Μεταπτυχιακή εργασία της Γεωργίας Σαρικούδη
Με την εργασία αυτή προσπάθησα να παρουσιάσω τα προβλήματα των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων της Τσεχοσλοβακίας κατά τον επαναπατρισμό τους και την εγκατάστασή τους στη χώρα μας. Αρχικό κίνητρο των πληροφορητών μου ήταν η νοσταλγία της πατρίδας, η επιθυμία τους να ξαναδούν αγαπημένα πρόσωπα και τον τόπο που μεγάλωσαν. Όταν όμως, μετά από 35 χρόνια προσφυγιάς, το όνειρό τους για επιστροφή στην πατρίδα πραγματοποιήθηκε, διαπίστωσαν ότι τα πράγματα δεν ήταν έτσι ακριβώς όπως τα περίμεναν. Τόσο ο χώρος όσο και οι άνθρωποι είχαν αλλάξει. Στην πραγματικότητα τίποτα δε θύμιζε τις εικόνες που οι πρόσφυγες είχαν πάρει μαζί τους φεύγοντας το 1949 (ή είχαν κατασκευάσει τα χρόνια της ξενιτιάς). Όλα γύρω τους ήταν καινουρία, τελείως διαφορετικά από εκείνα που προσδωκούσαν να βρουν. Βίωσαν, δηλαδή την αμφισημία ανάμεσα στο τότε και το τώρα, αυτό που ο Turner χαρακτηρίζει «betwixt and between». Αυτές οι αλλαγές, στις οποίες κλήθηκαν να προσαρμοστούν οι επαναπατρισθέντες, αλλά κυρίως τα προβλήματα που είχαν να αντιμετωπίσουν αναφορικά με τη στέγασή τους, την εύρεση εργασίας και την κοινωνική τους ασφάλιση τούς δημιουργήσαν αισθήματα ανασφάλειας και φόβου για το μέλλον τους στην Ελλάδα. Στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν αυτές τις δυσκολίες και να ανταποκριθούν στις νέες απαιτήσεις, διατήρησαν τη συνοχή τους επιλέγοντας να μείνουν στις ίδιες γειτονιές, να συχνάζουν στα ίδια μέρη και να παντρεύονται άτομα με τα οποία είχαν ως κοινό σημείο αναφοράς τη ζωή στην ανατολική χώρα.
Μέσα από τις περιγραφές των προβλημάτων που αντιμετώπισαν εδώ και την ειδυλλιακή περιγραφή της ζωής στην Τσεχοσλοβακία, η ερώτησή μου, 30 χρόνια μετά τον επαναπατρισμό τους, ήταν εάν μετάνιωσαν για την απόφασή τους να επιστρέψουν. Εάν, με άλλα λόγια, αισθάνθηκαν ότι ο γυρισμός τους δεν ήταν η καλύτερη επιλογή τους και πως αν συνέχιζαν να ζουν στην Τσεχοσλοβακία, τα πράγματα θα ήταν καλύτερα για αυτούς. Όλοι τους παραδέχτηκαν ότι τα προβλήματα που αντιμετώπισαν τα πρώτα δυο- τρία χρόνια ήταν αρκετά σοβαρά και πως εκείνη την εποχή στις συζητήσεις τους επικρατούσε η άποψη πως η επιστροφή τους ήταν ένα λάθος κι ότι θα ήταν καλύτερα αν έμεναν έξω. Ωστόσο, σήμερα δεν έχουν την ίδια γνώμη· η πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού και η εισχώρηση του καπιταλισμού και στην Τσεχοσλοβακία ανέτρεψαν την εικόνα της ιδανικής χώρας που είχαν μέχρι τότε. Η πλειοψηφία των πληροφορητών μου (το 70% αν θέλουμε να μιλήσουμε με ποσοστά) έχει επισκεφτεί την Τσεχία- πλέον- πάνω από μία φορές. Μόνο οι ηλικιωμενοι δεν κατάφεραν να ταξιδέψουν λόγω γήρατος και προβλημάτων υγείας. Όσοι πηγαίνουν, όμως, γυρίζουν κάθε φορά πιο απογοητευμένοι. «Και εκεί τώρα βράστα είναι. Χειρότερα από δω. Όποιοι ήταν λίγο πονηροί, μόλις είδαν ότι αλλάζει η κατάσταση, άρχισαν να αγοράζουν σπίτια, οικόπεδα, τα πάντα, και τώρα έγιναν πλούσιοι. Οι υπόλοιποι ζουν για ένα κομμάτι ψωμί». Αυτή είναι περίπου η περιγαφή που άκουσα από όσους έχουν ξαναπάει εκεί. Όσοι έζησαν μια διαφορετική Τσεχοσλοβακία δυσφορούν με τις αλλαγές που συνέβησαν και πιστεύουν πως η επιστροφή στην Ελλάδα ήταν η καλύτερη δυνατή επιλογή τους.
Αυτό που εγώ διαπίστωσα μέσα από τις συνεντεύξεις και τις συζητήσεις με τους πληροφορητές μου είναι ότι παρόλες τις αρχικές δυσκολίες και τα προβλήματα που συνάντησαν, έχουν καταφέρει να διατηρήσουν –οι περισσότεροι τουλάχιστον- φιλικές σχέσεις με όσους γύρισαν από «πάνω» ακολουθώντας και εδώ τις στρατηγικές που είχαν εφαρμόσει στην Τσεχοσλοβακία στην προσπάθειά τους να μη χάσουν το ελληνικό στοιχείο της ταυτότητάς τους. Η αλληλοϋποστήριξη και η αλληλοεκτίμηση είναι στοιχεία που χαρατκηρίζουν ακόμη και σήμερα τις σχέσιες των πληροφορητών μου μεταξύ τους. Επιπλέον, ακρετοί από αυτούς κατάφεραν να αποκτήσουν μια σχετική οικομική άνεση, είτε δουλεύοντας σε δημόσιες υπηρεσίες όπως τα παιδιά της Σταματίας, ο Κωστής και ο Στέλιος, η κόρη του Αντώνη, Αλέκα, ο Φώτης και ο Μανόλης, είτε δημιουργώντας τη δική τους μικρή επιχείρηση, όπως η Ιφιγένεια, ο Πέτρος και ο Τάσος. Αν και οι περισσότεροι μένουν στις γειτονιές που πρωτοεγκαταστάθηκαν, κανείς τους δε μένει σε σπίτι με ενοίκιο. Η καλή οικονομική κατάσταση τους έδωσε τη δυνατότητα να αγοράσουν – οι περισσότεροι με δάνειο- ένα δικό τους διαμέρισμα και να βελτιώσουν σε μεγάλο βαθμό το βιοτικό τους επίπεδο.
Με αυτήν την εργασία προσπάθεισα να δείξω πως η «επιστροφή στην πατρίδα» δεν είναι μια απλή, αλλά μια σύνθετη διαδικασία που συχνά επιφυλάσσει αντιφατικές εμπειρίες. Με στήριγμα τις μαρτυρίες των πληροφορητών μου εξήγησα πως το τέλος της προσφυγιάς σηματοδοτεί συχνά την απαρχή νέων περιπετειών οι οποίες μάλιστα εμφανίζονται ιδιαίτερα επώδυνες, καθώς τα πρόσωπα που χρόνια είχαν ζήσει με τη νοσταλγία της «πατρίδας» διαπιστώνουν ότι η ζωή που τους περιμένει κατά την επάνοδό τους απέχει πολύ από τις προσδοκίες τους. Ασφαλώς, τα όνειρα, οι προσδοκίες και τα προβλήματα που συνάντησαν αυτοί οι άνθρωποι δεν μπορούν να χωρέσουν στα στενά όρια μιας μεταπτυχιακής εγασίας, ελπίζω, ωστόσο, πως κατάφερα μέσα από αυτές τις σελίδες να δώσω μια εικόνα του τι σήμαινε το νόστιμον ήμαρ για τους πολιτικούς μου πρόσφυγες χωρίς να κουράσω ή να μπερδέψω τους αναγνώστες.
