Του Γιάννη Σκαλιδάκη
Καρδίτσα - Νάουσα
Η πρώτη μάχη στη σειρά επιθέσεων του Δημοκρατικού Στρατού ενάντια σε πόλεις πραγματοποιήθηκε στο τέλος του 1948 κατά της Καρδίτσας. Με την επιχείρηση αυτή, το ΚΓΑΝΕ κατάφερε σε ένα βαθμό να ανανεωθεί με τη στρατολογία νέων μαχητών και μαχητριών και τη λαφυραγώγηση όπλων, πυρομαχικών, ρουχισμού και τροφίμων. Όπως βέβαια συνέβαινε τις περισσότερες φορές, η δυνατότητα του ΔΣΕ να μεταφέρει τα εφόδια ήταν περιορισμένη σε σχέση με τον όγκο τους με αποτέλεσμα μεγάλο μέρος τους να διασκορπιστεί στους κατοίκους της πόλης και ειδικά σε εκείνους των προσφυγικών συνοικισμών των «συμμοριόπληκτων». Σύμφωνα με έκθεση του διευθυντή του τοπικού υποκαταστήματος της Αγροτικής Τράπεζας Οδυσσέα Παπαδημητρίου για τις αποθήκες της ΑΤΕ: «Τας λεηλατηθείσας ποσότητας υπολογίζομεν ως εξής περίπου: Διηρπάγησαν 1) 32.000 οκ. αλεύρου, 2) 25.000 οκ. ζαχάρεως, 3) 19.000 οκ. ορύζης 4) 26.000 οκ. ζυμαρικών και 5) 800 ζεύγη υποδημάτων του ενταύθα Συλλόγου Πολυτέκνων. [...] Σημαντικόν μέρος των λεηλατηθέντων ως άνω ειδών, ευρίσκεται σήμερον διεσκορπισμένον και εγκαταλελειμμένον εις τας πέριξ, ιδία, των αποθηκών συνοικίας» [Οδυσσέας Παπαδημητρίου (επιμ.), Από τας λαμπράς σελίδας της Αγροτικής Τραπέζης. Το Υποκατάστημα Καρδίτσης κατά τα ταραχώδη έτη 1941-1948, Αθήνα, 1954]. Παρόμοια επιχείρηση του ΔΣΕ στους Σοφάδες λίγες μέρες αργότερα κατέληξε σε αποτυχία.
|
Σχεδιάγραμμα της Μάχης της Καρδίτσας.
Από το βιβλίο του Δ. Ζαφειρόπουλου Ο Αντισυμμοριακός Αγών, σελ. 546 |
Η πρώτη μάχη του 1949 (11 με 15 Ιανουαρίου) θα δινόταν στη Νάουσα. Ήταν δε η επίθεση αυτή το επιστέγασμα μιας επιθετικής δραστηριότητας της Χ Μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού, που ξεκινώντας από το Βίτσι, πραγματοποίησε μια σειρά επιθέσεων: στις 22 Δεκεμβρίου 1948 στην Έδεσσα και τη Νάουσα, στις 28-29 και στις 30-31 Δεκεμβρίου στην Αρδέα. Παρά τις αποτυχημένες αυτές προσπάθειες, η επιθετική διάθεση του ΔΣΕ δεν κάμφθηκε – αντιθέτως οδήγησε στον Εθνικό Στρατό σε μια υποτίμηση των δυνατοτήτων του αντιπάλου, οι οποίες φάνηκαν με τη νέα επίθεση κατά της Νάουσας.
Η δύναμη της Χ Μεραρχίας του ΔΣΕ ήταν περίπου 2.500 μαχητές, χωρισμένοι σε τρεις ταξιαρχίες, την 14η, την 108η και τη 18η που είχε αποσπαστεί από την ΧΙ Μεραρχία συν τις τοπικές μικροομάδες των περιοχών των επιχειρήσεων. Το σύνολο της δύναμης αυτής χρησιμοποιήθηκε στην επίθεση. Είχε δε στη διάθεσή της ένα ορειβατικό πυροβόλο, 4 αντιαρματικά όπλα, 14 ομαδικούς όλμους και άλλα τόσα πολυβόλα, χειροβομβίδες, νάρκες και τον ατομικό οπλισμό κάθε μαχητή με περιορισμένα πυρομαχικά. Κατά τη διάρκεια δε της μάχης, ο ΔΣΕ απέσπασε από τον αντίπαλό του και χρησιμοποίησε ένα τανκς, 2 κάρριερς και ένα ολμοβόλο με 250 βλήματα.
