Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2012

ΟΙ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ

Ένα νέο πολιτικό σύστημα διαμορφώνεται 

Του Νίκου Ποταμιάνου

Τα ελληνικά κόμματα, πλην του ΚΚΕ, παρέμεναν, την περίοδο που εξετάζουμε, κόμματα στελεχών. Οι οργανώσεις οπαδών τους που είχαν δημιουργηθεί στο Μεσοπόλεμο δεν συμμετείχαν με θεσμοθετημένο τρόπο στη λήψη των αποφάσεων: αυτές ήταν υπόθεση της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος και των συνεργατών του αρχηγού. Επιπλέον, είχαν μεσολαβήσει η δικτατορία του Μεταξά και η Κατοχή, οκτώ χρόνια με διαλυτικές επιπτώσεις για το μηχανισμό και τη συνοχή των αστικών κομμάτων. Σε αυτό δεν είχε μείνει κανένα πεδίο δράσης πέρα από δολοπλοκίες στα παρασκήνια της Μέσης Ανατολής ή της Αθήνας.

Η κυβέρνηση  του Παναγιώτη Πουλίτσα
4 Απριλίου 1946 – 18 Απριλίου 1946
Η ανασυγκρότηση τους μετά την Απελευθέρωση δεν ήταν χωρίς προβλήματα και, εν τω μεταξύ, οι πολιτικοί συσχετισμοί είχαν αλλάξει ριζικά: πρωταρχικό ζήτημα ήταν πλέον η αντιμετώπιση του κομμουνισμού. Ο στόχος ήταν κοινά αποδεκτός και οι διαφοροποιήσεις ως προς τον τρόπο επίτευξης του γρήγορα θα υποχωρούσαν, καθώς οι κεντρώοι θα αναλάμβαναν τη διεξαγωγή του Εμφυλίου. Κατά δεύτερο λόγο, η δεκαετία του 1940 σημαδεύτηκε από την ανασύνθεση της άρχουσας τάξης. Η μεγάλη μαύρη αγορά και οι συναλλαγές με τον κατακτητή κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ο έλεγχος της ξένης βοήθειας κατά την Απελευθέρωση δημιούργησαν νέους πλούσιους, οι οποίοι δεν θα έμεναν χωρίς πολιτική έκφραση.

Τα αστικά κόμματα

Οι παλιές διαχωριστικές γραμμές του Διχασμού δεν έσβησαν αυτόματα, αντίθετα συνέχισαν να αποτελούν σημείο αναφοράς. Αποδυναμώθηκαν όμως περαιτέρω, μετά το δημοψήφισμα και την πλήρη αποδοχή του μοναρχικού θεσμού από τους δημοκρατικούς. Το πεπαλαιωμένο των παραταξιακών ταυτίσεων που βασίζονταν στο Διχασμό υπογράμμιζε η περιορισμένη ανανέωση του πολιτικού προσωπικού, παρά τις κατακλυσμιαίες αλλαγές της δεκαετίας που είχε περάσει από τις τελευταίες εκλογές· "βουλή γηρασμένων προκρίτων» αποκάλεσε ο Γρηγόρης Δάφνης τη βουλή του 1946.

Στη Δεξιά κυριαρχούσε το Λαϊκό Κόμμα, που με τους εθνικόφρονες συμμάχους του είχε την απόλυτη πλειοψηφία στη βουλή. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής είχε διασπαστεί σε διάφορες ομάδες, που ενοποιήθηκαν το 1945. Μετά από μια περίοδο συλλογικής ηγεσίας, αρχηγός του εκλέχθηκε ο Κωνσταντίνος Τσαλδάρης, ανιψιός του μεσοπολεμικού ηγέτη των Λαϊκών και από τα λίγα στελέχη που στην Κατοχή είχαν μείνει πιστά στη βασιλεία.

Από τους συνδυασμούς του το κόμμα είχε αποκλείσει τα στελέχη της 4ης Αυγούστου, όμως προσέφερε στέγη σε αρκετούς από τους λιγότερο εκτεθειμένους δοσίλογους - τους οποίους άλλωστε φρόντισε να αμνηστεύσει. Οι Λαϊκοί, βασικότεροι υποστηρικτές της μοναρχίας και πρωταθλητές της εθνικοφροσύνης, κάλυπταν την τρομοκρατία που ασκούσαν οι δεξιές ομάδες στην ύπαιθρο. Οι πρακτικές των τελευταίων έγιναν νόμοι του κράτους, όταν οι Λαϊκοί έγιναν κυβέρνηση΄ αμβλύνθηκε έτσι η διαφορά κράτους και παρακράτους και δόθηκε μια αποφασιστική ώθηση προς τον Εμφύλιο.

Μικρότερες δεξιές κοινοβουλευτικές ομάδες, όπως το Κόμμα Εθνικοφρόνων του Τουρκοβασίλη, πλειοδοτούσαν σε μένος κατά των κομμουνιστών. Από το Λαϊκό Κόμμα, επίσης, προήλθε το Φεβρουάριο του 1947 το μικρό Νέο Κόμμα του Μαρκεζίνη- έχοντας στενές σχέσεις με το Παλάτι και τον ξένο παράγοντα, χρησιμοποιήθηκε ως μοχλός για την ανασύνθεση του πολιτικού χάρτη.
Ο βενιζελικός κοινωνικός συνασπισμός μετά το 1936 είχε τριχοτομηθεί. Ένα κομμάτι προσχώρησε στο ΕΑΜ, ένα άλλο προσχώρησε στο «δυναμικό» αντικομμουνιστικό μπλοκ και ένα τρίτο κατέλαβε τη θέση του κέντρου. Η διάσπαση αυτή, σε αντίθεση με αντίστοιχα ρήγματα στη λαϊκή βάση της αντιβενιζελικής παράταξης, αποκρυσταλλώθηκε σε διαφορετικά κόμματα.

Στα δεξιά του πολιτικού φάσματος εμφανίστηκαν το Εθνικόν Κόμμα Ελλάδος του Ζέρβα, το Κόμμα Εθνικών Φιλελευθέρων του Γόνατα και το μικρότερο Μεταρρυθμιστικό Κόμμα του Αλεξανδρή, όλα τοποθετημένα υπέρ της μοναρχίας. Τα δυο τελευταία συμμετείχαν στον  εκλογικό συνασπισμό και στις πρώτες κυβερνήσεις της Δεξιάς απέρριπταν τη συμφιλίωση με την Αριστερά.

Στους εναπομείναντες υποστηρικτές της δημοκρατίας επήλθε νέα διάσπαση στις αρχές του 1946, όταν η πλειοψηφία τους κινήθηκε προς την εκλογικά συνεργασία με τη Δεξιά. Η συνεργασία τελικά δεν επετεύχθη και αποφάσισαν να κατεβούν στις εκλογές ως Εθνική Πολιτική Ένωσις (ΕΠΕ), δίνοντας προτεραιότητα στην ενότητα του αστικού πολιτικού κόσμου εναντίον του κομμουνισμού και υποβαθμίζοντας το πολιτειακό σε δευτερεύον ζήτημα. Στην κεντροδεξιά ΕΠΕ συμμετείχαν το Δημοκρατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα του Γεωργίου Παπανδρέου, το Εθνικό Ενωτικό Κόμμα του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, αντιβενιζελικής προέλευσης, το Κόμμα Βενιζελικών Φιλελευθέρων, με όσους ακολούθησαν τον Σοφοκλή Ελ. Βενιζέλο, όταν διέσπασε τους Φιλελευθέρους, τον Ιανουάριο του 1946.

Ο Σοφούλης κράτησε τον τίτλο και ένα σημαντικό μέρος των πολιτευτών και της επιρροής του Κόμματος Φιλελευθέρων. Η επιμονή του στο πολιτειακό τον απέτρεψε από τη συνεργασία με τους μοναρχικούς. Οι Φιλελεύθεροι ήταν οι μόνοι που δεν ψήφισαν την κατασταλτική νομοθεσία του 1946, αντιπολιτεύθηκαν σκληρά τη δεξιά κυβέρνηση κατηγορώντας την ως συνυπεύθυνη για τη διολίσθηση της χώρας στον Εμφύλιο και διακήρυσσαν μέτρα ειρήνευσης. Μετά την αποτυχία, όμως, των τελευταίων προσπαθειών για πολιτική λύση, μπήκαν στην κυβέρνηση και ανέλαβαν να συντρίψουν την «ανταρσία».

Σε γενικές γραμμές, οι διαφορές κέντρου και δεξιάς ήταν δυσδιάκριτες στα οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα ενώ από το φθινόπωρο του 1947 τη χάραξη της οικονομικής πολιτικής ανέλαβε η αμερικάνικη οικονομική αποστολή. Στα προηγούμενα χρόνια, πάντως, στις έκτακτες συνθήκες της Απελευθέρωσης, οι Φιλελεύθεροι (ή μάλλον κάποια στελέχη τους) είχαν επιβεβαιώσει ότι ήταν πιο ανοιχτοί σε πειραματισμούς με την παρέμβαση του κράτους στην οικονομία. Οι Λαϊκοί, αντίθετα, κατάργησαν πολλούς από τους ελέγχους στις τιμές και οι η βιομηχανική παραγωγή, μόλις πήραν την εξουσία (Αυγουστίδης, 1999, σσ.335-354). Κατ' εξοχήν εκφραστές των στρωμάτων που ανέβηκαν κοινωνικά κατά τη διάρκεια της Κατοχής, περιόρισαν την ισχύ του φόρου «πλουτησάντων επί κατοχής» και προσπάθησαν να ανατρέψουν τη συντακτική πράξη 114 του 1945, που ακύρωνε τις αγοραπωλησίες ακινήτων κατά τη διάρκεια της Κατοχής, όταν χιλιάδες σπίτια πουλήθηκαν για έναν τενεκέ λάδι.

Ο Βενιζέλος παραπονιόταν στους Αμερικανούς το 1947 ότι «όλον το κεφάλαιον εστήριζε το Λαϊκόν Κόμμα» στις εκλογές, μεταξύ άλλων επειδή εναντιώθηκε στους φόρους σε βιομηχανικές και εμπορικές δραστηριότητες που είχαν επιβληθεί το 1945. Οι φόροι και η κρατική παρέμβαση είχαν θορυβήσει και πολυάριθμα μικροαστικά στρώματα, που ήδη μετά τα Δεκεμβριανά είχαν μετατοπιστεί προς τα δεξιά (Χατζηιωσήφ, 1992, σ. 41). Το σκηνικό της συντριπτικής επικράτησης της Δεξιάς στις εκλογές του 1946 συμπλήρωνε βέβαια η ανοιχτή τρομοκρατία.

Μαζικές οργανώσεις της εθνικοφροσύνης

Πλάι στα κόμματα στελεχών, υπήρχαν και συγκροτημένες μαζικές συνιστώσες της Δεξιάς, και κατά δεύτερο λόγο της Κεντροδεξιάς. Ως τέτοιες μπορούμε να δούμε, καταρχάς, τις ένοπλες αντικομμουνιστικές ομάδες, που είχαν πλημμυρίσει την ελληνικά ύπαιθρο και αποτελούσαν βασικό στήριγμα της μοναρχικής Δεξιάς. Οι Άγγλοι υπολόγιζαν ότι η «Χ» το 1945 είχε φθάσει τα 50.000 μέλη (Richter. 1997, σ. 452). Σταδιακά, οι δεξιές «συμμορίες» αποδυναμώθηκαν, καθώς με την άνοδο των Λαϊκών στην εξουσία η «λευκή τρομοκρατία» πέρασε υπό τη διεύθυνση των ανώτερων στελεχών του Κράτους. Καθώς η χώρα διολίσθαινε στον Εμφύλιο, το κράτος διεκδίκησε και απέκτησε το μονοπώλιο στη χρήση βίας΄ τα μέλη των δεξιών ένοπλων ομάδων ενσωματώθηκαν σε κρατικά παραστρατιωτικά σώματα.

Η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Τσαλδάρη
(2 Οκτωβρίου 1946 – 24 Ιανουαρίου 1947)
Πιο κλασικές μαζικές οργανώσεις ήταν οι διάφοροι Σύλλογοι Εθνικοφρόνων, που φαίνεται ότι αναπτύχθηκαν περισσότερο στη βόρεια Ελλάδα. Συσπείρωναν κυρίως μικροαστικά στρώματα (ο Φίλιππος Δραγούμης μιλούσε για «πτωχούς βιοπαλαιστάς, συνταξιούχους, επαγγελματίας»: Γούναρης, 2002. σ. 88), και στην ηγεσία τους βρίσκονταν πολιτικοί παράγοντες της Δεξιάς (αλλά και της Κεντροδεξιάς, σε μικρότερο βαθμό). Οργάνωναν συγκεντρώσεις, κινητοποιούνταν για την υποστήριξη συγκεκριμένων πολιτευτών και ανασυγκρότησαν το πλέγμα των πελατειακών σχέσεων.

Υπήρχαν επίσης οι εθνικόφρονες που δραστηριοποιούνταν συνδικαλιστικά στα εργατικά και βιοτεχνικά σωματεία και στους αγροτικούς συνεταιρισμούς. Διοικητικές μεθοδεύσεις και ο διαρκής διωγμός των κομμουνιστών τα παρέδωσαν στα χέρια των δεξιών συνδικαλιστών για τις επόμενες δεκαετίες. Στη ΓΣΕΕ δραστηριοποιήθηκαν στελέχη του Μεταξά, όπως ο Αριστείδης Δημητράτος, συνεργάτες των Γερμανών και συνδεδεμένοι με τον υπόκοσμο, όπως ο Δημήτρης Θεοχαρίδης, ή πρώην μέλη του εργατικού ΕΑΜ που είχαν επανενσωματωθεί πλήρως στη μοναρχική Δεξιά, όπως ο Φώτης Μακρής. Οι περισσότεροι συνδέονταν με το Λαϊκό Κόμμα. Η κυριαρχία τους βασίστηκε στη χρηματοδότηση τους από επιχειρηματίες και πολιτικούς και στη δημιουργία σωματείων σφραγίδων, στα οποία προσείλκυαν τους εργάτες μοιράζοντας τρόφιμα και ρούχα από την ξένη βοήθεια.

Παρ' ότι αποτελούσαν οργανικό κομμάτι του καθεστώτος, κάποιοι «εργατοπατέρες» δεν δίσταζαν να καταγγέλλουν, ενίοτε, την «πλουτοκρατική ολιγαρχία» και να απειλούν με γενικές απεργίες, όπως το φθινόπωρο του 1947. Αφ΄ενός δεν ήθελαν να χάσουν εντελώς την επαφή τους με την εργατική βάση, η οποία έβλεπε τους πραγματικούς μισθούς να μειώνονται δραματικά΄ αφετέρου ο έντονος ανταγωνισμός ανάμεσα τους τους ανάγκαζε να πλειοδοτούν σε αγωνιστικότητα - για να υποχωρούν αμέσως μόλις τους πίεζε η κυβέρνηση και οι Αμερικανοί.

Μια τελευταία, αλλά εξίσου σημαντική, μαζική συνιστώσα της εθνικοφροσύνης ήταν οι χριστιανικές οργανώσεις. Ανάμεσα τους ξεχώριζε η «Ζωή», που το 1948 έφθασε να διατηρεί 1.000 κατηχητικά, τα οποία παρακολουθούσαν 120.000 μαθητές σε όλη τη χώρα, και οργανώσεις για φοιτητές και νέους εργαζόμενους. Η «Ζωή» προωθούσε μια ελληνοχριστιανική σύνθεση που λειτουργούσε ως απάντηση στον κομμουνιστικό υλισμό. Τα σενάρια για δημιουργία χριστιανοδημοκρατικού κόμματος στο πρότυπο των δυτικοευρωπαϊκών (Καραγιάννης, 2001, σσ. 117-118) δεν ευοδώθηκαν, το όνομα όμως του στελέχους της «Ζωής» Αλέξανδρου Τσιριντάνη ακούστηκε κάποιες φορές μεταξύ των υποψηφίων πρωθυπουργών εξωκοινοβουλευτικών κυβερνήσεων.

Υπήρχαν ακόμη οι «Γνήσιοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί», οι οποίοι ήδη από το Μεσοπόλεμο είχαν συνδεθεί στενά με τους μοναρχικούς. Οι παλαιοημερολογίτες επεξέτειναν ραγδαία την επιρροή τους στη δεκαετία του '40, τόσο λόγω της αποδιοργάνωσης της επίσημης Εκκλησίας κατά τη διάρκεια της Κατοχής όσο και χάρη σε μια ευρύτερη αναζωπύρωση του θρησκευτικού αισθήματος σε μια δεκαετία πολέμου, καταστροφών και ψυχικής οδύνης.

Γενικότερα, κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου σημειώθηκε μια έξαρση του ανορθολογισμού, είτε αυτός ανταποκρινόταν στις ευαισθησίες και στην κουλτούρα του αγροτικού χώρου είτε ήταν πιο σύγχρονης προέλευσης. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν τα δεκάδες «θαύματα», τα οράματα που οδηγούσαν στην αποκάλυψη θαμμένων εκκλησιών, οι καθημερινές εμφανίσεις στα τζάμια αγίων και της Παναγίας, οι διάφοροι προφήτες που διαφωνούσαν για την ακριβή ημερομηνία λήξης του πολέμου. Στις 18 Απριλίου του 1948 η συγκοινωνία διακόπηκε σε πολλά σημεία της Αθήνας, λόγω της κοσμοσυρροής σε σπίτια και καταστήματα, στα τζάμια των οποίων λεγόταν ότι εμφανίζονταν μορφές αγίων. Το φαινόμενο είχε εμφανιστεί και τον προηγούμενο χρόνο σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη: η Καθημερινή μιλούσε για «ομαδική παράκρουση», η σοσιαλιστική Μάχη όμως υποψιαζόταν ότι υπήρχε οργανωμένο σχέδιο έξαρσης της θρησκοληψίας του λαού. Επίσης, τότε διαδόθηκαν και οι επιστολές θρησκευτικού περιεχομένου που, αν ο παραλήπτης δεν αντιγράψει και αποστείλει σε 12 πρόσωπα, κινδυνεύει να υποστεί την οργή του Θεού.

Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν οι μη θρησκευτικές μορφές ανορθολογισμού, τα μέντιουμ και οι υπνωτιστές, που επίσης πολλαπλασιάζονται. Στις υπηρεσίες τους προέτρεχαν, μεταξύ άλλων, κορυφαίοι πολιτικοί και επιχειρηματίες και τα επιτεύγματα τους γνώρισαν ευρεία προβολή στον Τύπο. Πέρα από την αναμετάδοση ενθαρρυντικών δηλώσεων του 'Οθωνα και της Αμαλίας από το υπερπέραν προς τον ελληνικό λαό, οι πνευματιστές αναπροσάρμοσαν το ρεπερτόριο τους για να ανταποκριθούν στις ιδιαίτερες συνθήκες της εποχής. Στη Θεσσαλονίκη του 1949, σε έναν κόσμο
ρημαγμένο και ανέστιο, ο πνευματιστής Άλεκ ισχυριζόταν ότι στα μάτια του μπορεί να δει κανείς «εξαφανισθέντα πρόσωπα, την ιδιαιτέραν του πατρίδα, το σπίτι του ή ό,τι άλλο θελήσει».

Η κυβέρνηση των Λαϊκών

Μετά τις εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946 σχηματίστηκε κυβέρνηση υπό τον Π. Πουλίτσα, πρόεδρο του Συμβουλίου Επικρατείας, με τη συμμετοχή των δεξιών και των κεντροδεξιών κομμάτων. Επρόκειτο για προσωρινή λύση μέχρι να ξεκαθαρίσει η κατάσταση. Οι Άγγλοι επιθυμούσαν ευρύ κυβερνητικό συνασπισμό και αναβολή ως το 1948 του δημοψηφίσματος για το πολίτευμα. Οι Λαϊκοί όμως δεν φάνηκαν διατεθειμένοι να πειθαρχήσουν και στις 18 Απριλίου σχηματίστηκε η κυβέρνηση Κ. Τσαλδάρη, με τη συμμετοχή των κομμάτων του Γονατά και του Αλεξανδρή.

Οι Άγγλοι έβλεπαν να χάνουν τον έλεγχο ενώ σιγά σιγά μεταστρέφονταν και οι ίδιοι για το χρόνο του δημοψηφίσματος. Τελικά δέχθηκαν να γίνει άμεσα και το Μάιο ανακοινώθηκε στη Βουλή η απόφαση διεξαγωγής του δημοψηφίσματος στις 1 Σεπτεμβρίου 1946.

Δεύτερη προτεραιότητα της κυβέρνησης Τσαλδάρη, μετά τη δρομολόγηση του δημοψηφίσματος, ήταν η καταστολή της Αριστεράς και η υιοθέτηση έκτακτων μέτρων. Η γενική απεργία που κήρυξε η Αριστερά για τις 18 Ιουνίου, την ημέρα που θα ψηφιζόταν το Γ Ψήφισμα, απέτυχε και αμέσως άρχισαν οι εκτελέσεις και οι εξορίες. Σύμφωνα με Άγγλους βουλευτές των Εργατικών, που περιόδευσαν στη χώρα αρχές Μαΐου, «η Ελλάδα μεταβάλλεται με ταχύ ρυθμό σε φασιστικό κράτος» (Richter, 1997, σ. 617). Οι συνθήκες, λοιπόν, κάθε άλλο παρά ήταν κατάλληλες για ελεύθερη έκφραση της λαϊκής βούλησης στο δημοψήφισμα. Ο υπουργός Στρατιωτικών παραδεχόταν ανεπίσημα στα τέλη του Ιουλίου ότι σε Θεσσαλία, Μακεδονία και Θράκη ουσιαστικά ίσχυε στρατιωτικός νόμος ενώ ακόμη και ο Κανελλόπουλος διαμαρτυρόταν στην αγγλική πρεσβεία ότι δεν μπορούσε να διεξαγάγει εκστρατεία υπέρ της δημοκρατίας ούτε στην εκλογική του περιφέρεια. Έτσι κι αλλιώς, οι κεντρώοι ηγέτες δεν έδειξαν ιδιαίτερη προθυμία να προπαγανδίσουν τις θέσεις τους υπέρ της δημοκρατίας, αφήνοντας την προεκλογική εκστρατεία σε μεμονωμένους βουλευτές των Φιλελευθέρων, σε εξωκοινοβουλευτικές προσωπικότητες της Κεντροαριστεράς, όπως ο Πλαστήρας και στους αριστερούς Δημοκρατικούς Συλλόγους.

Ο Γεώργιος Β' επέστρεψε στις 28 Σεπτεμβρίου και στο διάγγελμα του κάλεσε στην υπέρβαση της «παλιάς διενέξεως» του Διχασμού. Για την τρέχουσα διένεξη είχε δηλώσει στον Άγγλο υπουργό Εξωτερικών ότι θα ήταν ιδιαίτερα φειδωλός σε μέτρα κατευνασμού. Ακολούθησε τη συμβουλή των Άγγλων και επιδίωξε τη διεύρυνση της κυβέρνησης, όμως οι Λαϊκοί αρνήθηκαν να δώσουν στον Σοφούλη την πρωθυπουργία και στα τρία κόμματα της ΕΠΕ τα σημαντικά υπουργεία που ζήτησαν και η κυβέρνηση Τσαλδάρη απλώς ανασχηματίστηκε στις 2 Νοεμβρίου 1946.

O Θεμιστοκλής Σοφούλης, τρεις φορές
πρωθυπουργός της Ελλάδας κατά την
διάρκεια του Εμφυλίου
( 7 Σεπτεμβρίου 1947 – 18 Νοεμβρίου 1948,
18 Νοεμβρίου 1948 – 20 Ιανουαρίου 1949 και
20 Ιανουαρίου 1949 – 14 Απριλίου 1949).
Ένα ζήτημα στο οποίο η κυβέρνηση Τσαλδάρη έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα ήταν οι εδαφικές διεκδικήσεις. Οι εθνικόφρονες απέναντι στον πρόσφατα αποδεδειγμένο αριστερό πατριωτισμό αντέταξαν, παράλληλα με τις κατηγορίες για εθνική προδοσία του ΚΚΕ στο Μακεδονικό, το όραμα της «Μεγάλης Ελλάδας», ήδη από την Κατοχή. Η εδαφική επέκταση του ελληνικού κράτους προβαλλόταν ως διέξοδος από τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, στη δεκαετία του '30, από όσους απέρριπταν μια πολιτική βιομηχανικής ανάπτυξης και κρατικού παρεμβατισμού (Χατζηιωσήφ. 1986)· οι απόψεις αυτές επανεμφανίστηκαν μετά την Απελευθέρωση, όταν ετίθετο επιτακτικά το ζήτημα της ανασυγκρότησης και του μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης που θα ακολουθούσε η Ελλάδα. Το διεθνές περιβάλλον ήταν ευνοϊκό, καθώς μετά τον πόλεμο αναμενόταν η επαναχάραξη των συνόρων.

Οι ελληνικές διεκδικήσεις περιλάμβαναν τα Δωδεκάνησα από την Ιταλία, τη βόρεια Ήπειρο από την Αλβανία και μια μεγάλη έκταση της Βουλγαρίας, υποτίθεται για να είναι πιο εύκολη η άμυνα των ελληνικών συνόρων απέναντι σε νέα βουλγαρική επίθεση. Άλλοι φαντασίωναν αποικιακές αυτοκρατορίες: ο Γόνατος το 1945 ζητούσε να δοθεί στην Ελλάδα η Κυρηναϊκή. Στο χορό των διεκδικήσεων είχε μπει και η Αριστερά, προτιμούσε όμως να τις στρέφει ενάντια σε χώρες του δυτικού μπλοκ: το ΚΚΕ ζητούσε την Κύπρο από την Αγγλία και την ανατολική Θράκη από την Τουρκία.

Η Διάσκεψη της Ειρήνης έγινε στο Παρίσι από τις 29 Ιουλίου ως τις 11 Οκτωβρίου του 1946, οι διαπραγματεύσεις όμως των υπουργών Εξωτερικών των νικητών ξεκίνησαν από το Μάιο. Οι Δυνάμεις είχαν εγγυηθεί τα σύνορα της Αλβανίας από τον περασμένο Οκτώβριο, το Μάιο του 1946 συμφώνησαν ότι τα ελληνο-βουλγαρικά σύνορα θα έμεναν ανέπαφα και στις 27 Ιουνίου αποφάσισαν να παραχωρηθούν στην Ελλάδα τα Δωδεκάνησα. Οι εξελίξεις δεν θεωρήθηκαν ικανοποιητικές από την κοινή γνώμη και ο Τσαλδάρης πήγε ο ίδιος στο Παρίσι για να υποστηρίξει τις ελληνικές διεκδικήσεις, χωρίς όμως να πετύχει τίποτε περισσότερο.

Η Ελλάδα δεν παραιτήθηκε οριστικά από τις βλέψεις της: το 1948 δήλωσε στους Άγγλους το ενδιαφέρον της για τη Μέση Ανατολή, την μόνη περιοχή που είχε απομείνει στη «φυλή» για να ξεδιπλώσει τη «ζωτικότητα» της, ενώ το 1949 πρότεινε στις ΗΠΑ την κατάληψη της Αλβανίας. Αναγκάστηκε όμως να περιοριστεί στα Δωδεκάνησα: τα παρέλαβε το Μάρτιο του 1947 και η πλήρης διοικητική ενσωμάτωσή τους έγινε τον Ιανουάριο του 1948.

Η αμερικανική επέμβαση

Η οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα παρέμενε απελπιστική και η επιβίωση του πληθυσμού εξαρτιόταν οε μεγάλο βαθμό από τη βοήθεια της UNRRA. Όλα τα αστικά κόμματα, σε αντίθεση με την Αριστερά που εκπονούσε σχέδια αυτοδύναμης εκβιομηχάνισης, έβλεπαν την ανασυγκρότηση της χώρας συνδεδεμένη με την εισροή ξένων κεφαλαίων. Επιπλέον, καθώς οι διωκόμενοι αριστεροί στα βουνά άρχισαν να λειτουργούν όλο και περισσότερο ως αντάρτικες ομάδες, γινόταν επιτακτική η ανάγκη συγκρότησης αξιόμαχου στρατού. Όμως οι Άγγλοι, μπροστά στις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζαν μεταπολεμικά, αποφάσισαν, τον Ιούνιο του 1946, την απεμπλοκή τους από την Ελλάδα. Ο Τσαλδάρης στα ταξίδια του στο εξωτερικό, το καλοκαίρι του 1946, ήλθε σε επαφές με Άγγλους και Αμερικανούς αξιωματούχους για σύναψη δανείου, οι προσπάθειες του όμως απέτυχαν.

Η στάση των Αμερικανών άρχισε να αλλάζει, όταν η ΕΣΣΔ απαίτησε τον Αύγουστο του 1946, την αναθεώρηση του καθεστώτος των Στενών. Στα τέλη Αυγούστου, οι ΗΠΑ έστειλαν ναυτική δύναμη στην ανατολική Μεσόγειο και άρχισαν να επεξεργάζονται σχεδία για την Ελλάδα και την Τουρκία. Στις 18 Οκτωβρίου ο Τρούμαν ανακοίνωσε στο βασιλιά της Ελλάδας ότι οι ΗΠΑ δεν θα άφηναν τη χώρα του χωρίς οικονομική και στρατιωτικά βοήθεια στον αγώνα εναντία του κομμουνισμού.

Συγχρόνως άρχισαν να ασκούν πιέσεις προς τα ελληνικά κόμματα για διεύρυνση της κυβέρνησης. Πάγια επιδίωξη των Αμερικανών κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου (όπως και των Άγγλων νωρίτερα) θα είναι η συμμετοχή του Κέντρου στις κυβερνήσεις. Ζητούμενο ήταν η μέγιστη δυνατή συσπείρωση δυνάμεων στη διεξαγωγή του πολέμου και η πολιτική απομόνωση του ΚΚΕ. Επιπλέον, οι ΗΠΑ ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για το δημοκρατικό προφίλ των ελληνικών κυβερνήσεων: ο αγώνας κατά του κομμουνισμού παρουσιαζόταν ως αναμέτρηση της ελευθερίας και της δημοκρατίας με τη δικτατορία και η διεξαγωγή του στην Ελλάδα δεν μπορούσε να αφεθεί αποκλειστικά σε δυνάμεις συνδεδεμένες με τον αυταρχισμό, το παρακράτος και το δοσιλογισμό.

Τον Ιανουάριο του 1947 επίσης αναμενόταν στην Ελλάδα επιτροπή του ΟΗΕ για να εξετάσει, μετά από προσφυγή της ελληνικός κυβέρνησης, αν οι βόρειοι γείτονες επενέβαιναν στα εσωτερικά της ενισχύοντας τους αντάρτες. Για τις ΗΠΑ, ενόψει της έλευσης διεθνών παρατηρητών, ήταν σημαντικό να συγκαλυφθούν άμεσα οι χειρότερες πλευρές του καθεστώτος, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έπαυαν να γίνονται ανεκτές: στον αγώνα κατά του κομμουνισμού οι ΗΠΑ ήθελαν τούς κεντρώους ως άλλοθι, όχι ως συμφιλιωτές.

Έτσι, ο Τρούμαν διαμήνυσε το Δεκέμβριο (1946) στον Τσαλδάρη ότι η κυβέρνηση του δεν θεωρούνταν αντιπροσωπευτική και ότι έπρεπε να τη διευρύνει, ο Τσαλδάρης πίστεψε ότι θα μπορούσε να διατηρήσει την πρωθυπουργία, ο Γόνατος και ο Αλεξάνδρής όμως δεν τον στήριξαν και στις 24 Ιανουαρίου ορκιζόταν νέα κυβέρνηση υπό τον Μάξιμο, παλαίμαχο αντιβενιζελικό οικονομολόγο, με τη συμμετοχή επτά κομμάτων: των τριών της κυβέρνησης Τσαλδάρη, των τριών της ΕΠΕ και του Ζέρβα. Όμως, χωρίς τους Φιλελευθέρους, η κυβέρνηση Μαξίμου στα μάτια του Αμερικανού απεσταλμένου Portet ήταν απλώς «ένας ανασχηματισμός των δεξιών ομάδων».

Ο Μαρκεζίνης τόνιζε στο βασιλιά ότι «και ως προς το πολίτευμα και ως προς το εξωτερικό ο Σοφούλης θα έδιδε το χρώμα το οποίον μας χρειάζεται σήμερον» (Μαρκεζίνης, 1994, σ. 277). Ο ηγέτης των Φιλελευθέρων όμως, επέμενε να γίνει αυτός πρωθυπουργός και να εφαρμόσει μια πολιτική κατευνασμού των παθών - αν και ο Μαρκεζίνης πίστευε ότι «το όλον ζήτημα δεν ήτο ο κατευνασμός, που αποτελούσε απλώς σύνθημα, αλλά η πρωθυπουργία» . Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1946, αμέσως μετά το δημοψήφισμα, ο Σοφούλης είχε πει στον Άγγλο πρέσβη ότι θα δεχόταν ακόμη και βασιλική δικτατορία, προκειμένου να σωθεί η Ελλάδα από το ΚΚΕ και τους Σλάβους. Τον Ιανουάριο του 1947, όμως, ο αρχηγός των Φιλελευθέρων κατηγορούσε την κυβέρνηση ότι στραγγάλιζε τις πολιτικές ελευθερίες ενώ ο Ριζοσπάστης άφηνε να εννοηθεί ότι μια κυβέρνηση Σοφούλη θα είχε την ανοχή του ΚΚΕ.

Ακόμη και χωρίς τους Φιλελευθέρους, η κυβέρνηση Μαξίμου ήταν ένα σημαντικό βήμα προς την ενσωμάτωση του Κέντρου στο συνασπισμό εξουσίας που διεξήγαγε τον Εμφύλιο. Ξεκίνησε αναστέλλοντας τις εκτοπίσεις γυναικών και αμνηστεύοντας όσους αντάρτες παρουσιάζονταν με τα όπλα τους αλλά συνέχισε με ένα κύμα καταστολής και εκτελέσεων το Μάρτιο, λίγο μετά την ανάληψη του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης από τον Ζέρβα.

Στις 12 Μαρτίου 1947 εξαγγέλθηκε επίσημα το δόγμα Τρούμαν: οι ΗΠΑ θα ενίσχυαν οικονομικά και στρατιωτικά την Ελλάδα και την Τουρκία, δύο χώρες που βρίσκονταν στην εμπροσθοφυλακή του αγώνα κατά του κομμουνισμού. Στην Ελλάδα, το υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό. Στο εξής, οι Έλληνες θα έτρωγαν με χρυσά κουτάλια, πανηγύριζε η Καθημερινή (Σφήκας, 1997, σ. 286).

Τον Απρίλιο, ξεκίνησαν οι πρώτες μεγάλες στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον του Δημοκρατικού Στρατού. Το ΚΚΕ από την πλευρά του είχε πλέον προσανατολιστεί οριστικά προς τον ένοπλο αγώνα και στις 27 Ιουνίου 1947 το στέλεχός του Μιλτ. Πορφυρογένης προανήγγειλε από το Στρασβούργο ότι θα σχηματιζόταν κυβέρνηση της Δημοκρατικής Ελλάδας. Η απάντηση ήλθε στις 9 Ιουλίου με ένα πογκρόμ συλλήψεων στην Αθήνα και τις μεγάλες πόλεις.

Η κυβέρνηση Σοφούλη

Στα μέσα Ιουλίου, το State Department πρότεινε στον Τρούμαν την εγκατάσταση κεντρώας κυβέρνησης στην Ελλάδα. Οι στρατιωτικές συγκρούσεις γίνονταν πιο σκληρές, οι εκτελέσεις και οι εκτοπίσεις πλήθαιναν και χρειαζόταν ένας πρωθυπουργός με δημοκρατικό προφίλ και κύρος. Αποφασίστηκε λοιπόν να προωθηθεί κυβέρνηση συνεργασίας Λαϊκών και Φιλελευθέρων με επικεφαλής τον Σοφούλη.

Στις 23 Αυγούστου η κυβέρνηση Μαξίμου παραιτήθηκε, όταν ο Τσαλδάρης δεν δέχθηκε το αίτημα των Βενιζέλου, Παπανδρέου και Κανελλόπουλου να αποπεμφθούν από την κυβέρνηση οι «ακραίοι» και αντιπαθείς στους Αγγλο-αμερικανούς Ζέρβας και Στράτος. Ακολούθησαν πολυήμερες διαπραγματεύσεις Τσαλδάρη, Σοφούλη και Αμερικανών. Η ασφυκτική πίεση των τελευταίων, που απείλησαν τα δύο κόμματα με διακοπή της οικονομικής βοήθειας, έφερε αποτέλεσμα και στις 7 Σεπτεμβρίου 1947 ορκίστηκε η δικομματικά κυβέρνηση Σοφούλη, συγκεντρώνοντας την αποδοχή ολόκληρης σχεδόν της βουλής. Λίγο αργότερα, θα επιστρέψει στο Κόμμα Φιλελευθέρων και ο Βενιζέλος, αφού είχαν πάψει να ισχύουν οι λόγοι για τους οποίους απομακρύνθηκε.

Ο Σοφούλης παρέτεινε την προθεσμία της αμνηστίας που είχαν κηρύξει οι προκάτοχοι του, άφησε ελεύθερους χιλιάδες εξόριστους και ανέβαλε τις εκτελέσεις για ένα μήνα. Οι ενέργειες αυτές στόχο είχαν μάλλον να ενισχύσουν το δημοκρατικό προφίλ της νέας κυβέρνησης και να αποδυναμώσουν τον αντίπαλο παρά να συμβάλουν σε ένα συμβιβασμό. Άλλωστε, οι Αμερικανοί είχαν φροντίσει, πριν παραδώσουν την πρωθυπουργία στον Σοφούλη, να του αποσπάσουν τη διαβεβαίωση ότι θα προωθούσε τη στρατιωτική αναμέτρηση (Γουίτνερ. 1991, σ. 152).

Το ΚΚΕ γνώριζε ότι ο Σοφούλης, ακόμη και αν επιθυμούσε να κινηθεί σε μια κατεύθυνση ειρήνευσης, ήταν «αιχμάλωτος» των συσχετισμών στη βουλή και στην κυβέρνηση. Πέντε ημέρες μετά την ορκωμοσία της νέας κυβέρνησης, η Τρίτη Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ επιβεβαίωσε την επιλογή του ένοπλου αγώνα. Πολύ γρήγορα ο Σοφούλης υιοθέτησε σκληρή γραμμή: στα μέσα του Οκτωβρίου έκλεισε το Ριζοσπάστη- η λειτουργία του ΚΚΕ απαγορεύτηκε στις 27 Δεκεμβρίου 1947, μόλις ανακοινώθηκε η συγκρότηση της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης. Οι εκτελέσεις και οι εξορίες ξανάρχισαν.

Ο Δημήτριος Μάξιμος
Πρωθυπουργός της Ελλάδας.
24 Ιανουαρίου 1947 – 29 Αυγούστου 1947.
Στο εξής, το δίλημμα που έθετε ο Σοφούλης στο Δημοκρατικό Στρατό ήταν: παράδοση άνευ όρων ή συντριβή, και ο μόνος που θα συνεχίσει να μιλάει για ειρήνευση θα είναι ο Πλαστήρας- όταν εννέα κεντροαριστεροί πολιτικοί της επιρροής του τάχθηκαν, το Νοέμβριο του 1948, υπέρ της ειρηνευτικής πρωτοβουλίας του 'Εβατ, Αυστραλού πρόεδρου της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, συνάντησαν τη γενική κατακραυγή. Χαρακτηριστικά για την πορεία των φιλελεύθερων πολιτικών και διανοουμένων μετά την Απελευθέρωση ήταν τα πολιτικά άρθρα του Θεοτοκά: το 1946 αντιτάχθηκε στο Γ' Ψήφισμα με το σκεπτικό ότι τα φιλελεύθερα ιδανικά αποτελούν οργανικό μέρος της εθνικής ιδέας· το 1948 όμως, η έμφαση δινόταν στην απειλή που συνιστούσαν για τον ελληνισμό οι υποταγμένοι στο σλαβισμό κομμουνιστές και αρθρογράφησε στην εφημερίδα που εκδιδόταν στη Μακρόνησο.

Η κυβέρνηση συνεργασίας Φιλελευθέρων και Λαϊκών χαρακτηριζόταν από αστάθεια και συνεχείς τριβές μεταξύ των δύο συμμάχων και χρειάστηκε να παρέμβουν πολλές φορές οι Αμερικανοί για να μη διαλυθεί. Οι Λαϊκοί μονοπωλούσαν τις κατώτερες θέσεις του κρατικού μηχανισμού, σταδιακά όμως εκχωρούσαν όλο και περισσότερα υπουργεία στους Φιλελευθέρους, μέχρι που το 1949 από τα βασικά υπουργεία τούς είχε μείνει μόνο το Εξωτερικών. Οι Φιλελεύθεροι προσπαθούσαν να προωθήσουν τους δικούς τους ανθρώπους: στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης ο Ρέντης διέταξε 800 μεταθέσεις τους 4 πρώτους μήνες.

Ο Γονατάς και ο Κανελλόπουλος στις αναμνήσεις τους μεταφέρουν τη γενική αίσθηση διάψευσης των προσδοκιών από τη νέα κυβέρνηση. Η χώρα μπήκε για τα καλά στον πόλεμο και οι πόλεις πλημμύρισαν με τους κατοίκους των ορεινών χωριών, που υποχρεώθηκαν από την κυβέρνηση να τα εκκενώσουν μια απότομη άνοδος του πληθωρισμού όξυνε την κοινωνική δυσαρέσκεια και η τελευταία οδήγησε σε μια κυβερνητική κρίση το Δεκέμβριο του 1947 και μια πρόταση μομφής από τον Παπανδρέου το Φεβρουάριο του 1948.

Οι μισθωτοί βέβαια, με πρωτοβουλία της αμερικανικής οικονομικής αποστολής, πήραν το φθινόπωρο του 1947 αυξήσεις, όχι επαρκείς αλλά τις μόνες για τα επόμενα χρόνια. Παράλληλα, όμως, θεσπίστηκε το Δεκέμβρη ένας δρακόντειος αντιαπεργιακός νόμος που προέβλεπε την ποινή του θανάτου. Οι απεργίες στα χρόνια του Εμφυλίου δεν έλειψαν · στην Αθήνα κυρίως, πέρα από κάποιες διάσπαρτες, υπήρξαν μικρά κύματα τα καλοκαίρια του 1947 και 1948 και την άνοιξη του 1949. Σε καμιά περίπτωση όμως, δεν έφθασαν το πλήθος και τη μαχητικότητα του 1945-46. Γενικότερα οι πόλεις έμειναν έξω από τη σύγκρουση. Οι παράνομες οργανώσεις του ΚΚΕ στην Αθήνα εξαρθρώθηκαν οριστικά μετά τη δολοφονία του υπουργού Δικαιοσύνης Χρήστου Λαδά την πρωτομαγιά του 1948 και τη σύλληψη του εκτελεστή του.

Η κυβέρνηση επιβίωσε από μια νέα κρίση το Μάιο αλλά οι σχέσεις των δύο κομμάτων δεν βελτιώθηκαν. Τον Ιούλιο του 1948 ο Βενιζέλος ενημέρωσε τους Αμερικανούς ότι με δυσκολία συγκρατούσε τους Φιλελευθέρους βουλευτές, που δυσφορούσαν επειδή οι Λαϊκοί μονοπωλούσαν τη διοίκηση, από το να ρίξουν την κυβέρνηση. Τον επόμενο μήνα η βουλή έκλεισε για να εξασφαλιστεί ότι δεν θα έπεφτε η κυβέρνηση, όταν όμως ξανάνοιξε, εκδηλώθηκαν ανοιχτά οι διαφωνίες και μια ομάδα Λαϊκών αποσχίστηκε.

