε τη νυχτερινή περιπέτεια. Τώρα πεισματικά προσπαθούμε να μετράμε το χρόνο, για να συγκροτήσουμε κάποιο ημερολόγιο της πορείας μας.
     Τον τελευταίο καιρό αγνοούμε τις εποχές, τους μήνες και την ημέρα που διανύουμε. Μόνο από τα φυσικά φαινόμενα υπολογίζουμε στο περίπου την εποχή. Κάνουμε κάποιες ασκήσεις να ξεμουδιάσουμε και καλημερίζουμε τ’ αντικρυνά βραχοβούνια της Χελιδόνας και τους γύρω σκοτεινούς βόθονες 12. Εδώ βρισκόμαστε πραγματικά εμπρός σε μια αληθινή περιπέτεια της γης, που δέχτηκε τη θητεία αμέτρητων αιώνων. Κίνηση, καπνός, τουφεκιά, φωνή, κουδούνια, σάλαγος ούτε φάνηκαν, ούτε ακούστηκαν. Παραδεισιακή γαλήνη κουκούλωνε τα πάντα. Λες και ήταν μια διαβολική συμμετοχή βρυκολάκων, που τα νυχτερινά τους δρομολόγια άφηναν τη σφραγίδα τους σε τούτη την επικίνδυνη λαμπρότητα.
     Ξεκινήσαμε βαδίζοντας πάνω στο αρχαίο μονοπάτι. Σε μια λαγκαδιά το χάσαμε. Και καθώς ψάχναμε για κάποια διέξοδο, διακρίναμε ένα ποτιστικό αυλάκι, σκαμμένο στα στήθια του βράχου. Ήταν χορταριασμένο και αχρησιμοποίητο. Το χωριό, η Καρύτσα Καρπενησίου, που φάνηκε σε λίγο, είχε εκπατρισθεί, όπως όλη η ορεινή Ελλάδα. Σε λίγο χρόνο το αντικρύσαμε το έρημο χωριουδάκι. Τα παλιακά του γκρίζα σπίτια, λασπόχτιστα τα περισσότερα, έμοιαζαν μ’ ένα σμήνος παράξενων πουλιών πάνω στην πέτρινη εξέδρα, έτοιμα να πετάξουν, μα κάποια δύναμη τα κάρφωσε στη θέση τους. Χωρίς αργοπορία καλυφτήκαμε κάτω από ένα ψηλόκορμο έλατο, αρχίζοντας και την πρώτη παρατήρηση της ημέρας.
     Άκρα του τάφου σιωπή! Σε κανένα βράχο, σε καμιά ραχούλα ή στα εγκαταλειμμένα χωράφια, δεν διαπιστώσαμε κίνηση ή κάποιον ήχο. Εκείνο που κερδίσαμε –αν αυτό θεωρείται κέρδος– ήταν το θέαμα μιας άγριας, βουνίσιας σκηνογραφίας. Ένας χορός γυμνών βουνών: Καλιακούδα (2.100), Χελιδόνα (1.980), Αραποκέφαλα (1.900), η Τριανταφυλλιά, το Πλατάνι. Είναι μια άγρια όψη της ευρυτανικής γης. Ανάμεσά τους κυλάει τα κρύα νερά του ο Καρπενησιώτης, που έχει πολλές πέστροφες. Σε κάμποσα σημεία, παλιότερα, έσμιγαν οι βράχοι της και ο ποταμός είχε ανοίξει μια μικρή έξοδο. Αυτή την τοποθεσία ο λαός την ονόμασε Κλειδί. Χρόνια έσκαβαν για να ξεκολλήσουν τους βράχους. Χαμηλότερα υπάρχει ένας θεόρατος γυαλιστερός βράχος, που κι εδώ οι εργάτες άνοιξαν ένα μονοπάτι. Πάνω του φαίνονται κάτι πετρώματα σαν πατημασιές. Ο λαός τον ονόμασε Τύπωμα, γιατί η Παναγία άφησε τ’ αχνάρια της. Η λαϊκή πίστη, η μόνη που απόμεινε στον εγκαταλειμμένο λαό, αυτή απόμεινε να τον συνοδεύει στις δυσκολίες του και στη φτώχια του.
     Μας υποδέχεται, σε κάθε βήμα μας, το τιτίβισμα χιλιάδων ξέγνοιαστων πουλιών, που τραγουδούνε τον έρωτά τους. Κι ένας καταγάλανος ουρανός με τον ξανθό ήλιο και το προσωπείο μιας επικίνδυνης γαλήνης, σαν να ευλογεί τα δύο ερημοχώρια Καστανιά και Δερμάτι που άπλωσαν τα πέτρινα χέρια τους σε χαιρετισμό. Για μια στιγμή νιώσαμε πως είμαστε κάποιοι νέοι μιας άλλης εποχής, καβαφικής. Δεν είμαστε ξεκομμένοι αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού, που γυρεύουν να βρούνε το τμήμα τους, να συνεχίσουν τον αγώνα, μα παράξενοι επισκέπτες μιας δαιμονικής εποχής. Μπήκαμε στην Καρύτσα σαν θαρραλέοι από μια ιδεατή πραγματικότητα που πλάσαμε για λίγο.
     Την ίδια στιγμή αρχίσαμε το ψάξιμο των σπιτιών. Δεν ψάχνουμε να βρούμε τον «κρυμμένο θησαυρό». Μας αρκούσε μια χούφτα καλαμπόκι, λίγο αλάτι, κρεμμύδια, φασόλια, καμιά κονσέρβα. Δεν βρήκαμε τίποτα, αφού τα σπίτια αυτά είχαν ερευνηθεί χιλιάδες φορές. Δεν έφταναν τ’ αντάρτικα ψαξίματα, έψαχναν και οι φαντάροι. Αυτοί δεν έψαχναν για τροφή. Έβγαζαν τα καλά πόμολα από τις πόρτες, έπαιρναν νταμιτζάνες, ξεχασμένους καθρέφτες σπιτικούς. Κι ακόμα έψαχναν για καταφύγια όπου οι εκπατρισμένοι χωρικοί έκρυψαν ό,τι πολύτιμο είχαν. Και τα πουλούσαν τα φανταράκια.
     Γνωρίζω καλά την περιοχή, γιατί το 1936 ή ’37 πρωτοδιορίστηκα δάσκαλος στο Δερμάτι, που βρίσκονταν κουρνιασμένο στην κορυφή του αντικρυνού μας βράχου. Για να σχηματίσετε μια ιδέα της γεωλογικής κατασκευής του τόπου, στο χωριό δεν υπήρχαν αρσενικοί γάιδαροι, μα θηλυκές γαϊδουρίτσες. Και υπόφεραν από σεξουαλική πείνα. Στην περίοδο του μαγιάτικου οργασμού, λόγω του ότι δεν υπήρχε έδαφος παρά βράχος, τα δυστυχισμένα τετράποδα δεν μπορούσαν να έχουν ούτε ένα αρσενικό φίλο. Ας όψεται η εδαφική διαμόρφωση του χωριού, που δεν άφησε να γευτούν την υπέροχη στιγμή της διαιώνισης του είδους.
     Απ’ αυτό τον ξερόβραχο ξεκίνησα στις 28 Οκτωβρίου 1940 για την Αλβανία. Πάλι πεζοπορία ως το Καρπενήσι. Εκεί ένα λεωφορείο –σαράβαλο– που έγραφε «Χαλάνδρι-Αθήνα» μας παρέλαβε και μας άδειασε στο σιδηροδρομικό σταθμό Λιανοκλαδίου. Κι ύστερα τραβήξαμε προς το βοριά. Την προηγούμενη ημέρα της 28ης Οκτωβρίου 1940, με κάλεσε ο έπαρχος Ευρυτανίας να μου ανακοινώσει ότι για σοβαρούς λόγους με μεταθέτει στο Τροβάτο Ευρυτανίας. Δεν ήμουν γραμμένος στην ΕΟΝ. Φεύγοντας, ψιθύρισα: «Καλύτερα πόλεμος». Την 28η Οκτωβρίου βάδισα προς το Δερμάτι να παραλάβω τα πράγματά μου. Καθώς ανέβαινα τη μεγάλη ανηφοριά, πέντε κάτασπρα αεροπλάνα πέρασαν πάνω από τη Χελιδόνα. «Πόλεμος! Ο Φασισμός μας κήρυξε πόλεμο. Ας βιαστώ!» Στη ράχη που έφτασα, εκεί ήταν και το σχολείο, με περίμενε ο χωροφύλακας να μου δώσει το κάλεσμα. Το πήρα κι έφυγα βιαστικά. Η φωνή της πατρίδας με κάλεσε, όπως και δυο φορές ακόμα. Στα χρόνια της μεγάλης Εθνικής μας Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού.
     Αλλά ας επανέλθουμε στην τραγική μας κατάσταση και τα προβλήματα, που μας φαίνονται άλυτα. Πρότεινα στον Τσεπά, γιατί γνώριζα καλύτερα το χώρο, να βαδίσουμε για την τοποθεσία Ασπρούδια, όπου οι Καρυτσιώτες καλλιεργούσαν τις πεζούλες τους μ’ επιμέλεια. Κυκλώπεια τείχη συγκρατούσαν το λιγοστό χώμα, που τις περισσότερες φορές ήταν φερτό από τις εσοχές των βράχων. Στην κεφαλή κάθε ξερολιθιάς φύτευαν ένα διαλεχτό κλήμα και δίπλα του ένα κέδρινο παλούκι για την αναρρίχηση του κλήματος. Από αυτά οι φτωχοί χωρικοί τρυγούσαν ωραία σταφύλια κι εξασφάλιζαν το κοκκινέλι τους. Ακόμα υπήρχαν καρποφόρα δέντρα, όπως μουριές, κερασιές, συκιές, που αποτελούσαν τα στολίδια της πεζούλας.
     Όσα γράφω εδώ μπορεί να μην είναι ελκυστικά για τον αναγνώστη, είναι όμως αληθινά. Και σ’ αυτό διαφέρουν από τα σύγχρονα γραπτά σήριαλ ή άλλα σεξουαλικά κι εγκληματικά δρώμενα. Εδώ ξετυλίγεται μια άγνωστη πραγματικότητα, μέσα σ’ ένα διαβολικό σκηνικό, που δεν γράφτηκε αλλού και θα το ζήλευε και ο Όργουελ.
     Ο Τσεπάς συμφώνησε με την πρότασή μου και ξεκινήσαμε για τ’ Ασπρούδια, που βρίσκονταν μια ώρα περίπου μακριά από το χωριό. Παρατηρούμε προσεκτικά την περιοχή και κάπου-κάπου το βατό δρόμο που είναι στην αντικρυνή βραχόπλακα και οδηγεί στο ξακουστό μοναστήρι του Προυσού. Με προσοχή ελέγχουμε τα Χάνια Καρύτσας, αντίκρυ μας κι αυτά, μήπως παρατηρήσουμε κάποια κίνηση. Τίποτα! Μια νεκρή περιοχή αντίκρυ μας φράζει τον ορίζοντα, ντυμένη τα πιο παράξενα πετρώματα. Φαίνεται πως ο στρατός άρχισε ν’ ανεβαίνει προς το βοριά να φτάσει στα σύνορα, ξεκαθαρίζοντας τα οχυρά του «Δ.Σ. ΓΡΑΜΜΟΣ-ΒΙΤΣΙ». Αντιγράφοντας τη δική μας ταχτική, βαδίζει τη νύχτα, στήνει ενέδρες, κάνει αιφνιδιασμούς, πιάνει αιχμαλώτους ξεκομμένους αντάρτες και τους παρουσιάζει για ηγέτες των συμμοριτών.
     Μ’ ας συνεχίσουμε κι εμείς το έργο μας. Ψάχνοντας από πεζούλα σε πεζούλα, βρήκαμε ξεχασμένα κρεμμύδια, μαζέψαμε σταφίδες από κερασιές και μουριές που ήταν πεσμένες κάτω στα καρποφόρα δέντρα. Έτσι σιγά-σιγά, ερευνώντας και σκαρφαλώνοντας στους τοίχους για να ελέγξουμε την καινούργια πεζούλα, αντικρύσαμε να προβάλλεται τμήμα από κάνη τουφεκιού που κινούνταν αργά προς ακαθόριστη κατεύθυνση. Έψαχνε και ο ιδιοκτήτης της κάτι να βρει… Πήραμε την απόφαση να υπερφαλαγγίσουμε την πεζούλα από τις δυο άκρες της, ανεβαίνοντας στην υπερκείμενη πεζούλα και για να κάνουμε πλήρη αναγνώριση και να πιάσουμε θέση, για καλό και για κακό.
     Σε λίγο συλλάβαμε τον μακαρίτη Χρήστο Κατή, αντάρτη του Δημοκρατικού Στρατού και παλιό συμμαθητή μου στο Γυμνάσιο Καρπενησιού. Όλη η οικογένειά του ήταν στον αγώνα, ενώ ο αδερφός του ο Φώτης, συμμαθητής μου κι αυτός, ένας λαμπρός νέος, σκοτώθηκε στις τάξεις του Δημοκρατικού Στρατού. Η πρώτη ερώτησή μας ήταν αν γνωρίζει κάτι για την παρουσία της Μεραρχίας Διαμαντή στην περιοχή. Όχι, δεν έμαθε, δεν είδε, δεν άκουσε. Ύστερα μας πληροφόρησε ότι κάτω από το ύψωμα της Καλιακούδας Κεραμίδι υπάρχει ένα μεγάλο επίπεδο χωράφι, γεμάτο κερασιές κι ένα μικρό σπιτάκι. Μας είπε ακόμα πως υπάρχουν αντάρτες κι αντάρτισσες που μαγειρεύουν. Δηλαδή, φκιάνουν συσσίτιο. Αποχαιρετήσαμε τον Χρήστο Κατή, χωρίς να τον ρωτήσουμε για τη λούφα του κι αρχίσαμε την ανάβαση για το χωράφι με τις κερασιές. Ελπίζαμε πως μπορεί κάτω να γνωρίζουν ή να έχουν κάποια σύνδεση, αφού ήταν τμήμα επιμελητείας.
     Ανεβαίνουμε σαν εκείνους τους εκδρομείς που έπαθαν ομαδική αμνησία. Μπήκαμε στον πυκνό ελατιά κι ένα δροσερό, χιλιοπατημένο μονοπάτι μας οδηγεί προς το χωράφι με τις κερασιές. Κάποια φορά φτάσαμε στο χείλος μιας βαθιάς λαγκαδιάς, στρωμένης σχεδόν με λευκή πλάκα, μονοκόμματη. Ήταν μοιρασμένη η ραχοκοκαλιά της σε αναβαθμούς, ύψους 2-3 μέτρων περίπου. Από το ύψος κάθε σπόνδυλου χύνονταν ένας μικρός καταρράχτης σε μια βαθιά λεκάνη. Και συνεχίζονταν αυτή η αρχιτεκτονική ως το μεγάλο γκρεμό, που δέσποζε στον Κρικελοπόταμο. Περάσαμε το χαντάκι και σε λίγο σταματήσαμε εμπρός στο χαμηλό σπιτάκι. Εκεί συναντήσαμε τον επιμελητή Δημήτρη Κατσούδα από το Καλεσμένο Ευρυτανίας και μερικούς αντάρτες κι αντάρτισσες, που δεν θυμάμαι τα ονόματα. Κινούνταν προς το μαγειρείο, μέσα σε μια μακαριότητα που δημιουργούσε το ωραίο τοπίο, αμέριμνοι κι αδιάφοροι για μας, τους καινούργιους επισκέπτες. Αδιάφοροι για όλα!

Ο μεγάλος αιφνιδιασμός 10/6/1949

Σε τούτο το απόμερο κρησφύγετο είχαμε μια σπουδαία συνάντηση. Ανταμώσαμε τον –μακαρίτη τώρα– Κώστα Βραχωρίτη. Ήταν ταγματάρχης του Δημοκρατικού Στρατού, ακράτητος στη φωτιά του πολέμου και ικανός διοικητής. Είμαστε μαζί με τον Βραχωρίτη και τον ταξίαρχο Πυθαγόρα στην καταστροφική ενέδρα της Οξυάς στις 13/5/49, μόλις έβγαινε ο ήλιος. Ήταν μια μαγευτική ώρα, μέσα σ’ ένα σκηνικό που σε λίγα λεπτά θα παρουσίαζε την πιο άγρια μορφή.
     Ανταλλάξαμε κάποιες σκέψεις για τις επικίνδυνες αδυναμίες της εδώ κατασκήνωσης. Διαπιστώσαμε τραγική έλλειψη επαγρύπνησης. Εδώ γινόταν παζάρι από άντρες και γυναίκες, που όλοι βρίσκονταν σε κίνηση. Αγνοούσαν την τύχη της ρουμελιώτικης ανταρτοσύνης. Έμοιαζαν όλοι ευτυχισμένοι και ξέγνοιαστοι από ευθύνες και προβλήματα. Με τον μακαρίτη Βραχωρίτη πήραμε απόφαση να σηκωθούμε πολύ πρωί να οργανώσουμε κάποια παρατήρηση για τα απέναντι σημεία, που ήταν οι φωλιές των πιο σκληρών Μάυδων, των Γανωμεναίων. Για το χώρο μας, δεν υπήρχε καμιά σκέψη ασφάλειας. Ήταν όλοι τους σίγουροι. Αν ο χώρος τούτος δέχονταν κάποιον αιφνιδιασμό, δεν υπήρχε σημείο διαφυγής. Υποχρεωτικά έπρεπε να γκρεμιστούμε στους βράχους για να μην πιαστούμε στα χέρια. Είχα ένα φοβερά δυσοίωνο προαίσθημα πως κάποιος κίνδυνος ελλοχεύει εδώ γύρω μας.
     Υποκύπτοντας όμως στην κούραση, στην πείνα και τις άθλιες αντικειμενικές συνθήκες, χωρίς το αίσθημα ευθύνης να μας ειδοποιεί όσο θα ’πρεπε, καθίσαμε. Ανθρώπινη αδυναμία που δεν μπορέσαμε ν’ αποφύγουμε. Φάγαμε καλά, μας έδωσαν κι ένα μπουκαλάκι λιόλαδο. Ακόμα εγώ βρήκα εδώ ένα ασημένιο κουτάκι, με άγια λείψανα. Παρμένα από την εκκλησία του χωριού μου (Νεχώρι Τυμφρηστού). Μυστήριο για τον ιερόσυλο, που εγκατέλειψε το λάφυρό του. Όπως συμφωνήσαμε με τον Βραχωρίτη, ξυπνήσαμε όρθρου βαθέος. Ετοίμασα το πολύτιμο σακίδιο, ταχτοποίησα κι ένα ωραίο αδιάβροχο που πήρα στο Καρπενήσι. Ήταν αμερικάνικο, στρατιωτικό. Κι αρχίσαμε απ’ τη γωνία του σπιτιού μια επίμονη παρατήρηση στο γύρω μας τοπίο.
     Η 10η Ιουνίου 1949 που ξημέρωσε είναι μια ημέρα που σου φέρνει στο νου τους στίχους του Σολωμού: «Όποιος πεθαίνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει» 13. Ο ήλιος έβαψε χρυσοκόκκινη με τις αχτίνες του την κορυφή της αντικρυνής Χελιδόνας και σαν παλιός μάστορας προσπαθούσε με ελιγμούς να ξεφύγει απ’ το δάσος των βουνίσιων κορυφών, για να ολοκληρώσει το έργο του. Η δική μας τοπογραφία είναι αποκαρδιωτική. Μας καπελώνει κυριολεκτικά ένα καφετί, σουβλερό ύψωμα, το Κεραμίδι, που νομίζεις πως θα σωριαστεί πάνω σου. Στη ρίζα του τρομερού βραχόβουνου απλώνονταν ένα πρανές 14, που πλησίαζε το σπιτάκι ώς πενήντα μέτρα. Ένα αυλάκι με νερό χώριζε το πρανές από το σπιτικό και τα χωράφια με τις κερασιές. Στο μεταξύ και οι άλλοι συναγωνιστές που κατείχαν την περιοχή άρχισαν κάτι να ετοιμάζουν. Ίσως ετοίμαζαν κάποιο πρωινό.
     Ξαφνικά, μια άγρια φωνή, πενήντα μέτρα πιο πάνω, μας καθήλωσε μ’ ένα τρομερό:
     –Ποιοι είσθε σεις;
     –Αντάρτες, απάντησαν αδιάφορα από τη δική μας μεριά. –Εσείς ποιοι είσθε; συνέχισαν οι δικοί μας, αδιάφοροι, λες κι είχε τελειώσει ο πόλεμος.
     –Είμαστε από το τμήμα του Περικλή, απάντησαν.
     Εγώ τα χρειάστηκα. Ο διάλογος δεν είχε καμιά φυσικότητα. Ασυναίσθητα τράβηξα τον Βραχωρίτη προς τη γωνία του σπιτιού.
     Κι ο διάλογος συνεχίστηκε.
     –Εσύ ποιος είσαι; τον ρώτησαν οι δικοί μας, καθώς πίσω από ένα κέδρο φάνηκε ένα κεφαλάκι.
     –Ο Γιώργος Ράφτης, απάντησε η φωνή.
     –Άντε ρε, που είσαι ο «Μπλάτσα Μπλούτσας», απάντησε κάποιος από τους αντάρτες.
     Λέγω αμέσως στον Βραχωρίτη πως ο συνομιλητής είναι εχθρός και κάνει κάποια αναγνώριση. Ο Γιώργος ο Ράφτης είναι νεκρός. Και τότε ακούστηκε η κραυγή:
     –Παραδοθείτε! κι άρχισαν καταιγιστικά πυρά αυτόματων όπλων, χωρίς καμιά απάντηση από μέρους μας.
     Είμαστε παγιδευμένοι χωρίς καμιά διέξοδο, χωρίς καμιά αμυντική ετοιμότητα. Και δεν υπάρχει κανένα δρομολόγιο σύμπτυξης ή αντεπίθεσης. Μόνη διαφυγή θα γίνει μέσω της βαθιάς λαγκαδιάς, πηδώντας τους καταρράχτες της και βουτώντας στις γούρνες με το νερό. Ρίχνομαι κι εγώ τελευταίος, και με τρόμο αντικρύζω το μεγάλο καταρράχτη, που πλέον δεν ξεπερνιόταν. Είμαι πετσί και κόκαλο από την πείνα και τις άλλες ταλαιπωρίες. Ο χρόνος είναι απαιτητικός. Ή βρίσκω πόρτα και παράθυρο να πεταχτώ έξω από τον κλοιό ή παραδίνομαι χωρίς όρους στο θάνατο. Χωρίς αργοπορία, κινούμαι προς τη δεξιά όχθη της λαγκαδιάς. Εκεί υπάρχει συμπαγής πέτρινη πλάκα με άνοιγμα, μια πορτούλα. Πάνω της βλέπω πράγματα, σκορπισμένα όπως-όπως.
     Η διαφυγή έγινε από αυτού. Μπορεί η «κερκόπορτα» αυτή να γίνει πόρτα σωτηρίας και για μένα. Ξεκινώ κι αισθάνομαι αδυναμία να βαδίσω. Κόπηκαν τα πόδια μου, έσπασαν οι μηροί από τα πηδήματα στους καταρράχτες. Με θλίψη αναγκάζομαι να παρατήσω το γυλιό μου μαζί με τα εφόδιά μου. Πάει και το αδιάβροχο. Μόνο το περίστροφο κρατώ. Σέρνομαι προς το άνοιγμα που σχηματιζόταν στη βραχογραμμή. Και με μια ματιά από την ευγενική πορτούλα προσανατολίστηκα σε γνωστά μου τόπια. Αντίκρυσα τα Μπαλτέικα, ένα φτωχό συνοικισμό και ξεχώρισα το βατό δρόμο προς το μοναστήρι του Προυσού, την πέτρινη τοξωτή γέφυρα στα διπόταμα, σημείο συμβολής του Καρπενησιώτη και του Κρικελιώτη. Οι χείμαρροι αυτοί είναι ορμητικοί στις ώρες του χειμώνα. Έτσι προσανατολίστηκα. Ήταν κι αυτό μια μικρή δόση αισιοδοξίας.
     Στο μεταξύ, οι Μάυδες ωρύονταν, τουφεκούσαν, κατρακυλούσαν βράχους χωρίς να τολμήσουν μια επίθεση ενάντια των ανταρτών που έτρεχαν. Έμεινα μόνος. Ούτε τον Βραχωρίτη είδα ούτε τον Τσεπά. Και φυσικά, ούτε κανέναν άλλο.
     Στην πέτρινη διχάλα, που υποχρεωτικά θα κατέβαινα, αντίκρυσα τον τρόπο που έγινε η κατάβαση από αυτούς που προηγήθηκαν. Στο σημείο αυτό, το μοναδικό για πέρασμα, υπήρχε μια μονοκόμματη πλακολιθιά με γυαλιστερή επιφάνεια. Πάνω σ’ αυτή έκαναν τσουλήθρα ώς πενήντα μέτρα, ώσπου σταματούσαν σε σωρούς από μεγάλες πέτρες. Στις σχισμές αυτής της κυλίστρας είχαν φυτρώσει μικροί θάμνοι. Κι έβλεπες κρεμασμένα στα λιγνά κλωναράκια τους χιτώνια, τσάντες και κανένα όπλο. Αυτού κύλησα, υποχρεωτικά, ολομόναχος. Όμως οι θάμνοι με σεβάστηκαν και δεν μου κράτησαν διόδια.
     Από δω και κάτω ώς τα διπόταμα υπήρχε ένας βατός γκρεμός, γεμάτος τροχάλια 15. Αυτή την κατάβαση έπρεπε να κάμω, ν’ ανέβω στο δρόμο Προυσού-Καρπενησίου ή ν’ ανεβώ προς Καστανιά ή Δερμάτι. Όμως τα πόδια δεν βοηθούσαν. Έμοιαζαν σπασμένα. Κάπου έπρεπε να τρυπώσω για λίγο να ξεκουραστώ. Όμως! Από πρόνοια κάποιας χιονοθύελλας, είδα μια τεράστια ιριά (δρυς-Aρία) που γονάτισε, δημιουργώντας ένα μικρό χώρο απόκρυψης. Εκτίμησα την κατάσταση και τράβηξα προς το γονατισμένο δέντρο.
     Εκεί όμως έγινε το θαύμα! Υπήρχε ένας πολύτιμος θησαυρός. Υπήρχε άνθρωπος, και μάλιστα ο φίλος συναγωνιστής Γιώργος Σούφλας από το Καροπλέσι Ευρυτανίας. Εκεί τρυπώσαμε αυτές τις τραγικές στιγμές και μοιάζαμε σαν κάποια άγνωστα ανθρωποειδή, που μια θύελλα τα σκόρπισε. Κι ο εχθρός; Τί φκιάνει; Κυλάει μεγάλους βράχους που προκαλούσαν πάταγο και φωνάζει: –Παραδοθείτε!
     Το τουφεκίδι σταμάτησε γύρω μας. Μόνο από το Δερμάτι ακούστηκαν μερικές τουφεκιές. Φαίνεται πως κατέχεται από τους Λαιστρυγόνες της αστερόεσσας.
     Εμείς καθίσαμε αρκετή ώρα να ξεκουραστούμε, μα και να κάνουμε μια προσεχτική παρατήρηση. Εξακριβώσαμε ότι δεν κατέχεται η γέφυρα που συνδέει το Καρπενήσι και τα χωριά της ποταμιάς με τον Προυσό. Αποφασίσαμε ν’ αφήσουμε τον κρυψώνα μας και να κατεβούμε στα διπόταμα. Τα πόδια μας ήταν σαν σπασμένα από τα πηδήματα στους καταρράχτες, και η κίνησή μας δυσκολεύονταν. Όμως, ήταν ανάγκη. Οι διώκτες μας μπορεί να ετοίμαζαν πάλι καμιά επίθεση, μα και ο ήλιος μας ειδοποιούσε ν’ αποφασίσουμε, πριν πέσει το θάμπωμα. Κάποτε φτάσαμε, κι ετοιμαζόμαστε να περάσουμε τον Καρπενησιώτη κάτω από το πέτρινο γεφύρι. Αν και ήταν Ιούνιος, τα νερά ήταν ακόμα ορμητικά και με παρέσυραν για λίγο. Το ψυχρό μπάνιο μου έκανε καλό. Ξαστέρωσε το κεφάλι μου και δυνάμωσε τη θέλησή μου να υπερνικήσω τις δυσκολίες. Κάποιο εχθρικό παρατηρητήριο μας έριξε κάμποσες ντουφεκιές, χωρίς διαθέσεις κυνηγητού.
     Αφού στράγγισα απ’ το νερό, αρχίσαμε το βάδισμα με τον Σούφλα στον ξεριά του ποταμού. Σε λίγο ανακαλύψαμε τον ντορό της παρέας μας. Ήταν βρεγμένος ακόμα. Ήταν οι δικοί μας που κατάφεραν κι έφυγαν πιο μπροστά από μας. Ήταν καλύτερα ταϊσμένοι και ξεκούραστοι, κι ίσως να γνώριζαν και κάποιο μονοπάτι. Βαδίζαμε με τον Σούφλα παρόχθια, ανάμεσα σε ουρανόφταστους βράχους, που όσο κατέβαιναν προς την κοίτη του ποταμού στένευαν απελπιστικά. Νόμιζες πως ήταν έτοιμοι να αγκαλιαστούν, δημιουργώντας έτσι γούρνες βαθιές. Γι’ αυτό αναγκαζόμαστε να πηδούμε πότε προς τη μια και πότε προς την άλλη όχθη. Όμως, από λόγους επαγρύπνησης, φοβούμασταν την πανουργία της τύχης, γιατί δεν αποκλείονταν αυτός ο ντορός να ανήκε στα στίφη των Γανωμεναίων που λυμαίνονταν την περιοχή.
     Αφού βαδίσαμε αρκετά, το σκηνικό των βράχων άρχισε να υποχωρεί και στον απελευθερωμένο χώρο παρουσιάστηκαν μικρές λογγιές με πέτρινα πεζούλια. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο χάθηκε ο ντορός. Τώρα αρχίσαμε να ψάχνουμε τους όχθους, βάζαμε και αυτί, χωρίς όμως να πιάνει κανένα ήχο. Τελικά, στην αριστερή όχθη του Καρπενησιώτη, που σχηματίζονταν ένα πλάτωμα με θαυμάσια παραλλαγή από θάμνους κι αγράμπελες, ξεχωρίσαμε μια φωνή.
     Εμείς ανακαλύψαμε τα καινούργια ίχνη που μας χάρισε η φωνή και σε λίγο, από μια πορτούλα καταπράσινων θάμνων που περάσαμε, αντικρύσαμε μια σύναξη ανθρώπων, σαν σε μυστικό δείπνο. Με την πρώτη ματιά διαπιστώσαμε ότι ήταν οι συναγωνιστές που αιφνιδιάστηκαν. Μόνο ο Βραχωρίτης απουσίαζε. Αυτό με λύπησε. Ρωτώντας δεν μπόρεσα να μάθω τίποτα για την τύχη του. Η ψυχολογική κατάσταση αυτής της ομάδας φανέρωνε πανικό, εξαλλοσύνη, άγχος. Ήταν όλοι τους έτοιμοι για να πάρουν δρόμο. Θυμάμαι τον μακαρίτη Σπύρο Ξενάκη απ’ το Μουζήλο. Υπήρχαν κι άλλοι αντάρτες και αντάρτισσες. Μισός αιώνας από τότε, και βλέπω ακόμα αμυδρά τα έντρομα πρόσωπά τους, σαν σε τούνελ, χωρίς να μπορώ να συγκρατήσω ονόματα. Ακόμα διαπίστωσα ότι ήταν όλοι άοπλοι, εκτός από εμένα, που είχα το πιστόλι μου. Ανοίξαμε συζήτηση, ότι μπορούσαμε τώρα όλοι μαζί να κινηθούμε προς Άγραφα. Όμως κανένας δεν πρόσεχε τα λόγια μου, σαν να περίμεναν τη συντέλεια του κόσμου.
     Εκείνο που έντονα θυμάμαι, κι ακόμα το βλέπω, είναι ότι σε κάποια στιγμή η σύναξη αλαφιάστηκε. Σηκώθηκαν απότομα σαν να είχαν ελατήρια στα πόδια τους, όρθιοι, έτοιμοι για φυγή, σαν κάποια ειδοποίηση να πήραν μυστικά.
     –Τί συμβαίνει συναγωνιστές; τόλμησα να ρωτήσω.
     –Αλογόμυγα! Μια αλογόμυγα, νάτη! Δεν τη βλέπετε; ακούστηκε από πολλά στόματα.
     –Και τι σαν είναι αλογόμυγα; απάντησα χαμογελαστός.
     –Είναι κακό σημάδι, συναγωνιστή, απάντησαν. Κάπου εδώ κοντά βρίσκεται εχθρός. Φαίνεται πως μας βρήκε τον ντορό.
     Και χωρίς άλλο διάλογο άρχισαν να ροβολάνε αστραπή για το ποτάμι. Δεν έμεινε κανένας εκτός από τον Τσεπά, που σιμά μας βρίσκεται το χωριό του, Αντράνοβα παλιά, Ασπρόπυργος σήμερα.
     Βαδίσαμε λίγο και φτάσαμε στις λογγιές του χωριού του, όπου ο Τσεπάς μου ανακοίνωσε ότι θα παραμείνει στο χωριό του για να φυλαχτεί, ώσπου να συνδεθεί με κάποιο τμήμα. Με αυτό το πρόσχημα χωρίσαμε, αν και γνώριζε ο Τσεπάς πως στην περιοχή του δρούσαν οι ορδές των ανθρωποφάγων Γανωμεναίων.
     Μια σκληρή πραγματικότητα δημιουργείται σε μένα. Μόνος, «ενώπιος ενωπίω», θα βαδίσω σε μιαν εντελώς άγνωστη περιοχή γεμάτη αντιδραστικούς, χωρίς ίχνος δικής μας οργάνωσης. Αυτή ήταν μια περιοχή νεκρή για τους ελιγμούς μας. Γι’ αυτό κατέχομαι από αγωνία, για την άγνοια του εδάφους και την ατομική μου άμυνα. Από τις σκέψεις μου αυτές με παρέσυρε το φανταστικό θέαμα μιας κερασιάς, φορτωμένης χοντρά κατακόκκινα κεράσια. Τέτοιο ζωντανό ποίημα μόνο ένας ζωγράφος της Αναγέννησης θα μπορούσε να το εκφράσει. Όνειρο ομορφιάς μέσα στην ερημιά. Μετά έβγαλα ένα πουλόβερ που πήρα στο σιδηροδρομικό σταθμό της Καρδίτσας, τη νύχτα της μεγάλης Μάχης 10/12/1948. Του έδεσα τα μανίκια και το άνοιγμα του λαιμού με σκληρό χόρτο κι άρχισα να μαζεύω τον ωραίο καρπό. Αφού μάζεψα αρκετά, βρήκα και μερικές κρεμμυδομάνες. Αποχαιρέτησα τον Τσεπά και του ευχήθηκα καλήν αντάμωση. Εγώ αποφάσισα να εκμεταλλευτώ τη νύχτα και να βαδίσω προς την περιοχή Φιδάκια, όπου θα συναντούσα γνωστούς μου. Έτσι υπολόγιζα και ήλπιζα.
     «Μα δεν είναι εύκολες οι θύρες, εάν η χρεία τές κουρταλεί» 16.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Μάυδες: άντρες των Μονάδων Ασφαλείας Υπαίθρου (Μ.Α.Υ.), ένοπλες μονάδες που δημιουργήθηκαν με σκοπό τη φύλαξη της υπαίθρου και την καταδίωξη των ανταρτών, διαβόητες για τις αυθαιρεσίες και την αγριότητά τους.

2. Ψευδώνυμο του Γιάννη Αλεξάνδρου (1914-1949). Υποστράτηγος του Δημοκρατικού Στρατού, διοικητής της II Μεραρχίας, σκοτώθηκε στις 21 Ιουνίου 1949.

3. ντορός: τα ίχνη που αφήνει το θήραμα στο χώμα ή στο χιόνι –κατ’ επέκτασιν και τα ίχνη πέλματος ανθρώπου.

4. λούφα: η προσπάθεια να μείνει κανείς απαρατήρητος, να μη γίνει αντιληπτός, η κρυψώνα.

5. Σ.Δ.: Σταθμός Διοίκησης.

6. επί ξυρού ακμής: Παροιμιακή έκφραση των αρχαίων Ελλήνων. Λέγεται για κάτι που βρίσκεται σε κρίσιμη στιγμή, δηλαδή για ζωή ή για θάνατο. Η έκφραση έχει την αρχή της στα ορειχάλκινα μηνοειδή ξυράφια, πάνω στη λεπτότατη ακμή των οποίων τίποτε δεν μπορεί να ισορροπήσει, αλλά αμέσως πέφτει σε μία από τις δύο πλευρές. Πρωτοεμφανίζεται στην Ιλιάδα, Κ 173-174: «νυν γαρ δη πάντεσσιν επί ξυρού ίσταται ακμής / ή μάλα λυγρός όλεθρος Αχαιοίς ηέ βιώναι».

7. Καπαπίτες: οι άντρες των Κέντρων Πληροφοριών, μικρών ομάδων του Δημοκρατικού Στρατού, που δρούσαν στα μετόπισθεν του κυβερνητικού Στρατού, συλλέγοντας πληροφορίες, συνδέοντας αποκομμένα τμήματα, αποκρύπτοντας τρόφιμα και όπλα.

8. Κ.Π.: Κέντρα Πληροφοριών. Βλ. σημ. 7.

9. σπανό: περιοχή γυμνή από βλάστηση.

10. τσοκάνι: κουδούνι που κρεμάνε στα πρόβατα και τα κατσίκια.

11. Spitfire: αγγλικό καταδιωκτικό αεροσκάφος, που χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα από τη RAF κατά τη διάρκεια του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου.

12. βόθονας (βόθυνος): λάκκος, όρυγμα εντός του εδάφους.

13. «Όποιος πεθάνη σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει»: ο γνωστός στίχος από το Δεύτερο Σχεδίασμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων του Διονυσίου Σολωμού.

14. πρανές: οι κατωφέρειες, οι πρόποδες ή υπώρειες υψώματος.

15. τροχάλια ή τρόχαλα: μικρές πέτρες, κροκάλες, ιδίως σε βραχώδεις ορεινές περιοχές.

16. «δεν είν’ εύκολες οι θύρες, / Εάν η χρεία τες κουρταλή»: από τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν του Διονυσίου Σολωμού (στροφή 10).


Αναδημοσίευση από http://www.snhell.gr/testimonies/writer.asp?id=143

Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011

Φωτιά και Τσεκούρι.

Το βιβλίο μπορείτε να το διαβάσετε εδώ http://www.scribd.com/doc/BCF%......8%B1

Η πάλη τοπική, το παιχνίδι παγκόσμιο
Μια νέα ανάγνωση και επανεκτίμηση του βιβλίου του Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα για τον πόλεμο του ΄40, την Κατοχή, τα Δεκεμβριανά και τον Εμφύλιο

Του Νίκου Μαραντζίδη


Στις αρχές της δεκαετίας του ΄70 δύο βιβλία σηματοδότησαν τη δημόσια ιστορία για τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο. Και τα δύο εκδόθηκαν αρχικά στο εξωτερικό στη γαλλική γλώσσα και στη συνέχεια, στις αρχές της Μεταπολίτευσης, παρουσιάστηκαν στο ελληνικό κοινό, που τα υποδέχθηκε εντυπωσιακά. Πρόκειται για το έργο του Ντομινίκ Εντ (Dominique Εudes) Οι Καπετάνιοι και αυτό του Ευάγγελου Αβέρωφ Φωτιά και Τσεκούρι.

Οι ομοιότητες τελειώνουν εδώ. Το βιβλίο του Εudes ήταν φιλικό προς την Αριστερά και τους Καπετάνιους της αποτελώντας ορόσημο για την πρόσληψη της δεκαετίας του ΄40 στη Μεταπολίτευση. Σε διαφορετική κατεύθυνση, ενάντια στο ρεύμα της εποχής, κινήθηκε το Φωτιά και Τσεκούρι . Το βιβλίο είχε πάνω του όλα εκείνα τα στοιχεία που συνέβαλαν στη δαιμονοποίησή του από την κυρίαρχη αριστερή ιδεολογία της Μεταπολίτευσης. Ιδιαίτερα ανάμεσα στους κύκλους των διανοουμένων και των μορφωμένων νέων, το Φωτιά και Τσεκούρι απέκτησε τη φήμη ενός έργου φανατικής αντικομμουνιστικής προπαγάνδας. Και επειδή, όπως συνήθως συμβαίνει στην Ελλάδα, η φήμη αποτελεί βασικό μέσο πληροφόρησης και γνώσης, πολλοί άνθρωποι σε αυτή τη χώρα σχημάτισαν άποψη για το βιβλίο χωρίς καν να το έχουν πιάσει στα χέρια τους.

Το έργο απέχει από το να θεωρηθεί φανατικό και προπαγανδιστικό. Οχι ότι ο Αβέρωφ κρύβει τις πολιτικές επιλογές του. Πώς θα μπορούσε άραγε; Εν τούτοις, επέδειξε μεγαλύτερη ευαισθησία και ικανότητα κατανόησης και ανάλυσης των ιστορικών συνθηκών του Εμφυλίου απ΄ όσο κάποιοι ιστορικοί, Ελληνες και ξένοι, επέδειξαν. Επιπλέον η περιγραφή των ιστορικών γεγονότων σέβεται τον αναγνώστη, καθώς ο συγγραφέας φροντίζει να διατηρείται όσο κοντύτερα μπορεί στην ιστορική πραγματικότητα. Οι αφηγήσεις των μαχών, για παράδειγμα, δεν γίνονται για να ηρωοποιήσει τον Ελληνικό Στρατό αλλά για να αντιληφθεί ο αναγνώστης τις κύριες μάχες του εμφυλίου πολέμου.

Το βιβλίο επιχειρεί μια αφήγηση των βασικών πολιτικών και στρατιωτικών γεγονότων της δεκαετίας του ΄40. Ετσι παρουσιάζονται με χρονολογική σειρά όλα εκείνα τα γεγονότα που διαμόρφωσαν τον δραματικό χαρακτήρα της περιόδου: από τον πόλεμο της Αλβανίας ως την Κατοχή και από τα Δεκεμβριανά ως τις τελευταίες μάχες του Εμφυλίου στον Γράμμο και στο Βίτσι. Τελικά, πρόκειται για την αφήγηση της τραγωδίας του εμφυλίου πολέμου. Αν κάτι μένει ως συμπέρασμα από αυτή την αφήγηση είναι σίγουρα η φράση του συγγραφέα ότι «η ζωή των ανθρώπων είναι φθηνή κατά τη διάρκεια των επαναστάσεων». Ποιος, αλήθεια, θα μπορούσε να διαφωνήσει με αυτό;

Η αντίσταση και η εξουσία 

Πέρα από την εξιστόρηση των γεγονότων το Φωτιά και Τσεκούριπεριστρέφεται γύρω από δύο βασικές υποθέσεις εργασίας: πρώτον, το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ είχε διττό χαρακτήρα, δηλαδή ήταν αντιστασιακή οργάνωση αλλά επεδίωκε παράλληλα την κατάληψη της εξουσίας. Ο Αβέρωφ επικρίνει πολλούς συγγραφείς και πολιτικούς από τον χώρο του αντικομμουνιστικού στρατοπέδου, όπως για παράδειγμα τον Γεώργιο Παπανδρέου, που υποστήριξαν ότι ο μοναδικός λόγος ύπαρξης του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ ήταν η κατάληψη της εξουσίας: «Η άποψη αυτή δεν είναι ακριβής...Μία μερίδα του ΕΑΜ/ΕΛΑΣαπέβλεπε στην αντίσταση και μόνο σ΄ αυτήν» (σελ. 143-144). Δεν είναι όμως αφελής, κατανοεί ότι το ΚΚΕ μπορούσε να έχει ταυτόχρονα δύο στόχους: αντίσταση και εξουσία. Σήμερα, που μια πληθώρα αρχείων έχει απλωθεί μπροστά στα μάτια των ιστορικών, αυτή η διττή φυσιογνωμία του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και η διπλή στρατηγική του ΚΚΕ αποτελούν κοινό τόπο για κάθε σοβαρό μελετητή.

Η αποδοχή αυτής της σύνθετης φυσιογνωμίας του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ επιτρέπει να ξεπεραστούν προκαταλήψεις, αφέλειες και ιδεολογικές αγκυλώσεις σε σχέση με τον χαρακτήρα των ένοπλων συγκρούσεων στα χρόνια της Κατοχής. Οι συγκρούσεις αυτές δεν ήταν μόνο αντιστασιακού χαρακτήρα, ούτε μόνο εμφύλιες συγκρούσεις. Ηταν και τα δύο.

Η δεύτερη βασική επισήμανση του βιβλίου σχετίζεται με τον ρόλο της ΕΣΣΔ, της Γιουγκοσλαβίας και των άλλων ανατολικών κρατών στις ελληνικές εξελίξεις των ετών 1945-1949. Ηδη από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου ο Αβέρωφ, θέλοντας ακριβώς να εντάξει τον ελληνικό εμφύλιο μέσα στο πλέγμα του Ψυχρού Πολέμου, σημειώνει: «Η πάλη ήταν τοπική,το παιχνίδι ήταν παγκόσμιο». Υπογραμμίζει ότι η Γιουγκοσλαβία αρχικά και στη συνέχεια η Βουλγαρία και η Αλβανία στήριξαν πολιτικά και υλικά τους έλληνες κομμουνιστές στην επιλογή της ένοπλης εξέγερσης. Μέσα στο 1947 η βοήθεια από τις τρεις αυτές χώρες επικυρώθηκε με τη Συμφωνία του Μπλεντ, όπου τα τρία παραπάνω βαλκανικά κράτη προσδιόρισαν ακόμη πιο συστηματικά τη βοήθεια προς τους συντρόφους τους στην Ελλάδα. Για τον Αβέρωφ όλα αυτά δεν ήταν χωρίς συνέπειες για τη φυσιογνωμία του ελληνικού αντάρτικου, καθώς «ο ένοπλος ελληνικός κομμουνισμόςετίθετο κατά κάποιον τρόπο υπό την κηδεμονία του γιουγκοσλαβικού κομμουνισμού».

Το εύρος της εμπλοκής

Στις αρχές του 1970, όταν έγραφε το βιβλίο,ο Ευάγγελος Αβέρωφ είχε στη διάθεσή του τα αρχεία του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, του Γενικού Επιτελείου Στρατού,καθώς και τις εκθέσεις των επιτροπών του ΟΗΕ για την παραβίαση των ελληνικών συνόρων. Αγνοούσε όμως τα αρχεία του ΚΚΕ, καθώς και αυτά των ανατολικών κρατών που μπορούσαν να αποκαλύψουν το πραγματικό εύρος της εμπλοκής των Ανατολικών στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο.

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 η πρόσβαση στα αρχεία των πρώην Λαϊκών Δημοκρατιών καθώς και το άνοιγμα ενός τμήματος των αρχείων του ΚΚΕ επέτρεψαν να διαμορφωθεί μια καθαρότερη εικόνα.Σήμερα γνωρίζουμε τον μεγάλο βαθμό της εμπλοκής των Ανατολικών στην υπόθεση του ελληνικού εμφυλίου.Και η εμπλοκή αυτή είναι πιο σύνθετη από αυτήν που περιγράφεται στο «Φωτιά και Τσεκούρι» .

Εν τέλει,όπως έχω ήδη επισημάνει στο βιβλίο μου «Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας 1946-1949», οι πρόσφατες έρευνες θεμελιώνουν τις αρχικές εκτιμήσεις για τον βαθμό της ανάμειξης των κρατών του ανατολικού συνασπισμού σε αυτόν τον πόλεμο και διαψεύδουν την τάση κάποιων να υποτιμηθεί η ενίσχυση του ΔΣΕ από το εξωτερικό.Το αντίθετο,ο ΔΣΕ εξαρτήθηκε απόλυτα από την πολιτική και υλική υποστήριξη των ξένων συντρόφων του. Στην πραγματικότητα,μόνο χάρη στην εξωτερική στήριξη έγινε δυνατή η έναρξη του Εμφυλίου.Χωρίς την πολιτική κάλυψη,τη συστηματική ροή πολεμοφοδίων,τροφίμων και άλλου υλικού,την προστασία και εκπαίδευση των μαχητών στο έδαφος των γειτονικών χωρών,την περίθαλψη των τραυματιών,ο πόλεμος αυτός θα είχε λήξει πολύ νωρίτερα- αν είχε ποτέ αρχίσει.

Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.


Αναδημοσίευση από http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=364029


«Φωτιά και τσεκούρι», τότε και τώρα

Tου Ηλια Μαγκλινη

Οι εκδόσεις της Εστίας κυκλοφόρησαν εκ νέου το ιστορικό αφήγημα του Ευάγγελου Αβέρωφ «Φωτιά και τσεκούρι». Κλασικό έργο στη βιβλιογραφία του Ελληνικού Εμφυλίου πολέμου, κυκλοφόρησε εν μέσω της δικτατορίας, αλλά πέρασε μετά στην αφάνεια, σταμπαρισμένο σαν «βίβλος» της μιας πλευράς. Γι’ αυτό και η επανέκδοσή του προκάλεσε το μειδίαμα απ’ όσους ανήκουν στις γενιές που πολιτικοποιήθηκαν τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 (στους κόλπους της Αριστεράς), κρίνοντάς το ως κείμενο ξεπερασμένο, γραφικό. Αβασάνιστη κρίση, καθώς δεν είναι περισσότερο μονομερές από «βαρβάτες» μελέτες ιστορικών με αριστερές πεποιθήσεις, οι οποίες έχουν βέβαια τη δική τους συνεισφορά στη νεότερη μελέτη του Εμφυλίου.

Δεν είναι της παρούσης η κριτική αποτίμηση ενός βιβλίου όπως το «Φωτιά και τσεκούρι», κάτι που πρέπει να γίνει από ιστορικούς - να πω μόνον ότι ο συγγραφέας του διαθέτει σπάνια παιδεία, ενώ είναι ένας χαρισματικός αφηγητής με έξοχες δραματικές στιγμές που αφορούν και τις δύο πλευρές. Στην αναγνωστική απόλαυση συμβάλλει και η μετάφραση του κειμένου από τον Χριστόφορο Κάσδαγλη. Το βιβλίο είχε αρχικά κυκλοφορήσει στη Γαλλία το 1973 (εκδ. Breteuil), έκανε έως το 1996 οκτώ εκδόσεις, ενώ έχει μεταφραστεί και στα αγγλικά.

Σήμερα, επανακυκλοφορεί σε μια περίοδο κατά την οποία έχουμε, για μια ακόμη φορά, πληθώρα εκδόσεων πάνω στο ίδιο θέμα, ιστορικές μελέτες και μαρτυρίες που θίγουν για πρώτη φορά κάποια ζητήματα: ενδεικτικά αναφέρω τον «Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας» του Νίκου Μαραντζίδη (από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια) και το «Μαρτυρίες μιας διαδρομής» της Ελλης Παππά, συντρόφου του Νίκου Μπελογιάννη (από τη Βιβλιοθήκη του Μουσείου Μπενάκη).

Ουσιαστικά, η αναψηλάφηση του Εμφυλίου ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του ’90, όταν έκλεινε ένα σεβαστό χρονικό διάστημα από τα γεγονότα (μισός αιώνας το 1999) και λίγα χρόνια μετά το 1989 και την κυβέρνηση συνασπισμού ανάμεσα στη Δεξιά και την Αριστερά. Μιλάμε για το λεγόμενο «βρώμικο ’89», όπως το αποκάλεσε το ΠΑΣΟΚ.

Δεν ξέρω αν ήταν «βρώμικο», ήταν όμως βλακώδες, ως προς την προσέγγιση της Ιστορίας. Διότι εκείνος ο κυβερνητικός συνασπισμός οδήγησε σε αποφάσεις ασύλληπτης ανοησίας όσον αφορά τη συλλογική μνήμη και ιστορία του Εμφυλίου, όπως το περίφημο κάψιμο των φακέλων, την καταστροφή ολόκληρων τόμων της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού με θέμα τη σύγκρουση 1946-49 (ευτυχώς τα αρχεία υπάρχουν ακόμα) κ.ά. Φωτιά και τσεκούρι δηλαδή από αμφότερα τα στρατόπεδα.

Μια προσωπική εμπειρία επ’ αυτού: Αναζητώντας τη δράση του παππού, από την πλευρά του πατέρα, κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία και την Εθνική Αντίσταση, είχα μια παράπλευρη ανακάλυψη: στο επίσημο έγγραφο που εστάλη από στρατολογικό γραφείο, αναφέρεται: «24 Ιανουαρίου 1944: Εκτελείται από τον Δημοκρατικό Στρατό». Πράγματι, ο παππούς, φανατικός βενιζελικός το 1919, εντάχθηκε στον ΕΔΕΣ το 1943 και δολοφονήθηκε σε κεντρικό δρόμο του Αγρινίου με μια σφαίρα στον αυχένα - από την ΟΠΛΑ όμως, την Οργάνωση Προστασίας Λαϊκών Αγωνιστών (το εκτελεστικό όργανο του ΕΑΜ), όχι από τον Δημοκρατικό Στρατό. Ο Δημοκρατικός Στρατός ιδρύθηκε τον Δεκέμβριο του 1946.

Δεν ευθύνεται το αρμόδιο στρατολογικό γραφείο βέβαια για τούτη την ανακρίβεια. Μια εγκύκλιος του 1989 απαγόρευσε -ορθά- κάθε επίσημη αναφορά σε «κομμουνιστοσυμμορίτες» κτλ. Το ορθόν από ’δω και πέρα θα ήταν «Μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού». Τι γίνεται όμως με την προ του Δημοκρατικού Στρατού εποχή; Αμηχανία που οδηγεί σε ιστορικές ανακρίβειες. Και λοιπόν; Θα πει κανείς. Εχουμε μάθει να πορευόμαστε στην Ελλάδα με ημίμετρα και μπαλώματα.

Για να επιστρέψω στο πόνημα του Ευάγγελου Αβέρωφ όμως: ανεξαρτήτως ιδεολογικής τοποθέτησης, η παιδεία και η καλλιέργεια Ελλήνων πολιτικών εκείνης της γενιάς, όπως του Αβέρωφ, απλώς δεν υφίσταται σήμερα. Μη μας φταίνε μόνο οι νέες γενιές μαθητών και φοιτητών. Στη Βουλή των Ελλήνων η ημιμάθεια αναστενάζει.


Αναδημοσίευση από http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_1_22/09/2010_415843

Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2011

Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΣ ΤΗΣ ΚΟΝΙΤΣΑΣ



Του Στρατηγού Μ Α Ρ Κ Ο Υ

Η Επιχείρηση της Κόνιτσας επιβάλλονταν να γίνει πολιτικά και στρατιωτικά. Η εκλογή της στιγμής ήταν κατάλληλη για τους εξής λόγους:
α) Οι φαγωμάρες ανάμεσα στις δύο κλίκες της κυβέρνησης της Αθήνας είναι οξυμένες.
β) Με πιότερη γρηγοράδα συντελείται η χρεωκοπία της πολιτικής του κυβερνητικού συγκροτήματος, Σοφούλη - Τσαλδάρη, γιατί παρά τας υποσχέσεις και το θόρυβο για σοβαρά χτυπήματα κατά του Δ.Σ.Ε. ματαιώθηκαν όλες τους οι εξορμήσεις και ο μοναρχοφασιστικός στρατός έπαθε σοβαρές ζημιές.
γ) Επειδή η επιχείρησις έγινε την άλλη μέρα από την αναγγελία της Δημιουργίας της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης.
Πιθανότητες επιτυχίας της επιχείρησης ήταν πολλές επειδή:
α) Η πόλη της Κόνιτσας βρίσκεται Β.Δ. από τα Γιάννενα και σε απόσταση 45 περίπου χιλιόμετρα σε ευθεία νοητή γραμμή απ’ αυτή (βλέπε το χάρτη). Είναι μία εξέχουσα του όλου ηπειρωτικού γεωγραφικού χώρου - Άρτα, Πρέβεζα, Γιάννενα, Μέτσοβο. Με την ηπειρωτική πρωτεύουσα συνδέεται μόνο με μία οδική αρτηρία και είναι απομονωμένη.
β) Είναι περιοχή εξαιρετικά ορεινή, με σειρά από υποχρεωτικές διαβάσεις που το χειμώνα είναι αδιάβατες ως επί το πλείστον.
γ) Λόγω της μικρής απόστασης που χωρίζει την πόλη απ’ τα σύνορα, στενεύει εξαιρετικά ο χώρος διά τον εχθρό ώστε να μπορεί να ελιχθεί με υπολογίσιμα τμήματά του, να αντιμετωπίσει με υπερφαλάγγιση τυχόν ενέργεια κατά της πόλης ή να εξασφαλίσει τα μετόπισθεν των τμημάτων που κατέχουν την πόλη.
Είναι υποχρεωμένος ο εχθρός να αντιμετωπίση μετωπικά κάθε ενέργεια που αποβλέπει στην κατάληψη της πόλης. Γι’ αυτούς τους λόγους είναι εξαιρετικά δύσκολα η κατοχή και υπεράσπιση της πόλης, με την προϋπόθεση φυσικά, ότι στην περιοχή αυτή υπάρχει δράση τμημάτων του Δ.Σ. που να ενοχλεί διαρκώς τον εχθρό. Αν ο εχθρός έχει την απόφαση να κρατήσει την πόλη, ξεκινώντας από το σημερινό γενικό συσχετισμό των δυνάμεων του Δ.Σ. και του μοναρχοφασιστικού είναι υποχρεωμένος α) να θέσει υπολογίσιμες δυνάμεις όχι τόσο στην ίδια την πόλη, αλλά κυρίως σε επίκαιρες θέσεις κατά μήκος της οδικής αρτηρίας από Καλπάκι ως το Μπουραζάνι και σ’ ολόκληρο σχεδόν το ορεινό συγκρότημα των Δυτ. Ζαγορίων. β) θα υποχρεωθεί να επεκτείνει τα μέτρα ασφαλείας της πόλης ως την περιοχή των συνόρων, με υποχρεωτική κατάληψη του χώρου που βρίσκεται στη δεξιά όχθη των ποταμών Σαραντάπορος και Μυλοπόταμος (από γέφυρα Δερβενίου ως την Πυρσογιάννη - Βούρμπιανη). γ) θα υποχρεωθεί να ενεργεί συνεχώς στους χώρους αυτούς, διαθέτοντας και άλλες δυνάμεις εκτός από τις στατικές.
Ο εχθρός, ύστερα από τη διείσδυση των τμημάτων μας στα Ζαγόρια στην περίοδο της εαρινής εκστρατείας, αναγκάστηκε να εγκαταλείψη όλη τη βορείως της Κονίτσας περιοχή, γιατί του ήταν αδύνατο να εξασφαλίσει τον ανεφοδιασμό των τμημάτων του επειδή είναι πολύ μακρυά από δημόσιους δρόμους.
Κράτησε μόνον την πόλη της Κόνιτσας στηρίζοντας την ασφάλειά της στην .......... δημοσίου δρόμου με μικρά στατικά τμήματα στη Ν.Δ. περιοχή της πόλης και ως το Καλπάκι - Γιάννενα. Η δυνατότητα αύτη του δόθηκε γιατί δεν υπήρχαν τμήματα του Δ.Σ. στις περιοχές αυτές και η διείσδυση των τμημάτων της Ηπείρου το Πωγώνι - Καλαμά το Νοέμβρη δεν επέδρασε αισθητά στον τομέα αυτό, λόγω των αποστάσεων και για άλλους λόγους.
Η Κόνιτσα, όπως είπαμε πιο πάνω, είναι μια εξέχουσα σχεδόν απομονωμένη από τον υπόλοιπο χώρου που ελέγχει ο εχθρός στην Ήπειρο. Ταυτόχρονα όμως αποτελεί μια εισέχουσα στη δική μας διάταξη στην περιοχή αυτή. Είναι μια προωθημένη εχθρική στάση. Εμποδίζει την εξασφάλιση εδαφικής ενότητας του χώρου που ελέγχουμε (Ζαγόρια - Καλαμά - Πωγώνι) και αποτελεί σοβαρό εμπόδιο για την πιο πέρα δράση και ανάπτυξη των τμημάτων μας στην Ήπειρο.
Η Κατοχή της Κόνιτσας από μας έχει εξαιρετική σημασία για το κίνημα μας στην Ήπειρο.
ΤΡΟΠΟΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ
Με δύο τρόπους βασικά μπορούσε και μπορεί ο Δ.Σ. να πετύχει την κάλυψη και κατοχή της Κόνιτσας. α) Με την επέκταση και δημιουργία «Σταθερού» μετώπου από τα Ανατολικά Ζαγόρια που τα κατέχουμε, στα Δυτικά και το Πωγώνι - Καλαμά. Σταθεροποιώντας τις θέσεις μας σ’ αυτούς τους χώρους θα μπορούμε να χτυπάμε τον εχθρό συνεχώς στον οδικό άξονα Γιάννενα - Μπουραζάνι και Καλπάκι - Δελβινάκι.
Σε συνδυασμό με επιχειρήσεις κατά εχθρικών δυνάμεων που βρίσκονται στατικά εγκατεστημένες στους χώρους αυτούς, δημιουργούμε στον εχθρό σοβαρό πρόβλημα ανεφοδιασμού των απομεμακρυσμένων τμημάτων του και ξεχωριστά της Κόνιτσας, επειδή η περιοχή ολόκληρη και ορεινή είναι και η οδική αρτηρία που υπάρχει είναι η μοναδική. Σε συνέχεια μπορούν να γίνουν βαθειές ανταρτικές διεισδύσεις και ως η Λάκκα Σούλι που σημαίνει αποκλεισμό και για τα Γιάννενα. Η όλη προσπάθεια μπορεί και πρέπει να συνδυαστεί με διάθεση ωρισμένων τμημάτων από Ρούμελη και Θεσσαλία για δράση στην περιοχή Βάλτου και Τζουμέρκων (Αμφιλοχία - Άρτα), για έλεγχο της οδικής αρτηρίας που συνδέει το Αγρίνι - Αμφιλοχία - Πρέβεζα - Άρτα - Γιάννενα. Με τέτοια δράση σ’ αυτά τα ευαίσθητα σημεία της περιοχής, ο στόχος Κόνιτσα είναι δυνατό να καταληφθή και να κρατηθεί λόγω της γεωγραφικής της θέσης με μικρές σχετικά δυνάμεις, γιατί ο εχθρός είναι χωρίς άλλο υποχρεωμένος να πάρει σοβαρά υπόψη του την απειλητική δράση των τμημάτων του Δ.Σ. στους χώρους που ανεφέρθηκαν, γιατί θα απειληθούν πρωτεύουσας σημασίας στόχοι. Παράλληλα θα δημιουργηθούν ευνοϊκές συνθήκες σ’ ολόκληρο το χώρο για γενικώτερους ελιγμούς και χτυπήματα. β) Κατάληψη της πόλης Κόνιτσας με ταχτικό αιφνιδιασμό με ωρισμένες θέσεις που αδύνατα κατέχει ο εχθρός, απομόνωση της πόλης και αποφασιστική μετωπική ενέργεια εναντίον της.
Η επιχείρηση που έγινε από τις 25-12-47 ως τις 4-1-48 κατά της πόλης Κόνιτσας βασίστηκε στην πιό πάνω ταχτική της δεύτερης (β) περίπτωσης που αναφέραμε. Η πόλη μπορούσε και έπρεπε να παρθεί αν απ’ την αρχή ακόμη δεν είχαν γίνει σοβαρά και εξώφθαλμα λάθη ταχτικής φύσης, απαράδεχτα σ’ όλη τους την έκταση.
ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΣ ΔΥΝΑΜΕΩΝ
Ανατολικά δεσπόζεται απ’ την Τραπεζίτσα (ύψωμα 1794) β) Β.Δ. δεσπόζεται απ’ τον Προφήτη Ηλία (ύψωμα 1074) και σε συνέχεια απ’ τα δευτερεύοντα υψώματα Βάση - Πλάκα - Τσέρνικο - Δερβένι με διαδοχική προέκταση όλο Β.Δ. της πόλης. Οι πρόποδες τους καταλήγουν στον ποταμό Αώο, όπου και η Γέφυρα Μπουραζάνι.
Οι δυνάμεις που διέθετε σ’ όλο τον τομέα του στόχου ήταν:
α) 2 πλήρη Τάγματα Στρατού και Τάγμα από ΜΑΥ δε και χωροφύλακες με συνολική δύναμη 1.100 περίπου, σε διάταξη στα γύρω υψώματα της πόλης και ένα Λόχο στη γέφυρα Μπουραζάνι. β) Δύναμη Τάγματος στο Καλπάκι και μικρότερες δυνάμεις σ’ άλλες δευτερεύουσες θέσεις κατά μήκος του δρόμου Καλπάκι - Μπουραζάνι και ελάχιστες ίσως στα Δυτικά Ζαγόρια, γ) 4 πεδινά πυροβόλα στην Κόνιτσα.
β) Οι δυνάμεις που διέθεσε το Δ.Σ. για την επιχείρηση ήταν περίπου δύο Ταξιαρχίας για την ενέργεια τομέα πόλης, γέφυρα Μπουραζάνη και σα συνέχεια προώθηση ελαφρού Τμήματος στη δυτική πλευρά του δημοσίου δρόμου για να αντιμετωπίσει τυχόν εχθρικές κινήσεις από Καλπάκι προς Μπουραζάνι. β) Τάγμα ενισχυμένο καθώς και τμήμα Κομάντος για κάλυψη της επιχείρησης από τυχόν κινήσεις του εχθρού στο Δημόσιο δρόμο από Καλπάκι προς Μπουραζάνι και Γραμπάλα - Βοϊδομάτι με σταθερή κατοχή των υψωμάτων Γραμπαλά - Μεσοβούνι απ’ την ανατολική πλευρά του δημοσίου δρόμου.
Το σχέδιο επιχείρησης καθορίζει: α) Να καταλησθή αιφνιδια-στικά η γέφυρα Μπουραζάνι και μέρος των τμημάτων που θα ενεργήσουν κατά της γέφυρας, μετά την εξουδετέρωση των εχθρικών δυνάμεων να προωθηθεί προς Μαυροβούνι για την εκπλήρωση της παρά πέρα αποστολής τους. β) Μία Ταξιαρχία να ενεργήσει στα υψώματα Τσέρνικο - Πλάκα - Προφήτη Ηλία και σε συνέχεια στην πόλη.
Ε Κ Τ Ε Λ Ε Σ Η
Στις 24 προς 25 του Δεκέμβρη εκδηλώθηκε η επιθετική ενέργεια των τμημάτων μας σύμφωνα με το σχέδιο. Τμήματα της Ταξιαρχίας Παλαιολόγου πολύ έξυπνα μα και τολμηρά αιφνιδίασαν τον εχθρικόν λόχο που βρίσκονταν στη γέφυρα Μπουραζάνι, τον εξουδετέρωσαν με 18 νεκρούς και 23 αιχμαλώτους και κατέλαβαν τη γέφυρα στις 9.15΄ με απώλειες 1 νεκρό και 3 τραυματίες μαχητές μας.
Έτσι, πολύ έγκαιρα και αποτελεσματικά εκτέλεσαν το σοβαρώτατο μέρος της επιχείρησης που ήταν η κατάληψη της γέφυρας Μπουραζάνι και η απομόνωση του κυρίου στόχου απ’ το μοναδικό δρόμο, που τον συνδέει με την υπόλοιπη περιοχή του.
Ύστερα από προπαρασκευή πυροβολικού αρχίζει η επίθεση και στους άλλους στόχους. Κατά τις 10 περίπου τα τμήματά μας με ορμητική έφοδο καταλαμβάνουν και το ύψωμα Τσέρνικο και συνεχίζουν την πίεσή τους προς τα υψώματα Βάση - Πλάκα. Στο ύψωμα Προφήτης Ηλίας που είναι και το δεσπόζον ύψωμα απ’ τη βόρειο πλευρά της πόλης στο συγκρότημα των Β.Δ. υψωμάτων σχεδόν δεν εκδηλώνεται ενέργεια.
Κάθε προσπάθεια για παραπέρα προώθηση των θέσεων των τμημάτων μας αποκρούεται απ’ τον εχθρό και όλη τη μέρα της 25/12 ο εχθρός εγκαταλείπει τη Βάση - Πλάκα και αποσύρεται για άμυνα στην πόλη.
Τα τμήματά μας κατέλαβαν την Βάση - Πλάκα στις 27/12. Απ’ εδώ και πέρα αρχίζουν τα παραπατήματα της διεύθυνσης της επιχειρήσεως. Ενώ συνεχώς βεβαιώνει ότι η πόλη περισφίγγεται και το όλο αμυντικό σύστημα του εχθρού θα καταρρεύσει, αυτό το αποτέλεσμα προσπαθεί να πετύχει με σπασμωδικές ενέργειες γιατί όπως θα πούμε παρακάτω, πιστεύει ότι μετά την κατάληψη των υψωμάτων Βάση και Πλάκα δεν μπορεί ο εχθρός να κρατηθεί στην Κόνιτσα. Το μπάσιμο των τμημάτων δύο διαδοχικές φορές μέσα στην πόλη χωρίς κανένα άλλο συνδυασμό της ενέργειας αυτής, δε φέρνει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.
Στις 29/12/47 σύμφωνα με υπόδειξη της Διοίκησης αποφασίζεται να γίνη ενέργεια αποφασιστική κατά του αυχένα, Παναγιάς και Προφήτη Ηλία με απασχόληση από Ν.Δ. κατεύθυνση. Έγινε αναδιάταξη των τμημάτων και διατάχθηκε η ενέργεια κατά του αυχένα Παναγιάς - Προφήτη Ηλία με εξουδετέρωση του Φυλακείου Αγίων Μηνάδων της Τραπεζίτσας. Η επίθεση εκδηλώθηκε στις 3 π.μ. της 31/12/47.
Αποτέλεσμα: δεν ολοκληρώθηκε η κατάληψη κανενός αντικειμενικού σκοπού γιατί τα τμήματα αυχένα Προφήτη Ηλία ενήργησαν πολύ αδύνατα. Ιδία ενέργεια διατάχθηκε να ξαναγίνει μετά τον ερχομό ενός Τάγματος από τον τομέα Γραμπάλας στις 1 προς 2/1-48.
Η επίθεση δεν εκδηλώθηκε γιατί η διεύθυνση της επιχείρησης με πρωτοβουλία της και κάτω απ’ την επίδραση των δυσκολιών που αντιμετώπιζε, κατέληξε στην απόφαση να πάρει αμυντική διάταξη και να περίμενε τον εχθρό να κινηθή για να τον χτυπήση και να τον ανατρέψει. Στο μεταξύ ο εχθρός είχε κατορθώσει να μπάσει δύναμη Τάγματος μέσα στην πόλη, ύστερα από τη σύμπτυξη των τμημάτων μας απ’ τη διάβαση του Βοϊδομάτι επειδή είχαν τελειώσει τα πυρομαχικά τους.
Το βράδυ της 3 του μήνα ο εχθρός έμπασε και άλλο Τάγμα στην πόλη. Παρ’ όλα αυτά οι συνθήκες εξακολούθησαν αν είναι ευνοϊκές και μία αποφασιστική ενέργεια είχε όλες τις πιθανότητες να μας οδηγήση στην πραγματοποίηση του σκοπού. Όμως μια τέτοια κίνηση άρχισε μόλις τις πρωϊνές ώρες γιατί ήταν ανεπαρκή τα μέσα συνδέσμου. Μπορούσε τότε με επιθετική ενέργεια στην κύρια αμυντική του διάταξη ο εχθρός να ξηλωθεί απ’ αυτές τις θέσεις και να εξαναγκαστεί ή να στριμωχτεί και να αμυνθεί μέσα στην πόλη ή να υποχρεωθεί να κάθε έξοδο προς τη μοναδική διάβαση που είχε καταλάβει (προς Γκορίτσα - Βοϊδομάτι κ.λ.π.) και να μην προλάβει να εκδηλωθεί επιθετικά.
Η αργοπορία όμως της κίνησης η μη εκδήλωση της ενεργείας στο χρόνο που προβλέπονταν έδωσε τη δυνατότητα στον εχθρό να κινήσει τμήμα του τις πρωϊνές ώρας της 4-1-48 και να διεισδύσει αθόρυβα από έλλειψη μέτρων ασφαλείας των τμημάτων μας αυτού του τομέα το ύψωμα Δερβένι που είναι το Κέντρον όλης μας της διάταξης από Μπουραζά ως Κόνιτσα. Ύστερα απ’ αυτό συνέχιση παρά πέρα τις προσπάθειας θα ήσαν άσκοπη και διετάχθη η σύμπτυξη των τμημάτων ύστερα απ’ την αντιμετώπιση του εχθρού που διείσδυσε στο Δερβένι.
ΛΑΘΗ
α) Σχέδιο ενεργείας - Εκτέλεση
Επίσης πίστευε ότι αν καταληφθούν τα υψώματα Τσέρνικ και κυρίως Βάση Πλάκα η Κόνιτσα δεν μπορεί να σταθεί και θα πέσει. Εδινε σχεδόν δευτερεύουσα σημασία στα δεσπόζοντα υψώματα Προφήτης Ηλίας και Τραπεζίτσα.
Και παρ΄ όλο που το σχέδιο προβλέπει ταυτόχρονα ενέργεια απ’ την κατεύθυνση αυτή η αποστολή που δόθηκε στα τμήματα αυτού του τομέα δόθηκε σαν ενέργεια δευτερεύουσα. Είναι στρατιωτικό αξίωμα κυρίως στον ορεινό πόλεμο η κατάληψη και κατοχή θέσεων που δεσπόζουν πάνω σ’ όλες τις άλλες θέσεις που υπάρχουν στο χώρο των επιχειρήσεων.
Ιδιαιτέρα στην περίπτωσει της Κόνιτσας αυτή η αρχή χωρίς άλλο έπρεπε τηρηθεί γιατί η Κόνιτσα είναι κτισμένη και επεκτείνεται στους δυτικούς πρόποδας της Τραπεζίτσας. Το βόρειο άκρο της πόλης καταλήγει στους Ν.Α πρόποδες του προφήτη Ηλία. Αυτά τα δύο υψώματα σχηματίζουν ένα είδος πετάλου πάνω απ’ την ανατολική και τη βόρεια πλευρά της πόλης και κυριαρχούν πάνω σ’ αυτήν.
Αν αυτή την πραγματικότητα δεν την πάρει υπ’ όψη της μια στρατιωτική διοίκηση με μια οποιαδήποτε διακαιολογία δεν μπορεί να υπολογίζει σε μια ολοκληρωμένη επιτυχία εκτός από τυχαίο περιστατικό. Συνεπώς προκειμένου για κατάληψη και διατήρηση της πόλης έπρεπε κύρια και βασικά η προσπάθεια να στραφεί στην κατεύθυνση αυτή ταυτόχρονα με την επίσης σοβαρή προσπάθεια στη γέφυρα Μπουραζάνι.
Συνεπώς προς δύο κατευθύνσεις έπρεπε απ’ την πρώτη στιγμή να γίνουν οι βασικές ενέργειες δηλαδή α) κατάληψη της γέφυρας Μπουραζάνι και επέκταση του χώρου ασφαλείας με κατοχή του Δερβινιού που είναι το δεσπόζον ύψωμα στο συγκρότημα των Β.Δ υψωμάτων της Κόνιτσας και κράτημα της διάβασης Βοιδομάτι. β) Κύρια προσπάθεια από Β.Α κατεύθυνσης (προσβάσεις Τραπεζίτσας) κατά του αυχένα Παναγιάς και Προφήτη Ηλία με ταυτόχρονη ενέργεια για εξουδετέρωση των αντιστάσεων πάνω στην Τραπεζίτσα, Άγιο Μηνά, Αγία Βαρβάρα και Κάστρο Κόνιτσας. Ταυτόχρονα δευτερεύουσα προσπάθεια προς Τσέρνικο - Βάση Πλάκα.
Επίσης επιβάλλονταν ταυτόχρονη διείσδυση στην πόλη με ελαφρό ευκίνητο τμήμα και κομμάντος με αποφασιστική ενέργεια για τα πυροβόλα τις αποθήκες υλικού και άλλους μικρότερους στόχους. Αλλά με το πνεύμα που κυριάρχησε στη διοίκηση η όλη επιχείρηση στον τομέα της πόλης πήρε το χαρακτήρα κατ’ ευθείαν επίθεσις μέσα στην πόλη και απομόνωσης του Προφήτη Ηλία και Τραπεζίτσας πράγμα αδύνατο. Ο εχθρός μετά από διήμερη άμυνα των υψωμάτων Βάση - Πλάκα εγκατέλειψε αυτές τις θέσεις (πολύ σωστά) και στήριξε την όλη αμυντική του διάταξη στον Προφήτη Ηλία και Τραπεζίτσα.
Ήταν και το πιο σοβαρό στρατιωτικό λάθος που ως τις 27 προς 28 Δεκέμβρη δεν αντιλήφθηκε η διεύθυνση της επιχείρησης στο βαθμό που έπρεπε.
β) Αναγνώριση του εδάφους δεν έγινε όπως έπρεπε και σχολαστικά.
Πριν απ’ όλα η Διοίκηση έπρεπε να πάει πιο έγκαιρα στο χώρο των επιχειρήσεων έστω και ασθενική ενέργεια απ’ την κατεύθυνση αυτή θα ξυλώνονταν η μια πλευρά του αμυντικού συστήματος του εχθρού και θα ήταν προβληματική η θέση του.
γ) Λάθος που στάλθηκαν όλες οι δυνάμεις του Παλαιολόγου πέρα απ’ τη γέφυρα προς Μαυροβούλι που ήταν και η εφεδρεία της επιχείρησης.
δ) Κακώς ανατέθηκε η εκτέλεση στο χώρο της πόλης σε κατώτερο κλιμάκιο με πολλές αδυναμίες της διοίκησίς του. Και πολύ περισσότερο γιατί η διοίκηση του κλιμακίου αφέθηκε μόνη και δεν στάλθηκε υπεύθυνος Αξκός κοντά της έγκαιρα.
Ως την στιγμή εκείνη η διεύθυνση της επιχείρησης παρακολουθούσε από το παρατηρητήριο και με τηλέφωνο την εξέλιξη των επιχειρήσεων χωρίς να μπορεί να μιλήσει ανοικτά και πολλές φορές αποκομμένη για πολλές ώρες απ’ τα τηλέφωνα γιατί κόβονταν τα σύρματα. Όπως τα γεγονότα δείχνουν από την πρώτη στιγμή έπρεπε όλοι να μεταφέρουν το σταθμό τους πολύ πιο κοντά για αμεσώτερη παρακολούθηση και επέμβαση γιατί το Παρατηρητήριο ήταν πολύ μακρυά.
ε) Η κατάσταση των τμημάτων της Ταξιαρχίας που ενεργούσε στην πόλη οργανωτικά δεν ήταν καλή. Η Διοίκηση του Αρχηγείου δεν έλεγξε την Ταξιαρχία ούτε από άποψη λειτουργίας των οργάνων ούτε από άποψη αριθμητική. Παρά τις επανειλημμένες υποδείξεις τα τμήματα της δεν συγκροτήθησαν με βάση τη διαταγή μας σύνθεσις Ταξιαρχιών.
Επί πλέον τα τμήματα δεν είχαν τον οπλισμό που προβλέπεται από τη σύνθση. Εντελώς αυθαίρετα καταργήθησαν τα πίατ παρ’ όλο που υπάρχουν ακόμη αρκετά βλήματα από λάφυρα. Κανένα τμήμα κομάντος δεν υπήρχε κοντά στα τμήματα που θα ενεργούσαν κατά της πόλης για ανατινάξεις κ.λ.π.
Αυτή η οργανωτική ανωμαλία που ξέφυγε απ’ την αντίληψη της διοίκησης για την κατάσταση του τμήματος οδήγησε σε λαθεμένη εκτίμηση των δυνατοτήτων της Ταξιαρχίας και της δόθηκε μια από τις κύριες αποστολές.
Όπως φαίνεται απ’ τα ίδια τα πράγματα μέσα στην Ταξιαρχία αυτή δεν γίνεται στοιχειώδικη πολιτική δουλειά και αν γίνεται εντελώς πρόχειρα. Ο υποδιοικητής δεν εκτέλεσε σωστά διαταγές που του δόθηκαν.
Ο διοικητής της Ταξιαρχίας έδειξε σοβαρές αδυναμίες σ’ όλο το διάστημα των επιχειρήσεων. Η διοίκηση της Ταξιαρχίας έδειξε προχειρότητα. Οι διαταγές της ήταν αόριστες. Ταξίαρχος και Υποδιοικητής έδιναν αντιφατικές διαταγές. Αυτού οφείλονται μια σειρά ανωμαλίες όπως π.χ ο Ταξίαρχος διέταξε ένα λόχο να κινηθή προς την ταξιαρχία ο υποδιοικητής διέταξε να μην κινηθεί. Διατάχθηκε μέσα στην πόλη με δυό διλοχίες χωρίς ενιαία διοίκηση.
Όταν διατάχθηκε να τεθεί επικεφαλής των δύο Διλοχιών ο Υποδιοικητής της Ταξιαρχίας με τον επιτελάρχη της Ταξιαρχίας κινήθηκαν και αντί να πάνε κοντά στα τμήματα που ενεργούσαν μείναν στην Ηλιόραχη και περίμεναν το τέλος της επιχείρησης. Σε παρατήρηση διακαιλογήθηκαν ότι δεν ήξεραν την αποστολή των δύο διλοχιών.
Σύνδεσμος της Ταξιαρχίας με τα Τάγματα δεν υπήρχε σχεδόν καθόλου. Χρειάζονται τα Τάγματα. Δεν προβλέφθηκε η διακομιδή των τραυματιών απ’ το πεδίο της μάχης.
Για τη μεταφορά των τραυματιών από τους μαχητές της πρώτης γραμμής σημειώθηκε σημαντική διαρροή ανδρών.
στ) Από πυρομαχικά τα τμήματα δεν είχαν απάρκεια κυρίως για το βαρύ τους οπλισμό γιατί δεν είχαν μεταφερθεί έγκαιρα από τις αποθήκες στο μέρος που θα γίνονταν η χρησιμοποίησή τους.
ζ) Παρουσιάσθηκαν κρούσματα αυθαίρετης ενεργείας. Χωρίς να πάρει την έγκρισιν της διοίκησης η διεύθυνση της επιχείρησης άλλαξε το σχέδιο ενεργείας που καθορίσθηκε για την 1.1.48 και έβγαλε άλλη διαταγή για αμυντική διάταξη. Παρατηρήθηκε πολύς εκνευρισμός και αρκετή έλλειψη ψυχραιμίας. Αυτού οφείλονται και όλες οι σπασμωδικές ενέργειες.
Από μια άκρατη αισιοδοξία στην αρχή κυριάρχησε όταν άρχισε να παρατείνεται η επιχείρηση μια κατάπτωση επικίνδυνη με αποτέλεσμα να καταλήξει τη διαταγή άμυνας.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Φανερό είναι ότι η επιχείρηση της Κόνιτσας ήταν σοβαρή επιχείρηση. Στρατιωτικά ήταν μια απ’ τις λίγες μάλιστα μπορούμε να πούμε η πρώτη προσπάθεια ταχτικού πολέμου. Η διαφορά με τις επιχειρήσεις Γρεβενών και Μετσόβου που προηγήθηκαν ήταν σοβαρή γιατί σ’ αυτήν από άποψη μέσων είμασταν πιο ισχυροί. Διαθέσαμε πυροβολικό πράγμα πολύ υπολογίσιμο και αποχτήσαμε υπεροχή σε σχέση με τον αντίπαλο που το πυροβολικό του στον τομέα της πόλης εξουδετερώθηκε αποτελεσματικά.
Όλη όμως η επιχείρηση οργανώθηκε πολύ άσχημα και εκτελέστηκε ακόμη χειρότερα. Δεν μπόρεσαν τα στελέχη μας να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις ταχτικού πολέμου και δεν πέτυχαν ούτε το συνδυασμό των μέσων (Πεζικό - Πυροβολικό) ούτε μπόρεσαν να κινήσουν τα τμήματά τους αρμονικά σαν ένα σύνολο. Εξακολουθεί να υπάρχει έντονα το πνεύμα της κακώς εννοουμένης πρωτοβουλίας και μάλιστα σε στιγμές που είναι επιζήμια. Η υποτίμηση του αντιπάλου συνεχίζεται και αυτό είναι πολύ επικίνδυνο.
Στη μάχη της Κόνιτσας υπήρχαν και σε συνέχεια δημιουργήθηκαν οι πιο ευνοϊκές συνθήκες. Ο εχθρός είχε αποκλειστεί τελείως και το ηθικό του είχε τσακιστεί ύστερα από τις σοβαρές απώλειες που είχε και δεν έρχονταν ενισχύσεις. Παρ’ όλα αυτά πολέμησε και μπορούμε να πούμε πως καλά λειτούργησε ο μηχανισμός του και έκανε λογική χρήση των μέσων του. Αν από μας έλλειπε η αντίληψη ότι ο εχθρός δεν πολεμάει ότι δεν έχει ηθικό κ.λ.π. (που στηρίζεται σε μια παληά διαπίστωση που ήταν τότε σωστή) χωρίς άλλο και σχεδόν πάντα θα τα καταφέρναμε καλλίτερα. Εκείνο που δεν μπορούμε ακόμη να το δούμε είναι το καινούργιο που υπάρχει σήμερα ότι δηλαδή ο εχθρός κατώρθωσε να ξεπεράση σειρά από αδυναμίες του και με τα σκληρά μέτρα που παίρνει πέτυχε ωρισμένα αποτελέσματα στο στρατό του.
Επίσης οργανώθηκε καλλίτερα και εξοπλίσθηκε απ’ τους αμερικανούς με άφθονα μέσα και με τον πόλεμο που ενάμισυ χρόνο τώρα γίνεται απόχτησε σοβαρή πείρα του ανταρτοπολέμου και αρκετά προσάρμοσε την ταχτική του. Επί πλέον δεν πρέπει να ξεχνούμε πως ο στρατός στην Ελλάδα και τα στελέχη εδάφους της χώρας και του εδάφους των χωρών που περιβάλλουν και που επίσης είναι ορεινό στο σμηνατικό του μέρος.
Σήμερα περνάμε μια καμπή. Η καμπή αυτή το περάσμα δηλ. από τον παρτιζάνικο αγώνα σε αγώνα ταχτικού στρατού υπάρχει κίνδυνος να παρεξηγηθεί με συνέπειες αν δεν εξηγήσουμε, κατατοπίσουμε, προσανατολί-ζουμε σωστά τα στελέχη μας.
Πρέπει πριν απ’ όλα να καταλάβουμε ότι η προσπάθεια μας είναι να μετατραπούμε κάθε μέρα και πιο πολύ σε ταχτικό στρατό να βαρύνει όλο και περισσότερο η ζυγαριά προς την κατεύθυνσιν της οργάνωσης των τμημάτων μας και εφαρμογής μεθόδων ταχτικού στρατού. Πρέπει αυτό το αποτέλεσμα να έρθει με φυσικότητα αβίαστα όχι δηλ. με αλλαγή της ταμπέλας αλλά με τη μελέτη και αξιοποίηση της δράσης μας, των λαθών και ελλείψεών μας την εντατική εκπαίδευση και ειδίκευση σ’ όλα τα όπλα που έχουμε σήμερα τον εξοπλισμό των μαχητών και στελεχών μας με τις στοιχειώδεις γνώσεις της ταχτικής του πολέμου με την κατάχτηση αφομοίωση της στρατιωτικής τέχνης, με άλλα λόγια. Μαζί μ’ αυτό ακόμη πιότερη προώθηση των μεθόδων και της Τακτικής του παρτιζάνικου πολέμου και συνδυασμός τους. Ο πόλεμος που κάνουμε και οι επιδιώξεις μας επιβάλλουν να δράσουμε σαν ταχτικός και παρτιζάνικος στρατός μαζί ταυτόχρονα στον ίδιο χώρο και έστω και με μία μεμονωμένη ακόμη μονάδα μας.
Είναι φανερόν ότι δεν σημειώσαμε σοβαρές προόδους στη λύση αυτών των προβλημάτων παρ’ όλο που μπορούσαν να γίνουν περισσότερα. Βασικά φταίνε δύο πράγματα. α) Οι διοικήσεις και τα στελέχη μας δεν ασχολούνται στο βαθμό που πρέπει και πολλές φορές καθόλου με τη μελέτη αφομοίωση και μετάδοση της πείρας που συγκεντρώνεται σαν αποτέλεσμα της καθημερινής αδιάκοπης δράσης των τμημάτων μας. Είναι ελάχιστες αι περιπτώσεις που έχουν μελετηθεί αποτελέσματα μαχών που έχουν σοβαρή σημασία είναι διδαχτικά και μπήκαν σε συνέχεια στα στελέχη και μαχητές μας σαν διάλεξη ή και μάθημα ακόμη.
Πολύ περισσότερα λείπει η πραχτική εφαρμογή αυτής της πείρας με αναπαράσταση μαχών στους χώρους που έγιναν παρουσία των στελεχών.
Παρά τις επανειλημμένες διαταγές και υποδείξεις εξακολουθούν να μη γίνονται εκθέσεις δράσης μηνιάτικες και ξεχωριστά για κάθε λίγο πολύ σοβαρή επιχείρηση πράγμα που θα βοηθούσε στο φανέρωμα πολλών αδυναμιών και τη διόρθωσή τους. Φυσικά κι’ αυτό οφείλεται με τη σειρά του στο ότι και η δράση των τμημάτων μας στο μεγαλύτερο της μέρος γίνεται πρόχειρα όπως μπορεί και θέλει το κάθε τμήμα. Δεν υπάρχει σχεδιασμένη δουλειά - πρόγραμμα για το πως θα δράσει το τμήμα κατά ωρισμένα χρονικά διαστήματα (μηνιάτικα ή δίμηνα) πράγμα που θα βοηθούσε τα τμήματα στο σωστό προσανατολισμό της δράσης τους και στο ζωντανό απ’ το πάνω έλεγχο αυτής της δράσης δεν μπορεί φυσικά να πεί κανείς ότι σήμερα λείπει όλως διόλου ο έλεγχος.
Αλλά αυτός γίνεται όχι πάνω σε μια καθισμένη και καθοδηγημένη δράση αλλά τη δράση των τμημάτων που όπως είπαμε γίνεται πρόχειρα και σκόρπια. Μέσα στις διοικήσεις και τα στελέχη μας υπάρχει ένα πνεύμα αυτοϊκανοποίησης πράγμα που εμποδίζει να δούμε αντικειμενικά τις αιτίες της όχι καλής κατάστασις των τμημάτων τα λάθη και τις αδυναμίες μας. β) Η επιλογή περισσότερο στις εντυπώσεις που δημιουργήθηκαν σε άλλες συνθήκες και μορφές δράσης. Το αναντικατάστατο για σειρά από στελέχη μας που αναδείχθηκαν μα σήμερα δεν κάνουν στον τομέα που βρίσκονται εξακολουθεί να κυριαρχεί σχεδόν. Λείπει η τολμηρή ανάδειξη νέων στελεχών και η καθημερινή πραχτική βοήθεια και καθοδήγηση στο παληά και νέα στελέχη. Οι διοικήσεις και τα στελέχη μας είναι αποσπασμένα σε επικίνδυνο βαθμό απ’ τη βάση. Δε ζούνε τη ζωή της βάσης. Είναι μακρυά απ’ τη ζωντανή δράση και κίνηση. Τα προβλήματα τα αντιμετωπίζουν με τρόπο γραφειοκρατικό και στις πιότερες περιπτώσεις ασχολούνται και λύνουν δευτερεύοντα ζητήματα.
Τις διοικήσεις μας τις διακρίνει πνεύμα χαριστικό δεν είναι αδιάλλακτες την εκτέλεση των διαταγών. Φοβούνται να πούνε ανοιχτά σειρά από λάθη και αδυναμίες. Αντίθετα υπάρχει τάση ενθουσιασμού και μεγαλοποίησης ωρισμένων επιτυχιών που εμποδίζουν τους μαχητές και τα στελέχη μας να προσανατολισθούν σωστά για να μπορούν να παλαίψουν όλο και πιο αποτελεσματικά με τις δυσχέρειες.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι υπάρχει κάποια έστω και μικρή πρόοδος σε ωρισμένα Αρχηγεία σε ωρισμένους τομείς. Το Αρχηγείο Ρούμελης από αρκετό χρονικό διάστημα κατώρθωσε να εφαρμόσει σε ικανοποιητικό βαθμό τη σχεδιασμένη δράση με μηνιάτικα πλάνα και όλες σχεδόν αι σοβαρές επιχειρήσεις που οργάνωσε πραγματοποιούνται στα χρονικά όρια και με έγκαιρη μελέτη των αποτελεσμάτων που προκύπτουν από τη δράση του.
Τα άλλα αρχηγεία θα μπορούσαν να κάνουν πολύ περισσότερα αν είχαν απαλλαχτεί από βασικές αδυναμίες που αναφέραμε προηγούμενα και πριν από όλα αν είχαν αποκαταστήσει γερούς δεσμούς με τη βάση και καθοδήγηση σωστά το αχτίφ των μεσαίων στελεχών με καθημερινή πραχτική βοήθεια καθοδήγηση και έλεγχο. Επίσης και το Αρχηγείο της Θεσσαλίας σημείωσε κάποια πρόοδο σε ωρισμένους τομείς ιδιαίτερα στον τομέα της ζωντανής παρακολούθησης της ζωής της θέσης σε ορισμένα τμήματα χωρίς να κατορθώσει να μπάσει το πνεύμα αυτό στα περισσότερα του τμήματα και το κυριώτερο χωρίς αύτη προσπάθεια να εκδηλώσει όσο πρέπει στον τομέα της πολεμικής επίδοσης.
Η επιχείρηση της Κόνιτσας φανέρωσε ακόμα μια φορά σ’ όλη τους την έκταση τις αδύνατες πλευρές της δουλειάς μας και τις συνέπειες των αδυναμιών και ελλείψεών μας. Ταυτόχρονα απόδειξε ότι μπορούνε να κάνουμε επιχειρήσεις πολύ σοβαρότερες αν αποφύγουμε σειρά από αδικαιολόγητα λάθη αν καλυτερέψουμε ποσοτικά και ποιοτικά τη δουλειά μας αλλάζοντας αποφασιστικά τις μέθοδες στη δουλειά μας. Το αντίθετο θα μας οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερες αποτυχίες.
Αι ευθύνες μας είναι βαρειές όπως και τα καθήκοντα και η αποστολή μας δεν απαλλασόμαστε απ’ αυτές με μία απ’ τα ύστερα κριτική και αυτοκριτική γιατί σε τελευταία ανάλυση χάνουν κι αυτά τη σημασία του όταν δε γίνει σωστή η χρήση τους.
Η επιχείρηση της Κόνιτσας όπως και όλες οι άλλες μας επιχειρήσεις δείχνουν επίσης ότι το έμψυχο υλικό μας είναι πολύ καλό και ρίχνεται στη μάχη με άφθαστη παλληκαριά και αυτοθυσία και μπορεί να κάνει θαύματα. Το ίδιο συμβαίνει ως επί το πλείστον και με τα κατώτερα στελέχη ομαδάρχες Διμοιρίτες Λοχαγούς και πολλές φορές και Ταγματάρχες μας. Αλλά απ’ τα πάντα ζητάνε απ’ τους μαχητές και τα παίρνουν χωρίς τσιγγουνιά σχεδόν πάντα δεν θεωρούν υποχρέωση τους να δώσουν οι ίδιοι ότι πρέπει και δεν είναι άλλο από τη σωστή καθοδήγηση τη λογική χρήση του τμήματος που σημαίνει και εξασφάλιση της επιτυχίας και περιορισμό των θυσιών χωρίς υπερβολή έτσι είτε αλλοιώς σαν θέλουμε σωστά να τοποθετήσουμε το ίδιο ζήτημα είναι αδύνατο να απαλλαχτείς από την εντύπωση ότι δεν εκτιμιέται όσο πρέπει η ανθρώπινη αξία. Χρειάζεται οι Διοικήσεις μας να κάνουν σωστή επανάσταση στον τομέα αυτόν χωρίς αρρωστιάρικους συναισθηματισμούς και θρηνολογήματα για τις απώλειες μας στις μάχες όσες προκαλούνται δικαιολογημένα. Θα πρέπει όμως να σταματήσουν την ασυλλόγιστη χρήση των τμημάτων την αδικαιολόγητη φθορά τους και τις στερήσεις που υποβάλλονται πολλές φορές τα τμήματα. Πρέπει να μεγαλώσει και να βαρύνει η στοργή προς τους μαχητές μας. Πρέπει κάθε δυνατότητα να εξαντληθή για να καλυτερέψει η κατάσταση των τμημάτων μας ανάλογα με τις συνθήκες που υπάρχουν κάθε φορά. Και οι διοικήσεις και τα στελέχη μας πρέπει να προσαρμόσουν την ζωή τους με την ζωή των μαχητών μας. Να λείψουν οι έντονες διακρίσεις και η αψυχολόγητη ζωή με οποιονδήποτε τρόπο και αν εκδηλώνεται. Έτσι μόνο θα μπορέσουμε με το δικό μας πρότυπο να σταθούμε το παράδειγμα για όλους και να εκπληρώσουμε την αποστολή.


Αναδημοσίευση από τα Αρχεία Εμφυλίου Πολέμου της ΔΙΣ/ΓΕΣ τόμ. 7, σελ. 102-112.