Από την άλλη, την υπεράσπιση της πόλης είχε αναλάβει η 33η ταξιαρχία της ΧΙ Μεραρχίας. Η άμυνα βασιζόταν στην οχύρωση των δύο υψωμάτων της πόλης, του Αγίου Θεολόγου και του Προφήτη Ηλία αλλά και στο εσωτερικό της πόλης, στο εργοστάσιο υφαντουργίας του Λαναρά, του υδραγωγείου, του νοσοκομείου και άλλων επίκαιρων σημείων. Η δύναμη των υπερασπιστών, μαζί με τη Χωροφυλακή, την Εθνοφυλακή και άλλες μικρότερες μονάδες ανερχόταν στα χίλια άτομα, εκτός από την ένοπλη δύναμη των ΜΑΥ. Μπορούσε δε η δύναμη αυτή να ενισχυθεί από ένα πυκνό δίκτυο μονάδων της ευρύτερης περιοχής και τις εφεδρείες του Γ΄ Σώματος Στρατού στη Θεσσαλονίκη.
Οι δυνάμεις του ΔΣΕ ξεκινώντας από το χιονισμένο Καϊμακτσαλάν, πραγματοποίησαν μια παραπλανητική επίθεση κατά των δυνάμεων που υπερασπίζονταν την Έδεσσα και πέρασαν στο Βέρμιο. Την επόμενη μέρα, 10 Ιανουαρίου 1949, ενώ τοπικές ομάδες του ΔΣΕ έκαναν και πάλι αντιπερισπασμό στην Έδεσσα, ο κύριος όγκος των επιτιθέμενων ξεκουραζόταν για την επίθεση που θα πραγματοποιούνταν την επομένη.
Η επίθεση ξεκίνησε το βράδυ της 11ης Ιανουαρίου στα οχυρά σημεία του Θεολόγου και του Προφήτη Ηλία. Στο πρώτο σημείο, ο αιφνιδιασμός πέτυχε και τα τμήματα εφόδου του ΔΣΕ εισχώρησαν γρήγορα στην πόλη ανατρέποντας την αμυντική διάταξη. Μέχρι το μεσημέρι της επόμενης μέρας, οι αμυνόμενοι είχαν αποκλειστεί στο κτίριο της Υποδιοίκησης Χωροφυλακής και στο στρατηγείο της 33ης Ταξιαρχίας. Κατά τη διάρκεια μάλιστα της μάχης αυτής, έπεσαν στα χέρια των επιτιθέμενων τεθωρακισμένα, τα οποία, σε μια από τις ελάχιστες περιπτώσεις κατά τη διάρκεια του πολέμου, κατάφεραν να χρησιμοποιήσουν εναντίον των αντιπάλων τους. Στις 12 Ιανουαρίου άρχισαν να φτάνουν και οι κυβερνητικές ενισχύσεις χωρίς όμως αρχικά να καταφέρουν να εισχωρήσουν στην πόλη – αντιθέτως ο ΔΣΕ κατάφερε να τις καθηλώσει με διάφορους τρόπους, ναρκοθετήσεις δρόμων, ενέδρες κ.λπ.
Η επιτυχία του ΔΣΕ δημιούργησε μεγάλη εντύπωση και αποτυπώθηκε στις εφημερίδες της εποχής όπως στο δημοσίευμα της Ελευθερίας στις 13 Ιανουαρίου: "Σφοδραί μάχαι διεξάγονται εις την Νάουσσαν. Τρεις συμμοριακαί ταξιαρχίαι υπό τον Γούσιαν εισήλθον από προχθές εις την πόλιν - Νέα μεγάλη συμμοριακή επίθεσις εναντίον αστικού κέντρου της Βορείου Ελλάδος εξεδηλώθη προχθές την νύχτα. Την φοράν αυτήν στόχος των συμμοριτών υπήρξεν η πόλις της Ναούσης εναντίον της οποίας επετέθη ισχυρόν συμμοριακόν συγκρότημα υπό την ηγεσίαν του συναρχηγού του Μάρκου συμμορίτου Γούσια, δυνάμεως τριών ταξιαρχιών υποστηριζόμενον από αφθονίαν βαρέων όλμων και πυροβολικού".
Μετά την επιτυχή επίθεση, οι δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού βρέθηκαν μπροστά στο γνωστό πρόβλημα, διαχείρισης της νίκης τους και βέλτιστης εκμετάλλευσης των πόρων που έπεσαν στα χέρια τους. Αυτοσχέδια οι μαχητές του ΔΣΕ ανεφοδιάστηκαν με καινούργια ρούχα, άρβυλα και ατομικό εξοπλισμό. Επίσης με αυτοσχεδιασμό μεταφέρθηκαν όσο το δυνατόν περισσότερα εφόδια ενώ τα βαρύτερα όπλα, πυροβόλα και πολυβόλα, καταστράφηκαν. Μεγάλες δυσκολίες παρουσίασε και η στρατολόγηση νέων μαχητών αφού ακόμα και οι συμπαθούντες δεν έδειχναν πλέον διάθεση να στρατευτούν και τελικά επιστρατεύτηκαν 500-600 νέοι και νέες με κάθε είδους μέθοδο.
Η απαγκίστρωση από την πόλη αποφασίστηκε τελικά και υλοποιήθηκε στις 14 Ιανουαρίου καθώς οι δυνάμεις του ΔΣΕ κινδύνευαν να εγκλωβιστούν από μονάδες του Εθνικού Στρατού που επιχειρούσαν να κλείσουν τις διαβάσεις προς το Βίτσι. Την επόμενη μέρα, ο Εθνικός Στρατός μπήκε στην πόλη και οι εικόνες καταστροφής από τη μάχη έγιναν αντικείμενο της κυβερνητικής προπαγάνδας.
Στην Αθήνα η εφημερίδα Ελευθερία έγραφε με μεγάλους τίτλους «Πόλις της Ναούσης δεν υπάρχει πλέον» και το Εμπρός "Η Νάουσα κατακείται εις ερείπια. Η πόλις εις την διάθεσιν των συμμοριτών". Από την άλλη πλευρα, η απόφαση του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ, στις 10 Φεβρουαρίου 1949 ανέφερε σχετικά με τη νίκη στη μάχη της Νάουσας: «Για πρώτη φορά ο ΔΣΕ κατέλαβε ολοκληρωτικά μια πόλη και την κράτησε όσο θεώρησε πως ήταν απαραίτητο (...) απόδειξε ότι τα μέσα μας είναι παραπάνω από αρκετά, αν τα χρησιμοποιούμε σωστά και τα συνδυάζουμε με τη δράση του πεζικού, αν ενεργούμε με ταχύτητα, δεξιοτεχνία, περίσκεψη και επαναστατική πονηριά (...) Το Π.Γ. θεωρεί ότι η πείρα από την παραπάνω εκστρατεία πρέπει ν' αποτελεί βασικό συστατικό στοιχείο της πραχτικής αλλά και θεωρητικής εκπαίδευσης στις σχολές μας και στις ασκήσεις στα τμήματα».
Δεν έχουμε ακριβή στοιχεία για τις απώλειες των κυβερνητικών δυνάμεων καθώς αυτές διαλύθηκαν μέσα στην πόλη και σημαντικός αριθμός κρύφτηκε κατά τη διάρκεια της κατάληψης της πόλης. Μικρές απώλειες είχαν και οι μονάδες που προσπάθησαν να ενισχύσουν τους αμυνόμενους. Από την άλλη, ο ΔΣΕ ανακοίνωσε 272 μαχητές εκτός μάχης (νεκρούς, τραυματίες και αγνοούμενους), αριθμός που μεγάλωσε από τις απώλειες της φάλαγγας κατά την επιστροφή στο Βίτσι κυρίως από τους βομβαρδισμούς της αεροπορίας. Μαζί με τη λιποταξία αρκετών νεοεπιστρατευμένων, οι απώλειες του ΔΣΕ ήταν περίπου τόσες όσο και ο αριθμός των στρατολογημένων.
Καρπενήσι
Σε αντίθεση με την επίθεση στη Νάουσα, εκείνη στο Καρπενήσι δεν είχε μόνο το χαρακτήρα ενίσχυσης των τμημάτων του Δημοκρατικού Στρατού αλλά επιβίωσής τους. Οι δυνάμεις του ΚΓΑΝΕ δεν είχαν άμεση πρόσβαση σε μια ελεγχόμενη περιοχή όπως στο Βίτσι αλλά βρίσκονταν σε έναν κλοιό που είχαν δημιουργήσει οι διαδοχικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του Εθνικού Στρατού στην περιοχή. Τα απαραίτητα εφόδια για την επιβίωση των τμημάτων, όπως και η ανανέωσή τους με νέα στρατολογία, περνούσε μέσα από τα φρουρούμενα αστικά κέντρα. Η προηγούμενη επιτυχία στην Καρδίτσα έδινε πιθανότητες για μια νέα επιτυχημένη επίθεση. Επιλέχτηκε η πόλη του Καρπενησίου, λόγω της σχετικής απομόνωσης της καθώς οι ενισχύσεις της σε Λαμία και Αγρίνιο θα δυσκολεύονταν να προσεγγίσουν την περιοχή, ιδιαίτερα στην καρδιά του χειμώνα.
Οι δυνάμεις των επιτιθέμενων ήταν σχετικά συγκεντρωμένες από την επιχείρηση της Καρδίτσας. Ήταν δε αυτές η Ι Μεραρχία του Γιώτη (Χ. Φλωράκης) και η ΙΙ Μεραρχία του Διαμαντή (Γ. Αλεξάνδρου) καθώς και δυνάμεις του δυνάμεις του Αρχηγείου του ΚΓΑΝΕ και της Σχολής Αξιωματικών, στο σύνολο περίπου 2.800-2.900 μαχητές.
Από την άλλη πλευρά, οι αμυνόμενοι μέσα στην πόλη και στην περίμετρό της αριθμούσαν περίπου 1.200 άνδρες της τοπικής φρουράς, μιας μονάδας ΤΕΑ και της τοπικής Χωροφυλακής καθώς και ενισχύσεων πεζικού από την Μακρακώμη.
Παρά την αναμονή της επίθεσης από τις κυβερνητικές δυνάμεις, τελικά αυτές αιφνιδιάστηκαν καθώς οι δυνάμεις του ΔΣΕ πραγματοποίησαν την επίθεσή τους μέσα σε εξαιρετικά αντίξοες καιρικές συνθήκες και από αντισυμβατική θέση, περνώντας από την ομίχλη του παγωμένου Τυμφρηστού και επιτιθέμενες κατά μήκος της κοίτης του χειμάρρου Ξεριά. Η επίθεση ξεκίνησε τη νύχτα της 19ης προς 20η Ιανουαρίου χωρίς αρχικά να σημειώσει επιτυχία. Ολόκληρη η επόμενη μέρα πέρασε με τις προσπάθειες των επιτιθέμενων να κάμψουν τις θέσεις άμυνας και μόνο τα ξημερώματα της 21ης Ιανουαρίου αυτό επετεύχθη και ο ΔΣΕ μπόρεσε να καταλάβει την πόλη. Μάλιστα βρέθηκε στη σπάνια κατάσταση να έχει στην κατοχή του μια πόλη για ίσως κάποιο εύλογο χρονικό διάστημα.
Το Γενικό Επιτελείο Στρατού έβγαλε ανακοινωθέν το απόγευμα της 21ης Ιανουαρίου: "Η κατάστασις εις την κωμόπολιν του Καρπενησίου είναι ακαθόριστος. Κατόπιν της διακοπής της δι' ασυρμάτου επικοινωνίας δεν εγνώσθη η τύχη της φρουράς, εάν και εις ποία σημεία ανθίσταται. Από της πρωίας διεγάξεται σφοδρός αγών υπό των μονάδων ενισχύσεως αίτινες κινούνται εξ ανατολών προς Καρπενήσιον". Οι εφημερίδες ανακοίνωναν στις 22 Ιανουαρίου: "Έπαυσε από χθες πάσα επικοινωνία με το Καρπενήσι - Αγνοείται η τύχη της φρουράς". "Κατά νυκτερινάς πληροφορίας τας οποίας είχον αι ενταύθα στρατιωτικαί αρχαί αγνοείται η τύχη της φρουράς του Καρπενησίου διά το οποίον αι υπάρχουσαι ενδείξεις είναι ότι ευρίσκεται εις χείρας των συμμοριτών".