Την εργασία μπορείτε να την διαβάσετε εδώ http://invenio.lib.auth.gr/search?f=author&p=%CE%A3%CE%B1%CF%81%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%8D%CE%B4%CE%B7%2C%20%CE%93%CE%B5%CF%89%CF%81%CE%B3%CE%AF%CE%B1%20%CE%9A%CF%89%CE%BD%CF%83%CF%84%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%AF%CE%BD%CE%BF%CF%85&ln=fr
Με την εργασία αυτή προσπάθησα να παρουσιάσω τα προβλήματα των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων της Τσεχοσλοβακίας κατά τον επαναπατρισμό τους και την εγκατάστασή τους στη χώρα μας. Αρχικό κίνητρο των πληροφορητών μου ήταν η νοσταλγία της πατρίδας, η επιθυμία τους να ξαναδούν αγαπημένα πρόσωπα και τον τόπο που μεγάλωσαν. Όταν όμως, μετά από 35 χρόνια προσφυγιάς, το όνειρό τους για επιστροφή στην πατρίδα πραγματοποιήθηκε, διαπίστωσαν ότι τα πράγματα δεν ήταν έτσι ακριβώς όπως τα περίμεναν. Τόσο ο χώρος όσο και οι άνθρωποι είχαν αλλάξει. Στην πραγματικότητα τίποτα δε θύμιζε τις εικόνες που οι πρόσφυγες είχαν πάρει μαζί τους φεύγοντας το 1949 (ή είχαν κατασκευάσει τα χρόνια της ξενιτιάς). Όλα γύρω τους ήταν καινουρία, τελείως διαφορετικά από εκείνα που προσδωκούσαν να βρουν. Βίωσαν, δηλαδή την αμφισημία ανάμεσα στο τότε και το τώρα, αυτό που ο Turner χαρακτηρίζει «betwixt and between». Αυτές οι αλλαγές, στις οποίες κλήθηκαν να προσαρμοστούν οι επαναπατρισθέντες, αλλά κυρίως τα προβλήματα που είχαν να αντιμετωπίσουν αναφορικά με τη στέγασή τους, την εύρεση εργασίας και την κοινωνική τους ασφάλιση τούς δημιουργήσαν αισθήματα ανασφάλειας και φόβου για το μέλλον τους στην Ελλάδα. Στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν αυτές τις δυσκολίες και να ανταποκριθούν στις νέες απαιτήσεις, διατήρησαν τη συνοχή τους επιλέγοντας να μείνουν στις ίδιες γειτονιές, να συχνάζουν στα ίδια μέρη και να παντρεύονται άτομα με τα οποία είχαν ως κοινό σημείο αναφοράς τη ζωή στην ανατολική χώρα.
Μέσα από τις περιγραφές των προβλημάτων που αντιμετώπισαν εδώ και την ειδυλλιακή περιγραφή της ζωής στην Τσεχοσλοβακία, η ερώτησή μου, 30 χρόνια μετά τον επαναπατρισμό τους, ήταν εάν μετάνιωσαν για την απόφασή τους να επιστρέψουν. Εάν, με άλλα λόγια, αισθάνθηκαν ότι ο γυρισμός τους δεν ήταν η καλύτερη επιλογή τους και πως αν συνέχιζαν να ζουν στην Τσεχοσλοβακία, τα πράγματα θα ήταν καλύτερα για αυτούς. Όλοι τους παραδέχτηκαν ότι τα προβλήματα που αντιμετώπισαν τα πρώτα δυο- τρία χρόνια ήταν αρκετά σοβαρά και πως εκείνη την εποχή στις συζητήσεις τους επικρατούσε η άποψη πως η επιστροφή τους ήταν ένα λάθος κι ότι θα ήταν καλύτερα αν έμεναν έξω. Ωστόσο, σήμερα δεν έχουν την ίδια γνώμη· η πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού και η εισχώρηση του καπιταλισμού και στην Τσεχοσλοβακία ανέτρεψαν την εικόνα της ιδανικής χώρας που είχαν μέχρι τότε. Η πλειοψηφία των πληροφορητών μου (το 70% αν θέλουμε να μιλήσουμε με ποσοστά) έχει επισκεφτεί την Τσεχία- πλέον- πάνω από μία φορές. Μόνο οι ηλικιωμενοι δεν κατάφεραν να ταξιδέψουν λόγω γήρατος και προβλημάτων υγείας. Όσοι πηγαίνουν, όμως, γυρίζουν κάθε φορά πιο απογοητευμένοι. «Και εκεί τώρα βράστα είναι. Χειρότερα από δω. Όποιοι ήταν λίγο πονηροί, μόλις είδαν ότι αλλάζει η κατάσταση, άρχισαν να αγοράζουν σπίτια, οικόπεδα, τα πάντα, και τώρα έγιναν πλούσιοι. Οι υπόλοιποι ζουν για ένα κομμάτι ψωμί». Αυτή είναι περίπου η περιγαφή που άκουσα από όσους έχουν ξαναπάει εκεί. Όσοι έζησαν μια διαφορετική Τσεχοσλοβακία δυσφορούν με τις αλλαγές που συνέβησαν και πιστεύουν πως η επιστροφή στην Ελλάδα ήταν η καλύτερη δυνατή επιλογή τους.
Αυτό που εγώ διαπίστωσα μέσα από τις συνεντεύξεις και τις συζητήσεις με τους πληροφορητές μου είναι ότι παρόλες τις αρχικές δυσκολίες και τα προβλήματα που συνάντησαν, έχουν καταφέρει να διατηρήσουν –οι περισσότεροι τουλάχιστον- φιλικές σχέσεις με όσους γύρισαν από «πάνω» ακολουθώντας και εδώ τις στρατηγικές που είχαν εφαρμόσει στην Τσεχοσλοβακία στην προσπάθειά τους να μη χάσουν το ελληνικό στοιχείο της ταυτότητάς τους. Η αλληλοϋποστήριξη και η αλληλοεκτίμηση είναι στοιχεία που χαρατκηρίζουν ακόμη και σήμερα τις σχέσιες των πληροφορητών μου μεταξύ τους. Επιπλέον, ακρετοί από αυτούς κατάφεραν να αποκτήσουν μια σχετική οικομική άνεση, είτε δουλεύοντας σε δημόσιες υπηρεσίες όπως τα παιδιά της Σταματίας, ο Κωστής και ο Στέλιος, η κόρη του Αντώνη, Αλέκα, ο Φώτης και ο Μανόλης, είτε δημιουργώντας τη δική τους μικρή επιχείρηση, όπως η Ιφιγένεια, ο Πέτρος και ο Τάσος. Αν και οι περισσότεροι μένουν στις γειτονιές που πρωτοεγκαταστάθηκαν, κανείς τους δε μένει σε σπίτι με ενοίκιο. Η καλή οικονομική κατάσταση τους έδωσε τη δυνατότητα να αγοράσουν – οι περισσότεροι με δάνειο- ένα δικό τους διαμέρισμα και να βελτιώσουν σε μεγάλο βαθμό το βιοτικό τους επίπεδο.
Με αυτήν την εργασία προσπάθεισα να δείξω πως η «επιστροφή στην πατρίδα» δεν είναι μια απλή, αλλά μια σύνθετη διαδικασία που συχνά επιφυλάσσει αντιφατικές εμπειρίες. Με στήριγμα τις μαρτυρίες των πληροφορητών μου εξήγησα πως το τέλος της προσφυγιάς σηματοδοτεί συχνά την απαρχή νέων περιπετειών οι οποίες μάλιστα εμφανίζονται ιδιαίτερα επώδυνες, καθώς τα πρόσωπα που χρόνια είχαν ζήσει με τη νοσταλγία της «πατρίδας» διαπιστώνουν ότι η ζωή που τους περιμένει κατά την επάνοδό τους απέχει πολύ από τις προσδοκίες τους. Ασφαλώς, τα όνειρα, οι προσδοκίες και τα προβλήματα που συνάντησαν αυτοί οι άνθρωποι δεν μπορούν να χωρέσουν στα στενά όρια μιας μεταπτυχιακής εγασίας, ελπίζω, ωστόσο, πως κατάφερα μέσα από αυτές τις σελίδες να δώσω μια εικόνα του τι σήμαινε το νόστιμον ήμαρ για τους πολιτικούς μου πρόσφυγες χωρίς να κουράσω ή να μπερδέψω τους αναγνώστες.
Την εργασία μπορείτε να την διαβάσετε εδώ http://invenio.lib.auth.gr/search?f=author&p=%CE%A3%CE%B1%CF%81%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%8D%CE%B4%CE%B7%2C%20%CE%93%CE%B5%CF%89%CF%81%CE%B3%CE%AF%CE%B1%20%CE%9A%CF%89%CE%BD%CF%83%CF%84%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%AF%CE%BD%CE%BF%CF%85&ln=fr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου