Το «παιδομάζωμα» από το ΚΚΕ και το «παιδοφύλαγμα» της Φρειδερίκης
Του Λουκιανου Χασιωτη*
Ο ρόλος των παιδιών στον ελληνικό Εμφύλιο δεν αποτελεί άγνωστο θέμα για όσους έζησαν ή μελέτησαν τα γεγονότα της εποχής, μολονότι απασχόλησε συστηματικά την ιστοριογραφία μόλις τις τελευταίες δεκαετίες. Κατά τη διάρκεια του πολέμου είχε αποτελέσει αντικείμενο της εκατέρωθεν προπαγανδιστικής εκστρατείας. Το «ζήτημα των παιδιών» αναδείχθηκε σε συστατικό στοιχείο της εθνικοφροσύνης, της οποίας η ορολογία στην περίπτωση αυτή τελικά επικράτησε: η επιχείρηση του ΚΚΕ για τη μετακίνηση Ελληνόπουλων στις Λαϊκές Δημοκρατίες της Ανατολικής Ευρώπης έμεινε γνωστή ως «παιδομάζωμα», ενώ η αντίστοιχη εκστρατεία του κυβερνητικού στρατοπέδου για τη συγκέντρωση παιδιών από τις εμπόλεμες περιοχές στις «παιδοπόλεις» της βασίλισσας Φρειδερίκης ως «παιδοφύλαγμα». Το ζήτημα διεθνοποιήθηκε και απασχόλησε διεθνή φόρα και τον ΟΗΕ, αλλά πρωτίστως αξιοποιήθηκε για προπαγανδιστικούς λόγους στο εσωτερικό, όπου και εξακολούθησε να απασχολεί άλλοτε σποραδικά κι άλλοτε συχνότερα τη δημόσια συζήτηση μέχρι τις μέρες μας.
Εκστρατείες σωτηρίας αλλά και προπαγάνδας
Η ανάμειξη των παιδιών στην πολιτική και στρατιωτική σύγκρουση του Εμφυλίου δεν αποτελεί βέβαια ελληνική ιδιαιτερότητα. Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα τα παιδιά σε ολόκληρο τον κόσμο συμμετείχαν άμεσα ή έμμεσα, ακούσια αλλά και εκούσια σε ολοκληρωτικούς πολέμους, επαναστάσεις και εμφύλιες συγκρούσεις. Τα γεγονότα αυτά εξέθεσαν τα παιδιά σε θανάσιμους κινδύνους: την πείνα και τις επιδημίες, τις εχθροπραξίες και τους βομβαρδισμούς, τα αντίποινα, τους εκτοπισμούς αλλά και τη γενοκτονία. Τα κράτη (αλλά και άλλοι πολιτικοί και κοινωνικοί φορείς, όπως κόμματα, αντιστασιακές οργανώσεις, η Εκκλησία) αναγκάστηκαν να εφαρμόσουν ευρύτερα προγράμματα παιδικής πρόνοιας, που περιλάμβαναν και την έννοια της πνευματικής, ηθικής και ιδεολογικής διαπαιδαγώγησης των ανηλίκων: τα παιδιά ως «μέλλον του έθνους» ή του «λαού» έπρεπε να μεγαλώσουν με βάση τις αρχές και τις αξίες του φορέα που τα «προστάτευε» και να τις διαδώσουν στη συνέχεια στην υπόλοιπη κοινωνία. Αυτό ήταν ιδιαίτερα σημαντικό, ειδικά για εκείνα που υπήρξαν θύματα του πολέμου, είχαν μείνει ορφανά, άστεγα ή είχαν εκτοπιστεί από τον τόπο τους και αντιμετωπίζονταν ως δυνάμει κίνδυνος για την κοινωνική σταθερότητα και την ασφάλεια των καθεστώτων.