Όσον αφορά τις εκατέρωθεν απώλειες της μάχης, και εδώ πάλι βασιζόμαστε σε εκτιμήσεις. Από την πλευρά του Εθνικού Στρατού, μεγάλο μέρος της φρουράς διέρρευσε από την πόλη προς την γύρω ύπαιθρο με αποτέλεσμα πολλοί να βρουν τον θάνατο από εξάντληση στις παγωμένες χαράδρες και δάση. Ο αριθμός των εκτός μάχης εκτιμάται περίπου στους 900 άνδρες, δηλαδή στα ¾ της φρουράς.
Ο εξοπλισμός που αποκόμισε ο ΔΣΕ από την επιχείρηση ήταν πολύ ικανοποιητικός. Όλμοι, βαριά πολυβόλα και άλλα όπλα με τα πυρομαχικά ανανέωσαν τον οπλισμό του ενώ συγκεντρώθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες οκάδες τροφίμων, ρούχα και άρβυλα, κουβέρτες και δέρματα και μεταγωγικά ζώα. Επίσης στον τομέα της στρατολογίας, περίπου 400 νέοι εντάχθηκαν στα τμήματα υπερκαλύπτοντας τις απώλειες της μάχης. Ο ΔΣΕ έδινε και ευρύτερη πολιτική σημασία στην επιτυχία του. Για τον απολογισμό της μάχης έγραψε ο Χαρίλαος Φλωράκης (Γιώτης) σε άρθρο του στο περιοδικό «Δημοκρατικός Στρατός» (τεύχος 5), τον Μάιο του 1949, με τίτλο «Επιχείρηση Καρπενησίου»: «Η επιχείρηση του Καρπενησίου είχε γενικότερη πολιτικοστρατιωτική σημασία. 1) Ο μοναρχοφασισμός θα έχανε μία πόλη - δεύτερη μέσα στον ίδιο μήνα - πρωτεύουσα νομού, γνωστή και έξω από τα ελληνικά σύνορα απ' την ιστορία της κατά τον αγώνα της κατοχής. 2) Γιατί η πόλη αυτή βρίσκεται πολύ μακριά απ' τα σύνορα και σε περιοχή που ο μοναρχοφασισμός ισχυρίζεται ότι ξεκαθάρισε από το ΔΣ. 3) Γιατί ο μοναρχοφασισμός θα δεχόταν ένα τέτοιο γερό χτύπημα τις μέρες που διατυμπάνιζε ότι με την τοποθέτηση του Παπάγου σαν αρχιστρατήγου θα διορθώνονταν τα πράγματα. 4) θα έχανε την πιο βαθιά προωθημένη βάση του, που είχε για τις εκστρατείες του στη Ρούμελη και τη Δυτική Θεσσαλία».
Η μάχη του Καρπενησίου λειτούργησε όχι μόνο ως μέσο επιβίωσης του ΔΣΕ στη Στερεά αλλά και ως αντιπερισπασμός στις επιχειρήσεις του Εθνικού Στρατού εναντίον των τμημάτων του ΔΣΕ στην Πελοπόννησο. Οι εξελίξεις όμως εκεί ήταν δρομολογημένες και η απόσπαση ορισμένων μονάδων ΛΟΚ από την Αχαΐα στην Αιτωλοακαρνανία για την κάλυψη του Αγρινίου δεν άλλαξε την κατάσταση στο Μωριά. Από την άλλη, η ανακατάληψη του Καρπενησίου αποδείχτηκε μια όχι εύκολη επιχείρηση και κινητοποίησε σημαντικές δυνάμεις του Εθνικού Στρατού. Την επιχείρηση ανέλαβε το επιτελείο του Α΄ Σώματος Στρατού με επικεφαλής τον αντιστράτηγο Θ. Τσακαλώτο. Στην ημερήσια διαταγή του, στις 2 Φεβρουαρίου, αποτυπωνόταν το νέο πνεύμα του ολοκληρωτικού πολέμου: «Ξεύρω ότι ευρίσκεσθε στο χιόνι με μία επιθυμία, την ελευθέρωσιν του Καρπενησίου. Τούτο σε λίγο θα ελευθερωθή αλλά δεν αρκεί. Αλλη μια φορά θα ιδήτε στο Καρπενήσι το πέρασμα των Βουλγάρων. Θα αντλήσωμεν από το Καρπενήσι όλη την αγανάκτηση που θα δίδει το φτερούγισμα στα πόδια. Θα τους κυνηγάμε όπου και αν πάνε. Στην Πελοπόννησο επί 40 μέρες τα τμήματά μας τους κυνήγησαν και τους κυνηγούν χωρίς ανάπαυλα. Το κυνήγημα αυτό τους ετσάκισε και παραδίδονται καθημερινώς... Από μας εξαρτάται και θα γίνη να μην υπάρξη άλλος Βουλγαρικός βραχνάς. Καθαρίστε όλοι οι Διοικηταί άνευ οίκτου τα μετόπισθεν. Κάθε ύποπτος βοηθείας πρέπει να εκλείψη... στην τελική συντριβή των Εαμοβουλγάρων και τη Νίκην όλες αι δυνάμεις του Εθνους Επεστρατεύθησαν.”
Οι επιθέσεις προς το Καρπενήσι ήταν συνεχείς και οι δυνάμεις του ΔΣΕ, αφού συμπτύχθηκαν στην πόλη, άρχισαν να αποχωρούν και στις 8 Φεβρουαρίου οι δυνάμεις του Εθνικού Στρατού μπήκαν στην πόλη. Παρά την επίμονη καταδίωξη των τμημάτων του ΔΣΕ τις επόμενες μέρες, αυτές κατάφεραν να διαφύγουν την περικύκλωση και εξόντωσή τους, περνώντας μετά από πολύπλοκους ελιγμούς στα Άγραφα.
Η κατάληψη του Καρπενησίου υπήρξε το αποκορύφωμα της επιθετικής δραστηριότητας του ΔΣΕ το χειμώνα 1948-1949 μετά τις επιτυχίες στην Καρδίτσα και τη Νάουσα. Θα ακολουθούσε όμως μια μεγάλη αποτυχία που θα συμβόλιζε και την καμπή του πολέμου προς την τελική ήττα του Δημοκρατικού Στρατού: η μάχη της Φλώρινας.
Φλώρινα
Για ακόμα μια φορά, ο Δημοκρατικός Στρατός ήταν αναγκασμένος εκ των πραγμάτων να αναλάβει επιθετική ενέργεια με την προοπτική να προσπαθήσει να ανατρέψει τον εις βάρος του συσχετισμό και την πορεία των πραγμάτων, καθώς η αντίπαλη πλευρά είχε υιοθετήσει ένα άκρως επιθετικό πνεύμα, ενσαρκωμένο στον αρχιστράτηγο Αλ. Παπάγο και τον διοικητή του Α΄ Σώματος Στρατού Θ. Τσακαλώτο. Μετά τη Νάουσα και το Καρπενήσι, η επόμενη επιχείρηση μπορούσε να πραγματοποιηθεί από τις συγκεντρωμένες δυνάμεις του ΔΣΕ στο Βίτσι σε ένα από τα εγγύτερα αστικά κέντρα. Από τις άλλες πιθανές περιπτώσεις της Κοζάνης και της Καστοριάς, επιλέχτηκε τελικά ο στόχος να είναι η πόλη της Φλώρινας.
Η επιχείρηση όμως στη Φλώρινα, αν και είχε προκριθεί ως πλέον εφικτή, ήταν προβληματική και ριψοκίνδυνη εξαρχής. Παρά το ότι ο Δημοκρατικός Στρατός είχε πετύχει τη μεγαλύτερη δυνατή συγκέντρωση δυνάμεων στο Βίτσι, με τις δυνάμεις της Χ και ΧΙ Μεραρχίας να φτάνουν τους 7.000 μαχητές, αντιθέτως με τη Νάουσα και το Καρπενήσι οι δυνάμεις των αμυνόμενων ήταν μεγαλύτερες. Ο ΔΣΕ λοιπόν έστρεψε προς τη Φλώρινα μια εντυπωσιακή δύναμη στα χαρτιά αλλά όχι ευκαταφρόνητη και στην πραγματικότητα: εκτός από τις Χ και ΧΙ Μεραρχίες που περιλάμβαναν λόχους σαμποτέρ, λόχους κυνηγών αρμάτων και αντιαεροπορικές πυροβολαρχίες, υπήρχαν δύο ίλες ιππικού, η Σχολή Αξιωματικών του Γενικού Αρχηγείου, δύο τάγματα της 108ης Ταξιαρχίας που άνηκε στην ΙΧ Μεραρχία και άλλες μικρότερες μονάδες. Στη διάθεση τους οι επιτιθέμενοι είχαν μια ικανοποιητική συγκέντρωση πυροβολικού με 15 ορειβατικά πυροβόλα καθώς και άλλα αντιαρματικά. Παρά τις δυνάμεις αυτές, για να πετύχει το στόχο του ο ΔΣΕ έπρεπε να πετύχει αιφνιδιασμό του αντιπάλου και να επιδείξει υψηλό επίπεδο συντονισμού μεταξύ των διαφορετικών μονάδων.
Το βασικό όμως στοιχείο του αιφνιδιασμού δεν θα λειτουργούσε. Οι κυβερνητικές δυνάμεις είχαν σωστά αντιληφθεί τις προθέσεις του αντιπάλου και είχαν προετοιμαστεί κατάλληλα. Μάλιστα οι δυνάμεις αυτές δεν ήταν οχυρωμένες μόνο μέσα στην πόλη αλλά κατείχαν επίσης τα πέριξ στρατηγικά υψώματα και γενικότερα δημιουργούσαν μια αμυντική ζώνη, της οποίας η πόλη αποτελούσε μέρος. Εκτός αυτού, όπως ήδη είπαμε, οι κυβερνητικές δυνάμεις ήταν υπέρτερες σε αριθμό των αντιπάλων τους, αριθμώντας περίπου 9 με 11.000 άνδρες. Την πόλη υπερασπιζόταν η ΙΙ Μεραρχία που είχε εκεί τη διοίκηση και το επιτελείο της. Μέσα στην πόλη υπήρχαν 3 τάγματα της 3ης Ταξιαρχίας και πλήθος άλλες μονάδες. Επίσης εκατοντάδες άνδρες των ΤΕΑ και ΜΑΥ είχαν κινητοποιηθεί για τη στελέχωση φρουρών καθώς και η Χωροφυλακή με 175 άνδρες. Έξω από την πόλη είχαν αναπτυχθεί οι άλλες δύο ταξιαρχίες της ΙΙ Μεραρχίας, η 21η και η 22η.
Η διαφορετική διάταξη της άμυνας, απ’ όσες είχε ως τότε αντιμετωπίσει ο ΔΣΕ, επέβαλε ένα πολύπλοκο σχέδιο επίθεσης σε διαφορετικά σημεία. Στον υψηλό βαθμό δυσκολίας της επιχείρησης έπρεπε να προστεθούν και οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες και το χιόνι που κάλυπτε τα πάντα καθώς και το ότι η επίθεση θα γινόταν μέσα στη νύχτα κάνοντας την εκτέλεση των πολύπλοκων πορειών αδύνατη. Καθώς μάλιστα οι δυνάμεις του Εθνικού Στρατού περίμεναν την επίθεση, αντιλήφθηκαν αμέσως τις πρώτες κινήσεις του ΔΣΕ τη νύχτα της 11ης προς 12η Φεβρουαρίου. Όταν εκδηλώθηκε η επίθεση, στις 3 τα ξημερώματα, η διοίκηση της ΙΙ Μεραρχίας ήταν προετοιμασμένη και σχεδόν αμέσως κινητοποιήθηκαν οι ενισχύσεις. Η απουσία αιφνιδιασμού και οι αντεπιθέσεις των κυβερνητικών δυνάμεων έδειξαν από νωρίς τα όρια της επιχείρησης. Το περισσότερο που κατάφεραν οι δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού ήταν η κατάληψη του υψώματος 1641 (Σολίσιτο) αλλά τίποτε περισσότερο. Οι πολύ σκληρές συγκρούσεις συνεχίστηκαν κατά τη διάρκεια της 12ης Φεβρουαρίου και οι αποδεκατισμένες δυνάμεις του ΔΣΕ είχαν να αντιμετωπίσουν πλέον την αεροπορία και τεθωρακισμένα ενώ κυβερνητικές ενισχύσεις κατέφθαναν διαρκώς. Παρά ταύτα, ο ΔΣΕ δεν αναδιπλώθηκε κατά τη διάρκεια της νύχτας με αποτέλεσμα την επόμενη μέρα να υποστεί και τη γενική επίθεση του Εθνικού Στρατού απειλώντας τον πρώτο με πλήρη καταστροφή. Σώθηκε μόνο αφού ο Ε.Σ. εγκατέλειψε την επιχείρηση λόγω των καιρικών συνθηκών και, όπως ειπώθηκε, «προς διατήρησιν ηθικού δια μελλοντικάς επιχειρήσεις».
Ο απολογισμός για τον ΔΣΕ ήταν καταστροφικός. Στις 13 Φεβρουαρίου δημοσιεύτηκε στις αθηναϊκές εφημερίδες θριαμβευτικό έκτακτο ανακοινωθέν του Γενικού Επιτελείου Στρατού: "Άπασαι αι επιθέσεις των συμμοριτών κατά των δεσποζόντων σημείων περιοχής ΦΛΩΡΙΝΗΣ των κατεχομένων υπό ημετέρων τμημάτων εθραύσθησαν μετά πολλών απωλειών των συμμοριτών. Αντεπιθέσεις των εκεί Μονάδων μας επέτυχαν εις όλα τα σημεία. Μέχρι στιγμής ανεφέρθη, ότι ηχμαλωτίσθησαν 200 συμμορίται αι δε χαράδραι περί την τοποθεσίαν αμύνης περιοχής ΦΛΩΡΙΝΗΣ γέμουσι πτωμάτων των συμμοριτών".
Η διοίκηση του ΔΣΕ (Γούσιας και Βλαντάς) από τη μεριά της, στην έκθεση για τη μάχη στις 27 Φεβρουαρίου, έριξε τις ευθύνες της αποτυχίας στα στελέχη που κατεύθυναν την επίθεση: «Συνοψίζοντας όλα τα στοιχεία που παραθέσαμε, για το πως έγινε η εκτέλεση του σχεδίου μπορούμε να ξανατονίσουμε τη βασική διαπίστωση που διατυπώσαμε, ότι, στην εκτέλεση του σχεδίου, οι διοικήσεις μας δεν έδειξαν αποφασιστικότητα, ταχύτητα, επιμονή, μαστοριά και ότι αυτά όλα αποτέλεσαν σοβαρότατο παράγοντα της αποτυχίας μας στη Φλώρινα. Στον πόλεμο, στις επιμέρους μάχες, παρουσιάζονται περιπτώσεις που σχέδια τέτοιων επιχειρήσεων είναι σωστά, αλλά οι εκτελεστές τα βουλιάζουν. Υπάρχουν και περιπτώσεις που τέτοια σχέδια παρουσιάζουν αδύνατες πλευρές, αλλά οι εκτελεστές με την αποφασιστικότητα και μαστοριά τους τις υπερνικούν και κερδίζουν τη μάχη. Η ορθότητα του σχεδίου αποτελεί τη βάση της επιτυχίας. Οι εχτελεστές αποφασίζουν για την επιτυχία είτε την αποτυχία. Μέσα στους εχτελεστές και στην πρώτη γραμμή βρίσκεται η διεύθυνση της επιχείρησης.» Τα στοιχεία όμως της μάχης δείχνουν ότι επρόκειτο για μια σχεδόν αδύνατη επιχείρηση, παρ’ όλο που η θέση του ΔΣΕ τον εξανάγκαζε να προβεί σε τόσο ριψοκίνδυνα σχέδια.
Οι απώλειες του ΔΣΕ τελικά ήταν περίπου 700 νεκροί και 350-400 αιχμάλωτοι, δυναμικό δυσαναπλήρωτο και ποσοτικά και ποιοτικά μιας και επρόκειτο για μαχητές εμπειροπόλεμους που δεν μπορούσαν εύκολα να αντικατασταθούν. Επίσης αναντικατάστατες ήταν οι απώλειες υλικού σε πυροβόλα, όλμους, πολυβόλα, ατομικά όπλα και πυρομαχικά. Από την πλευρά του Εθνικού Στρατού οι απώλειες ήταν πολύ μικρότερες, η ΙΙ Μεραρχία είχε 40 νεκρούς και 234 τραυματίες ενώ μικρές ήταν και οι απώλειες των άλλων στρατιωτικών και παραστρατιωτικών μονάδων. Η μάχη της Φλώρινας ήταν η τελευταία μεγάλη επιχείρηση τέτοιου τύπου και κατά έναν τρόπο η καμπή του πολέμου προς την τελική ήττα του ΔΣΕ, «η αρχή του τέλους».
Αναδημοσίευση από http://istoriologio.blogspot.gr/2012/09/1949-1949-1949.html