Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011

Η κυβέρνηση εθνικής ενότητας και η συμβολή του Α.Σβώλου, ως υπουργού των οικονομικών, στο πρόγραμμα οικονομικής αποκατάστασης



Παναγιώτης Μαντζούφας, Επίκουρος καθηγητής Νομικής στο Α.Π.Θ.

Η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του Γ. Παπανδρέου σχηματίστηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 1944 σε ένα χωριό της Ιταλίας, υπό αντίξοες συνθήκες. Στα μέλη της που προέρχονταν από την αντίσταση ανατέθηκαν Υπουργεία οικονομικού περιεχομένου. Ο Αλ. Σβώλος ανέλαβε το Υπουργείο των Οικονομικών και έβαλε ως πρωταρχικό του στόχο την νομισματική σταθερότητα.
Η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του Γ. Παπανδρέου σχηματίστηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 1944 σε ένα χωριό της Ιταλίας, υπό αντίξοες συνθήκες.
Στην κυβέρνηση μετείχαν μέλη και υποστηρικτές (π.χ. Θεμιστοκλής Τσάτσος, Γεώργιος Καρτάλης, Φίλιππος Δραγούμης) που επεδίωκαν μια αναμόρφωση του προπολεμικού πολιτικού και οικονομικού περιβάλλοντος, η οποία θα περνούσε μέσα από την αποκατάσταση των κοινοβουλευτικών θεσμών. Ωστόσο η όποια μεταρρύθμιση επιδιώκονταν, θα έπρεπε να γίνει μέσα από μια εσωτερική σύγκρουση με το ΕΑΜ, μέλη του οποίου μετείχαν στην κυβέρνηση. Ήταν σαφές, λοιπόν, ότι η ενότητα κρέμονταν κυριολεκτικά από μια κλωστή, καθώς στην Ελλάδα είχε εμπεδωθεί η αντίληψη ότι οδεύουμε προς εμφύλια σύγκρουση.
Το ΕΑΜ κυριαρχούσε στην επαρχία και τους περιφερειακούς δήμους της Αθήνας, ενώ οι δυνάμεις κατοχής και τα τάγματα ασφαλείας κατείχαν το κέντρο της πρωτεύουσας. Οι αψιμαχίες, οι καθημερινές στρατιωτικές αναμετρήσεις περιορισμένης έκτασης, οι δημόσιοι απαγχονισμοί και οι συνοπτικές εκτελέσεις ήταν συνηθισμένα φαινόμενα στην προάστια της Αθήνας και του Πειραιά, ενώ παράλληλα γίνονταν οι τελευταίες προσπάθειες των Γερμανών, με τα γνωστά «μπλόκα», να μεταφέρουν εργάτες από την Ελλάδα σε άλλα μέτωπα. Στα τέλη του ίδιου μήνα (28/9/1944) υπογράφεται στην Καζέρτα της Ιταλίας -όπου στο μεταξύ είχε μεταφερθεί η εξόριστη κυβέρνηση- συμφωνία που αναθέτει στο Βρετανό στρατηγό Ρ. Σκόμπι την γενική διοίκηση του συνόλου των στρατιωτικών δυνάμεων(Ελλήνων και Βρετανών) που βρίσκονταν στην Ελλάδα(Μαργαρίτης, 2005, σ. 148). Ωστόσο οι Βρετανοί δεν διέθεταν στην Ελλάδα ικανούς συμμάχους μετά την απελευθέρωση. Πολιτικοί τους σύμμαχοι ήταν ο έκπτωτος βασιλιάς και οι προπολεμικές πολιτικές ελίτ, που σχημάτιζαν τις εξόριστες κυβερνήσεις της Μέσης Ανατολής, οι οποίοι όμως διέθεταν μικρή επιρροή και αμφιλεγόμενο κύρος στην ελληνική κοινωνία (Πιζάνιας, σ. 192-193). Αντίθετα το ΕΑΜ διέθετε ένα αναμφισβήτητο κοινωνικό και στρατιωτικό πλεονέκτημα που συνίστατο στο ηθικό του κύρος ως αντιστασιακής οργάνωσης και στις αποδεδειγμένες στρατιωτικές του δυνατότητες.     
Επομένως η ανάθεση αυτή, μολονότι η ώρα της απελευθέρωσης πλησίαζε και οι Βρετανοί είχαν το φωτοστέφανο των ηγετών της αντίστασης κατά του άξονα, αντιμετωπίστηκε με εύλογη δυσπιστία από την ηγεσία του εαμογενούς αντιστασιακού κινήματος. Η στάση αυτή ήταν δικαιολογημένη, καθώς ήδη από την συμφωνία του Λιβάνου οι Βρετανοί άρχισαν να δείχνουν τις πραγματικές τους προθέσεις απέναντι στο ΕΑΜ. Ο Μ. Μαζάουερ διαπιστώνει χαρακτηριστικά: «…στην πραγματικότητα, ο βαθύτερος τόνος της βρετανικής πολιτικής ήταν εξαρχής αντικομμουνιστικός. Το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ το αντιμετώπιζαν σαν ένα κίνημα που κυβερνώνταν από τους κομμουνιστές και η συνύπαρξη μαζί του εν καιρώ ειρήνης θα αποδεικνύονταν μάλλον αδύνατη. Στρατιωτικές προτεραιότητες είχαν κάνει αναγκαία την βρετανική υποστήριξη και ενθάρρυνση του ΕΛΑΣ για ορισμένο διάστημα, και είχαν συσκοτίσει το θεμελιώδη ανταγωνισμό μεταξύ τους. Καθώς πλησίαζε η απελευθέρωση, ο ανταγωνισμός αυτός γινόταν πιο αισθητός, προς όφελος κυρίως των ταγμάτων ασφαλείας» (Μαζάουερ,1994, σ. 359).      
Οι οδομαχίες μεταξύ ταγματασφαλιτών, χωροφυλάκων και ανταρτών της πόλης συνεχίστηκαν στην Αθήνα ως την απελευθέρωση, τον Οκτώβριο. Ένα από τα πρώτα προβλήματα της κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου ήταν το πως θα ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις εσωτερικής ασφάλειας, με δεδομένο ότι η χωροφυλακή συγκέντρωνε έντονη λαϊκή απέχθεια και η αντικρουόμενες παρατάξεις σχεδίαζαν εκατέρωθεν τον έλεγχο των οργάνων που θα επέβαλλαν την τάξη (Μαζάουερ, 1994, σ. 380). Η απελευθέρωση, με την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων (12 Οκτωβρίου) από την Αθήνα, ήλθε μέσα σε συνθήκες ξέφρενης χαράς, αλλά βρήκε και τη χώρα βαθύτατα διχασμένη. Η απεγνωσμένη προσπάθεια του Γ.Παπανδρέου -που αποβιβάστηκε στον Πειραιά με την κυβέρνησή του λίγες μέρες μετά (18-10-1944)- στον περίφημο πανηγυρικό λόγο της απελευθέρωσης, να γεφυρώσει το χάσμα του διχασμού, μιλώντας ισότιμα για «λαοκρατία» και για «Μεγάλη Ελλάδα» αποδείχθηκε κούφιο ρητορικό σχήμα(Μαργαρίτης, 2005, σ. 150).  
Υπό της συνθήκες της επαπειλούμενης ανοιχτής σύγκρουσης, το έργο της κυβέρνησης ήταν ιδιαίτερα δύσκολο και συμπυκνώνονταν στη λέξη ανασυγκρότηση εκ θεμελίων. Ειδικά στους Υπουργούς που προέρχονταν από την αντίσταση, είχαν ανατεθεί Υπουργεία οικονομικού περιεχομένου. Ο Α. Σβώλος είχε αναλάβει το Υπουργείο των Οικονομικών και έβαλε ως πρωταρχικό του στόχο την νομισματική σταθερότητα. Δεν ήταν μόνο οι ανύπαρκτες υποδομές και ο υπέρογκος πληθωρισμός που είχε να αντιμετωπίσει, όσο η απουσία εμπιστοσύνης στους κεντρικούς κρατικούς μηχανισμούς. Τα δάνεια του τραπεζικού συστήματος προς τους κατακτητές και οι δημόσιες και ιδιωτικές περιουσίες που είχαν καταστραφεί, έδιναν απλώς το μετρήσιμο μέγεθος της καταστροφής (Χατζηιωσήφ, τόμος Γ2 σ. 216). Το σημαντικότερο ήταν η πλήρης ρήξη του κοινωνικού ιστού και η απότομη υλική και ηθική εκμηδένιση κοινωνικών ομάδων σε συνδυασμό με τη εξίσου απότομη εισοδηματική άνοδο όσων επωφελήθηκαν. Αυτές οι ακραίες εισοδηματικές ανισότητες και οι κοινωνικοοικονομικές ανακατατάξεις που επέφεραν, αναζωπύρωσαν μίση και εντάσεις και ουσιαστικά συνέβαλαν στην δημιουργία ενός κλίματος ευνοϊκού για εμφύλια αντιπαράθεση.
Επιπλέον το επισιτιστικό πρόβλημα παρέμενε ιδιαίτερα οξύ. Η χώρα ήταν κυριολεκτικά κατεστραμμένη, με τεράστια ανεργία, χωρίς οδικές και θαλάσσιες συγκοινωνίες, με ελλείψεις στα περισσότερα βασικά αγαθά διατροφής, με τράπεζες εκτός λειτουργίας, με 500 χιλιάδες αστέγους και 1200 χωριά πλήρως κατεστραμμένα, με ταμεία λαφυραγωγημένα από του Γερμανούς και με ένα κράτος που στερούνταν εσόδων (Θωμαδάκης σ. 117 επ.).
Ιδιαίτερα το πρόβλημα της ανεργίας επιτείνονταν και από την παύση της λειτουργίας όλων των βιομηχανιών που προμήθευαν την Βέρμαχτ. Καταβάλλονταν μεγάλη προσπάθεια να λειτουργήσουν -μετά από κοινή σύσκεψη του Υπουργείου των οικονομικών, της ΓΣΕΕ, και των βιομηχάνων- 100 εργοστάσια με 20.000 εργάτες, ενώ προπολεμικά λειτουργούσαν 1200 με 200.000 εργάτες. Επιπλέον, ορισμένα εργοστάσια στην επαρχία και στην πρωτεύουσα είχαν καταληφθεί από τους εργαζόμενους, χωρίς να έχει εκπονηθεί ένα πρόγραμμα εθνικοποιήσεων. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την εκλογή μελών του ΕΑΜ στην ηγεσία της ΓΣΕΕ (1-12-1944) δημιούργησε στους βιομηχάνους την αίσθηση ότι επιβάλλονταν ήδη ο κομμουνισμός, ενώ οι Άγγλοι φοβόντουσαν τις γενικές απεργιακές κινητοποιήσεις, πέραν των άλλων και διότι θα αύξαναν το κόστος συντήρησης των δυνάμεων τους στην Ελλάδα (Χατζηιωσήφ, τόμος Γ2, σ. 377). Όλα αυτά σε μια Αθήνα που είχε δεχθεί πλήθος προσφύγων, ήταν αποκομμένη από την υπόλοιπη χώρα, ενώ οι Βρετανοί συγκέντρωναν συνεχώς δυνάμεις και ζητούσαν από τον ΕΛΑΣ να αφοπλισθεί και να τεθεί υπό την ηγεσία τους. Ήταν τέτοια η δυναμική της σύγκρουσης που οποιεσδήποτε άλλες επιλογές φάνταζαν ουτοπικές.   
Οι αντιξοότητες αυτές δεν πτόησαν το Σβώλο ο οποίος σε σύντομο διάστημα στις αρχές Νοεμβρίου προσπάθησε να θέσει τις βάσεις για ανεφοδιασμό της χώρας και εξέδωσε το νόμο 18/1944 για τη σταθεροποίηση της δραχμής. Μαζί με το επιτελείο του και την συνδρομή του υφυπουργού και οικονομολόγου Α. Αγγελόπουλου συνέδεσε την δραχμή με τη στερλίνα και επέβαλε σταθερή ισοτιμία με το χρυσό. Οι πλήρως απαξιωμένες κατοχικές δραχμές θα ανταλλάσσονταν με τις νέες δραχμές με αναλογία 1/50 δισεκατομμύρια, ενώ μία χρυσή λίρα θα αντιστοιχούσε σε 2.800 δραχμές. Ο νόμος θα έπρεπε να εφαρμοστεί άμεσα, πρόβλεψη η οποία αποδείχθηκε ιδιαίτερα αισιόδοξη καθώς η καθορισμένη ισοτιμία διατηρήθηκε μόνο για λίγες μέρες και στην συνέχεια ο πληθωρισμός μείωσε την αξία της δραχμής και απογείωσε το χρυσό. Την αποτυχημένη αυτή επιλογή είχε εισηγηθεί ο καθηγητής πολιτικής οικονομίας του πανεπιστημίου Αθηνών Ξ. Ζολώτας, ο οποίος πίστευε, ότι έπρεπε να πουληθεί χρυσός από τα αποθέματα της Τράπεζας της Ελλάδας, προκειμένου να μειωθούν οι πληθωριστικές πιέσεις, και στη συνέχεια οι απελευθερωμένοι μηχανισμοί της αγοράς θα οδηγούσαν την οικονομία σε κατάσταση ισορροπίας. Ο Ζολώτας επέβαλε την άποψή του στους Σβώλο και Αγγελόπουλο, ενώ προηγουμένως είχε διοριστεί συνδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος. Αντίθετα ο Κ. Βαρβαρέσος επικεφαλής της εξόριστης διοίκησης της Τράπεζας της Ελλάδος κατά την κατοχή -ο οποίος είχε παραμείνει στο εξωτερικό-, διαφωνούσε με αυτή την τακτική και υποστήριζε τον κρατικό έλεγχο τιμών και εισοδημάτων και ενίσχυση της δραχμής μέσω της φορολογικής πολιτικής (Χατζηιωσήφ  τόμος Δ1, σ. 10-12). 
 Ήταν σαφές ότι ο κόσμος δεν θα μπορούσε να αποκτήσει τόσο γρήγορα εμπιστοσύνη στο νέο νόμισμα, ούτε βέβαια οι καθημαγμένες παραγωγικές δυνάμεις ήταν σε θέση να το στηρίξουν. Η αποτυχημένη αυτή νομισματική μεταρρύθμιση ενέτεινε την δυσαρέσκεια του κόσμου, καθώς εξανέμισε και τις ελάχιστες ελπίδες των μικροκαταθετών να ανακτήσουν έστω και ένα μέρος της αξίας των αποταμιεύσεων που διατηρούσαν στις τράπεζες. Επιπλέον στο μικρό διάστημα της θητείας του Σβώλου δεν υλοποιήθηκαν οι υποσχέσεις για φορολόγηση των κατοχικών κερδών ούτε για αποζημίωση των καταθετών. 
Ένα επίσης τεράστιο πρόβλημα με σημαντικές κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες ήταν η τύχη των περιουσιών που είχαν αλλάξει χέρια την περίοδο της κατοχής. Η διευθέτηση αυτή δεν αφορούσε μόνο την επιστροφή των περιουσιών των Ελλήνων Εβραίων μετά τον εκτοπισμό τους, αλλά και των αγοροπωλησιών επί κατοχής στις οποίες οι πωλητές εξαναγκάστηκαν να προβούν, ελλείψη άλλων οικονομικών πόρων προς επιβίωση. Η απονομή οικονομικής δικαιοσύνης ήταν ένα πολυσύνθετο ζήτημα, δεδομένου ότι όσοι είχαν επωφεληθεί από αγορές με πληθωριστικό χρήμα, προσπαθούσαν να παρεμποδίσουν οποιαδήποτε λύση που θα τους αφαιρούσε τα ακίνητα που απέκτησαν με λιγότερο, κατά μέσο όρο, από το 7% της αξίας τους, κατά την προπολεμική περίοδο. Προς την αντίθετη κατεύθυνση πίεζαν όσοι είχαν χάσει τις περιουσίες τους με αυτόν τον τρόπο, δημιουργώντας έτσι μια εκρηκτική κατάσταση (Χατζηιωσήφ, τόμος Γ2, σ. 378).      
Ένα δεύτερο ριζικό μέτρο που κλήθηκε να πάρει ο Σβώλος και οι συνεργάτες του ήταν η διαγραφή των δεσμευμένων προπολεμικών καταθέσεων στο ήδη καταρρέον τραπεζικό σύστημα. Το ίδιο συνέβη και με τις αμοιβές των εργαζομένων οι οποίες ορίστηκαν με κυβερνητική απόφαση στις 125 δραχμές, ποσό που είχε ανύπαρκτη αγοραστική δύναμη, λόγω του καλπάζοντος πληθωρισμού, γεγονός που επίσης διόγκωσε την λαϊκή δυσαρέσκεια.
Όλες οι παραπάνω αποφάσεις χρεώθηκαν στους εαμογενείς Υπουργούς και προσωπικά στο Σβώλο, οι οποίοι ως υπεύθυνοι για τα οικονομικά, εξ αρχής επωμίστηκαν ένα «αχάριστο» και φθοροποιό καθήκον με περιορισμένες πιθανότητες επιτυχίας. Είναι χαρακτηριστικό πως ενώ όλες οι οικονομικές αποφάσεις ήταν προϊόν συλλογικής απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, δεν έλειψαν οι δημόσιες επικρίσεις από το κόμμα των φιλελευθέρων -που μετείχε στην Κυβέρνηση- με τις οποίες κατηγορούσαν το Σβώλο ότι λήστεψε τους μικροκαταθέτες. Ήδη από τότε έχουμε τα πρώτα δείγματα του κιτρινισμού και της δημοκοπίας, αφού η προπαγάνδα των σχολιαστών της Δεξιάς θεωρούσαν την θητεία των Σβώλου και Αγγελόπουλου ως κορυφαίο δείγμα κοινωνικής αναλγησίας και οικονομικής ανικανότητας της Αριστεράς. 
Ο Σβώλος ουσιαστικά άσκησε τα καθήκοντα του Υπουργού για όχι περισσότερες από 45 μέρες. Η παραίτησή του ήλθε στις 2 Δεκεμβρίου του 1944, λίγο πριν τα δεκεμβριανά, όταν είχε εξαντληθεί και το έσχατο όριο για να αποφευχθεί η σύρραξη. Ήταν τέτοιο το πολιτικό του θάρρος και η επιθυμία του για ενότητα και αποφυγή της εμφύλιας σύγκρουσης που δεν αρνήθηκε τον άχαρο ρόλο ενός Υπουργού που εκ των πραγμάτων θα συγκέντρωνε τις λαϊκές αντιδράσεις και σε μεγάλο βαθμό ήταν καταδικασμένος να αποτύχει. Επιπλέον ο Σβώλος είναι από τους ελάχιστους πολιτικούς άνδρες στην νεώτερη ιστορία που σε σύντομο διάστημα μετά την παραίτησή του(Μάϊός 1945) προέβη σε αναλυτικό απολογισμό της προσπάθειάς του και των λόγων που οδήγησαν στην αποτυχία (Α. Σβώλου, 1945 και ανατύπωση 2005).
Ο Σβώλος στο τολμηρό του κείμενο δεν περιγράφει απλώς τα οικονομικά δεδομένα και τα προβλήματα, αλλά σκιαγραφεί και το κλίμα της εποχής καθώς και τις προσδοκίες που είχαν επενδύσει οι Έλληνες στη συμμαχική βοήθεια. Για το πρόβλημα του εφοδιασμού με τρόφιμα σημειώνει χαρακτηριστικά «Ο αγώνας ήταν καθημερινός κι πρόοδος μικρή, ελάχιστη, γιατί εξαρτάτο από τις προμήθειες που έφερναν οι Σύμμαχοι, και αυτές αργούσαν» (Α. Σβώλος, 2005, σ. 31).
Προβαίνει μάλιστα και σε αναλυτική περιγραφή της κατάστασης κατά τομείς της οικονομίας: σταθεροποίηση, καταθέσεις και δάνεια, μισθολόγιο, δημοσιονομική πολιτική. Στον επίλογό του ο Σβώλος σημειώνει με πικρία «Κανένα πρόγραμμα δεν μπορεί να ολοκληρωθεί και να αποδώσει μέσα σε 40 μέρες, όσες διάρκεσε η Κυβέρνηση εθνικής ενότητας στην Ελλάδα. Και από τις 40 αυτές μέρες τις 10 πρώτες η μισή Ελλάδα ήταν ακόμα στα χέρια των Γερμανών -η Κρήτη που θα έδινε λάδι μόλις τώρα απελευθερώνεται- και στις 5 τελευταίες η πολιτική κατάσταση ήταν τόσο κρίσιμη, που κάθε άλλη φροντίδα είχε ουσιαστικά παραμεριστεί και κυριαρχούσε μόνο η αγωνία να προληφθούν τα γεγονότα που ακολούθησαν» (Α. Σβώλος, 2005, σ. 73) και καταλήγει «Η δράση των υπουργών της αριστεράς δεν ήταν ούτε επανάσταση, ούτε «παρέκκλιση». Ήταν η σωστή γραμμή της στιγμής εκείνης, όπως και της τωρινής: Η ανασυγκρότηση έπρεπε να χαραχθεί πάνω σε δύο βάσεις: α) να μην γίνει επιχείρηση επικερδής για λίγους ανθρώπους, και β) οι θυσίες των ασθενέστερων να αντισταθμιστούν με τα βάρη που θα επιβάλλονταν στους ισχυρότερους ώμους. Κινηθήκαμε πάνω στη γραμμή αυτή, αλλά μας έλειψε ο χρόνος για να την αναπτύξουμε, να την πραγματοποιήσουμε και να την ολοκληρώσουμε. Ο ελληνικός λαός έχει τα στοιχεία για να κρίνει. Και είναι, πολιτικά, αρκετά ενήλικος ώστε να μπορεί να διακρίνει το θάρρος των υπευθύνων απ’ την άρνηση των κριτικών και την τιμιότητα των αγωνιστών απ’ την ψευτιά των δημαγωγών» (Α. Σβώλος, 2005, σ. 74-75).
 Στην μεταγενέστερη αρθρογραφία του στην εφημερίδα «Η Μάχη» (11-12-1945) αποτυπώνεται ο προβληματισμός για τα γεγονότα της περιόδου, όπου σημειώνει «…Έχω ήσυχη την συνείδησή μου, ότι έκανα μέχρι τέλους το καθήκον μου για να προαγάγω όσο μπορούσα την εθνική ενότητα, για να προλάβω όσα ακολούθησαν ύστερα, για να προλάβω την σύρραξη του Δεκεμβρίου, για να σταματήση, όταν ξέσπασε, όσο ήταν δυνατόν εγκαιρότερα, για να προληφθούν τόσες συμφορές, τόσα πένθη, τόσα αθώα θύματα. Κι αν σε όλες τις πλευρές υπήρχε η ίδια διάθεση, η ίδια ανιδιοτέλεια, η ίδια αυταπάρνηση, ίσως ο ρους των πραγμάτων να ήταν διαφορετικός»(Τσιριμώκος, σ. 77).
Με την απόσταση και την γνώση των γεγονότων που ακολούθησαν αντιλαμβανόμαστε το πόσο εύστοχες και συνάμα τραγικές ήταν αυτές οι διαπιστώσεις και πόσο ενδεχομένως διαφορετικές θα ήταν οι εξελίξεις αν οι περισσότεροι παράγοντες της περιόδου ενστερνίζονταν τις απόψεις του Σβώλου και είχαν το δικό του θάρρος και την πυγμή να τις εφαρμόσουν.  
                                        
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Iatrides John O.-Bien, Peter-Loomis, JuliaW.- MacrakisLily(επιμ.), Η Ελλάδα στην δεκαετία 1940-1950. Ένα έθνος σε κρίση, Αθήνα, 1984
RichterHeitz, 1936-1946: Δύο επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις στην Ελλάδα, Αθήνα, 1985
Ελεφάντης Α., Μας πήραν την Αθήνα…Ξαναδιαβάζοντας την ιστορία 1941-1950. Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2002
Ελεφάντη Α., Το αντιστασιακό φαινόμενο στην Ευρώπη του Χίτλερ, Ιστορία του νέου ελληνισμού, 1770-2000, (8ος τόμος), Ελληνικά Γράμματα, 2005, σ. 77 επ.
Θωμαδάκης Σ., «Μαύρη αγορά, πληθωρισμός και βία στην οικονομία της κατεχόμενης Ελλάδας», Η Ελλάδα στην δεκαετία 1940-1950. Ένα έθνος σε κρίση, Αθήνα, Θεμέλιο, 1984, σ. 117-144.
Μαζάουερ Μ., Στην Ελλάδα του Χίτλερ. Η εμπειρία της κατοχής, Αλεξάνδρεια, 1994
Μαργαρίτης Γ. Από την ήττα στην εξέγερση, Πολίτης, 1993
Μαργαρίτης Γ., Η ένοπλη αντίσταση, Κατακτήσεις και συγκρούσεις, 1942-1944, Ιστορία του νέου ελληνισμού 1770-2000, (8ος τόμος), Ελληνικά Γράμματα, 2005, σ. 111 επ.
Πιζάνιας Π., «Φθινόπωρο του 1944. Πολιτικές συγκρούσεις κατά την απελευθέρωση», Ιστορία του νέου ελληνισμού (8ος τόμος), ό.π, σ. 191 επ.
Σβώλος Αλ., Η ιστορία μιας προσπάθειας, Μέτρον, 2005
Σβώλος Αλ., Προβλήματα του έθνους και της Δημοκρατίας, Στοχαστής, 1972.
Τσιριμώκου Η., Αλ.Σβώλος. Η δική μας αλήθεια, Δίφρος, 1962
Τσουδερού Ε., Ιστορικό Αρχείο, τόμοι 6, Αθήνα, 1990
Φλαϊσερ Χ.- Σβορώνος Ν.(επιμ.) Η Ελλάδα 1936-1944. Δικτατορία-Κατοχή-Αντίσταση, Πρακτικά Α΄ Διεθνούς Συνεδρίου Σύγχρονης Ιστορίας, β΄έκδοση, Αθήνα, 1990.
Χατζηιωσήφ Χ., «Η ελληνική οικονομία πεδίο μάχης και αντίστασης», «Δεκέμβρης 1944, τέλος και αρχή», «Η πολιτική οικονομία της ανασυγκρότησης και του εμφυλίου» στους συλλογικούς τόμους Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος 1940-1945. Κατοχή-Αντίσταση (τόμος Γ2 τα δύο πρώτα κείμενα) και Ανασυγκρότηση-Εμφύλιος-Παλινόρθωση 1945-1952 (τόμος Δ1 το τρίτο κείμενο) επιστημονική επιμέλεια Χ. Χατζηιωσήφ-Π.Παπαστρατής, Βιβλιόραμα 2007 (Γ2) 2009 (Δ1), σ. 181 επ., 363 επ., 9 επ. αντίστοιχα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου