Γράφει ο Παναγιώτης Δημητράκης
Ο απόρρητος ρόλος που διαδραμάτισε η διαβόητη Special Air Service στην εκπαίδευση των ελληνικών Δυνάμεων Καταδρομών, και η διαμάχη για την υιοθέτηση των κατάλληλων αντιανταρτικών τακτικών με τον Ελληνικό Στρατό και τους Αμερικανούς.
Για τους καταδρομείς της φημισμένης κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο βρετανικής Ειδικής Αεροπορικής Υπηρεσίας (Special Air Service/ SAS) ο ελληνικός Εμφύλιος ήταν η πρώτη ψυχροπολεμική σύγκρουση της μονάδας τους. Υπό απόλυτη μυστικότητα, για να μην προκληθεί ανοιχτή επέμβαση της Βουλγαρίας και της Γιουγκοσλαβίας, η SAS εκπαίδευσε τους νεοϊδρυθέντες Λόχους Ορεινών Καταδρομών (ΛΟΚ) και επέμεινε στην χρησιμότητα των περιπολιών μακράς ακτίνας και στην συνεργασία με την Πολεμική Αεροπορία. Όπως εξάγεται από το αρχειακό υλικό, οι εκπαιδευτές της SAS είχαν κάποια συμμετοχή στις επιχειρήσεις κατά του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ), παρά την απαγόρευση της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής και την καχυποψία της Αμερικανικής Στρατιωτικής Αποστολής, εστιάστηκε στις συμβατικές επιχειρήσεις και ήθελε να διαγκωνίσει την βρετανική επιρροή σε θέματα δόγματος και τακτικών.
H Βρετανική στρατιωτική αποστολή
Μετά την απελευθέρωση και την μάχη της Αθήνας τον Δεκέμβριο του 1944, η Βρετανική Στρατιωτική Αποστολή στην Ελλάδα ενισχύθηκε σε προσωπικό και μέσα και ξεκίνησε να παρέχει συμβουλές και εκπαίδευση για την αναδιοργάνωση των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Τον Μάρτιο του 1945, το βρετανικό υπουργικό συμβούλιο υπό την προεδρία του Ουΐνστον Τσόρτσιλ ενέκρινε ένα μεγάλο πακέτο στρατιωτικής βοήθειας προς την ελληνική κυβέρνηση. Κύριος συντονιστής του προγράμματος βοήθειας ορίστηκε ο σερ Ρέτζιναλντ Λίπερ, ο Βρετανός πρέσβης στην Αθήνα.
Ο αρχηγός των βρετανικών δυνάμεων στην Ελλάδα, αντιστράτηγος Ρόλαντ Σκόμπυ, μετά την εμπειρία των Δεκεμβριανών σχολίασε ότι η σύγκρουση κυβερνητικών δυνάμεων και κομμουνιστικών και ΕΑΜικών ενόπλων ομάδων «του θύμιζε τα Βορειοδυτικά σύνορα της Ινδίας», όπου από δεκαετίες οι επιδρομές των αφγανικών και πακιστανικών φυλών αντιμετωπίζονταν με την «αυτοκρατορική αστυνόμευση» (imperial policing) του βρετανικού ιππικού και ελαφρού Ινδικού πεζικού. Κατά συνέπεια οι Βρετανοί αξιωματικοί χαρακτήριζαν τους μαχητές του ΕΛΑΣ ως “bandits” («συμμορίτες»), υποτιμώντας την επιχειρησιακή τους αξία και την ηθική τους υπόσταση.
Η Βρετανική Στρατιωτική Αποστολή επανδρώθηκε από στελέχη της SOE (Special Operations Executive), ενώ στελέχη της Βασιλικής Στρατιωτικής Αστυνομίας και της Σκότλαντ Γιάρντ συμβούλευαν στην εκπαίδευση και στις επιχειρήσεις τα επιτελεία της Αστυνομίας Πόλεων και της Βασιλικής Χωροφυλακής. Τον Ιούλιο του 1945 οι βρετανικές δυνάμεις διατάχθηκαν «να περιφρουρούν την τάξη και την ασφάλεια». Ο ρόλος τους ήταν άμεσα επιχειρησιακός και όχι μόνο εκπαιδευτικός και συμβουλευτικός, και οι Βρετανοί επιχειρούσαν πια σε ορεινές περιοχές υπό την μορφή ταχυκίνητων μονάδων, συνοδεύοντας κυβερνητικές περιπόλους.
Στα τέλη Δεκεμβρίου του 1945, όμως, και ενώ οι φιλοβασιλικοί πολιτικοί στην Αθήνα πίεζαν για δημοψήφισμα για την επιστροφή του βασιλιά Γεωργίου Β’, οι Βρετανοί απείχαν από τις επιχειρήσεις. Το Λονδίνο δεν ήθελε να προκαλέσει την Γιουγκοσλαβία και την Βουλγαρία να αποστείλουν εθελοντές στο πλευρό των κομμουνιστών, και υιοθέτησε μια πιο συγκρατημένη πολιτική αναφορικά με τη συμμετοχή Βρετανών στις επιχειρήσεις.
Η αναδιοργάνωση των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων εξελίχθηκε σε μια μυστική και σκληρή διαπραγμάτευση. Οι Έλληνες επιτελείς πίεζαν για την ανάπτυξη ενός συμβατικού στρατού με τεθωρακισμένα, πυροβολικό, πεζικό και σύγχρονες επικοινωνίες. Έβλεπαν τον συμβατικό στρατό όχι μόνο ως αντικομμουνιστικό όργανο, αλλά και ως σύμβολο εθνικού κύρους. Αντίθετα, οι Βρετανοί επιτελείς του Πεζικού προωθούσαν τα δόγματα της αυτοκρατορικής αστυνόμευσης και των ταχυκίνητων δυνάμεων πεζικού, που αφορούσαν μόνον την κομμουνιστική απειλή.
Η SAS μάχεται την γραφειοκρατία
Εν τω μεταξύ, στο Λονδίνο, οι επιτελείς της SAS γνώριζαν ότι στο Υπουργείο Πολέμου εξέταζαν σοβαρά την διάλυση της μονάδας τους εν όψη σημαντικών περικοπών στις στρατιωτικές δαπάνες, που επρόκειτο να εφαρμόσει η πρώτη μεταπολεμική κυβέρνηση υπό τον Κλέμεντ Άττλυ. Με την πρόφαση ότι θα έπαιρνε χρόνο η πλήρης διάλυση των μονάδων της SAS και η επιστροφή των ανδρών στα προηγούμενα συντάγματά τους και η προβλεπόμενη απόδοση του υλικού και οπλισμού, οι επιτελείς κέρδισαν ένα σημαντικό χρονικό περιθώριο.
Προσεγγίζοντας τον Τσόρτσιλ που υπήρξε ο σημαντικότερος υποστηρικτής τους στους διαδρόμους της εξουσίας, κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα ανεπίσημο αρχηγείο στο Λονδίνο (το επίσημο αρχηγείο της SAS είχε πλέον διαλυθεί). Ταυτόχρονα, με την ανοχή και έμμεση υποστήριξη κάποιων επιτελών του Υπουργείου Πολέμου, εξασφάλισαν χρηματοδότηση και φύλλα πορείας για τα στελέχη τους, που εθελοντικά θα αναλάμβαναν νέες αποστολές στην μεταπολεμική Ελλάδα.
Μονάδες Έρευνας Αποζημιώσεων: Η SAS στην Ελλάδα
Οι πρώτοι αξιωματικοί και καταδρομείς της SAS αφίχθησαν στην Ελλάδα τον Νοέμβριο του 1945, για να αναλάβουν την ενίσχυση των Μονάδων Έρευνας Αποζημιώσεων. Οι συγκεκριμένες μονάδες είχαν συσταθεί κατόπιν επιμονής της ΜΙ9, της υπηρεσίας που ήταν αρμόδια για την διαφυγή συμμαχικών στρατιωτών από κατεχόμενες χώρες την περίοδο του Β’ Π.Π. Τον Δεκέμβριο εκδόθηκαν οι διαταγές των μονάδων της SAS, που πλέον δεν είχαν δικαίωμα να φέρουν το διάσημο του συντάγματος, που τυπικά είχε καταργηθεί. Ουσιαστικά η συμμετοχή της SAS στις Μονάδες Έρευνας Αποζημιώσεων ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσαν να βρούνε οι εμπειροπόλεμοι καταδρομείς, προκειμένου να μείνουν για λίγο «στην αφάνεια», ενόσω στο Υπουργείο Πολέμου διαγκωνίζονταν οι επιτελείς για το ποιες μονάδες θα πλήρωναν με την ίδια την ύπαρξή τους τις περικοπές στις αμυντικές δαπάνες.
