Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2012

Αντίσταση, κατοχή, εμφύλιος: περιοδολόγηση

Νίκος Μαραντζίδης- Στάθης Καλύβας

Αντίθετα απ’ ό,τι πολλοί πιστεύουν, η διάκριση ανάμεσα σε δύο περιόδους, της κατοχής (1941 1944) και του εμφυλίου (1946-1949) είναι βαθύτατα προβληματική. Η πρώτη περίοδος δεν διακρίνεται μόνο για την αντίσταση ενάντια στους κατακτητές αλλά χαρακτηρίζεται και από έναν βαθύτατο και πολύνεκρο εμφύλιο σπαραγμό.

Μαχητές του ΔΣΕ. 
Τα εμπειρικά δεδομένα αναδεικνύουν τόσο την έκταση των εμφυλίων συγκρούσεων στη διάρκεια της κατοχής όσο και την άμεση σύνδεση τους με τις μετακατοχικές εξελίξεις. Εκατοντάδες αντιστασιακοί βρήκαν τον θάνατο από Έλληνες μέλη εξίσου αντιστασιακών οργανώσεων. Πολλοί αντάρτες και άμαχοι σκοτώθηκαν στις συγκρούσεις ΕΛΑΣ-ΕΔΕΣ το 1943-1944. Σε ορισμένες περιπτώσεις τα θύματα αυτών των εμφυλίων συγκρούσεων αποτελούν και τη συντριπτική πλειοψηφία των απωλειών. Από τους 75 νεκρούς της Αθηναϊκής οργάνωσης ΡΑΝ στο διάστημα 1943-45, οι 73 σκοτώθηκαν από τον ΕΛΑΣ ή την ΟΠΛΑ στα Δεκεμβριανά. Από τους 36 νεκρούς της ΠΕΑΝ, οι 16 σκοτώθηκαν τον Δεκέμβρη ’44. Από τους 147 αντάρτες του 6ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ που βρήκαν το θάνατο στη διάρκεια στρατιωτικών επιχειρήσεων, το 54% σκοτώθηκε στα Δεκεμβριανά, ενώ τουλάχιστον ένα άλλο 25% βρήκε το θάνατο σε επιχειρήσεις εναντίον των Ταγμάτων Ασφαλείας. Στα αρχεία της 10ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ αποτυπώνεται συντριπτικά μεγαλύτερος αριθμός νεκρών Ελλήνων απ’ ότι Γερμανών.

Οι πλέον πολύνεκρες μάχες στη διάρκεια της κατοχής δεν έγιναν ανάμεσα σε Έλληνες και ξένους αλλά αποκλειστικά μεταξύ Ελλήνων. Είναι χαρακτηριστικό πως οι τρεις πιο πολύνεκρες μάχες γίνονται το '44 (Κιλκίς, Τριάδα, Μελιγαλάς) μεταξύ Ελλήνων. Οι Γερμανοί δεν είναι ούτε καν παρόντες. Για παράδειγμα, στον Μελιγαλά τον Σεπτέμβριο του 1944 έχουμε περίπου 1.500 νεκρούς, στο Κιλκίς τον Νοέμβριο του ίδιου έτους έχουμε τουλάχιστον έναν αντίστοιχο αριθμό, ενώ στην Τριάδα της Ανατολικής Μακεδονίας, έχουμε τον ίδιο μήνα περίπου 700 νεκρούς. Επίσης, αν εξετάσουμε το ποσοστό των αμάχων και των αιχμαλώτων επί του συνόλου των θανάτων, θα διαπιστώσουμε πως ο κατοχικός εμφύλιος αφορά πρωταρχικά άμαχους και αιχμάλωτους αντίθετα από τον εμφύλιο του 46-49 όπου το μεγαλύτερο ποσοστό των θανάτων αποτελείται από μαχητές.

Είναι επίσης αναμφισβήτητο πως τα γεγονότα της κατοχής σηματοδότησαν και επηρέασαν αποφασιστικά την πορεία των πραγμάτων μετά την απελευθέρωση. Για παράδειγμα, η σύνδεση της «λευκής τρομοκρατίας» με την κατοχική βία του ΕΑΜ, μέσω της λογικής της αντεκδίκησης, είναι ιδιαίτερα στενή και δεν μπορεί να παραβλεφθεί ούτε να θεωρηθεί απλή αντικομουνιστική προπαγάνδα όπως αρέσκεται να δηλώνει ένα στρατευμένο πολιτικά τμήμα της κοινότητας των ιστορικών.

Συμπερασματικά, το σύνολο των στοιχείων που διαθέτουμε επιτρέπει να μιλάμε για έναν κανονικό εμφύλιο πόλεμο ο οποίος άρχισε μέσα στα χρόνια της κατοχής, με όλα τα χαρακτηριστικά που διαθέτουν οι πόλεμοι αυτοί. Φυσικά, οι αντίπαλοι του ΕΑΜ δεν είναι μόνο οι συνεργάτες των Γερμανών και τα τάγματα ασφαλείας, όπως μερικοί ισχυρίζονται, αλλά από το 1943 και πέρα όλες οι μη εαμικές αντιστασιακές οργανώσεις, μοναρχικές και αντιμοναρχικές, δεξιές και μη: ΕΔΕΣ, ΕΚΚΑ, ΠΑΟ, «Αντωντσαουσικοί», «Ελληνικός Στρατός», ΠΕΑΝ, Ιερή Ταξιαρχία, Εθνική Δράση, ΕΟΚ, ΡΑΝ, κλπ.

Εντέλει, αυτό που έχει σημασία, είναι πως οι δύο έννοιες, αντίσταση και εμφύλιος, δεν αποκλείουν η μία την άλλη, αλλά συνδέονται στενά. Από το 1943 και έπειτα, μάλιστα, είναι αδύνατο να κατανοήσει κανείς τη μία απολύτως ανεξάρτητα από την άλλη. Αντίθετα παρατηρώντας τη συνεχή άνοδο του αριθμού των μελών του ΕΑΜ από τη μια και των αντι-εαμικών οργανώσεων από την άλλη, συμπεριλαμβανομένων και των ταγμάτων ασφαλείας, μπορεί να συμπεράνει κανείς πως ο εμφύλιος πόλεμος τροφοδοτεί την αντίσταση, και η αντίσταση τον εμφύλιο πόλεμο. Οι εξοπλισμένοι από τους Γερμανούς χωρικοί πολλαπλασιάζονται το καλοκαίρι του ’44. Την ίδια εποχή «ο εξοπλισμός των χωρικών από την Οχράνα παίρνει μορφή χιονοστιβάδας». Εντέλει, την ώρα που ισχυροποιείται το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, ισχυροποιούνται και εκείνοι που αντιπαρατίθενται μαζί του. Είναι επίσης χαρακτηριστικό, πως στα τέλη της κατοχής, διάφορες μη-εαμικές αντιστασιακές οργανώσεις επιχειρούν να ενοποιηθούν όχι για να αντιμετωπίσουν καλύτερα τις αρχές κατοχής, αλλά για να αντιμετωπίσουν από κοινού τον εαμικό και κομμουνιστικό κίνδυνο. Εξάλλου παρά τις όποιες ρητορείες και αντιστασιακές κορώνες, τους τελευταίους μήνες της κατοχής το κρίσιμο ερώτημα δεν αφορούσε τους Γερμανούς αλλά το πολιτικό μέλλον της χώρας.

Περνώντας από τη κατοχή στην απελευθέρωση, και ενώ οι κατοχικές εμφυλιακές συγκρούσεις δεν έχουν κοπάσει, συναντάμε τα Δεκεμβριανά που αποτελούν την κορύφωση του κατοχικού εμφυλίου και διακρίνονται για τη βιαιότητά τους. Τα Δεκεμβριανά βέβαια ξεσπούν το 1944, δηλαδή τουλάχιστον δύο χρόνια πριν την ημερομηνία που θεωρείται από πολλούς ως η επίσημη έναρξη του Εμφυλίου, την ώρα που εδάφη της χώρας βρίσκονται ακόμη υπό Γερμανική κατοχή (Κρήτη) και ενώ συνεχίζεται ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος στον υπόλοιπο κόσμο. Ακόμα και μετά το τέλος των Δεκεμβριανών, η εμφύλια βία συνεχίζεται σε χαμηλή ένταση, κυρίως με τη μορφή της λευκής τρομοκρατίας. Με άλλα λόγια, η εμφύλια βία είναι αδιάκοπη από το 1943 ως το 1949, αν και περνάει από διαφορετικά στάδια, παίρνει διαφορετικές μορφές και χαρακτηρίζεται από διαφορετικές εντάσεις. Επιπλέον διαφοροποιείται και η γεωγραφική κατανομή των συγκρούσεων. Από την Στερεά Ελλάδα και την Ήπειρο το 1943, θα γενικευτεί σε όλη σχεδόν την ύπαιθρο χώρα το 1944 για να φτάσει στην κορύφωσή του ο εμφύλιος με τη μάχη της Αθήνας. Από τη Βάρκιζα και μέχρι το 1949 η ύπαιθρος χώρα αποτέλεσε εκ νέου το σκηνικό των ένοπλων συγκρούσεων.

Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύθηκε στον τόμο Εμείς οι Έλληνες Πολεμική ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, Τόμος 3, εκδόσεις ΣΚΑΪ

Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2012

Τρία νέα βιβλία για το Εμφύλιο από τις εκδόσεις Επίκεντρο




Η εποχή των ρήξεων. Η ελληνική κοινωνία στη δεκαετία του 1940
Πολυμέρης Βόγλης, Φλώρα Τσίλαγα, Ιάσονας Χανδρινός, Μενέλαος Χαραλαμπίδης (επιμέλεια)

«Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συλλογή πρωτότυπων μελετών για τις ριζικές αλλαγές που συντελέστηκαν στην ελληνική κοινωνία στη διάρκεια της κρίσιμης δεκαετίας του 1940.»

















«Παιδομάζωμα» ή «Παιδοσώσιμο»;Παιδιά του Εμφυλίου στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη
Ειρήνη Λαγάνη, Μαρία Μποντίλα (επιμέλεια)

Ένας συλλογικός τόμος που περιλαμβάνει επιστημονικές προσεγγίσεις αλλά και προσωπικές μαρτυρίες για ένα θέμα που συνεχίζει να απασχολεί την ελληνική κοινωνία. Το ερωτηματικό του τίτλου για το αν ήταν παιδομάζωμα ή παιδοσώσιμο είναι ενδεικτικό.















Σοσιαλιστικά κράτη και ΚΚΕ στον Εμφύλιο
Βασίλης Κόντης

«Πρωτότυπα έγγραφα που έρχονται για 1η φορά στη δημοσιότητα και μια ψύχραιμη αποτίμησή τους από έναν συγγραφέα που έχει συστηματικά ασχοληθεί για δεκαετίες με τα θέματα του εμφυλίου. Ο ρόλος των σοσιαλιστικών κρατών καταγράφεται και αξιολογείται με νηφαλιότητα.»














http://www.epikentro.gr/

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2012

Οι επιθέσεις του ΔΣΕ στις πόλεις: Νάουσα (Ιαν. 1949), Καρπενήσι (Ιαν. 1949) και Φλώρινα (Φεβρ. 1949)

Του Γιάννη Σκαλιδάκη

Καρδίτσα - Νάουσα

Η πρώτη μάχη στη σειρά επιθέσεων του Δημοκρατικού Στρατού ενάντια σε πόλεις πραγματοποιήθηκε στο τέλος του 1948 κατά της Καρδίτσας. Με την επιχείρηση αυτή, το ΚΓΑΝΕ κατάφερε σε ένα βαθμό να ανανεωθεί με τη στρατολογία νέων μαχητών και μαχητριών και τη λαφυραγώγηση όπλων, πυρομαχικών, ρουχισμού και τροφίμων. Όπως βέβαια συνέβαινε τις περισσότερες φορές, η δυνατότητα του ΔΣΕ να μεταφέρει τα εφόδια ήταν περιορισμένη σε σχέση με τον όγκο τους με αποτέλεσμα μεγάλο μέρος τους να διασκορπιστεί στους κατοίκους της πόλης και ειδικά σε εκείνους των προσφυγικών συνοικισμών των «συμμοριόπληκτων». Σύμφωνα με έκθεση του διευθυντή του τοπικού υποκαταστήματος της Αγροτικής Τράπεζας Οδυσσέα Παπαδημητρίου για τις αποθήκες της ΑΤΕ: «Τας λεηλατηθείσας ποσότητας υπολογίζομεν ως εξής περίπου: Διηρπάγησαν 1) 32.000 οκ. αλεύρου, 2) 25.000 οκ. ζαχάρεως, 3) 19.000 οκ. ορύζης 4) 26.000 οκ. ζυμαρικών και 5) 800 ζεύγη υποδημάτων του ενταύθα Συλλόγου Πολυτέκνων. [...] Σημαντικόν μέρος των λεηλατηθέντων ως άνω ειδών, ευρίσκεται σήμερον διεσκορπισμένον και εγκαταλελειμμένον εις τας πέριξ, ιδία, των αποθηκών συνοικίας» [Οδυσσέας Παπαδημητρίου (επιμ.), Από τας λαμπράς σελίδας της Αγροτικής Τραπέζης. Το Υποκατάστημα Καρδίτσης κατά τα ταραχώδη έτη 1941-1948, Αθήνα, 1954]. Παρόμοια επιχείρηση του ΔΣΕ στους Σοφάδες λίγες μέρες αργότερα κατέληξε σε αποτυχία.

Σχεδιάγραμμα της Μάχης της Καρδίτσας.
Από το βιβλίο του Δ. Ζαφειρόπουλου Ο Αντισυμμοριακός Αγών, σελ. 546
Η πρώτη μάχη του 1949 (11 με 15 Ιανουαρίου) θα δινόταν στη Νάουσα. Ήταν δε η επίθεση αυτή το επιστέγασμα μιας επιθετικής δραστηριότητας της Χ Μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού, που ξεκινώντας από το Βίτσι, πραγματοποίησε μια σειρά επιθέσεων: στις 22 Δεκεμβρίου 1948 στην Έδεσσα και τη Νάουσα, στις 28-29 και στις 30-31 Δεκεμβρίου στην Αρδέα. Παρά τις αποτυχημένες αυτές προσπάθειες, η επιθετική διάθεση του ΔΣΕ δεν κάμφθηκε – αντιθέτως οδήγησε στον Εθνικό Στρατό σε μια υποτίμηση των δυνατοτήτων του αντιπάλου, οι οποίες φάνηκαν με τη νέα επίθεση κατά της Νάουσας.

Η δύναμη της Χ Μεραρχίας του ΔΣΕ ήταν περίπου 2.500 μαχητές, χωρισμένοι σε τρεις ταξιαρχίες, την 14η, την 108η και τη 18η που είχε αποσπαστεί από την ΧΙ Μεραρχία συν τις τοπικές μικροομάδες των περιοχών των επιχειρήσεων. Το σύνολο της δύναμης αυτής χρησιμοποιήθηκε στην επίθεση. Είχε δε στη διάθεσή της ένα ορειβατικό πυροβόλο, 4 αντιαρματικά όπλα, 14 ομαδικούς όλμους και άλλα τόσα πολυβόλα, χειροβομβίδες, νάρκες και τον ατομικό οπλισμό κάθε μαχητή με περιορισμένα πυρομαχικά. Κατά τη διάρκεια δε της μάχης, ο ΔΣΕ απέσπασε από τον αντίπαλό του και χρησιμοποίησε ένα τανκς, 2 κάρριερς και ένα ολμοβόλο με 250 βλήματα.

Από την άλλη, την υπεράσπιση της πόλης είχε αναλάβει η 33η ταξιαρχία της ΧΙ Μεραρχίας. Η άμυνα βασιζόταν στην οχύρωση των δύο υψωμάτων της πόλης, του Αγίου Θεολόγου και του Προφήτη Ηλία αλλά και στο εσωτερικό της πόλης, στο εργοστάσιο υφαντουργίας του Λαναρά, του υδραγωγείου, του νοσοκομείου και άλλων επίκαιρων σημείων. Η δύναμη των υπερασπιστών, μαζί με τη Χωροφυλακή, την Εθνοφυλακή και άλλες μικρότερες μονάδες ανερχόταν στα χίλια άτομα, εκτός από την ένοπλη δύναμη των ΜΑΥ. Μπορούσε δε η δύναμη αυτή να ενισχυθεί από ένα πυκνό δίκτυο μονάδων της ευρύτερης περιοχής και τις εφεδρείες του Γ΄ Σώματος Στρατού στη Θεσσαλονίκη.

Οι δυνάμεις του ΔΣΕ ξεκινώντας από το χιονισμένο Καϊμακτσαλάν, πραγματοποίησαν μια παραπλανητική επίθεση κατά των δυνάμεων που υπερασπίζονταν την Έδεσσα και πέρασαν στο Βέρμιο. Την επόμενη μέρα, 10 Ιανουαρίου 1949, ενώ τοπικές ομάδες του ΔΣΕ έκαναν και πάλι αντιπερισπασμό στην Έδεσσα, ο κύριος όγκος των επιτιθέμενων ξεκουραζόταν για την επίθεση που θα πραγματοποιούνταν την επομένη.

Η επίθεση ξεκίνησε το βράδυ της 11ης Ιανουαρίου στα οχυρά σημεία του Θεολόγου και του Προφήτη Ηλία. Στο πρώτο σημείο, ο αιφνιδιασμός πέτυχε και τα τμήματα εφόδου του ΔΣΕ εισχώρησαν γρήγορα στην πόλη ανατρέποντας την αμυντική διάταξη. Μέχρι το μεσημέρι της επόμενης μέρας, οι αμυνόμενοι είχαν αποκλειστεί στο κτίριο της Υποδιοίκησης Χωροφυλακής και στο στρατηγείο της 33ης Ταξιαρχίας. Κατά τη διάρκεια μάλιστα της μάχης αυτής, έπεσαν στα χέρια των επιτιθέμενων τεθωρακισμένα, τα οποία, σε μια από τις ελάχιστες περιπτώσεις κατά τη διάρκεια του πολέμου, κατάφεραν να χρησιμοποιήσουν εναντίον των αντιπάλων τους. Στις 12 Ιανουαρίου άρχισαν να φτάνουν και οι κυβερνητικές ενισχύσεις χωρίς όμως αρχικά να καταφέρουν να εισχωρήσουν στην πόλη – αντιθέτως ο ΔΣΕ κατάφερε να τις καθηλώσει με διάφορους τρόπους, ναρκοθετήσεις δρόμων, ενέδρες κ.λπ.

Η επιτυχία του ΔΣΕ δημιούργησε μεγάλη εντύπωση και αποτυπώθηκε στις εφημερίδες της εποχής όπως στο δημοσίευμα της Ελευθερίας στις 13 Ιανουαρίου: "Σφοδραί μάχαι διεξάγονται εις την Νάουσσαν. Τρεις συμμοριακαί ταξιαρχίαι υπό τον Γούσιαν εισήλθον από προχθές εις την πόλιν - Νέα μεγάλη συμμοριακή επίθεσις εναντίον αστικού κέντρου της Βορείου Ελλάδος εξεδηλώθη προχθές την νύχτα. Την φοράν αυτήν στόχος των συμμοριτών υπήρξεν η πόλις της Ναούσης εναντίον της οποίας επετέθη ισχυρόν συμμοριακόν συγκρότημα υπό την ηγεσίαν του συναρχηγού του Μάρκου συμμορίτου Γούσια, δυνάμεως τριών ταξιαρχιών υποστηριζόμενον από αφθονίαν βαρέων όλμων και πυροβολικού".

Μετά την επιτυχή επίθεση, οι δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού βρέθηκαν μπροστά στο γνωστό πρόβλημα, διαχείρισης της νίκης τους και βέλτιστης εκμετάλλευσης των πόρων που έπεσαν στα χέρια τους. Αυτοσχέδια οι μαχητές του ΔΣΕ ανεφοδιάστηκαν με καινούργια ρούχα, άρβυλα και ατομικό εξοπλισμό. Επίσης με αυτοσχεδιασμό μεταφέρθηκαν όσο το δυνατόν περισσότερα εφόδια ενώ τα βαρύτερα όπλα, πυροβόλα και πολυβόλα, καταστράφηκαν. Μεγάλες δυσκολίες παρουσίασε και η στρατολόγηση νέων μαχητών αφού ακόμα και οι συμπαθούντες δεν έδειχναν πλέον διάθεση να στρατευτούν και τελικά επιστρατεύτηκαν 500-600 νέοι και νέες με κάθε είδους μέθοδο.

Η απαγκίστρωση από την πόλη αποφασίστηκε τελικά και υλοποιήθηκε στις 14 Ιανουαρίου καθώς οι δυνάμεις του ΔΣΕ κινδύνευαν να εγκλωβιστούν από μονάδες του Εθνικού Στρατού που επιχειρούσαν να κλείσουν τις διαβάσεις προς το Βίτσι. Την επόμενη μέρα, ο Εθνικός Στρατός μπήκε στην πόλη και οι εικόνες καταστροφής από τη μάχη έγιναν αντικείμενο της κυβερνητικής προπαγάνδας.

Στην Αθήνα η εφημερίδα Ελευθερία έγραφε με μεγάλους τίτλους «Πόλις της Ναούσης δεν υπάρχει πλέον» και το Εμπρός "Η Νάουσα κατακείται εις ερείπια. Η πόλις εις την διάθεσιν των συμμοριτών". Από την άλλη πλευρα, η απόφαση του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ, στις 10 Φεβρουαρίου 1949 ανέφερε σχετικά με τη νίκη στη μάχη της Νάουσας: «Για πρώτη φορά ο ΔΣΕ κατέλαβε ολοκληρωτικά μια πόλη και την κράτησε όσο θεώρησε πως ήταν απαραίτητο (...) απόδειξε ότι τα μέσα μας είναι παραπάνω από αρκετά, αν τα χρησιμοποιούμε σωστά και τα συνδυάζουμε με τη δράση του πεζικού, αν ενεργούμε με ταχύτητα, δεξιοτεχνία, περίσκεψη και επαναστατική πονηριά (...) Το Π.Γ. θεωρεί ότι η πείρα από την παραπάνω εκστρατεία πρέπει ν' αποτελεί βασικό συστατικό στοιχείο της πραχτικής αλλά και θεωρητικής εκπαίδευσης στις σχολές μας και στις ασκήσεις στα τμήματα».

Δεν έχουμε ακριβή στοιχεία για τις απώλειες των κυβερνητικών δυνάμεων καθώς αυτές διαλύθηκαν μέσα στην πόλη και σημαντικός αριθμός κρύφτηκε κατά τη διάρκεια της κατάληψης της πόλης. Μικρές απώλειες είχαν και οι μονάδες που προσπάθησαν να ενισχύσουν τους αμυνόμενους. Από την άλλη, ο ΔΣΕ ανακοίνωσε 272 μαχητές εκτός μάχης (νεκρούς, τραυματίες και αγνοούμενους), αριθμός που μεγάλωσε από τις απώλειες της φάλαγγας κατά την επιστροφή στο Βίτσι κυρίως από τους βομβαρδισμούς της αεροπορίας. Μαζί με τη λιποταξία αρκετών νεοεπιστρατευμένων, οι απώλειες του ΔΣΕ ήταν περίπου τόσες όσο και ο αριθμός των στρατολογημένων.

Καρπενήσι

Σε αντίθεση με την επίθεση στη Νάουσα, εκείνη στο Καρπενήσι δεν είχε μόνο το χαρακτήρα ενίσχυσης των τμημάτων του Δημοκρατικού Στρατού αλλά επιβίωσής τους. Οι δυνάμεις του ΚΓΑΝΕ δεν είχαν άμεση πρόσβαση σε μια ελεγχόμενη περιοχή όπως στο Βίτσι αλλά βρίσκονταν σε έναν κλοιό που είχαν δημιουργήσει οι διαδοχικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του Εθνικού Στρατού στην περιοχή. Τα απαραίτητα εφόδια για την επιβίωση των τμημάτων, όπως και η ανανέωσή τους με νέα στρατολογία, περνούσε μέσα από τα φρουρούμενα αστικά κέντρα. Η προηγούμενη επιτυχία στην Καρδίτσα έδινε πιθανότητες για μια νέα επιτυχημένη επίθεση. Επιλέχτηκε η πόλη του Καρπενησίου, λόγω της σχετικής απομόνωσης της καθώς οι ενισχύσεις της σε Λαμία και Αγρίνιο θα δυσκολεύονταν να προσεγγίσουν την περιοχή, ιδιαίτερα στην καρδιά του χειμώνα.

Φωτογραφία του Καρπενησίου από την πρώτη σελίδα της εφημερίδας
 ΕΜΠΡΟΣ  (21/1/1949)
http://www.nlg.gr/digitalnewspapers/ns/
pdfwin_ftr.asp?c=108&pageid=-1&id=58515&s=0&STEMTYPE=0&STEM_
WORD_PHONETIC_IDS=&CropPDF=0
Οι δυνάμεις των επιτιθέμενων ήταν σχετικά συγκεντρωμένες από την επιχείρηση της Καρδίτσας. Ήταν δε αυτές η Ι Μεραρχία του Γιώτη (Χ. Φλωράκης) και η ΙΙ Μεραρχία του Διαμαντή (Γ. Αλεξάνδρου) καθώς και δυνάμεις του δυνάμεις του Αρχηγείου του ΚΓΑΝΕ και της Σχολής Αξιωματικών, στο σύνολο περίπου 2.800-2.900 μαχητές.

Από την άλλη πλευρά, οι αμυνόμενοι μέσα στην πόλη και στην περίμετρό της αριθμούσαν περίπου 1.200 άνδρες της τοπικής φρουράς, μιας μονάδας ΤΕΑ και της τοπικής Χωροφυλακής καθώς και ενισχύσεων πεζικού από την Μακρακώμη.

Παρά την αναμονή της επίθεσης από τις κυβερνητικές δυνάμεις, τελικά αυτές αιφνιδιάστηκαν καθώς οι δυνάμεις του ΔΣΕ πραγματοποίησαν την επίθεσή τους μέσα σε εξαιρετικά αντίξοες καιρικές συνθήκες και από αντισυμβατική θέση, περνώντας από την ομίχλη του παγωμένου Τυμφρηστού και επιτιθέμενες κατά μήκος της κοίτης του χειμάρρου Ξεριά. Η επίθεση ξεκίνησε τη νύχτα της 19ης προς 20η Ιανουαρίου χωρίς αρχικά να σημειώσει επιτυχία. Ολόκληρη η επόμενη μέρα πέρασε με τις προσπάθειες των επιτιθέμενων να κάμψουν τις θέσεις άμυνας και μόνο τα ξημερώματα της 21ης Ιανουαρίου αυτό επετεύχθη και ο ΔΣΕ μπόρεσε να καταλάβει την πόλη. Μάλιστα βρέθηκε στη σπάνια κατάσταση να έχει στην κατοχή του μια πόλη για ίσως κάποιο εύλογο χρονικό διάστημα.

Το Γενικό Επιτελείο Στρατού έβγαλε ανακοινωθέν το απόγευμα της 21ης Ιανουαρίου: "Η κατάστασις εις την κωμόπολιν του Καρπενησίου είναι ακαθόριστος. Κατόπιν της διακοπής της δι' ασυρμάτου επικοινωνίας δεν εγνώσθη η τύχη της φρουράς, εάν και εις ποία σημεία ανθίσταται. Από της πρωίας διεγάξεται σφοδρός αγών υπό των μονάδων ενισχύσεως αίτινες κινούνται εξ ανατολών προς Καρπενήσιον". Οι εφημερίδες ανακοίνωναν στις 22 Ιανουαρίου: "Έπαυσε από χθες πάσα επικοινωνία με το Καρπενήσι - Αγνοείται η τύχη της φρουράς". "Κατά νυκτερινάς πληροφορίας τας οποίας είχον αι ενταύθα στρατιωτικαί αρχαί αγνοείται η τύχη της φρουράς του Καρπενησίου διά το οποίον αι υπάρχουσαι ενδείξεις είναι ότι ευρίσκεται εις χείρας των συμμοριτών".

Όσον αφορά τις εκατέρωθεν απώλειες της μάχης, και εδώ πάλι βασιζόμαστε σε εκτιμήσεις. Από την πλευρά του Εθνικού Στρατού, μεγάλο μέρος της φρουράς διέρρευσε από την πόλη προς την γύρω ύπαιθρο με αποτέλεσμα πολλοί να βρουν τον θάνατο από εξάντληση στις παγωμένες χαράδρες και δάση. Ο αριθμός των εκτός μάχης εκτιμάται περίπου στους 900 άνδρες, δηλαδή στα ¾ της φρουράς.

Ο εξοπλισμός που αποκόμισε ο ΔΣΕ από την επιχείρηση ήταν πολύ ικανοποιητικός. Όλμοι, βαριά πολυβόλα και άλλα όπλα με τα πυρομαχικά ανανέωσαν τον οπλισμό του ενώ συγκεντρώθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες οκάδες τροφίμων, ρούχα και άρβυλα, κουβέρτες και δέρματα και μεταγωγικά ζώα. Επίσης στον τομέα της στρατολογίας, περίπου 400 νέοι εντάχθηκαν στα τμήματα υπερκαλύπτοντας τις απώλειες της μάχης. Ο ΔΣΕ έδινε και ευρύτερη πολιτική σημασία στην επιτυχία του. Για τον απολογισμό της μάχης έγραψε ο Χαρίλαος Φλωράκης (Γιώτης) σε άρθρο του στο περιοδικό «Δημοκρατικός Στρατός» (τεύχος 5), τον Μάιο του 1949, με τίτλο «Επιχείρηση Καρπενησίου»: «Η επιχείρηση του Καρπενησίου είχε γενικότερη πολιτικοστρατιωτική σημασία. 1) Ο μοναρχοφασισμός θα έχανε μία πόλη - δεύτερη μέσα στον ίδιο μήνα - πρωτεύουσα νομού, γνωστή και έξω από τα ελληνικά σύνορα απ' την ιστορία της κατά τον αγώνα της κατοχής. 2) Γιατί η πόλη αυτή βρίσκεται πολύ μακριά απ' τα σύνορα και σε περιοχή που ο μοναρχοφασισμός ισχυρίζεται ότι ξεκαθάρισε από το ΔΣ. 3) Γιατί ο μοναρχοφασισμός θα δεχόταν ένα τέτοιο γερό χτύπημα τις μέρες που διατυμπάνιζε ότι με την τοποθέτηση του Παπάγου σαν αρχιστρατήγου θα διορθώνονταν τα πράγματα. 4) θα έχανε την πιο βαθιά προωθημένη βάση του, που είχε για τις εκστρατείες του στη Ρούμελη και τη Δυτική Θεσσαλία».

Η μάχη του Καρπενησίου λειτούργησε όχι μόνο ως μέσο επιβίωσης του ΔΣΕ στη Στερεά αλλά και ως αντιπερισπασμός στις επιχειρήσεις του Εθνικού Στρατού εναντίον των τμημάτων του ΔΣΕ στην Πελοπόννησο. Οι εξελίξεις όμως εκεί ήταν δρομολογημένες και η απόσπαση ορισμένων μονάδων ΛΟΚ από την Αχαΐα στην Αιτωλοακαρνανία για την κάλυψη του Αγρινίου δεν άλλαξε την κατάσταση στο Μωριά. Από την άλλη, η ανακατάληψη του Καρπενησίου αποδείχτηκε μια όχι εύκολη επιχείρηση και κινητοποίησε σημαντικές δυνάμεις του Εθνικού Στρατού. Την επιχείρηση ανέλαβε το επιτελείο του Α΄ Σώματος Στρατού με επικεφαλής τον αντιστράτηγο Θ. Τσακαλώτο. Στην ημερήσια διαταγή του, στις 2 Φεβρουαρίου, αποτυπωνόταν το νέο πνεύμα του ολοκληρωτικού πολέμου: «Ξεύρω ότι ευρίσκεσθε στο χιόνι με μία επιθυμία, την ελευθέρωσιν του Καρπενησίου. Τούτο σε λίγο θα ελευθερωθή αλλά δεν αρκεί. Αλλη μια φορά θα ιδήτε στο Καρπενήσι το πέρασμα των Βουλγάρων. Θα αντλήσωμεν από το Καρπενήσι όλη την αγανάκτηση που θα δίδει το φτερούγισμα στα πόδια. Θα τους κυνηγάμε όπου και αν πάνε. Στην Πελοπόννησο επί 40 μέρες τα τμήματά μας τους κυνήγησαν και τους κυνηγούν χωρίς ανάπαυλα. Το κυνήγημα αυτό τους ετσάκισε και παραδίδονται καθημερινώς... Από μας εξαρτάται και θα γίνη να μην υπάρξη άλλος Βουλγαρικός βραχνάς. Καθαρίστε όλοι οι Διοικηταί άνευ οίκτου τα μετόπισθεν. Κάθε ύποπτος βοηθείας πρέπει να εκλείψη... στην τελική συντριβή των Εαμοβουλγάρων και τη Νίκην όλες αι δυνάμεις του Εθνους Επεστρατεύθησαν.”

Οι επιθέσεις προς το Καρπενήσι ήταν συνεχείς και οι δυνάμεις του ΔΣΕ, αφού συμπτύχθηκαν στην πόλη, άρχισαν να αποχωρούν και στις 8 Φεβρουαρίου οι δυνάμεις του Εθνικού Στρατού μπήκαν στην πόλη. Παρά την επίμονη καταδίωξη των τμημάτων του ΔΣΕ τις επόμενες μέρες, αυτές κατάφεραν να διαφύγουν την περικύκλωση και εξόντωσή τους, περνώντας μετά από πολύπλοκους ελιγμούς στα Άγραφα.

Η κατάληψη του Καρπενησίου υπήρξε το αποκορύφωμα της επιθετικής δραστηριότητας του ΔΣΕ το χειμώνα 1948-1949 μετά τις επιτυχίες στην Καρδίτσα και τη Νάουσα. Θα ακολουθούσε όμως μια μεγάλη αποτυχία που θα συμβόλιζε και την καμπή του πολέμου προς την τελική ήττα του Δημοκρατικού Στρατού: η μάχη της Φλώρινας.

Φλώρινα

Για ακόμα μια φορά, ο Δημοκρατικός Στρατός ήταν αναγκασμένος εκ των πραγμάτων να αναλάβει επιθετική ενέργεια με την προοπτική να προσπαθήσει να ανατρέψει τον εις βάρος του συσχετισμό και την πορεία των πραγμάτων, καθώς η αντίπαλη πλευρά είχε υιοθετήσει ένα άκρως επιθετικό πνεύμα, ενσαρκωμένο στον αρχιστράτηγο Αλ. Παπάγο και τον διοικητή του Α΄ Σώματος Στρατού Θ. Τσακαλώτο. Μετά τη Νάουσα και το Καρπενήσι, η επόμενη επιχείρηση μπορούσε να πραγματοποιηθεί από τις συγκεντρωμένες δυνάμεις του ΔΣΕ στο Βίτσι σε ένα από τα εγγύτερα αστικά κέντρα. Από τις άλλες πιθανές περιπτώσεις της Κοζάνης και της Καστοριάς, επιλέχτηκε τελικά ο στόχος να είναι η πόλη της Φλώρινας.

Η επιχείρηση όμως στη Φλώρινα, αν και είχε προκριθεί ως πλέον εφικτή, ήταν προβληματική και ριψοκίνδυνη εξαρχής.  Παρά το ότι ο Δημοκρατικός Στρατός είχε πετύχει τη μεγαλύτερη δυνατή συγκέντρωση δυνάμεων στο Βίτσι, με τις δυνάμεις της Χ και ΧΙ Μεραρχίας να φτάνουν τους 7.000 μαχητές, αντιθέτως με τη Νάουσα και το Καρπενήσι οι δυνάμεις των αμυνόμενων ήταν μεγαλύτερες. Ο ΔΣΕ λοιπόν έστρεψε προς τη Φλώρινα μια εντυπωσιακή δύναμη στα χαρτιά αλλά όχι ευκαταφρόνητη και στην πραγματικότητα: εκτός από τις Χ και ΧΙ Μεραρχίες που περιλάμβαναν λόχους σαμποτέρ, λόχους κυνηγών αρμάτων και αντιαεροπορικές πυροβολαρχίες, υπήρχαν δύο ίλες ιππικού, η Σχολή Αξιωματικών του Γενικού Αρχηγείου, δύο τάγματα της 108ης Ταξιαρχίας που άνηκε στην ΙΧ Μεραρχία και άλλες μικρότερες μονάδες. Στη διάθεση τους οι επιτιθέμενοι είχαν μια ικανοποιητική συγκέντρωση πυροβολικού με 15 ορειβατικά πυροβόλα καθώς και άλλα αντιαρματικά. Παρά τις δυνάμεις αυτές, για να πετύχει το στόχο του ο ΔΣΕ έπρεπε να πετύχει αιφνιδιασμό του αντιπάλου και να επιδείξει υψηλό επίπεδο συντονισμού μεταξύ των διαφορετικών μονάδων.

Το βασικό όμως στοιχείο του αιφνιδιασμού δεν θα λειτουργούσε. Οι κυβερνητικές δυνάμεις είχαν σωστά αντιληφθεί τις προθέσεις του αντιπάλου και είχαν προετοιμαστεί κατάλληλα. Μάλιστα οι δυνάμεις αυτές δεν ήταν οχυρωμένες μόνο μέσα στην πόλη αλλά κατείχαν επίσης τα πέριξ στρατηγικά υψώματα και γενικότερα δημιουργούσαν μια αμυντική ζώνη, της οποίας η πόλη αποτελούσε μέρος. Εκτός αυτού, όπως ήδη είπαμε, οι κυβερνητικές δυνάμεις ήταν υπέρτερες σε αριθμό των αντιπάλων τους, αριθμώντας περίπου 9 με 11.000 άνδρες. Την πόλη υπερασπιζόταν η ΙΙ Μεραρχία που είχε εκεί τη διοίκηση και το επιτελείο της. Μέσα στην πόλη υπήρχαν 3 τάγματα της 3ης Ταξιαρχίας και πλήθος άλλες μονάδες. Επίσης εκατοντάδες άνδρες των ΤΕΑ και ΜΑΥ είχαν κινητοποιηθεί για τη στελέχωση φρουρών καθώς και η Χωροφυλακή με 175 άνδρες. Έξω από την πόλη είχαν αναπτυχθεί οι άλλες δύο ταξιαρχίες της ΙΙ Μεραρχίας, η 21η και η 22η.
Η διαφορετική διάταξη της άμυνας, απ’ όσες είχε ως τότε αντιμετωπίσει ο ΔΣΕ, επέβαλε ένα πολύπλοκο σχέδιο επίθεσης σε διαφορετικά σημεία. Στον υψηλό βαθμό δυσκολίας της επιχείρησης έπρεπε να προστεθούν και οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες και το χιόνι που κάλυπτε τα πάντα καθώς και το ότι η επίθεση θα γινόταν μέσα στη νύχτα κάνοντας την εκτέλεση των πολύπλοκων πορειών αδύνατη. Καθώς μάλιστα οι δυνάμεις του Εθνικού Στρατού περίμεναν την επίθεση, αντιλήφθηκαν αμέσως τις πρώτες κινήσεις του ΔΣΕ τη νύχτα της 11ης προς 12η Φεβρουαρίου. Όταν εκδηλώθηκε η επίθεση, στις 3 τα ξημερώματα, η διοίκηση της ΙΙ Μεραρχίας ήταν προετοιμασμένη και σχεδόν αμέσως κινητοποιήθηκαν οι ενισχύσεις. Η απουσία αιφνιδιασμού και οι αντεπιθέσεις των κυβερνητικών δυνάμεων έδειξαν από νωρίς τα όρια της επιχείρησης. Το περισσότερο που κατάφεραν οι δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού ήταν η κατάληψη του υψώματος 1641 (Σολίσιτο) αλλά τίποτε περισσότερο. Οι πολύ σκληρές συγκρούσεις συνεχίστηκαν κατά τη διάρκεια της 12ης Φεβρουαρίου και οι αποδεκατισμένες δυνάμεις του ΔΣΕ είχαν να αντιμετωπίσουν πλέον την αεροπορία και τεθωρακισμένα ενώ κυβερνητικές ενισχύσεις κατέφθαναν διαρκώς. Παρά ταύτα, ο ΔΣΕ δεν αναδιπλώθηκε κατά τη διάρκεια της νύχτας με αποτέλεσμα την επόμενη μέρα να υποστεί και τη γενική επίθεση του Εθνικού Στρατού απειλώντας τον πρώτο με πλήρη καταστροφή. Σώθηκε μόνο αφού ο Ε.Σ. εγκατέλειψε την επιχείρηση λόγω των καιρικών συνθηκών και, όπως ειπώθηκε, «προς διατήρησιν ηθικού δια μελλοντικάς επιχειρήσεις».

Ο απολογισμός για τον ΔΣΕ ήταν καταστροφικός. Στις 13 Φεβρουαρίου δημοσιεύτηκε στις αθηναϊκές εφημερίδες θριαμβευτικό έκτακτο ανακοινωθέν του Γενικού Επιτελείου Στρατού: "Άπασαι αι επιθέσεις των συμμοριτών κατά των δεσποζόντων σημείων περιοχής ΦΛΩΡΙΝΗΣ των κατεχομένων υπό ημετέρων τμημάτων εθραύσθησαν μετά πολλών απωλειών των συμμοριτών. Αντεπιθέσεις των εκεί Μονάδων μας επέτυχαν εις όλα τα σημεία. Μέχρι στιγμής ανεφέρθη, ότι ηχμαλωτίσθησαν 200 συμμορίται αι δε χαράδραι περί την τοποθεσίαν αμύνης περιοχής ΦΛΩΡΙΝΗΣ γέμουσι πτωμάτων των συμμοριτών".

Η διοίκηση του ΔΣΕ (Γούσιας και Βλαντάς) από τη μεριά της, στην έκθεση για τη μάχη στις 27 Φεβρουαρίου, έριξε τις ευθύνες της αποτυχίας στα στελέχη που κατεύθυναν την επίθεση: «Συνοψίζοντας όλα τα στοιχεία που παραθέσαμε, για το πως έγινε η εκτέλεση του σχεδίου μπορούμε να ξανατονίσουμε τη βασική διαπίστωση που διατυπώσαμε, ότι, στην εκτέλεση του σχεδίου, οι διοικήσεις μας δεν έδειξαν αποφασιστικότητα, ταχύτητα, επιμονή, μαστοριά και ότι αυτά όλα αποτέλεσαν σοβαρότατο παράγοντα της αποτυχίας μας στη Φλώρινα. Στον πόλεμο, στις επιμέρους μάχες, παρουσιάζονται περιπτώσεις που σχέδια τέτοιων επιχειρήσεων είναι σωστά, αλλά οι εκτελεστές τα βουλιάζουν. Υπάρχουν και περιπτώσεις που τέτοια σχέδια παρουσιάζουν αδύνατες πλευρές, αλλά οι εκτελεστές με την αποφασιστικότητα και μαστοριά τους τις υπερνικούν και κερδίζουν τη μάχη. Η ορθότητα του σχεδίου αποτελεί τη βάση της επιτυχίας. Οι εχτελεστές αποφασίζουν για την επιτυχία είτε την αποτυχία. Μέσα στους εχτελεστές και στην πρώτη γραμμή βρίσκεται η διεύθυνση της επιχείρησης.» Τα στοιχεία όμως της μάχης δείχνουν ότι επρόκειτο για μια σχεδόν αδύνατη επιχείρηση, παρ’ όλο που η θέση του ΔΣΕ τον εξανάγκαζε να προβεί σε τόσο ριψοκίνδυνα σχέδια.

Οι απώλειες του ΔΣΕ τελικά ήταν περίπου 700 νεκροί και 350-400 αιχμάλωτοι, δυναμικό δυσαναπλήρωτο και ποσοτικά και ποιοτικά μιας και επρόκειτο για μαχητές εμπειροπόλεμους που δεν μπορούσαν εύκολα να αντικατασταθούν. Επίσης αναντικατάστατες ήταν οι απώλειες υλικού σε πυροβόλα, όλμους, πολυβόλα, ατομικά όπλα και πυρομαχικά. Από την πλευρά του Εθνικού Στρατού οι απώλειες ήταν πολύ μικρότερες, η ΙΙ Μεραρχία είχε 40 νεκρούς και 234 τραυματίες ενώ μικρές ήταν και οι απώλειες των άλλων στρατιωτικών και παραστρατιωτικών μονάδων. Η μάχη της Φλώρινας ήταν η τελευταία μεγάλη επιχείρηση τέτοιου τύπου και κατά έναν τρόπο η καμπή του πολέμου προς την τελική ήττα του ΔΣΕ, «η αρχή του τέλους».

Αναδημοσίευση από http://istoriologio.blogspot.gr/2012/09/1949-1949-1949.html

Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2012

Αντίσταση και Εμφύλιος: Διερευνώντας μία δύσκολη διαπλοκή

Η τρέχουσα έρευνά του Στάθη Καλύβα αφορά στις παγκόσμιες τάσεις στην πολιτική βία. Το έργο του έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία, μεταξύ των οποίων το Woodrow Wilson Award για το καλύτερο βιβλίο με θέμα την διακυβέρνηση, την πολιτική και τις διεθνείς υποθέσεις, το Luebbert Award για το καλύτερο βιβλίο στη συγκριτική πολιτική, το European Academy of Sociology Book Award, το Luebbert Award για το καλύτερο άρθρο στη συγκριτική πολιτική (τρεις φορές) και το Greenstone Award για το καλύτερο βιβλίο με θέμα την πολιτική και την ιστορία. Η έρευνά του έχει χρηματοδοτηθεί από τα Harry Frank Guggenheim Foundation, United States Peace Institute, Folke Bernadotte Academy και το Ίδρυμα Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης. Το 2007 διετέλεσε υπότροφος του John Simon Guggenheim Memorial Foundation και το 2008 εκλέχθηκε μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Επιστημών.

Η ανακοίνωση του στη Γεννάδειο θα διερευνήσει πτυχές της διαπλοκής αντίστασης και εμφυλίου στη διάρκεια της κατοχής. Επελέγη μια προσέγγιση που δίνει έμφαση στην “δυναμική από τα κάτω”, δηλαδή στις επιλογές και εμπειρίες των απλών ανθρώπων, όπως αυτές προκύπτουν κυρίως μέσα από επιλεγμένες αρχειακές πηγές.

Το βίντεο με την ομιλία του Στάθη Καλύβα μπορείτε να δείτε στην διεύθυνση http://www.blod.gr/lectures/Pages/viewlecture.aspx?LectureID=401

Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2012

Εγκλωβισμός στα αφηγήματα των ηρώων και του τρόμου


Του Θαναση Δ. Σφηκα*

Τι είναι η Ιστορία εκτός από ένας συμφωνημένος μύθος;
Ναπολέων Βοναπάρτης

«Αποτιμώντας», και όχι «αποτίμηση», εφόσον η διαδικασία της αποτίμησης ενός ιστορικού φαινομένου συχνά αποδεικνύεται προσαρμοστική στις παρανοήσεις, τις επιθυμίες, τους φόβους και τις ελπίδες όσων έπονται. Για τον λόγο αυτό απαιτεί κάποιες προϋποθέσεις. Ομως σε έναν χώρο όπου περισσεύουν οι κανονιστικοί λόγοι, οι προϋποθέσεις εδώ ας εκληφθούν όχι ως άλλη μια απόπειρα κανονάρχησης, αλλά ως δύο απέλπιδα διαβήματα προς διερεύνηση μιας μάλλον ανέφικτης συνεννόησης για το τι, το πού, το πότε, και το γιατί του παρελθόντος.

Για το πρώτο διάβημα, ας τεθεί έστω ως υπόθεση εργασίας ότι «ιστορίες» του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου γραμμένες από διαφορετικές «οπτικές», ενδεχομένως έχουν διαφορετική δομή και αρκετές αποκλίσεις σε πολλά σημεία. Ομως το βασικό περίγραμμα θα μπορούσε να είναι το ίδιο υπό την αίρεση ότι το πόνημα που προκύπτει είναι ιστορία και όχι πολεμική, είναι αφήγηση και ανάλυση και όχι αξιολογική κρίση, είναι εξερεύνηση ενός πυκνού ιστορικού φαινομένου και όχι ομολογία πίστεως ή κατάθεση μάρτυρα σε κάποιο ανώτατο ιδεολογικό δικαστήριο.

Το δεύτερο διάβημα έχει να κάνει με τις ναφθαλίνες: για τον ιστορικό, καμία συζήτηση δεν μυρίζει ναφθαλίνη - και αναφέρομαι στην καταγεγραμμένη αποστροφή ότι «η συζήτηση για τον κομμουνισμό μυρίζει ναφθαλίνη». Η «αποτίμηση» έλκει από την ιστορικότητα του παρόντος και όχι τον παροντισμό του παρελθόντος, αλλιώς εκπίπτει σε αυτό που ο T.S. Eliot αποκαλούσε «επαρχιωτισμό, όχι του χώρου, αλλά του χρόνου· επαρχιωτισμό για τον οποίον η Ιστορία είναι απλώς το χρονικό των ανθρώπινων επινοημάτων που εξυπηρέτησαν τον σκοπό τους και πετάχτηκαν ως άχρηστα, επαρχιωτισμό για τον οποίον ο κόσμος αποτελεί περιουσία μόνο των ζωντανών, περιουσία στην οποία οι νεκροί δεν έχουν μερίδιο».

Πολιτικά διακυβεύματα


Ισως τα διαβήματα αυτά να ήταν περιττά εάν τα εκάστοτε πολιτικά διακυβεύματα, οι ιστοριογραφικές μόδες και οι διακυμάνσεις μετοχών στο ακαδημαϊκό χρηματιστήριο δεν είχαν εγκλωβίσει τη μελέτη του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου και ολόκληρης της δεκαετίας του 1940 στην αντιπαράθεση μεταξύ ενός ηρωικού αφηγήματος και της αντίληψης ότι το ΕΑΜ και το ΚΚΕ ήταν τρομοκρατικές οργανώσεις. Η ΕΑΜική και η κομμουνιστική παρέμβαση της εποχής εκείνης ως εναλλακτική εκδοχή της νεωτερικότητας παραμένει στις αποθήκες απολεσθέντων ενός διαλόγου, ο οποίος ανακάλυψε το «νόημα» της δεύτερης ζωής του παρελθόντος στον κατακερματισμό του αντικειμένου και στην ιστορική εγκληματολογία.

Η «αντικειμενοποίηση» και η «ποσοτικοποίηση» του παρελθόντος προσφέρουν στον παρατηρητή την ευκαιρία να ξεμπερδέψει συνοπτικά με έννοιες, ιδέες και πολιτικά και κοινωνικά κινήματα, αντικαθιστώντας τα με τα πολιτικά καθεστώτα που τα αντιπροσώπευαν και που τώρα πια «μυρίζουν ναφθαλίνη». Η συνάφεια της πολιτικής με τη σύγχρονη Ιστορία είναι υπαρκτή, αλλά δεν ακολουθεί γραμμική διαδρομή. Ο Εμφύλιος και η δεκαετία του 1940 αφορούσαν την ίδια την ουσία της πολιτικής, ενώ η μετεμφυλιακή περίοδος αντλούσε μέρος του πολιτικού περιεχομένου και της ιδεολογικής νομιμοποίησής της από την Ιστορία εκείνων των χρόνων. Η έως το 1974 αποτίμηση της περιόδου έφερε σαφώς το στίγμα των νικητών, αν και μια αντίπαλη εκδοχή των ηττημένων συγκροτήθηκε για ένα ακροατήριο μέρος του οποίου βρισκόταν εντός των τειχών και άλλο μέρος του στην υπερορία γη της Ανατολής.

Μετά το τέλος του Εμφυλίου η Αριστερά περιέσωσε από τη δεκαετία του 1940 ένα σιωπηλό πολιτιστικό αφήγημα ηρωισμού και ήττας, ενώ οι νικητές κατοχύρωσαν και θεσμοθέτησαν το πολιτικά και κοινωνικά ηγεμονικό αφήγημα της νίκης και της σωτηρίας, η κυριαρχία του οποίου παρέμενε περισσότερο ιστοριογραφική και πολιτική και λιγότερο πολιτισμική. Μετά τη μεταπολίτευση του 1974 οι νικητές έβρισκαν ολοένα και πιο δύσκολο να υποστηρίξουν το αφήγημά τους, καθώς η συγκυρία πολιτικών και ερευνητικών συνθηκών διευκόλυνε την επιστημονική μελέτη της Κατοχής, της Αντίστασης και του Εμφυλίου. Για τις επόμενες τρεις δεκαετίες η αποτίμηση των νικητών υπονομεύτηκε από ερμηνευτικά σχήματα και περιοδολογήσεις που «έκλιναν επ’ αριστερά». Η αποδόμηση της «αριστερής» αποδόμησης του «δεξιού» αφηγήματος και ο ακαδημαϊκός και δημόσιος «διάλογος για την Ιστορία» που άρχισε το 1999 ήταν μια επίθεση εναντίον του προγονικού κειμηλίου που οι ηττημένοι είχαν περισώσει από τη δεκαετία του 1940· όχι γιατί ήταν προγονικό κειμήλιο, αλλά γιατί εμφανιζόταν περισσότερο πειστικό.

Ο μαρξιστικός λόγος περί επανάστασης

Σε ένα ρευστό αναλυτικό πλαίσιο και με τη δεκαετία του 1940 -ακριβέστερα: τα χρόνια 1941-1944- να διαθέτουν κάποια από τα χαρακτηριστικά επαναστατικής περιόδου, η «αριστερή» αποτίμηση του Εμφυλίου μπορούσε να επενδύσει στην εκπλήρωση του μαρξιστικού οράματος. Το αναπόφευκτο της επανάστασης δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί. Ενας ελληνικός εμφύλιος-επανάσταση ως λογική αναγκαιότητα αθώωνε την Ιστορία από το λάθος. Ανάλογα με τη θέση του ιστορούντος, η ήττα μπορούσε να οφείλεται σε σφάλμα ή σε αποτυχία ή ακόμη και σε προδοσία από τους δράστες της Ιστορίας. Οποια όμως και αν ήταν η εξήγηση, το πραγματικά σημαντικό είχε συμβεί, η Ιστορία ήταν αθώα και ο μαρξιστικός λόγος περί επανάστασης είχε εκπληρωθεί. Η «επανάσταση» είχε ηττηθεί αλλά είχε γίνει, και κατά τούτο μπορούσε να αποδοθεί με τους κατά τον Ρεϊμόν Αρόν «θαυμαστά αμφίσημους» όρους του μαρξισμού. Η «επανάσταση» ήλθε ύστερα από καταστροφές που προοιωνίζονταν τη σωτηρία, καταστροφές που ήταν γόνιμες και λυτρωτικές, καταστροφές που άγγιξαν εξίσου ευσεβείς χριστιανούς και ζηλωτές της εκδίκησης των «κολασμένων», αλλά και όσους πίστευαν ότι η επιστήμη και η ορθολογική οργάνωση μπορούσαν να επηρεάσουν αποφασιστικά την πορεία του κόσμου. Οταν «καιρός λυτήριος επέστη», η Αριστερά μπόρεσε να οικοδομήσει το αφήγημά της και να το καταστήσει κυρίαρχο επειδή ακριβώς το τοποθέτησε σε έναν χώρο όπου η πολιτική ήττα και η πολιτική νίκη δεν μπορούσαν παρά μόνον να το ενισχύσουν ως τα διαλεκτικώς αντίθετα μιας πολιτικής πράξης που αναλήφθηκε.

Η αξιοπρέπεια των πιθανοτήτων

Η δυσανεξία έναντι του κυρίαρχου «αριστερού» αφηγήματος για τον Εμφύλιο ελέγχεται πρωτίστως για την ανακρίβειά της: δεν υπάρχει ένα «αριστερό» αφήγημα παρά μόνον στα μάτια τρίτων, οι οποίοι έχουν την τάση να διακρίνουν την ομοιομορφία στους άλλους και τις περισσότερο ή λιγότερο λεπτές αποχρώσεις στον λόγο που παράγουν οι ίδιοι. Κατά δεύτερο λόγο, η δυσανεξία αυτή έρχεται να υπηρετήσει μια κοινωνική αναγκαιότητα: μια επιστημονική αποτίμηση λαθών, εγκλημάτων και πτωμάτων που κοσμούν το παρελθόν χρειάζεται για να επικυρώσει αυτό που φέρνει το μέλλον, χωρίς ενοχλητικές υποσημειώσεις για πιθανότητες, για χαμένες ευκαιρίες, για εναλλακτικούς δρόμους. Και όμως: «πιθανότητα», σημείωνε ο Γκράμσι, «σημαίνει ”ελευθερία”»: «Κατά πόσον ένας άνθρωπος μπορεί ή δεν μπορεί να κάνει κάτι έχει τη σημασία του στην αξιολόγηση αυτού που γίνεται στην πραγματικότητα».

Με τον τρόπο αυτό, με την εξάλειψη των πιθανοτήτων, φιλοτεχνούνται η αποτίμηση του Εμφυλίου ως προσχεδιασμένης ενέργειας εγχώριων και αλλοδαπών κομμουνιστών, και κυρίως η αποτίμηση της έκβασής του ως θεμέλιου λίθου της αληθινής μεταπολεμικής ελληνικής «νεωτερικότητας»: η ήττα της Αριστεράς στον Εμφύλιο αποτιμάται ως «προϋπόθεση» για το μεταπολεμικό «άλμα» της χώρας, και η Ιστορία επιτέλους υποκύπτει στη σαγήνη του «επαρχιωτισμού του χρόνου», αποκληρώνοντας τους νεκρούς από το μερίδιό τους στο παρελθόν.

Ο αλγόριθμος της βίας

Ισως όχι όλους, αφού μερικοί από αυτούς, ιδίως όσοι έχουν την ιδιότητα του θύματος της (κατά προτίμηση ερυθράς) βίας, παραμένουν χρήσιμοι. Η «αποτίμηση» του Εμφυλίου που βασίζεται στη θεωρητικοποίηση της βίας και την αναγωγή της σε μείζον εργαλείο έρευνας, ανάλυσης και ερμηνείας παρακάμπτει δύο θεμελιώδεις παραδοχές: η βία υπήρξε βασικό οικοδομικό υλικό κάθε πολιτικής τάξης, ενώ η ιδεολογία μπορεί να περιορίζει ή να διευκολύνει τις επιδιώξεις και τις πράξεις των ανθρώπων, αλλά δεν τις προκαθορίζει νομοτελειακά. Εν τούτοις, η χρησιμότητα του αλγόριθμου της βίας έγκειται στη διευκόλυνση της μετάβασης από το ηρωικό αφήγημα σε εκείνο του τρόμου και του αίματος, προσπερνώντας το νεωτερικό διάβημα της Αριστεράς. Αντί της σύνθεσης, η «αποτίμηση» κατακερματίζεται σε πολλαπλά σπαράγματα διαφορετικών παρελθόντων, με το καθένα από αυτά προσημειωμένο με τη δική του διακριτή και κατηγορηματική θυματοποίηση. Σε εκκρεμότητα παραμένει μια άλλη «αποτίμηση» που θα συνέθετε ιδέες και υλικότητες σε ένα συνεκτικό σχήμα ερμηνείας του παρελθόντος, όχι δικαίωσής του με τη βοήθεια μιας διαβρωτικής δόσης ύστερης γνώσης και σοφίας.

Και αυτό διότι μια επιστημονική αποτίμηση ενός μείζονος ιστορικού φαινομένου οφείλει να είναι σε διαρκή ένταση, διαπραγμάτευση και σύγκρουση με τη διάχυτη «συλλογική μνήμη». Αυτός που θέλει να αποφύγει τη σύγκρουση με τους διανοητικούς δεσμούς που υφίστανται μεταξύ της συμβατικής «σοφίας» και του επιστημονικού λόγου μπορεί βεβαίως να βυθίσει το σκάφος της Ιστορίας στα άγρια νερά μιας αδυσώπητης πολιτικής πραγματικότητας και μετά να περισυλλέξει ως καλός ναυαγοσώστης μόνον εκείνα τα κλάσματα μνήμης που η πολιτική μπορεί ευκολότερα να χειραγωγήσει και να διαχειριστεί.

Η «αντικειμενικότητα» ως άποψη για τα πράγματα

Χρειάζεται να παρακολουθεί κανείς συστηματικά την πρόσφατη ιστοριογραφική παραγωγή για την ιστορία του «Ψυχρού Πολέμου», στην οποία ανήκει ο ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος, για να αντιληφθεί ότι οι εμμονές που ενδημούν σε κάθε προσπάθεια κανονάρχησης διευρύνουν το χάσμα μεταξύ της εγχώριας και της διεθνούς «συζήτησης». Ενα παράδειγμα ως υστερόγραφο: για την τέχνη και την τεχνική του υπολογισμού των «θυμάτων του κομμουνισμού» στη Σοβιετική Ενωση, και για τις ακροβασίες των δυτικών σοβιετολόγων, ο Ρωσο-αμερικανός ιστορικός Moshe Lewin υπενθύμιζε ότι ο αντικομμουνισμός δεν συνιστά επιστημονικό εργαλείο για την προσέγγιση της Ιστορίας της Σοβιετικής Ενωσης, όπως άλλωστε στερείται περιεχομένου η προσπάθεια «εκσταλινισμού» ολόκληρου του σοβιετικού φαινομένου, σαν ολόκληρη η ΕΣΣΔ να ήταν ένα αχανές γκουλάγκ από το 1917 ώς το 1991. Κατ’ αναλογίαν, η αλγοριθμοποίηση της βίας ή η ανακήρυξη ενός ιστοριογραφικού Ετους Μηδέν δεν συγκροτούν επιστημονικό λόγο περί Εμφυλίου.

Δεκτόν, η διαδικασία αποτίμησης συγχρωτίζεται με την εμπλοκή της Ιστορίας και της πολιτικής σε μια αδιάλειπτη σύγκρουση για κατίσχυση, νομιμοποίηση και «νόημα». Υπάρχει όμως και μια εκδοχή της «αντικειμενικότητας» ως άποψης για τα πράγματα που προκύπτει από τα ίδια τα πράγματα. «Αυτά στη γλώσσα [της Ιστορίας]. Κι άλλοι άλλα σ’ άλλες».

* Ο κ. Θανάσης Δ. Σφήκας είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς και Ελληνικής Ιστορίας του 20ού αιώνα στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Αναδημοσίευση από http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_ell_100005_17/06/2012_485831