Τρίτη 28 Αυγούστου 2012

Με τον ΕΛΑΣ και τον ΔΣΕ στην Κεντρική Μακεδονία


Γιάννης Σκαλιδάκης

Το Μάιο του 2010 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Α/συνεχεια το βιβλίο-μαρτυρία του Ηλία Μεταλλίδη "Θυμόμαστε, διδασκόμαστε, προχωράμε! - Με τον ΕΛΑΣ και τον ΔΣΕ στην Κεντρική Μακεδονία"। Λίγα λόγια για τον συγγραφέα:

Ο Ηλίας Μεταλλίδης γεννήθηκε το 1925 στην Ξηρόβρυση του νομού Κιλκίς. Το 1943 έγινε μέλος του ΚΚΕ και της ΕΠΟΝ. Στη διάρκεια της κατοχής είχε έντονη δράση στο απελευθερωτικό κίνημα. Κρατήθηκε στις φυλακές Παύλου Μελά όπου και βασανίστηκε βάναυσα από τους Γερμανούς αλλά κατάφερε να δραπετεύσει. Συνέχισε τη δράση του βοηθώντας τον ΕΛΑΣ στον οποίο κατατάχθηκε για να τοποθετηθεί στην υποδειγματική Νεολαία του 1ου Τάγματος στο 13 Σύνταγμα Πεζικού.
Μετά τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ ο Ηλίας Μεταλλίδης κυνηγήθηκε με αποτέλεσμα να ξαναβγεί στην παρανομία. Στις 8 Σεπτεμβρίου του 1946 εντάχτηκε στις δυνάμεις του ΔΣΕ. Στη διάρκεια τριών ετών έδωσε 114 μάχες και τραυματίστηκε τέσσερις φορές. Στον ΔΣΕ αποφοίτησε από τη σχολή ομαδαρχών στο αρχηγείο Μπέλλες και αργότερα από τη σχολή Πολιτικών Επιτρόπων. Στη συνέχεια, μετά από πρόταση της Διοίκησης της 20ής Ταξιαρχίας στάλθηκε για εκπαίδευση στην ΣΤ΄ Σχολή Αξιωματικών του ΔΣΕ η οποία έδρευε στο χωριό Λαιμός της Πρέσπας. Εκεί αναδείχθηκε από ομαδάρχης σε λοχαγό του ΔΣΕ. Τιμήθηκε με δύο μετάλλια ανδρείας για τη συμμετοχή του στη μάχη του χωριού Κάντσκο στις 4 Απριλίου του 1949 και στη μάχη Πατώματα του χωριού Λυκόραχη.
Βρέθηκε πρόσφυγας στην Σοβιετική Ένωση όπου διαγράφηκε μετά από την ανατροπή της επαναστατικής κατεύθυνσης στο ΚΚΕ από την 6η Ολομέλεια του κόμματος.

Δημοσιεύω εδώ την εισαγωγή που έγραψα για το βιβλίο:

Με μεγάλη χαρά οι εκδόσεις Α/συνεχεια προχώρησαν στην έκδοση αυτού του βιβλίου του Ηλία Μεταλλίδη, μια σημαντική και σπάνια μαρτυρία για τη δεκαετία του 1940 και κυρίως για τα χρόνια του Εμφυλίου στην Κεντρική Μακεδονία. Ο Ηλίας Μεταλλίδης, γνήσιος εκπρόσωπος μιας γενιάς που ανδρώθηκε μέσα στους πιο σκληρούς αγώνες για την εθνική και κοινωνική απελευθέρωση, μας παραδίδει σήμερα ένα έργο πολλαπλά σημαντικό. Ένα έργο ζωντανό, απλό μα και βαθύ, ειλικρινές και περήφανο, σημαντικό για την ιστορία αυτού του τόπου και των ανθρώπων του.

Ο Μεταλλίδης εκπροσωπεί τη νέα γενιά της Κατοχής, το δεύτερο κύμα που στελέχωσε τον ΕΛΑΣ το 1944. Η προηγούμενη γενιά, οι μαχητές της Αλβανίας τον έφτιαξαν και η γενιά του Μεταλλίδη, οι νεολαίοι της ΕΠΟΝ τον γιγάντωσαν με ενθουσιασμό. Από την ΕΠΟΝ στον εφεδρικό ΕΛΑΣ και στη φωτιά του 1944, ενάντια στους κατακτητές και τους ένοπλους συνεργάτες τους, όλοι πια στην πρώτη γραμμή. Κι ύστερα, η παράδοση των όπλων, η εκπολιτιστική δράση της ΕΠΟΝ με τις λέσχες και τις εκδηλώσεις της, η τρομοκρατία και ο νέος ένοπλος αγώνας.

Στο κύριο μέρος του βιβλίου του, ο συγγραφέας αναφέρεται στον Εμφύλιο στην περιοχή της Κεντρικής Μακεδονίας, στα βουνά Μπέλλες, στα Κρούσσια, στα Κερδύλια, στο Χολομώντα, σε μια αέναη κίνηση στα μετόπισθεν, όπως ο ίδιος τονίζει, του εχθρού. Και εδώ έγκειται και η σημαντικότητα της μαρτυρίας του, στην σπανιότητα μαρτυριών από την περιοχή της Κεντρικής Μακεδονίας, μακριά από τα βασικά μέτωπα. Η λεπτομέρεια και η ευαισθησία της περιγραφής του δίνουν απλόχερα στοιχεία και εικόνες από την αντάρτικη ζωή στην περιοχή, τόσο για τα πολεμικά γεγονότα όσο και για την καθημερινότητα των ανταρτών, το φαΐ και τον ύπνο τους, το χορό και τα τραγούδια τους, τις έγνοιες και τα συναισθήματά τους. Αλλά και πολλά γεγονότα αν όχι για πρώτη φορά, αν δεν απατόμαστε, φωτίζονται με μοναδικό τρόπο από τη μαρτυρία του Ηλία Μεταλλίδη.

Ξεκινώντας από την περίοδο της Κατοχής, περιγράφει τη δράση των ένοπλων ομάδων συνεργασίας με τον κατακτητή, την τοποθέτηση φρουραρχείων στα χωριά και τον έλεγχο τους που συνοδευόταν από κάθε είδους βία και αυθαιρεσία. Στην εξιστόρηση της κράτησής του στις φυλακές του Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη, μας δίνει στοιχεία για την καταναγκαστική εργασία των κρατουμένων και μια πολύ σημαντική μαρτυρία για την καταστροφή του εβραϊκού νεκροταφείου της πόλης από τους Γερμανούς και τη διαδικασία συγκέντρωσης των κατασχεμένων εμπορευμάτων από τα εβραϊκά καταστήματα.

Σπάνιες είναι και οι μαρτυρίες για τη μάχη του Κιλκίς, τη μεγαλύτερη σύγκρουση μεταξύ του ΕΛΑΣ και των ομάδων του ένοπλου δωσιλογισμού. Ο Μεταλλίδης μας καταθέτει τη μαρτυρία του δίνοντας στοιχεία για τους αντιπάλους, τον οπλισμό και τη δύναμή τους, τη διεξαγωγή της μάχης και την καταδίωξη της ομάδας του Κώστα Παπαδόπουλου αλλά αργότερα για τη μεταφορά των κρατούμενων από τη μάχη στο Σιδηρόκαστρο. Και μετέπειτα, για την παράδοση των όπλων, την αρχή της τρομοκρατίας και το πρώτο χτύπημα των ανταρτών στην περιοχή, στην Ποντοκερασιά του Κιλκίς.

Το κύριο μέρος όμως, όπως είπαμε, αναφέρεται στον Εμφύλιο. Ο συγγραφέας μας δίνει μια πραγματικά σωματική μαρτυρία, μας βάζει στη θέση του αντάρτη που βρίσκεται διαρκώς σε κίνηση, που ξεπερνά τα όριά του για να αντιμετωπίσει την υπεροπλία του αντιπάλου με τον αντάρτικο τρόπο πολέμου. Ατέλειωτες πορείες χωρίς στάση, χωρίς τσιγάρο, χωρίς ήχο. Καμουφλάζ στο δάσος με κλαδιά και στο χιόνι με σεντόνια και χαλιά, μεταμφίεση για να διεισδύσει στις εχθρικές γραμμές αλλά και συνεχής ανάγκη μετακίνησης και επιθετικών ενεργειών στα φρουρούμενα από το στρατό και τα ΜΑΥ κέντρα για τη διασφάλιση της τροφοδοσίας του αντάρτη. Ο Μεταλλίδης εξαίρει το κουράγιο και το θάρρος των μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού μεταφέροντας αναλλοίωτη την πεποίθηση τους στον αγώνα τους και στη νίκη και ταυτόχρονα παραμένει πολύ συγκεκριμένος στις πραγματικές συνθήκες της ζωής και της δράσης τους στο νομό Κιλκίς και στη γύρω περιοχή της Κεντρικής Μακεδονίας. Η ποντιακή καταγωγή των περισσότερων ανταρτών, η ντοπιολαλιά που μεταφέρεται στα τραγούδια, στα τοπωνύμια που άλλαξαν με την αλλαγή των πληθυσμών, η συλλογική τοποθέτηση των χωριών με τη μία ή την άλλη πλευρά που χαράχτηκε στην περίοδο της Κατοχής μας δίνει έντονα την τοπική διάσταση του Εμφυλίου. Η καταστροφή του χωριού του συγγραφέα, Ξηρόβρυση Κιλκίς, το 1946 από τους παρακρατικούς, που προέρχονταν και από διπλανό χωριό και τα αντίποινα των ανταρτών αποτυπώνουν τη σκληρή πραγματικότητα της εμφύλιας σύγκρουσης.

Ο τραυματισμός του Ηλία Μεταλλίδη σε μια επιχείρηση εντοπισμού ναρκών την άνοιξη του 1947, τον οδήγησε σε μια άλλη εμπειρία που μοιράζεται μαζί μας. Μεταφέρεται στη Γιουγκοσλαβία, στο νοσοκομείο των Σκοπίων όπου νοσηλεύεται. Μετά την ανάρρωσή του οδηγείται σε έναν καταυλισμό Ελλήνων που εξαναγκάζονται σε υποχρεωτική εργασία χωρίς προοπτική επανόδου στην Ελλάδα. Θα συναντήσει συντοπίτισσές του που εξαναγκάστηκαν να φύγουν λόγω των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων του στρατού και Σλαβομακεδόνες που έφυγαν στην Κατοχή. Τελικά θα καταφέρει να επιστρέψει δραπετεύοντας ουσιαστικά από τη Γιουγκοσλαβία. Στο τέλος της αφήγησής του θα καταθέσει πως το τμήμα του πέρασε από τη Δοϊράνη στις Πρέσπες μέσα από γιουγκοσλαβικό έδαφος, στα τέλη του 1948 όταν οι σχέσεις του γιουγκοσλαβικού καθεστώτος με το ΚΚΕ είχαν διακοπεί.

Πολλά άλλα επεισόδια συνθέτουν αυτήν την πλούσια και ζωντανή μαρτυρία. Από τους επιστρατευμένους Πομάκους και την παρουσία του Νίκου Ζαχαριάδη μέχρι το πέρασμα των ανταρτών στο Άγιο Όρος και από την αποτυχημένη επίθεση στη Θεσσαλονίκη στις επιθέσεις στη σιδηροδρομική γραμμή Ορεστιάδας-Θεσσαλονίκης ξεδιπλώνεται η δράση του Δημοκρατικού Στρατού στην Κεντρική Μακεδονία, με συγκρούσεις στο Μπέλλες, στα Κρούσσια, στον κάμπο της Νιγρίτας. Ο συγγραφέας διακόπτει την αφήγησή του με την απομάκρυνσή του από την περιοχή της Κεντρικής Μακεδονίας. Αποχαιρετάει την οικογένειά του με ένα σημείωμα «γεια σας και καλή αντάμωση ως νικητές» και φεύγει με μια ομάδα για το Λαιμό Πρεσπών να φοιτήσει στη Σχολή Αξιωματικών του Γενικού Αρχηγείου (ΣΑΓΑ). Εκεί θα συνεχίσει τον αγώνα του λαμβάνοντας μέρος σε δεκάδες μάχες και θα τιμηθεί με δύο μετάλλια ανδρείας. Ακολουθώντας την τύχη της πλειοψηφίας των μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού θα βρεθεί στη Σοβιετική Ένωση και θα ταυτίσει την τύχη του με ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων κομμουνιστών που θα συγκρουστούν με τη στροφή που θα φέρει στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα το 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ και στο ελληνικό η 6η Ολομέλεια του ΚΚΕ. Σήμερα, πάντα πιστός στις πεποιθήσεις και τα ιδανικά του, με έγνοια για τους νέους, νεολαίος όπως και τότε ο Ηλίας Μεταλλίδης μας χαρίζει μια σπάνια μαρτυρία δίνοντας υπόσταση στο σύνθημα «Θυμόμαστε, διδασκόμαστε, προχωράμε» που κοσμεί το μνημείο πεσόντων της Ξηρόβρυσης.

Αναδημοσίευση από http://istoriologio.blogspot.gr/2011/02/blog-post_20.html

Πέμπτη 23 Αυγούστου 2012

Η κατάληψη της γραμμής του Τσάρνου

Μια από τις σημαντικότερες μάχες για την κατάληψη του Γράμμου

Δρ. Στυλιανός Χαρ. Πολίτης
Αντιναύαρχος ε.α.

Μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς, διαλύθηκαν οι αντιστασιακές οργανώσεις μη έχοντας λόγο υπάρξεως, αφού ο αντίπαλος τους είχε αποχωρήσει νικημένος, από το Ελληνικό έδαφος. Μόνο οι Κομουνιστές δεν διαλύθηκαν και αυτό γιατί η ηγεσία τους ενδιαφερόταν για την Εξουσία. Μετά την Ένοπλο Στάση των «Δεκεμβριανών» του 1944 και τη Συμφωνία της Βάρκιζας, ο αποκαλούμενος «Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός» των Κομουνιστών επισήμως διαλύθηκε. Αρκετά μέλη του επέστρεψαν στα σπίτια τους και άρχισαν να ασχολούνται με τις καθημερινές τους ασχολίες. Μια μερίδα όμως εξ αυτών πέρασε τα σύνορα και εισήλθε σε όμορα Κομουνιστικά Κράτη. Τα Κράτη που ήταν εχθρικά για την Ελλάδα έχοντας ακόμα και εδαφικές βλέψεις σε βάρος μας, δέχθηκαν πρόθυμα τους Κομουνιστές και τους περιέθαλψαν. Στην συνέχεια τους εξόπλισαν και άρχισαν σχολαστικά την στρατιωτική τους εκπαίδευση. Την άνοιξη του 1946 με το πέρας της εκπαιδεύσεως, οι Κομουνιστές κατά ομάδας άρχισαν να περνούν τα σύνορα μας και να διασκορπίζονται στα βουνά ακολουθώντας πιστά ένα άριστα καταστρωμένο σχέδιο. Τον ίδιο χρόνο προκηρύχθηκαν εκλογές για τις 31 Μαρτίου. Οι Κομουνιστές όμως είχαν άλλα σχέδια. Επειδή γνώριζαν πολύ καλά ότι με τις εκλογές δεν θα μπορούσαν ποτέ να έρθουν στην πολυπόθητη Εξουσία, έκριναν ότι ήρθε η στιγμή για να αρχίσει η εφαρμογή του Σχεδίου για ανάληψη της Εξουσίας με τη βία. Παραμονή λοιπόν των εκλογών μια Κομουνιστική Ομάδα τριάντα τριών Ανταρτών που «έδρευε» στον Όλυμπο με επικεφαλής τον Αλέξιο Ρόσιο (Υψηλάντη) επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στον Σταθμό Χωροφυλακής του Λιτόχωρου. Στη μάχη σκοτώθηκαν δεκατρείς Χωροφύλακες και αιχμαλωτίστηκαν άλλοι τρεις. Η Κυβέρνηση προσπάθησε να υποβαθμίσει το γεγονός και οι εκλογές διεξήχθησαν την επομένη κανονικά. Δυστυχώς όμως επειδή το Σχέδιο των Κομουνιστών είχε αρχίσει να εφαρμόζεται, το κακό γενικεύθηκε.

Οι σημαντικότερες εστίες και βάσεις της Κομουνιστικής Ανταρσίας είχαν αναπτυχθεί σε παραμεθόριες περιοχές. Οι όμορες εχθρικές χώρες, είχαν αρχίσει να χρησιμοποιούνται σαν ορμητήρια των Κομουνιστών και ως καταφύγια τους όταν αυτοί καταδιώκονταν από τον Ελληνικό Στρατό. Επιπλέον, οι χώρες αυτές φρόντιζαν για τον ανεφοδιασμό τους σε πολεμικό υλικό και γενικά για την υποστήριξη των Δυνάμεών τους. Η ισχυρότερη βάση τους ήταν ο Γράμμος όπου στις 23 Δεκεμβρίου 1947 σχημάτισαν μια «Προσωρινή Κυβέρνηση». Σταδιακά η ύπαιθρος άρχισε να ερημώνεται καθώς οι οικονομικά κατεστραμμένοι ανταρτόπληκτοι είχαν ξεκινήσει να συγκεντρώνονται ασφυκτικά στις πόλεις. Ο Ελληνικός Στρατός αν και εξασθενημένος από τις απώλειες, είχε επιτύχει μέχρι το 1948 συστηματική εκκαθάριση των Ανταρτικών Ομάδων σε μεγάλο μέρος των μη παραμεθορίων περιοχών. Σε αυτό είχαν συμβάλει αποτελεσματικά και οι Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου (Μ.Α.Υ.). Η Ελληνική Κυβέρνηση από το 1947 είχε εξοπλίσει το λαό που είχε απομείνει στην ύπαιθρο. Σε κάθε χωριό ακόμα και σε κάθε στάνη, οι Κομουνιστές είχαν να αντιμετωπίσουν ένοπλους πολίτες και κατά συνέπεια δεν ήταν πια τόσο εύκολος ο «ανεφοδιασμός» τους σε τρόφιμα. Ούτε και ασφαλής η παραμονή τους. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να συρρικνωθούν οι δυνάμεις τους στις βόρειες παραμεθόριες περιοχές του Γράμμου και του Βίτσι. Στα τέλη όμως του 1948, ο Ηγέτης της Γιουγκοσλαβίας αποφάσισε να κλείσει τα σύνορα, εμποδίζοντας την καταφυγή στο έδαφος της χώρας του, ακόμα και των τραυματιών Κομμουνιστών. Αυτό ήταν ένα ακόμα μεγάλο πλήγμα σε βάρος τους. Παρ’ όλα αυτά, λόγω του δύσβατου εδάφους και της αρίστης οχυρώσεως χρειάσθηκαν εβδομήντα μέρες για την κατάληψη του Γράμμου. Σημαντική ήταν επίσης και η προσπάθεια του Στρατού μας για την κατάληψη του Βίτσι που από το Σεπτέμβριο του 1948 είχε γίνει η ισχυρή βάση των Κομουνιστών.

Το καλοκαίρι του 1949 μετά από σχολαστική εκτίμηση της καταστάσεως, η Ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων υπό τον Αρχιστράτηγο Αλέξανδρο Παπάγο συμπέρανε ότι είχε έρθει η ώρα για να δοθεί τέλος σε αυτή την Εθνική Συμφορά, πλήττοντας αποτελεσματικά αυτούς που την προκάλεσαν. Η επιχείρηση πήρε την συνθηματική ονομασία «Πυρσός». Για την επιτυχία αυτής της επιχειρήσεως θα έπρεπε απαραίτητα να καταληφθεί το ύψωμα Τσάρνο που μαζί με το «Σταθμό Χωροφυλακής» αποτελούσε την κύρια αλλά και την τελευταία γραμμή αμύνης των Kομμουνιστών πριν την γραμμή Τσαγκός Καραούλι Ένα και Τσαγκός Καραούλι Δύο. Το Τσάρνο είχε πυκνό δάσος από οξιές. Η περιοχή γύρω του ήταν σχολαστικά ναρκοθετημένη. Πενήντα πολυβολεία από τεράστιους κορμούς δέντρων το προστάτευαν εξασφαλίζοντας την άμυνα του, ενώ κοντά στην κορυφή του οκτώ πανίσχυρα οχυρά με πυροβόλα μεγάλου βεληνεκούς έλεγχαν αποτελεσματικά όλη τη μεγάλης στρατηγικής σημασίας περιοχή. Στις φυλλάδες τους οι Κομουνιστές έγραφαν με μεγάλα τυπογραφικά στοιχεία: «Βίτσι - Γράμμος, άπαρτα κάστρα, Τσάρνο ο τάφος των μοναρχοφασιστών».(«μοναρχοφασιμό» αποκαλούσαν οι Κομμουνιστές την Βασιλευομένη Δημοκρατία).

Την κύρια προσπάθεια για τη συντριβή των Κομουνιστών και την εδραίωση της ειρήνης στη Πατρίδα μας, ανέλαβε η Ιη Μεραρχία που την αποκαλούσαν και «Σιδηρά Μεραρχία», με Διοικητή τον Στρατηγό Θεμιστοκλή Κετσέα. Αποστολή της Ιης Μεραρχίας ήταν η κατάληψη του Γράμμου. Το Γενικό Σχέδιο προέβλεπε πρώτα την κατάληψη του Βίτσι και μετά του Γράμμου. Βασική προϋπόθεση όμως ήταν η κατάληψη της γραμμής του Τσάρνο. Το έργο αυτό ανατέθηκε στην 52 Ταξιαρχία με Διοικητή το Συνταγματάρχη Χρήστο Τριανταφυλλίδη. Η Ταξιαρχία βρισκόταν στην περιοχή όλο το χειμώνα του 1949 με έδρα το Νεστόριο, ενώ η έδρα της Μεραρχίας ήταν το Άργος Ορεστικό. Σε αυτή την Ταξιαρχία το ισχυρότερο Τάγμα ήταν το 596 Τάγμα Πεζικού, το αποκαλούμενο και «Τάγμα Ανανηψάντων», διότι είχε επανδρωθεί από πρώην Κομουνιστές κρατούμενους της Μακρονήσου που είχαν μετανιώσει και είχαν καταταγεί εθελοντικά στον Ελληνικό Στρατό. Όσοι Αξιωματικοί υπηρέτησαν σε αυτό το Τάγμα διηγούνται μέχρι και σήμερα ότι δεν συνάντησαν ποτέ άλλοτε καλύτερους Στρατιώτες. Η εκπαίδευση τους είχε γίνει στη Πάτρα. Σύντομα κατάφεραν να κάνουν του εκπαιδευτές τους να σχηματίσουν τις καλύτερες εντυπώσεις. Ένας από τους εκπαιδευτές τους ήταν ο Ανθυπολοχαγός Σωτήρης Γκίκας που ήταν διμοιρίτης στη 1 Διμοιρία του 1ου λόχου και στη συνέχεια πολέμησε μαζί τους. Ο απόστρατος τώρα πια Στρατηγός Γκίκας διηγείται: «Ήταν πολύ καλά παιδιά. Συναγωνιζόταν ο ένας τον άλλον ποιος θα γίνει καλύτερος. Μετά την εκπαίδευση επιθεώρησε το Τάγμα ο Αρχηγός ΓΕΣ Στρατηγός Θρασύβουλος Τσακαλώτος. Έμεινε ενθουσιασμένος! Αμέσως πληροφόρησε τους Αξιωματικούς ότι η Κυβέρνηση επιθυμούσε να στείλει στα πεδία των μαχών αυτούς τους Στρατιώτες. Ζήτησε και τη δική τους άποψη και τους ρώτησε μάλιστα αν θα ήθελαν κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες να παραμένουν στο Τάγμα ή να μετατεθούν. Όλοι οι Αξιωματικοί με εξαίρεση δύο οι οποίοι αμέσως μετατέθηκαν, ανέφεραν ότι όλοι αυτοί οι πρώην Κομουνιστές ήταν εξαιρετικοί Στρατιώτες και ότι δεν θα ήθελαν ποτέ να μετατεθούν από αυτό το Τάγμα. Του ανέφεραν επίσης ότι είχαν δημιουργηθεί στενοί δεσμοί φιλίας μεταξύ αυτών και των Αξιωματικών μέσα στο πλαίσιο ενός υπέροχου στρατιωτικού πνεύματος». Πεπεισμένος απόλυτα τώρα ο Αρχηγός δεν άργησε να τους στείλει για ένα νέο βάπτισμα του πυρός. Αυτή τη φορά όμως με τον Ελληνικό Στρατό. Επειδή οι Κομουνιστές τότε είχαν κατέλαβαν το Αίγιο, το Τάγμα αυτό ανέλαβε την πρώτη του αποστολή. Οι πρώην Κομουνιστές την εξετέλεσαν με απόλυτη επιτυχία! Δεν απελευθέρωσαν μόνο το Αίγιο αλλά συνέχισαν την καταδίωξη των πρώην ομοϊδεατών τους, εικοσιπέντε χιλιόμετρα νοτιότερα, μέχρι που τους ανάγκασαν να καταφύγουν συντετριμμένοι στον Πάρνωνα. Στη συνέχεια και αφού είχαν ολοκληρώσει την εκπαίδευση τους με Διοικητή τον Γεώργιο Πολιτάκη, μεταφέρθηκαν ακτοπλοϊκώς στη Ναύπακτο και από εκεί εκτελώντας εκκαθαρίσεις στη Ρούμελη έφθασαν στα Γιάννενα. Το Τάγμα αυτό όπως θα δούμε παρακάτω ήταν αυτό που κατέλαβε το Γράμμο και γνώρισε τη μεγαλύτερη δόξα στην πρόσφατη Ιστορία μας.

Στρατιώτες του Εθνικού Στρατού
Ας έρθουμε όμως στα γεγονότα της εποχής. Διοικητής του 596 Τ.Π είχε αναλάβει από τις 8 Μαρτίου του 1949 ο Ταγματάρχης Γρηγόριος Παναγιωτάκος. Σ’ αυτόν ανατέθηκε το έργο της καταλήψεως της Γραμμής του Τσάρνου, ενώ παράλληλα βρισκόντουσαν άλλες μονάδες του Στρατού κατά μήκος των συνόρων για την κατάληψη του υψώματος Φλάμπουρο που ήταν το τελευταίο σημείο της Ελληνικής επικράτειας. Το 596 Τ.Π. είχε πέντε Λόχους μαζί με το Λόχο Διοικήσεως. Οι τέσσερις Λόχοι Μάχης συγκροτούσαν δύο Διλοχίες. Η πρώτη Διλοχία με Διοικητή τον Υποδιοικητή του Τάγματος Ταγματάρχη Ιωάννη Λιούσσα είχε τον 1ο και τον 3ο λόχο. Στον πρώτο Λόχο ήταν ο Λοχαγός Σωτήρης Γκίκας και στον 3ο ο Λοχαγός Χαράλαμπος Πολίτης. Η δεύτερη Διλοχία αποτελείτο από τον 2ο και τον 4ο λόχο με επικεφαλής τους Λοχαγούς Μιλτιάδη Κουτσαγγέλου και Νικόλαο Μαργαρίτη αντίστοιχα. Ο Λόχος Διοικήσεως είχε Διοικητή το μεγάλο σε ηλικία Λοχαγό Παναγιώτη Ρουμελιώτη. Ολόκληρο το Τάγμα ήταν εξοπλισμένο με λάφυρα. Η κάθε Ομάδα είχε από 2 οπλοπολυβόλα άριστο εξοπλισμό ακόμα και μουλάρια. Οι τρεις Λοχαγοί ήταν νεότατοι, 24 μόλις χρονών, απόφοιτοι της Σχολής Ευελπίδων τάξεως 1947. Ο Χαράλαμπος Πολίτης γνωστός και ως «Μπάμπης», ήταν λίγο μεγαλύτερος. Είχε τοποθετηθεί σ’ αυτή τη Μονάδα τον προηγούμενο Μάρτιο σε αντικατάσταση του Λοχαγού Γκρίμπα Αντώνη που είχε τραυματισθεί βαριά. Ανήκε στην ηρωική τάξη 1943. Ηταν δηλαδή ένας από τους Ευέλπιδες που στασίασαν το 1941 ενώ οι Γερμανοί πλησίαζαν την Αθήνα και αρνήθηκαν να συμμορφωθούν με τις διαταγές των ανωτέρων τους που είχαν συνθηκολογήσει. Με δική τους πρωτοβουλία είχαν επιτάξει μεταφορικά μέσα και ακολουθώντας την εντολή του Βασιλέως για συνέχιση του Αγώνα, παρέλαβαν την Σημαία της Σχολής και έφυγαν για να λάβουν μέρος στην Μάχη της Κρήτης. Εκεί έγραψαν μια από τις ενδοξότερες σελίδες της Ιστορίας μας.

Από τις 2 Αυγούστου του 1949, ο Στρατός μας είχε εξαπολύσει σφοδρή επίθεση στο Γράμμο και είχε καταλάβει μετά από ηρωικές προσπάθειες τη Γκίνοβα και μετά το Ταμπούρι - Καψάλια. Η 52 Ταξιαρχία, στις 5 Αυγούστου ξεκίνησε την επιχείρηση κατά της γραμμής του Τσάρνου. Έφθασε μέχρι τις παρυφές του οχυρού αλλά δεν μπόρεσε να συνεχίσει. Η ενέργεια αυτή έγινε κυρίως για να αναγκάσει τους Κομουνιστές να μετακινήσουν δυνάμεις τους στο Γράμμο αποδυναμώνοντας το Βίτσι. Ο 1ος Λόχος έφθασε κάτω από το Τσάρνο διακόσια μέτρα από την κορυφή όπου παρέμεινε μαχόμενος όλη τη νύκτα. Οι Κομουνιστές εκτέλεσαν αντεπίθεση για να ανατρέψουν τις Στρατιωτικές Δυνάμεις. Πλησίασαν πάρα πολύ τις θέσεις του Στρατού στο αντέρεισμα του Τσάρνου, τόσο κοντά που βρέθηκαν νεκροί πολλοί απ’ αυτούς σε απόσταση μόλις οκτώ μέτρων από τις θέσεις των μαχητών του Στρατού. Παρ’ όλα αυτά οι γενναίοι μαχητές του Τάγματος των «Ανανηψάντων» τους απέκρουσαν. Στη φάση αυτή της μάχης τραυματίσθηκε ο Λοχαγός Γκίκας από θραύσμα βλήματος ολμοβόλου. Ο γενναίος Λοχαγός όμως δεν αποσύρθηκε αλλά πλημμυρισμένος στα αίματα συνέχισε τον Αγώνα. Τότε επίσης σκοτώθηκε από βλήμα πυροβολικού ο «Ταξίαρχος» της 16ης Ταξιαρχίας των Κομουνιστών Σ. Παπαδημητρίου.

Η Αεροπορία έστειλε το βράδυ στις 8 Αυγούστου τον Ανθυποσμηναγό Ι. Στυλιανάκη, ο οποίος με το αεροπλάνο του πετώντας χαμηλά σκόρπισε καρφιά για να σκάνε τα λάστιχα των οχημάτων που χρησιμοποιούσαν οι Κομουνιστές. Με αυτή την ενέργεια σταμάτησε τις γραμμές ανεφοδιασμού τους από την Αλβανία. Στις 10 του μηνός ο Στρατός μας επιτέθηκε μ’ όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις του στο Βίτσι. Η αντίσταση όμως των καλά οχυρωμένων Kομουνιστών ήταν σθεναρή και αποτελεσματική. Πλήθος οι νεκροί Στρατιώτες που ακάλυπτοι προσπαθούσαν να ανέβουν στο δύσβατο έδαφος κάτω από τα πυρά των οχυρών. Παρ’ όλα αυτά οι ηρωικές τους προσπάθειες έφεραν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Σε τέσσερις μέρες έπεσε το Βίτσι. Μερικοί Κομουνιστές διέφυγαν στην Αλβανία, ενώ οι περισσότεροι κατόρθωσαν να συνενωθούν με τους ομοϊδεάτες τους στο Γράμμο. Οι επιχειρήσεις συνεχίσθηκαν με μεγάλη δυσκολία. Τις πρώτες πρωινές ώρες της 24ης Αυγούστου, ο Ελληνικός Στρατός ξεκίνησε την τελική του επίθεση στο Γράμμο. Η κατεύθυνση της επιθέσεως είχε δύο άξονες: ο ένας προς Μονόπυλο - Πουριά - Φούσια - Πέτρα Οσμάν, με σκοπό την κατάληψη του 2522 υψώματος και ο άλλος προς Ανθρωπάκο – Τσάρνο, Βήτο – Ψωριάρικα με σκοπό τον αποκλεισμό των Κομουνιστικών Δυνάμεων και τη διακοπή της επικοινωνίας τους με την Αλβανία. Ο Ελληνικός Στρατός, αφού εκκαθάρισε τα γύρω υψώματα κινήθηκε αποφασιστικά για να καταλάβει τους πανίσχυρους προμαχώνες του Γράμμου. Σημαντικό κατόρθωμα ήταν η κατάληψη του «Σταθμού Χωροφυλακής». Ονομαζόταν έτσι γιατί εκεί παλιά υπήρχε φυλάκιο της Χωροφυλακής ελέγχοντας την επικοινωνία με την Αλβανία. Η ενέργεια αυτή εκτελέσθηκε ταυτόχρονα και σε συνδυασμό με την κατάληψη του Τσάρνου. Προς το Σταθμό Χωροφυλακής κινήθηκε ο 1ος Λόχος με Διοικητή το Λοχαγό Σωτήρη Γκίκα ενώ προς το Τσάρνο κινήθηκε ο 3ος Λόχος με Διοικητή το Λοχαγό Χαράλαμπο Πολίτη. Επειδή η ενέργεια αυτή ήταν κρίσιμη για την ολοκλήρωση της Επιχειρήσεως «Πυρσός», ο Βασιλιάς Παύλος από το γειτονικό ύψωμα που ονομάζεται Αμμούδα μαζί με τον Αρχιστράτηγο Αλέξανδρο Παπάγο, παρακολουθούσε την εξέλιξη της μάχης, διευθύνοντας αυτοπροσώπως τη διεξαγωγή ολοκλήρου της Επιχειρήσεως μέχρι το τέλος της.

Ο 1ος Λόχος κινήθηκε όλη τη νύκτα μέσα από το ρέμα που περνούσε κάτω από το Τσάρνο και κατέληγε στο Σταθμό Χωροφυλακής. Στο ρέμα έτρεχε νερό, που έφθανε μέχρι πάνω από τη μέση των στρατιωτών. Ο Λόχος έτσι κατάφερε να γλιτώσει από τις νάρκες με τις οποίες ήταν κατάσπαρτος ο τόπος και να φθάσει με μικρή καθυστέρηση πολύ κοντά, περί τα 150 μέτρα από τον αντικειμενικό του σκοπό, χωρίς οι κινήσεις του να γίνουν αντιληπτές από τον εχθρό. Με την έναρξη της επιθέσεως του 1ου Λόχου εφαρμόσθηκε η μέθοδος «σφύρα». Εκατόν εβδομήντα πυροβόλα της Στρατιάς επικέντρωσαν τα πυρά τους στο Σταθμό Χωροφυλακής για 5 λεπτά. Το ύψωμα δεν άργησε να καταληφθεί. Μετά την κατάληψη του όμως οι Στρατιώτες μας δέχθηκαν ισχυρό σφυροκόπημα πυροβολικού από το οχυρό Τσάρνο. Παρ’ όλα αυτά έμειναν καρτερικά στις θέσεις τους, βλέποντας τους συμπολεμιστές τους να χάνονται χωρίς αυτοί να μπορούν να κάνουν τίποτε άλλο από το να περιμένουν την κατάληψη του Τσάρνο για να σιγήσουν τα πυροβόλα του. Σε αυτή τη φάση χάθηκαν τρεις από τους Αξιωματικούς του 1ου Λόχου και πενηνταεπτά από τους στρατιώτες του.

Πυροβολικό του ΔΣΕ
Ο 3ος Λόχος που κατευθυνόταν στην κορυφή του Τσάρνου είχε επιτεθεί νωρίτερα. Οι Στρατιώτες του ανηφόρισαν με δυσκολία το δύσβατο έδαφος ενώ οι διαδοχικές εκρήξεις «μπακαλοτορπίλλων», δηλαδή ενός εκρηκτικού μηχανισμού για την ανατίναξη των ναρκών στο πεδίο της μάχης, άνοιγαν δρόμο μέσα από τα ναρκοπέδια. Παρά το συνεχές καταιγιστικό πυρ της Αεροπορίας που είχε ξεκινήσει πολλές μέρες πριν, οι Κομουνιστές που βρισκόντουσαν ασφαλείς μέσα στα πανίσχυρα οχυρά τους, συνέχιζαν να πλήττουν τους Στρατιώτες μας. Ο 3ος Λόχος όμως προχωρούσε δυναμικά παρά τις τεράστιες απώλειες του. Δεν αντιμετώπισε κανένα πρόβλημα ανεφοδιασμού με πυρομαχικά. Υπήρχαν άφθονα στις παλάσκες των αναρίθμητων νεκρών Στρατιωτών που βρισκόντουσαν διάσπαρτοι σε τυμπανιαία κατάσταση σε όλες τις πλαγιές του υψώματος!

Πλησιάζοντας την κορυφή του Τσάρνου, μια σφαίρα βρίσκει τον Λοχαγό Χαράλαμπο Πολίτη στο χέρι. Ο Λοχαγός όμως δεν κάμπτεται και συνεχίζει να προχωρά μαχόμενος οδηγώντας τους στρατιώτες του Λόχου του. Μια δεύτερη σφαίρα τον βρίσκει στο δεξιό πλευρό αλλά αιμόφυρτος συνεχίζει την ηρωική του προσπάθεια καθώς μια τρίτη σφαίρα τον βρίσκει στο δεξιό του μηρό. Δεν μπορούσε να περπατήσει άλλο. Γι αυτό προσπάθησε να καλυφθεί πίσω από ένα μεγάλο κορμό δένδρου για να μην εγκαταλείψει το πεδίο της μάχης, δίνοντας συνεχώς οδηγίες και τις απαραίτητες διαταγές στους υφισταμένους του. Φαίνεται όμως ότι οι Κομουνιστές τον είχαν επισημάνει και όλοι οι όλμοι άρχισαν να κτυπούν πάνω στον κορμό. Ένα θραύσμα όλμου κτύπησε το Λοχαγό στο κεφάλι και τον έθεσε τελειωτικά εκτός μάχης. Ο ασυρματιστής έσπευσε να δώσει το σήμα «Ο Κρόνος είναι ανήσυχος - ο Κρόνος είναι ανήσυχος!». Αυτό σήμαινε ότι ο Λοχαγός είναι τραυματισμένος, ενώ αν έλεγε «ήσυχος» θα σήμαινε νεκρός. Η Διοίκηση βλέποντας τις τεράστιες απώλειες και το γεγονός ότι ο Λοχαγός ήταν πια εκτός μάχης, έστειλε για ενίσχυση μια Διλοχία από το 594 Τ.Π με επικεφαλής το Λοχαγό Αντώνιο Ρήγα που ήταν ένας διακεκριμένος Αξιωματικός. Γύρω στις 12 το μεσημέρι εμφανίσθηκαν και πάλι τα Heldivers που διέθεταν βόμβες 500 λιβρών και μπορούσαν να καταστρέψουν ισχυρά προασπισμένους στόχους. Άρχισαν αμέσως το βομβαρδισμό. Επικεφαλής του Σμήνους ο νεαρός τότε Ανθυποσμηναγός Ιωάννης Στυλιανάκης ο οποίος ήταν ένας πολύ δυνατός πιλότος που διακρίθηκε αργότερα για την επιδεξιότητα του, στο ακροβατικό Σμήνος Acroteam όπου διετέλεσε και Διοικητής του. Ήταν πρώτος σε κάθε αποστολή και είχε τις περισσότερες ώρες στον αέρα στη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων. Συγκέντρωσε τελικά στο ενεργητικό του διακόσιες εξήντα πέντε πολεμικές εξόδους με αεροπλάνα Harvard, Spitfire και Heldivers. Ο γενναίος Αεροπόρος λοιπόν πλησιάζοντας το Τσάρνο χαμήλωσε επικίνδυνα και αφήνοντας τους άλλους να το βομβαρδίσουν διήλθε πάνω από τις θέσεις των οχυρών για να τα επισημάνει. Στη συνέχεια επέστρεψε και με τη δεύτερη διαδρομή κυριολεκτικά τα εξουδετέρωσε με την εύστοχη άφεση των βομβών του. Ο Βασιλιάς Παύλος που άγρυπνος δύο μέρες παρακολούθησε από την Αμμούδα τον αεροπορικό βομβαρδισμό και γενικά την εξέλιξη της επιχειρήσεως ήταν κατενθουσιασμένος. Εξέπεμψε μάλιστα και σήμα με το οποίο εξέφραζε τη μεγάλη του ευαρέσκεια και χαρακτήριζε ως «μεγαλειώδη την προσπάθεια». Έτσι, μετά απ’ όλα αυτά, το 594 Τάγμα μπόρεσε να προχωρήσει παρά τις μεγάλες του απώλειες. Μεταξύ των νεκρών ήταν και ο γενναίος Διοικητής της ηρωικής Διλοχίας που κατέλαβε το Τσάρνο, ο Λοχαγός Αντώνιος Ρήγας.

Με κίνδυνο της ζωής τους δυο ΜΑΥδες, δηλαδή ένοπλοι πολίτες εθνοφύλακες, κατάφεραν να πλησιάσουν το βαριά τραυματισμένο Λοχαγό Χαράλαμπο Πολίτη και να τον βάλουν σ’ ένα πρόχειρο φορείο που έφτιαξαν με τα όπλα τους. Τον έσυραν μέχρι τη χαράδρα και απ’ εκεί μπόρεσαν να πλησιάσουν το ασθενοφόρο όχημα όπου ήδη υπήρχε και άλλος ένας τραυματίας Στρατιώτης. Το ασθενοφόρο κινήθηκε στον κακοτράχαλο δρόμο. Οι Κομουνιστές μόλις το επεσήμαναν άρχισαν να βάλουν εναντίον του, αδιαφορώντας για τα διακριτικά του Ερυθρού Σταυρού που έφερε. Ο οδηγός αναγκαστικά άρχισε να τρέχει χωρίς να λαμβάνει υπόψη του τα ουρλιαχτά των τραυματιών που τρελαινόντουσαν στον πόνο σε κάθε λακκούβα που έβρισκε το αυτοκίνητο. Μετά από πολύ λίγο ο τραυματίας Στρατιώτης, σιώπησε. Ήταν νεκρός. Σταδιακά όμως τα πυρά αραίωσαν και σιγά σιγά σταμάτησαν. Ο τραυματισμένος Λοχαγός μπόρεσε κάποια στιγμή να δει μέσα από το αυτοκίνητο την κορυφή του Τσάρνο. Πλήθος οι φωτοβολίδες από το 594 Τάγμα Πεζικού. Το φοβερό οχυρό είχε πέσει! Ήταν 25 Αυγούστου 1949!

Την επόμενη μέρα προωθήθηκε προσωπικό για αναπλήρωση των απωλειών. Στον 1ος Λόχο του 596 Τάγματος είχαν μείνει μόνο σαράντα. Μ’ αυτούς που ήρθαν οι οποίοι ήταν άλλοι σαράντα έφθασαν τους ογδόντα, έναντι των εκατόν πενήντα που έπρεπε κανονικά να ήταν η Δύναμη του. Η χαρά όμως του Λοχαγού Γκίκα ήταν μεγάλη αφού ανάμεσα σε αυτούς που ήρθαν ήταν και ο έφεδρος Ανθυπολοχαγός Γρηγόριος Γρηγοριάδης, Δικηγόρος από τη Θεσσαλονίκη, παλιός γενναίος συμπολεμιστής του. Είχε τραυματισθεί σε μια ηρωική του προσπάθεια στο πεδίο της μάχης και είχε μεταφερθεί σε νοσοκομείο, αλλά μετά την ανάρρωση του είχε σπεύσει πάλι για να συνεχίσει τον Αγώνα. Μετά την κατάληψη του Τσάρνο, ο εχθρός αμύνθηκε στη Γραμμή Τσαγκός Καραούλι ένα και Τσαγκός Καραούλι Δύο. Το τελευταίο ήταν ένα ύψωμα από όπου μπορούσε κανείς να ελέγχει από πολύ μακριά ολόκληρη την περιοχή. Ήταν ένα φυσικό οχυρό που δύσκολα θα μπορούσε να καταληφθεί. Την επόμενη μέρα, το 596 Τάγμα των «Ανανηψάντων» έκανε μια προσπάθεια για την κατάληψη του υψώματος. Ο Σταθμός Διοικήσεως του Τάγματος ήταν στο Σταθμό Χωροφυλακής, όπου βρισκόταν και ο Λοχαγός Γκίκας σε επαφή με το Διοικητή του. Τα πυρά των Κομουνιστών ήταν καταιγιστικά. Είχαν επάρκεια πυρομαχικών και πλεονεκτούσαν λόγω θέσεως. Οι δύο Λόχοι εφόδου ανετράπησαν το ίδιο και δύο άλλοι που εστάλησαν στη συνέχεια. Σε αυτή τη φάση ο Διοικητής του Τάγματος Γρηγόριος Παναγιωτάκος είπε στον Γκίκα. «Σωτήρη μου! Σώσε την τιμή του Τάγματος!» Ο γενναίος Λοχαγός αμέσως κινήθηκε προς το ύψωμα Τσαγκός Καραούλι Δύο, με όσους του είχαν απομείνει και με όσους μπόρεσε να μαζέψει από τους άλλους Λόχους. Μαζί του πήρε και δύο μπαζούκας. Τα όπλα αυτά μόλις είχαν εμφανισθεί και ήταν πολύ χρήσιμα για την επίθεση του Στρατού μας στα οχυρά. Στην επιχείρηση ακολούθησε και ο Λοχαγός Κουτσαγγέλου με όσους του είχαν απομείνει μετά από τις τρομακτικές απώλειες εκείνων των ημερών. Η επίθεση έγινε με επιτυχία και κατελήφθη η κορυφή του Τσαγκός Καραούλι Δύο.

Στις 25 του Αυγούστου είχε καταληφθεί και το Μονόπυλο. Στην επιχείρηση αυτή σημαντική ήταν και η συμβολή των τεθωρακισμένων. Οι επιτυχίες του Στρατού μας συνεχίσθηκαν. Στις 26 του μηνός κατέλαβε τα Πουριά - Φούσια και συνέχισε απτόητος την επίθεση του στην Πέτρα Οσμάν που την κατέλαβε την επόμενη μέρα στις 12.30. Μετά και απ’ αυτό άνοιξε κυριολεκτικά ο δρόμος για την κατάληψη του υψώματος 2522 δηλαδή της κορυφής του Γράμμου. Ο Στρατός μας κινήθηκε αμέσως προς αυτή την κατεύθυνση ενώ τις απογευματινές ώρες ένα τμήμα του κινήθηκε προς το Φλάμπουρο, όπου ήταν εγκατεστημένος ο Σταθμός Διοικήσεως της Κομουνιστικής ΙΧ Μεραρχίας. Ο «Μέραρχος» των Κομουνιστών Δημήτριος Ζυγούρης (Παλαιολόγος), αναγκάζεται να συμπτυχθεί με όλες του τις δυνάμεις με κατεύθυνση το Πλικάτι. Η υποχώρηση έγινε άτακτα και με μεγάλη σύγχυση. Γι’ αυτό δεν μπόρεσαν να φθάσουν όλοι στο Πλικάτι και πολλοί εγκλωβίσθηκαν στον κλοιό που δημιούργησε ο Στρατός που είχε καταλάβει το Φλάμπουρο.

Ο στρατιώτης Τζίμας του 596 Τ. Πεζικού αναγγέλει την
νίκη του Γράμμου
http://eliaserver.elia.org.gr/elia/site/content.php?sel=22
&showimg=true&firstDt=0&present=463507

  
Στη συνέχεια, μετά από πολύνεκρες μάχες ο Στρατός μας κατέλαβε επιτέλους το ύψωμα  2522, την κορυφή του Γράμμου και κλείνοντας ολοκληρωτικά τη συνοριακή γραμμή κατάφερε να εδραιωθεί ολοκληρωτικά στην περιοχή, εξουδετερώνοντας και την τελευταία εστία των Κομουνιστών. Ο Στρατιώτης που έφτασε πρώτος στην κορυφή του «απόρθητου Γράμμου» ήταν ο Μακρονησιώτης Τζίμας του 596 Τάγματος «Ανανηψάντων». Υπερήφανος αυτός ο τελείως άγνωστος σήμερα ήρωας, έβαλε το κράνος του πάνω στο όπλο του το σήκωσε ψηλά και άρχισε να το κουνά θριαμβευτικά, ενώ οι ζητωκραυγές των συμπολεμιστών του συναγωνιζόντουσαν σε ένταση με τις βροντές των πυροβόλων και τις εκρήξεις της μάχης. Σε λίγο φάνηκε μια ντακότα που πετούσε πολύ χαμηλά. Πλησιάζοντας στο Γράμμο, οι Στρατιώτες διέκριναν με ενθουσιασμό τέσσερα χρυσά αστέρια σε κόκκινο φόντο. Στο αεροπλάνο επέβαινε ο Αρχηγός του ΓΕΣ Στρατηγός Θρασύβουλος Τσακαλώτος. Το αεροπλάνο του Αρχηγού έκανε ένα κύκλο πάνω από το ύψωμα. Από την ανοικτή πόρτα φάνηκε η αυστηρή φυσιογνωμία του Στρατηγού να τους ρίχνει ένα δάφνινο στεφάνι δείχνοντας μια ξεχωριστή τιμή στους ήρωες του Γράμμου. Οι Κομουνιστές νικημένοι, υποχώρησαν και καλυπτόμενοι από τα πυκνά πυρά τους, μπόρεσαν με μεγάλες απώλειες να διαφύγουν από ένα μονοπάτι μέσα από το Στενό των Πρεσπών στον «Κόκκινο Παράδεισο» της Αλβανίας. Έτσι ξημέρωσε ηλιόλουστη η 30η Αυγούστου 1949. Ήταν η πρώτη ειρηνική ημέρα μετά από πολλά χρόνια πολέμου και δυστυχίας για τον Ελληνικό Λαό!

Την 1η Σεπτεμβρίου εξουδετερώθηκε και η τελευταία ομάδα των Ανταρτών που είχε αποκλειστεί στις παρυφές του Ολύμπου προς το Λιτόχωρο. Τους εντόπισε ο Ανθυποσμηναγός Ι. Στυλιανάκης που τον έστειλε η Αεροπορία μας στην περιοχή γι’ αυτό το σκοπό μ’ ένα αεροπλάνο Harvard. Η θέση των τελευταίων Ανταρτών  εντοπίσθηκε και επισημάνθηκε με καπνογόνο που έριξε από την πίσω θέση του αεροπλάνου ο Σμηνίας Κεφάλας. Στη συνέχεια βομβαρδίστηκαν εύστοχα από τον ικανότατο Χειριστή του αεροπλάνου. Όσοι σώθηκαν έτρεξαν να παραδοθούν. Αυτή ήταν η τελευταία μάχη.

Οι ήρωες Στρατιώτες που κατέλαβαν τον Γράμμο όλοι τους «Μακρονησιώτες», έκτισαν στην κορυφή του ένα απέριττο Ηρώο για να θυμίζει στις γενιές που θα έρθουν τη μεγάλη τους νίκη και τη μοναδική προσφορά τους στο Έθνος. Η χώρα παντού πανηγύριζε. Μερικοί ανταρτόπληκτοι ξαναγύρισαν στα ερημωμένα τους χωριά για να ξαναδημιουργήσουν τις κατεστραμμένες περιουσίες τους. Οι περισσότεροι όμως μη μπορώντας να πιστέψουν ότι τα δεινά τους τελείωσαν παρέμειναν στις πόλεις που κατάντησαν αφόρητες. Το πλήθος των δυστυχισμένων ορφανών και οι επιζήσαντες τραυματίες άρχισαν να βλέπουν με ανακούφιση το τέλος ενός πολέμου που στοίχισε τόσο πολύ στον Ελληνικό Λαό και οι Στρατιώτες σιγά σιγά επέστρεψαν στους στρατώνες τους. Η Δημοκρατία επιτέλους κατοχυρώθηκε, εδραιώθηκε και έλαμψε στη Χώρα που την είχε δημιουργήσει πολλούς αιώνες πριν.

Στις εορταστικές εκδηλώσεις των Αθηνών μπροστά στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτου, έγινε παρέλαση των δύο ηρωικότερων Μονάδων από τα 110 μάχιμα Τάγματα του Στρατού μας. Ήταν η 5η Μοίρα Καταδρομών και βεβαίως το 596 Τάγμα Πεζικού. Η περίφημη Μονάδα των «Ανανηψάντων» με τη δοξασμένη Σημαία της, στην οποία είχε απονεμηθεί από τον Στρατηγό Βεντήρη στις 11 Σεπτεμβρίου του 1949 το Διακριτικό Αγώνος Διασώσεως Ιερών και Οσίων της Φυλής το γνωστό ΔΑΔΙΟΦ. Οι γενναίοι αυτοί στρατιώτες, όλοι τους μετανοιωμένοι Κομουνιστές, είχαν δείξει με τις ηρωικές πράξεις τους τον πραγματικό τους εαυτό και είχαν κυριολεκτικά σώσει τη Πατρίδα μας από τον κίνδυνο που διέτρεχε. Αυτό το αναγνωρίζουν ακόμα και οι Κομουνιστές που σήμερα ανεπιφύλακτα ομολογούν: «Ευτυχώς που δεν νικήσαμε!». Διότι αν νικούσαν τώρα θα είχαμε υποστεί όλες τις συνέπειες ενός συστήματος που πουθενά δεν μπόρεσε να εφαρμοσθεί. Ένα σύστημα που μπόρεσε να ωφελήσει μόνο τη νομενκλατούρα του, βυθίζοντας στην δυστυχία τόσους λαούς.

Αναδημοσίευση από http://www.elesme.gr/elesmegr/periodika/t53/t53_10.html

Δευτέρα 20 Αυγούστου 2012

Τα Γραμμοχώρια στον εμφύλιο


Γραμμοχώρια λέγονται τα  πέντε χωριά που βρίσκονται ένθεν κακείθεν στον άνω ρου  του Αλιάκμονα. Είναι κατά σειρά μετά το Νεστόριο, το Γλυκονέρι, το Λιβαδοτόπι (Όμοτσκο), το Γιαννοχώρι (Γιαννοβένι), το Μονόπυλο (Πλεκάτι) και η Σλίμνιτσα ή Τρίλοφος. Αυτά τα χωριά είναι συνδεδεμένα με τον Εμφύλιο στο Γράμμο και ιδιαίτερα  με την έναρξή του. Σε αυτά τα χωριά  στηρίχθηκε η  πρώτη αντάρτικη ομάδα του ΔΣΕ με επικεφαλής τον Γιώργη Γιαννούλη, τον Ιούνιο του 1946, όταν  κατέβηκε από το Μπούλκες με αποστολή την κατάληψη  του  Γράμμου  και την εδραίωση των δυνάμεων του  σ’ αυτόν.

ΣΛΙΜΝΙΤΣΑ

Από την περιοχή της Σλίμνιτσας πέρασε η πρώτη αντάρτικη ομάδα στην Ελλάδα και σε αυτήν έκανε την πρώτη δημόσια εμφάνισή της. Μιλώντας σε ανοιχτή συγκέντρωση των κατοίκων του χωριού ο Γ. Γιαννούλης, αφού εξήγησε τους λόγους που ανάγκασαν τους παλιούς αντάρτες του ΕΛΑΣ να ξαναπάρουν τα όπλα και να αρχίσουν το δεύτερο αντάρτικο, ζήτησε την υποστήριξή τους.

Από τότε αυτά τα χωριά ταυτίστηκαν με το αντάρτικο και τον αρχηγό του Γράμμου Γ. Γιαννούλη. Σε δύο μήνες οι τρεις αντάρτες που  έμειναν από την πρώτη 7 μελή ομάδα, θα  γίνουν 67 και σε ένα χρόνο, το 1947 τον  Ιούνιο θα γίνουν 4.500. Ο Γράμμος γέμισε  με αντάρτες που τον ένοιωθαν σαν σπίτι τους.

Κινούμενοι διαρκώς, οι αντάρτες του Γιαννούλη ήταν πανταχού παρόντες. Παρουσιάζονταν στα χωριά, μιλούσαν στους χωρικούς και  οργάνωναν το δίχτυ επαφών και συνδέσμων. Έστηναν ενέδρες, εξάρθρωναν και αφόπλιζαν δίκτυα ένοπλων παρακρατικών μηχανισμών της περιοχής, στρατιωτικά φυλάκια και σταθμούς χωροφυλακής.

Το δημοψήφισμα για τον Βασιλιά 1/9/46

Στις 1 Σεπτεμβρίου του 1946 θα γινόταν το δημοψήφισμα για την επιστροφή ή όχι του βασιλιά Γεωργίου του Β΄ στην Ελλάδα. Το ΚΚΕ, ενώ έκανε αποχή από τις βουλευτικές εκλογές το Μάρτιο του 1946,  στο δημοψήφισμα συμμετείχε. Τη μέρα του δημοψηφίσματος οι αντάρτες του Γράμμου αποφάσισαν να προχωρήσουν σε χτύπημα με πανελλαδικό αντίκτυπο. Αποφάσισαν να ματαιώσουν τη διεξαγωγή της ψηφοφορίας στο εκλογικό κέντρο της Κοτύλης, που φρουρούνταν από  το στρατό και τη χωροφυλακή.  Με μία αιφνιδιαστική επίθεση και μετά από σύντομη μάχη, οι αντάρτες του Γιαννούλη αφόπλισαν τη διμοιρία του στρατού, αιχμαλώτισαν τους χωροφύλακες, διέκοψαν την ψηφοφορία και στη συνέχεια,  αφού άφησαν τους στρατιώτες ελεύθερους, οδήγησαν τους χωροφύλακες στα Λιβάδια της Κοτύλης, όπου και τους εκτέλεσαν. Ο εμφύλιος πόλεμος για όσους ακόμη δεν το είχαν καταλάβει, είχε αρχίσει με τον πλέον κατηγορηματικό  τρόπο και μάλιστα με μία ενέργεια με πολλαπλά μηνύματα και με πολλούς αποδέκτες. Οι αντάρτες ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν το στρατό και τη χωροφυλακή και μάλιστα σε κατοικημένη περιοχή και ότι τραβούσαν έναν δρόμο χωρίς γυρισμό.

ΓΛΥΚΟΝΕΡΙ

Στους επόμενους μήνες η περιοχή θα ξαναβρεθεί στην επικαιρότητα. Το Γλυκονέρι όρισε  ο Γ. Γιαννούλης ως τόπο συνάντησης το 1947, όταν ο τότε υπουργός άμυνας Φ. Δραγούμης, ζήτησε από το Γιαννούλη να συναντηθεί με απεσταλμένο του. Όλο το χωριό κινητοποιήθηκε και ανέλαβε την προστασία και την ασφάλεια του Γιαννούλη για τη διεξαγωγή της συνάντησης, που απέβη άκαρπη. Οι προτάσεις του υπουργού αποσκοπούσαν στην εξαγορά του Γιαννούλη και στη διαφυγή του στην Αμερική, πράμα που αρνήθηκε και κατήγγειλε δημόσια ο Γιαννούλης με το περίφημο ανοιχτό του  γράμμα - απάντηση στον Φ. Δραγούμη.

Ο Γράμμος   χαράχτηκε  όσο κανένα άλλο βουνό από την ανθρώπινη ιστορία και μαζί του τα Γραμμοχώρια. Η περιοχή αποτέλεσε επί τρία χρόνο τη σκηνή που διαδραματίστηκαν οι  πιο σκληρές και αιματηρές μάχες του Εμφυλίου και δέχθηκε τόνους  από βόμβες και ναπάλμ από Αεροπορία και το Πυροβολικό.

Περίοπτη θέση στην περιοχή κατέχει η τοποθεσία,  ο  «Χάρος» της Κοτύλης, όπου σημειώθηκε η τραγική κατάληξη της σύγκρουσης μεταξύ τμημάτων του στρατού και των ανταρτών το 1947.  Οι τρεις τελευταίοι εναπομείναντες αντάρτες αρνήθηκαν να παραδοθούν και να πέσουν ζωντανοί στα χεριά του αντιπάλου. Επέλεξαν να πέσουν στον γκρεμό.

Το 1948 η μόνη διάταξη των γραμμών του ΔΣΕ που δεν έσπασε και είχε απομείνει στο μέτωπο του Γράμμου που κατέρρευσε μετά από 72 μέρες μαχών, ήταν η διάταξη Νέας Κοτύλης (Γκουρούσια)- Πύργος Κοτύλης- Λιβάδια. Η 14η Ταξιαρχία του ΔΣΕ του Γ. Γεωργιάδη, που κρατούσε αυτές τις θέσεις, επέτρεψε να πραγματοποιηθεί η υποχώρηση των τμημάτων του ΔΣΕ από τον υπόλοιπο Γράμμο και να περάσουν από το Γράμμο στο Βίτσι.

Ο περίφημος αυτός ελιγμός των ανταρτών του ΔΣΕ από το Γράμμο στο Βίτσι τον Αύγουστο του 1948, εκτυλίχθηκε στη περιοχή των Γραμμοχωρίων, μπροστά από  το χωριό Μονόπυλο.

Τέλος, τον Αύγουστο του 1949, στα υψώματα της «Αμμούδας», πάνω από το Γιαννοχώρι και το Λιβαδοτόπι, κατέφθασαν οι εκπρόσωποι της επίσημης Ελλάδας και των «συμμάχων» της με την κουστωδία τους: ο βασιλιάς  Παύλος  και ο  αμερικανός  στρατηγός  Βαν Φλητ κάθισαν στις θέσεις που στήθηκαν ειδικά  για να παρακολουθήσουν το «θέαμα», την τελευταία πράξη του αδελφοκτόνου δράματος στο Γράμμο.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ

Για τα Γραμμοχώρια, η λήξη του εμφυλίου δεν αποτέλεσε κανένα χαρμόσυνο γεγονός. αφού οδήγησε στον ολοκληρωτικό  αφανισμό τους. Ο «εθνικός στρατός» ανατίναξε  ένα προς ένα όλα  τα πέτρινα τριώροφα και διώροφα σπίτια  που είχαν απομείνει όρθια. Μπήκαν μπάρες στο δρόμο και στα μονοπάτια και  σβήστηκαν τα χωριά από τους χάρτες. Οι δε κάτοικοί τους διασκορπίσθηκαν στην κυριολεξία στα τέσσερα σημεία του πλανήτη.

Οι κάτοικοι που βρέθηκαν με τους αντάρτες μετακινήθηκαν για κάνα δύο μέρες, όπως λέγονταν τότε, στην Αλβανία για λόγους προστασίας. Οι κάνα δύο μέρες για άλλους έγιναν 10 χρόνια, για άλλους μια ολόκληρη ζωή στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, όπου έγιναν πολιτικοί  πρόσφυγες και τους αφαιρέθηκε η ελληνική ιθαγένεια και κατασχέθηκαν τα περιουσιακά τους στοιχεία. Οι άλλοι κάτοικοι που είχαν μεταφερθεί στην Καστοριά, σκόρπισαν στην Αμερική και Αυστραλία για να ανταμώσουν με τους παλιότερους μετανάστες και κάποιοι έμειναν στην  Καστοριά και την υπόλοιπη Ελλάδα. Ταυτόχρονα η περιοχή των Γραμμοχωρίων κηρύχθηκε απαγορευμένη ζώνη και δεν επιτρεπόταν ούτε καν η προσέγγισή της χωρίς ειδική άδεια.

Το βλέμμα του Οδυσσέα…

Τη δεκαετία του ‘80 επιτράπηκε η επιστροφή των πολιτικών προσφύγων. Όσοι γεμάτοι   προσμονή περίμεναν πώς και πώς την ώρα της επιστροφής για να ξαναδούν το αγαπημένο τους χωριό και την  γενέθλια γη, βρέθηκαν αντιμέτωποι για ακόμη μία φορά, με ένα ακόμη σοκ. Χωριό δεν υπήρχε. Το «βλέμμα του Οδυσσέα» αιωρούνταν  στο κενό.

Χρειάστηκε άλλος αγώνας, για να έρθει ο ηλεκτρισμός, να φτιαχτεί το δίκτυο ύδρευσης, να ανοίξουν έστω χωμάτινοι δρόμοι ώστε να μπορεί να ξαναγίνουν από την αρχή τα χωριά και να αρχίσουν δειλά- δειλά να κτίζονται μικρά σπιτάκια για τη θερινή διαμονή, κυρίως στο Λιβαδοτόπι που είναι και το πιο κοντινό, αλλά και στα άλλα, με εξαίρεση το Μονόπυλο και το Γλυκονέρι, που έμειναν μόνο με την εκκλησία και από ένα σπίτι. Η ζωή άρχισε να επιστρέφει στα Γραμμοχώρια και μαζί να αναθερμαίνεται η δια πυρός και σιδήρου τιμωρημένη από το μετεμφυλιακό κράτος ιστορία της περιοχής.

Αναδημοσίευση από http://www.edia-makedonia.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=31:2012-07-09-17-37-02

Κυριακή 19 Αυγούστου 2012

Η άγνωστη συνάντηση Ζαχαριάδη - Χότζα στην Κορυτσά

Πώς οργανώθηκε η μυστική σύσκεψη λίγο πριν από τη λήξη του Εμφυλίου και οι ανησυχίες των Τιράνων

Αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού στα βουνά της Μακεδονίας
Ντάγιος Σταύρος

Εξήντα τρία χρόνια μετά τη λήξη του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου και τα αλβανικά αρχεία παρέχουν σπάνιο αρχειακό υλικό για τις εξελίξεις της περιόδου αυτής. Το καλοκαίρι του 1949 και ενώ η τύχη του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου είχε εν πολλοίς κριθεί, η αλβανική κομμουνιστική ηγεσία επιχειρούσε με κάθε τρόπο να ανταποκριθεί στις αιτήσεις των ελλήνων κομμουνιστών και να βοηθήσει τον αντάρτικο αγώνα, σύμφωνα με τις υποδείξεις της Μόσχας και του Βελιγραδίου, αλλά χωρίς η βοήθεια αυτή να γίνει ευρύτερα αντιληπτή και να υπονομεύσει την ασφάλεια και την εδαφική ακεραιότητα της χώρας. Και αυτό διότι από τις αρχές Απριλίου 1949 η ελληνική κυβέρνηση, με υπόμνημά της προς τις Δυτικές Δυνάμεις, διατύπωνε την ανάγκη μιας κοινής συμμαχικής ναυτικής απόβασης στην Αλβανία με στόχο την εξόντωση των αντάρτικων βάσεων στο εσωτερικό της χώρας, πλην αυτό δεν έβρισκε δεκτικούς τους δυτικούς συμμάχους. Στην Αλβανία ήταν εγκατεστημένος μεγάλος αριθμός σοβιετικών αξιωματούχων ενώ σοβιετικά εμπορικά και στρατιωτικά πλοία εφοδίαζαν την Αλβανία και, στη συνέχεια, το αντάρτικο μέτωπο. Η Αλβανία εξακολουθούσε να αποτελεί την κύρια βάση ανεφοδιασμού στον αγώνα των ανταρτών.

Στα τέλη Ιουλίου 1949 και ενώ η απόφαση του Βελιγραδίου για κλείσιμο της μεθορίου με την Ελλάδα είχε ανακουφίσει σημαντικά τόσο την Αθήνα όσο και τη Δύση, η ελληνική κυβέρνηση επέμενε φορτικά στις θέσεις της για εισβολή στην Αλβανία. Τότε ακριβώς, και ενώ όλα έβαιναν δυσμενώς για τους έλληνες κομμουνιστές και η τύχη του Εμφυλίου είχε οριστικά κριθεί, ο αμετροεπής και αλαζών Νίκος Ζαχαριάδης ζητούσε πεισματικά από τους αλβανούς κομμουνιστές την κλιμάκωση της βοήθειας προς τους αντάρτες. Καινούργια στοιχεία που έρχονται στο φως της δημοσιότητας από τα αλβανικά αρχεία κάνουν λόγο για μυστικές συναντήσεις εκείνης της περιόδου μεταξύ των δυο κομουνιστών ηγετών σε αλβανικό έδαφος κατά μήκος της μεθορίου.

Μια τέτοια συνάντηση, η οποία για πρώτη φορά έρχεται στο φως από τα αλβανικά κρατικά αρχεία, είναι αυτή της 2ας Ιουλίου 1949 στην Κορυτσά. Υστερα από απεγνωσμένες εκκλήσεις του Ν. Ζαχαριάδη, και αφού είχε πρώτα φροντίσει να ενημερώσει τη Μόσχα, ο αλβανός κομμουνιστής ηγέτης Ε. Χότζα δέχτηκε τον Ν. Ζαχαριάδη σε μια άκρως μυστική συνάντηση στην Κορυτσά, ενώ βρισκόταν σε διακοπές στο Πόγραδετς. Η συνάντηση προετοιμάστηκε με απόλυτη μυστικότητα από αλβανούς αξιωματούχους της ασφάλειας, ενώ παρέστη ως διερμηνέας ο έλληνας Βορειοηπειρώτης, ανώτατος αξιωματούχος της Αλβανικής Ασφάλειας, Γιώργος Κώτσιας. Ο Ζαχαριάδης ζήτησε από τον Χότζα χωρίς περιστροφές να επιτραπεί η είσοδος των ελλήνων ανταρτών στην Αλβανία, να εξοπλιστούν και στη συνέχεια να προωθηθούν στο μέτωπο του πολέμου. Αυτό όμως εγκυμονούσε τεράστιους κινδύνους για την ίδια την Αλβανία και την ακεραιότητά της, αφού η ηγεσία των Τιράνων, μέσω ισχυρού δικτύου κατασκοπείας, είχε ενημερωθεί για τα σχέδια της Αθήνας.

Ο Ε. Χότζα ήταν κατηγορηματικός: «Οχι, εγώ σας εξόπλισα, εγώ και θα σας αφοπλίσω, και κανένα πόδι ελλήνων ανταρτών δεν θα εισέρθει επί αλβανικού εδάφους. Δεν επιθυμώ επ' ουδενί μια ένοπλη σύρραξη μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας! Σε βοήθησα πολύ, πέραν του δέοντος. Γι' αυτό ενημέρωσα και τον Στάλιν!». Υψωσε τη φωνή και χτύπησε το τραπέζι με τη γροθιά του. Τα λόγια αυτά μεταφέρει αυτήκοος μάρτυρας στη συνάντηση. Τον συντονισμό της παροχής βοήθειας προς τους έλληνες αντάρτες αλλά και τη διαχείριση του περίπλοκου ελληνικού ζητήματος στην Αλβανία είχε αναλάβει ειδική υπηρεσία με τον κωδικό «Επιχείρηση 10», υπό τον αναπληρωτή υπουργό Εσωτερικών Μιφτάρ Τάρε, ο οποίος διηγείται με κάθε λεπτομέρεια τα γεγονότα της εποχής.

«Εσείς μας κρατήσατε ζωντανούς!»

Είχαν προηγηθεί και άλλες συναντήσεις αλβανών υψηλόβαθμων αξιωματούχων με έλληνες κομμουνιστές, όπως εκείνη του Νοεμβρίου 1948 στα Τίρανα, στα πλαίσια των εργασιών του πρώτου Συνεδρίου του Κομμουνιστικού Κόμματος της Αλβανίας. Προσκεκλημένοι των Αλβανών ήταν οι Γ. Ιωαννίδης και Β. Μπαρτζώτας. Οι έλληνες προσκεκλημένοι, μέσω επευφημιών, έλαβαν τον λόγο και εξύμνησαν τους αλβανούς κομμουνιστές, χωρίς να αναφέρουν επίσημα τη βοήθεια προς τους αντάρτες. Ωστόσο, σε κατ' ιδίαν συναντήσεις και οι δυο τους εξέφραζαν την ευγνωμοσύνη τους για τη στάση των αλβανών κομμουνιστών. Ο επίσης έλληνας βορειοηπειρώτης διερμηνέας Χρήστος Βώκος, ο οποίος παρέστη στις συναντήσεις αυτές, μεταφέρει με πιστότητα τις ευχαριστίες του Μπαρτζώτα προς τους Αλβανούς: «Εσείς μας κρατήσατε ζωντανούς!».
Μετρήσιμος παράγοντας και ακανθώδες ζήτημα που περιέπλεκε ακόμα περισσότερο τα πράγματα και τις ήδη προβληματικές σχέσεις μεταξύ των δύο αδελφών κομμουνιστικών κομμάτων ήταν και η παρουσία των μουσουλμάνων Τσάμηδων, οι οποίοι είχαν καταφύγει στην Αλβανία στα τέλη του 1944 και αρχές του 1945.

Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία που τώρα έρχονται στο φως της δημοσιότητας (αρχεία που αποχαρακτηρίστηκαν πρόσφατα), στα τέλη Μαρτίου 1949 και ύστερα από (απερίσκεπτη) προτροπή των ελλήνων κομουνιστών ηγετών, οι οποίοι ζητούσαν την επαναπροώθηση των Τσάμηδων στην Ελλάδα και την επιστράτευσή τους δίπλα στον Δημοκρατικό Στρατό, σε αποκλειστική συνάντηση του Πολιτικού Γραφείου του Κομμουνιστικού Κόμματος Αλβανίας, το θέμα συζητήθηκε με την προσήκουσα προσοχή. Για την υπόθεση αυτή είχε ενημερωθεί, με τη σειρά του, και ο Τίτο με τον Στάλιν (σύμφωνα με τα γιουγκοσλαβικά αρχεία) από το 1947, πλην όμως ο Ε. Χότζα ήταν κατηγορηματικός: Η πλειοψηφία των μουσουλμάνων Τσάμηδων είναι αρνητική σε τέτοιο ενδεχόμενο και μόνον προβλήματα θα προκαλούσε μια τέτοια ενέργεια!

Η στρατολόγηση των Τσάμηδων

Στη συνάντηση αυτή επικράτησαν δυο απόψεις: η πρώτη, η βιαία στρατολόγηση των Τσάμηδων και η αποστολή τους στο ελληνικό μέτωπο, και η δεύτερη, η επιλεκτική οικειοθελής επιστράτευση και αποστολή τους στο μέτωπο. Την πρόταση της βιαίας στρατολόγησης εξέφραζαν συγκεκριμένα στοιχεία της τσάμικης κοινότητας οι οποίοι διεμήνυσαν «να γίνει βίαιη στρατολόγηση και να ληφθούν κάποια μέτρα κατά των αντιδραστικών στοιχείων». Ως προς τη δεύτερη εκδοχή, μόνον τριάντα άτομα από τη συγκεκριμένη κοινότητα είχαν εκφράσει την επιθυμία να στρατολογηθούν και να αποσταλούν στο μέτωπο. Για την πρώτη εκδοχή ούτε καν έγινε κάποια συγκεκριμένη προσπάθεια, αν εξαιρεθούν δυο-τρεις μεμονωμένες απόπειρες βίαιων απαγωγών. Ετσι, ούτε η μεν ούτε η δε επιλογή καρποφόρησε. Στις εκκλήσεις αυτές των αλβανών και ελλήνων αξιωματούχων, οι τσάμηδες πρόσφυγες απαντούσαν ότι «δεν εμπιστευόμαστε τους Ελληνες, επιθυμούμε να μείνουμε στην Αλβανία ή, αλλιώς, αφήστε μας να πάμε στην Τουρκία, την Τσαμουριά δεν την αγαπούμε».

Χαρακτηριστικό είναι ότι οι αλβανοί παράγοντες τόνισαν ότι η όποια προσπάθεια να γίνει σε συνθήκες απόλυτου σκότους, «να μη φανεί το χέρι μας, όλα να γίνουν νύχτα!». Και ότι για όλα πρέπει να ζητηθεί η συγκατάθεση των Σοβιετικών. Μάλιστα, στη συνάντηση αυτή επικράτησε η άποψη να ληφθούν σκληρά μέτρα εναντίων των Τσάμηδων οι οποίοι διασύρουν το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδας και αυτό να γίνει με απόλυτη μυστικότητα, «εν μία νυκτί», καθώς αυτοί είναι ξένοι υπήκοοι (!) Συζητήθηκε δε ένα πογκρόμ κατά των ταραχοποιών και αυτό αποτέλεσε το έναυσμα για ό,τι επακολούθησε μετά τις απηνείς διώξεις του τσάμικου στοιχείου από το κομουνιστικό καθεστώς της Αλβανίας, το οποίο διώχθηκε με την κατηγορία της κατασκοπείας υπέρ της Ελλάδας και των Ηνωμένων Πολιτειών.

Το τέλος του δράματος

Και ενώ στην Αλβανία διαμορφωνόταν αυτό το σκηνικό, με τις διαβουλεύσεις για την προσεκτική στάση έναντι του ελληνικού ζητήματος και ιδίως για την ασφάλεια και την εδαφική ακεραιότητα της χώρας και, παρά τις αμερικανικές κατηγορηματικές αντιρρήσεις για τις ελληνικές πρωτοβουλίες, η 9η Μεραρχία του Στρατού απέκοψε τη διάβαση του Πόρτα Οσμάν που ήταν η κύρια πύλη επικοινωνίας του Γράμμου με την Αλβανία και μπήκε στο αλβανικό έδαφος. Αυτό σήμανε και το τέλος του Εμφυλίου. Στις 28 Αυγούστου ο Νίκος Ζαχαριάδης έδωσε εντολή για γενική υποχώρηση στην Αλβανία από άλλη διάβαση, παρά τη σθεναρή άρνηση της αλβανικής ηγεσίας. Αυτή τη φορά η υποχώρηση ήταν οριστική. Ο Ελληνικός Εμφύλιος έκλεινε έτσι το τελευταίο κεφάλαιο.

Ο κ. Σταύρος Γ. Ντάγιος είναι διδάκτωρ Ιστορίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Αναδημοσίευση από http://www.tovima.gr/politics/article/?aid=471181

Τετάρτη 15 Αυγούστου 2012

Το «παιδομάζωμα» στον Εμφύλιο


Περίπου 20.000 - 25.000 παιδιά μετακινήθηκαν το 1948 - 1949 από τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας στις Λαϊκές Δημοκρατίες

Του Νικου Mαραντζίδη*

Στις 7 Μαρτίου 1948 η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση ανακοίνωσε την απόφασή της για την αποστολή παιδιών στις ανατολικές χώρες. Η οργάνωση των αποστολών είχε ξεκινήσει αρκετές εβδομάδες νωρίτερα μετά από απόφαση του ΚΚΕ. Σύμφωνα με την κομματική εφημερίδα «Εξόρμηση», «από τα μέσα Φλεβάρη ώς στις 5 του Μάρτη από 59 χωριά οι γονείς έδωσαν 4.784 παιδιά». Συνολικά αρκετές χιλιάδες παιδιά ηλικίας 5 - 13 ετών (20 - 25.000, ανάλογα με τις πηγές) μετακινήθηκαν το 1948 - 1949 από τον Δημοκρατικό Στρατό στις Λαϊκές Δημοκρατίες.

Η μετακίνηση εκτός Ελλάδας χιλιάδων παιδιών ενείχε έναν ισχυρό συμβολισμό, προβλέψιμα αξιοποιήσιμο από την ελληνική κυβέρνηση που προσέφυγε σε διεθνείς οργανισμούς καταγγέλλοντας το ΚΚΕ για την επιλογή του αυτή. Αναμφισβήτητα, στον πόλεμο της προπαγάνδας τα παιδιά αποτέλεσαν ιδιαιτέρως χρήσιμα εργαλεία. Απέναντι στην εμφανώς πολεμική προπαγάνδα των αντιπάλων του πως επρόκειτο για πράξη γενοκτονίας και γενιτσαρισμού, το ΚΚΕ αντέτεινε πως στόχος της επιχείρησης υπήρξε η σωτηρία των παιδιών από τα δεινά του πολέμου και πως οι γονείς έδωσαν τα παιδιά τους εθελοντικά. Την άποψη αυτή έχουν αναπαραγάγει αργότερα αρκετά στελέχη του ΔΣΕ που έγραψαν μαρτυρίες και απομνημονεύματα. Επρόκειτο για αμυντική στάση έναντι των καταγγελιών της κυβέρνησης της Αθήνας που υποστήριζε αντίθετα πως τα παιδιά «απήχθησαν βιαίως» με σκοπό τον αφελληνισμό τους.

Στην πραγματικότητα, πάντως, το ΚΚΕ αποφάσισε να μετακινήσει τα παιδιά εξαιτίας της δυσμενούς γι’ αυτό εξέλιξης της εμφύλιας σύρραξης και του προβλήματος των εφεδρειών που αντιμετώπιζε, παρά για ανθρωπιστικούς λόγους. Η απόφαση της μετακίνησης των παιδιών στηρίχθηκε, λοιπόν, πάνω σε στρατιωτική λογική και όχι σε ανθρωπιστική ανάγκη.

Υποχρεωτική στρατολογία γυναικών και εφήβων

Ο ΔΣΕ αντιμετώπιζε σοβαρότατο πρόβλημα προσέλευσης μαχητών. Οπως έγραφε ο ίδιος ο Μάρκος Βαφειάδης, η εθελοντική κατάταξη στον ΔΣΕ δεν αποτελούσε ούτε το 10% των νεοεισερχομένων στο αντάρτικο το 1947. Από ένα σημείο και μετά, όμως, οι αντάρτες δεν έβρισκαν άνδρες και εφήβους στα χωριά να στρατολογήσουν και έπαιρναν με το ζόρι ακόμη και γυναίκες και έφηβες. Με την πάροδο του χρόνου ο αριθμός των γυναικών ανταρτισσών αυξήθηκε δραματικά. Την άνοιξη του 1949 οι γυναίκες αποτελούσαν το 30% των μάχιμων και το 70% των βοηθητικών στις μονάδες του ΔΣΕ. Ομως, η υποχρεωτική στρατολογία δεν μπορούσε να έχει την κανονικότητα του επίσημου κράτους. Μια τέτοια κανονικότητα θα σήμαινε στράτευση με βάση ηλικιακές σειρές, φροντίδα για κάποιες ειδικές κατηγορίες του πληθυσμού κ.ά. Αντίθετα, η στρατολογία στον ΔΣΕ ήταν άτακτη χρονικά και γεωγραφικά και βασιζόταν κυρίως στις ξαφνικές βραδινές εισβολές των ανταρτών σε χωριά και κωμοπόλεις ή στις ενέδρες που έστηναν σε τόπους παζαριών των χωρικών. Μπαίνοντας σε κατοικημένες περιοχές οι στρατολόγοι του ΔΣΕ εισέβαλλαν στα σπίτια των κατοίκων αναζητώντας ό,τι υπήρχε διαθέσιμο. Ο παρακάτω κατάλογος οδηγιών προς στρατολογητές είναι χαρακτηριστικός:

«1. Να ψάχνουμε καλά μία μία γωνιές, κάμαρες, αποθήκες, αποχωρητήρια, κρυψώνες, καταφύγια. 2. Να μην ξεγελιώμαστε από κεράσματα και ξεχνάμε το καθήκον της στρατολογίας δίνοντας καιρό να κρύψουν τα παιδιά τους. 3. Να χρησιμοποιούμε πονηρίες π.χ. θα γκρεμίσουμε το σπίτι γιατί είναι ανάγκη για τη μάχη. 4. Η στρατολογία θα γίνεται θαρρετά κατά τη διάρκεια της μάχης. 5. Να προετοιμασθούμε ποιες μαχήτριες θα δώσουμε για συνεργεία στρατολογίας. 6. Να τους προετοιμάσουμε τι να πουν στις μάνες όταν κλαίνε για να τους δώσουν τα κορίτσια τους μ’ εμπιστοσύνη. 7. Να μην κάνουμε πλιάτσικο. 8. Να είμαστε χτενισμένες, πλυμένες, περιποιημένες όταν πάμε για στρατολογία».

Η απόφαση του «παιδομαζώματος», λοιπόν, ελήφθη, προκειμένου οι γονείς των παιδιών και ιδιαίτερα οι μάνες να μπορούν να πολεμήσουν απρόσκοπτα και με μειωμένο τον κίνδυνο λιποταξίας. Ηταν ένα είδος ομηρίας, η πιο σίγουρη λύση ώστε ο ΔΣΕ να διασφαλίσει την αφοσίωση των ανταρτών του. Σε αυτό συνηγορούν και τα στοιχεία που δείχνουν πως πολλά από τα παιδιά είχαν γονείς ή αδέλφια στο αντάρτικο. Ετσι, με τα παιδιά «μέσα» οι γονείς δεν μπορούσαν να λιποτακτήσουν και να φύγουν εκτός περιοχών που ήλεγχε το αντάρτικο.

Επιπλέον, ο εθελοντικός χαρακτήρας αυτής της μετακίνησης υπήρξε περιορισμένος χρονικά. Ο ΔΣΕ επέτρεψε την εθελοντική μετακίνηση των παιδιών μόνο σε πρώτη φάση. Στη συνέχεια, από τα μέσα του 1948, πιθανότατα επειδή δεν υπήρξε η απαραίτητη ανταπόκριση, οι γονείς υποχρεώθηκαν να παραδώσουν τα παιδιά τους. Η διάσημη προσωπική ιστορία της Ελένης Γκατζογιάννη στον Λια δεν είναι παρά μία από τις πολλές τραγωδίες του «παιδομαζώματος».

Πολλά παιδιά χάθηκαν κατά τη μεταφορά

Η μετακίνηση των παιδιών προς τις Λαϊκές Δημοκρατίες δεν υπήρξε χωρίς προβλήματα. Η μεταφορά τους, μέσα από τους ορεινούς όγκους της Βόρειας Ελλάδας, ενείχε μεγάλους κινδύνους για τη σωματική ακεραιότητα των παιδιών. Παρά τις εκκλήσεις της ηγεσίας του ΚΚΕ προς τις σοσιαλιστικές χώρες για άμεση βοήθεια και την ανταπόκριση αυτών, χιλιάδες παιδιά υπέφεραν από την πείνα, το κρύο και τις ατελείωτες πορείες. Μαρτυρίες αναφέρουν πως σημαντικός αριθμός παιδιών πέθανε ή χάθηκε στον δρόμο.

Το θέμα του «παιδομαζώματος» συνδέεται άμεσα με το ζήτημα των ανήλικων μαχητών του ΔΣΕ. Ο κόσμος των ανήλικων ανταρτών παραμένει σχεδόν ανεξερεύνητος. Για τη στρατολόγηση και την πολεμική δράση τους βρίσκει κανείς σκόρπιες πληροφορίες. Από τα στοιχεία, πάντως, που διαθέτουμε υπολογίζουμε πως το 1949 ένας στους πέντε μαχητές του ΔΣΕ ήταν σίγουρα 18 ετών και κάτω.

Στον κομματικό Τύπο το θέμα παρουσιαζόταν ωραιοποιημένα. Αρθρα όπως αυτό για την 15χρονη Αλίκη που υπηρετούσε στην Πολιτοφυλακή «και η επιμονή της για τη δουλειά έχει κάνει σ’ όλους εντύπωση» φρόντιζαν να εξιδανικεύουν την κατάσταση. Αναφορές στελεχών μιλούσαν για 15χρονα «παιδιά του Κόμματος» που είχαν μπει στον αγώνα και είχαν καιρό να δουν την οικογένειά τους. Ομως περισσότερο από ρομαντισμό η κατάσταση αποκάλυπτε μια ωμή στρατιωτική επιλογή.

Κάτω των 14 ετών

Σε στρατόπεδα της Ανατολικής Ευρώπης συγκεντρώθηκαν παιδιά και έφηβοι προκειμένου να εκπαιδευτούν και να αποσταλούν στα μέτωπα του Γράμμου και του Βίτσι. Η απόφαση αυτή, που αναμφίβολα ήταν από τις πλέον σκληρές του πολέμου, πάρθηκε από την ηγεσία του ΚΚΕ σε πλήρη γνώση των Λαϊκών Δημοκρατιών που οργάνωσαν τα στρατόπεδα αυτά. Από τα αρχεία του ΚΚΕ μαθαίνουμε πως στη Βουλγαρία, στις αρχές του 1949, ο κομματικός υπεύθυνος διάλεξε 88 από τα 400 αγόρια του στρατοπέδου προκειμένου να τα στείλει στο βουνό να πολεμήσουν. Τα περισσότερα από τα παιδιά που εστάλησαν ήταν κάτω των 14 ετών. Ηταν τόσο καχεκτικά ώστε προκλήθηκε η αντίδραση ακόμη και της κομματικής ηγεσίας, η οποία εκτός του ότι έκρινε τα παιδιά ακατάλληλα να πολεμήσουν θεώρησε πως «ο ερχομός τους μας δημιουργεί μεγάλα ζητήματα». Στην Τσεχοσλοβακία εκατοντάδες Ελληνες έφηβοι ηλικίας 16 έως 18 ετών συγκεντρώθηκαν σε στρατόπεδο της Μπρατισλάβα την άνοιξη του 1949 προκειμένου να σταλούν στην Ελλάδα. Το σχέδιο τελικά δεν υλοποιήθηκε «λόγω των εξελίξεων στη Γιουγκοσλαβία». Εντέλει, από γιουγκοσλαβικές και πολωνικές πηγές υπολογίζεται πως περίπου 2.000 παιδιά στάλθηκαν στα μέτωπα του εμφυλίου εκπαιδευμένα σε αυτά τα στρατόπεδα.

Αγνωστος ο συνολικός αριθμός των θυμάτων

Πόσα από τα παιδιά αυτά σκοτώθηκαν, τραυματίστηκαν ή συνελήφθησαν με το όπλο στο χέρι και στάλθηκαν φυλακή ή εξορία δεν γνωρίζουμε. Επίσης δεν γνωρίζουμε πόσα από τα μεταφερόμενα στις ανατολικές χώρες παιδιά χάθηκαν στον δρόμο, πεθαίνοντας από τις κακουχίες, το κρύο ή τους βομβαρδισμούς. Από γραπτές μαρτυρίες γνωρίζουμε πως πολέμησαν και σκοτώθηκαν μικρά παιδιά στο βουνό, ενώ άλλα τα έπιασε ο στρατός με το όπλο στο χέρι.

Στα αρχεία του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού έχει εντοπιστεί πως υπήρχε ένας αξιομνημόνευτος αριθμός κρατουμένων ανηλίκων σε στρατόπεδα και φυλακές. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ένας αριθμός από αυτούς τους ανήλικους κρατουμένους είχαν συλληφθεί ως αντάρτες.

Στις Λαϊκές Δημοκρατίες πολλά από τα παιδιά του «παιδομαζώματος» αντιμετωπίστηκαν με στοργή και αξιοπρέπεια. Μορφώθηκαν και ενσωματώθηκαν στις κοινωνίες υποδοχής χωρίς να χάσουν την ελληνική τους ταυτότητα. Αρκετά επούλωσαν τα τραύματά τους και θυμούνται τις παιδικές τους στιγμές στους παιδικούς σταθμούς με νοσταλγία. Ομως αυτό είναι πραγματικά μια άλλη ιστορία.

* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου (Πράγα) και στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας.

Αναδημοσίευση από http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_ell_1_12/08/2012_492162