Τα κλιμάκια των Μονάδων Έρευνας Αποζημιώσεων ταξίδευαν σε όλη την χώρα και κυρίως σε δύσβατες περιοχές, αφού είχαν έρθει σε επαφή με τις τοπικές αρχές. Επρόκειτο για τετραμελείς ομάδες με οχήματα ¾ και επικεφαλής αξιωματικό της SAS, χρήματα, οπλισμό και εφόδια. Για τα δρομολόγια και τα χωριά και τις πόλεις όπου θα μετέβαιναν είχαν ενημερώσει τις τοπικές αρχές, οι οποίες είχαν προβεί σε σχετικές ανακοινώσεις προς τον τοπικό πληθυσμό. Οι Μονάδες Έρευνας Αποζημιώσεων έπαιρναν καταθέσεις για την βοήθειά που προσφέρθηκε σε στελέχη των μονάδων της Κοινοπολιτείας και επιβεβαίωναν τις μαρτυρίες τους. Είχαν την εξουσιοδότηση να αποζημιώνουν επί τόπου τους αιτούντες μέχρι του ποσού των 50 λιρών (για τα δεδομένα της μεταπολεμικής οικονομίας ένα εξαιρετικά σεβαστό ποσό), χωρίς να αναφέρουν την κατάθεση στους ανωτέρους τους. Σε περίπτωση που κρινόταν ότι οι πολίτες έπρεπε να αποζημιωθούν με μεγαλύτερο χρηματικό ποσό οι μονάδες προωθούσαν το σύνολο των καταθέσεων στα κατά τόπους επαρχιακά κέντρα τους ή στην Αθήνα.
Η εμπειρία στην δυσπρόσιτη ελληνική επαρχία και η συνάντηση με ένοπλες ομάδες (ένα τέτοιο περιστατικό αναφέρθηκε ότι συνέβη στον Όλυμπο τον Οκτώβριο του 1946) ήταν πολύτιμη στην συλλογή πληροφοριών και στην μορφοποίηση μιας γενικότερης αντίληψης για το νέο περιβάλλον επιχειρήσεων των κυβερνητικών δυνάμεων.
Εν τω μεταξύ, από το Λονδίνο, ο αντισυνταγματάρχης Φρανκς πίεζε τους φίλα προσκείμενους προς την SAS επικεφαλείς των διευθύνσεων Πληροφοριών και Επιχειρήσεων του Υπουργείου Πολέμου και πολιτικούς παράγοντες (όπως τον Τσόρτσιλ) να συνεχίσει η συμμετοχή των ανδρών της SAS στις Μονάδες Αποζημιώσεων, παρά το γεγονός ότι το σύνταγμα βρισκόταν υπό το καθεστώς σταδιακής διάλυσης. Η υποστήριξη επιτελών των διευθύνσεων Πληροφοριών και Επιχειρήσεων ήταν εκείνη που διασφάλισε πιστώσεις για τις αμοιβές των στελεχών της SAS και τον εφοδιασμό τους. Οι εκλογές του Μαρτίου 1946 και αργότερα το δημοψήφισμα για την επιστροφή ή όχι του βασιλέως Γεωργίου Β’ τον Σεπτέμβριο, ήταν δύο πολύ καλές ευκαιρίες για την SAS να παρατηρήσουν τα πολιτικά πάθη και τη στάση των αρχών σε τοπικό επίπεδο, γιατί μέλη της εντάχθηκαν στις μονάδες των διεθνών παρατηρητών.
Η επίσημη διάλυση της SAS έλαβε χώρα με την έκδοση της Διαταγής Νο.128 της Γραμματείας του Στρατιωτικού Συμβουλίου. Τελική ημερομηνία ήταν η 30ή Ιουνίου 1946. Μια καθυστέρηση, ωστόσο, της εφαρμογής της διαταγής παρέτεινε την ζωή του συντάγματος μέχρι τον Αύγουστο. Το διάστημα αυτό έδωσε χρόνο στους επιτελείς της SAS να πείσουν τους ανωτέρους τους για την αναγκαιότητα συμμετοχής του συντάγματος στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο, που θα εξελισσόταν ως η πρώτη ανοικτή αλλά ανορθόδοξη σύγκρουση Ανατολής και Δύσης σε παγκόσμια κλίμακα και η μοναδική σε ευρωπαϊκό περιβάλλον, σε όλη την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.
Η SAS και η δημιουργία των ΛΟΚ
Ο ελληνικός Εμφύλιος είχε ξεσπάσει τον Μάρτιο του 1946. Μετά από επτά μήνες επιχειρήσεων, ήταν πλέον προφανές ότι το είδος του πολέμου (ανταρτοπόλεμος) απαιτούσε εκτός από τα συμβατικά και ανορθόδοξα δόγματα και τακτικές. Τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους, ο συνταγματάρχης Ανδρέας Καλλίνσκη πρότεινε και πέτυχε να λάβει έγκριση για την ίδρυση 40 Λόχων Ορεινών Καταδρομών (ΛΟΚ).
Είχε προηγηθεί η επίσκεψη στο Λονδίνο του στρατηγού Παναγιώτη Σπηλιοτόπουλου, ο οποίος συζήτησε το θέμα της ίδρυσης αυτών των ειδικών μονάδων. Η SAS αναγνώρισε αμέσως μια ευκαιρία για να αποδείξει την χρησιμότητά της στο νέο διεθνές περιβάλλον, ως αντιανταρτική δύναμη. Άλλωστε οι δεσμοί της SAS με την Ελλάδα ήταν στενότατες, εφόσον στην Βόρειο Αφρική στην διάρκεια του Β’ Π.Π. ο ελληνικός «Ιερός Λόχος» του Χριστόδουλου Τσιγάντε έδρασε ως μοίρα της μονάδας, και αργότερα απετέλεσε μοίρα της SBS σε καταδρομικές επιχειρήσεις στο Αιγαίο.
Τον Μάρτιο του 1947 δημιουργήθηκαν άλλοι 20 ΛΟΚ και άλλοι 20 τον Ιούνιο του ιδίου έτους, οι οποίοι εντάχθηκαν στις επίσης νεοϊδρυθείσες Α’, Β’, Γ’ και Δ’ Μοίρες Καταδρομών. Το σύνολο του εξοπλισμού και των υλικών των ΛΟΚ ήταν βρετανικής προέλευσης και περιλάμβανε τυφέκια Lee Enfield των 0.303, υποπολυβόλα Thompson M-1 των 0,45, πολυβόλα Browning των 0.303, τυφέκια Springfield των 0.30, υποπολυβόλα Sten των 9 χλστ., οπλοπολυβόλα Bren των 0.303 και όλμους των 2’’, 3’’ και 4.4’’ ιντσών.
Αξιωματικοί και υπαξιωματικοί της SAS συμβούλευαν στην εκπαίδευση των ΛΟΚ σε κέντρα εκπαίδευσης στην Πάρνηθα, την Βουλιαγμένη, τον Βόλο και την Κομοτηνή και στους χώρους ευθύνης των Α’, Β’ και Γ’ Σωμάτων Στρατού. Αρχικά η εκπαίδευση διαρκούσε έξι εβδομάδες και κατόπιν επιμηκύνθηκε κατά μια εβδομάδα. Εκτός από τα θέματα δολιοφθορών, εκρηκτικών και καταδρομικών τακτικών (στα οποία οι προερχόμενοι από τον Ιερό Λόχο Έλληνες αξιωματικοί είχαν μεγάλη εμπειρία), οι Βρετανοί επέμειναν στην ανάπτυξη διακλαδικού δόγματος, κάτι επαναστατικό για τα ελληνικά στρατιωτικά δεδομένα.
Συγκεκριμένα, οι SAS υποστήριζαν ότι οι καταδρομικές δυνάμεις θα έπρεπε να είναι οργανωμένες σε αυτόνομους και ταχυκίνητους λόχους των 82 ανδρών, οι οποίοι θα μπορούσαν να επιβιώσουν χωρίς διοικητική μέριμνα για μεγάλο χρονικό διάστημα, ανεφοδιαζόμενοι από τον αέρα, κατά το πρότυπο των μονάδων “Chindits”, που είχαν δράσει στις ζούγκλες της Βιρμανίας κατά των Ιαπώνων. Επιπλέον, πρότειναν οι ΛΟΚ να λαμβάνουν τακτικές πληροφορίες και να συνεργάζονται με την Πολεμική Αεροπορία, κατευθύνοντας αεροσκάφη δίωξης/ βομβαρδισμού και βομβαρδιστικά για να προσβάλλουν βάσεις των ανταρτών, στις οποίες θα είχαν πλησιάσει αθέατοι. Κατόπιν θα απαγκιστρώνονταν από την επαφή με τον αντίπαλο και θα αποχωρούσαν, συνεχίζοντας την περίπολο μακράς ακτίνας, αναζητώντας νέους στόχους.
Οι επιτελείς του ΓΕΣ, ωστόσο, με εξαίρεση τους εμπνευστές των ΛΟΚ, έδειχναν απρόθυμοι στο να αποστείλουν περιπόλους μακράς ακτίνας στα μετόπισθεν του ΔΣΕ, επιμένοντας ότι αυτές δεν θα μπορούσαν να επιβιώσουν χωρίς υποστήριξη σε ένα περιβάλλον που το γνώριζαν πολύ καλά οι αντάρτες. Παρ’ όλα αυτά, η εκπαίδευση των ΛΟΚ για κοινές επιχειρήσεις με την Πολεμική Αεροπορία ξεκίνησε υπό την αιγίδα της αποστολής της RAF τον Φεβρουάριο του 1947. Τον Απρίλιο οι ΛΟΚ αριθμούσαν πάνω από 3.000 άνδρες, που είχαν ήδη λάβει εκπαίδευση έξι εβδομάδων. Οι σκέψεις του επικεφαλής της αποστολής της RAF για ρίψη αλεξιπτωτιστών στα μετόπισθεν του ΔΣΕ, αν και ενδιαφέρουσες, κρίθηκαν μη εφαρμόσιμες. Ρίψεις ομοιωμάτων αλεξιπτωτιστών, ωστόσο, για παραπλάνηση των δυνάμεων του ΔΣΕ έλαβαν χώρα
στις συγκρούσεις στο Βίτσι.
Τα πρώτα αποτελέσματα των επιχειρήσεων των ΛΟΚ δεν κρίθηκαν καθόλου ικανοποιητικά και από το καλοκαίρι του 1947 η εκπαίδευση της SAS διεξήχθη και σε προχωρημένες μονάδες. Η διαταγή της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής να απόσχουν οι Βρετανοί εκπαιδευτές από την πολεμική ζώνη ευθύνης του Β’ και Γ’ Σώματος Στρατού, είχε χαλαρώσει αισθητά. Αναφέρεται ότι ο ταγματάρχης Ρ. Μ. Άρτσντεϊλ βρισκόταν ήδη αυτή την περίοδο στην 8η Μεραρχία Πεζικού, όπου διεξήγε εκπαίδευση και παρείχε συμβουλές κατά τις επιχειρήσεις. Ο Ταγματάρχης Κεπ της 2ης Μοίρας SAS βρισκόταν στον Βόλο, στο κέντρο εκπαίδευσης ΛΟΚ, αλλά κατά την διάρκεια αυτού του έτους και το 1948 μετέβη στις ζώνες επιχειρήσεων. Από τα τέλη του 1947, 92 και πλέον Βρετανοί αξιωματικοί και υπαξιωματικοί ενεπλάκησαν σε εκπαίδευση δυνάμεων του Εθνικού Στρατού για ανταρτοπόλεμο.
Η μετάβαση στο πεδίο της μάχης στοίχισε σε απώλειες. Στις 22 Μαΐου 1947, σε δρόμο 20 χλμ. βορειοδυτικά της Αλεξανδρούπολης ένα βρετανικό τζιπ έγινε στόχος πυρών που κατέληξαν στο θάνατο δύο οπλιτών. Αντάρτες περικύκλωσαν το όχημα και απήγαγαν τον αξιωματικό και τους υπολοίπους οπλίτες,τους οποίους απελευθέρωσαν την επομένη. Στις 10 Φεβρουαρίου 1948, ένας Βρετανός αξιωματικός σύνδεσμος έχασε τη ζωή του από πυρά όλμων.
Η αμερικανική εμπλοκή
Στα τέλη του 1947 η Αμερικανική Στρατιωτική Αποστολή ανέλαβε καθοριστικό πλέον ρόλο στην αναδιοργάνωση των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Το βρετανικό υπουργείο Εξωτερικό (Foreign Office) άρχισε να πιέζει πάλι την Βρετανική Στρατιωτική Αποστολή να μην δημοσιοποιεί την εκπαίδευση που παρεχόταν στους ΛΟΚ και την μετάβαση Βρετανών αξιωματικών σε προκεχωρημένες μονάδες του Εθνικού Στρατού. Κύριοι λόγοι αυτής της πολιτικής ήταν ο φόβος μήπως ο Στάλιν βρει αφορμή και στείλει «εθελοντές» για να ενισχύσουν τον ΔΣΕ, αλλά και η ανησυχία μήπως το αμερικανικό Κογκρέσο, βλέποντας την συνεχιζόμενη βρετανική εμπλοκή στα ελληνικά πράγματα, έθετε προσχώματα στην εφαρμογή του Σχεδίου Μάρσαλ.
Αρχικά οι Αμερικανοί επιτελείς υπό τον Στρατηγό Τζέιμς Βαν Φλιτ έδειξαν ενδιαφέρον για την μυστική βρετανική συμβολή στην εκπαίδευση και την ανάπτυξη των δογμάτων καταπολέμησης των ανταρτών. Οι Αμερικανοί όμως εστίαζαν την προσοχή τους στις συμβατικές δυνάμεις, και με την πάροδο του χρόνου έφεραν προσκόματα στην βρετανική συμβολή για την αναδιοργάνωση των Ενόπλων Δυνάμεων και του επιχειρησιακού σχεδιασμού. Αν και η Βρετανική Αποστολή ζήτησε στις αρχές Ιουλίου 1948 να αυξηθεί ο αριθμός των εκπαιδευόμενων καταδρομέων, ιδιαίτερα στον χειμερινό ορεινό αγώνα και την καταδίωξη των μονάδων του ΔΣΕ, ο Βαν Φλιτ αρνήθηκε και το ΓΕΣ εισάκουσε την άποψή του.
Οι απόρρητες ηθικές αμοιβές
Η Αμερικανική Αποστολή επιδίωκε την δημοσιότητα, κάτι που κατά παράδοση απέφευγε η SAS. Όταν όμως Έλληνες διοικητές απένειμαν πολεμικά μετάλλια σε Βρετανούς αξιωματικούς και υπαξιωματικούς, προκλήθηκε αμηχανία γιατί έπρεπε να παραμείνει μυστικός ο ρόλος των ανδρών της SAS και η ανάπτυξή τους ως συμβούλων στην πολεμική ζώνη. Το καλοκαίρι του 1948, οι επικεφαλείς των Σωμάτων Στρατού απένειμαν τον Πολεμικό Σταυρό σε δύο Βρετανούς αξιωματικούς, οι οποίοι όμως διατάχθηκαν από το Υπουργείο Πολέμου ότι δεν θα ήταν δυνατή η αποδοχή των μεταλλίων, γιατί η βρετανική εμπλοκή στις επιχειρήσεις κατά του ΔΣΕ θα έπρεπε να παραμείνει απόρρητη. Η πολιτική ήταν σαφής: «Υπό τους παρόντες κανονισμούς ξένα παράσημα δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτά από Βρετανούς υπηκόους για υπηρεσίες που παρείχαν σε ένα ξένο κράτος, σε σχέση με δράση κατά προσώπων που πολεμούν στην εγκατεστημένη, αναγνωρισμένη κυβέρνηση».
Η Ημερήσια Διαταγή της 16ης Σεπτεμβρίου 1948 περιέλαβε τα ονόματα πέντε Βρετανών αξιωματικών, ανάμεσα τους ο Αντισυνταγματάρχης Χιούγκο Μέϊνελ, που του απενεμήθη ο Πολεμικός Σταυρός για τις υπηρεσίες του κατά τις μάχες στον Γράμμο. Παρ’ όλα αυτά, το Λονδίνο δεν μετέβαλε την στάση του για την μη αποδοχή πολεμικών μεταλλίων από Βρετανούς υπηκόους. Επερωτήσεις στην Βουλή των Κοινοτήτων για απονομή Πολεμικού Σταυρού στον αρχιλοχία Μπομπ Μπένετ της SAS, που συμμετείχε σε εκπαίδευση στην Ελλάδα μέχρι τις αρχές του 1949, προκάλεσε την αμηχανία της βρετανικής κυβέρνησης, που προέβαλε ασαφείς εξηγήσεις.
Τελικά ο Μπένετ έλαβε το πολεμικό μετάλλιο του το 1950, μέσω της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής. Οι Βρετανοί αξιωματικοί και υπαξιωματικοί δεν έλαβαν άδεια να φέρουν επίσημα τα μετάλλια που τους απονεμήθηκαν, ενώ από τα τέλη του 1948 η Αμερικανική Στρατιωτική Αποστολή πίεζε έντονα για την μη μετάβαση στην πολεμική ζώνη αξιωματικών συνδέσμων και εκπαιδευτών της Βρετανικής Αποστολής.
Η διαμόρφωση της τακτικής
Η συνεχής εκπαίδευση και ανάπτυξη τακτικών, οι επιχειρήσεις κατά του ΔΣΕ και τα διδάγματα τα οποία αποκόμισαν τόσο οι Έλληνες όσο και οι Βρετανοί επιτελείς διαμόρφωσαν τις αντιλήψεις τους για τις αποστολές που έπρεπε να αναλάβουν τα ΛΟΚ. Η αντίληψη που επικράτησε ήταν ότι οι Δυνάμεις Καταδρομών έπρεπε να θεωρούνται τμήμα του Πεζικού και να μην διαχωρίζονται από αυτό. Ήταν προφανές ότι λόγω της εκπαίδευσής τους οι ΛΟΚ θα αναλάμβαναν την επιθετική
αναγνώριση. Προβλεπόταν σε περίπτωση που μια περίπολος ερχόταν σε επαφή με δυνάμεις του ΔΣΕ να μην απαγκιστρώνεται και να ενημερώνει τον διοικητή της. Κύριος σκοπός ήταν να διεξαχθεί κυκλωτική κίνηση με ελιγμό των ΛΟΚ σε συνεργασία του με τις λοιπές μονάδες Πεζικού. Οι νυχτερινοί περίπολοι των ΛΟΚ δεν είχαν αυτόνομη λειτουργία, αλλά εντάσσονταν στην στρατηγική κυκλωτικού ελιγμού, και θα ακολουθούνταν από μονάδες Πεζικού, που θα τις υποστήριζαν με το πρώτο φως της ημέρας.
Ενώ οι συγκρούσεις είχαν εισέλθει στο τελικό τους στάδιο, ο αντιστράτηγος Κωνσταντίνος Βεντήρης σε έκθεση προς τον Στρατάρχη Αλέξανδρο Παπάγο (9/6/1949), που επιδόθηκε από τον Καλλίνσκη, αποκρυστάλλωσε τους επιχειρησιακούς σκοπούς των ΛΟΚ και το δόγμα επιχειρήσεών τους σε ορεινό αγώνα.
Οι προπαρασκευαστικές ενέργειες των ΛΟΚ θα ελάμβαναν χώρα δύο με τρεις εβδομάδες πριν την κύρια επιχείρηση και θα περιλάμβαναν:
1. Καταστροφή συγκοινωνιών.
2. Ανατίναξη αποθηκών πυρομαχικών.
3. Επιθέσεις σε περιπόλους του αντιπάλου.
4. Επιθέσεις σε σταθμούς διοικήσεως.
5. Τακτική συλλογή πληροφοριών.
6. Εκτέλεση «κατοπτεύσεων επιτελικής σημασίας».
7. Αρπαγή αιχμαλώτων και κατάληψη φυλακίων.
Το σύνολο των ενεργειών θα αποσκοπούσε στο «να εκνευρίζουν τον εχθρόν, στην σύγχυσιν και πτώσιν του ηθικού». Επίσης θα διεξάγονταν επιθέσεις σε οχυρώσεις προκειμένου «να υποχρεώσουν τον εχθρόν εις ενίσχυσιν του μετώπου του δια διαθέσεως και κατατμήσεως μέρους ή του συνόλου των εφεδρειών του». Κατά τις κύριες επιχειρήσεις, οι ΛΟΚ θα αναλάμβαναν την κατάληψη ζωτικών σημείων «δια αιφνιδιαστικής αστραπιαίας ενεργείας και [προκειμένου να] να δημιουργήσουν ευνοϊκήν βάσιν δια την είσοδον εις τον αγώνα των Ταγμάτων Πεζικού και την συνέχισιν εκ της βάσεως ταύτης βαθυτέρας επιθέσεως». Μετά την αρχική επαφή με τον αντίπαλο, οι ΛΟΚ θα έπρεπε «να εκμεταλλευθούν την επιτυχίαν και να εισδύσουν εις μέγα βάθος, εις τα νώτα της εχθρικής τοποθεσίας, προς εξάρθρωσιν και πλήρη σύγχυσιν της εχθρικής διατάξεως».
Σε κατάλληλο χώρο και χρόνο θα έπρεπε να διεξαχθεί «παραπλανητική επίθεσις ευρυτέρας εκτάσεως, με τον σκοπόν την αγκίστρωσιν δυνάμεων του εχθρού και των εφεδρειών του και διευκόλυνσιν ούτω της κυρίας επιθέσεως εις το εκλεγέν τμήμα του μετώπου».
Παρ’ όλα αυτά, ο Βεντήρης σημείωσε ότι οι ΛΟΚ δεν δύναντο να αποδώσουν περισσότερο από τις μονάδες Πεζικού στην καταδίωξη κινούμενων ή διασκορπισμένων ομάδων του ΔΣΕ. Θετικά αποτελέσματα θα αναμένονταν αν γινόταν «καλή εκμετάλλευσις της κτηθείσας πείρας και ικανότητος αυτών εις νυκτερινάς μετακινήσεις». Οι θέσεις του Βεντήρη αποκρυσταλλώθηκαν μετά από επιχειρήσεις των ΛΟΚ στις παραμονές των τελικών μαχών του Εμφυλίου, όταν η σύγκρουση είχε αποκτήσει περισσότερο συμβατικό απ’ ό,τι ανορθόδοξο χαρακτήρα.
Ο Βεντήρης, ως ένας παραδοσιακός επιτελάρχης συμβατικού πολέμου – σε αντίθεση με τον Καλλίνσκη – επιδίωκε οι ΛΟΚ να αναλάβουν ρόλο πρώτης δύναμης κρούσης κατά την έναρξη των επιχειρήσεων και να διεισδύσουν με ελιγμό στα νώτα του ΔΣΕ. Αντίθετα, η βρετανική προσέγγιση ήθελε την μυστική διείσδυση περιπόλων μακράς ακτίνας στα νώτα του αντιπάλου, είτε με την διέλευση φυσικών κωλυμάτων, που οι άνδρες των ΛΟΚ είχαν εκπαιδευθεί να διέρχονται (όπως απότομες πλαγιές), είτε με ρίψη αλεξιπτωτιστών.
Ο Βεντήρης επιδίωκε ευρείας κλίμακας παραπλανητική ενέργεια. Αν επιδίωκε παραπλανητική ενέργεια τακτικής φύσης ακόμη και με την χρήση ομοιωμάτων αλεξιπτωτιστών (όπως έγινε στη μάχη στο Βίτσι) θα το είχε αναφέρει στο υπόμνημά του προς τον Παπάγο. Ουσιαστικά το κείμενό του, αν και περιελάμβανε αποστολές Ειδικών Δυνάμεων, έκλινε προς την αντίληψη ότι οι ΛΟΚ θα έπρεπε να χρησιμοποιούνται περισσότερο ως συμβατική - αλλά άρτια εκπαιδευμένη - μονάδα Πεζικού και όχι να επιχειρούν στην δομή των 82μελών αυτόνομων περιπόλων μακράς ακτίνας. Όπως είχαν επισημάνει δύο χρόνια νωρίτερα οι Βρετανοί επιτελείς, οι Έλληνες ομόλογοί τους ανησυχούσαν ότι οι περίπολοι δεν θα κατάφερναν να επιβιώσουν εντός της περιοχής του αντιπάλου.
Η διάσωση της SAS
Επίσημα η SAS «αναστήθηκε» κατά την εξέγερση στην Μαλαισία, όπου το Υπουργείο Άμυνας της Βρετανίας παραδέχθηκε την χρησιμότητα της μονάδας για ειδικού τύπου επιχειρήσεις (και κατανικήθηκε, τελικά, η έχθρα του Συντάγματος των Αλεξιπτωτιστών απέναντι τη SAS). Όμως, από το 1945, το σύνταγμα πολέμησε ανορθόδοξα την στρατιωτική γραφειοκρατία που ήθελε την κατάργησή του. Αποδείχθηκε ότι την κρίσιμη χρονική περίοδο 1945-1947 η διορατικότητα των επιτελών της SAS ήταν πολύτιμη και η εμπλοκή της δύναμής τους ήταν κλιμακούμενη: πρώτα αποδέχθηκαν να αποστείλουν εθελοντές καταδρομείς σε μη πολεμικές αποστολές, όπως στις Μονάδες Αποζημιώσεων και εκλογικών παρατηρητών. Κατόπιν βρήκαν την ευκαιρία μέσω της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής, να έρθουν σε επαφή με Έλληνες επιτελείς και να συνδράμουν στο σχεδιασμό εκπαίδευσης, ανάπτυξης τακτικών κατά του ανταρτοπολέμου, πείθοντας τους για την ανάγκη εκπαίδευσης Ειδικών Δυνάμεων.
Παράλληλα, η SAS έδινε την μάχη στο Λονδίνο πιέζοντας για υποστήριξη από φίλα προσκείμενα στελέχη των Διευθύνσεων Πληροφοριών και Επιχειρήσεων. Όταν δε με το Σχέδιο Μάρσαλ και την σημαντική ενίσχυση της Αμερικανικής Αποστολής οι Αμερικάνοι εστίαζαν στην ανάπτυξη συμβατικού τύπου επιχειρήσεων, η SAS βρήκε ευκαιρία να εντείνει την εκπαίδευση των ΛΟΚ, οι επιτελείς των οποίων ήταν θετικά προσκείμενοι προς την βρετανική αντίληψη περί ειδικών επιχειρήσεων. Επισημαίνεται ότι στα τέλη της δεκαετίας του ’40, οι ΗΠΑ δεν διέθεταν κάτι αντίστοιχο της SAS για να το προτείνουν προς υιοθέτηση από το ΓΕΣ.
Ήταν δε αναμενόμενο οι πάντα ριψοκίνδυνοι Βρετανοί καταδρομείς να μην αυτοπεριοριστούν στα κέντρα εκπαίδευσης ΛΟΚ, αλλά να μεταβούν στις ζώνες επιχειρήσεων, υποστηρίζοντας την προκεχωρημένη - αλλά μυστική- εκπαίδευση.
Βιβλιογραφία
• Αρχεία WO 202/893, WO 202/946, WO178/74 Εθνικά Αρχεία, Λονδίνο.
• Αρχεία Εμφυλίου Πολέμου, (Αθήνα: ΓΕΣ/ΔΙΣ, 1998) Τόμ.13.
• Jones, Tim, Post War Counterinsurgency and the SAS, 1945-1952- A Special Type of Warfare (London: Franck Cass 2007).
• Jones, Tim, «British Army and Counter-Guerrilla Warfare in Greece, 1945-1949», Small Wars and Insurgencies, Vol.8, No.1, (Spring 1997).
• Jones, Tim, SAS: The First Secret Wars - The Unknown Years of Combat and Counterinsurgency (London: I.B.Tauris, 2010).
Το άρθρο του Παναγιώτη Δημητράκη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΜΑΧΕΣ & ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ τεύχος 9, Μάιος - Ιούνιος 2012, εκδ. ΔΥΡΟΣ ΕΠΕ, σελ. 8-19.
Ευχαριστώ τον φίλο του ιστολογίου Chris P. που μου υπέδειξε αυτό το άρθρο.
Ο ιδρυτής των Δυνάμεων Καταδρομών,στρατηγός Ανδρέας Καλλίνσκης. Υπήρξε θιασώτης των βρετανικών προτάσεων για ανορθόδοξο πόλεμο με τους ΛΟΚ. |
Για τους καταδρομείς της φημισμένης κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο βρετανικής Ειδικής Αεροπορικής Υπηρεσίας (Special Air Service/ SAS) ο ελληνικός Εμφύλιος ήταν η πρώτη ψυχροπολεμική σύγκρουση της μονάδας τους. Υπό απόλυτη μυστικότητα, για να μην προκληθεί ανοιχτή επέμβαση της Βουλγαρίας και της Γιουγκοσλαβίας, η SAS εκπαίδευσε τους νεοϊδρυθέντες Λόχους Ορεινών Καταδρομών (ΛΟΚ) και επέμεινε στην χρησιμότητα των περιπολιών μακράς ακτίνας και στην συνεργασία με την Πολεμική Αεροπορία. Όπως εξάγεται από το αρχειακό υλικό, οι εκπαιδευτές της SAS είχαν κάποια συμμετοχή στις επιχειρήσεις κατά του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ), παρά την απαγόρευση της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής και την καχυποψία της Αμερικανικής Στρατιωτικής Αποστολής, εστιάστηκε στις συμβατικές επιχειρήσεις και ήθελε να διαγκωνίσει την βρετανική επιρροή σε θέματα δόγματος και τακτικών.
H Βρετανική στρατιωτική αποστολή
Μετά την απελευθέρωση και την μάχη της Αθήνας τον Δεκέμβριο του 1944, η Βρετανική Στρατιωτική Αποστολή στην Ελλάδα ενισχύθηκε σε προσωπικό και μέσα και ξεκίνησε να παρέχει συμβουλές και εκπαίδευση για την αναδιοργάνωση των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Τον Μάρτιο του 1945, το βρετανικό υπουργικό συμβούλιο υπό την προεδρία του Ουΐνστον Τσόρτσιλ ενέκρινε ένα μεγάλο πακέτο στρατιωτικής βοήθειας προς την ελληνική κυβέρνηση. Κύριος συντονιστής του προγράμματος βοήθειας ορίστηκε ο σερ Ρέτζιναλντ Λίπερ, ο Βρετανός πρέσβης στην Αθήνα.
Ο αρχηγός των βρετανικών δυνάμεων στην Ελλάδα, αντιστράτηγος Ρόλαντ Σκόμπυ, μετά την εμπειρία των Δεκεμβριανών σχολίασε ότι η σύγκρουση κυβερνητικών δυνάμεων και κομμουνιστικών και ΕΑΜικών ενόπλων ομάδων «του θύμιζε τα Βορειοδυτικά σύνορα της Ινδίας», όπου από δεκαετίες οι επιδρομές των αφγανικών και πακιστανικών φυλών αντιμετωπίζονταν με την «αυτοκρατορική αστυνόμευση» (imperial policing) του βρετανικού ιππικού και ελαφρού Ινδικού πεζικού. Κατά συνέπεια οι Βρετανοί αξιωματικοί χαρακτήριζαν τους μαχητές του ΕΛΑΣ ως “bandits” («συμμορίτες»), υποτιμώντας την επιχειρησιακή τους αξία και την ηθική τους υπόσταση.
Η Βρετανική Στρατιωτική Αποστολή επανδρώθηκε από στελέχη της SOE (Special Operations Executive), ενώ στελέχη της Βασιλικής Στρατιωτικής Αστυνομίας και της Σκότλαντ Γιάρντ συμβούλευαν στην εκπαίδευση και στις επιχειρήσεις τα επιτελεία της Αστυνομίας Πόλεων και της Βασιλικής Χωροφυλακής. Τον Ιούλιο του 1945 οι βρετανικές δυνάμεις διατάχθηκαν «να περιφρουρούν την τάξη και την ασφάλεια». Ο ρόλος τους ήταν άμεσα επιχειρησιακός και όχι μόνο εκπαιδευτικός και συμβουλευτικός, και οι Βρετανοί επιχειρούσαν πια σε ορεινές περιοχές υπό την μορφή ταχυκίνητων μονάδων, συνοδεύοντας κυβερνητικές περιπόλους.
Στα τέλη Δεκεμβρίου του 1945, όμως, και ενώ οι φιλοβασιλικοί πολιτικοί στην Αθήνα πίεζαν για δημοψήφισμα για την επιστροφή του βασιλιά Γεωργίου Β’, οι Βρετανοί απείχαν από τις επιχειρήσεις. Το Λονδίνο δεν ήθελε να προκαλέσει την Γιουγκοσλαβία και την Βουλγαρία να αποστείλουν εθελοντές στο πλευρό των κομμουνιστών, και υιοθέτησε μια πιο συγκρατημένη πολιτική αναφορικά με τη συμμετοχή Βρετανών στις επιχειρήσεις.
Η αναδιοργάνωση των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων εξελίχθηκε σε μια μυστική και σκληρή διαπραγμάτευση. Οι Έλληνες επιτελείς πίεζαν για την ανάπτυξη ενός συμβατικού στρατού με τεθωρακισμένα, πυροβολικό, πεζικό και σύγχρονες επικοινωνίες. Έβλεπαν τον συμβατικό στρατό όχι μόνο ως αντικομμουνιστικό όργανο, αλλά και ως σύμβολο εθνικού κύρους. Αντίθετα, οι Βρετανοί επιτελείς του Πεζικού προωθούσαν τα δόγματα της αυτοκρατορικής αστυνόμευσης και των ταχυκίνητων δυνάμεων πεζικού, που αφορούσαν μόνον την κομμουνιστική απειλή.
Η SAS μάχεται την γραφειοκρατία
Εν τω μεταξύ, στο Λονδίνο, οι επιτελείς της SAS γνώριζαν ότι στο Υπουργείο Πολέμου εξέταζαν σοβαρά την διάλυση της μονάδας τους εν όψη σημαντικών περικοπών στις στρατιωτικές δαπάνες, που επρόκειτο να εφαρμόσει η πρώτη μεταπολεμική κυβέρνηση υπό τον Κλέμεντ Άττλυ. Με την πρόφαση ότι θα έπαιρνε χρόνο η πλήρης διάλυση των μονάδων της SAS και η επιστροφή των ανδρών στα προηγούμενα συντάγματά τους και η προβλεπόμενη απόδοση του υλικού και οπλισμού, οι επιτελείς κέρδισαν ένα σημαντικό χρονικό περιθώριο.
Προσεγγίζοντας τον Τσόρτσιλ που υπήρξε ο σημαντικότερος υποστηρικτής τους στους διαδρόμους της εξουσίας, κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα ανεπίσημο αρχηγείο στο Λονδίνο (το επίσημο αρχηγείο της SAS είχε πλέον διαλυθεί). Ταυτόχρονα, με την ανοχή και έμμεση υποστήριξη κάποιων επιτελών του Υπουργείου Πολέμου, εξασφάλισαν χρηματοδότηση και φύλλα πορείας για τα στελέχη τους, που εθελοντικά θα αναλάμβαναν νέες αποστολές στην μεταπολεμική Ελλάδα.
Μονάδες Έρευνας Αποζημιώσεων: Η SAS στην Ελλάδα
Οι πρώτοι αξιωματικοί και καταδρομείς της SAS αφίχθησαν στην Ελλάδα τον Νοέμβριο του 1945, για να αναλάβουν την ενίσχυση των Μονάδων Έρευνας Αποζημιώσεων. Οι συγκεκριμένες μονάδες είχαν συσταθεί κατόπιν επιμονής της ΜΙ9, της υπηρεσίας που ήταν αρμόδια για την διαφυγή συμμαχικών στρατιωτών από κατεχόμενες χώρες την περίοδο του Β’ Π.Π. Τον Δεκέμβριο εκδόθηκαν οι διαταγές των μονάδων της SAS, που πλέον δεν είχαν δικαίωμα να φέρουν το διάσημο του συντάγματος, που τυπικά είχε καταργηθεί. Ουσιαστικά η συμμετοχή της SAS στις Μονάδες Έρευνας Αποζημιώσεων ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσαν να βρούνε οι εμπειροπόλεμοι καταδρομείς, προκειμένου να μείνουν για λίγο «στην αφάνεια», ενόσω στο Υπουργείο Πολέμου διαγκωνίζονταν οι επιτελείς για το ποιες μονάδες θα πλήρωναν με την ίδια την ύπαρξή τους τις περικοπές στις αμυντικές δαπάνες.
Τα κλιμάκια των Μονάδων Έρευνας Αποζημιώσεων ταξίδευαν σε όλη την χώρα και κυρίως σε δύσβατες περιοχές, αφού είχαν έρθει σε επαφή με τις τοπικές αρχές. Επρόκειτο για τετραμελείς ομάδες με οχήματα ¾ και επικεφαλής αξιωματικό της SAS, χρήματα, οπλισμό και εφόδια. Για τα δρομολόγια και τα χωριά και τις πόλεις όπου θα μετέβαιναν είχαν ενημερώσει τις τοπικές αρχές, οι οποίες είχαν προβεί σε σχετικές ανακοινώσεις προς τον τοπικό πληθυσμό. Οι Μονάδες Έρευνας Αποζημιώσεων έπαιρναν καταθέσεις για την βοήθειά που προσφέρθηκε σε στελέχη των μονάδων της Κοινοπολιτείας και επιβεβαίωναν τις μαρτυρίες τους. Είχαν την εξουσιοδότηση να αποζημιώνουν επί τόπου τους αιτούντες μέχρι του ποσού των 50 λιρών (για τα δεδομένα της μεταπολεμικής οικονομίας ένα εξαιρετικά σεβαστό ποσό), χωρίς να αναφέρουν την κατάθεση στους ανωτέρους τους. Σε περίπτωση που κρινόταν ότι οι πολίτες έπρεπε να αποζημιωθούν με μεγαλύτερο χρηματικό ποσό οι μονάδες προωθούσαν το σύνολο των καταθέσεων στα κατά τόπους επαρχιακά κέντρα τους ή στην Αθήνα.
Βρετανοί εκπαιδευτές παρακολουθούν εκπαίδευση Ελλήνων στρατιωτών στην διάρκεια του ανταρτοπολέμου. Η εμπλοκή των Βρετανών εκπαιδευτών φαίνεται ότι περιέλαβε και πολεμικές αποστολές. |
Εν τω μεταξύ, από το Λονδίνο, ο αντισυνταγματάρχης Φρανκς πίεζε τους φίλα προσκείμενους προς την SAS επικεφαλείς των διευθύνσεων Πληροφοριών και Επιχειρήσεων του Υπουργείου Πολέμου και πολιτικούς παράγοντες (όπως τον Τσόρτσιλ) να συνεχίσει η συμμετοχή των ανδρών της SAS στις Μονάδες Αποζημιώσεων, παρά το γεγονός ότι το σύνταγμα βρισκόταν υπό το καθεστώς σταδιακής διάλυσης. Η υποστήριξη επιτελών των διευθύνσεων Πληροφοριών και Επιχειρήσεων ήταν εκείνη που διασφάλισε πιστώσεις για τις αμοιβές των στελεχών της SAS και τον εφοδιασμό τους. Οι εκλογές του Μαρτίου 1946 και αργότερα το δημοψήφισμα για την επιστροφή ή όχι του βασιλέως Γεωργίου Β’ τον Σεπτέμβριο, ήταν δύο πολύ καλές ευκαιρίες για την SAS να παρατηρήσουν τα πολιτικά πάθη και τη στάση των αρχών σε τοπικό επίπεδο, γιατί μέλη της εντάχθηκαν στις μονάδες των διεθνών παρατηρητών.
Η επίσημη διάλυση της SAS έλαβε χώρα με την έκδοση της Διαταγής Νο.128 της Γραμματείας του Στρατιωτικού Συμβουλίου. Τελική ημερομηνία ήταν η 30ή Ιουνίου 1946. Μια καθυστέρηση, ωστόσο, της εφαρμογής της διαταγής παρέτεινε την ζωή του συντάγματος μέχρι τον Αύγουστο. Το διάστημα αυτό έδωσε χρόνο στους επιτελείς της SAS να πείσουν τους ανωτέρους τους για την αναγκαιότητα συμμετοχής του συντάγματος στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο, που θα εξελισσόταν ως η πρώτη ανοικτή αλλά ανορθόδοξη σύγκρουση Ανατολής και Δύσης σε παγκόσμια κλίμακα και η μοναδική σε ευρωπαϊκό περιβάλλον, σε όλη την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.
Η SAS και η δημιουργία των ΛΟΚ
Ο ελληνικός Εμφύλιος είχε ξεσπάσει τον Μάρτιο του 1946. Μετά από επτά μήνες επιχειρήσεων, ήταν πλέον προφανές ότι το είδος του πολέμου (ανταρτοπόλεμος) απαιτούσε εκτός από τα συμβατικά και ανορθόδοξα δόγματα και τακτικές. Τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους, ο συνταγματάρχης Ανδρέας Καλλίνσκη πρότεινε και πέτυχε να λάβει έγκριση για την ίδρυση 40 Λόχων Ορεινών Καταδρομών (ΛΟΚ).
Είχε προηγηθεί η επίσκεψη στο Λονδίνο του στρατηγού Παναγιώτη Σπηλιοτόπουλου, ο οποίος συζήτησε το θέμα της ίδρυσης αυτών των ειδικών μονάδων. Η SAS αναγνώρισε αμέσως μια ευκαιρία για να αποδείξει την χρησιμότητά της στο νέο διεθνές περιβάλλον, ως αντιανταρτική δύναμη. Άλλωστε οι δεσμοί της SAS με την Ελλάδα ήταν στενότατες, εφόσον στην Βόρειο Αφρική στην διάρκεια του Β’ Π.Π. ο ελληνικός «Ιερός Λόχος» του Χριστόδουλου Τσιγάντε έδρασε ως μοίρα της μονάδας, και αργότερα απετέλεσε μοίρα της SBS σε καταδρομικές επιχειρήσεις στο Αιγαίο.
Τον Μάρτιο του 1947 δημιουργήθηκαν άλλοι 20 ΛΟΚ και άλλοι 20 τον Ιούνιο του ιδίου έτους, οι οποίοι εντάχθηκαν στις επίσης νεοϊδρυθείσες Α’, Β’, Γ’ και Δ’ Μοίρες Καταδρομών. Το σύνολο του εξοπλισμού και των υλικών των ΛΟΚ ήταν βρετανικής προέλευσης και περιλάμβανε τυφέκια Lee Enfield των 0.303, υποπολυβόλα Thompson M-1 των 0,45, πολυβόλα Browning των 0.303, τυφέκια Springfield των 0.30, υποπολυβόλα Sten των 9 χλστ., οπλοπολυβόλα Bren των 0.303 και όλμους των 2’’, 3’’ και 4.4’’ ιντσών.
Αξιωματικοί και υπαξιωματικοί της SAS συμβούλευαν στην εκπαίδευση των ΛΟΚ σε κέντρα εκπαίδευσης στην Πάρνηθα, την Βουλιαγμένη, τον Βόλο και την Κομοτηνή και στους χώρους ευθύνης των Α’, Β’ και Γ’ Σωμάτων Στρατού. Αρχικά η εκπαίδευση διαρκούσε έξι εβδομάδες και κατόπιν επιμηκύνθηκε κατά μια εβδομάδα. Εκτός από τα θέματα δολιοφθορών, εκρηκτικών και καταδρομικών τακτικών (στα οποία οι προερχόμενοι από τον Ιερό Λόχο Έλληνες αξιωματικοί είχαν μεγάλη εμπειρία), οι Βρετανοί επέμειναν στην ανάπτυξη διακλαδικού δόγματος, κάτι επαναστατικό για τα ελληνικά στρατιωτικά δεδομένα.
Συγκεκριμένα, οι SAS υποστήριζαν ότι οι καταδρομικές δυνάμεις θα έπρεπε να είναι οργανωμένες σε αυτόνομους και ταχυκίνητους λόχους των 82 ανδρών, οι οποίοι θα μπορούσαν να επιβιώσουν χωρίς διοικητική μέριμνα για μεγάλο χρονικό διάστημα, ανεφοδιαζόμενοι από τον αέρα, κατά το πρότυπο των μονάδων “Chindits”, που είχαν δράσει στις ζούγκλες της Βιρμανίας κατά των Ιαπώνων. Επιπλέον, πρότειναν οι ΛΟΚ να λαμβάνουν τακτικές πληροφορίες και να συνεργάζονται με την Πολεμική Αεροπορία, κατευθύνοντας αεροσκάφη δίωξης/ βομβαρδισμού και βομβαρδιστικά για να προσβάλλουν βάσεις των ανταρτών, στις οποίες θα είχαν πλησιάσει αθέατοι. Κατόπιν θα απαγκιστρώνονταν από την επαφή με τον αντίπαλο και θα αποχωρούσαν, συνεχίζοντας την περίπολο μακράς ακτίνας, αναζητώντας νέους στόχους.
Οι επιτελείς του ΓΕΣ, ωστόσο, με εξαίρεση τους εμπνευστές των ΛΟΚ, έδειχναν απρόθυμοι στο να αποστείλουν περιπόλους μακράς ακτίνας στα μετόπισθεν του ΔΣΕ, επιμένοντας ότι αυτές δεν θα μπορούσαν να επιβιώσουν χωρίς υποστήριξη σε ένα περιβάλλον που το γνώριζαν πολύ καλά οι αντάρτες. Παρ’ όλα αυτά, η εκπαίδευση των ΛΟΚ για κοινές επιχειρήσεις με την Πολεμική Αεροπορία ξεκίνησε υπό την αιγίδα της αποστολής της RAF τον Φεβρουάριο του 1947. Τον Απρίλιο οι ΛΟΚ αριθμούσαν πάνω από 3.000 άνδρες, που είχαν ήδη λάβει εκπαίδευση έξι εβδομάδων. Οι σκέψεις του επικεφαλής της αποστολής της RAF για ρίψη αλεξιπτωτιστών στα μετόπισθεν του ΔΣΕ, αν και ενδιαφέρουσες, κρίθηκαν μη εφαρμόσιμες. Ρίψεις ομοιωμάτων αλεξιπτωτιστών, ωστόσο, για παραπλάνηση των δυνάμεων του ΔΣΕ έλαβαν χώρα
στις συγκρούσεις στο Βίτσι.
Τα πρώτα αποτελέσματα των επιχειρήσεων των ΛΟΚ δεν κρίθηκαν καθόλου ικανοποιητικά και από το καλοκαίρι του 1947 η εκπαίδευση της SAS διεξήχθη και σε προχωρημένες μονάδες. Η διαταγή της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής να απόσχουν οι Βρετανοί εκπαιδευτές από την πολεμική ζώνη ευθύνης του Β’ και Γ’ Σώματος Στρατού, είχε χαλαρώσει αισθητά. Αναφέρεται ότι ο ταγματάρχης Ρ. Μ. Άρτσντεϊλ βρισκόταν ήδη αυτή την περίοδο στην 8η Μεραρχία Πεζικού, όπου διεξήγε εκπαίδευση και παρείχε συμβουλές κατά τις επιχειρήσεις. Ο Ταγματάρχης Κεπ της 2ης Μοίρας SAS βρισκόταν στον Βόλο, στο κέντρο εκπαίδευσης ΛΟΚ, αλλά κατά την διάρκεια αυτού του έτους και το 1948 μετέβη στις ζώνες επιχειρήσεων. Από τα τέλη του 1947, 92 και πλέον Βρετανοί αξιωματικοί και υπαξιωματικοί ενεπλάκησαν σε εκπαίδευση δυνάμεων του Εθνικού Στρατού για ανταρτοπόλεμο.
Η μετάβαση στο πεδίο της μάχης στοίχισε σε απώλειες. Στις 22 Μαΐου 1947, σε δρόμο 20 χλμ. βορειοδυτικά της Αλεξανδρούπολης ένα βρετανικό τζιπ έγινε στόχος πυρών που κατέληξαν στο θάνατο δύο οπλιτών. Αντάρτες περικύκλωσαν το όχημα και απήγαγαν τον αξιωματικό και τους υπολοίπους οπλίτες,τους οποίους απελευθέρωσαν την επομένη. Στις 10 Φεβρουαρίου 1948, ένας Βρετανός αξιωματικός σύνδεσμος έχασε τη ζωή του από πυρά όλμων.
Η αμερικανική εμπλοκή
Στα τέλη του 1947 η Αμερικανική Στρατιωτική Αποστολή ανέλαβε καθοριστικό πλέον ρόλο στην αναδιοργάνωση των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Το βρετανικό υπουργείο Εξωτερικό (Foreign Office) άρχισε να πιέζει πάλι την Βρετανική Στρατιωτική Αποστολή να μην δημοσιοποιεί την εκπαίδευση που παρεχόταν στους ΛΟΚ και την μετάβαση Βρετανών αξιωματικών σε προκεχωρημένες μονάδες του Εθνικού Στρατού. Κύριοι λόγοι αυτής της πολιτικής ήταν ο φόβος μήπως ο Στάλιν βρει αφορμή και στείλει «εθελοντές» για να ενισχύσουν τον ΔΣΕ, αλλά και η ανησυχία μήπως το αμερικανικό Κογκρέσο, βλέποντας την συνεχιζόμενη βρετανική εμπλοκή στα ελληνικά πράγματα, έθετε προσχώματα στην εφαρμογή του Σχεδίου Μάρσαλ.
Αρχικά οι Αμερικανοί επιτελείς υπό τον Στρατηγό Τζέιμς Βαν Φλιτ έδειξαν ενδιαφέρον για την μυστική βρετανική συμβολή στην εκπαίδευση και την ανάπτυξη των δογμάτων καταπολέμησης των ανταρτών. Οι Αμερικανοί όμως εστίαζαν την προσοχή τους στις συμβατικές δυνάμεις, και με την πάροδο του χρόνου έφεραν προσκόματα στην βρετανική συμβολή για την αναδιοργάνωση των Ενόπλων Δυνάμεων και του επιχειρησιακού σχεδιασμού. Αν και η Βρετανική Αποστολή ζήτησε στις αρχές Ιουλίου 1948 να αυξηθεί ο αριθμός των εκπαιδευόμενων καταδρομέων, ιδιαίτερα στον χειμερινό ορεινό αγώνα και την καταδίωξη των μονάδων του ΔΣΕ, ο Βαν Φλιτ αρνήθηκε και το ΓΕΣ εισάκουσε την άποψή του.
Οι απόρρητες ηθικές αμοιβές
Στοιχείο όλμου των 60 χλστ. των ΛΟΚ στην ορεινή Ελλάδα. |
Η Ημερήσια Διαταγή της 16ης Σεπτεμβρίου 1948 περιέλαβε τα ονόματα πέντε Βρετανών αξιωματικών, ανάμεσα τους ο Αντισυνταγματάρχης Χιούγκο Μέϊνελ, που του απενεμήθη ο Πολεμικός Σταυρός για τις υπηρεσίες του κατά τις μάχες στον Γράμμο. Παρ’ όλα αυτά, το Λονδίνο δεν μετέβαλε την στάση του για την μη αποδοχή πολεμικών μεταλλίων από Βρετανούς υπηκόους. Επερωτήσεις στην Βουλή των Κοινοτήτων για απονομή Πολεμικού Σταυρού στον αρχιλοχία Μπομπ Μπένετ της SAS, που συμμετείχε σε εκπαίδευση στην Ελλάδα μέχρι τις αρχές του 1949, προκάλεσε την αμηχανία της βρετανικής κυβέρνησης, που προέβαλε ασαφείς εξηγήσεις.
Τελικά ο Μπένετ έλαβε το πολεμικό μετάλλιο του το 1950, μέσω της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής. Οι Βρετανοί αξιωματικοί και υπαξιωματικοί δεν έλαβαν άδεια να φέρουν επίσημα τα μετάλλια που τους απονεμήθηκαν, ενώ από τα τέλη του 1948 η Αμερικανική Στρατιωτική Αποστολή πίεζε έντονα για την μη μετάβαση στην πολεμική ζώνη αξιωματικών συνδέσμων και εκπαιδευτών της Βρετανικής Αποστολής.
Η διαμόρφωση της τακτικής
Η συνεχής εκπαίδευση και ανάπτυξη τακτικών, οι επιχειρήσεις κατά του ΔΣΕ και τα διδάγματα τα οποία αποκόμισαν τόσο οι Έλληνες όσο και οι Βρετανοί επιτελείς διαμόρφωσαν τις αντιλήψεις τους για τις αποστολές που έπρεπε να αναλάβουν τα ΛΟΚ. Η αντίληψη που επικράτησε ήταν ότι οι Δυνάμεις Καταδρομών έπρεπε να θεωρούνται τμήμα του Πεζικού και να μην διαχωρίζονται από αυτό. Ήταν προφανές ότι λόγω της εκπαίδευσής τους οι ΛΟΚ θα αναλάμβαναν την επιθετική
αναγνώριση. Προβλεπόταν σε περίπτωση που μια περίπολος ερχόταν σε επαφή με δυνάμεις του ΔΣΕ να μην απαγκιστρώνεται και να ενημερώνει τον διοικητή της. Κύριος σκοπός ήταν να διεξαχθεί κυκλωτική κίνηση με ελιγμό των ΛΟΚ σε συνεργασία του με τις λοιπές μονάδες Πεζικού. Οι νυχτερινοί περίπολοι των ΛΟΚ δεν είχαν αυτόνομη λειτουργία, αλλά εντάσσονταν στην στρατηγική κυκλωτικού ελιγμού, και θα ακολουθούνταν από μονάδες Πεζικού, που θα τις υποστήριζαν με το πρώτο φως της ημέρας.
Ενώ οι συγκρούσεις είχαν εισέλθει στο τελικό τους στάδιο, ο αντιστράτηγος Κωνσταντίνος Βεντήρης σε έκθεση προς τον Στρατάρχη Αλέξανδρο Παπάγο (9/6/1949), που επιδόθηκε από τον Καλλίνσκη, αποκρυστάλλωσε τους επιχειρησιακούς σκοπούς των ΛΟΚ και το δόγμα επιχειρήσεών τους σε ορεινό αγώνα.
Οι προπαρασκευαστικές ενέργειες των ΛΟΚ θα ελάμβαναν χώρα δύο με τρεις εβδομάδες πριν την κύρια επιχείρηση και θα περιλάμβαναν:
1. Καταστροφή συγκοινωνιών.
2. Ανατίναξη αποθηκών πυρομαχικών.
3. Επιθέσεις σε περιπόλους του αντιπάλου.
4. Επιθέσεις σε σταθμούς διοικήσεως.
5. Τακτική συλλογή πληροφοριών.
6. Εκτέλεση «κατοπτεύσεων επιτελικής σημασίας».
7. Αρπαγή αιχμαλώτων και κατάληψη φυλακίων.
Το σύνολο των ενεργειών θα αποσκοπούσε στο «να εκνευρίζουν τον εχθρόν, στην σύγχυσιν και πτώσιν του ηθικού». Επίσης θα διεξάγονταν επιθέσεις σε οχυρώσεις προκειμένου «να υποχρεώσουν τον εχθρόν εις ενίσχυσιν του μετώπου του δια διαθέσεως και κατατμήσεως μέρους ή του συνόλου των εφεδρειών του». Κατά τις κύριες επιχειρήσεις, οι ΛΟΚ θα αναλάμβαναν την κατάληψη ζωτικών σημείων «δια αιφνιδιαστικής αστραπιαίας ενεργείας και [προκειμένου να] να δημιουργήσουν ευνοϊκήν βάσιν δια την είσοδον εις τον αγώνα των Ταγμάτων Πεζικού και την συνέχισιν εκ της βάσεως ταύτης βαθυτέρας επιθέσεως». Μετά την αρχική επαφή με τον αντίπαλο, οι ΛΟΚ θα έπρεπε «να εκμεταλλευθούν την επιτυχίαν και να εισδύσουν εις μέγα βάθος, εις τα νώτα της εχθρικής τοποθεσίας, προς εξάρθρωσιν και πλήρη σύγχυσιν της εχθρικής διατάξεως».
Σε κατάλληλο χώρο και χρόνο θα έπρεπε να διεξαχθεί «παραπλανητική επίθεσις ευρυτέρας εκτάσεως, με τον σκοπόν την αγκίστρωσιν δυνάμεων του εχθρού και των εφεδρειών του και διευκόλυνσιν ούτω της κυρίας επιθέσεως εις το εκλεγέν τμήμα του μετώπου».
Παρ’ όλα αυτά, ο Βεντήρης σημείωσε ότι οι ΛΟΚ δεν δύναντο να αποδώσουν περισσότερο από τις μονάδες Πεζικού στην καταδίωξη κινούμενων ή διασκορπισμένων ομάδων του ΔΣΕ. Θετικά αποτελέσματα θα αναμένονταν αν γινόταν «καλή εκμετάλλευσις της κτηθείσας πείρας και ικανότητος αυτών εις νυκτερινάς μετακινήσεις». Οι θέσεις του Βεντήρη αποκρυσταλλώθηκαν μετά από επιχειρήσεις των ΛΟΚ στις παραμονές των τελικών μαχών του Εμφυλίου, όταν η σύγκρουση είχε αποκτήσει περισσότερο συμβατικό απ’ ό,τι ανορθόδοξο χαρακτήρα.
Ο Βεντήρης, ως ένας παραδοσιακός επιτελάρχης συμβατικού πολέμου – σε αντίθεση με τον Καλλίνσκη – επιδίωκε οι ΛΟΚ να αναλάβουν ρόλο πρώτης δύναμης κρούσης κατά την έναρξη των επιχειρήσεων και να διεισδύσουν με ελιγμό στα νώτα του ΔΣΕ. Αντίθετα, η βρετανική προσέγγιση ήθελε την μυστική διείσδυση περιπόλων μακράς ακτίνας στα νώτα του αντιπάλου, είτε με την διέλευση φυσικών κωλυμάτων, που οι άνδρες των ΛΟΚ είχαν εκπαιδευθεί να διέρχονται (όπως απότομες πλαγιές), είτε με ρίψη αλεξιπτωτιστών.
Ο Βεντήρης επιδίωκε ευρείας κλίμακας παραπλανητική ενέργεια. Αν επιδίωκε παραπλανητική ενέργεια τακτικής φύσης ακόμη και με την χρήση ομοιωμάτων αλεξιπτωτιστών (όπως έγινε στη μάχη στο Βίτσι) θα το είχε αναφέρει στο υπόμνημά του προς τον Παπάγο. Ουσιαστικά το κείμενό του, αν και περιελάμβανε αποστολές Ειδικών Δυνάμεων, έκλινε προς την αντίληψη ότι οι ΛΟΚ θα έπρεπε να χρησιμοποιούνται περισσότερο ως συμβατική - αλλά άρτια εκπαιδευμένη - μονάδα Πεζικού και όχι να επιχειρούν στην δομή των 82μελών αυτόνομων περιπόλων μακράς ακτίνας. Όπως είχαν επισημάνει δύο χρόνια νωρίτερα οι Βρετανοί επιτελείς, οι Έλληνες ομόλογοί τους ανησυχούσαν ότι οι περίπολοι δεν θα κατάφερναν να επιβιώσουν εντός της περιοχής του αντιπάλου.
Η διάσωση της SAS
Επίσημα η SAS «αναστήθηκε» κατά την εξέγερση στην Μαλαισία, όπου το Υπουργείο Άμυνας της Βρετανίας παραδέχθηκε την χρησιμότητα της μονάδας για ειδικού τύπου επιχειρήσεις (και κατανικήθηκε, τελικά, η έχθρα του Συντάγματος των Αλεξιπτωτιστών απέναντι τη SAS). Όμως, από το 1945, το σύνταγμα πολέμησε ανορθόδοξα την στρατιωτική γραφειοκρατία που ήθελε την κατάργησή του. Αποδείχθηκε ότι την κρίσιμη χρονική περίοδο 1945-1947 η διορατικότητα των επιτελών της SAS ήταν πολύτιμη και η εμπλοκή της δύναμής τους ήταν κλιμακούμενη: πρώτα αποδέχθηκαν να αποστείλουν εθελοντές καταδρομείς σε μη πολεμικές αποστολές, όπως στις Μονάδες Αποζημιώσεων και εκλογικών παρατηρητών. Κατόπιν βρήκαν την ευκαιρία μέσω της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής, να έρθουν σε επαφή με Έλληνες επιτελείς και να συνδράμουν στο σχεδιασμό εκπαίδευσης, ανάπτυξης τακτικών κατά του ανταρτοπολέμου, πείθοντας τους για την ανάγκη εκπαίδευσης Ειδικών Δυνάμεων.
Παράλληλα, η SAS έδινε την μάχη στο Λονδίνο πιέζοντας για υποστήριξη από φίλα προσκείμενα στελέχη των Διευθύνσεων Πληροφοριών και Επιχειρήσεων. Όταν δε με το Σχέδιο Μάρσαλ και την σημαντική ενίσχυση της Αμερικανικής Αποστολής οι Αμερικάνοι εστίαζαν στην ανάπτυξη συμβατικού τύπου επιχειρήσεων, η SAS βρήκε ευκαιρία να εντείνει την εκπαίδευση των ΛΟΚ, οι επιτελείς των οποίων ήταν θετικά προσκείμενοι προς την βρετανική αντίληψη περί ειδικών επιχειρήσεων. Επισημαίνεται ότι στα τέλη της δεκαετίας του ’40, οι ΗΠΑ δεν διέθεταν κάτι αντίστοιχο της SAS για να το προτείνουν προς υιοθέτηση από το ΓΕΣ.
Ήταν δε αναμενόμενο οι πάντα ριψοκίνδυνοι Βρετανοί καταδρομείς να μην αυτοπεριοριστούν στα κέντρα εκπαίδευσης ΛΟΚ, αλλά να μεταβούν στις ζώνες επιχειρήσεων, υποστηρίζοντας την προκεχωρημένη - αλλά μυστική- εκπαίδευση.
Βιβλιογραφία
• Αρχεία WO 202/893, WO 202/946, WO178/74 Εθνικά Αρχεία, Λονδίνο.
• Αρχεία Εμφυλίου Πολέμου, (Αθήνα: ΓΕΣ/ΔΙΣ, 1998) Τόμ.13.
• Jones, Tim, Post War Counterinsurgency and the SAS, 1945-1952- A Special Type of Warfare (London: Franck Cass 2007).
• Jones, Tim, «British Army and Counter-Guerrilla Warfare in Greece, 1945-1949», Small Wars and Insurgencies, Vol.8, No.1, (Spring 1997).
• Jones, Tim, SAS: The First Secret Wars - The Unknown Years of Combat and Counterinsurgency (London: I.B.Tauris, 2010).
Το άρθρο του Παναγιώτη Δημητράκη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΜΑΧΕΣ & ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ τεύχος 9, Μάιος - Ιούνιος 2012, εκδ. ΔΥΡΟΣ ΕΠΕ, σελ. 8-19.
Ευχαριστώ τον φίλο του ιστολογίου Chris P. που μου υπέδειξε αυτό το άρθρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου