Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2011

Σχέσεις Ε.Α.Μ. και Π.Α.Ο.

Της Μαρίας Καβάλα

Στην πρώτη φάση ύπαρξης της Υ.Β.Ε. ήταν ικανοποιητικές οι επαφές με εκπροσώπους της «Ελευθερίας». Συζητήθηκε ο συντονισμός δράσης και η τελική συγχώνευση, «αφού δεν διαπιστωνόταν καμία διαφορά στο σκοπό και το σχέδιο ενέργειας». Οι διαπραγματεύσεις, ωστόσο, κράτησαν πολύ. Στο μεταξύ ιδρύθηκε το Ε.Α.Μ. και παρότι συνεχίζονταν οι συζητήσεις, οι εκπρόσωποι της Υ.Β.Ε. αλλά και ο Ψαρρός ανησυχούσαν να μην «απορροφηθούν» από την Αριστερά και το μέτωπο που εκείνη έλεγχε. Σε αυτήν την οπτική έπαιξαν ρόλο και οι σοσιαλίζουσες μικροομάδες που είχαν ενταχθεί στην Υ.Β.Ε. και αντιπαθούσαν το Κ.Κ.Ε.. (1)

Στην πορεία των συζητήσεων διάσταση απόψεων διαπιστώθηκε στο «ζήτημα της Μακεδονίας» με κυριότερη διαφορά το θέμα των «βουλγαριζόντων», τους οποίους η άλλη πλευρά «αναγνώριζε ως εθνικές μειονότητες», αλλά και στις «εθνικές διεκδικήσεις» όπου το Ε.Α.Μ. επέμενε στην ακεραιότητα των ελληνικών συνόρων του 1939, συμφωνώντας, όμως, στην απαίτηση για προσάρτηση των Δωδεκανήσων και της Κύπρου, και στην παρουσία των «πολιτικών υπεύθυνων» στην ηγεσία των ενόπλων ανταρτικών τμημάτων. (2)

Ήδη, από το Φθινόπωρο του 1942 οι υπηρεσίες της Π.Α.Ο. (και οι αντίστοιχες της Γενικής Επιθεώρησης Νομαρχιών Μακεδονίας) κατέγραφαν όλο και συχνότερα πληροφορίες, διογκωμένες υπερβολικά από τον αντικομμουνισμό του Χρυσοχόου, «για συνεργασία του Ε.Α.Μ. και βουλγαριζόντων κατοίκων», ειδικά στις περιφέρειες Φλώρινας, Γιαννιτσών και Νιγρίτας (3). Έτσι, ενώ στους κόλπους της κάποιοι δήλωναν ότι δεν υπάρχει λόγος «να αποποιούμεθα συνεργασίαν με τους κομμουνιστάς» άλλοι επέμεναν στην αντιπαλότητα «με εκείνους που απεργάζονταν συνεργασία με τους Βούλγαρους αυτονομιστές» (4).

Όταν συγκροτήθηκε η πρώτη ανταρτοομάδα της Υ.Β.Ε. στα Πιέρια στις αρχές Φεβρουαρίου 1943, η ηγεσία του Ε.Α.Μ. πίστευε πια ότι ιδρυτής και μυστικός αρχηγός της Υ.Β.Ε. ήταν ο Αθανάσιος Χρυσοχόου και τα τμήματα του Ε.Λ.Α.Σ. Δυτ. Μακεδονίας χτύπησαν τα τμήματα της Υ.Β.Ε. και τα διέλυσαν. Τα άμεσα θύματα αυτών των συγκρούσεων δεν ήταν πολλά, αρκετοί προσχώρησαν στον Ε.Λ.Α.Σ. άλλοι διασκορπίστηκαν στα χωριά τους, ωστόσο, 
ορισμένοι φαίνεται ότι ζήτησαν τη βοήθεια των Γερμανών (5).

Τον Απρίλιο του 1943 ο πόντιος οπλαρχηγός Μιχάλης Παπαδόπουλος (Μιχάλαγας), που από εκείνη τη χρονιά και ύστερα ενισχύθηκε ανοιχτά με όπλα και πολεμοφόδια από τους Γερμανούς, εκτέλεσε επτά στελέχη του Ε.Α.Μ., ανάμεσα τους και τρία στελέχη του Μακεδονικού Γραφείου του Κ.Κ.Ε.. Δεν είναι τεκμηριωμένη η σχέση της Π.Α.Ο. με το Μιχάλαγα, ωστόσο, φαίνεται ότι ο αμοιβαίες σχέσεις ήταν τουλάχιστον ανεκτές, ενώ στις συγκεκριμένες εκτελέσεις φαίνεται ότι είχαν εμπλακεί και επώνυμα ανώτερα στελέχη της Π.Α.Ο., όπως ο ταγματάρχης Παπαβασιλείου (6και μάλλον επρόκειτο για την πρώτη συντονισμένη ενέργεια μεταξύ της οργάνωσης Π.Α.Ο. και των τουρκόφωνων Ποντίων εναντίον του Ε.Α.Μ./Ε.Λ.Α.Σ. (7). Η εκτέλεση είναι πιθανό να αποτέλεσε τα αντίποινα για την εκτέλεση από τον Ε.Λ.Α.Σ. αξιωματικών της Π.Α.Ο., έπειτα από τη μάχη του Φαρδύκαμπου, το Μάρτιο 1943, και τα γεγονότα του Αυγερινού (8).

Τελικά οι πρώτες ενεργές ανταρτοομάδες της Π.Α.Ο. συγκροτήθηκαν τον Ιούλιο του 1943, σύμφωνα με βρετανικές πηγές, όταν προωθήθηκαν τα βουλγαρικά στρατεύματα δυτικά του 
Στρυμόνα (9).

Ωστόσο και οι ίδιοι οι Βρετανοί αμφέβαλλαν αν η οργάνωση είχε πραγματικά αντιστασιακό χαρακτήρα ακόμη και αν την ίδια εποχή ο τότε λοχαγός Νίκολας Χάμοντ, μέλος της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής στην Ελλάδα τόνιζε σε αναφορά προς το S.O.E. στο Κάιρο, ότι ήταν σημαντικό από πολιτική άποψη να διατηρηθεί η Π.Α.Ο. στη Θεσσαλονίκη ως αντιστάθμισμα στο Ε.Α.Μ. (10). Μάλιστα υπήρχε η σκέψη να πείσουν την ηγεσία της να στείλει αξιωματικούς σε άλλες οργανώσεις, ακόμη και στον Ε.Λ.Α.Σ. (11). Ο Νίκολας Χάμοντ ακολουθώντας αυτήν την πρακτική φαίνεται να παρακίνησε το Δημάρατο, βασιλόφρονα ανώτερο αξιωματικό με καλή φήμη για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, να εγκαταλείψει την Π.Α.Ο. και να ενταχθεί στον Ε.Λ.Α.Σ., όπου του ανατέθηκε για ένα διάστημα η διοίκηση της «ΙΧ Μεραρχίας», στην περιοχή Γρεβενών. Η ένταξη του στον Ε.Λ.Α.Σ. υπερτονίστηκε από τις ΕΑΜικές πηγές του 1943, και προκάλεσε ένα ανάλογο κύμα προσχωρήσεων κατώτερων αξιωματικών προς την ίδια κατεύθυνση. Σύμφωνα με το Χάμοντ, το ίδιο διάστημα, 25 αξιωματικοί άλλαξαν στρατόπεδο και ενώθηκαν με τις δυνάμεις του Ε.Λ.Α.Σ. στο διάστημα της παραμονής του στη Θεσσαλονίκη (12). Την ίδια εποχή ο αντισυνταγματάρχης πια Χάμοντ έδινε εντολή στους βρετανούς αξιωματικούς – συνδέσμους που είχε υπό τις διαταγές του να σταματήσουν μέχρι νεοτέρας διαταγής κάθε επαφή με την Π.Α.Ο. καθώς στην οργάνωση αυτή δεν στέλνονταν βρετανικά εφόδια επειδή θεωρούνταν υπεύθυνη για τις συγκρούσεις με τον Ε.Λ.Α.Σ. (13). Ταυτόχρονα, βέβαια, ο διοικητής της Συμμαχικής ΣτρατιωτικήςΑποστολής, βρετανός ταγματάρχης Γουντχάους ενημέρωνε τη S.O.E. στο Κάιρο την πρόθεση του Ε.Λ.Α.Σ. να διαλύσει διά της βίας την Π.Α.Ο. (14).

Μέσα σε λίγους μήνες και ενώ η έκβαση του πολέμου είχε φανεί η αγγλική πολιτική μεταστράφηκε πλήρως. Το Νοέμβριο του 1943 ο Γουντχάους πρότεινε στο Φόρεϊν Όφις να υποστηριχθεί η Π.Α.Ο. από τη Συμμαχική Στρατιωτική Αποστολή και να σταλούν εφόδια σε ομάδες που βρίσκονταν σε περιοχές μακριά από τον έλεγχο του Ε.Λ.Α.Σ. (15).

Τις ίδιες μέρες δημοσιοποιήθηκε το «σύμφωνο Πετριτσίου», το οποίο εμφάνιζε το Κ.Κ.Ε. να έχει συμφωνήσει στις 12 Ιουλίου 1943 με το Κ.Κ. Βουλγαρίας για τη δημιουργία «Μακεδονικής Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας» με νότια όρια την Πίνδο, τον Όλυμπο και το Αιγαίο (16). Σήμερα, η ιστορική έρευνα έχει αποδείξει ότι ήταν πλαστό (17), αλλά το καλοκαίρι του 1943, την περίοδο της παλλαϊκής έκρηξης εναντίον της βουλγαρικής επέκτασης στη Μακεδονία, μεγάλη μερίδα του ελληνικού λαού και ανάμεσά τους οπωσδήποτε οι περισσότεροι αξιωματικοί μέλη της Π.Α.Ο., που είχαν ανατραφεί με τον αντικομμουνισμό των προηγούμενων χρόνων, ήταν έτοιμοι να αποδεχθούν ως απόλυτα «αυθεντική» τη συνεργασία του «εσωτερικού» και του «προαιώνιου» εχθρού (18).

Στις 13 Ιουλίου 1943, στο σπίτι του ταγματάρχη Αθ. Φροντιστή, έγινε συνάντηση μεταξύ αντιπροσώπων των οργανώσεων Ε.Δ.Ε.Σ., Ε.Λ.Α.Σ., Π.Α.Ο. και του άγγλου έφεδρου ταγματάρχη, Νίκολας Χάμοντ, η οποία δεν έφερε τελικά θετικό αποτέλεσμα. Στην περιγραφή του ο Βρετανός ομολογεί ότι πίεσε για την επίτευξη συμφωνίας, καθώς επιθυμούσε τη συνεργασία των οργανώσεων και την έξοδο όσο το δυνατό περισσότερων αξιωματικών στο βουνό, προσθέτοντας ότι η συμφωνία υποβλήθηκε από τους αντιπροσώπους του Ε.Α.Μ. στα υψηλότερα κλιμάκια, επιδοκιμάστηκε από το Γενικό Στρατηγείο του Ε.Λ.Α.Σ. (πιθανόν αναφέρεται στο μετέπειτα προσωρινό σύμφωνο, τον Αύγουστο 1943, στην Ελαφίνα ανάμεσα στο Γ. Κικίτσα, καπετάνιο του Ε.Λ.Α.Σ. και τον επιτελάρχη της Π.Α.Ο. με τον Ι. Μουστεράκη), όμως η έγκριση δεν στάλθηκε ποτέ στη Θεσσαλονίκη (19).

Σε όλο το διάστημα του καλοκαιριού του 1943 συνεχίζονταν οι προσπάθειες για κοινή στρατιωτική δράση Ε.Λ.Α.Σ. και Π.Α.Ο., που όμως, τον Οκτώβριο του 1943 έληξαν οριστικά με την απόρριψη της εισόδου της Π.Α.Ο. στο Κ.Γ.Σ.Α. (Κοινό Γενικό Στρατηγείο Αντίστασης). Ταυτόχρονα το φθινόπωρο του 1943 ξέσπασαν οι μεγάλες συγκρούσεις μεταξύ Ε.Δ.Ε.Σ. και Ε.Λ.Α.Σ., διαλύθηκε το Κοινό Στρατηγείο (20), ενώ διασπάρθηκαν πληροφορίες ότι βρισκόταν σε εξέλιξη συνεργασία του Ε.Δ.Ε.Σ. και της Π.Α.Ο. εναντίον του Ε.Λ.Α.Σ.. Και ο Χάμοντ σε έκθεσή του τον Αύγουστο του 1944 στη S.O.E. πίστευε ότι ο ΕΔΕΣ είχε συγχωνευθεί με την ΠΑΟ στην Κεντρική Μακεδονία, για να αντιμετωπίσει τον Ε.Λ.Α.Σ. (21). Στο μεταξύ στα χέρια του ΕΛΑΣ περιήλθε το αρχείο του διαλυθέντος τμήματος Σαρρή στα Πιέρια, που έδειχνε σχέσεις με τους Γερμανούς, ενώ η Π.Α.Ο. αρνούνταν να αποκηρύξει δημόσια το Χρυσοχόου, όπως είχε ζητήσει ο Γουντχάουζ, οπότε ο Ε.Λ.Α.Σ. αποφάσισε να διαλύσει την Π.Α.Ο.. Οι περισσότερες οργανώσεις της Π.Α.Ο. προσέφυγαν στο Ζέρβα ή στις αρχές Κατοχής για να διασωθούν (23) κάτι που φαίνεται να είχε προβλέψει ο εαμικός Τύπος (24).

Παρά την αυστηρότητα της διαταγής διάλυσης των στρατιωτικών σωμάτων από τους επικεφαλής της Π.Α.Ο., που αποκήρυσσε κάθε σκέψη συνεργασίας με τους Γερμανούς, στη διάρκεια του 1944 σχεδόν όλες οι ένοπλες ομάδες της οργάνωσης στην Κεντρική Μακεδονία (ή όσες χρησιμοποιούσαν τον τίτλο της) συνεργάστηκαν με διάφορους τρόπους με τους Γερμανούς, όπως ομολογούν επίσημα κείμενα της Π.Α.Ο.. Και όπως φάνηκε από κατοπινές εκθέσεις της Π.Α.Ο. που δικαιολογούσαν τον εξοπλισμό από τους Γερμανούς των ενόπλων σωμάτων που συνέχιζαν τη δράση τους και το 1944, η αποκήρυξη ήταν σε κάποιες τουλάχιστον περιπτώσεις, προσχηματική (25).

Είναι ενδεικτικό στην αφήγηση του παρακάτω περιστατικού το πώς είχε διαμορφωθεί η κατάσταση σε σχέση με τους αντάρτες του Ε.Λ.Α.Σ. και της Π.Α.Ο. και πώς είχε περάσει στη συνείδηση κάποιων κατοίκων της πόλης. «Μια φορά κάτι ελασίτες περάσανε μέσα από τις φάλαγγες των Γερμανών και αυτοί δεν τους πειράξανε. Ίσως νόμιζαν ότι είναι νασιονάλ παρτιζάν, εθνικιστές αντάρτες, γιατί αυτούς δεν τους πειράζανε, τους θεωρούσαν δικούς τους ανθρώπους. Και ήταν, βέβαια, δικοί τους άνθρωποι» (26).

Την άνοιξη του 1944, έγινε στη Θεσσαλονίκη η τελευταία απόπειρα προσέγγισης μεταξύ Π.Α.Ο. και Ε.Α.Μ.. Οι διαπραγματεύσεις διακόπηκαν οριστικά στις αρχές Μαΐου 1944. Για τους αξιωματικούς που παρέμειναν στην Π.Α.Ο. η ανάληψη της προεδρίας της εξόριστης 
κυβέρνησης από το Γ. Παπανδρέου (Απρίλιος 1944) ήταν μια σημαντική ένεση ηθικού (27).

Από τις 16 Σεπτεμβρίου 1944 και για ένα περίπου μήνα στη συνέχεια, το Ε.Α.Μ. είχε σειρά επαφών με τα «αστικά κόμματα» − τα οποία στις επιστολές τους υπογράφουν ως «Πανδημοκρατικά Πολιτικά Κόμματα» − και τον ίδιο το Μητροπολίτη Γεννάδιο για σχηματισμό επιτροπής με ισότιμη εκπροσώπηση, υπό την προεδρία προσώπου κοινής αποδοχής που θα διοικούσε την πόλη μέχρι την άφιξη των επίσημων αρχών, στα πρότυπα της κυβέρνησης της Εθνικής Ενότητας, παρότι το Ε.Α.Μ. σημείωνε ότι «[…] δεν ηδυνήθημεν, σας ομολογούμεν μετά μεγάλη μας λύπης, ν’ ανεύρομεν τα σημεία εκείνα της επαφής που θα μας οδηγούσαν εις τον 
επιδιωκόμενον σκοπόν» (28).

Η συμφωνία της Καζέρτας (29), ωστόσο, άφηνε τις στρατιωτικές δυνάμεις του Ε.Λ.Α.Σ. έξω από τη Θεσσαλονίκη και ανακούφισε τη μη ΕΑΜική πλευρά που επιδίωξε να πετύχει την τυπική ένταξη των «εξοπλισμένων χωρικών» του Ε.Ε.Σ., των σωμάτων των ποντίων οπλαρχηγών Μιχαήλ Παπαδόπουλου (Μιχάλ Αγά) της Κοζάνης, Κυριάκου Παπαδόπουλου (Κισά Μπατζάκ) του Κούκου Πιερίας και Κωνσταντίνου Παπαδόπουλου του Κιλκίς, στον Ε.Δ.Ε.Σ., ώστε να αναγνωρίζονταν ως τμήμα του στρατού της Μέσης Ανατολής και να χρησιμοποιούνταν για την επιβολή της τάξης από την κυβέρνηση στη μεταβατική περίοδο. Αυτός ήταν και ο λόγος που οι άντρες των Ε.Ε.Σ. και άλλων εξοπλισμένων ανθρώπων από τις κατοχικές αρχές συνέρρευσαν στην πόλη μαζικά, σε μια αναζήτηση προστασίας ενόψει της επικείμενης 
γερμανικής αποχώρησης (30).

Η ηγεσία του Ε.Α.Μ. Θεσσαλονίκης θεώρησε ότι η προσπάθεια νομιμοποίησης του Ε.Ε.Σ. θα έφερνε και την εξιλέωση όλων όσων συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς και δήλωσε στο Πολιτικό Γραφείο του Κ.Κ.Ε. ότι αποφάσισαν να μην τηρήσουν τη συμφωνία της Καζέρτας (31). Από τις 20 Οκτωβρίου 1944 οι δυνάμεις του Ε.Λ.Α.Σ. στην Κεντρική Μακεδονία προσανατολίζονταν, με την απαραίτητη μυστικότητα, για την είσοδό τους στη Θεσσαλονίκη 
(32).

Τελικά ο Χρυσοχόου, ενδεχομένως υπό την πίεση των ειδήσεων που έφταναν για εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην Πελοπόννησο, απαγόρευσε στην ομάδα του Δάγκουλα, που είχε διαπράξει σειρά εγκλημάτων στην πόλη, να εξακολουθήσει να αναμειγνύεται «εις έργα ασφαλείας υπό της χωροφυλακής», ενώ διέταξε τα τμήματα του Ε.Ε.Σ. να βγουν από την πόλη. Παράλληλα, το Ε.Α.Μ. έκανε εντυπωσιακή και παρατεταμένη επίδειξη δύναμης με την πραγματοποίηση, από τα μέσα Οκτωβρίου, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης και στις συνοικίες, αλλεπάλληλων πολυάνθρωπων διαδηλώσεων. Τα κύρια αιτήματα ήταν η διανομή τροφίμων, η διάλυση των 
Ταγμάτων Ασφαλείας και η «κατάπαυση της τρομοκρατίας» (33).

Η γερμανική διοίκηση δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται για τις ελληνικές εμφύλιες συγκρούσεις ενώ οι δυνάμεις των αρχών Κατοχής υποχωρούσαν προς τα δυτικά της πόλης διατηρώντας τον έλεγχο καίριων στρατηγικών σημείων, όπως του αεροδρομίου του Σέδες, του Λιμανιού, των μονάδων ηλεκτροφωτισμού και των αλευρόμυλων «Αλατίνι». Στο μεταξύ, καθώς οι Γερμανοί είχαν ξεκαθαρίσει ότι αν σημειώνονταν επιθέσεις εναντίον τους θα υπήρχαν σκληρά αντίποινα για τον πληθυσμό, ο εφεδρικός Ε.Λ.Α.Σ. σε μια άτυπη εκεχειρία μαζί τους άφηνε την οδό Λαγκαδά έξω από τις επιχειρήσεις του, ώστε οι Γερμανοί να αποχωρήσουν απρόσκοπτα (34). Στις 30 Οκτωβρίου ολοκληρώθηκε η αποχώρησή τους ενώ τους ακολούθησαν ως θλιβερή οπισθοφυλακή μερικές εκατοντάδες άνδρες του Γ. Πούλου και άλλων ομάδων «γερμανοντυμένων» από όλη τη χώρα (35). Την ίδια ημέρα ο Μ. Βαφειάδης έστειλε στο Γενικό Στρατηγείο του Ε.Λ.Α.Σ. τηλεγράφημα που άρχιζε ως εξής: «Τμήματά μας εισήλθον Θεσσαλονίκην σήμερον 3ην μετά μεσημβρίαν. Λαός Θεσσαλονίκης έξαλλος από ενθουσιασμόν διατρέχει οδούς πόλεως εναγκαλιζόμενος αντάρτες» (36).

Σημειώσεις


1. Παπαπολυβίου, «Αντίσταση εντός …», ό.π., σ. 55 όπου παραπέμπει για την «κλαδούπολη» και τα διάφορα δίκτυα ασυρμάτων της Θεσσαλονίκης στα: Αγγελάκης Αγαπητός, Σκέψεις και εντυπώσεις από τον ελληνικό αγώνα. (Στην Ελλάδα και Μ. Ανατολή) (Σύρματα Μ. Ανατολής, 1944 - 1945), σ. 20- 21, 28 - 31, 61. Παπαθανασίου, ό.π., τ. 1, σ. 48 - 51,145 -14, 297 - 300, τ. 2, σ. 719 - 735, 771 - 773. Σημαντικές πληροφορίες, διανθισμένες όμως με το απαραίτητο για τη δημοσιογραφική επιτυχία μυθιστορηματικό ύφος, υπάρχουν και στις εξής σειρές του μεταπολεμικού τύπου: «Η κατασκοπεία δρα», εφ. Ελληνικός Βορράς, από 3 Ιουνίου 1945 έως 28 Απρ. 1946 (245 συνέχειες), «Εθελονταί του Θανάτου. Η προσφορά της Θεσσαλονίκης εις τον μυστικόν αγώνα», εφ. Νέα αλήθεια, 9 Ιουλίου 1945 έως 7 Αυγ. 1945, «Σιωπή! Ο Στρατηγός εργάζεται», εφ. Το Φως, από 25 Φεβρ. 1945 έως 27 Μαρτίου 1945.
2. Φλάισερ, ό.π., τ. 2, σ. 116 - 117.
3. Παπαπολυβίου, ό.π., σ.58
4. Για τις συζητήσεις Υ.Β.Ε./Π.Α.Ο. και «Ελευθερίας»/Ε.Α.Μ. βλ. Αποστολίδης, «Τίποτε κρυφό…», Ελευθερία, 4 - 5 Ιουλίου 1945. Παπαθανασίου, ό.π., τ. 1, σ. 118 - 145. Παπαπολυβίου, «Αντίσταση εντός…», ό.π., σ. 58.
5. Λυμπεράτος, ό.π., σ. 56.
6. Φλάισερ, ό.π., τ. 2, σ. 118 - 119.
7. Φλάισερ, ό.π., τ. 2, σ. 122.
8. Μαραντζίδης, Γιασασίν… ό.π., σ. 131 - 132.
9. Μαραντζίδης, ό.π., σ. 131 - 132.
10. Φλάισερ, ό.π., τ. 2, σ. 123. Λυμπεράτος, ό.π., σ. 55.
11. Σπηλιωτοπούλου – Παπαστράτης (επιμ.), Χρονολόγιο Γεγονότων 1940 -1944, ό.π., έγγραφο 20/7/1943, 1352, σ. 397 - 398.
12. Λυμπεράτος, ό.π., σ. 55.
13. Για τη μεταστροφή του Δημάρατου, που φαίνεται ότι υποκινήθηκε εν μέρει από το Χάμοντ με την προσδοκία ενίσχυσης της μετριοπαθούς τάσης και αναπλήρωσης της έλλειψης αξιωματικών στον Ε.Λ.Α.Σ. βλ. N. G. L. Hammond, The Allied Military Mission and the Resistance in West MacedoniaΘεσσαλονίκη 1993, σ. 24. Παπαπολυβίου, «Αντίσταση εντός…» ό.π., σ. 60.
14. Σπηλιωτοπούλου – Παπαστράτης (επιμ.), Χρονολόγιο Γεγονότων 1940 -1944,…ό.π., έγγραφο 6/10/1943, 1594, σ. 455.
15. Σπηλιωτοπούλου – Παπαστράτης (επιμ.), Χρονολόγιο Γεγονότων 1940 -1944, …ό.π., έγγραφο 6/10/1943, 1599, σ. 457.
16. Σπηλιωτοπούλου – Παπαστράτης (επιμ.), Χρονολόγιο Γεγονότων 1940 -1944, …ό.π., έγγραφο 19/11/1943, 1817, σ. 505.
17. Παπαπολυβίου, «Αντίσταση εντός…», ό.π., σ. 60 - 61.
18. Για το «σύμφωνο Πετριτσίου» βλ. κυρίως Εvangelos Kofos, - Communism in MacedoniaΘεσσαλονίκη, 1964, σ. 134 - 135˙ Φλάισερ, ό.π., τ. 2, σ. 90 - 91, 139 - 140˙ Χρυσοχόου, Κ.Κ.Ε., ό.π., σ. 72 - 73.
19. Παπαπολυβίου, «Αντίσταση εντός…», ό.π., σ. 61.
20. Παπαπολυβίου, «Αντίσταση εντός…», ό.π., σ. 61.
21. Παπαπολυβίου, «Αντίσταση εντός…», ό.π., σ. 63. Ο Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος (Ε.Δ.Ε.Σ.) ιδρύθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου 1941. Το φθινόπωρο του 1942, ιδρύθηκε και το τοπικό κλιμάκιο του Ε.Δ.Ε.Σ. («Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Στρατός»). Η δράση που σχεδίαζε να αναπτύξει ο Ε.Δ.Ε.Σ. Θεσσαλονίκης ήταν η αποστολή πληροφοριών στο αρχηγείο της οργάνωσης, η προώθηση μάχιμων ανδρών στα ανταρτικά τμήματα που είχαν βγει στο βουνό μόλις τον Ιούλιο 1942, η εκτύπωση και η κυκλοφορία του παράνομου φύλλου Φωνή της Ελλάδος και άλλου έντυπου υλικού, αλλά και προκηρύξεων που στέλνονταν από την Αθήνα. Δεν γνωρίζουμε σε πιο βαθμό υλοποίησε αυτά τα σχέδια.
22. Σπηλιωτοπούλου – Παπαστράτης (επιμ.), Χρονολόγιο Γεγονότων 1940 -1944, …ό.π., έγγραφο 2/8/1944, 3799, σ. 437.
23. Λυμπεράτος, ό.π., σ. 57.
24. Εφ. Ελευθερία, 17 Δεκ. 1943.
25. Παπαπολυβίου, «Αντίσταση εντός…», ό.π., σ. 65, 66. Λυμπεράτος, σ. 57.
26. Συνέντευξη Δημητρίου Σπάσου.
27. Παπαπολυβίου, «Αντίσταση εντός…», ό.π., σ. 67, 68, 69.
28. Α.Σ.Κ.Ι., Αρχείο Κ.Κ.Ε., Κουτί 411, φ. 23/4/52. Αλληλογραφία ανάμεσα στα «Πανδημοκρατικά Πολιτικά Κόμματα» και το Ε.Α.Μ. Θεσσαλονίκης. Επίσης Αποστολίδης, «Τίποτε κρυφό…», Ελευθερία, 25 Ιουλίου 1945. Γιάννης Δ. Στεφανίδης, «Η ‘‘ερυθρά συμπρωτεύουσα.’’ Η κυριαρχία του Ε.Α.Μ. στη Θεσσαλονίκη, Οκτώβριος 1944 - Ιανουάριος 1945», Μακεδονία και Θράκη, 1941-1944ό.π., σ. 357 - 358.
29. Παπαστράτης, «Κυβερνήσεις εξορίας…», ό.π., τ. γ1, σ. 240 – 246. Στη σύσκεψη που έγινε στις 26 Σεπτεμβρίου 1944 στην Καζέρτα κοντά στη Νάπολη στην Ιταλία, όπου είχε μεταφερθεί η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας από τις 8 Σεπτεμβρίου 1944, αποφασίστηκε όλες οι δυνάμεις των ανταρτών να τεθούν υπό τις διαταγές του Ρόναλντ Σκόμπι, ο Ε.Λ.Α.Σ. διατάχτηκε να κρατήσει τις δυνάμεις του έξω από την Αθήνα – κατά αντιστοιχία και οι δυνάμεις του στη Θεσσαλονίκη – ενώ τα Τάγματα Ασφαλείας χαρακτηρίστηκαν όργανα του εχθρού και αν δεν παραδίδονταν θα αντιμετωπίζονταν ως μονάδες του εχθρού.
30. Παπαπολυβίου, «Αντίσταση εντός… », ό.π., σ. 87 - 88.
31. Παπαπολυβίου, «Αντίσταση εντός… », ό.π., σ. 88.
32. Στεφανίδης, ό.π., σ. 359. Μια χαρακτηριστική ρήση του Μ. Βαφειάδη που διέσωσε ο Πρωτόπαπας (Χατζής, ό.π., τ. 3, Αθήνα, 1979, σ. 186), δείχνει το κλίμα που επικρατούσε: «θα μας κρεμάσει ο λαός, αν δεν μπούμε στη Θεσσαλονίκη».
33. Παπαπολυβίου, «Αντίσταση εντός… », ό.π., σ. 88.
34. Παπαπολυβίου, «Αντίσταση εντός… », ό.π., σ. 89.
35. Σχετικά με την αποχώρηση όλων εκείνων που μέχρι τότε είχαν συνεργαστεί ποικιλοτρόπως με τις κατοχικές αρχές βλ. Δορδανάς, Έλληνες εναντίον… ό.π., .σ. 439 - 514.
36. Παπαπολυβίου, «Αντίσταση εντός… », ό.π., σ. 89 - 90.


Από την διδακτορική διατριβή της Μαρίας Καβάλα Η Θεσσαλονίκη στη γερμανική Κατοχή (1941-1944) : κοινωνία, οικονομία, διωγμός Εβραίων. σελ. 340-347. http://elocus.lib.uoc.gr/dlib/f/f/6/metadata-dlib-4b40cc0a244122e0a87e328868423385_1254901809.tkl#

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2011

The Battle for Athens: Strategy and Tactics


The Battle for Athens: Strategy and Tactics


by ANDRE GEROLYMATOS

The Axis occupation of Greece resulted in hundreds of thousands of deaths and mass destruction which included the devastation of entire villages.1 Equally compelling for the future of Greek society was the occupation's bitter legacy of political division and civil strife. Liberation brought about a temporary period of euphoria but was short-lived due to failure of the Greek government to address the immediate issues of the organization of a new army and the demobilization of the guerrilla forces. Underlying these problems were the future of the monarchy and the disposition of the collaborators. In addition, the Government of National Unity had to cope with a country and a society in shambles. Hyper-inflation, food shortages, and the almost total destruction of communications between the cities and the countryside had paralyzed Greece.

However, the primary concern of both the government and the resistance organizations was the demobilization of the guerrilla bands and the organization of a new army. To the leadership of EAM-ELAS, the largest and most powerful resistance organization, the road to renewed conflict stemmed from their fears that the government had no intention of sharing power with the Left but was bent on reestablishing the prewar political and social status quo. It was these fears that had brought about the spectacle of a civil war during the occupation in October 1943 and would lead to a new conflict in December 1944. The fighting in October 1943 represented a struggle between the revolutionary forces of the Left against EDES, which by this time had become identified with the monarchy and the Greek government-in-exile. More precisely, the "First Round" (October 1943) was a proxy war between EAM-ELAS and the forces of the monarchy after Napoleon Zervas had shifted his allegiance to King George II. In this respect, the "Second Round," as the December crisis is referred to, was a continuation of the war between EAM-ELAS and the forces of the Right. Only this time the battle would take place in the streets and suburbs of Athens and directly involve the British army. 

In the post-liberation period Napoleon Zervas and EDES accepted the rule of the Government of National Unity and quickly faded as a factor in the Greek political power struggle. To a great extent the political and military marginalization of EDES only became evident during the December crisis. As a guerrilla band EDES often held its own against the Germans and later against units of ELAS, but it failed to establish a mass following with a political infrastructure throughout Greece.2 At the end of the Axis occupation EDES offered limited potential as a military force, and the government, with the exception of a small British relief force and the hated police and gendarmes, gendarmes,had no military organization to speak of in order toenforce its decisions and policies. On the contrary, while thegovernment maintained limited control only over Athens, Thessaloniki,and a few large towns, the rest of the country waseffectively controlled by EAM-ELAS.


In the absence of a credible and effective military force, the Government of National Unity had little recourse but to rely on political compromise and try to outmaneuver the Left in order to attempt to govern the country. This was at least until the government was able to create a new army and security forces that would enable it to establish its authority throughout Greece. Paramount to this policy was the demobilization of the guerrilla forces of EAM-ELAS that had the capability to challenge and even topple the new regime. 3 

During this period the Left faced a similar dilemma. EAM-ELAS, hamstrung by the Churchill-Stalin "percentages agreement,"accepted to join the Government of National Unity and agreed not to oppose the return to Greece of the new government along with the British. 4 As a result, both EAM-ELAS and the Government of National Unity were forced to coexist, at least in the short term, and to use political pressure to impose their respective agendas on postwar Greece. The outcome led to an uneasy truce that was maintained for almost two months while each side interpreted the actions of the other as provocations. For its part, the Government of National Unity, along with the British, were convinced that EAM-ELAS intended to use force and transform Greece into a communist state even before the liberation. 5

Accordingly, the Government of National Unity devoted considerable time and effort to the organization of a new army and the elimination of the guerrilla forces.6 To achieve these aims quickly, the George Papandreou government was forced to rehabilitate many officers who had close affiliation with the monarchy and some who had even served in the notorious security battalions. On the other hand, it made every effort to exclude most officers who were members of ELAS, regardless of their political loyalties before the occupation.7 This policy, as well as the urgency by which the government pressed for the demobilization of the EAM-ELAS forces, created an atmosphere of mutual suspicion and hostility. 8 The leadership of EAM-ELAS had little choice but to avoid the demobilization of its forces, since without the guerrilla fighters it would lose its political leverage and be at the mercy of the "new Right." 9
Prior to the occupation the Greek political spectrum was dominated by the Venizelist-royalist schism. Although the Venizelist faction was synonymous with various aspects of Greek liberalism and the royalist with conservatism, their bitter and often personal rivalry blurred the ideological differences between them 10. On the other hand, the Communist Party was small, as were the other parties of the Left, and thus had little impact on the political proclivities of Greek society 11. During the period of the resistance the terms "Left" and "Right" acquired new definitions that did not necessarily emanate from defined constituencies of conservatives, liberals, communists, or socialists within Greek society. It is difficult to determine the political sentiments of those who followed EAM-ELAS, yet it is evident from the extant sources that many who followed EAM-ELAS did so out of patriotic and nationalistic motives. The same can be said for many who supported the other resistance organizations. For example, it was not unusual to find large numbers of Greek officers fighting in the ranks of ELAS and monarchist officers joining EDES. In addition, approximately 1,000 Greek officers became members of the security battalions, many of them prewar Venizelists who had been purged from the Greek armed forces 12.

After liberation, thousands of resistance fighters, regardless of their personal political ideology, were labeled as leftists simply because they had fought with ELAS or worked for EAM. This included many officers who had royalist or Venizelist credentials. Another consideration is that the constitution of the "new Right" in the postwar period not only included royalists but also a large percentage of republicans and Venizelists. For some in the latter category the specter of communism had superseded the old Venizelist-royalist schism, while for others the motive was professional opportunism to secure or acquire positions in the new armed forces. Consequently, the convergence of these elements constituted a new Right that represented a dynamic in the Greek political landscape brought together by the force of circumstances and the impact of the resistance during the occupation. Equally significant is that all those who were not adherents of the Right were characterized as members or sympathizers of the Left. Yet the followers of what can be termed the Left did not represent a monolithic entity, nor can it be argued that themembership of EAM-ELAS was one and the same with the cadres of the KKE. Under these conditions, and despite the numerical superiority of EAM-ELAS, the Greek Communist Party could not be certain if the rank-and-file of these organizations was prepared to fight in order to establish a communist regime in Greece. Without the full backing of ELAS-EAM, it is highly unlikely that the KKE was in a position to launch an all-out campaign in 1944 to take over the Greek state by force 13. In this regard a military analysis of the December 1944 events provides another prism of the political aims and military actions of the protagonists. Perhaps the most interesting aspect is that the main theater of operations throughout the uprising was Athens. Arguably, control of the Greek capital represented the most important asset for the eventual control of the country, but this in and of itself does not explain the failure of EAM-ELAS to concentrate its main forces in Athens. 

As events unfolded in the late fall of 1944 it had become evident by the end of November that a crisis was imminent, yet neither EAM-ELAS nor the Greek government and the British had made concrete plans to deal with a potential military confrontation.Both sides had taken steps that indicated military aggression during November, but other than contributing to the deteriorating political situation the British and the Greek Government of National Unity were ill-prepared to deal with the outbreak of fighting in December. The British had initially prepareda small force to enter Greece as the Germans began their evacuation. The designated liberation force was limited to two brigades (2nd Parachute and 23rd Armored) and a few hundred British and some American commandos. In addition, one Greek brigade, the Rimini Brigade, and the Sacred Battalion as well as the Free Greek Air Force were to be made available for transfer to mainland Greece at a later date 14.The total number of British forces that entered Greece upon liberation did not exceed 10,000 officers and men 15. British hopes for a smooth transition from occupation to a post-liberation Greece were based in part on the fact that George Papandreou headed the Government of National Unity, which included ministers from EAM, an agreement that King George II would remain in exile until a plebiscite determined the fate of the monarchy, and the fact that EAM ELAS had signed the Caserta Agreement, placing all Allied and guerrilla forces under the operational command of British General Ronald Scobie. Finally, the Churchill-Stalin "percentages agreement" essentially guaranteed Soviet neutrality in the event of an attempted take-over of Greece by EAM-ELAS.

Indeed, the objectives of Operation Mane were to maintain good relations with EAM-ELAS so that the British would be able to enter Greece with limited forces as soon as the Germans left. According to the official British history of the Second World War, the purpose of Operation Mana 16 was designed to prevent, not to counter, a seizure of power by the Communists. .. ." 17 However, by the end of October, as ELAS agitation escalated, the British increased their forces to 22,600 troops and five air squadrons, and began the transfer of two more divisions and the Greek Rimini Brigade from Italy to Greece 18. By this time it was becoming evident to the British that a confrontation with EAM-ELAS was unavoidable. In early November Winston Churchill commented that "I fully expect a clash with EAM and we must not shrink from it, provided the ground is well chosen 19. On 8 November Churchill telegraphed General Maitland Wilson, the Commander-in-Chief Middle East, and Sir Reginald Leeper, the British ambassador to Athens, requesting urgent reinforcements to be sent to Greece. Leeper was instructed that "British troops should certainly be used to support law and order, even by shooting if necessary." 20. On 15 November General Wilson reported that the "Communists seemed likely soon to bring matters to a head," and he instructed Scobie to hold all troops already in Greece, to concentrate on Athens whose neighborhoods would be declared a military area, and to order ELAS to withdraw entirely from the region. In the event of attack, Scobie was ordered to use British and Greek forces to crush any opposition 21. 

Remarkably, and despite the reinforcements, General Scobie was ill-prepared for a military confrontation with ELAS. Throughout October and mid-November British forces were concentrated in Athens, Patras, and a few other cities. Little effort was made to maintain secure communications with Piraeus and the airfield outside Athens. As a result of this deployment, the British forces, even before the outbreak of hostilities, were virtually besieged. The rest of Greece with the exception of Epirus, the Drama area, and a few of the islands were under the control of ELAS Part of the explanation for the poor strategic order of battle for the British army in Greece was due to the fact that General Scobie was not an experienced commander; he had been placed in charge of the allied forces in Greece more for his abilities as an administrator. Another factor was that both Scobie and Papandreou expected that since EAM-ELAS had signed the Caserta Agreement, the guerrilla forces would obey Scobie's orders and agree to hand over their weapons. The escalation in numbers and deployment of the British forces in Greece and the transfer of the Rimini Brigade from mid-October to mid-November did not alter the strategic situation. Rather, it simply added more forces into those already-established pockets of isolation. At the same time, the transfer of the Greek unit and the increase in the British contingent further destabilized the precarious political situation. 

ELAS, meanwhile, enjoyed the strategic advantage of controlling most of mainland Greece. By the end of November the ELAS order of battle was based on approximatealy 49,000 men and officers deployed in 11 divisions 22 and a regiment of cavalry, as well as a small makeshift navy. In addition, ELAS maintained a reserve of almost 45,000 men and women, of whom 22,000 to 23,150 were based in Athens. These latter forces were designated as the 1st ELAS Army Corps. The majority of the rank-and-file of this unit was of uneven quality, but at least 6,000 were armed with rifles and another 3,000 carried revolvers and pistols. Many of these troops had attained considerable experience in urban guerrilla warfare during the last phase of the occupation 23. During the critical weeks of November, the BIAS reserve in Athens received additional reinforcements from the Peloponnese as well as supplies of weapons and ammunition 24.

Despite the initial advantages held by EAM-ELAS, the leadership failed to exploit the strategic and tactical superiority of its forces. Even before the outbreak of hostilities, George Siantos, the acting General Secretary of the KKE and the dominant figure in EAM-ELAS, gave every indication that he was uncertain of how to proceed with plans for the upcoming confrontation. His first actions were to reconstitute the Central Committee of ELAS (1 December 1944) and at the same time evacuate KKE party headquarters from Athens to Hashia, in northern Attica. These changes effectively made Siantos the overall commander of ELAS, and for the duration of the hostilities he directed all military operations from the headquarters of the ELAS 1st Army Corps in Athens.
The general headquarters of ELAS in Lamia was instructed to direct its efforts against Zervas in Epirus, thus diverting three valuable divisions from the main theater of battle to a secondary theater of operations 25. ELAS forces were also dispatched to destroy the units of Anton Tsaous, the leader of an ndependent Right-wing guerrilla band operating north of the Drama district in northern Greece. After the fighting had broken out and Stephanos Saraphes asked permission from Siantos to attack all British forces scattered throughout Greece, his request was rejected 26. A little later Saraphes once again asked permission to disarm the British garrisons but was instructed by the ELAS Central Committee to inform the British garrisons that all movement on their part was forbidden. Before any action was taken on the part of ELAS, however, the British were able to withdraw all their outposts with little difficulty 27.

These structural and organizational changes implemented by Siantos took place between the end of November and the beginning of December. A close examination of Siantos's activities indicates that he was determined to control events by himself, and for that purpose he divided the political leadership of the KKE and the Central Committe of EAM from ELAS. Furthermore, he separated ELAS proper from the reserve units that constituted the 1st Army Corps in Athens and the force that would conduct the main part of the battle. It is evident from the memoirs of Spiros Kotsakis, the commander of the 1st Army Corps, that this unit was separate and distinct from ELAS proper. The commander and all officers were members of the Communist Party and had direct responsibility for the Athens region 28.
There is no documentation to shed any light on why Siantos took this course of action, leaving only the speculation that he wanted to be solely in charge of the subsequent political and military direction of EAM-ELAS and the KKE. If that is the case, then Siantos was preparing for an urban guerrilla war and the 1st ELAS Army Corps would be the ideal weapon in the forthcoming battle. This may explain why Siantos diverted three ELAS divisions to attack Zervas and the failure to commit the main ELAS forces in the battle for Athens. It may also shed some light on the controversial meeting of the ELAS kapetanios at Lamia 29. Both Vasilis Bartziotas and Yiannis Ioannidis claim in their versions of the Lamia gathering of kapetanios that Siantos distrusted Aris Velouchiotis and suspected him of instigating provocations 30. Accordingly, it is no coincidence that both Velouchiotis and Saraphes were ordered by Siantos to command the ELAS forces sent against Zervas in Epirus, and thus neither were able to take part in the events in Athens. Were these actions by Siantos a sign of his mistrust and displeasure of Velouchiotis as well as of Saraphes, or did they simply reflect Siantos's strategy ? Certainly Siantos could have relieved both men of their positions or, at the very least, taken from their command a significant number of ELAS units that could have played a decisive role in the battle for Athens.  

Colonel Christopher M. Woodhouse writes that the activities of ELAS indicated that the preparations that took place in late November were essentially defensive. He underlines his point by stating that there was considerable confusion at the ELAS General Headquarters and that no attempts were made to prevent officers and men of the gendarmerie passing through territory controlled by ELAS on their way to Athens 31. What he fails to notice, however, is the buildup of the 1st ELAS Army Corps and the possibility that Siantos planned to use that unit to seize control of Athens. If that were the case, it explains why Siantos paid little attention to the deployment of the rest of ELAS and his initial reluctance to allow these forces to attack the British 32. Siantos on 2 December still referred to the British as "our Allies" and as late as 17 December, according to Nikolaos Zachariades's accusations in 1950, committed the blunder of allowing a British regiment to enter Athens unopposed 33. 

These accusations against Siantos are valid if it is assumed that the Greek communists were planning an all-out military campaign in order to seize the government. In that case, the primary target was the British forces. As previously mentioned, the Government of National Unity, without the British, had only few forces at its disposal. However, it is evident that Siantos was also aware that the Papandreou government had limited freedom of political or military maneuvering and that all major decisions required the tacit approval of the British authorities in Athens and London 34. Even on the issue of demobilization, which precipitated the crisis, it was Genera Scobie who, practically ignoring Papandreou and his ministers, issued the order for all resistance forces to disband 35. Siantos was under no illusion that the British represented the real power in Athens but had to exercise their authority through the internationally recognized Greek Government of National Unity 36. The Secretary of the KKE also understood, and as events later in the battle con- firmed, that it was beyond ELAS's resources to wage war against the British armed forces but could bring down the Papandreou government. Under these circumstances it is quite conceivable that Siantos believed that the 1st ELAS Army Corps was sufficient to seize Athens within a few days and present the British with a fait accompli.

On the other hand, such a strategy may explain the tactics employed by the Greek communists during the battle of Athens. After the incident on 3 December, the ELAS forces proceeded to attack police stations on 4 and 5 December and government buildings on 7 December. Woodhouse characterizes the actions of ELAS as "slow to escalate." 37. In one aspect this is true, in the case of confrontation with the British, but it is self-evident that ELAS moved quickly against the institutions that represented the Greek government. Scobie on his part was equally reluctant to move against ELAS, despite a strong directive from Churchill urging him to maintain order and to neutralize or destroy all EAM-ELAS bands. More precisely, Churchill informed Scobie to "... act as if you were in a conquered city where a local rebellion is in progress." 38. ELAS continued to concentrate on Greek government targets, including the Rimini Brigade as well as on the X (Chi) organization and against the Averoff prison, which held a number of collaborators awaiting trial. Although there were sporadic clashes between British patrols and ELAS units while the RAF began to strafe ELAS forces and positions,39 it was not until 7 December that Siantos gave permission for ELAS to at least retaliate against British forces that intervened in the fighting in Athens 40. However, the ELAS Central Committee maintained its directive prohibiting ELAS forces from initiating attacks against the British, and only after 11 December was the ELAS 1st Army Corps given orders to engage the British units—but only in the capital.

Scobie, on the other hand, during the first few days of the battle, had permitted ELAS to isolate and confine his forces and had almost lost control of the situation. At one point he even considered withdrawing his troops to the port of Phaliron 41. In this respect, Siantos had judged correctly and was coming close to gaining control of Athens with the British acting as spectators. During the night of 4-5 December, Churchill had ordered Scobie to launch a full offensive against ELAS, 42 but the latter only had eight British battalions of infantry, four Greek battalions, a squadron of tanks, a few armored cars, and one battery of field artillery. Yet by 6 December the ELAS 1st Army Corps had reached a strength of almost 12,000 men, and reinforcements continued to arrive from outside Athens, giving ELAS numerical superiority during the first week of hostilities. Although these ELAS units had few heavy weapons, they had the advantage of moving undetected through the city, since many did not wear uniforms, and melted into the surrounding buildings when confronted with superior fire power only to reemerge at another location. These urban guerrilla tactics placed Scobie's forces at a great disadvantage. One important consideration was that the British were not deployed to defend Athens against attack from within,43 and thus their depots and barracks were scattered and vulnerable. Another factor was that the British units were not organized into small mobile units but deployed in traditional formations suitable for a conventional battle. The end result was that Scobie would concentrate his forces against an enemy who declined battle against overwhelming fire power and quickly changed the axis of attack to another location. Even these efforts by Scobie were limited and uncoordinated and by and large ineffectual, forcing the British commander to continue to withdraw his forces within the core of the city.

In the meantime, ELAS continued its offensive against the apparatus of the Papandreou government and captured 22 out of 25 police stations, several government buildings, and gained control over the road from Athens to Piraeus and the port itself. Indeed, after a few days of fighting, the British and Greek government forces were virtually besieged in a small area in the center of the city 44.

The military situation, however, turned against ELAS from 13 December. First, ELAS failed to seize Athens quickly. The few days that were anticipated had turned into weeks. Secondly, on 12 December, ELAS troops fired on the British, and by 15 December a new British general, John Hawksworth, had arrived with reinforcements. Although Scobie remained nominally in command, Hawksworth with forces that totalled nearly 50,000 men turned the tide of battle against ELAS. Despite the arrival of Hawksworth with reinforcements and the failure to secure Athens, ELAS at this point changed tactics and now shifted the direction of its offensive against the British. On 20 December ELAS forces overran the RAF headquarters in Kifissia, while on 21 December Saraphes and Velouchiotis launched their offensive against Zervas in Epirus, and eventually the EDES units had to be evacuated by the Royal Navy to Corfu.
These victories represented the high point of the success achieved by the ELAS forces. By 18 December the British had cleared the main road between Athens and Piraeus and were steadily pushing ELAS out of Athens, and by 27 December Hawksworth was in a position to begin a limited offensive. Siantos had not only miscalculated the ability of the 1st ELAS Army Corps to seize Athens quickly but had dispersed his forces throughout the city, and when the British joined the battle he was unable to regroup and concentrate the ELAS units against them. Furthermore, by keeping the main body of ELAS out of battle, Siantos had no available reserves to withstand Hawksworth's counterattack. At the same time, the inactivity of the ELAS units in the rest of Greece, with the exception of the divisions sent to destroy Zervas, now enabled the reinforced British to concentrate against the 1st ELAS Army Corps in Athens.

 In early January ELAS was in full retreat, and eight days later an armistice was signed which took effect on the night of 14-15 January. Under the terms of the Varkiza Agreement, ELAS had to disband and surrender its weapons, but the infrastructure of the KKE and of EAM-ELAS remained. What saved ELAS from total destruction was not the benevolence of the British and the Greek government, but the situation on the western front. On 16 December the Germans surprised the Allies with a counteroffensive in the Ardennes, and Hawksworth was informed that he could not expect any more reinforcements. From a strictly military perspective, ELAS was defeated. However, EAM-ELAS was not destroyed as an organization. Even by 16 December ELAS still controlled three-quarters of Greece and had managed to withdraw its headquarters safely to Trikala. The Greek and British forces had won the battle for Athens but, by failing to pursue their victory to its ultimate conclusion, simply set the stage for the battle for Greece in 1946.

NOTES

1.The impact of the occupation was devastating for the Greek state. Reprisals took the lives of over 70,000 people; approximately 310,000 died from starvation, and 60,000 Greek Jews were killed in the death camps. The Axis had established 47 detention centers throughout Greece, in which approximately 500,000 people were incarcerated for various lengths of time or transferred to concentration camps. In addition, 1,700 villages were destroyed, as well as 709 schools, 501 churches, 142,828 private homes, and 853,584 livestock were expropriated, lost, or killed. (Boumas, T., Istoria tis Synchronis Elladas (Athens: 1980), Vol. 3, pp. 423-425; IAEA [Istorikon Archion Eihnikis Antistaseos] (Athens: 1958), seg. 2.90.93.

2. One important factor in the failure to establish a mass following was the reluctance of many of the republican leaders to acknowledge or support EDES. As a result, Zervas and EDES became identified as one and the same. In other words, the absence of a political wing and a corresponding popular base reduced EDES into a guerrilla band that represented little except loyalty to Zervas. On the origins and organization of EDES, see Hagen Fleischer, Stemma kai Swastika: I Ellada tis Katochis kai tis Antistasis (Athens: 1988), pp. 149-155 and Andre Gerolymatos, Guerrilla Warfare and Espionage in Greece, 1940-1944 (New York: 1992), pp. 210-216.

3. On 31 October 1944 the George Papandreou government proclaimed that the resistance had come to an end, and on 1 November it announced that all guerrilla forces and resistance organizations as well as the civil police forces would be disbanded. These organizations, the government declared, would be replaced by a national guard and new army. The KKE, writes John O. Iatrides Revolt in Athens: The Greek Communist "Second Round," 1944-1945 (Princeton: 1972), p. 156, actually attempted to recruit volunteers for the national guard and army from the ranks of ELAS and submitted lists of names of those who were acceptable to the government.

4. The so-called "percentages agreement" was concluded during Churchill's visit to Moscow on 9 October 1944. The official reason for the visit was to allay American concerns over the creation of permanent British and Soviet spheres of influence in the Balkans. Churchill, however, was advocating temporary zones of operations that would apply only for the duration of the war. Accordingly, it was agreed that the British would get 90 percent of Greece and the Soviets ten percent; in Rumania 90 percent was allocated for the Soviets and ten percent for the British. Yugoslavia and Hungary were shared equally, and 75 percent of Bulgaria came within the Soviet zone, leaving 25 percent for the other allies. Winston Churchill, The Second World War: Triumph and Tragedy (London: 1953), Vol. 6, pp. 196-197; Martin Gilbert, The Road to Victory: Winston Churchill 1941-1945, Vol. 7 (London: 1986), pp. 992-1000.

5. Andre Gerolymatos, Guerrilla Warfare and Espionage (New York: 1992), p. 334. Churchill, in particular, held the conviction that the KKE would use EAM-ELAS in order to seize powe (Gilbert, The Road to Victory: Winston Churchill 1941-1945 (London: 1986), p. 882).

6. Concurrent with this policy, the British army embarked on a covert program to provide protection and assist in the gradual rehabilitation of the various Quisling military and paramilitary personnel into the Greek army and police forces (Gerolymatos, Guerrilla Warfare and Espionage, p. 334).

7. For a complete account of these policies, see Andre Gerolymatos, "The Security Battalions and the Civil War," Journal of the Hellenic Diaspora, Vol. XII, No. 1 (Spring 1985), pp. 17-27; "The Role of Greek Officer Corps in the Resistance," Journal of the Hellenic Diaspora, Vol. XI, No. 3 (Fall 1984) , pp. 69-79; also Thanos Veremis and Andre Gerolymatos, "The Military as a Sociopolitical Force in Greece, 1940-1949," Journal of the Hellenic Diaspora, Vol. 17.1 (1991).

8. These perceptions were reinforced by the almost daily marches and protests by EAM-ELAS. The government indicated little inclination to try collaborators and continued to reinstate officers and police officials associated with the puppet regimes during the occupation.

9. For lack of a better term, "new Right" serves as a convenient description of the forces that opposed and feared the KKE, EAM-ELAS, and the left in general.

10. 0n this aspect of Greek history during the interwar period, see G. Dafnis, I Ellas Metaxi Dio Polemon 1933-1940, 2 Vols. (Athens: 1955). For a discussion on the Greek party system as well as on voter patterns, see George Mavrogordatos, Stillborn Republic: Social Coalitions and Party Strategies in Greece, 1922-1936 (London: 1983).

11. As George Mavrogordatos, Stillborn Republic (London: 1983), p. 93, points out, the KKE "despite its widespread influence in the labor movement and even in some rural areas as well, remained a small cadre organization throughout the interwar period. Between 1918 and 1932, total membership hovered around the 2,000 mark, and increased rapidly only after 1932, possibly exceeding 10,000 on the eve of the dictatorship."

12. See note 7.

13. According to John Iatrides, Revolt in Athens (Princeton: 1972), pp. 149-150, the KKE, far from planning a takeover of Greece, had issued secret instructions to its members to cooperate with the Allies while at the same time making every effort to win the support of the middle classes.

14. O'Ballance, The Greek Civil War, 1944-1949 (New York: 1966), p. 87.

15. John Ehrman, Grand Strategy, Vol. VI, "October 1944-August 1945" (London: 1956), p. 61.

16. Operation Mana was the code name for the Allied forces slated to enter Greece after the Germans withdrew (Ehrman, Grand Strategy, p. 61).

17. Ehrman, Grand Strategy, p. 61, continues: "... and to hold the ring until a representative Greek Government had arranged a settlement of the constitutional question. But in the event E.A.M. could not be restrained, and the result occurred which the British had tried to avoid."

18. Ehrman, Grand Strategy, p. 61.

19. Gilbert, The Road to Victory (London: 1986), p. 1056.

20. Ιbid.

21. Ehrman, Grand Strategy, p. 61.

22. Stephanos Saraphes, ELAS: Greek Resistance Army (London: 1980), p. 402, lists the strength of ELAS as 5,240 officers and 43,000 men.

23. Spyros Kotsakis, Eisphora: sto Chroniko tis Katochis kai tis Ethnikis Antistasis stin Athena (Athens: 1986), p. 236.

24. C. M. Woodhouse, The Struggle for Greece 1941-4949 (London: 1976), p. 123.

25. Other units were transferred to Thebes. Saraphes, ELAS (London: 1910), pp. 498 and 502.

26. Ιbid., p. 502.

27. Ιbid., p. 504.

28. Kotsakis, Eisphora (Athens: 1986), p. 244.

29. During this meeting, 17-18 November, Aris Velouchiotis, in particular, advocated an immediate attempt by ELAS to take over Athens and install a communist government. The primary concern of the ELAS commanders was that the government, along with the British, was determined to disband ELAS forces and establish a new army in order to impose the prewar political and military status quo. As a result, Markos Vaphiades (according to his version of the events) agreed to go to Athens and convince the political leadership that ELAS could easily brush aside the British and Greek government forces and occupy the capital. Despite his entreaties and suggestion that such an action could be undertaken without involving the KKE, the recommendation of the ELAS commanders was overruled by Georgios Siantos, the acting head of the Greek Communist Party (for an account of this meeting, see Markos Vaphiades, Apomnimonevmata, 4 Vols. (Athens: 1984-1992), Vol. 3, pp. 11-16; Georgios Boutsinis, To Andartiko stin Attiki, 1941-1945 (Athens: 1979), pp. 463-464; Periklis Rodakis, Dekemvrios 1944 (Athens: 1984), pp. 126-127; also the account of Themis Moschatos, I Syskepsy ton Kapetaneon sti Lamia (Athens: 1985), which is devoted to rendering a detailed analysis of the meeting at Lamia but is marred by conspiracy theories concerning both the left and right). Vasilis Bartziotas, Ethniki Antistasi kai Dekemvris 1944 (Athens: 1983), pp. 326-333, denies the significance of the Lamia meeting and, according to his account, the kapetanios who assembled between 17-18 November did not all agree with the proposals of Velouchiotis. Bartziotas adds that Markos Vaphiades went to Athens not to bring any recommendations from the kapetanios but to denounce Velouchiotis for organizing the meeting as a provocation. Bartziotas's version is to some degree supported by Ioannis Ioannides, Anamniseis (Athens: 1979), pp. 326- 328, who although not present at the meeting between Bartziotas and Vaphiades states that the latter came to Athens to inform the leadership of the KKE on what had taken place at the meeting in Lamia. Ioannides also defines the assembly of the kapetanios as a provocation. Thanases Hadzes (I Nikiphora Epanastasi you Chathike, Vol. 4, pp. 138- 142) does not characterize the meeting as a provocation nor as an illegal gathering. His interpretation of this event is based on the accounts of Kapetanios Kissivos and Kitsikas as well as on Vaphiades's report in the archives of the KKE.

30. Bartziotas, Ethniki Antistasi kai Dekemvris, p. 331; Ioannides, Anamniseis, pp. 327-328.

31. Woodhouse, The Struggle for Greece (London: 1976), p. 123.

32. Vasilis Bartziotas, Exinda Chronia Kommounistis (Athens: 1986), p. 213, considers the absence of a military plan to counter the British and the notion that the latter would not fight against ELAS as one of the primary mistakes in the battle for Athens.

33.  Woodhouse, The Struggle for Greece, p. 125.

34. George Papandreou's dependency on the British reached its lowest point when he offered to resign as prime minister after the outbreak of hostilities on 4 December, but the British would not allow him to tender his resignation. Churchill, furthermore, telegraphed the British ambassador to Athens, Leeper, on 5 December 1944, leaving no doubt as to who was in charge of Greek affairs. In this missive Churchill states that "I have put the whole question of the defence of Athens and the maintenance of law and order in the hands of General Scobie, and have assured him that he will be supported in the use of whatever force is necessary. Henceforth you and Papandreou will conform to his directions in all matters affecting public order and security." Churchill, History of the Second World war (London: 1954), Vol. 6, p. 290.)

35. On 1 December General Scobie ordered the demobilization of all guerrilla forces by 10 December. Scobie undertook this action as the Commander-in-Chief of all Allied forces in Greece. W. H. McNeill (The Greek Dilemma: War and Aftermath (New York), pp. 158- 159) comments that Scobie "... was certainly stretching the powers he had been accorded by the Caserta Agreement when he thus ordered the disbandment of a part of the forces that had been put under his command." McNeill adds that it is far from certain whether the Greek government had in fact ever ordered the disbandment of the guerrilla forces. Under Greek law a government decision becomes official when it is published in the government Gazette, and no such order for the demobilization of the guerrilla bands had been published.

36. The appearance of legitimacy became evident during the December crisis when the United States refused to support the British actions in Greece or even to carry supplies to Scobie's forces with American ships and planes. Another consideration is that if the British did not respect the legitimate government of Greece, they could hardly expect the Soviets not follow a similar policy in Eastern Europe.

37. Woodhouse, The Struggle for Greece, p. 127.

38. W. S. Churchill, History of the Second World War, Vol. 6, p. 289. This part of Churchill's instructions to Scobie found its way to the Washington Post on 12 December, giving EAM-ELAS a propaganda coup.

39. On 4 December, all ELAS units were ordered to leave Athens and Piraeus by 6 December; otherwise, they would be treated as enemy forces (O'Ballance, The Greek Civil War (New York: 1966), pp. 97-98). In his report on the December crisis, Siantos expresses his disappointment that the British, who until 6 December had remained neutral, after this date began to participate in the battle. Included in this report is a message of Scobie (dated 6 December 1944) from the ELAS Central Committee, protesting British involvement in what is described as an internal Greek matter (I Ekthesy Stantoy yia to Dekemvriana, ed. Periklis Rodakis and Babis Gramenos (Athens: 1986), pp. 23-25).

40. Lars Baerentzen and David Close, "The British Deafeat of EAM, 1944-45," The Greek Civil War, 1943-1950, ed. David H. Close (London and New York: 1993), p. 87.

41. Woodhouse, The Struggle for Greece, p. 130.

42. Churchill, History of the Second World War, Vol. 6, pp. 251-253.

43. Lars Baerentzen and David Close, "The British Defeat of EAM, 1944-45," p. 86.

44. O'Ballance, The Greek Civil War, pp. 98-99.


ANDRE GEROLYMATOS holds Hellenic Canadian Congress of B.C. Chair in Hellenic Studies in the Department of History at Simon Fraser University.

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011

OI ΜΑΧΗΤΡΙEΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΕΛΛΑΔΑΣ

Tου Αλέξανδρου Κατσιγιάννη


Οι μαχήτριες του Δημοκρατικού Στρατού διακρίνονται σε εθελόντριες και επιστρατευμένες. Είναι ανάγκη να διευκρινιστεί, ωστόσο, ότι στις συνθήκες πόλωσης και αγριότητας της εμφυλιακής περιόδου τα όρια ανάμεσα στην εθελοντική προσχώρηση στο ΔΣΕ και την αναγκαστική επιστράτευση σ ’αυτόν είναι ρευστά και δυσδιάκριτα, καθώς οι δυνατότητες και οι επιλογές των γυναικών ανάμεσα στην τήρηση ουδέτερης στάσης ή συνειδητής προσχώρησής τους στις στρατιωτικές επιχειρήσεις υπαγορεύονταν από ένα πολυεπίπεδο και ασταθές πλέγμα πιέσεων και αναγκών.

Συγκεκριμένα όλες οι εθελόντριες κατέφευγαν στο βουνό και αντιλαμβάνονταν την κατάταξή τους ως μαχήτριες ως επιλογή σωτηρίας, καθώς για όσες ζούσαν στις συνθήκες αρχικά ημιπαρανομίας και αργότερα πλήρους παρανομίας των πόλεων και διώκονταν για την προγενέστερη αντιστασιακή τους δράση ελλόχευε ο κίνδυνος της σύλληψης και στη συνέχεια της φυλάκισης και της εκτόπισής τους, της παραπομπής τους σε Έκτακτο Στρατοδικείο και της καταδίκης τους σε θάνατο. Αντίστοιχα στην αγροτική Ελλάδα όχι μόνο δεν υπήρχαν περιθώρια τήρησης ουδέτερης στάσης, αλλά οι βιαιοπραγίες, οι βιασμοί και οι διαρκείς μετακινήσεις πληθυσμών στην περίοδο της λευκής τρομοκρατίας αποτελούσαν καταλυτικούς προωθητικούς παράγοντες για την προσχώρηση των γυναικών στο Δημοκρατικό Στρατό (1).

Σε αυτές τις συνθήκες ελάχιστες γυναίκες κατατάχθηκαν ως μαχήτριες έπειτα από κομματική εντολή, καθώς οι κομματικές άδειες παρέχονταν ευκολότερα στους άνδρες (2), ενώ οι παραδοσιακές αντιλήψεις, σύμφωνα με τις οποίες οι γυναίκες ως κοινωνική ομάδα δεν μπορούσαν να έχουν σε διευρυμένο και μαζικό επίπεδο σχέση με τις πολεμικές επιχειρήσεις και τη χρήση όπλου, παρέμειναν ισχυρές για μεγάλο χρονικό διάστημα, παρά την έμπρακτη αμφισβήτηση τους, και εντός του εαμικού κινήματος (3). Σε αυτό το πλαίσιο οι πρώτες μαχήτριες ήταν κυρίως ανώτατα κομματικά στελέχη ή σύζυγοι στελεχών, και στη συνέχεια στο φόντο όξυνσης της εμφύλιας αναμέτρησης αρκετές γυναίκες οργάνωσαν μόνες τους τη διαφυγή τους στο βουνό. Παράλληλα αρκετές παντρεμένες γυναίκες προσχώρησαν στην ένοπλη στρατιωτική σύγκρουση είτε ακολουθώντας τους άνδρες συγγενείς ή συζύγους τους είτε στρατολογήθηκαν εθελοντικά σε μαζική κλίμακα μετά τη σύλληψη ή τη δολοφονία των τελευταίων.

Στη μεγάλη τους πλειονότητα, ωστόσο, οι μαχήτριες ήταν επιστρατευμένες και η ευρεία στρατολόγησή τους δεν προνομιμοποιήθηκε, επειδή θεωρούνταν αξιόμαχο δυναμικό από την πλευρά του εαμικού κινήματος, αλλά από την αναγκαιότητα χειρισμού του διογκούμενου προβλήματος ελλειμματικών εφεδρειών του Δημοκρατικού Στρατού, ο οποίος έχασε σχετικά νωρίς τα ερείσματά του στις τοπικές κοινότητες, έπειτα από τις εκτεταμένες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις της υπαίθρου από τον κυβερνητικό στρατό και από τα τέλη του 1948 δεν μπορούσε να ανανεώσει σε μαζική κλίμακα το μάχιμο δυναμικό του παρά μόνο διαμέσου μεμονωμένων επιχειρήσεων επιστράτευσης σε αστικά και ημιαστικά κέντρα (4). Προς αυτή την κατεύθυνση η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση, το κυβερνητικό σχήμα του ΚΚΕ στις περιοχές που στρατιωτικά ήλεγχε, θεσμοθέτησε στις αρχές του 1948 συγκεκριμένη νομική διάταξη που όριζε την επιστράτευση γυναικών ορισμένων ηλικιών (5), οι οποίες κατά κύριο λόγο προέρχονταν από εαμοκρατούμενες περιοχές και χωριά που βρίσκονταν στην ακτίνα δράσης του Δημοκρατικού Στρατού, γεγονός που σε αρκετές περιπτώσεις τις καθιστούσε ήδη θετικά διακείμενες προς τους αντάρτες ή από πόλεις που καταλαμβάνονταν για λίγες μέρες. Προωθητικοί παράγοντες για την ομαλή προσαρμογή, την «αφομοίωση», σύμφωνα με την προσφιλή ορολογία της εποχής, των επιστρατευμένων γυναικών στο ΔημοκρατικόΣτρατό ήταν η προέλευσή τους από αγροτικές ή ποιμενικές πατριαρχικές οικογένειες, με αποτέλεσμα η υπακοή και η πειθαρχία τους στην ανδρική εξουσία να συνιστά εγγεγραμμένο χαρακτηριστικό της ταυτότητάς τους, καθώς και το γεγονός ότι εξαιτίας της προέλευσής τους από αγροτικά περιβάλλοντα είχαν μάθει να ζουν κοντά στη φύση και στις δυσκολίες της (6).

Συγχρόνως προς την κατεύθυνση κατάταξης και ομαλής προσαρμογής των γυναικών στις δεδομένες συνθήκες στράτευσης λειτουργούσε καταλυτικά το συνολικότερο κλίμα ενθουσιασμού και συντροφικότητας που είχε καλλιεργηθεί ανάμεσα στους μαχητές και στις μαχήτριες από το διάχυτο αίτημα κοινωνικής αλλαγής και την ισχύ του λαοκρατικού οράματος, το οποίο στα βουνά, τους συμπαγείς ορεινούς όγκους που χωροταξικά έλεγχε το ΚΚΕ και εφάρμοζε την ιδεολογική και πολιτική του πρόταση, παρέμενε ηγεμονικός ιδεολογικός ιστός συνοχής που διέτρεχε παράλληλα με τις πολιτικές δεσμεύσεις και τις προσωπικές επενδύσεις στο σύνολο του μάχιμου δυναμικού του Δημοκρατικού Στρατού (7). Ειδικότερα οι μαχήτριες αντιλαμβάνονταν τη στράτευσή τους με όρους προσωρινότητας και θεωρούσαν ότι η νίκη του εαμικού κινήματος θα βελτίωνε ριζικά τη ζωή τους, καθώς στον προγραμματικό λόγο της Αριστεράς συμπεριλαμβανόταν η θεσμική κατοχύρωση του δικαιώματος της ψήφου για τις γυναίκες και της ισοτιμίας των δύο φύλων στο πλαίσιο της δημιουργίας της λαοκρατικής κοινωνίας. Επιπρόσθετα στους μαχητές και τις μαχήτριες υπήρχε μια οραματική σύνδεση του Δημοκρατικού Στρατού με τον ΕΛΑΣ που εδραζόταν τόσο στο πραγματικό δεδομένο ύπαρξης του ΚΚΕ ως κύριου πολιτικού φορέα και των δύο στρατιωτικών σχηματισμών όσο και στη διάχυτη αντίληψη στη σκέψη των ανθρώπων της εποχής ότι η χώρα διερχόταν μια φάση «δεύτερης κατοχής», κατά την οποία πολεμούσαν τους «νέους κατακτητές», αρχικά την Αγγλία και στη συνέχεια τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (8). Συγχρόνως κομβικό ρόλο στη στράτευση των γυναικών στο ΔΣΕ έπαιξε η προγενέστερη ύπαρξη ανταρτισσών στις μονάδες του τακτικού και εφεδρικού ΕΛΑΣ, οι οποίες αναδείχθηκαν σε κυρίαρχα ιδεολογικά πρότυπα των μαχητριών (9).

Παράλληλα στην περίοδο του εμφυλίου πολέμου ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες υπήρξαν οι διεργασίες εντός του κομμουνιστικού κινήματος αναφορικά με την οργανωτική συγκρότηση των γυναικών σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο. Συγκεκριμένα, ενώ στην περίοδο της Εθνικής Αντίστασης οι αντάρτισσες του ΕΛΑΣ δρούσαν σε ανεξάρτητες διμοιρίες από τους αντάρτες και στο πολιτικό επίπεδο δεν υπήρξε ενιαία γυναικεία οργανωτική έκφραση στο εσωτερικό του εαμικού κινήματος, στη διάρκεια της ένοπλης εμφύλιας σύγκρουσης οι στρατιωτικές μονάδες ήταν μικτές και ιδρύθηκε η Πανελλαδική Δημοκρατική Ένωση Γυναικών (ΠΔΕΓ) ως ξεχωριστή γυναικεία οργάνωση (10).

Η ΠΔΕΓ ιδρύθηκε το 1948 και περιλάμβανε όχι μόνο τις μαχήτριες, αλλά και τις άλλες γυναίκες της «Ελεύθερης Ελλάδας» καθώς και το Αντιφασιστικό Μέτωπο Γυναικών που αποτελούσε τη γυναικεία οργάνωση των σλαβόφωνων γυναικών. Καθοριστικοί σταθμοί στη λειτουργία της Πανελλαδικής Δημοκρατικής Ένωσης Γυναικών υπήρξαν η αποστολή ελληνικής αντιπροσωπείας στο συνέδριο της Παγκόσμιας Δημοκρατικής Ομοσπονδίας Γυναικών που έλαβε χώρα το Δεκέμβριο του 1948 στη Βουδαπέστη, η Α΄ Πανελλήνια Συνδιάσκεψη της ΠΔΕΓ το Μάρτιο του 1949, στην οποία για πρώτη φορά συμμετείχαν στην «Ελεύθερη Ελλάδα» ξένες αντιπροσωπείες από γυναικείες οργανώσεις επτά σοσιαλιστικών κρατών, καθώς και η συμμετοχή της ΠΔΕΓ στο Παγκόσμιο Συνέδριο για την Ειρήνη τον Απρίλιο του 1948, οι εργασίες του οποίου διεξάγονταν ταυτόχρονα στην Πράγα και στο Παρίσι (11). Με τον τρόπο αυτό διαμέσου της όσμωσης με μη κυβερνητικές γυναικείες οργανώσεις η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση απολάμβανε ένα μέρος της πολυπόθητης αναγνώρισης της από τα υπόλοιπα σοσιαλιστικά κράτη που συνιστούσε κομβική προϋπόθεση για τη συνέχιση και υποστήριξη της ένοπλης στρατιωτικής σύγκρουσης (12).

Ωστόσο, ακόμα και αν η Πανελλαδική Δημοκρατική Ένωση Γυναικών ιδρύθηκε και για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας και λειτουργούσε προωθητικά ως ένα βαθμό στη διεκπεραίωση της συνολικότερης στοχοθεσίας του εαμικού κινήματος και του ΚΚΕ, με δεδομένο ότι το ακροατήριο της ήταν γυναίκες, επιβάλλονταν συνακόλουθα υπόρρητοι περιορισμοί στο δημόσιο λόγο της. Ειδικότερα στο επίπεδο της επίσημης ρητορικής της υπήρξε αναπόφευκτη η υιοθέτηση μιας εξισορροπητικής γραμμής πλεύσης ανάμεσα στις παραδοσιακές αντιλήψεις για τους έμφυλους ρόλους που ήθελαν τη γυναίκα υπερασπιστή της ειρήνης και στην αναπαράσταση της γυναίκας μαχήτριας που ήταν απαραίτητη στο Δημοκρατικό Στρατό και τη διαμόρφωση ενός πλειοψηφικού ρεύματος προσχώρησης σε αυτόν.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα των μηχανισμών πρόσληψης των γυναικών ως μαχητριών και της έλλειψης αμφισβήτησης του σκληρού πυρήνα του κοινωνικά κατασκευασμένου γυναικείου ρόλου και των καθορισμένων από αυτών καθηκόντων υπήρξαν οι επίσημα διατυπωμένες θέσεις του γραμματέα του ΚΚΕ Ν. Ζαχαριάδη και της συζύγου του Ρ. Κουκούλου, προέδρου της Πανελλαδικής Δημοκρατικής Ένωσης Γυναικών, οι οποίοι ήταν υπέρμαχοι της γυναικείας νοικοκυροσύνης (13). Ωστόσο, με την όξυνση της εμφύλιας στρατιωτικής σύγκρουσης η υπογράμμιση της γυναικείας νοικοκυροσύνης και των βιολογικών διαφορών των δύο φύλων δεν αποτέλεσαν μια σταθερή γραμμή πλεύσης στο δημόσιο λόγο και την πρακτική της Αριστεράς και ήταν εμφανής η σταδιακή μετατόπιση του κέντρου βάρους προς την πλευρά των μαχητριών, όπως ανάγλυφα καταδεικνύεται από σχετικό άρθρο του αντιστράτηγου του ΔΣΕ Κ.Καραγιώργη στο περιοδικό Δημοκρατικός Στρατός (14).

Η ηγεσία του Δημοκρατικού Στρατού επεξεργάστηκε συγκεκριμένες κατευθυντήριες γραμμές στην περίοδο που η επιστράτευση των γυναικών αποτέλεσε αναπόδραστη επιλογή. Σε αυτό το πνεύμα διαφωτιστικές πληροφορίες ιχνηλατούνται στον τύπο της εποχής, όπου καθοριζόταν η συμμετοχή των γυναικών στα μάχιμα τμήματα σε ύψος 30%-35% και η κατανομή τους στις βοηθητικές υπηρεσίες με κριτήριο την ηλικία τους και υπήρχε μέριμνα για την προσπάθεια ανάπτυξης γυναικείου στρατιωτικού και πολιτικού στελεχιακού δυναμικού (15). Παράλληλα, δινόταν ιδιαίτερη βαρύτητα στην εξωτερική εμφάνιση της γυναίκας ως στρατιώτη, καθώς το ανδρικό στρατιωτικό παντελόνι δε λειτουργούσε μόνο ως μέτρο προφύλαξης από τις σκληρές κλιματολογικές συνθήκες αλλά κυρίως ως ενδυματολογικός κώδικας που προσέδιδε στην ίδια τη γυναίκα την ψυχολογία της μαχήτριας και ως αναπαράσταση ανατρεπτική ως προς τα παραδοσιακά γυναικεία πρότυπα θηλυκότητας συνέβαλε στην εξωτερική και εσωτερική στρατιωτικοποίηση των μαχητριών (16).

Σε αυτό το φόντο παρά τις συγκεκριμένες οριοθετήσεις, κατά την πρώτη περίοδο επιστράτευσης των γυναικών καταγράφηκαν αρκετοί λανθασμένοι χειρισμοί και παλινωδίες στη μεταχείριση των μαχητριών και τέθηκε οξυμμένα το ζήτημα της ηθικής στο Δημοκρατικό Στρατό. Συγκεκριμένα οι αρχικές αντιδράσεις των ανδρών μαχητών συμπυκνώθηκαν σε ειρωνικά και χλευαστικά σχόλια αναφορικά με την αμφίβολη πολεμική ικανότητα των γυναικών (17), ενώ σε πολλές διοικήσεις μονάδων οι νεοσύλλεκτες μαχήτριες στέλνονταν αμέσως στη μάχη χωρίς πολλές φορές να τους δίνεται η δυνατότητα προσαρμογής τους στις νέες στρατιωτικοπολεμικές συνθήκες και να τους παρέχεται η στοιχειώδης στρατιωτική εκπαίδευση, τη στιγμή που νεαροί μαχητές τοποθετούνταν στις βοηθητικές υπηρεσίες (18). Αυτή η λανθασμένη τακτική εδραζόταν στην εσφαλμένη αντίληψη που συνέχεε τη διεκδίκηση ίσων δικαιωμάτων ανάμεσα στα δύο φύλα με το βιολογικό συμψηφισμό των στρατιωτικών καθηκόντων ανάμεσα στους άνδρες και στις γυναίκες (19).

Προς την κατεύθυνση επίλυσης αυτών των προβλημάτων η ηγεσία του Δημοκρατικού Στρατού προχώρησε στον καθορισμό ενός συνόλου γραπτών και άγραφων κανόνων συμπεριφοράς προς τις γυναίκες βασισμένων στην αρχή του σεβασμού τους και της ισοτιμίας τους με τους άνδρες και αντιμετωπίστηκαν με αυστηρότητα εκδηλώσεις προσβλητικής συμπεριφοράς προς τις μαχήτριες (20). Στο ίδιο πνεύμα στο στρατιωτικό τύπο της εποχής οριοθετήθηκε το αίτημα της κοινωνικής και πολιτικής ισοτιμίας των γυναικών από τον παραλογισμό της φυσικής εξομοίωσης των δύο φύλων που θεωρήθηκε ότι αποδυναμώνει τη γυναικεία απόδοση στο στρατιωτικό αγώνα, τονίστηκε το δικαίωμα επιλογής των γυναικών σχετικά με την υπηρεσία κατάταξης τους και εκθειάστηκε η γυναικεία νοικοκυροσύνη στις υγειονομικές, τηλεφωνικές, μεταγωγικές και διοικητικές υπηρεσίες (21).

Με τον τρόπο αυτό οι συγκεκριμένες υπηρεσίες πολιτογραφούνταν ως κατεξοχήν χώροι γυναικείας δράσης και μέσα από αυτές διαμορφωνόταν ένα νέο μεταβατικό σχήμα ιδιωτικής-δημόσιας σφαίρας, στο οποίο εντάχθηκαν και λειτούργησαν οι γυναίκες. Επιπρόσθετα υπογραμμίστηκε το στοιχείο της γυναικείας «πονηριάς» ως συνιστώσας της πολεμικής σκέψης και δράσης που συμβάλλει στην ευκολότερη προσαρμογή των μαχητριών στις συνθήκες της εμφυλιακής περιόδου συγκριτικά με τους μαχητές και στην καταλυτική επίδραση που ασκεί το παράδειγμα
και η αναπαράσταση της αποτελεσματικής γυναικείας πολεμικής απόδοσης στους άνδρες του Δημοκρατικού όσο και του Εθνικού Στρατού (22).

Παράλληλα, ένα υπαρκτό πρόβλημα που αντιμετώπισε ο Δημοκρατικός Στρατός ήταν οι σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων που βρισκόταν σε άμεση συνάρτηση με το σύστημα των ηθικών αξιών της εποχής. Συγκεκριμένα τα αστικά κόμματα ήδη από την περίοδο της Εθνικής Αντίστασης επέλεξαν το ζήτημα της ηθικής ως το πιο αποτελεσματικό όπλο στη διαδικασία κατασυκοφάντησης των γυναικών της Αριστεράς. Ουσιαστικά διέβλεπαν ότι η προοπτική εξόδου των γυναικών μαζί με τους άνδρες στη δημόσια σφαίρα και συνακόλουθα η απομάκρυνση τους από τον παραδοσιακό κοινωνικό ρόλο τους και η αποσταθεροποίηση της οικογένειας, θα συσπείρωνε αμυντικά μεγάλο τμήμα της κοινωνίας και θα δημιουργούσε τα κατάλληλα κοινωνικά αντανακλαστικά για τη διοχέτευση και ανατροφοδότηση της πολιτικής αντιπαράθεσης με τη μορφή της κοινωνικής μομφής για την ηθική των γυναικών (23).

Ειδικότερα η ηγεσία του κομμουνιστικού κινήματος προκειμένου να υπερκεράσει τις καταστροφολογικές αιτιάσεις της κυβερνητικής προπαγάνδας αναφορικά με τις υποτιθέμενες βλέψεις της για διάλυση της παραδοσιακής οικογένειας και των πατροπαράδοτων αξιών στο ζήτημα της ηθικής, υιοθέτησε σε αρκετές περιπτώσεις μία πουριτανική στάση και κατέβαλε προσπάθειες ελέγχου της ερωτικής ζωής των γυναικών και καταστολής της σεξουαλικότητάς τους (24). Σε αυτό το φόντο οι παράνομοι ερωτικοί δεσμοί ήταν άτυποι, αλλά στην πραγματικότητα απαγορευμένοι, γίνονταν ανεκτοί με πολλές επιφυλάξεις και υπό ορισμένους όρους, καθώς απαιτούνταν η γνωστοποίηση στις διοικήσεις προκειμένου η ερωτική σχέση μαχητών και μαχητριών να θεωρηθεί «νόμιμος» αρραβώνας ή να καταλήξει σε άτυπο γάμο που επικυρωνόταν από τους κατά τόπους στρατιωτικούς διοικητές (25).

Ουσιαστικά στο εσωτερικό του εαμικού κινήματος και του Δημοκρατικού Στρατού αναπαραγόταν η προπολεμική νοοτροπία σε ζητήματα ηθικής στη διάρκεια της εμφυλιακής περιόδου, αν και με λιγότερους περιορισμούς και εμφανείς ρηκτικές τομές συγκριτικά με την περίοδο της Εθνικής Αντίστασης. Σε αυτό το πλαίσιο θεσπίστηκαν ποινές που αφορούσαν τον αφοπλισμό, τη στέρηση τροφής και την απαγόρευση συνομιλίας που εμπεριείχε και ένα στοιχείο περιφρόνησης, κομματικές ποινές, η θανατική καταδίκη για την προσβολή των μαχητριών και καταβλήθηκε
προσπάθεια για τη διαμόρφωση μιας ατμόσφαιρας συντροφικότητας ανάμεσα στους μαχητές και τις μαχήτριες (26). Παράλληλα, στην απορρύθμιση των παραδοσιακών οικογενειακών σχέσεων και στη συνεχή κυρίαρχη προπαγάνδα για την ελλειμματική ηθική τους, αρκετές γυναίκες αντέταξαν την προσκόλλησή τους στα αποδεκτά κοινωνικά πρότυπα προασπίζοντας την τιμή και την αξιοπρέπειά τους ως μέρος μιας στρατηγικής επιβίωσής τους, προτιμώντας την αναβολή κάθε σκέψης για ερωτικές σχέσεις και γάμο για τη μεταπολεμική εποχή και επιδιώκοντας μόνο αδελφικές και συντροφικές σε πολιτικό επίπεδο σχέσεις με τους συμμαχητές τους (27).

Συγχρόνως το υπαρκτό πρόβλημα της προσαρμογής των γυναικών στις αντίξοες συνθήκες του εμφυλίου πολέμου μετατέθηκε από την ηγεσία του Δημοκρατικού Στρατού στις ίδιες τις γυναίκες. Συγκεκριμένα η ειδική πολιτική και ιδεολογική προεργασία που απαιτούνταν προκειμένου οι γυναίκες να καταστούν αξιόμαχες μαχήτριες και να διαπαιδαγωγηθούν σύμφωνα με το νέο ιδεότυπο γυναίκας που θα προσιδίαζε στο καθεστώς λαϊκής δημοκρατίας, ανατέθηκε από την ανώτατη διοίκηση του Δημοκρατικού Στρατού στις «υπεύθυνες των γυναικών», οι οποίες ήταν ήδη έμπειρες μαχήτριες με συγκροτημένο πολιτικό και ιδεολογικό υπόβαθρο. Ο ρόλος τους ήταν σχετικά αναβαθμισμένος, καθώς τοποθετήθηκαν σε όλη την κλίμακα της στρατιωτικής ιεραρχίας και έδρασαν ως βοηθοί των πολιτικών επιτρόπων, οι οποίοι μαζί με τους στρατιωτικούς διοικητές αποτελούσαν το δυαδικό σχήμα διοίκησης του Δημοκρατικού Στρατού.

Όπως αποδείχθηκε στην πράξη στις περισσότερες περιπτώσεις οι «υπεύθυνες» δε λειτουργούσαν ως ηγετικά στελέχη, αλλά κυρίαρχα επωμίζονταν ρόλους προσίδιους σε οικεία πρόσωπα των γυναικών, όπως της έμπιστης φιλενάδας, της αδελφής ή της μητέρας προκειμένου να καλυφθούν οι συναισθηματικές ανάγκες των μαχητριών για παροχή προστασίας και επικοινωνία (28). Σε αυτό το πλαίσιο τα καθήκοντα των «υπευθύνων» ήταν πολλαπλά και πολύμορφα, καθώς στις αρμοδιότητές τους ενέπιπτε η ιδεολογική, πολιτική και ψυχολογική προετοιμασία που σε συνδυασμό με την στρατιωτική εκπαίδευση θα καθιστούσαν τις μαχήτριες αξιόμαχες, η παροχή βοήθειας για το χειρισμό των πρακτικών ζητημάτων και γυναικολογικών προβλημάτων που συχνά ανέκυπταν οξυμμένα στις σκληρές συνθήκες της εμφυλιακής περιόδου και ηθικής συμπαράστασης και με το προσωπικό τους παράδειγμα, ενώ παράλληλα παρακολουθούσαν την πολεμική απόδοση των γυναικών μεταφέροντας τις παρατηρήσεις τους στις διοικήσεις των τμημάτων για την εξαγωγή των ανάλογων συμπερασμάτων (29).

Το πλέγμα αυτών των αναγκών αντιμετωπίστηκε μέσα από την οργάνωση πολιτικών και μορφωτικών διαδικασιών συσκεψιακού και συνελευσιακού χαρακτήρα, όπου συζητούνταν τα ιδιαίτερα προβλήματα των γυναικών, παρεχόταν η δυνατότητα ελεύθερης έκφρασης της γνώμης τους, κριτικής και αυτοκριτικής, καθώς και πρότασης συγκεκριμένων μέτρων για τη διόρθωση αδυναμιών και λανθασμένων χειρισμών. Επιπρόσθετα στη διαμόρφωση πολιτικής συνείδησης των μαχητριών συνέβαλαν η πυροδότηση πολιτικών συζητήσεων για επίκαιρα θέματα από την πλευρά των «υπευθύνων», η συλλογική ανάγνωση της εφημερίδας «Μαχήτρια» και επιλεγμένων αποσπασμάτων από ρωσικά λογοτεχνικά βιβλία (30). Με τους τρόπους αυτούς καλλιεργούνταν οι δημιουργικές πρωτοβουλίες των μαχητριών, αναβαθμίζονταν οι γνωστικές και στρατιωτικές τους δεξιότητες και διαμορφώνονταν ένας νέος τύπος γυναίκας με κατανόηση και πίστη τόσο στον αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού όσο και στις δικές τους δυνάμεις, σύμφωνα με τις κατευθύνσεις της ηγεσίας του κομμουνιστικού κινήματος αναφορικά με το γυναικείο ζήτημα σε εκείνη την εποχή.

Η προσπάθεια και τακτική εξισορρόπησης των κοινωνικά αποδεκτών γυναικείων ρόλων με το ρόλο της γυναίκας ως μαχήτριας ακολουθήθηκε ως σταθερά και από την ηγεσία του Δημοκρατικού Στρατού. Αυτή η γενική κατεύθυνση, ωστόσο, διαπεράστηκε από αντιφάσεις και παλινωδίες, καθώς ένα ποσοστό μαχητριών στάλθηκε στις σχολές αξιωματικών του Γενικού Αρχηγείου και του αντίστοιχου κλιμακίου του στη Νότια Ελλάδα και στη διετία 1946-1948 καταγράφηκε ένας αυξανόμενος αριθμός γυναικών αξιωματικών που στελέχωσαν τις χαμηλότερες και ενδιάμεσες βαθμίδες της στρατιωτικής ηγεσίας, ενώ αρκετές μαχήτριες παρασημοφορήθηκαν και τους δόθηκαν μετάλλια (31).

Συγχρόνως το έργο εξισορρόπησης των δύο αντιθετικών γυναικείων ρόλων και αναπαραστάσεων διευκολύνθηκε από την αναπαραγωγή του έμφυλου καταμερισμού εργασίας στις βοηθητικές υπηρεσίες του Δημοκρατικού Στρατού, καθώς και από τη διαμόρφωση ειδικών γυναικείων καθηκόντων στις μάχιμες υπηρεσίες. Συγκεκριμένα στον τομέα των βοηθητικών υπηρεσιών οι μαχήτριες συμμετείχαν σε μαζική κλίμακα στις υγειονομικές, τηλεφωνικές και σαμποταριστικές υπηρεσίες (32), οι οποίες κατά κύριο λόγο πολιτογραφούνται ως χώροι της γυναικείας δράσης, καθώς συναρτώνται με την παροχή φροντίδας και δραστηριότητες διεκπεραιωτικού και εκτελεστικού χαρακτήρα. Αντίθετα στις μάχιμες υπηρεσίες είχε ανατεθεί με ιδιαίτερη βαρύτητα στις μαχήτριες η διαδικασία της «συναδέλφωσης», κατά την οποία μετά την αποπεράτωση των πολεμικών κινητοποιήσεων απευθύνονταν με τηλεβόες στους στρατιώτες του κυβερνητικού στρατού προπαγανδίζοντας το δίκαιο χαρακτήρα του αγώνα τους και τους καλούσαν σε προσχώρηση στις γραμμές του Δημοκρατικού Στρατού (33). Αυτή η πρακτική προνομιμοποιούνταν από τα ανώτερα στελέχη του Δημοκρατικού Στρατού στην προοπτική ενός συνολικότερου σχεδίου αποσύνθεσης του κυβερνητικού στρατού και αξιοποιούνταν ως μοχλοί και οι γυναίκες, οι οποίες ως αναπαράσταση και υπόμνηση παρέπεμπαν στις αδελφές και τις συζύγους των φαντάρων του αντίπαλου στρατού, και οι αντίπαλοι στρατιώτες ζητούσαν συχνά από τις μαχήτριες να τους τραγουδήσουν το τραγούδι της «συναδέλφωσης (34). Συνολικότερα οι μαχήτριες είχαν επωμιστεί την καθαριότητα, την ψυχαγωγία και τον εκπολιτισμό (35), εκείνους δηλαδή τους τομείς που παραδοσιακά θεωρούνταν προσίδιοι της γυναικείας ταυτότητας και γενικότερα η προσφορά τους μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανταλλαγή υπηρεσιών παραδοσιακών ρόλων σε καιρό πολέμου.

Σε αυτό το πλαίσιο τομή στην κατεύθυνση επαναπροσδιορισμού της θέσης των μαχητριών στο Δημοκρατικό Στρατό αποτέλεσε η μάχη του Γράμμου που διήρκεσε 70 ημέρες το καλοκαίρι του 1948. Στη συγκεκριμένη φάση της στρατιωτικής σύγκρουσης οι γυναίκες υπερφαλάγγισαν τις κακουχίες, το φόβο, την κόπωση και τον πόνο, ενώ παράλληλα απέκτησαν αυτοπεποίθηση αναφορικά με τις πολεμικές τους ικανότητες και αντέστρεψαν την πρακτική υποτίμησης τους, καθώς οι άνδρες αξιωματικοί επεδίωξαν την κατάταξη των μαχητριών στα τμήματά τους (36). 

Καθοριστικό ρόλο στη διαδικασία εγγραφής στρατιωτικών δεξιοτήτων και συνακόλουθα στη βαθμιαία αποτελεσματικότερη πολεμική απόδοση των μαχητριών του Δημοκρατικού Στρατού έπαιξαν οι τυπικά παραδοσιακές γυναικείες αρετές. Οι μαχήτριες ως γυναίκες έφεραν τους αξιακούς κώδικες και την κουλτούρα της προπολεμικής αγροτικής ελληνικής κοινωνίας και εμφορούνταν από την πειθαρχία και την υπακοή στην ανδρική εξουσία, εξαιτίας της διαπαιδαγώγησής τους σε αυστηρές πατριαρχικές οικογένειες, γεγονός που στο επίπεδο της στράτευσής τους μεταφραζόταν σε απαρέγκλιτη τήρηση των στρατιωτικών κανόνων και εντολών στη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων (37). Αντίστοιχα η υπομονή, η επιμονή και η καρτερικότητά τους αποδεικνύονταν ιδιότητες σωτήριες, όταν οι μαχήτριες άγγιζαν τα όρια της ανθρώπινης σωματικής αντοχής από τις συνεχείς κακουχίες τις ατέλειωτες πορείες και την εξάλειψη των στοιχειωδών υλικών προϋποθέσεων επιβίωσης, ιδιαίτερα του νερού, της σίτισης, της υπόδησης και του ρουχισμού. Χαρακτηριστικά παραδείγματα πειθαρχίας και υπομονής των μαχητριών έχουν καταγραφεί σε πλήθος προφορικών και γραπτών μαρτυριών, όπου αναφέρονται περιστατικά συμμετοχής γυναικών σε πορείες 30 και 50 ωρών, απόκτησης της ικανότητας να κοιμούνται ενώ περπατούν, να περνούν παγωμένα ή φουσκωμένα ποτάμια ή να κοιμούνται πάνω στα χιόνια ή στο βρεγμένο έδαφος για λίγες ώρες χωρίς να παθαίνουν κρυολογήματα. Με τον τρόπο αυτό κατόρθωσαν να αποδιαρθρώσουν τους μύθους σχετικά με τη γυναικεία αδυναμία τουλάχιστον στο επίπεδο της αυτοσυνείδησής τους και σε σημαντικό βαθμό στην κοσμοαντίληψη των ανδρών συμμαχητών τους, όπως καταδεικνύεται σε πλήθος γραπτών μαρτυριών, καθώς σε αρκετές περιπτώσεις αναδείχθηκαν σε παραδείγματα μαχητικότητας, αποφασιστικότητας και αυτοθυσίας (38). Συγχρόνως, οι γυναίκες εμφορούνταν από έντονο συναισθηματισμό και αφοσίωση, ιδιότητες που μετασχηματίστηκαν σε μίσος προς τους άνδρες του αντίπαλου κυβερνητικού στρατού και σε αδιάλειπτη παροχή φροντίδας προς τους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού.

Ουσιαστικά η γενναιότητα των μαχητριών του Δημοκρατικού Στρατού απέρρεε από τη θυσία και την αυτοθυσία, οι οποίες ως ιδιότητες εγγράφονται στο σκληρό πυρήνα του κοινωνικά κατασκευασμένου γυναικείου ρόλου. Από αυτήν τη σκοπιά οι μαχήτριες του Δημοκρατικού Στρατού είχαν μάθει ήδη ως γυναίκες μέσα από τις πολυεπίπεδες διαδικασίες ανατροφής, διαπαιδαγώγησης και κοινωνικοποίησης τους στο πλαίσιο του συγκεκριμένου και προσδιορισμένου ιστορικά και κοινωνικά περιβάλλοντος να θυσιάζονται πολύ πριν μάθουν να πολεμούν.



1. Κώστας Γκριτζώνας, Μαχήτριες του Δημοκρατικού Στρατού. Η τολμηρότερη ιστορία που γράφτηκε στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου 1946-1949, Φιλίστωρ, Αθήνα 2001, σ. 34-38 και Λη Σαράφη, «Η "λευκή τρομοκρατία” μοχλός σύνθλιψης του αντιστασιακού φρονήματος. Ο νομός Τρικάλων το 1945», στο Ηλίας Νικολακόπουλος-Αλκης Ρήγος-Γρηγόρης Ψαλλίδας (επίμ.), Ο Εμφύλιος Πόλεμος. Από τη Βάρκιζα στο Γράμμο (Φεβρουάριος 1945-Αύγουστος 1949), σ. 168, 170-171.
2. Τασούλα Βερβενιώτη, «Οι μαχήτριες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας», στο Ηλίας Νικολακόπουλος, Άλκης Ρήγος, Γρηγόρης Ψαλλίδας (επίμ.), ό.π., σ. 127-128.
3. Τασούλα Βερβενιώτη, Διπλό Βιβλίο. Η ιστορική ανάγνωση, ό.π., σ. 153-159.
4. Τασούλα Βερβενιώτη, «Οι μαχήτριες του Δημοκρατικού Στρατού», ό.π., σ. 128.
5. Εφημερίδα της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης, φ.26, 20.2.1948
6. Τασούλα Βερβενιώτη, Διπλό Βιβλίο. Η ιστορική ανάγνωση, ό.π., σ. 71-72.
7. Ιωάννα Παπαθανασίου, «”Το όπλο παρά πόδα”: λεκτική πολεμική ή στρατηγική ανασυγκρότησης», στο Ηλίας Νικολακόπουλος, Άλκης Ρήγος, Γρηγόρης Ψαλίδας (επίμ.), ό.π., σ. 146-147, 151.
8. Τασούλα Βερβενιώτη, «Το δίλημμα και το τίμημα των γυναικών της Άντίστασης», ό.π., σ. 406 και «Οι μαχήτριες του Δημοκρατικού Στρατού», ό.π., σ. 127.
9. Ρ[ούλα] Ζ[αχαριάδη], «Τα δίχρονα του ΔΣΕ. Η γυναίκα στην πρώτη γραμμή του αγώνα», Δημοκρατικός Στρατός, Νοέμβρης 1948, σ. 478.
10. Ρ[ούλα] Ζ[αχαριάδη], «Η 1η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη της Π.Δ.Ε.Γ.», Δημοκρατικός Στρατός, Απρίλης 1949, σ. 258-262.
11. Τασούλα Βερβενιώτη, «Οι μαχήτριες του Δημοκρατικού Στρατού», ό.π., σ.129-130.
12. Τασούλα Βερβενιώτη, ό.π., σ.130.
13. Ρ[ούλα] Ζ[αχαριάδη], «Η γυναίκα στο ΔΣΕ», Δημοκρατικός Στρατός, Απρίλης 1948, σ.130-132.
14. Κ.Καραγιώργης, «Η μαχήτρια στο Δημοκρατικό Στρατό», Δημοκρατικός Στρατός, Μάρτιος 1949.
15. Κ.Καραγιώργης, ό.π., σ.178.
16. Κ.Καραγιώργης, ό.π., σ.179.
17. Κώστας Γκριτζώνας, ό.π., σ.73-78.
18. Ρ[ούλα] Ζ[αχαριάδη], «Η γυναίκα στο ΔΣΕ», ό.π., σ.130-131.
19. Ρ[ούλα] Ζ[αχαριάδη], ό.π., σ.131.
20. Κ.Καραγιώργης, ό.π., σ.179 και Kώστας Γκριτζώνας, ό.π., σ. 84-85.
21. Ρ[ούλα] Ζ[αχαριάδη], «Η γυναίκα στο ΔΣΕ», ό.π., σ. 130-132· ΚΚΕ, ΚΕ, Το 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ, τχ. Γ΄ «Εισήγηση και τελικός λόγος του σ. Ν.Ζαχαριάδη», Αθήνα 1945.
22. Κώστας Καραγιώργης, «Η διαλυτική μας δουλειά στο ΜΦΣ», Δημοκρατικός Στρατός, Ιούλιος 1949.
23. Αλέκα Μπουτζουβή-Μπανιά, «Προσέγγιση στο οδοιπορικό μιας γυναίκας: Διαμάντω Τσιάκα Γκριτζώνα», Δίνη, φεμινιστικό περιοδικό 6, 1993, σ. 200-201.
24. Αλέκα Μπουτζουβή Μπανιά, ό.π., σ. 206.
25. Ρίκη Βαν Μπουσχότεν, Ανάποδα χρόνια. Συλλογική μνήμη και ιστορία στο Ζιάκα Γρεβενών(1900- 1950), ό.π., σ. 186.
26. Κώστας Γκριτζώνας, ό.π., σ. 85-86.
27. Ρίκη Βαν Μπουσχότεν, Ανάποδα Χρόνια. Συλλογική μνήμη και ιστορία στο Ζιάκα Γρεβενών (1900- 1950), ό.π., σ. 186-187.
28. Κ.Καραγιώργης, «Η μαχήτρια στο Δημοκρατικό Στρατό», ό.π., σ. 178.
29. Κ.Καραγιώργης, ό.π., σ.178· Ρ[ούλα] Ζ[αχαριάδη], «Η γυναίκα στο ΔΣΕ», ό.π., σ. 131.
30. Κ.Καραγιώργης, ό.π., σ.178· Κ.Γριτζώνας, ό.π., σ.95· Τασούλα Βερβενιώτη, «Οι μαχήτριες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας», ό.π., σ. 140.
31. Τασούλα Βερβενιώτη, «Οι μαχήτριες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας», ό.π., σ. 133-134.
32. Ρ[ούλα] Ζ[αχαριάδη], «Η γυναίκα στο Δ.Σ.Ε.», ό.π., σ. 130-131.
33. Κ.Καραγιώργης, «Η διαλυτική μας δουλειά μέσα στο ΜΦΣ», Δημοκρατικός Στρατός, Ιούλης 1949.
34. Ρ[ούλα] Ζ[αχαριάδη], «Η γυναίκα στη μάχη του Γράμμου», Δημοκρατικός Στρατός, Σεπτέμβρης 1948, σ.354· Σταμάτης Γιαννακόπουλος και Γαβρίλος Παπαδόπουλος, «Η αποσύνθεση στο μοναρχοφασιστικό στρατό προχωράει με επιταχυνόμενους ρυθμούς», Δημοκρατικός Στρατός, Δεκέμβρης 1948.
35. Τασούλα Βερβενιώτη, Διπλό Βιβλίο. Η ιστορική ανάγνωση, ό.π., σ.71-73 και Δημήτρης Ν. Κατσής, Το ημερολόγιο ενός αντάρτη του ΔΣΕ 1946-1949, τόμος έκτος, Αθήνα 2003, σ. 15, 39.
36. Ρ[ούλα] Ζ[αζαριάδη], «Η γυναίκα στη μάχη του Γράμμου», ό.π., σ. 353-356.
37. Τασούλα Βερβενιώτη, Διπλό Βιβλίο. Η ιστορική ανάγνωση, ό.π., σ. 70-71.
38. Δημήτρη Ν.Κατσή, ό.π., σ. 38-80.

Από το κεφάλαιο με τίτλο "Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΜΑΧΗΤΡΙΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΕΛΛΑΔΑΣ" της εργασία του Αλέξανδρου Κατσιγιάννη «Η γυναίκα στη σχολική ιστορία: Θεωρητική προσέγγιση και σχεδιασμός ενός προγράμματος διδασκαλίας με θέμα τη δράση των γυναικών της Αριστεράς στον Ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο (1946- 1949)»  σελ. 73-84 http://invenio.lib.auth.gr/record/112843/files/KATSIGIANNIS.pdf