Παράλληλα, η ανάληψη της ανατροφής των παιδιών από το κράτος εξυπηρετούσε την απρόσκοπτη στράτευση της γυναίκας για τις πολεμικές ανάγκες, στο μέτωπο ή στα μετόπισθεν. Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου οι βρετανικές αρχές μετακίνησαν περισσότερα από 1,5 εκατομμύριο παιδιά από τις πόλεις, προκειμένου να τα γλιτώσουν από τους γερμανικούς βομβαρδισμούς αλλά και για να απασχοληθούν οι μητέρες τους στην πολεμική βιομηχανία. Νωρίτερα, για τους ίδιους λόγους, οι Ισπανοί Δημοκρατικοί είχαν μετακινήσει στο εξωτερικό πάνω από 35.000 παιδιά από τις πόλεις που ήλεγχαν, ιδιαίτερα μετά τον διαβόητο βομβαρδισμό της βασκικής πόλης Γκερνίκα (1937). Στο εσωτερικό της Ισπανίας, οι Εθνικιστές συγκρότησαν ειδικά κέντρα για την παιδική προστασία, τις «εστίες» της Κοινωνικής Πρόνοιας (Auxilio Social), αντίστοιχα από πολλές απόψεις με τις μεταγενέστερες «παιδοπόλεις» της Φρειδερίκης.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της UNESCO, στην Ελλάδα την εποχή του Εμφυλίου ζούσαν περίπου 380.000 ορφανά παιδιά από τον έναν ή και τους δύο γονείς. Ο υποσιτισμός και οι επιδημίες, η εγκατάλειψη και η ορφάνια, η εμπλοκή στις συνεχιζόμενες εχθροπραξίες και στη διαδεδομένη βία απειλούσαν τον ανήλικο πληθυσμό της υπαίθρου με πραγματική ανθρωπιστική καταστροφή. Κάτω από τις συνθήκες αυτές, οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές ανέπτυξαν τις δικές τους ιδιαίτερες εκστρατείες για τα «παιδιά-θύματα του πολέμου». Οι εκστρατείες αυτές ανταποκρίνονταν σε πραγματικές ανθρωπιστικές ανάγκες των ανηλίκων της χώρας και σε πολλές περιπτώσεις αποδείχθηκαν σωτήριες για όσα συμμετείχαν σε αυτές. Ταυτόχρονα, αμφότερες αποτέλεσαν μέρος της στρατηγικής και της προπαγάνδας των δύο πλευρών.
Αγώνας δρόμου ανάμεσα στις δύο αντιμαχόμενες πλευρές
Η πρωτοβουλία για την περίθαλψη των παιδιών-θυμάτων του πολέμου ανήκει στη βασίλισσα Φρειδερίκη, η οποία τον Ιούλιο του 1947 ίδρυσε τον Ερανο «Πρόνοια Βορείων Επαρχιών Ελλάδος», περισσότερο γνωστό ως «Ερανο της Βασίλισσας». Σκοπός του Εράνου ήταν η περίθαλψη των ορφανών και άπορων παιδιών της υπαίθρου, κυρίως των «ανταρτόπληκτων» οικογενειών. Μέχρι το τέλος του έτους είχαν ιδρυθεί πέντε ειδικά κέντρα, οι «παιδοπόλεις», με σκοπό την περίθαλψη, σίτιση, στέγαση και εκπαίδευση ανηλίκων. Ωστόσο η εκστρατεία του Εράνου απέκτησε νέο ρόλο στις αρχές του 1948, μετά την εξαγγελία από την προσωρινή κυβέρνηση του βουνού τής μετακίνησης παιδιών από τις εμπόλεμες περιοχές στις Λαϊκές Δημοκρατίες, με βασικό επιχείρημα τη σωτηρία τους από την πείνα και τους βομβαρδισμούς των κυβερνητικών δυνάμεων. Σε αυτό το σημείο ξεκίνησε ένας αγώνας δρόμου ανάμεσα στις δύο πλευρές, για το ποια θα προλάβει να συγκεντρώσει πρώτη τα περισσότερα παιδιά, με τη μία να κατηγορεί την άλλη για απαγωγή, εγκλεισμό, ακόμα και εθνοκτονία της ελληνικής νεολαίας. Η υπόθεση παραμένει αμφιλεγόμενη, αλλά οι μέχρι τώρα μελέτες και η διασταύρωση γραπτών και προφορικών πηγών μάς βοηθούν να βγάλουμε κάποια γενικά συμπεράσματα:
α) Μολονότι υπήρξαν πράγματι περιπτώσεις αναγκαστικών μετακινήσεων ανηλίκων της υπαίθρου είτε προς το εξωτερικό είτε προς το εσωτερικό από τους αντάρτες και από τον κυβερνητικό στρατό, αυτές αποτελούσαν μάλλον εξαιρέσεις παρά τον κανόνα. Τα περισσότερα από τα παιδιά του «παιδομαζώματος» είχαν γονείς αντάρτες ή ήδη εξόριστους στα γειτονικά βαλκανικά κράτη. Αλλά και στις παιδοπόλεις, η είσοδος ήταν τις περισσότερες φορές εθελοντική.
β) Κανένα από τα δύο στρατόπεδα δεν είχε τη δυνατότητα για μαζική μετακίνηση ανηλίκων. Αντίθετα, σύμφωνα με τις περισσότερες εκτιμήσεις, ο συνολικός αριθμός παιδιών που μετακινήθηκαν στο εξωτερικό ή στα ιδρύματα του Εράνου κατά την περίοδο του Εμφυλίου είναι μικρότερος των 50.000 (συμπεριλαμβανομένων και όσων κατέφυγαν την ίδια εποχή ή νωρίτερα με τις οικογένειές τους στις γειτονικές χώρες). Η συμβολική τους σημασία όμως είχε μεγαλύτερη βαρύτητα από τον πραγματικό τους αριθμό. Η περίθαλψη των παιδιών που αποτελούσαν το «μέλλον του έθνους» αποσκοπούσε στο να καταδείξει ποιος ήταν πραγματικά ο κατάλληλος για να αναλάβει τον ρόλο του «προστάτη» της νεολαίας. Αντίστροφα, η δαιμονοποίηση του αντιπάλου μέσω της προπαγάνδας για τη «σωτηρία του παιδιού» στόχευε στην απαξίωσή του, ως εχθρού της νέας γενιάς και, τελικά, ως υπονομευτή του μέλλοντος της ίδιας της πατρίδας.
γ) Για πολλά παιδιά η μετακίνηση μακριά από τον τόπο τους και ο χωρισμός με τους οικείους τους και κυρίως τη μητέρα τους υπήρξε ένα δραματικό γεγονός που άφησε ανεξίτηλα τραύματα στις ψυχές τους. Οι περιπέτειες και τα δεινά για τους ανηλίκους που βρέθηκαν εκτός επικράτειας συνεχίστηκαν για αρκετά χρόνια ακόμα, μέχρι να εγκατασταθούν τελικά μόνιμα, συνήθως σε κάποια ανατολικοευρωπαϊκή χώρα. Πολλοί τρόφιμοι των παιδοπόλεων αναγκάστηκαν να αλλάξουν αρκετές φορές ιδρύματα μέχρι να ενηλικιωθούν και αρκετοί δυσκολεύτηκαν να επανενταχθούν στη μετεμφυλιακή ελληνική κοινωνία, αναζητώντας ενίοτε διέξοδο στη μετανάστευση. Ταυτόχρονα όμως η μετακίνηση όλων αυτών από την ελληνική ύπαιθρο σήμαινε πολύ συχνά σωτηρία, ευκαιρία για μόρφωση και για μια καλύτερη ζωή.
δ) Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τόσο στις παιδοπόλεις της Φρειδερίκης όσο και στα παιδικά κέντρα της Ανατολικής Ευρώπης καταβλήθηκε προσπάθεια διαπαιδαγώγησης των παιδιών με βάση τις αξίες των «προστατών» τους. Ενίοτε η διαπαιδαγώγηση αυτή ισοδυναμούσε με άμεση ιδεολογική κατήχηση. Ωστόσο η πραγματικότητα φαίνεται να διαφέρει αρκετά από τις εκατέρωθεν καταγγελίες: ούτε το ΚΚΕ επιδίωκε να αφελληνίσει και να κάνει «γενίτσαρους» τους ανήλικους που μετακίνησε ούτε οι παιδοπόλεις αποτελούσαν τα «χιτλερικά στρατόπεδα συγκέντρωσης της Φρίκης» (δηλ. της Φρειδερίκης), σύμφωνα με την κομμουνιστική προπαγάνδα. Επιπλέον, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι η ιδεολογική διαπαιδαγώγηση στα κέντρα αυτά δεν διέφερε πολύ από εκείνη που δέχονταν οι υπόλοιποι μαθητές στα ελληνικά ή ανατολικοευρωπαϊκά, αντίστοιχα, σχολεία της εποχής. Ισως αυτό που περισσότερο αξίζει να εξετάσουμε, ειδικά στη λειτουργία των παιδοπόλεων, είναι ο ημιστρατιωτικός και φρονηματικός τους χαρακτήρας, με στόχο τον σωματικό και πνευματικό έλεγχο των τροφίμων, μέσω της αυστηρής τήρησης της ιεραρχίας, της πειθαρχίας και της κανονικοποίησης της καθημερινότητάς τους, με ό,τι δηλαδή περιγράφει ο Φουκό ως κατασκευή «πειθήνιων σωμάτων», αναφερόμενος στη λειτουργία και τον ρόλο των κλειστών ιδρυμάτων της νεότερης εποχής.
Μεικτή ευλογία
Το αυξανόμενο πολιτικό ενδιαφέρον για την παιδική μέριμνα στον 20ό αιώνα υπήρξε τελικά μεικτή ευλογία. Από τη μία πλευρά, αναβάθμισε αναμφίβολα την περίθαλψη των ανηλίκων. Από την άλλη, έκανε τα παιδιά-θύματα του πολέμου εύκολους στόχους παρεμβάσεων πολιτικών και επιστημόνων, για ιδεολογικούς στην πραγματικότητα λόγους. Οι παρεμβάσεις αυτές δεν έγιναν βέβαια ούτε με δική τους επιλογή ούτε και των γονέων τους, αλλά από κυβερνητικές, κομματικές ή εκκλησιαστικές αρχές που έδειξαν μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τον συμβολικό ρόλο των παιδιών με αναφορά στο μέλλον, παρά στις τρέχουσες ανάγκες τους για τροφή, φροντίδα και αγάπη.
* Ο κ. Λουκιανός Χασιώτης είναι επίκουρος καθηγητής Νεότερης Ιστορίας στο ΑΠΘ.
Του Λουκιανου Χασιωτη*
Εκστρατείες σωτηρίας αλλά και προπαγάνδας
Η ανάμειξη των παιδιών στην πολιτική και στρατιωτική σύγκρουση του Εμφυλίου δεν αποτελεί βέβαια ελληνική ιδιαιτερότητα. Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα τα παιδιά σε ολόκληρο τον κόσμο συμμετείχαν άμεσα ή έμμεσα, ακούσια αλλά και εκούσια σε ολοκληρωτικούς πολέμους, επαναστάσεις και εμφύλιες συγκρούσεις. Τα γεγονότα αυτά εξέθεσαν τα παιδιά σε θανάσιμους κινδύνους: την πείνα και τις επιδημίες, τις εχθροπραξίες και τους βομβαρδισμούς, τα αντίποινα, τους εκτοπισμούς αλλά και τη γενοκτονία. Τα κράτη (αλλά και άλλοι πολιτικοί και κοινωνικοί φορείς, όπως κόμματα, αντιστασιακές οργανώσεις, η Εκκλησία) αναγκάστηκαν να εφαρμόσουν ευρύτερα προγράμματα παιδικής πρόνοιας, που περιλάμβαναν και την έννοια της πνευματικής, ηθικής και ιδεολογικής διαπαιδαγώγησης των ανηλίκων: τα παιδιά ως «μέλλον του έθνους» ή του «λαού» έπρεπε να μεγαλώσουν με βάση τις αρχές και τις αξίες του φορέα που τα «προστάτευε» και να τις διαδώσουν στη συνέχεια στην υπόλοιπη κοινωνία. Αυτό ήταν ιδιαίτερα σημαντικό, ειδικά για εκείνα που υπήρξαν θύματα του πολέμου, είχαν μείνει ορφανά, άστεγα ή είχαν εκτοπιστεί από τον τόπο τους και αντιμετωπίζονταν ως δυνάμει κίνδυνος για την κοινωνική σταθερότητα και την ασφάλεια των καθεστώτων.
Παράλληλα, η ανάληψη της ανατροφής των παιδιών από το κράτος εξυπηρετούσε την απρόσκοπτη στράτευση της γυναίκας για τις πολεμικές ανάγκες, στο μέτωπο ή στα μετόπισθεν. Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου οι βρετανικές αρχές μετακίνησαν περισσότερα από 1,5 εκατομμύριο παιδιά από τις πόλεις, προκειμένου να τα γλιτώσουν από τους γερμανικούς βομβαρδισμούς αλλά και για να απασχοληθούν οι μητέρες τους στην πολεμική βιομηχανία. Νωρίτερα, για τους ίδιους λόγους, οι Ισπανοί Δημοκρατικοί είχαν μετακινήσει στο εξωτερικό πάνω από 35.000 παιδιά από τις πόλεις που ήλεγχαν, ιδιαίτερα μετά τον διαβόητο βομβαρδισμό της βασκικής πόλης Γκερνίκα (1937). Στο εσωτερικό της Ισπανίας, οι Εθνικιστές συγκρότησαν ειδικά κέντρα για την παιδική προστασία, τις «εστίες» της Κοινωνικής Πρόνοιας (Auxilio Social), αντίστοιχα από πολλές απόψεις με τις μεταγενέστερες «παιδοπόλεις» της Φρειδερίκης.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της UNESCO, στην Ελλάδα την εποχή του Εμφυλίου ζούσαν περίπου 380.000 ορφανά παιδιά από τον έναν ή και τους δύο γονείς. Ο υποσιτισμός και οι επιδημίες, η εγκατάλειψη και η ορφάνια, η εμπλοκή στις συνεχιζόμενες εχθροπραξίες και στη διαδεδομένη βία απειλούσαν τον ανήλικο πληθυσμό της υπαίθρου με πραγματική ανθρωπιστική καταστροφή. Κάτω από τις συνθήκες αυτές, οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές ανέπτυξαν τις δικές τους ιδιαίτερες εκστρατείες για τα «παιδιά-θύματα του πολέμου». Οι εκστρατείες αυτές ανταποκρίνονταν σε πραγματικές ανθρωπιστικές ανάγκες των ανηλίκων της χώρας και σε πολλές περιπτώσεις αποδείχθηκαν σωτήριες για όσα συμμετείχαν σε αυτές. Ταυτόχρονα, αμφότερες αποτέλεσαν μέρος της στρατηγικής και της προπαγάνδας των δύο πλευρών.
Αγώνας δρόμου ανάμεσα στις δύο αντιμαχόμενες πλευρές
Η πρωτοβουλία για την περίθαλψη των παιδιών-θυμάτων του πολέμου ανήκει στη βασίλισσα Φρειδερίκη, η οποία τον Ιούλιο του 1947 ίδρυσε τον Ερανο «Πρόνοια Βορείων Επαρχιών Ελλάδος», περισσότερο γνωστό ως «Ερανο της Βασίλισσας». Σκοπός του Εράνου ήταν η περίθαλψη των ορφανών και άπορων παιδιών της υπαίθρου, κυρίως των «ανταρτόπληκτων» οικογενειών. Μέχρι το τέλος του έτους είχαν ιδρυθεί πέντε ειδικά κέντρα, οι «παιδοπόλεις», με σκοπό την περίθαλψη, σίτιση, στέγαση και εκπαίδευση ανηλίκων. Ωστόσο η εκστρατεία του Εράνου απέκτησε νέο ρόλο στις αρχές του 1948, μετά την εξαγγελία από την προσωρινή κυβέρνηση του βουνού τής μετακίνησης παιδιών από τις εμπόλεμες περιοχές στις Λαϊκές Δημοκρατίες, με βασικό επιχείρημα τη σωτηρία τους από την πείνα και τους βομβαρδισμούς των κυβερνητικών δυνάμεων. Σε αυτό το σημείο ξεκίνησε ένας αγώνας δρόμου ανάμεσα στις δύο πλευρές, για το ποια θα προλάβει να συγκεντρώσει πρώτη τα περισσότερα παιδιά, με τη μία να κατηγορεί την άλλη για απαγωγή, εγκλεισμό, ακόμα και εθνοκτονία της ελληνικής νεολαίας. Η υπόθεση παραμένει αμφιλεγόμενη, αλλά οι μέχρι τώρα μελέτες και η διασταύρωση γραπτών και προφορικών πηγών μάς βοηθούν να βγάλουμε κάποια γενικά συμπεράσματα:
α) Μολονότι υπήρξαν πράγματι περιπτώσεις αναγκαστικών μετακινήσεων ανηλίκων της υπαίθρου είτε προς το εξωτερικό είτε προς το εσωτερικό από τους αντάρτες και από τον κυβερνητικό στρατό, αυτές αποτελούσαν μάλλον εξαιρέσεις παρά τον κανόνα. Τα περισσότερα από τα παιδιά του «παιδομαζώματος» είχαν γονείς αντάρτες ή ήδη εξόριστους στα γειτονικά βαλκανικά κράτη. Αλλά και στις παιδοπόλεις, η είσοδος ήταν τις περισσότερες φορές εθελοντική.
β) Κανένα από τα δύο στρατόπεδα δεν είχε τη δυνατότητα για μαζική μετακίνηση ανηλίκων. Αντίθετα, σύμφωνα με τις περισσότερες εκτιμήσεις, ο συνολικός αριθμός παιδιών που μετακινήθηκαν στο εξωτερικό ή στα ιδρύματα του Εράνου κατά την περίοδο του Εμφυλίου είναι μικρότερος των 50.000 (συμπεριλαμβανομένων και όσων κατέφυγαν την ίδια εποχή ή νωρίτερα με τις οικογένειές τους στις γειτονικές χώρες). Η συμβολική τους σημασία όμως είχε μεγαλύτερη βαρύτητα από τον πραγματικό τους αριθμό. Η περίθαλψη των παιδιών που αποτελούσαν το «μέλλον του έθνους» αποσκοπούσε στο να καταδείξει ποιος ήταν πραγματικά ο κατάλληλος για να αναλάβει τον ρόλο του «προστάτη» της νεολαίας. Αντίστροφα, η δαιμονοποίηση του αντιπάλου μέσω της προπαγάνδας για τη «σωτηρία του παιδιού» στόχευε στην απαξίωσή του, ως εχθρού της νέας γενιάς και, τελικά, ως υπονομευτή του μέλλοντος της ίδιας της πατρίδας.
γ) Για πολλά παιδιά η μετακίνηση μακριά από τον τόπο τους και ο χωρισμός με τους οικείους τους και κυρίως τη μητέρα τους υπήρξε ένα δραματικό γεγονός που άφησε ανεξίτηλα τραύματα στις ψυχές τους. Οι περιπέτειες και τα δεινά για τους ανηλίκους που βρέθηκαν εκτός επικράτειας συνεχίστηκαν για αρκετά χρόνια ακόμα, μέχρι να εγκατασταθούν τελικά μόνιμα, συνήθως σε κάποια ανατολικοευρωπαϊκή χώρα. Πολλοί τρόφιμοι των παιδοπόλεων αναγκάστηκαν να αλλάξουν αρκετές φορές ιδρύματα μέχρι να ενηλικιωθούν και αρκετοί δυσκολεύτηκαν να επανενταχθούν στη μετεμφυλιακή ελληνική κοινωνία, αναζητώντας ενίοτε διέξοδο στη μετανάστευση. Ταυτόχρονα όμως η μετακίνηση όλων αυτών από την ελληνική ύπαιθρο σήμαινε πολύ συχνά σωτηρία, ευκαιρία για μόρφωση και για μια καλύτερη ζωή.
δ) Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τόσο στις παιδοπόλεις της Φρειδερίκης όσο και στα παιδικά κέντρα της Ανατολικής Ευρώπης καταβλήθηκε προσπάθεια διαπαιδαγώγησης των παιδιών με βάση τις αξίες των «προστατών» τους. Ενίοτε η διαπαιδαγώγηση αυτή ισοδυναμούσε με άμεση ιδεολογική κατήχηση. Ωστόσο η πραγματικότητα φαίνεται να διαφέρει αρκετά από τις εκατέρωθεν καταγγελίες: ούτε το ΚΚΕ επιδίωκε να αφελληνίσει και να κάνει «γενίτσαρους» τους ανήλικους που μετακίνησε ούτε οι παιδοπόλεις αποτελούσαν τα «χιτλερικά στρατόπεδα συγκέντρωσης της Φρίκης» (δηλ. της Φρειδερίκης), σύμφωνα με την κομμουνιστική προπαγάνδα. Επιπλέον, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι η ιδεολογική διαπαιδαγώγηση στα κέντρα αυτά δεν διέφερε πολύ από εκείνη που δέχονταν οι υπόλοιποι μαθητές στα ελληνικά ή ανατολικοευρωπαϊκά, αντίστοιχα, σχολεία της εποχής. Ισως αυτό που περισσότερο αξίζει να εξετάσουμε, ειδικά στη λειτουργία των παιδοπόλεων, είναι ο ημιστρατιωτικός και φρονηματικός τους χαρακτήρας, με στόχο τον σωματικό και πνευματικό έλεγχο των τροφίμων, μέσω της αυστηρής τήρησης της ιεραρχίας, της πειθαρχίας και της κανονικοποίησης της καθημερινότητάς τους, με ό,τι δηλαδή περιγράφει ο Φουκό ως κατασκευή «πειθήνιων σωμάτων», αναφερόμενος στη λειτουργία και τον ρόλο των κλειστών ιδρυμάτων της νεότερης εποχής.
Μεικτή ευλογία
Το αυξανόμενο πολιτικό ενδιαφέρον για την παιδική μέριμνα στον 20ό αιώνα υπήρξε τελικά μεικτή ευλογία. Από τη μία πλευρά, αναβάθμισε αναμφίβολα την περίθαλψη των ανηλίκων. Από την άλλη, έκανε τα παιδιά-θύματα του πολέμου εύκολους στόχους παρεμβάσεων πολιτικών και επιστημόνων, για ιδεολογικούς στην πραγματικότητα λόγους. Οι παρεμβάσεις αυτές δεν έγιναν βέβαια ούτε με δική τους επιλογή ούτε και των γονέων τους, αλλά από κυβερνητικές, κομματικές ή εκκλησιαστικές αρχές που έδειξαν μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τον συμβολικό ρόλο των παιδιών με αναφορά στο μέλλον, παρά στις τρέχουσες ανάγκες τους για τροφή, φροντίδα και αγάπη.
* Ο κ. Λουκιανός Χασιώτης είναι επίκουρος καθηγητής Νεότερης Ιστορίας στο ΑΠΘ.
Αναδημοσίευση από http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_ell_2_01/07/2012_487564
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου