Η Μόσχα επιχείρησε να εμπλακεί στα ελληνικά πράγματα με συνδρομή της στη λήξη των μαχών και τη διεξαγωγή εκλογών 63 χρόνια πριν
Του Θαναση Δ. Σφηκα*
Διεργασίες στον ΟΗΕ για το «ελληνικό ζήτημα» της περιόδου του Εμφυλίου Πολέμου καταγράφονται από τις αρχές του 1946 με διαφορετικούς υποκινητές. Η Μόσχα, ειδικά, κυρίως από το 1948 επιθυμούσε να διατηρήσει τις προσβάσεις της στην Ελλάδα μέσω μιας διπλωματικής διευθέτησης. Οι σοβιετικές προσπάθειες έλαβαν τη μορφή ανεπίσημων βολιδοσκοπήσεων προς τους Αμερικανούς και τους Βρετανούς· αυτοί όμως δεν έδωσαν συνέχεια, ενώ από τις αρχές του 1949 η ραγδαία αποδυνάμωση του ΔΣΕ ενίσχυσε την αδιαλλαξία των κυβερνήσεων της Αθήνας, του Λονδίνου και της Ουάσιγκτον.
Στις 20 Απριλίου 1949 το ΚΚΕ απηύθυνε έκκληση στον ΟΗΕ για τον τερματισμό του Εμφυλίου, διαβεβαιώνοντας ότι ήταν έτοιμο για «τις πιο μεγάλες υποχωρήσεις». Η ελληνική κυβέρνηση αδιαφόρησε, δηλώνοντας ότι οι αντάρτες του ΔΣΕ έπρεπε πρώτα να καταθέσουν τα όπλα, ενώ το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών επισήμανε ότι αυτή ήταν η εικοστή πρώτη ειρηνευτική πρόταση του ΚΚΕ από το 1946.
Η έκκληση είχε ίχνη απόγνωσης, για την οποία υπήρχαν βάσιμοι λόγοι. Ο Στάλιν ανησυχούσε ότι η επ' άπειρον παράταση της σύγκρουσης στην Ελλάδα και η δυνατότητα του ΔΣΕ να διασχίζει την ελληνοαλβανική μεθόριο ίσως προκαλούσαν εισβολή των δυτικών δυνάμεων στην Αλβανία, η οποία, μετά την αποβολή της Γιουγκοσλαβίας από την Κομινφόρμ τον Ιούνιο του 1948, αποτελούσε τη μοναδική πρόσβαση των Σοβιετικών στη Μεσόγειο. Στις αρχές Απριλίου 1949, λίγες ημέρες αφότου η ελληνική κυβέρνηση είχε ζητήσει από τους Δυτικούς στρατιωτική επέμβαση κατά της Αλβανίας, η Μόσχα πληροφόρησε τον Ζαχαριάδη ότι όλες οι επιχειρήσεις του ΔΣΕ έπρεπε να τερματιστούν ώς τις αρχές Μαΐου. Ο ΔΣΕ άρχισε τις προετοιμασίες για αποχώρηση, αλλά τότε ακριβώς (αρχές Μαΐου) ο Ζαχαριάδης ενημέρωσε το επιτελείο του ότι η κατάσταση είχε μεταβληθεί προσωρινά και ότι ο ΔΣΕ θα συνέχιζε τις επιχειρήσεις. Η μεταστροφή επήλθε επειδή ξαφνικά διαφάνηκε το ενδεχόμενο νέων διεθνών επαφών, και όσο αυτές θα διαρκούσαν, έπρεπε να αποτραπεί η εντύπωση ότι ο ΔΣΕ, ανεπανόρθωτα εξαντλημένος, εκλιπαρούσε για ειρήνη.
Συνεχείς ελιγμοί ΗΠΑ, Βρετανίας και ΕΣΣΔ
Αντρέι Γκρομύκο, επικεφαλής της σοβιετικής αντιπροσωπείας στον ΟΗΕ |
Η αρχική αντίδραση των Αμερικανών και των Βρετανών ήταν επιφυλακτική. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Χάρυ Τρούμαν έδειξε «μεγάλο ενδιαφέρον» και ζήτησε «να μην κλείσουν την πόρτα» σε περαιτέρω διευκρινίσεις του Γκρομύκο, υπό τον όρο ότι τυχόν συνομιλίες δεν θα ξεκινούσαν χωρίς τη συμμετοχή της ελληνικής κυβέρνησης. Για τους Βρετανούς, από την άλλη πλευρά, η σοβιετική πρωτοβουλία συνέπεσε με νέο κύμα εσωτερικών πιέσεων για διευθέτηση του ελληνικού ζητήματος: τον Μάιο του 1949 εβδομήντα βουλευτές του Εργατικού Κόμματος απηύθυναν έκκληση στην κυβέρνησή τους να υποστηρίξει τις προτάσεις για ειρήνευση και διενέργεια εκλογών στην Ελλάδα υπό την εποπτεία του ΟΗΕ.
Στις 14 Μαΐου ο Ρασκ και ο Μακνήλ ενημέρωσαν τον Γκρομύκο για την ανάγκη συμμετοχής της ελληνικής κυβέρνησης στις διαβουλεύσεις και επέμειναν στην πάγια θέση τους ότι το πραγματικό αίτιο της κρίσης στην Ελλάδα ήταν η έξωθεν βοήθεια στον ΔΣΕ. Ο Γκρομύκο εξήγησε ότι η Μόσχα ήταν πρόθυμη να συμμετάσχει στην εποπτεία εκλογών και να συνδράμει την ελληνική κυβέρνηση στον έλεγχο των βορείων συνόρων, αλλά πρόσθεσε ότι έπρεπε να διακοπεί κάθε είδους υλική και έμψυχη βοήθεια προς την Ελλάδα. Ο Βρετανός και ο Αμερικανός απέφυγαν να τοποθετηθούν, λέγοντας ότι οι συζητήσεις προς το παρόν ήταν «ανεπίσημες και σε προσωπική βάση» και επαναλαμβάνοντας την ανάγκη συμμετοχής της ελληνικής κυβέρνησης στις διαβουλεύσεις.
Στις 16 Μαΐου ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Ερνεστ Μπέβιν ενημέρωσε το βρετανικό υπουργικό συμβούλιο ότι οι σοβιετικές προτάσεις τοποθετούσαν σε «ισότιμη» βάση τις δύο πλευρές του Εμφυλίου και ενίσχυαν τη θέση του ΚΚΕ στο εσωτερικό· ωστόσο δεν εισηγήθηκε να απορριφθούν άμεσα αλλά να διερευνηθεί εάν το σοβιετικό άνοιγμα απέρρεε από ειλικρινή διάθεση να διευθετηθούν οι διαφορές της Δύσης με τη Μόσχα στην Ελλάδα. Αυτό που τον ανησυχούσε ιδιαιτέρως ήταν η σοβιετική πρόθεση συμμετοχής στην επιτήρηση μιας εκεχειρίας μεταξύ των αντιμαχομένων, η οποία θα παρείχε στη Μόσχα «άπειρες ευκαιρίες να καταστήσει αδύνατη μια πραγματική και ευνοϊκή διευθέτηση». Η Βρετανία δεν αναζητούσε συμφωνία μεταξύ των εμπολέμων στην Ελλάδα αλλά τον τερματισμό της εξωτερικής βοήθειας προς τον ΔΣΕ, και προς αυτή την κατεύθυνση όφειλαν να συνδράμουν οι Σοβιετικοί.
Αρνητικές εξαρχής οι διαθέσεις της Αθήνας
Η επιμονή των Βρετανών και των Αμερικανών να εμπλέξουν στις συνομιλίες την ελληνική κυβέρνηση σήμαινε ότι η τύχη της σοβιετικής πρωτοβουλίας θα κρινόταν και από τις διαθέσεις της Αθήνας. Ο Κωνσταντίνος Τσαλδάρης, αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Λαϊκών - Φιλελευθέρων, υπουργός Εξωτερικών και ηγέτης του Λαϊκού Κόμματος, δήλωσε ότι η Ελλάδα «δεν πρέπει να στερηθεί δολίως τους καρπούς των νικών του στρατού και δεν πρέπει να υπάρξει νέα Βάρκιζα. Δεν θα επιτρέψουμε την είσοδο Δούρειων Ιππων στα τείχη της χώρας μας». Ο υπουργός Στρατιωτικών, Κωνσταντίνος Ρέντης, από το Κόμμα Φιλελευθέρων, έβλεπε μακρύτερα: «Το ΚΚΕ είχε συνταχθεί ανοικτά με τους εχθρούς της χώρας και επομένως δεν θα μπορούσε να υπάρξει στην Ελλάδα μετά την καταστολή της εξέγερσης».
Οι ελληνικές θέσεις συνέπεσαν με τις αμερικανικές και βρετανικές επιδιώξεις. Για τις δύο δυτικές δυνάμεις, από τα τέλη του 1946 η κύρια αιτία της ελληνικής κρίσης ήταν η έξωθεν βοήθεια προς τον ΔΣΕ, και το κατάλληλο βήμα για τη συζήτηση αυτού του προβλήματος ήταν ο ΟΗΕ. Οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί θα άκουγαν τις σοβιετικές απόψεις, αλλά δεν θα ξεκινούσαν συνομιλίες χωρίς τη συμμετοχή της ελληνικής κυβέρνησης. Οσο για τον ΔΣΕ, εφόσον βάσει του διεθνούς δικαίου στερείτο νομικής υπόστασης, τυχόν διαπραγματεύσεις με αυτόν απόκειντο αποκλειστικά στη δικαιοδοσία της ελληνικής κυβέρνησης. Κοινή εκτίμηση της Ουάσιγκτον, του Λονδίνου και της Αθήνας ήταν ότι οι σοβιετικές προτάσεις εκκινούσαν από θέση αδυναμίας τόσο της σοβιετικής διπλωματίας διεθνώς (στις 4 Μαΐου 1949 η Μόσχα ανακοίνωσε την άρση του αποκλεισμού του Βερολίνου) όσο και του ΚΚΕ στο εσωτερικό της Ελλάδας. Η απόρριψή τους παρουσιάστηκε ως επιμονή για επίλυση μέσω του ΟΗΕ, όπου δεν μπορούσε να γίνει αντικείμενο συζήτησης η σύγκρουση μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και του ΔΣΕ.
Στις 20 Μαΐου 1949, η σύμπλευση επισημοποιήθηκε όταν ο Ρασκ καθησύχασε τον Ελληνα πρέσβη στην Ουάσιγκτον ότι το πρόβλημα δεν αφορούσε την εσωτερική κατάσταση στην Ελλάδα, αλλά την έξωθεν βοήθεια στους αντάρτες. Ο πρέσβης δήλωσε ότι η ελληνική κυβέρνηση προτιμούσε να μην υπάρξουν συνομιλίες με τους Σοβιετικούς: Οι αντάρτες έπρεπε να καταθέσουν πρώτα τα όπλα τους· «η αμνηστία και τα συναφή θα έλθουν αργότερα». Επιπλέον, η ελληνική κυβέρνηση δεν επιθυμούσε συνομιλίες που θα υπονόμευαν το ηθικό του στρατού και θα επέτρεπαν τη σοβιετική ανάμειξη στις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας.
Η τελική απόφαση για στρατιωτική λύση και συντριβή του ΔΣΕ
Στις 27 Μαΐου 1949, Αμερικανοί και Βρετανοί συμφώνησαν να κοινοποιήσουν προφορικά τις θέσεις τους στους Σοβιετικούς. Οι σοβιετικές προτάσεις απορρίφθηκαν και άρχισε να γράφεται ο στρατιωτικός επίλογος της ελληνικής κρίσης. Οι Σοβιετικοί, τη στιγμή ακριβώς που είχαν δώσει εντολή στον Ζαχαριάδη για παύση των εχθροπραξιών και αποχώρηση του ΔΣΕ, διερεύνησαν τις αγγλοαμερικανικές προθέσεις για τη δυνατότητα συνεννόησης των «τριών μεγάλων». Η Μόσχα θεώρησε ότι η βολιδοσκόπηση του Ρασκ στα τέλη Απριλίου παρείχε μια τελευταία ευκαιρία, πριν από την αποχώρηση ή τη συντριβή του ΔΣΕ, για τη διατήρηση κάποιας επιρροής στην Ελλάδα. Οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί αναζητούσαν την εξάλειψη της έξωθεν στρατιωτικής βοήθειας στον ΔΣΕ ως προϋπόθεση για τη στρατιωτική λύση του ελληνικού ζητήματος. Σε αυτήν τη διαφορά επιδιώξεων οφείλονται η βολιδοσκόπηση του Ρασκ στον Γκρομύκο, η εκδήλωση της σοβιετικής πρωτοβουλίας και η απόρριψή της από τους Δυτικούς.
* Ο κ. Θανάσης Δ. Σφήκας είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς και Ελληνικής Ιστορίας του 20ού αιώνα στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Αναδημοσίευση από http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_ell_2_03/06/2012_484347