Η κρίση του φθινοπώρου του 1948 

Στις 9 Οκτωβρίου, ο Βενιζέλος υπέβαλε στον Τσαλδάρη τους όρους του για τη διατήρηση του κυβερνητικού συνασπισμού και στις αρχές του Νοεμβρίου ανακοίνωσε δημόσια ότι 54 βουλευτές των Φιλελευθέρων θα έπαυαν να στηρίζουν την κυβέρνηση. Ο Σοφούλης αμέσως παραιτήθηκε και η νέα κυβέρνηση που σχημάτισε στις 18 Νοεμβρίου, πάλι με τη μορφή συνασπισμού των Λαϊκών με όσους Φιλελεύθερους ακολούθησαν τον Σοφούλη, διασώθηκε στη βουλή με μία μόλις ψήφο διαφορά. Την αστάθεια επέτεινε το οξύ πνευμονικό οίδημα που υπέστη ο γηραιός πρωθυπουργός μια εβδομάδα μετά, από το οποίο πολλοί πίστεψαν ότι δεν θα επιβίωνε.

Η πολιτική κρίση του φθινοπώρου του 1948 αναπτύχθηκε στο έδαφος της φθοράς της κυβέρνησης και ενός γενικότερου αισθήματος δυσπραγίας, πυροδοτήθηκε όμως από τις εξελίξεις στο μέτωπο. Μετά τη νίκη στο Γράμμο, όλοι είχαν πιστέψει ότι το τέλος του Εμφυλίου ήταν κοντά και η αποτυχία στο Βίτσι προκάλεσε γενική απογοήτευση. Έλληνας και Αμερικανοί εμφανίζονταν διατεθειμένοι για αλλαγές. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης πρότειναν μια οικουμενική κυβέρνηση παρόμοια με του Μαξίμου· κάποιοι προτιμούσαν μια δικτατορία· άλλοι την ανάθεση της αρχιστρατηγίας στον Παπάγο.

Ο Παπάγος, μέγας αυλάρχης του βασιλιά, φερόταν ως υποψήφιος αρχιστράτηγος ή πρωθυπουργός από το 1947. Ο Μαρκεζίνης αποκάλυψε αργότερα ότι υπήρχαν δύο «λύσεις Παπάγου»: η «ελάσσων» τον ήθελε αρχιστράτηγο με πρωθυπουργό τον Σοφούλη και με την είσοδο στην κυβέρνηση του Μαρκεζίνη, «πολιτικού κηδεμόνα» του στρατηγού ήδη από το 1945. Η «μείζων» ήταν ο σχηματισμός κυβέρνησης Παπάγου με ισχυρό άνδρα τον Μαρκεζίνη: αν δεν έπαιρνε ψήφο εμπιστοσύνης από τη βουλή θα κυβερνούσε δικτατορικά με τη στήριξη του βασιλιά. Προς την τελευταία κατεύθυνση πίεζε και ο στρατός: ο ΙΔΕΑ προωθούσε μια «δυναμική κυβέρνηση» ενώ η ανώτατη ηγεσία του στρατού υπέβαλε υπόμνημα, όπου ασκούσε αυστηρή κριτική στους πολιτικούς και ζητούσε μια ισχυρή κυβέρνηση, που δεν θα την περισπούσαν οι κομματικοί ανταγωνισμοί (Μαργαρίτης. 2000, τ. Β' σσ. 143-148).

Στη βάση των κινήσεων για επιβολή δικτατορίας βρισκόταν η αλλαγή των συσχετισμών κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου ανάμεσα στα τρία κέντρα εξουσίας: το στρατό, το παλάτι και την κυβέρνηση. Στις πολεμικές συνθήκες το βάρος του στρατού ενισχύθηκε ενώ είχε αποκτήσει απευθείας επαφή με τους Αμερικανούς. Η πραγματική εξουσία συγκεντρωνόταν όλο και περισσότερο στους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους, καθιστώντας τις κυβερνήσεις και τη βουλή σχεδόν διακοσμητικές. Το παλάτι, πάλι, αναβάθμιζε διαρκώς τη θέση του· ο Παύλος, που διαδέχθηκε τον Γεώργιο τον Απρίλιο του 1947 και η Φρειδερίκη αποδείχθηκαν πιο δυναμικοί από τον προκάτοχο τους. Με επισκέψεις σε περιοχές χτυπημένες από τον πόλεμο και με έντονη δραστηριότητα στο πεδίο της πρόνοιας (παιδουπόλεις, «συμμοριόπληκτους» κ.λπ.) κατάφεραν να γίνουν πιο δημοφιλείς από τους πολιτικούς αρχηγούς.

Στο πρόσωπα του Παπάγου ο στρατός και το Στέμμα ταυτίζονταν και ο βασιλιάς υπολόγιζε σε μια επανάληψη της δικτατορίας του Μεταξά. Τον απέτρεψαν οι Αμερικανοί και οι Άγγλοι, που επέμειναν στη διατήρηση της κοινοβουλευτικής πρόσοψης του καθεστώτος. Βεβαίως και οι ΗΠΑ είχαν εξετάσει σοβαρά το ενδεχόμενο δικτατορίας και είχαν δηλώσει στο βασιλιά ότι την αποδέχονταν ως τελευταία λύση. Ορισμένοι Αμερικανοί παράγοντες, μάλιστα, είχαν ενθαρρύνει το βασιλιά στα σχέδια του και χρειάστηκε να παρέμβουν τελευταία στιγμή ο Άγγλος και ο Αμερικανός πρέσβης για να τα εμποδίσουν. Στους επόμενους μήνες ο βασιλιάς δεν θα πάψει να επανέρχεται με νέες προτάσεις στους ξένους συμμάχους για επιβολή δικτατορίας.

Διέξοδος δόθηκε με την «ελάσσονα λύση Παπάγου». Στις 20 Ιανουαρίου 1949 ορκίστηκε η νέα κυβέρνηση Σοφούλη με αντιπρόεδρο τον Αλέξανδρο Διομήδη, παλαίμαχο βενιζελικό τραπεζίτη, και τη συμμετοχή του Τσαλδάρη, του Βενιζέλου, του Κανελλόπουλου και του Μαρκεζίνη· ο τελευταίος θα αποπεμφθεί τον Απρίλιο του 1949, μετά από ένα σκάνδαλο λαθρεμπορίου. Πρώτη ενέργεια της νέας κυβέρνησης ήταν η ανάθεση της αρχιστρατηγίας στον Παπάγο, με εκτεταμένες εξουσίες, που αυτονομούσαν σε μεγάλο βαθμό το στρατό από τον κυβερνητικό έλεγχο. Η κυβέρνηση παρέμεινε στα πλαίσια του Συντάγματος, όμως η κοινοβουλευτικότητά της μειώθηκε κι άλλο. Οι σημαντικές αποφάσεις παίρνονταν από το «Πολεμικό Συμβούλιο», που απαρτιζόταν από τους αρχηγούς των κομμάτων που συμμετείχαν στην κυβέρνηση: ο καθένας τους είχε από μία ψήφο, ανεξάρτητα από την κοινοβουλευτική δύναμη του κόμματος του. Επιπλέον η βουλή έκλεισε για 4 μήνες, αμέσως μόλις έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης.

Η κυβέρνηση αυτή θα φέρει εις πέρας τον Εμφύλιο - αλλά ο Σοφούλης δεν πρόλαβε να δει το τέλος του: πέθανε στις 24 Ιουνίου 1949 και αντικαταστάθηκε από τον Διομήδη.

Οι επιτυχίες του στρατού στα μέτωπα του πολέμου είχαν ισχυρές παρενέργειες στην πολιτικά. Πολλοί, στα ανώτερα κλιμάκια της εξουσίας, ήσαν εκείνοι που πίστευαν ότι η νίκη ήλθε χάρη στη στιβαρή καθοδήγηση του στρατού - για την ακρίβεια του αρχιστρατήγου Αλέξανδρου Παπάγου - η οποία ερχόταν σε αντίθεση με την κυβερνητική υποτονικότητα ή και απραξία. Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό, η σταθεροποίηση του μεταπολεμικού καθεστώτος θα γινόταν ασφαλέστερα με ένα κάποιο είδος περιορισμού της ασυδοσίας των πολιτικών και μία σταθερή καθοδήγηση, ίσως και από τον ίδιο τον Παπάγο. Για την αποφυγή αυτής της προοπτικής έγιναν, το Δεκέμβριο του 1949, αποφασιστικές παρεμβάσεις, τόσο από τον πρεσβευτή των ΗΠΑ στην Ελλάδα Χένρυ Γκραίηντυ όσο και από τον, επί σειρά ετών, πρώην πρεσβευτή των ΗΠΑ στην Αθήνα και νυν υφυπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ  Μακ Γκυ. Οι τελευταίοι, αφού έσπευσαν να προκαθορίσουν την επικείμενη διεξαγωγή βουλευτικών εκλογών, τόνισαν σε όλους τους τόνους την προσήλωση της χώρας τους στην κοινοβουλευτική λειτουργία της ελληνικής πολιτικής ζωής.
Η κυβέρνηση του Αλέξανδρου Διομήδη, σε φωτογραφία την ημέρα της
ορκωμοσίας της (30 Ιουνίου 1949)

Οι προαναγγελθείσες εκλογές έγιναν στις 5 Μαρτίου του 1950. Σε σχέση με το 1946, υπήρξε μία εντυπωσιακό μεταβολή των τάσεων. Το Κόμμα των Λαϊκών, που κυριάρχησε στις πρώτες μεταπολεμικές εκλογές-τέσσερα χρόνια νωρίτερα - όπου κατέβηκε ως ΗΠΕ (Ηνωμένη Παράταξις Εθνικοφρόνων) και πήρε το 55.1 % των ψήφων, περιορίστηκε τώρα στο 18,8%. Αυτή η πτώση οφειλόταν στην παρουσία πολιτικών χώρων που δεν πήραν μέρος στις εκλογές του 1946-η Δημοκρατικό Παράταξις που πήρε 9.7% των ψήφων και ίσως η  ΕΠΕΚ που πήρε το 16,44% θα μπορούσαν να ενταχθούν σε αυτή την κατηγορία - αλλά και σε μία γενικότερη μεταστροφή του εκλογικού σώματος σε πολιτικούς χώρους που δεν ευθύνονταν για το παρακράτος και τις συμμορίες του, που βρίσκονταν στις απαρχές του Εμφυλίου Πολέμου.

ΒIΒΛIΟΓΡΑΦΙΑ

Ευάγ. Αβέρωφ-Τοσίτσας, Φωτιά και Τσεκούρι, Ελλάς 1946-1949 και τα προηγηθέντα, Αθήνα, 1975.
Άγγ. Αυγουστίδης , Το ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα κατά τη δεκαετία του '40 και τα περιθώρια της πολιτικής, Αθήνα, 1999.
Κ. Βεργόπουλος,  «Η συγκρότηση της νέας αστικής τάξης 1944-1952», στο Γ. Ιατρίδης (επιμ.), Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950, Αθήνα, 1984, σσ. 529-559.
Τ. ΒουρνάςΙστορία της Νεώτερης και Σύγχρονης Ελλάδας, τ.Δ', Εμφύλιος, Αθήνα, 1981.
Β. Κ. ΓούναρηςΕγνωσμένων κοινωνικών φρονημάτων: Κοινωνικές και άλλες όψεις του αντικομμουνισμού στη Μακεδονία του εμφυλίου πολέμου, Θεσσαλονίκη, 2002.
Φ. Ν. ΓρηγοριάδηςΙστορία του εμφυλίου πολέμου 1945-1949, Αθήνα, χχ.
Γρ. ΔαφνήςΣοφοκλής Ελ. Βενιζέλος 1894-1964, Αθήνα, 1970.
Γ. Ν. ΚαραγιάννηςΗ Εκκλησία από την Κατοχή στον Εμφύλιο, Αθήνα, 2001.
Ντέιβιντ Κλόουζ (επιμ.), Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος 1943-50. Μελέτες για την πόλωση, Αθήνα, 1997.
Β. Κόντης, «Ή Εμφύλια διαμάχη 1944-1949», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΣΤ', Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 2000. σσ. 96-158.
Γ. ΜαργαρίτηςΙστορία του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, 2 τόμοι. Αθήνα, 2000.
Σπ. ΜαρκεζίνηςΣύγχρονη πολιτική ιστορία της Ελλάδος 1936-1975, τ. Β΄, Αθήνα, 1994.
Ηλ. ΝικολακόπουλοςΗ καχεκτική δημοκρατία. Κόμματα και εκλογές 1946-1967, Αθήνα. 2001.
Ιωάννα Παπαθανασίου, «Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος υπό το πρίσμα του Ψυχρού Πολέμου. Ημερολόγιο». Αντί, 694-695, 1999. σσ. 9-36.
Heinz Richter, Η επέμβαση των Άγγλων στην Ελλάδα. Από τη Βάρκιζα στον Εμφύλιο πόλεμο, Αθήνα. 1997.
Θ. ΣφήκαςΟι Άγγλοι Εργατικοί και ο Εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα, Αθήνα, 1997.
Θ. Σφήκας, «Η "ειρηνοπόλεμη" διάσταση του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, Ειρηνευτικές πρωτοβουλίες και δυνατότητες συμβιβασμού 1945-1949», στο Ηλ. Νικολακόπουλος, Άλκης Ρήγος, Γρ. Ψαλλίδας (επιμ.), Ο Εμφύλιος πόλεμος, Από τη Βάρκιζα στο Γράμμο, Αθήνα, 2002, οο. 75-101.
Lawrence WittnerAmerican Intervention in Greece 1943-1949, Νew York. 1982.
Χρ. Χατζηιωσήφ, «Απόψεις γύρω από τη βιωσιμότητα της Ελλάδας και το ρόλο της βιομηχανίας», στο Αφιέμωμα στο Νίκο Σβορώνο, τ.Β΄, Ρέθυμνο, 1986, σσ. 330-368.
Χρ. Χατζηιωσήφ, «Οικονομική σταθεροποίηση και πολιτική αστάθεια στην Ελλάδα 1944-1947», στο Lars Baerentzen, I O. Ιατρίδης, Ole Smith (επιμ.), Μελέτες για τον Εμφύλιο πόλεμο 1945-1949, Αθήνα, 1992, σσ. 29-45.

Αναδημοσίευση από τον τόμο Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, τομ. 8ος, 2003, σελ. 221-230.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου